© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

All dead white boys say God is good




Έσβησα τη μηχανή επειδή ήταν να περιμένω για πολύ. Κάποιος εμφανίστηκε στον καθρέφτη βιαστικός, κι έπειτα έχωσε τη μούρη του που μύριζε βούτυρο και μέλι και προβατόλαδο απ'το παράθυρο για να πει Κάνε το γύρο. Δεν είμαι βιαστικός σήμερα. Τότε είσαι κι εσύ σαν το νεκρό, και γέλασε κι έδειξε δόντια βρετανικά.

Μα πήγαινα δυο σπίτια ανατολικά. Δε με περίμενε κανείς.



There has fallen a splendid tear
from the passion-flower at the gate.
She is coming, my dove, my dear;
she is coming, my life, my fate.

Tennyson

Πίνακες Bühlmann

στους πίνακες αποσυμπίεσης κρύβεται ένας πεθαμένος στο πεντάλεπτο

-



ο κάθε παραθάνατος δίνει εκατό ζωές
να γιατί κάποιος να παρακαλάει για τη θολούρα

-



περνώ τις μέρες μου μετρώντας τις σταγόνες
επάνω στην πλάτη σου ξαπλώνουν όλοι οι ωκεανοί με όλο τους το βάρος
κι έτσι δε σε ξεχνώ, κι έτσι δε με ξεχνάς. Άλλο το δέσιμο που κάνουνε τα λόγια, κι άλλο το αληθινό, εκείνο με το αίμα.

-




there's sin on every corner
pray when the time is right

-



το σημείο που ο βαλές τσακίζει είναι εκεί που τελειώνει η υπομονή
θέλω και γυρίζω στη σκατένια πόλη, κι ας μένει η αλήθεια κάποιου άλλου στο νησί.
Όταν σε δω, θα σε χτυπήσω.

-



immer dein- 
SEUFZ

Mal de debarquement









schöne Lieder laufen schnell
Zungen schmecken sauer
was hast du mal getan, warum senkst du den Blick
was hast du falsch getan, was hast du mal getan

meine Ruhe und meine holde Dame, du
das Nordseewellenrauschen,
c'est pas mal, mal de debarquement
.

You look like your father. / Maybe we both must work on our happy faces then.

The evil it spread like a fever ahead
It was night when you died, my firefly
What could I have said to raise you from the dead?
Oh could I be the sky on the fourth of July?
“Well you do enough talk
My little hawk, why do you cry?
Tell me what did you learn from the Tillamook burn?
Or the Fourth of July?
We’re all gonna die.”
Sitting at the bed with the halo at your head
Was it all a disguise, like Junior High
Where everything was fiction, future, and prediction
Now where am I? My fading supply
“Did you get enough love, my little dove
Why do you cry?
And I’m sorry I left, but it was for the best
Though it never felt right
My little Versailles.”
The hospital asked should the body be cast
Before I say goodbye, my star in the sky
Such a funny thought to wrap you up in cloth
Do you find it all right, my dragonfly?
“Shall we look at the moon, my little loon
Why do you cry?
Make the most of your life, while it is rife
While it is light
Well you do enough talk
My little hawk, why do you cry?
Tell me what did you learn from the Tillamook burn?
Or the Fourth of July?
We’re all gonna die.”

Willst du Honig zum Milch heute, Okraschötchen
warum isst du den Stuten nicht
trivialities. I forget the date each year. I forgot it this year too. A day like the rest.
-You look like your father.
-You haven't seen the other half, have you now.

Yeah, a good album.

Μηρυκασμός

Στο θάλαμο απέναντι απ'τη στάση κάποιοι που τσουλήσαν απ'τη ΜΕΘ κοιμούνται προς το τέλος
έχω βγαλμένα τα σαμπώ με τον ξυλόπατο κι οι κάλτσες πατάνε πάνω στο πετσί
στα δεξιά μου η λίμα ακούγεται σα να πριονίζει κι οι τρίχες στέκουν κάγκελο
-Δε θα μείνει νύχι στην κλινική να βρίσκει την αρχή
-Είναι μανικιούρ γιατρέ

ένας αδέσποτος καφές πήζει πάνω στα παραπεμπτικά
έχω ισορροπήσει ακριβώς ανάμεσα στο να μπρουμυτίσω και να πέσω ανάσκελος
δίπλα στο τηλέφωνο είναι τα χαρτιά για κείνους που δε θα χωρέσουν στο πρωί
κι οι δικοί μου οι παλμοί λιγοστεύουν
και της νοσοκόμας δίπλα

μέσα σ'αυτό το ξόδεμα
θα μπορούσανε οι κάλτσες να πατάνε πάνω στα χαρτιά
κι ο καφές να πήζει κάτω απ'τη μπλούζα κι η λίμα να πριονίζει δόντια
και να πεθαίνουμε εμείς κι οι άλλοι να φυλλομετράνε
δεν έχει διαφορά

/

θα θυμηθώ ξανά τα λόγια των δεκαεφτά χρονών και θα ευχαριστηθώ πού ήτανε λεπτά
ειπωμένα με φωνή χλωμή ατέλειωτου χειμώνα
θα δω το ξυρισμένο κεφάλι του αδερφού μου κρεμασμένο ανάποδα εμπρός απ'το δικό μου
δεν είχα πιάσει τόσο νεογέννητα μαλλιά ξανά για χάδι κι αν ήξερα πόσο θα θύμωνε ο Θεός
α να μην τα'βλεπα ποτέ

μένουμε ζωντανοί για να σκεφτώ και να σκεφτεί τις Πολυνήσιες γυναίκες
να χώσουμε τα βρωμόχερα στα ολοκάθαρα κορμιά τους
δεν είναι παραστράτημα και δε θα σβηστεί ποτέ είναι επιβολή
δεν υπάρχει πιο λερή χαρά


Θα προτιμούσα να'μενα μαζί σου (συναδερφική αλληλεγγύη)

Ω, έχω βαριεστήσει μ'αυτή τη δουλειά. Θα προτιμούσα να'μενα μαζί σου, Spurstow. Έχει κυνήγι εκεί κοντά, θα τραβάς και καμιά ντουφεκιά.

R. Kipling

Sturmtieftag (ημέρα βαθιάς καταιγίδας)

für Herrn .,

Γύρω απ'το τραπέζι ήμασταν καθισμένοι οι πιο πρόσφατοι από εφτά, δέκα οικογένειες. Οι αγκώνες όλων βρίσκονταν εκεί που δεν έπρεπε κι όπου έπιανε τη ζέστη το τραπεζομάντηλο απλώνονταν γύρω χάρτες ταννινικοί. Τα φαγητά ήταν γυαλιστερά κι από ρητίνη, μα η συνάντηση δεν ήταν για να φάει κανείς έτσι κι αλλιώς. Η κουβέντα ήταν τα βογγητά των επιτόκων στ'αυτιά του μαιευτήρα, εκεί αλλά ισχνή. Η κουβέντα ήταν από εκείνες που δεν κατάλαβα ποτέ. Η προσοχή μου είχε όλη χαριστεί στους μήνες που είχα να σε δω, γιατί μήνες και όχι χρόνια λες; γιατί οι μήνες καίνε πιο καλά. Απ'το σπίτι μου στο κελί σου δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο, ήταν εφτακόσια μέτρα, πέντε λεπτά για να'ρθω στον κατήφορο κι ένα τέταρτο ιδρώτα για να φύγω. Απ'το σπίτι μου στο κελί σου δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο, ήταν όσο ν'αφήσω τις αρχές τις πατρικές για μια άλλη, κρυφή ιστορία, το μέτρημα το'παψα τότε, δεν ήταν πια γεγονότα γραμμικά, δεν ήταν εφτακόσια μέτρα, ήταν η μια φορά που έκανες εσύ τον επισκέπτη κι είχες μούσκεμα το μέτωπο κι ήταν σα να μην ήξερα τι ήταν κάματος, κι έπιανα το ζουμί ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείχτη: θαλασσόνερο.

Η γυναίκα σου στο τραπέζι ήταν κάποια που ποτέ δεν είχες, η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, κάποια που τώρα ονειρευόμουν για δικιά σου. Το κρανίο της σκεπαζόταν από θαμπά παχειά μαλλιά από λευκό κριθάρι που ετοιμάζεται να σκύψει στον αγρό, και πάνω καλοκαίρι. Ήθελα να σε πιάσω, δεν ήταν πράγματα αυτά για το τραπέζι, δεν ήταν για να βλέπει η γυναίκα σου, διψούσα εκεί στον ουρανίσκο όπως μου συμβαίνει, διψούσα τόσο που μου έρχονταν λυγμοί πίσω απ'τα δόντια. Κι όταν έφτασα να μην αντέχω άλλο πια, η γυναίκα σου, η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, σηκώθηκε και με πήρε απ'το χέρι, το τραπέζι παρέμεινε απαράλλαχτο, τα φαγητά γυαλιστερά κι από ρητίνη. Με οδήγησε προς τα δυτικά, γιατί είχα τον ήλιο τον απογευματινό στο πρόσωπο, γιατί στο σβέρκο της είχε ήδη σουρουπώσει, κι η πλάτη της και τα πόδια της που μ'έβαζαν να πειθαρχήσω- περπατήσαμε για ώρα σ'ένα μονοπάτι που χωρούσε μοναχά το ένα βήμα εμπρός από το άλλο. Γύρω φύτρωναν βάτα και χορτάρι ψηλό μέχρι τη μέση των μηρών, στο χώμα παραφύλαγαν πέτρες κοφτερές στραμμένες έτσι για το σκόνταμα, και στο ένα πλαϊνό βρισκόταν πάντα η πεσιά.

