Μέρα 2. Παιχνίδια των περιπλανωμένων
Über uns hängt das Irrlicht,
von der Hand Gottes getragen.
„Mir nach!“ Eine Stimme klingt,
und kleinlaut folgen wir.
Doch gleich darauf—
kein Irrlicht mehr.
Im Dunkel unseres Wahnsinns
verschwinden die Schritte, Reihe um Reihe.
„Was raschelt? Tierchen, bist du es?“
frage ich, soeben blind.
„Gott, hilf mir, Gott!“
Du schreist vor Furcht.
„Mir nach!“ Die Stimme klingt erneut.
„Dir nach? Wie denn?“
„Ihr Narren,“ spricht nun Gott,
„gebt nach—der Begierde.“
Du weinst um mich.
Du leidest, wie es sein soll.
Deine Tränen, schimmernder Tau,
Leuchtkäfer führen mich hin zu dir.
Deine Wärme, dein Blut, dein Atem—
alles führt mich zu dir.
Erst, als wir einander die Hände reichen,
geht das Irrlicht aus deinen Augen hervor.
Es ist heller Tag. Was raschelt da?
Vipern um uns herum—
sie werden jäh zu Erde.
„Spiele der Wanderer,“ lacht Gott.
„Ihr verirrt euch, ihr findet euch zurecht.
Doch der Sehnsuchtsort liegt immer
im dunklen Herzen.“
---
Στο Πίλνταμμσπαρκ ξαπλώνουμε στο γρασίδι και ο ουρανός έρχεται κατά πάνω μας χωρίς να μας συναντά ποτέ. Με πήγε στο σαντουητσάδικο που λέγεται σκανδιναβιτσάδικο και με υπερηφάνεια μου ανακοίνωσε πως έχει Φριτς Κόλα, που είναι γνωστή τοπική μάρκα του Αμβούργου (πώς καλύτερα να ευχαριστήσει κανείς έναν Βορειογερμανό), και ξαφνικά φάνηκε τόσο νέος δίπλα στην ταμπέλα που έλεγε Φριτς Κόλα. Του ρίχνω τέσσερα χρόνια, όσα ρίχνω και στη μικρή, αλλά αυτός με ξεγελάει και κάθε φορά που το θυμάμαι με πιάνει εξαπίνης.
Στο Πίλνταμμσπαρκ τα λουλούδια είναι ανθισμένα. Δεν έχει τις δακτυλίτιδες και τις ψιλές παπαρούνες που έχουμε στη δυτική ακτή, έχει άλλα που δεν τα ξέρω και μυρίζουν ωραία. Από παρανοημένη αβρότητα τις άλλες φορές του μιλούσα νορβηγικά και μου μιλούσε δανέζικα, τώρα μου μιλάει νορβηγικά και του μιλάω δανέζικα. Τις άλλες φορές βρισκόμασταν και χανόμασταν μέσα σε λίγες ώρες στο μικρό διαμέρισμα μιας νοσοκόμας φίλης του στο Κόλινγκ, σαν σφήνα, δε μιλούσαμε πολύ, τα στοιχειώδη αρκούσαν. Το μόνο που έβλεπα ανάμεσά μας ήταν διαφορές και το γλιτσόνημα της καύλας. Ερχόταν από έναν κόσμο ξένο για μένα, κι εγώ από έναν κόσμο ξένο γι'αυτόν, οτιδήποτε άλλο απειλούσε την ξώφαλτση συνεννόηση.
Όταν γνωριστήκαμε είχα εισιτήριο Νύχαβν - Έσμπιεργκ αλλά κατέβηκα μαζί του στο Κόλινγκ. Κάθισα στα σκαλιά του σταθμού, ενώ αυτός στεκόταν δίπλα μου με τη χαζή στολή μισοχτεσινός και σχολασμένος, προσπαθώντας να σκεφτεί πού θα πηγαίναμε. Του πρότεινα φρόκοστ στο Κόμγουελλ που ήταν κοντά, αλλά γέλασε σαν να ήμουν ηλίθιος: Hva? Nei. Άφησε το αντίθετο ιντερσίτυ που θα τον γυρνούσε Σουηδία να περάσει, έκανε κοινωνικότητες με μια συνάδερφό του που δεν καταλάβαινε την προφορά του και απαντούσε συνέχεια με ένα ενθουσιώδες nå που δεν έβγαζε πάντα νόημα, και τελικά πήρε τηλέφωνο τη νοσοκόμα. Ήταν ένα ντροπιαστικό τηλεφώνημα, και ενώ την περίμενε να απαντήσει, έβαζε κι έβγαζε το τζόκεϋ μηχανικά, αλλά τίποτα δεν άλλαξε στην υπηρεσιακή του ευδιαθεσία.
