© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

III. che

Πίσω απ'τα φύλλα του ασημιού φαίνεται η ακτή, ανάμεσα μεσολαβούνε σκαμμένα και με λάσπη τα παρτέρια. Βάζω μπρος για τον αναπτήρα, όχι που με ηρεμεί το ρελαντί, έχω τα σπίρτα στο σακάκι. Πέπλο από στάλες της βροχής και τζάμι με τη γαλλική επιγραφή, πίσω από κει και αγρυπνημένος σε φαντάζομαι μες στο δωμάτιο όπως σ'έχω αφήσει. Η μούχλα στο ταβάνι είναι βλεφαρίδες φερτές της Μεσογείου. Το μπαλκόνι πατάει βρώμικο πάνω στη λαμαρίνα, στέγαστρο για τους Ολλανδούς που παίρνουν πρωινό. Τα χείλια μου κουβαλάνε σκίσιμο που έγινε και ξανάγινε πριν θρέψει το παλιό, στο άλσος μιας άλλης περιοχής, μιας μεγάλης πόλης, τι θα ερχότανε πριν, τι μετά, το κυπαρισσί μικρό, εσύ κι οι ενοχές σου στο τιμόνι, εγώ να σου βάζω τετάρτη στα ισιάδια, η ακαταστασία των ρευμάτων, ο φαύλος ύπνος κάτω απ'την τηλεόραση που παίζει. Τι ψάχνω κι αφήνω το σπίτι σκοτεινό για τον ξενώνα, δε θα μιλήσουμε πολύ, μονάχα για την ξενοδόχα, χήρα του ναυτικού, που με ξέρει από παιδί. Αφήνω ένα σπίρτο να καεί μέχρι τα δάχτυλά μου. Ένας που θα μπορούσε να'ναι συνταξιούχος απ'το Ρουρ βγαίνει με το βρακί στο διπλανό μπαλκόνι και παίρνει μέσα το βιβλίο με τα σταυρόλεξα. Κάποτε αναπολώ την πρώτη ηθική νεκρά στην κατηφόρα, όλων των κυπαρισσιών τους λείπεται το στροφόμετρο που το'χουν για ρολόι, κι έκανε τη δουλειά που τώρα συνεχίζεις ως καθαρή πορεία. Το νησί μπορείς να το γυρίσεις σε δυο ώρες περιμετρικά, η θάλασσα που νομίζεις πως σε κρύβει περπατιέται και τα βήματα χώνονται βαθιά και μένουν ως να γεμίσει η παλίρροια, δε μ'ένοιαξε ποτέ να σου την εξηγήσω, όταν οι ώσεις φωτίζουν τις δεύτερες, τρίτες διακλαδώσεις, δε σκέφτομαι αν θα ζήσω για να'ρθει η επομένη, σκέφτομαι τη σταγόνα μου από γη που υποχωρεί κι υποχωρώ μαζί. Η πλάτη μιας γυναίκας σαν παιδιού στον καθρέφτη που έχει σταχτεί από φτέρνισμα προηγούμενου ενοίκου, τόσο μεγάλο έστησες έγκλημα να φανεί, οι πατούσες μου η καθεμιά σ'ένα πλακάκι, du bist geisteskrank, du bist geisteskrank, Gott, wie krank bist du, λόγια του αέρα, ήμουν σα να'χα αναδυθεί από ένα βαρέλι γάλα, ίσως και να'χεις δίκιο, καθισμένος πλαγιαστά στη θέση του οδηγού είμαι το ίδιο άρρωστος με εχθές, ή περισσότερο που αμετανόητος θα σ'έβαζα να με πνίξεις κι άλλη κι άλλη φορά για να βλέπω το φόβο σου αναποφάσιστο με γέλιο να θολώνει και να σκοτεινιάζει εμπρός μου, da sei Gott vor, ο μικρός παπάς που τρελαινότανε για τέτοια σε πήρε να σταθείς κάτω απ'το βιτρώ που έγραφε τα σημεία στο χάρτη από δέρμα και σου χάρισε την πλεκτάνη, δεν έμαθες ποτέ ποια με όμοια πλάτη φορτώθηκε τη δική σου τιμωρία, δε θα σου πω εγώ.