Οι πέτρες αύξαιναν και έγιναν σκόρπια σκαλιά κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε κι η βλάστηση αραίωνε κι αραίωνε ώσπου φτάσαμε να στεκόμαστε στην άκρη, πιο 'κει ήταν το λιμανάκι της Αγίας Παρασκευής, πιο 'κει ήταν το δέλτα του θανάτου, εμείς στεκόμασταν αλλού και τα βλέπαμε όλα. Η γυναίκα, η γυναίκα σου, ισορροπούσε σίγουρη σαν κατσίκι με τις πατούσες μισές έξω μισές στο γκρέμι της κοψιάς.
-Δεν είναι για να φοβάσαι, η θάλασσα θα είναι μαλακιά., κι η φωνή της ήταν ο φόβος μου κι η θάλασσα μαζί. Με τράβηξε λίγο, όπως τραβά κανείς το σκοινί για να πλησιάσει η βάρκα, έκανα μια δρασκελιά με τα γόνατα λυμένα κι είδα κάτω και πέρα την ακτή ξάστερη νύχτα του Γενάρη, άπνοια, τη δύση που γυρνούσε μέσα σε μια λεπτή λευκή αχλή, η παλλαισθησία του αργού ρυθμού που έχει κι είναι πάντα εν ζωή, που σκαρφάλωνε κι έφτανα να την ακούω για φωνή. Ανοιγόκλεισε τα αυγουλένια βλέφαρά της, άνθισε ένα χαμόγελο κάτω απ'τη μύτη της που έμοιαζε με γδούπο. Έκανα ένα ακόμα βήμα, μια ώση για το σάλτο, έπεφτα και το κεφάλι θα'βρισκε πρώτο,
έπεφτα όπως στο Λιμιώνα, έπεφτα όπως στην Παναγιά, ήταν όλες αναμνήσεις του Ιονίου, τώρα που το σκέφτομαι, όλες μου τις βουτιές τις έχω κάνει σ'εκείνες τις μεριές,
κι η θάλασσα ήταν όπως είχε πει
η θάλασσα ήταν 

απ'το παράθυρο έριξα μια ματιά κι είδα το τραπέζι, κι όλη τη συντροφιά, στην αυλή, στο κέντρο της ανοιχτωσιάς. Μες στο δωμάτιο που ανάβλυζε δροσιά υπήρχε στρωμένο ένα σατζάντα προσευχής, μες στο δωμάτιο ήσουνα κι εσύ. Ήταν η ώρα των κουνουπιών, το συζητούσαν κάτω, το συζητούσε κι η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, εσύ έκανες την κίνηση πως δε μας νοιάζει εμάς, με πήρες απ'το χέρι όπως είχε κάνει η γυναίκα σου, μα όχι για να με οδηγήσεις, με πήρες απ'το χέρι γιατί ήταν σα να στο ζητούσα, έσφιξα το στρογγυλό σου θέναρ, τα τρυφερά δάχτυλα που είχαν φουσκωτές φάλαγγες καλώς ξεχωρισμένες, να'ξερες πόσο είχα επιθυμήσει το ροδαλό δέρμα των Θεσσαλών, το αίμα που μαζεύτηκε κουβά κουβά απ'το Ληθαίο, το ήξερες, το ξέρεις. Δεν ήμουν παρά χέρια, δεν ήμουν παρά μια δουλειά από παλιά, δεν ήθελα να είμαι άλλο, τα θυμάμαι όλα κεντημένα με τη βελόνα των αγγείων, με κάθε ελάχιστη λεπτομέρεια, θυμάμαι κι όσα δεν ήταν, σε βλέπω όταν κοιμάμαι και σε θυμάμαι μόνο το πρωί, το ήξερες, το ξέρεις,
φιλώ τα μάγουλά σου, το βρέγμα, τη σφαγή,


,,,


In here you will find the answers you are looking for

I went to medical school because the doctor in Reguengos served the water crackers at mass and men took their hats off to him without his saying hello to anyone.

A. L. Antunes


There is hardly space for my hands on my desk. Sometimes I wonder how tall a tree is standing on the glass. The easels, one on each side supporting the glass, creak at the chilly wind, creak at the moving of my hands, creak at every sip coming from across the desk, they creak so often they don't, at all. A chapstick for the bastard aryan lips that disintegrate with a glimpse of the sun, with a glimpse of a bite, of a kiss, no, these I don't like, is balancing right by the outer edge of the glass, risking to fall in front of the window and melt in the summer, crystallize in winter. It tastes of woman, crushed pomegranate and olive oil, and blood at the banks of the mouth, it's only the lips, the mouth tastes jasmine tea that's gone bitter, and soft water, hard water, does it even matter, you'd know better anyway. On the other edge, there's her pocket mirror from back then, whose? they ask, äh, I give my favorite response, äh (egal, was soll's,...). On thoughtful days I'll flip it open and guide the sky inside. It's a pocket mirror with the stamp of a shoeshop, not a piece of art, it does the job though, the room fills with oceanic weather, Atlantic rain, Subsaharan heat, Red Sea drought, sky from every route she sailed, every route I thought she sailed. This makes up for the Nordsee routine, this makes up for nothing. The cup always stands on the brass coaster bearing the reminder, don't worry about perfection, yes, I'm not the competitive type, just the washed, washed out Gary Cooper type. Rulers and pencils seem to sprout from every niche. You shouldn't disrespect a book with ink, you shouldn't disrespect a book with crooked lines. The flashlight that has seen one too many throats hides in the box, no reason for the Old Spice sticker on the lid, maybe because there's the boat, maybe that's the reason for everything that is and isn't, a reason why every landlocked place treats its beasts like convicts. Swollen notepads, thin notepads, sheets in various hues of age, books I've read, books I've yet to read, yet to read again, they are piling around the illumination of the screen and it swallows them word by word and only a dozen words return from their adventure. The deck of nude cards has travelled a lot already, it's been laid on this and that airport, this and that car, this and that bed, even on the goddamn desk with no space on it, I always make space for a forty thieves.

Τάχα τεμπέ κι άστεγη νοσηλεία

Η διευθύντρια του δεύτερου ορόφου δεν ήξερε να πει φυματίωση από καρδιογενές άσθμα, κι άρχισε ν'ακούγεται εδώ κι εκεί πως είχα το χτικιό. Αν τύχαινε να βήξω περαστικός απ'το διάδρομο, γυρνούσε ολόκληρο το επιτελείο να δει ποιος είχε έρθει να τους σκοτώσει όλους. Ώσπου να μου γλιστρήσει η επιμελήτρια κλεφτά στην τσέπη της ρόμπας κάτι υπόλοιπα αντιφυματικών και μια φιλική γνωμάτευση για Rö., δεν είχα πια δουλειά στα μέρη εκείνα.

-

Με τις φτέρνες εμπρός η ακμή του σκαλοπατιού δεν κόβει κι η πλάτη μου βρίσκει την άμμο μαλακά. Έχω καιρό να δω από τ'ανάσκελα τη συννεφιά που τρέχει, κι ό,τι λιάζεται και σκιάζεται δεν είναι καλή παρηγοριά για κουρασμένα μάτια. Όταν πέφτω φαρδύς πλατύς στη γη, κάτι απ'το στέρνο μου κάνει να βγει κατά έξω, και για μια στιγμή τα πνευμόνια αδειάζουν και βαραίνουν. Η ακτή έχει τις ίδιες πατημασιές που είχε και προχτές κι εχτές. Αν κάποιος διασχίζει βιαστικός τον πεζόδρομο που σήμερα στεγνώνει, θα κάνει πως δε βλέπει και καλώς. Κλαίω δυο δάκρυα απαθής που χάνονται στη μια και στην άλλη φαβορίτα, κι έπειτα η αύρα με κρυώνει. Μια λεπτή ομίχλη σαν χνώτο του αλατιού σέρνεται πάνω στις αμμοκοιλάδες, ή είναι οι ώρες που εξαντλούνται. Ο φλοίσβος έρχεται φλεβοκομβικός, όπως κι εγώ τις μέρες της πειθαρχίας. Σα να μην έπεσα απ'το σκαλοπάτι του ξύλινου βάθρου, μα απ'τον πύργο της Βαβέλ: δε βρίσκω γλώσσα να σκεφτώ, παρά τα δέκα άσπρα του καιρού και τους σπάνιους γροιλανδικούς γλάρους.

-


Α, έτσι...

Ετοιμάζει μια διδακτορική διατριβή για το Wordsworth, αλλά απ'τα λίγα που μου είπε έχω την αίσθηση πως οι πιο χαρακτηριστικές αρετές της ποίησης του Wordsworth του διαφεύγουν. Θα ήταν καλύτερα να διαλέξει τον Tennyson. Αισθάνομαι πως το Duvieux τον χαρακτηρίζει κάτι -δεν ξέρω τι ακριβώς- το ανεπαρκές, το αφηρημένο, το ευκολόπιστο. Παίρνει πάντα τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως του παρουσιάζονται, ίσως γιατί εκείνος παρουσιάζεται πάντα όπως ακριβώς είναι.

G.

The advantage of isolated life

You give me the pleasure of your eyes, face, flesh, as we pass,
you take of my beard, breast, hands, in return,
I am not to speak to you, I am to think of you when I sit alone or
wake at night alone.
W.W.







---

My nights are quiet.

Multikulti (γειτονικό συνημίτονο)

Die E. liebt den Senegaler, ist ja klar. Deine Vergangenheit bleibt schweigsam, genau wie E. Ich sage auch nichts, aber du weißt. Was hab ich angetippt? Es war ein Spiel. Dauerte nur kurz. Nicht der Rede wert. So haben wir das Dreieck gut gelernt:  durch die Kulturen. Nun zeichnen wir's richtig.