Στο Πίλνταμμσπαρκ ακούω για τον παπά Μοέλλερ και την εκκλησία του χωριού του στη συμβολή δυο ποταμιών, για το πλακοστρωμένο μονοπάτι στην αυλή που γινόταν μαύρο όταν έβρεχε, για το φόβο που είχε για το δάσος μικρός. Μεγαλώνοντας ήθελε να φύγει από εκεί για να βρει τα ίχνη αυτού που κυνηγούσε. Δοκίμασε το Τρόντειμ, το Όσλο όπου σπούδασε τεχνολογία πληροφοριών, δοκίμασε σαιζόν σε ένα σικέ ρεστοράν στις Κάννες, σαιζόν σε ένα μπιτσόμπαρο στην Πάρο (!), ένα παραλίμνιο κουτσοχώρι βόρεια από το Γιοενκοέπινγκ, το Γιοενκοέπινγκ, το Λονδίνο, το Πήτερσμπορο, τη Στοκχόλμη κ.λπ., κ.λπ.... Στο Πίλνταμμσπαρκ ακούει για τα μαθήματα πιάνου και το φέρρυ στο νησί, για τη θάλασσα που έφευγε κι ερχόταν και τις αναθυμιάσεις της λάσπης όταν έκοβε ο αέρας. Μεγαλώνοντας ήθελα να φύγω από εκεί για να χάσει τα ίχνη μου αυτό που με κυνηγούσε. Δοκίμασα τη Σαλονίκη, το Τάλλινν και το Όσλο με τις ανταλλαγές, ένα χρόνο κλινικών στο Αμβούργο, ξανά τη Σαλονίκη, δοκίμασα να πηγαινοέρχομαι στο Χούζουμ, τα οφφσόρ στο Μπέργκεν, το Σανταντέρ, την Κέρκυρα, το Φάνοε, την Όδενσε κ.λπ., κ.λπ....
Στο Πίλνταμμσπαρκ ξαπλώνουμε στο γρασίδι και το χλωμό πετσί μου και το σκουρωπό πετσί του χάνονται σε μια ανάμνηση σαν γάλα και δε μπορώ να τα ξεχωρίσω. Σκοτώνουμε χρόνο στην αντιπαραβολή, στα προϋπαντήματα και τους αποχαιρετισμούς, στα παιχνίδια των περιπλανωμένων. Μας λείπεται η πίστη. Τα φωτεινά μάτια του και τα σκοτεινά δικά μου, τα μαλλιά-πατέ-συκωτιού και τα μαλλιά-σκουριά, τα νύχια με τα μισοφέγγαρα και τα νύχια του παραλίγο πεθαμένου, το δάσος και το γλυκό νερό, η άμμος και το αλατόνερο, ο Θεός μέσα του, ο Θεός μέσα μου και ο Θεός ανάμεσά μας.
Κάθε φορά που ερωτεύομαι, κάποιος με καταλαβαίνει με έναν καινούριο τρόπο.
---
Η εξομολόγηση είναι σωστή μόνο αν γίνει στη γλώσσα την πιο κοντινή του αμαρτωλού. Αλλιώς μιλάς πάντα πίσω από ένα πέπλο, και κατά βάθος μένεις αμετανόητος.
