Η αψιά γλύκα της καθαρής μηχανικής...
ο άντρας που μύριζε ζεστός σα νεογέννητο
έβραζε στεγνά ανάμεσα στη νιότη και στο γήρας
η νύχτα ερχόταν κι έφευγε κακιά
ο ιδρώτας στάλες δροσιάς σε ινδικά βαμβάκια
τα χείλη μου δεν έχουνε ξεχάσει την υφή
ο θαυμασμός του κοριτσιού που μαθαίνει να χειρίζεται
το γέλιο που ευλογεί το πρώτο παραστράτημα.
Το άλφα της Λύρας καθρεφτίζεται στο κύμα του βορείου ημισφαιρίου
όπως ο έρωτας της Κλεοπάτρας στο χρυσάφι του νερού
σπαρμένο με πεινασμένους δολοφόνους.
Στην άλλη όχθη του ποταμού είναι αραγμένη η γοητεία της Ρώμης
νικιέται η δίψα και βουλιάζουνε τα πόδια ως το γόνυ
σε λάσπη που θα σβήσει τη θυσία με πίστη συζυγική.