Το σπίτι στη γωνία είναι να πουληθεί. Η γυναίκα που είναι τσουλοκώλι στο πλατύσκαλο πίσω απ'το πορτάκι της αυλής είναι η γυναίκα που θα φύγει για το μέλλον (δηλαδή το Ρουργκεμπίτ). Δίπλα της ξαπλώνει ένα μάλλινο πανί κι ένα μπουκάλι Γιέφα. Τα δέντρα της αυλής υπόσχονται πενήντα χρόνια σαπισμένα μήλα ακόμα. Είκοσι και μπορώ να μαρτυρήσω. Το χώμα είναι μελαχροινό σα λερωνιά στην άμμο. Δίνει η βροχή. Τα πράγματα ξεπλένονται προς άλμη. 

Τα παράθυρα είναι ανοιχτά κι η ζέστη σπρώχνεται έξω. Ένας γαλλονέγρος έσταξε απ'τη Σουηδία κι έφερε εξωτικά μαλλιά στα δυο παιδιά που βλέπω όταν φυσιούνται οι κεντητές κουρτίνες απ'το νοτιά να κυνηγιούνται στο αδειασμένο σπίτι. Η οικογένεια χτίστηκε στη σκανδιναβική αρχή αλλά η ιδέα είναι ίδια της Σενεγάλης.

Η γυναίκα που είναι τσουλοκώλι στο πλατύσκαλο είναι η Ε. κι έχει ωραία πόδια που σ'έχουνε πιο παλιά χορέψει. Το σπίτι της θα πουληθεί για ενάμισι εκατομμύριο. Το σβηστό αυτοκίνητο είναι σαν κουκούλι. Στη θέση του συνοδηγού ξαπλώνει ένα κασκώλ κι ένα μπουκάλι Γιέφα. Ζεσταίνω τα χέρια στο τιμόνι. Τι δουλειά είχες με την Ε.. Τι δουλειά είχα κι εγώ με-

There is no safe side but the side of truth

den ganzen Sommer hat Klaus eines langsamen Todes im Kanal gestorben
seine Nachbarn fischen da drüben
die Tochter von Thaddäus hat sich selbst unter den Storchennestern getötet
nachts ist es im Storchenpark sehr dunkel
trotz der Pflanzen kann ich noch die Straße vom Fenster sehen
aber hier ist nichts passiert, nicht daß ich wüßte, oder

I can wrap my hair around my dick
I have been shortsighted, steady, stubborn, predesigned
a joke with money on the side
standing is self-deceit

no confession can reveal the dirt of what has been
there is nothing to be done for those who suffer because they all do
are you remorseful for each one we condemned
funny because we did not

ο Κ. πέθαινε βουτηγμένος στο κανάλι όλο το καλοκαίρι
οι γείτονες του Κ. ψαρεύουν εκεί πέρα
η κόρη του Τ. αυτοκτόνησε κάτω απ'τις φωλιές των πελαργών
το βράδυ είναι πολύ σκοτεινά στο πάρκο με τις φωλιές
παρά τις πρασινάδες μπορώ ακόμα να δω το δρόμο απ'το παράθυρο
αλλά δε συνέβη τίποτα εδώ, όχι που να θυμάμαι

da capo

Shabbat, the day of rest

Keeping myself busy and away from sin
Keeping myself busy and away from sin
Keeping myself

So you're here, so what
So you're here, so what
So you're here, so what

GOD COUNTS HER TEARS, YOU FUCKING ...
GOD COUNTS HER TEARS, YOU FUCKING ...

Who she chose, right?
Who she chose, right.


+


Women with defiance at the temporal ends of their eyebrows make me trash myself
women close to God always carry some of his judgemental gaze
and some of his forgiveness when they think they cannot be seen, only then.

Show me a smile that blends in the darkness of your mouth
tell me how I spend too much time thinking about time: this makes me a fugitive
when I really spend too much time thinking about ways to leave
on Shabbat, the day of rest.


=


the
devil
is
beating
his
wife

fuck, he is

Grüntee auf einen Zug

Wovon redet er
ikör nix
halb so schlimmja
tratsch, tratsch
kranke Aussagen. Wenn man wertlos ist, Vergangenheit is gewichtslos
was hab ich getan? sgehört nicht hier her, wurde schneller als man kuckn kann getan
wurde nie gemacht, Jut-ta. Es geht / so los.

Eh






When the silk dresses foam on the screen,
her honey tears glue her hair on the sides of her face
it crushes my knees

x

when she tauts the belt around my
I lose the sight of her and drip
it hurts her more than when

x

he does it better with bare hands
the innocent glimpse at what has been
pairs of eyes pairs of words

=

they're loving a lost bet
so I try to be sorry. I'm never
shuffling the cards, hoping our luck would turn
it never


eh





Gelobt sei Gott

Die Fenster strahlen Kälte aus
seine Hände dunsten wenn er rausgeht. Klar kann ich nicht sehen, aber er ist noch derselbe, gelobt sei Gott.

Εξομολογήσου, γιατί όλοι οι καταδικασμένοι σε θάνατο εξομολογούνται

Το στόμα μου πληγιάζει δυο βδομάδες τη φορά, μέσα στο σάρκινο σκοτάδι δε φαίνονται εύκολα τα έλκη μα μπορείς πάντα να τα πιάσεις με τη γλώσσα. Η κιρκάδια αλλαγή ρίχνει μια βαρδουλιά την ώρα που χαράζει κι αρκεί για το ξύπνημα της νέας εποχής. Το εγερτήριο είναι πέρασμα, το ρεύμα απ'το νερό, η λάμα από το αίμα
η προσευχή υστερική και λίγη. Δε βρίσκω τα γυαλιά μα ο κυνισμός του Ταλμούδ διαβάζεται κι απ'τους συμβλεφαρικούς, δεν έχω να με δικαιολογήσω.
Κάποτε μια αμαρτία ροδινή μ'έβλεπε με οξεία παρθενία 

η ηθική* σα χέλι βρήκε λαβή να της γλιστρήσει
βρώμικες ταχτικές κι ένας αόρατος ιππέας 
καβάλα ανάμεσα σε πόδια ανίδωτου μαρμάρου τουρκικού
αν ήταν ποτέ δυνατό να χύνει το αβλεπές
ολόκεντρα στο σώμα των αρχαίων πετρωμάτων.






*σε τα-μας

Welches andere, Vasudeva?

Τα φώτα των αραιών σπιτιών σκεδάζονται και μοιάζουν
με ανοιχτές βεντάλιες στην ομίχλη
απ'το βάθος έρχεται αλμυρό σκοτάδι
η λάσπη που χωνεύει βρίσκει στην άπνοια και κρεμιέται
πάνω απ'όλα το νησί

σαν τα ρούχα μου να ποτίζονται απ'την ερημιά
κι όλο μου φαίνονται βρεγμένα κι όλο δε στεγνώνουνε ποτέ
σαν οι ρόδες να κυλάνε ζεστές και μαστιχένιες
στα πλαϊνά του δρόμου

όλες μου οι βόλτες είναι βαμμένες με θανάτους που προσμέναμε
μισοδούλια, με τις αμαρτίες ασυγχώρητες, τρεις ώρες κάτω
τρεις πάνω για να συλλογιστώ
πώς καραδοκούνε κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι
πώς με βλέπεις μες απ'τη θάλπη των ζυγωματικών σου

μισόν εδώ, μισόν εκεί κι όλον χωμένο στη χασούρα
τα πράγματα δεν είναι παρά ψευδαισθητικά
τώρα που βρέθηκε και το νησί, πάνω απ'όλα το νησί, περίκλειστο
κι η θάλασσα έπαψε να παρηγορεί



was im Kopf geht wieder schief
egal
THE LAND IS SEPARATION

Goor ej

20+20
20+20 χαστούκια σε ξάσπρες παρειές

wie
was kann ik mit
zwei linken Händen mit lauter Daumn dran
was kann ik tun hä

weißtu
woran ik Frojde habe
LOHN
fast gleich
LØN

τα βιβλία
η άδεια γλάστρα
η μεταξοτυπία
το γυάλινο ποτήρι
οι βελόνες...
οι βελόνες του πλεξίματος που έχουν 18 χρόνια να πιαστούν
τα μαξιλάρια, το πουκάμισο, τα χαρτιά στρωμένα για τους 40 κλέφτες, η μικρή κουβέρτα
οι ανάσες καίγονται όπως η ζάχαρη

τα γόνατα
τα ακρώμια
τα μεσοπλεύρια για να βλέπεις που μετράς

Wir setzen uns mit Tränen nieder
die Herbstage, vergangene Tage
die Glück, sie geht ja voorbei
sprachlos vor Scham da hast du Haus und Hof verloren

why do
do anything at all

I. Assos

Il y a des hommes mourants, d'autres qui attendent une échéance, et qui voudraient que ce ne soit jamais demain. Il y en a d’autres pour qui demain pointera comme un remords. D’autres qui sont fatigués, et cette nuit ne sera jamais assez longue pour leur donner tout le repos qu’il faudrait. Et moi, moi qui ai perdu ma journée, de quel droit est-ce que j’ose appeler demain?