---
Το βράδυ κοιμάμαι ξερός, με ξυπνάει ξαφνικά με ένα σκούντημα: Fy, du har fuktet puten min! -Hva'? -Du har siklet på puten min. -Ej, klamt. Γελάμε, αφού είμαι έτσι σιχαμένος. Έχω φτιάξει μια λιμνούλα από σάλια στο μαξιλάρι. Τα μούσια στη μια μεριά είναι βρεγμένα και μυρίζουν φτύμα. Τον ρωτάω πού έχει τις μαξιλαροθήκες. Μου δείχνει. Φέρνω μια φρέσκια, την αλλάζω και πηγαίνω στο μπάνιο να κάνω σαπουνάδα με το χεροσάπουνο με τη θαλάσσια χελώνα που κολυμπάει στη συσκευασία. Με ακολουθεί, κλείνει τη χέστρα και κάθεται ενώ σκύβω στο νεροχύτη. -Hva venter du på? -Hvad skal jeg nu? -Si det. -Sige hvad? -Jeg er forelsket i deg. -Er du sikker? -Sikker. -Na ja. Στέκομαι αμήχανος με τη γενειάδα να στάζει. Η βρύση τρέχει. Αυτός με καρφώνει με το βλέμμα, σαν να προσπαθεί να μου τραβήξει την ψυχή έξω απ'τους κόγχους. -Er alle tyskere så jævla stive? -Det ved du jo allerede. -Leg med. Jeg vil høre deg si det. -Ich bin in dich verliebt. Jeg er forelsket i dig. Δε λέει τίποτα. Είναι το καθιστό άγαλμα της χέστρας, ένας Χόλγκερ Ντάνσκε - Χόλγκερ Νόρμαν από κεχριμπαρένιο κρεατοζελέ. Κλείνω τη βρύση, ασχολούμαι με την πετσέτα πολύ ενδελεχώς για να του δώσω χρόνο, μήπως αποφασίσει να πει κάτι, όπως "τι ωραία" ή "κορόιδο, χα-χα" ή "ώρα να φύγεις". Τελικά μιλάω ξανά εγώ: -Jeg går i seng. Με ακολουθεί με τα μάτια, τα αισθάνομαι να μου τρυπάνε την πλάτη, τον αφήνω στο μπάνιο.
Όταν έρχεται έχω ξανακοιμηθεί και με ξυπνάει εκ νέου. -Hei, F. -Hej, hr. togfører. Γυρίζω στο πλάι για να είμαστε αντικρυστά. Το χάραμα ρίχνει θολό φως από το παράθυρο πίσω μου. Οι ώμοι του είναι ομαλοί, το διάγραμμά του κόντρα στον κόσμο δεν είναι κοφτερό. Όταν νοσηλευόμουν τον πήρα τηλέφωνο να τον ενημερώσω πως ήμουν μέσα και σαν παλιός χαρτοπαίχτης είχα μια στις δυο να βγω ή να μη βγω. Έμεινε σιωπηλός στην άλλη άκρη της γραμμής να με ακούει να ταχυπνοώ. Du dør ikke, for faen. (Δε θα πεθάνεις, διάολε.) Μετά μου το'κλεισε. Δεν ήταν έτοιμος να πεθάνω. Η άρνησή του είχε το ίδιο πείσμα που έδειξαν όσοι με αγαπούσαν. Ένα χαλίκι είχε πέσει στο νερό και τα κύματα είχαν φτάσει μακρυά. Την επομένη εμφανίστηκε στο θάλαμο με ένα περίεργο τάπερ με καουτσουκένια βάση που μέσα είχε ένα βουνό από εκείνα τα μπισκότα που ανάμεσά τους έχουν μαρμελάδα, που τα έφαγα δυο βδομάδες αργότερα στεγνά απ'το ψυγείο. Ο πατέρας μου ήταν εκεί αλλά δεν είχαν κοινή γλώσσα. Μου κράτησε το αντιβράχιο και μου μίλησε αλλά δεν άκουγα τι έλεγε. Ήθελα να του μιλήσω αλλά με έπαιρνε συνέχεια ο ύπνος. Ήθελα να τον ρωτήσω για το ηλίθιο όνομά του, ήθελα να μάθω για τον Μπούα και τον Ένα, ήθελα να βρεθούμε ξανά στο Κόλινγκ, στο σπίτι που μυρίζει χώμα, ήθελα να τον δω αφηρημένο στα κλεφτά, ήθελα την αίσθηση του κορμιού του, το μαλακό τρόπο που έχει για να φιλάει, ήθελα να ξέρει, δεν είχα βαρεθεί ακόμα, δεν είχα βαρεθεί καθόλου. Ένιωθα έτοιμος να πεθάνω, αλλά δεν είχα εξομολογηθεί αρκετά. Βέβαια τίποτα απ'όλα αυτά δεν είχε σημασία, εκεί έγκειται όλη η δυστυχία. Τα χαρτιά τα έριχνε ο Θεός.
Η νύχτα έχει κοντύνει και ξημερώνει από τις τέσσερεις. Φαίνεται ταλαίπωρος από την αγρύπνια. Βάζω την παλάμη μου στη μούρη του, την ξεκολλάει και την κάνει πέρα. Δεν ξέρω τι προσπαθεί να διαβάσει μέσα στο κεφάλι μου, δεν ξέρω τι νομίζει πως κρύβω. -Det var ikke en lek. -Ved godt.
---