גלות
Το ικτερικό φως κάνει τα μαλλιά του να μοιάζουν με φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Η πόλη και το βράδυ της. Τα πετσιά μας γυαλίζουν. Η άσφαλτος είναι μαλακωμένη. Δεν κουνιέται φύλλο. Τον ακολουθώ, με οδηγεί πέρα από τον κεντρικό. Τα κτίρια πυκνώνουν, οι αποστάσεις μεταξύ τους μικραίνουν. Κάτι σοκάκια που δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις από πρασιές και πισωαύλια, με τα λεχρά ρυάκια τους στην άκρη του τσιμέντου.
Είμαστε σε ένα δωμάτιο που βλέπει το άλσος. Ο ουρανός χτυκιάρης, άναστρος, χαμηλοκώλης και βαρύς, και το άλσος σαν μελανιά μες στο σκοτάδι. Τα πόδια του κρεβατιού είναι στραμμένα στο παράθυρο. Αυτός μισοξαπλώνει πάνω στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μαξιλάρι στον τοίχο. Το στρώμα είναι αρχαίο, από εκείνα που σε καταπίνουν. Γονατίζω στην άκρη και βρίσκω τις τάβλες κατευθείαν.
Η κλεισούρα του δωματίου περνάει στο παρασκήνιο. Το ντουβάρι πίσω από το κεφάλι του είναι γκριζωπό, δεν ξέρω αν είναι από βρώμα ή επειδή δεν καλοβλέπω. Μυρίζει πευκίλα στον καύσωνα, ρετσίνι και οινόπνευμα. Μυρίζει κάτι αποστειρωμένο, όπως οι καλές γωνιές του νοσοκομείου: το γραφείο της Σάσι της νευροοφθαλμιάτρου, το παρασκευαστήριο της κλινικής, το δωματιάκι των μικροσκοπήσεων, η βιβλιοθήκη.
-Είναι ώρα να με φιλήσεις, δε νομίζεις;
Είναι ευπροσήγορος και ήρεμος, χαμογελαστός. Το σκέφτομαι και δε διαφωνώ, ναι, είναι ώρα να την κάνουμε τη μαλακία, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
-Ναι, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Προσπαθώ να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Πιάνω το μάγουλό του αλλά δεν αφήνει καμιά αίσθηση, η αφή μου κοιμάται, φυσικά. Πρέπει να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Αλλά τα χείλια του είναι πολύ δροσερά, πολύ λεία, χαμογελάνε ακόμα, τα νιώθω με ακρίβεια, και δεν ξέρω τι σκατά παιχνίδι παίζουμε η αφή μου κι εγώ. Μετακινώ το χέρι μου, και τα μαλλιά του ακουμπάνε στα δάχτυλά μου, είναι υγρά. Φυσικά και είναι υγρά, αφού ονειρεύεσαι. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι μούσκεμα στον ιδρώτα.
Σκέφτομαι τους κάδους κάτω στο δρόμο, με τα τσίγκινα κεπέγκια τους ανοιχτά, κάδοι παλιού τύπου, ασήκωτοι, τις ψωριασμένες γάτες να κάνουν ανασκαφή στα σκουπίδια, σκέφτομαι το βόμβο της ησυχίας, τη γυαλισμένη άσφαλτο, το βήμα μας, και ξαφνικά δε σκέφτομαι άλλο, φούσκο στο δόξα πατρί, το άλσος μελανιά, η ζέστη του κορμιού του. Ο πυρετός του θέρους. Οι πόλεις γίνονται όλες κόρες της ίδιας μάνας τέτοιες νύχτες.
Το κρεβάτι βρίσκει στο ντουβάρι, νταπ νταπ νταπ, το στομάχι του κάνει γκλουπ γκλουπ, τα χέρια μου ιδρώνουν κόντρα και όταν τ'απομακρύνω αποκαλύπτεται πως το χρώμα είναι βρώμα που ξεβάφει στις παλάμες μου. Τα σκουπίζω απ'τη χακιά πόλο του και του ρίχνω μια στο στήθος χωρίς να το εννοώ. Είναι εύθυμος, νομίζω τον διασκεδάζω, όπως είθισται αυτός που χώνει είναι ο γελωτοποιός, αυτός που τον παίρνει είναι ο γαλαζοαίματος, μένει να φανεί αν θα νέψει στους φρουρούς να μ'αποκεφαλίσουν.
Πίσω από την πλάτη μου πάνω απ'το άλσος παίζουνε σαν σε γιγαντοοθόνη οι ταινίες της ρουτίνας, η τιμωρία μου απ'το Θεό, ο γέρος σε παροξυσμό οργανικού ψυχοσυνδρόμου, λαμπόγυαλο, έχει ξηλώσει καθετήρες και ορούς και τα έχει κόψει κομματάκια, έχει διαλύσει το κρεβάτι, έχει σπάσει την αναπηρική καρότσα, γλιστράει στους ιδρώτες του, ο Λούκας κι εγώ τον αρπάζουμε, χέρια αυτός, πόδια εγώ, η Σουζάννε του καρφώνει το αλοπεριντίν στο μπούτι, Κάν'του κι άλλη μια! Άλλη μια! Η βετεράνα νοσοκόμα οπλίζει γρήγορα, ο γέρος γαυγίζει σαν μπαμπουΐνος, δυο νέοι άντρες και ίσα που τον κρατάμε ένα πουρό ενενήντα παρά, καίει την κηροζίνη της τρέλας, είναι τούρμπο, νιώθω κάτω απ'τη λαβή μου ένα κρακ, η κνήμη του σπάει, ο Λούκας με κοιτάει έντρομος, κρακ, ο γέρος ούτε που παίρνει πρέφα, τρελόγερε να σου γαμήσω, ο πυρετός του θέρους, ένα γνήσιο παραλήρημα. Απ'το διάδρομο η Ίμπεν μου κουνάει κάτι χαρτιά, πότε θα γράψετε τις συνταγές για τα εξιτήρια γιατρέ; Όταν τελειώσουμε με την ελληνορωμαϊκή πάλη.
Τα χέρια του στ'αυτιά μου, ακινητοποιεί το κεφάλι μου, με κρατάει σταθερά.
-Πού είσαι; Ε; Εδώ! Εδώ. Εδώ είσαι. Εδώ.
Εδώ, στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μισό κώλο έξω, στηριγμένος στο στήθος του επειδή δε θέλω το ντουβάρι, εδώ στη ζέστη.
-Έτσι μπράβο. Το βλέπω στα μάτια σου όταν δεν είσαι εδώ.
Κάνω πίσω, η ζώνη μου βρίσκει στο ζυμαρόστρωμα και βγάζει ένα δειλό κλανκ. Ψαύω τα δροσερά του χείλια, τη γλώσσα του, τα δόντια του, εμφανίζεται κάτι κοροϊδευτικό στο πρόσωπό του, το βλέπω δια της αφής πριν το δω κανονικά, τραγουδάει.
-There's a lucky man who'll take you far away, so very very far away,...
Γελάω ρεγχάζοντας σαν γουρούνι και δε με ξυπνάω, άρα δεν κοιμάμαι, αυτός τραγουδάει πιο δυνατά. Δεν ήρθε οξέως η κολούμπρα. Πρώτα μας χτύπησε ένα βέλος διαμπερώς, μας χτύπησαν οι υπερωρίες, μας χτύπησε το θερμό κύμα απ'τη Βρετανία σαν καυτό σεντόνι, μας χτύπησε το υδρόμελο απ'το πανηγύρι του Οέρμπεκ, κι έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.