Alain-Fournier

III. che

Πίσω απ'τα φύλλα του ασημιού φαίνεται η ακτή, ανάμεσα μεσολαβούνε σκαμμένα και με λάσπη τα παρτέρια. Βάζω μπρος για τον αναπτήρα, όχι που με ηρεμεί το ρελαντί, έχω τα σπίρτα στο σακάκι. Πέπλο από στάλες της βροχής και τζάμι με τη γαλλική επιγραφή, πίσω από κει και αγρυπνημένος σε φαντάζομαι μες στο δωμάτιο όπως σ'έχω αφήσει. Η μούχλα στο ταβάνι είναι βλεφαρίδες φερτές της Μεσογείου. Το μπαλκόνι πατάει βρώμικο πάνω στη λαμαρίνα, στέγαστρο για τους Ολλανδούς που παίρνουν πρωινό. Τα χείλια μου κουβαλάνε σκίσιμο που έγινε και ξανάγινε πριν θρέψει το παλιό, στο άλσος μιας άλλης περιοχής, μιας μεγάλης πόλης, τι θα ερχότανε πριν, τι μετά, το κυπαρισσί μικρό, εσύ κι οι ενοχές σου στο τιμόνι, εγώ να σου βάζω τετάρτη στα ισιάδια, η ακαταστασία των ρευμάτων, ο φαύλος ύπνος κάτω απ'την τηλεόραση που παίζει. Τι ψάχνω κι αφήνω το σπίτι σκοτεινό για τον ξενώνα, δε θα μιλήσουμε πολύ, μονάχα για την ξενοδόχα, χήρα του ναυτικού, που με ξέρει από παιδί. Αφήνω ένα σπίρτο να καεί μέχρι τα δάχτυλά μου. Ένας που θα μπορούσε να'ναι συνταξιούχος απ'το Ρουρ βγαίνει με το βρακί στο διπλανό μπαλκόνι και παίρνει μέσα το βιβλίο με τα σταυρόλεξα. Κάποτε αναπολώ την πρώτη ηθική νεκρά στην κατηφόρα, όλων των κυπαρισσιών τους λείπεται το στροφόμετρο που το'χουν για ρολόι, κι έκανε τη δουλειά που τώρα συνεχίζεις ως καθαρή πορεία. Το νησί μπορείς να το γυρίσεις σε δυο ώρες περιμετρικά, η θάλασσα που νομίζεις πως σε κρύβει περπατιέται και τα βήματα χώνονται βαθιά και μένουν ως να γεμίσει η παλίρροια, δε μ'ένοιαξε ποτέ να σου την εξηγήσω, όταν οι ώσεις φωτίζουν τις δεύτερες, τρίτες διακλαδώσεις, δε σκέφτομαι αν θα ζήσω για να'ρθει η επομένη, σκέφτομαι τη σταγόνα μου από γη που υποχωρεί κι υποχωρώ μαζί. Η πλάτη μιας γυναίκας σαν παιδιού στον καθρέφτη που έχει σταχτεί από φτέρνισμα προηγούμενου ενοίκου, τόσο μεγάλο έστησες έγκλημα να φανεί, οι πατούσες μου η καθεμιά σ'ένα πλακάκι, du bist geisteskrank, du bist geisteskrank, Gott, wie krank bist du, λόγια του αέρα, ήμουν σα να'χα αναδυθεί από ένα βαρέλι γάλα, ίσως και να'χεις δίκιο, καθισμένος πλαγιαστά στη θέση του οδηγού είμαι το ίδιο άρρωστος με εχθές, ή περισσότερο που αμετανόητος θα σ'έβαζα να με πνίξεις κι άλλη κι άλλη φορά για να βλέπω το φόβο σου αναποφάσιστο με γέλιο να θολώνει και να σκοτεινιάζει εμπρός μου, da sei Gott vor, ο μικρός παπάς που τρελαινότανε για τέτοια σε πήρε να σταθείς κάτω απ'το βιτρώ που έγραφε τα σημεία στο χάρτη από δέρμα και σου χάρισε την πλεκτάνη, δεν έμαθες ποτέ ποια με όμοια πλάτη φορτώθηκε τη δική σου τιμωρία, δε θα σου πω εγώ.

II. Оптима

Το προσήλιο γραφείο των ειδικευομένων της πρώτης ψυχιατρικής καταπίνει το φως του κόσμου όπως η προπονημένη θλίψη, τι ευθυμία των αργών επιστημών, ένα έργο σε συνέχειες. Η γυναίκα με το στενό φουστάνι αναβοσβήνει στην είσοδο για να τη βλέπω πιο καλά, η όψη είναι ψεύτικα αυστηρή και φιλάρεσκη στ'αλήθεια, τα καχεκτικά χεράκια μεγαλοπιάνονται από ασθενικότερες λαβές. Όχι, η γυναίκα δεν έχει την τιμή της κάστας, είναι παραδιπλανή και περισσή για την παρήγορη δουλειά εκείνων που ξεμιλάνε τους σχεδόν μα όχι εντελώς τρελούς, όλες τους αυτές μαζί κι ο πούστης, φωτογενείς και φροντισμένοι αποδείξεις πώς η φρεναριστή ζωή αποδοκιμάζει τα ξερασμένα ρούχα και τα τιμωρημένα μάγουλα. Όχι, η γυναίκα φανερά ανήκει σε άλλο τάγμα ψευδαισθητικό. Συνάδερφος είναι ο εθελοντής διεθνιστής με το ικτερικό προσωπείο και τις μπούκλες του ελαίους, συνάδερφος είναι ο ισόυψός μου που φοβάται μην ακουμπήσουνε τα δάχτυλά του στα δικά μου τώρα που μου περνάει το φάκελο, συνάδερφος είναι κι η ναζιάρα που υπερεξοικειώνεται στα τηλεφωνήματα με απρόσφορους νεκρούς στέλνοντας φιλιά στη σχιζοφρένεια που δεν έχει ν'απαντήσει.

Πάνω στο τραπέζι δίπλα σε χαρτόβουνα, γλάστρες από πετρέλαιο και γυναικείες μολυβοθήκες, λερώνουν μεικτές και συνεργατικές οι κούπες του καφέ. Η παλαιά ειδικευόμενη έχει φαρυγγίτιδα και τα σεκλώρ βάση για το τασάκι. Διαβάζω για τον άντρα που φόρεσε τα βατραχοπέδιλά του για να περιπλανηθεί, διαβάζω απομαγνητοφώνηση από λόγια των γυναικώνε κι ανασυστήνονται εμπρός μου νοσοκόμες που ρωτάν πολλά, σύζυγοι, μάνες και κόρες του υγκρέκ που παραστέκονται σε κάποιον που δεν τις αναγνωρίζει, διαβάζω πόσο τον φτώχυνε η τρέλα του, το χειμωνιάτικο ρεύμα που με πιάνει απ'τον ώμο μυρίζει από κάπνα των τροφίμων και τα δέντρα που έχουν κοκκαλιάσει, ο διευθυντής εμφανίζεται για να φάει απ'το κουτί των κερασμάτων, με βλέπει βιαστικά και κουνάει το χέρι ποιος είναι αυτός, σπίτι τον περιμένει γκαστρωμένη η νεότερη ψυχολόγος που μπορούσε να πηδήξει, είναι οι περηφάνειες που δίνουν κουράγιο στους εφημερεύοντες να μη μένουν σιωπηλοί. Ο νους μου στήνει το μανιακό να παίρνει την απόφαση να βαφτίσει το ψαροντούφεκο που είχε μόλις αγοράσει στις νερολακκούβες της προχθεσινής βροχερής νύχτας, πρέπει να ψάξω για να βρω στο χαρτομάνι τα κόλπα των καρδιολόγων και ν'ακούσω το φύσημα της αορτικής μην και φορτώσεις ελαφρύ κρεβάτι σε άλλη φυλακή χωρίς να το εξετάσεις.

Το στόμα μου είναι στεγνό για να καπνίζω νηστικός, η γυναίκα με το στενό φουστάνι εκμυστηρεύεται φωναχτά την πρόσφατη ελευθερία της, ο διεθνιστής την πεθυμάει γυμνή, κι οι δυο κοντοί στέκουμε πάνω απ'τις κούπες και την αρρώστια της παλαιάς ειδικευόμενης μισογελαστοί για την έμπνευση που είχε η λάσκα του περιστατικού που μας προσέχει βλοσυρό απ'την καρέκλα της ξεφτίλας, το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από έναν πλατύ αναπνευστήρα κι ανάλατα γυαλιά. Καθώς έξω προαυλίζονται όσοι πειθαρχούν, μπλέκονται οι μιλιές των λογικών και των χαμένων, και δεν ξέρω να πω το λόγο του θεραπευτή απ'του θεραπευμένου όπως όλοι στην προσήλια γωνιά διανύουμε τις αποστάσεις μας ως... σβήνω το τσιγάρο στο τασάκι, βάζω στην τσέπη το χαποκούτι που έχει τσακίσει και κοιλώνει προς το κέντρο, δεν της χρειάζεται έτσι κι αλλιώς, δίνω το φάκελο πίσω στο συνάδερφο και κατά λάθος τον παραπιάνω κι έχει αφή ενυδατωμένη και πυκνή, η ανεμελιά του βάφεται από πανικό, μην και κουβαλήσεις τώρα πάνω τον τρελό δεν είναι για χειρουργείο, δεν είναι για χειρουργείο τώρα μα ας του ρίξω μια ματιά, μην και πιστέψεις τους καρδιολόγους στη μαζική παραγωγή, άσχετα που δεν καλοξέρω τα μυστικά του δικού τους λαβυρίνθου, από κλασσικά αντίποινα για τις ελάχιστα επεμβατικές που έχουν κλέψει, πηγαίνω μόνος στον πρωταγωνιστή του θέατρου που ξαπλώνει λειψός απ'το αλοπεριντίν και τα μαντζούνια δίπλα σε κάποιον άλλο ήρωα κάποιας άλλης κωμωδίας, για ν'ακούσω την αορτική που δεν έχει ιδέα για όλα αυτά και θέλει χειρουργείο.

