-
draußen feiern sie Pfingsten
in meinem Zimmer heißt es Schawuot
macht mir keinen Unterschied
Gott ist einer
-
There has fallen a splendid tearfrom the passion-flower at the gate.She is coming, my dove, my dear;she is coming, my life, my fate.
The evil it spread like a fever ahead
It was night when you died, my firefly
What could I have said to raise you from the dead?
Oh could I be the sky on the fourth of July?
“Well you do enough talk
My little hawk, why do you cry?
Tell me what did you learn from the Tillamook burn?
Or the Fourth of July?
We’re all gonna die.”
Sitting at the bed with the halo at your head
Was it all a disguise, like Junior High
Where everything was fiction, future, and prediction
Now where am I? My fading supply
“Did you get enough love, my little dove
Why do you cry?
And I’m sorry I left, but it was for the best
Though it never felt right
My little Versailles.”
The hospital asked should the body be cast
Before I say goodbye, my star in the sky
Such a funny thought to wrap you up in cloth
Do you find it all right, my dragonfly?
“Shall we look at the moon, my little loon
Why do you cry?
Make the most of your life, while it is rife
While it is light
Well you do enough talk
My little hawk, why do you cry?
Tell me what did you learn from the Tillamook burn?
Or the Fourth of July?
We’re all gonna die.”
Ω, έχω βαριεστήσει μ'αυτή τη δουλειά. Θα προτιμούσα να'μενα μαζί σου, Spurstow. Έχει κυνήγι εκεί κοντά, θα τραβάς και καμιά ντουφεκιά.
I went to medical school because the doctor in Reguengos served the water crackers at mass and men took their hats off to him without his saying hello to anyone.
Ετοιμάζει μια διδακτορική διατριβή για το Wordsworth, αλλά απ'τα λίγα που μου είπε έχω την αίσθηση πως οι πιο χαρακτηριστικές αρετές της ποίησης του Wordsworth του διαφεύγουν. Θα ήταν καλύτερα να διαλέξει τον Tennyson. Αισθάνομαι πως το Duvieux τον χαρακτηρίζει κάτι -δεν ξέρω τι ακριβώς- το ανεπαρκές, το αφηρημένο, το ευκολόπιστο. Παίρνει πάντα τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως του παρουσιάζονται, ίσως γιατί εκείνος παρουσιάζεται πάντα όπως ακριβώς είναι.
You give me the pleasure of your eyes, face, flesh, as we pass,
you take of my beard, breast, hands, in return,
I am not to speak to you, I am to think of you when I sit alone or
wake at night alone.
"Να με κρεμάσουν αν δεν ονειρεύομαι" είπε μια οικεία φωνή.
Stael lebt in einer inneren Welt der Ehre. Das ist deutsch und nicht russisch.
Il y a des hommes mourants, d'autres qui attendent une échéance, et qui voudraient que ce ne soit jamais demain. Il y en a d’autres pour qui demain pointera comme un remords. D’autres qui sont fatigués, et cette nuit ne sera jamais assez longue pour leur donner tout le repos qu’il faudrait. Et moi, moi qui ai perdu ma journée, de quel droit est-ce que j’ose appeler demain?
Det gick en gammal odalman
och sjöng på åkerjorden.
Han bar en frökorg i sin hand
och strödde mellan orden
för livets början och livets slut
sin nya fröskörd ut.
Han gick från soluppgång till soluppgång.
Det var den sista dagens morgon.
Jag stod som harens unge, när han kom.
Hur ångestfull jag var inför hans vackra sång!
Då tog han mig och satte mig i korgen
och när jag somnat, började han gå.
Döden tänkte jag mig så.
-Εσείς οι Ευρωπαίοι μας υπόσχεστε πάντα ότι θα μείνετε και όταν σας αγαπήσουμε φεύγετε λέγοντας ότι θα επιστρέψετε αλλά δεν επιστρέφετε ποτέ.
“And somewhat as in blind night, on a mild sea, a sailor may be made aware of an iceberg, fanged and mortal, bearing invisibly near, by the unwarned charm of its breath, nothingness now revealed itself: that permanent night upon which the stars in their expiring generations are less than the glinting of gnats, and nebulae, more trivial than winter breath; that darkness in which eternity lies bent and pale, a dead snake in a jar, and infinity is the sparkling of a wren blown out to sea; that inconceivable chasm of invulnerable silence in which cataclysms of galaxies rave mute as amber.”
Γύρω μου οι σκιεροί λόφοι ή η θάλασσα, αόρατη και χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αλλά υπαρκτή, εκτεινόταν ως πέρα από εκεί που μπορούσε να φτάσει το βλέμμα μου. Αλλά το γερακίσιο πέταγμα της φαντασίας ακολουθούσε τα πάντα στην έκτασή της πέρα από τον ορίζοντα. Συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σ'έναν μικρό, στρογγυλό κόκκο πέτρας και μετάλλου, σκεπασμένο μ'έναν υμένα νερού και αέρα, που στροβιλιζόταν στο φως του ήλιου και στο σκοτάδι. Και στην πέτσα του μικρού αυτού κόκκου τα πλήθη των ανθρώπων είχαν ζήσει από γενιά σε γενιά μια ζωή κοπιώδη και τυφλή, με παροδικές χαρές και με παροδικές διαύγειες του πνεύματος. Και όλη η ιστορία τους, μ'όλες τις περιπλανήσεις, τις αυτοκρατορίες, τις περήφανες επιστημονικές γνώσεις, τις κοινωνικές επαναστάσεις, την ολοένα και μεγαλύτερη λαχτάρα για κοινότητα, δεν ήταν παρά ένα τρεμόσβησμα σε κάποια στιγμή μιας μέρας της ζωής των άστρων.