Tidal play, o. Wattwanderngeplauder

Det gick en gammal odalman
och sjöng på åkerjorden.
Han bar en frökorg i sin hand
och strödde mellan orden
för livets början och livets slut
sin nya fröskörd ut.
Han gick från soluppgång till soluppgång.
Det var den sista dagens morgon.
Jag stod som harens unge, när han kom.
Hur ångestfull jag var inför hans vackra sång!
Då tog han mig och satte mig i korgen
och när jag somnat, började han gå.
Döden tänkte jag mig så.
Bo Setterlind

Stripped from motion I am not in the position to progress. I am not entitled to any position: naked under a mountain of sheets, is he dead? Is he at all? no one knows, not even my wasting father. How does this interest you? How does this interest the perfectly dead, also perfectly surviving stain on someone else's lucid glasswork? This is a pause of the art, a text out of form, out of the messy form I like to abide by. I have noticed that, I have, among other things that could incriminate. No, that's theory. Incriminating others cannot interest the sores in my own mouth, the sores in my palms, the stealth bruises that emerge and disappear behind the collar of the strictly buttoned shirt, poor girl would laugh and show me how I've done better on her, I've done better by you, poor boy, you have been stolen before, I couldn't love you twice even if that fleeting life of mine was more than the motionless mudwater, it's always night in the puddles, and there I lay, hating nights, face-down, and choke on salty earth as tidal plain worms ask themselves the same questions: is he dead? Is he at all? and the slowly receding mud responds: no, he is not. No, he is not

The weight of all that concrete reminds the pain of the suffocating heart. The height of all that concrete reminds the height that I was born beneath. Does the neck of a hanged man, a hanged woman, does that neck look better with the rope or without? The ornament that hides sure makes me shudder, poor girl could not, yet she shouted loosen the belt, poor boy I would never, I would never share my death with you, I would never keep my death from the  W A T T E N. Have you felt the desire your homeland bears for you? No, you were elsewhere born and elsewhere raised. Blood must return, a blessing to know whereto.


T H E   L A N D   I S   S E P A R A T I O N

Εξερευνητικές επιστροφές

-Εσείς οι Ευρωπαίοι μας υπόσχεστε πάντα ότι θα μείνετε και όταν σας αγαπήσουμε φεύγετε λέγοντας ότι θα επιστρέψετε αλλά δεν επιστρέφετε ποτέ.

Gauguin



Ästuar. Reglos.

[...]
Ο μαλακός βυθός του βάλτου δύσκολα ξεχωρίζεται από την αρμυρή ακτή. Ως την άμμο το νερό τρέμει από φόβο ελάχιστο που έχω δει ξανά στις ράχες τις μαθημένες στο καμτσίκι, κι εγγύς της αραιώνει. Η πίστη φτάνει ως εκεί που φτάνει το νησί, αν είχε πρόσωπο θα'βρισκα τρόπο κι αυτό να το προδώσω. Το ζώο ξέρει να ξεδιψά απ'τη γλυκιά μεριά, και μοιάζει να μετράει τις γουλιές του. Από άμνιο σε άμνιο την πλεύση την καλείς αλλιώς, μα εκείνο που με γλιτώνει κάθε φορά απ'τη δίκαιη ξέρα είναι η ευχή να μη με θυμηθείς την ώρα του θανάτου.

Sommerende (sjø)

Der fremde Sonnenschein begegnet den milchweißen Knien, unbequem mit gekreuzten Beinen in der Hitze Sitzen weil du mußt
aber seit dem Morgen kenne ich sie, umklammerten meine Taille fest und so schön wie sie sind
Lachen der Unruh, Mund des Befehls, das Geheimnis des gesunkenen Blickes
mein geblümtes Fräulein, Perlboote aus der Meerestiefen, hör, Gruß und Kuß und Wurfhakn...

Neue Tiefen

Dein Hemd liegt auf dem Klavier, die einzige Musik die ich hör klingt wie Rasselgeräusche und Trost, Kefir bereitet mir Kummer, ich bin allergisch gegen Erdbeeren, neues Klima ganz von Anfang an,  Bücher mal so schlampig, echt schlampig, das trübe Fenster ist vergebens geöffnet, die Wand kuckt an mich, hier und jetzt, Mäuse in den Entwässerungsrohren, in anderer Weise schaffen's sie auch, hier und jetzt nicht so sehr, Laban auf den Wunden, hilft nicht, hilft mehr als der Trinkjogurt, was warst du, was war die Insel, was ist sie nun, vergeßliche Pflanze, schwülwarm und klebrig, das heißt südlicher Sommer, das heißt mitten in der Nacht Niesen, Weinen, Schweigen, Irren, die Sägerei des Nachbars ist kein Schimpf, die visuelle ästhetische Beleidigung der Geschichte ist dein Mann, zeig was Anstand, hau ab!, ich werde augenscheinlich leicht zornig, das siehstu gleich, ich habe beim Vergessen gelogen, da darf man nicht, nichts verlernen, da darf man, ich, hier nicht sterben und der Ort entleibt mich, Sackgasse. Der Hartholzboden ist Lache Erbrochenes, die Schritten führen im Nichts. Die Schlächterei, Goteshaus.

Auch schon was hä...

Μελιταίος

Μουσκίδι από σάπιο σανό, ζώα στο προσκεφάλι
κουφός στον ύπνο, τυφλός τη χαραυγή
το λαρύγγι δαρτό κι οι οίακες αυτοερωτική θηλιά
γλυκάνισος δέσμη λευκή στο χέρι της παρθένου

ηλιοστάσιο κρυμμένος στο σκοτάδι της σπηλιάς
ψύχρα δεκεμβριανή κι η υγρασία στάγδην
χύνεται χωρίς περιστροφές δίπλα στο σουβλί του Swan Ganz
το μέταλλο κάνει την αμμουδιά γυαλόχωμα

οξύς καταρράχτης του μελιού, η όψη αποτραβιέται
το ρίγος πάει κι έρχεται, το ρίγος
πάει κι έρχεται
μαζί κι ο πυρετός, ως το βρασμό

δεν είναι απ'τα χτικιά που συγχωρούν
για αίμα έχω τώρα την ίδια μου τη γη
λέμφο το κλάμα της κυράς
σκέτο θαλασσινό νερό απ'τον αφρό του Wittdün
.


Siècle des lumières

Das letzte Wort gehört mir. Ich schaue durch die Welt, die Welt ist nahezu blind. An manchen Tagen kokle ich, es wird immer rund. Du sollst mir beibringen, wie man sich Hals über Kopf verliebt sein kann. Komm und hilf, dann üben wir autarke hohle Macht aus, rechte Gesindelkönige. Sei es wie es sei, wir pilgern weiter, Erleuchtung rückt heran.

Ονειρικό παραλήρημα

Έφτασα στο σπίτι απόγεμα. Κουβάλησα τα ρούχα και τα άφησα δίπλα στο άχρηστο σαλόνι που σκονίζεται. Η μάνα σου με υποδέχτηκε με εκείνη τη συγκρατημένη εγκαρδιότητα που ίσως είναι βιτρίνα της αντιπάθειάς της για το είδος μου. Μύριζε από ζυμωμένο κιμά και τα αφράτα μέλη της κινούνταν με τη γνώση της εξουσίας τους στο νοικοκυριό της. Αράδιασα τα βιβλία στο γραφείο σου, κάθησα φάτσα κάρτα στα ξακρισμένα παράθυρα βλέποντας το επικείμενο ηλιοβασίλεμα να καθρεφτίζεται απ'τα παράθυρα της άλλης μεριάς. Τα στοιχεία τυπωμένα πάνω στις ξύλινες μεμβράνες μίκραιναν και μίκραιναν και οι φακοί μου σκλήραιναν από την προσμονή του γήρατος τόσο που στο τέλος έπαψαν να ξεχωρίζουν το ένα γράμμα από το άλλο, και όλα ήταν ένας σκιώδης αχταρμάς σαν αίμα σε πανί που γράφτηκε σε ασπρόμαυρη ταινία που λύγισε και μαλάκωσε απ'τη ζέστη. Έτσι ο εγγύς μου κόσμος ήτανε το ίδιο θολός όπως ο μακρυνός μου. Καλύτερα έβλεπα ακούγοντας τους κώνους της σιωπής που ταμπώναραν τα αυτιά μου, καλύτερα έβλεπα νιώθοντας τις πορτοκαλιές ακτίνες που με έβρισκαν στην πλάτη σα μαχαιριές γαλλίου, η ημερήσια πρόοδος ήταν σαφής και ξεκάθαρη μες απ'τα καινούρια μου πολυεστιακά γυαλιά. Ξεχείλιζα άχρωμο και άοσμο εμετό, ένα ζουμί που δε σε βρέχει, τα μάτια μου είχαν πρηστεί στην ανάδυση των νεύρων, δε θυμόμουν τίποτα από όσα με καταδίωκαν τον περισσότερο καιρό. Ένιωθα σε κάθε πληγή του εαυτού μου τα γινάτια της ανοσοπαράλυσης, με κατέβαλλε η παραίτηση εκείνου που έχει πια μάθει για το θάνατό του. 

Απ'τον πύργο μου είδα ένα τερατώδες αγροτικό που σταμάτησε στο δρόμο εμπρός, δίπλα στη στάση. Στη θέση του οδηγού ένας μελαμψός με παντελόνι σαν ψαρά κρατούσε το τιμόνι με τα πόδια στο ταμπλώ, ο πατέρας του σκυμμένος κάτω με τα χέρια στα πεντάλ και το λεβιέ, θα'σκαγε από το σύνδρομο άνω κοίλης. Πίσω είδα εσένα, χωρίς να σε γνωρίζω, ο ήλιος σε είχε κάνει θερινό, το μουστάκι ήταν το ίδιο, έψαξα κάτι που είχα ξαναγγίξει με το στόμα, ήσουν εσύ, ο ίδιος. Το ψάθινο καπέλο της σειράς, μαυρισμένο απ'το πιάσε βάλε και τις χαιρετούρες, σκονισμένο ραφή ραφή και κόμπο κόμπο σου έδινε επιπόλαιο μυστήριο μα ήταν μια απάτη, κι εσύ ήσουν φανερός. Πήδηξες κάτω ζωντανός, και μαζί σου χύθηκαν μες στην αυλή ένας στρατός από άλλους νέους, άντρες κάθε λογής και γυναίκες πάνω κάτω μιας παρόμοιας κοψιάς, ντυμένοι για παράκτια αμαρτία, τρύγο και λάδι από πέρσι, τους έφερνες όπως η φλύδα από σαπούνι μέσα στο βούτυρο που έχει λιώσει κουβαλάει την καυστική της άλω. Σύντομα το κεφάλι μου καταιγιζόταν από ρυθμούς που δε θα προλάβαινα να χορέψω παρά μονάχα στην καρδιά, ψάρι την ώρα που σκάει το μπουρλότο. Βρέθηκα από παράσυρση να στέκομαι υπόλογος στη σκοτεινή τηλεόραση που δεν είχα δει ποτέ αναμμένη. Στο βάθος μου χαμογέλασες, επιστρέφοντας ταν, σωστός γιος της Γοργούς και μεθώντας τους άλλους με αίμα που κύλησε πηχτό, βρήκε τις στάλες της δροσιάς στις πρασινάδες και έγινε κρασί. Η μόνη απάντηση που είχα ήταν το νεύμα του σακάτη κι η συνοφρύωσή του. Αποφάσισα να κατουρήσω στο δωμάτιο με τα πλακάκια που όταν τα πάταγες ξυπόλυτος πάταγες κάθε γωνιά της γης, κι ήταν όπως όλα τα δωμάτια μα τα πλακάκια μιλούσαν στις πατούσες σφαιρικά, λες και σε κατάπινε ο ίδιος ο πλανήτης και τον μάθαινες απ'τα μέσα. Στάθηκα με την πλάτη στην πόρτα, για να με χνωτίσει στον ώμο η ανάσα τεσσάρων γυναικών, αντίκρυσα τριανταδυό τομείς λιπασμένους από πείνα και κάτι άλλο, συγγενές. Έσπρωξα τα όμορφα σώματα που μαζεύονταν σαν υδρόφοβα κεραμύδια στο δάσος της βροχής. Υποχωρώντας με ακρίβεια και εκείνον το φαινομενικά ψυχρό σχεδιασμό που έχει το τρέξιμο του λαγού, πρόλαβα ίσα ίσα να μαζέψω μουλιασμένα και φουσκωτά τα βιβλία που είχε κάποιος από τη συντροφιά μεταφέρει στο προσκέφαλο του άναρχου κρεβατιού κι είχαν ρουφήξει νυχτερινούς ιδρώτες από όλες τις εποχές. Κατρακύλησα τις σκάλες πάνω στα πόδια μου που έτρεμαν, σε αντάμωσα ξανά, ήξερες κι εσύ
-Σύντομα θα έχουν πάψει όλα, είπες κι η σιγουριά σου έφτανε ως τις τελευταίες παρυφές των ζωντανών, άκρη άκρη στους θαλάμους και πίσω απ'τα πένθιμα παραβάν, μα πού να βάψει τη στέππα των θηραμάτων;

Φορτώθηκα στ'αυτοκίνητο, έβαλα μπρος με την ψυχή στο στόμα, σαν κούπα που πέφτει γεμάτη μαρμελάδα την ώρα του δεκατιανού στην Πελοπόννησο έσπευσαν δέκα μέλισσες για να'ρθουνε κι αυτές, δεν είχε σημασία -βγαίνοντας απ'τον αυλόγυρο, το ράδιο έπαιζε ένα επικήδειο εμβατήριο, μόνο που οι πεθαμένοι δεν ακούν και πήρα λάθος ρότα. Ο ουρανός σημαδευόταν όπως όλες οι ράχες του κοπαδιού από τα σχέδια του Λίχτενμπεργκ, το ξημέρωμα θα σας περνούσε η καταιγίδα. Η άσφαλτος λιγόστευε, δεν είχα ιδέα προς τα πού τραβούσα, οι επιβάτες έφθιναν σιγά σιγά προς σκόνη, ο κινητήρας έπαψε τα ομόκεντρα του κύκλου του Όττο τα τερτίπια, κι εγώ... εγώ έγινα αιμοσφαίρια που φυγοκεντρίζονταν σε τροχιά.

Το φως του εφημερείου

Κάποιος βλεφαρίζει μες στα σκοτεινά κι ακούγεται ο λειψός ήχος του πανάκριβου οργάνου. Με τα αισθητήρια του τυφλού και το ραβδί, από τη μια αντιλαμβάνομαι τον τοίχο της λαδομπογιάς κι από την άλλη τα ποδάρια του κρεβατιού. Πιο δίπλα σκροπίζουν οι γόπες απ'το κουτί που γκρεμίστηκε απ'τη σκουπιδοσακούλα. Η επιστήθια θέρμη αυτού που αρρωσταίνει λιώνει στο πέρασμα της γλύκας του οθωμανικού καπνού. Ώσπου να 'ρθει το χέρι απ'την τσέπη για να στρώσει το πράσινο παντελόνι που βιαστικά απάντησα στην ιματιοθήκη, έχουνε κλείσει δυο φορές που στήσαμε το χορό γύρω απ'τον πρώτο ευεργέτη της ημέρας, κι εγώ είμαι δυο χρόνια πιο μπροστά στην ηλικία. Το λάστιχο του παντελονιού είναι τριμμένο ως τον αφανισμό και το'χω ζωναριάσει όπως όπως με τσιρότο εκατέρωθεν της λευκής γραμμής. Τα μπατζάκια είναι κάλτσες μες στα τσόκαρα, οι πατούσες ξυλιάζουν παρά το φάσκιωμα, να'ναι καλά το μαντζούνι του ιντεράλ που ψιθυρίζει κρυφά ο μάγος της φυλής στ'αυτιά των χειρουργών που τρέμουν. Στο παραδίπλα δωμάτιο που είναι τετράκλινο πριονίζουν διπλά ροχαλητά. Εδώ είναι το κελί της σιωπής. Εντός μου χρονοτριβεί ακόμα ο αμανές που έπαιξε τελευταίος στο ραδιοφωνάκι της κουζίνας. Όπως το μέτωπο που συναντάει η σταγόνα απ'το πρωί ως το επόμενο, κι έπειτα το ελάχιστο σφυρί είναι βαριοπούλα και συνεχίζει χωρίς ύλη τη μηχανική δουλειά του, έτσι και τώρα μες στη μοναξιά αισθάνομαι τον κόσμο πάσχοντα και συνοδό να φέρνει σβούρες σα δερβίσης κι ο αέρας που σηκώνουνε μαζί με την ιδρωμένη σκόνη των επειγόντων με βρίσκει σε όλα τα εκτεθειμένα μέρη, ξυραφιές πολλές σαν τους διαύλους του ασβεστίου των λείων μυοκυττάρων που διακρίνονται μόνο μέσα από ηλεκτρομαγνητική διόπτρα. Μια σκέψη για τα σύνεργα που έχω αφήσει σπίτι, και μια παραδοχή για τα όσα δε θυμάμαι: η θεραπεία - η γνώση. Η ίαση;
Στο λεπτό στρώμα των δακρύων και το λιμνίο που στέγνωσε στεφάνι προς στεφάνι με την αγρύπνια και το αγνάντι του θανάτου, οι ίδιοι μου οι βλεφαρισμοί διαβάζουν ανάγλυφα τα όσα έχω δει απ'όταν πρωτοβγήκα απ'το λαγούμι των παιδιών στα αναχώματα του πολέμου που εκτυλίσσεται όπως κινούνται οι σαύρες μες στο κρύο. Έτσι και το πυρετώδες βράδυ στον κάμπο του μαρτυρίου βάφεται λιγότερο εχθρικό απ'όσους έχουν μάθει να λένε ευχαριστώ που τα κατάφεραν. Και με την ίδια ομόκεντρη στρατηγική του συστηματικού καλοκαιριού, με απέραντη υπομονή και χωρίς ν'ακούγεται παράπονο, ξεραίνεται κι η λίμνη του Άη - Βασίλη, την οποία καθώς τσουλάει το αυτοκίνητο κρεμασμένο στην τετάρτη που θα σκάσει, φαντασιώνομαι να κάνω δικιά μου σε αυτόκλητο αναδασμό και να σπέρνω με ηλιόσπορα και άλλες πρασινάδες που θα μάθω στην πορεία, καθώς θα γίνω μαθητής της ανοιξιάτικης ζωής κι όχι της φθισικής.
Η πρωτόγονη αγωγή παρηγοριάς των καταθλιπτικών με στέλνει αύτανδρο στη μανία. Κατά ομάδες νεύρωσης και με φυγόκεντρη ορμή το άθροισμα μηδέν κι η απώλεια όση μπορούσε το ζάχαρο πενήντα να χρεώσει, η αιμωδία της υπερώας απ'τη λαχτάρα, το επινεφριδιακό ξερατό του γιατρού που τ'αφήνει όλα πίσω ενώ βλέπει σφαγμένη, σαφέστερη από την παρασκευασμένη σαφηνή, την κάτω κοίλη φλέβα να κολυμπάει και να πίνει τον πιο χάλκινο χρυσό, η τρέλα ανεβαίνει απ'την οσφύ αμφοτερόπλευρα ως το κεφάλι. Να είναι φαιοχρωμοκύττωμα αυτό που με σκοτώνει; Όχι, τόσο ξέρω για να πω. Ο ρυθμός ακούει τον πυροβολισμό του διαιτητή και ξεκινάει να τρέξει σαν άλογο στην κούρσα, τα στοιχήματα πιάνουνε θέσεις στα λαούτα, χαμένοι όλοι χαμένος κι ο τυχερός κι ο κλέφτης, οι γύροι σ'αυτόν τον ιππόδρομο με χόριο για χώμα και ιδρώτα για ουρανό απειρίζονται σαν καστανή ματιά.
-Καλά είσαι;
Η καρέκλα του θεραπευτή μετακινήθηκε πλέον στη σκηνή, τη βρίσκω άκρη άκρη. Απέναντι λιμοκτονεί ένα κοινό που σκίζεται για δράμα κι η πείνα παροξύνεται στην όψη του ξεντυμένου φόβου, και φανερώνονται οι παρωτιδικοί πόροι που βρέχουνε τις γλώσσες και τα χείλη σα να'χει πάρει το δρόμο της η γέννα του υδραμνίου, η στάθμη του χυλού έχει φτάσει ως τη μέση, τα τσιρότα μαλακώνουν και ξεκολλούν, το παντελόνι φεύγει, με το άσπρο βρακί και την αλυσίδα στον καρπό βλέπω τώρα θεατής γκουρλωμένος από πείνα το αξίωμα να σβήνει και να πλένεται.
Μπράτσα ορθοπαιδικά με λύνουν και με δένουν, με αρπάζουν σακιασμένο ενώ γελώ παραληρηματικός και τελειωμένος
-ΧΑ ΧΑ ΧΑ, ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ!
Το φως ανάβει, πυρσός μέσα σε ανεξερεύνητη κοιλιά, γύρω ασφυξία κι η ζέστη του ηλεκτροκαυτηρίου, μια λαπαροσκόπηση ρουτίνας, το φως του εφημερείου, το φως, το φως είναι μέσα σου.

Ματθαίος

Ο οσφρητικός βολβός έρπει σε κόκκους από χρυσή άμμο
ανάμεσα στα θαλασσοτριμμένα πετραδάκια
κομμάτια από καβουροκαύκαλα, 
σκόνη λεπτή μόσχου και κουρκουμά

άρτιο παβλοφικό παιχνίδι με φέρνει βόλτες
πάνω στην πυρωμένη λαμαρίνα
στην έφοδό της το κοντανάσαιμα με στέλνει
στην άκρη της ζωής μου

το πιστό μου πρόσωπο γδάρθηκε κατανυκτικά
στα πολύχρωμά σου γένια, η γλώσσα μου
ξέχασε όλες τις άλλες γεύσεις
οι μικροσκοπικοί μύες της ίριδας με το μέλι και το χώμα

λιώνουν καθώς τους βράζουν οι βενζοδιαζεπίνες και το ποτό
όπως όλοι οι άλλοι μύες στην πλημμύρα του καμάτου
το πρωί βρίσκει τη γη σαν κεφαλή καρφίτσας και τη θάλασσα
να τυλίγει τη γη και να κλέβει όλο το φως της μέρας μυδριασμένη

το ανθρωπάριο του Πέννφιλντ σα να'χει μπει στην έλξη
έχουνε μείνει τα χείλη στο μουστάκι, τα ακροδάχτυλα 
στις τρεις ξεχωριστές σου εποχές, Αιδεσιμότατε
πέφτω στα γόνατα κι απαρνούμαι το χρίσμα των άλλων εραστών

άδραξέ με απ'το λαιμό
και βόγγηξε μαζί μου την ώρα που το αίμα θα πάρει να πήζει στα αγγεία του βυθού.

The end isn't distance, it's just a place to stand

στους χιασμούς των μεγαλύτερων κλαδιών το αίμα γίνεται ρετσίνι
και πήζει και θάβεται στην τάση μαζί κι ο θησαυρός του
το μαστίγιο της τριχιάς πετιέται σα χέλι συμπαθητικό
η αναπνευστική αρρυθμία άγαλμα σε προσοχή

ανάσκελα ψέλνω τα λόγια του απεγκεφαλισμού κι η μνήμη μου δίνει σε ριπές
τις κινούμενες σκιές των δέντρων απ'το δρόμο στο ταβάνι με τα ξύλα
το ρίγος των χλωρών σπαρτών ενώ φυσάει μπουγάζι
τα δάχτυλα που χτενίζουν μέλι και συννεφιά στο γάλα

το χέρι που αρπάζεται απ'την κλείδα του αμυνόμενου ωπ
να'σαι τώρα δούλος του παλαιστή

κάθε σπασμός φέρνει ξανά την αγωνία του θανάτου και ξανά και
το αρνί γίνεται λύκος όπως κρέμεται καρφωμένο με δόντια στο σαγόνι

κι από όλα αυτά
δεν ξέρω τι πονάει πιο πολύ απ'το κράτημα του παίχτη το βιολί
ή το δοξάρι

cum die arise
cum die arise

Altonaer Bekenntnis

Ich wollte dir erzählen was des Nachts geschieht vor meinen Augen sehe ich deinen schönen Hals da kommen meine Hände vom Weg gierig ab und würgen mich die betäubten Lippen streicheln deine Augenlider am Rande deines Unterleibs werden die Beckenhörner angeboten oder sind sie dir gestohlen worden mit deiner Stimme klingt mir Verehrung zweisilbig und 
werde ich mit meinem Namen eins
ich vermiss dich nicht, begehre dich nicht, außer wenn du mein bist
noch nur so kann ich dir antworten
wenn du Liebst du? fragst




Δειλό αρπαχτικό, φίδι με λάμα στομωμένη
ήθελα να σου πω για όσα συμβαίνουνε τις ώρες που κοιμάμαι
εμπρός στα ολόκλειστά μου μάτια βλέπω τον όμορφο λαιμό σου
και τα χέρια μου αδηφάγα χάνουν το δρόμο τους και σφίγγουν το δικό μου

τα χείλη μου που έχουν μουδιάσει χαϊδεύουν τα βλέφαρά σου
κι οι λαγόνιες άκανθες στις άκρες της κοιλιάς σου προσφέρονται ή τις κλέβω
ακούω δισύλλαβη λατρεία στη φωνή σου κι ενώνομαι με το όνομά μου
δε μου λείπεις, δε σε επιθυμώ παρά μόνο την ώρα που σε έχω

κι είναι ο τρόπος που μου'μεινε για να σου απαντώ


Friiskfunk

Το ράδιο σκονίζεται δίπλα στους φοριαμούς
σας αρέσει καλύτερα η μουσική των δικών σας λαρυγγιών

καπνίζω στα κλεφτά με το κεφάλι χωμένο στην ανάκλιση
κι οι εκπνοές πηγαίνουν έξω στο κενό

σαν το ασκιτικό ζουμί που πετάγεται απ'το ανοιχτό τριοδικό του αμποκάθ
ώσπου να προλάβει ο αφηρημένος να ενώσει το σωλήνα

τα παράθυρα απέναντι ανήκουν στους θαλάμους της ορθοπεδικής
τ'αναρτημένα άκρα χαζεύουν την τηλεόραση

που δείχνει τη νύφη να κλαίει σε είκοσι συναπτά αντίγραφα
δυο δευτερόλεπτα δρόμο το ένα δάκρυ απ'το άλλο

προσμένω πώς και πώς να έρθω στο χειρουργείο
λίγο με νοιάζει ο αναισθησιολόγος που τσινάει

εκεί τα λόγια είναι υπηρεσιακά 
και μόνο ακούγεται ο 96.7 στα υπερβραχέα.

A death in the family

“And somewhat as in blind night, on a mild sea, a sailor may be made aware of an iceberg, fanged and mortal, bearing invisibly near, by the unwarned charm of its breath, nothingness now revealed itself: that permanent night upon which the stars in their expiring generations are less than the glinting of gnats, and nebulae, more trivial than winter breath; that darkness in which eternity lies bent and pale, a dead snake in a jar, and infinity is the sparkling of a wren blown out to sea; that inconceivable chasm of invulnerable silence in which cataclysms of galaxies rave mute as amber.”
 
James Agee

I think of you, but I no longer speak of it

Η αψιά γλύκα της καθαρής μηχανικής...
ο άντρας που μύριζε ζεστός σα νεογέννητο
έβραζε στεγνά ανάμεσα στη νιότη και στο γήρας

η νύχτα ερχόταν κι έφευγε κακιά
ο ιδρώτας στάλες δροσιάς σε ινδικά βαμβάκια
τα χείλη μου δεν έχουνε ξεχάσει την υφή

ο θαυμασμός του κοριτσιού που μαθαίνει να χειρίζεται
το γέλιο που ευλογεί το πρώτο παραστράτημα.
Το άλφα της Λύρας καθρεφτίζεται στο κύμα του βορείου ημισφαιρίου

όπως ο έρωτας της Κλεοπάτρας στο χρυσάφι του νερού
σπαρμένο με πεινασμένους δολοφόνους.
Στην άλλη όχθη του ποταμού είναι αραγμένη η γοητεία της Ρώμης

νικιέται η δίψα και βουλιάζουνε τα πόδια ως το γόνυ
σε λάσπη που θα σβήσει τη θυσία με πίστη συζυγική.

Gesinnungswandel


der nie kommt

#42

Ο τοίχος φουσκώνει ανάμεσα απ'τις σανίδες σαν κοιλιά ασκιτικού, κι όταν βρέχει γεμίζει σταχυόχροο απόσταγμα από αίμα. Απ'το παράθυρο θα δεις πολλά από τα πρόσωπα της επιστήμης του καιρού, μα δε θα ακούσεις στάλα. Κι έτσι τις μέρες του χειμώνα που είναι υψωμένα άσπαστα τα ξύλινα οστά απ'το πτώμα που είναι θαμμένο στην αυλή, φαντάζομαι το θρόισμα της φυλλωσιάς των δέντρων. Προδίδομαι απ'τα χέρια μου που με λοιδορούν και τις παρειές που καίνε, θυρεοτοξικός για μια ιδιοτροπία που κράτησε τρεις μέρες και βάφτισε τη θεραπεία λάθος. Ο ιδρώτας γλείφει την πλάτη μου όπως ένα μπουκάλι σαρντοναί από ροδάκινα του νέου κόσμου χαραμίζεται με ταγγισμένο κρέας. Ο τρόμος με ξεφτιλίζει σύγκορμο, ρίγος πυρετού αρπαγμένου από τις ηδονές. Η συντροφιά του δυτικού ρυθμού σβήνει όταν περάσει τα διακόσια, κι έπειτα στην αφή και στο αυτί απομένει ένας βόμβος σκεπασμένος από τον υπερδυναμικό συριγμό του κόσμου που γυρίζει αναιμικός. Δεν ξέρω πώς μπορώ να σηκωθώ, ούτε πώς μου εμπιστεύτηκα το δεκάρι με τη γυναικεία καμπύλη στην κοπή πάνω από σαθρά αγγεία. Ο πεθαμένος δε θα με μαρτυρήσει, οι άλλοι δεν είδαν παρά μόνο το φως που διασπάστηκε σε κάθε μια ηπαρινισμένη γουλιά που ανάβλυσε κι έβαψε το έγκλημα λευκό. Οι δρόμοι που ανοίχτηκαν θα πρέπει έπειτα να ραφτούν με σύρμα και γύρω από τις βελονιές θα πρηστεί και θα φλογώσει το τελευταίο πείσμα. Να προσέξεις δυο φορές γιατί το προνόμιο λαδώνει ύπουλα τα γάντια, κι αν άβγαλτοι οι ώμοι σου σταθούν τετανικοί σαν απελπισμένη μήτρα, σκέψου πώς σπάει η ηλικιωμένη πορσελάνη κάτω από θυμωμένα πόδια και σπρώξτους. Το ασθενικό σου βήμα και η κύφωση που με διώκει ενσαρκωμένη πότε στον έναν και πότε στον άλλον που περνάει αλαφροπάτητος σα μυημένη νοσοκόμα γλιστρώντας βαμβακερή πάνω στο βερνικωμένο μάρμαρο, με κάνουν να φοβάμαι πως θα σε προσκυνήσω.

שבעה

Πάνω απ'τον ώμο μου φυσάει η ξινή ανάσα του θανάτου
ύπουλος χορευτής, κάνει ένα βήμα πίσω κάνω ένα βήμα εμπρός

στα μαλακά στρωσίδια ξημέρωσε νωρίς η ακαμψία
κάποιοι στέκουν στο δέκατο σκαλί του ήσυχου βωμού
τα δάχτυλά μου ντυμένα στα λευκά τελειώνουν σε βελόνες
την ώρα του Πέσαχ οι αρτηρίες καταρρέουν

στο ρύγχος της σύριγγας πάλλεται μια ελάχιστη στάθμη
ο ήλιος τη φωτίζει καθώς πήζει
τα προσωπεία που με βλέπουν αγνά ιπποκρατικά
τα στέρνα προτεταμένα, τα χέρια ανοιχτά

οι ψυχές είναι έτοιμες να βγουν
προσεύχομαι κι αδημονώ, αδημονώ
διαμαντένιο ρέει το υγρό απ'τους βολβούς που έχουν σκιστεί
οι μόνοι ανθοί που δεν έχουνε πρηστεί είναι οι πιο μακρυά απ'το χώμα

τα αγγεία αδειάζουν και ποτίζονται οι σάρκες
μέχρι που γίνονται γυαλί και σκίζονται και τρέχουν
τα σεντόνια πίνουν το δηλητήριο, κι όλα έπειτα οφείλουν εφτά μέρες να καούν
αφού οι μεσάζοντες τραβήξουμε τις πένθιμες μαχαιριές

όταν η βάρδια σηκώσει απ'την πλάτη μου το διακριτικό αμόνι της Biot
και βρεθώ με τα δυο πόδια μου στην πράσινη, ξεδιψασμένη γη
η μνήμη τους θα έρθει να σταθεί στη μαλακή υπερώα
το μεσημεριανό μου φαγητό και το ποτό θα είναι δώρο των πεθαμένων.

...δέν τά φέρνει ὁ χρόνος ὅλος.

Γύρω μου οι σκιεροί λόφοι ή η θάλασσα, αόρατη και χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αλλά υπαρκτή, εκτεινόταν ως πέρα από εκεί που μπορούσε να φτάσει το βλέμμα μου. Αλλά το γερακίσιο πέταγμα της φαντασίας ακολουθούσε τα πάντα στην έκτασή της πέρα από τον ορίζοντα. Συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σ'έναν μικρό, στρογγυλό κόκκο πέτρας και μετάλλου, σκεπασμένο μ'έναν υμένα νερού και αέρα, που στροβιλιζόταν στο φως του ήλιου και στο σκοτάδι. Και στην πέτσα του μικρού αυτού κόκκου τα πλήθη των ανθρώπων είχαν ζήσει από γενιά σε γενιά μια ζωή κοπιώδη και τυφλή, με παροδικές χαρές και με παροδικές διαύγειες του πνεύματος. Και όλη η ιστορία τους, μ'όλες τις περιπλανήσεις, τις αυτοκρατορίες, τις περήφανες επιστημονικές γνώσεις, τις κοινωνικές επαναστάσεις, την ολοένα και μεγαλύτερη λαχτάρα για κοινότητα, δεν ήταν παρά ένα τρεμόσβησμα σε κάποια στιγμή μιας μέρας της ζωής των άστρων.

Olaf Stapledon

Πρώτη νοσολογία

Για το Μ. Σ.


Τα χέρια της σε βαριά παράλυση του Erb
γύρω της δυο σκοτεινές ψυχωτικές φιγούρες
κι οι σελίδες των πρακτικών των χειρουργείων
σταγόνες ψευδαργύρου σε νερό

ανάποδα αντικατοπτριζόταν γηρασμένος πια
και τόσο νέος ο Εβραίος καθηγητής
καμπύλωνε στο σαστισμένο βλέμμα σα λάμα απ'το ούρουμι 
φυτεμένη σε έμπειρο λαιμό

όπως η Μάγδα όταν είδε το Μεσσία
δίψασε κι ήπιε κρασί πορφυρικού γοήτρου
χάραξε και νύχτωσε μήνες μέσα στη ματιά
μια άλαλη χαιρετούρα

είχα τρία χρόνια να σε δω σχεδόν αλλάξαμε τόπους
μα λίγη σημασία έχει η οπτική για το χαμόγελό σου
φλογωμένος θυρεός τρόμος λεπτός που ατιμάζει
τη σταθερή λαβή, τις γεωμετρημένες βελονιές

παρωπιδισμένη ταχυαρρυθμική καρδιά κοφτή φωνή
με τον αναστεναγμό ακροάζομαι ρόγχους μελωδικούς
στο βάθος σφύζει ευχητικά το τύμπανο του τεχνίτη
θα'ρθει η ώρα να δεις πώς μ'έφτιαξες από κύκνεια ράμφη, δε θα'ρθεί;
και θα ευχαριστηθείς.

מזמן לא התראנו
בהצלחה

Für Frau O.

Als Frühling kam brachte ich dir weiße Fingerhüte, wie Körper chinesischer Schwalben 
mit ihnen dekoriertete du deine Haare aus Maronensirup, die mit einer Krone aus holländischen Zopf geschmückt waren
unter der fernen Sonne Nordfrieslandes, deine Tränen waren Tautropfen die 
um das versagende Herz zu heilen vergossen wurden

der dünne Hals aus gekochtem Marzipan die tadellosen Treppenmuskeln,
heimlich unter dem Samt des Kragens, die brutzelnden Glomera Carotica
strahlten den schönsten Duft der aus die Plantagen Myanmars gebracht geworden war 
lutherische Magd, Frau des Opiums
dein Taschentuch hat seinen Durst mit Weinen gelöscht und es ist für deine kleinen Nägel

aus Glas an der Zeit, um Rücken abseits Meines kennenzulernen
dein Saum wurde mit Raps in Blüte eins
dort gab's die Wiesen und die Marsch; das Jod der Gischt
schöpfte Sommersprossen auf die Schnauze
meine Sicht Ling-chi vor den spitzenartigen Augenwimpern

gleiche Belssuren mit goldigem Faden ins Kleid eingestickt
die eifrige Anatomie, getilgt mein Gedächtnis
deine Lippen, streng, Walderdbeeren und Lakkoja,
hatten mir einen Kuss gegeben, der mich vom Tod überzeugte
aber sowohl das Harz des Holunders als auch unsere Sucht 
brachten uns dazu, auf der Insel für und für zu bleiben.

--