Δέκα λεπτά πριν τις οχτώ είμαι στη διασταύρωση κάνω να κόψω αριστερά τα φρένα παγωμένα το ποδήλατο πατίνι προς το ντουβάρι του μεσιτικού τελευταία στιγμή πηδάω κάτω το παίρνω στα χέρια και τρέχω στο πάρκην του νοσοκομείου. Φτάνω λαχανιασμένος στα αποδυτήρια, το ένα γάντι πέφτει στο μωσαϊκό, λάθος κλειδί, άλλο, το τηλέφωνο χτυπάει τη στιγμή που σπρώχνω την πόρτα, Πού είσαι; -Στα αποδυτήρια. -Δε θες να 'ρθεις απ'την κλινική; Σε περιμένουμε.
Οι νύχτες του Δεκέμβρη είναι πέτρες στις τσέπες, το φως απομακρύνεται, η ρόμπα ασήκωτη μέσα στο νερό, βουλιάζει και βουλιάζει και το σκοτάδι του βυθού με καταπίνει όπως ο κλίβανος το ξεχασμένο ράμμα, τίποτα δεν αφαίμαξε τα μάτια μου απ'τη μέρα όσο εκείνο το αναθεματισμένο άσπρο της στολής, το άσπρο στα σεντόνια, το άσπρο στις λεχρές κουρτίνες, το άσπρο στα γάντια, στις μάσκες, στα πανιά.
Στο κρυφό κλιμακοστάσιο για την κλινική περνώ την πτωμαΐλα του υπογείου, τη σκατίλα της γαστρεντερολογικής, τη μούχλα του αρχείου, τρίτος όροφος, χλωρίνη και γεροντομουνιά, χτυκιό, σκατά, ρίχνω μια ματιά στο παράθυρο με τις δυο μικρές γλάστρες, έχουν δυο τούφες παγωμένο χιόνι, είναι πολύ χαμηλά, προχώρα.
Η Καρλίννα έρχεται κουνώντας τη χοντρή της μέση και μου δείχνει τα νύχια της. -Γιατί στο σκοτάδι, γιατρέ; Ακουμπώ στο τζάμι. -Θα γίνει μέρα σύντομα. Μου δείχνει τα νύχια της, είναι βαμμένα σαν φραμπουάζ. -Αν σε πιάσει η υπεύθυνη υγιεινής ξέρεις τι θα γίνει. -Μ'αρέσουν τόσο πολύ, γιατρέ! Και ξέμειναν από εχτές. Θα φοράω γάντια όλη μέρα. Ξέρω πώς είναι αυτή, αετομάτα κάργια!
-Θέλω παγωτάκι. Η πρεζού αγνώστων στοιχείων ξύπνησε μετά το ναλοξόν, τώρα περιφέρεται με το γνώριμο τριγωνικό βηματισμό στο διάδρομο από πόρτα σε πόρτα, ψάχνει παγωτάκι. -Θέλω παγωτάκι.
Η γριά κορωνιασμένη υποδύεται την αβοήθητη στο κρεβάτι του θαλάμου 30, κλεισμένη πίσω από τις διπλές πόρτες της απομόνωσης. Ιδρώνω μέσα στη στολή του αστροναύτη, δεν ήξερε πού έπρεπε να πάει να εμβολιαστεί, δε μπορούσε να βρει τη διεύθυνση -Είμαι τόσο κουρασμένη, πολύ κουρασμένη, πολύ εξασθενημένη. Της βάζω έναν ορό, δεν πάει να γαμηθεί. Λύνω την ποδιά, ποδονάρια, γάντια, απολύμανση, σαπουνάδα, ποδιά, απολύμανση, σαπουνάδα, σκούφος, απολύμανση, σαπουνάδα, βιζίρι, απολύμανση, σαπουνάδα, πρώτη μάσκα, απολύμανση, σαπουνάδα, δεύτερη μάσκα, απολύμανση, σαπουνάδα, τρίτη μάσκα (ffp3), απολύμανση, σαπουνάδα, αίμα, όλα ξεκολλάνε, όλα ξανακολλάνε, μάσκα, μάσκα, μάσκα, σκούφος, βιζίρι, ποδιά, ποδονάρια, γάντια, μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια, πάρε με από 'δω.
Κλείνω τα μάτια, το μάγουλο στο μπράτσο πάνω στο γραφείο, η λάμπα τζιτ τζιτ τζατ τζιτ τα'χει κλάσει και δε θα ασχοληθεί κανείς ως τη Δευτέρα, το κεφάλι μου το έχει πιάσει ένας γίγαντας ανάμεσα στο δείχτη και τον αντίχειρα και το ζουλάει σαν μπαλάκι από ζυμάρι, ξαφνικά τίποτα, η νύχτα του Δεκέμβρη, σκοτάδι, το τηλέφωνο χτυπάει, χτυπάει, χτυπάει, ψάχνω να θυμηθώ σε ποια γλώσσα πρέπει να πω τον τίτλο μου, -Στέλνω εισαγωγή. -Στοιχεία. -1927... -1927; -Ναι, ο κύριος είναι ηλικιωμένος. Το κεφάλι μου, τα δάχτυλα του γίγαντα, τα πελώρια νύχια, η κάντιντα ανάμεσα στα κολοσσιαία ποδοδάχτυλα, ρυπαρές ραγάδες, μια αγγειίτιδα, τα μάτια των Γροιλανδών, εκείνο το χλωμοκάστανο βλέμμα τους που πάντα βλέπει μακρυά, μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια, το μυστήριο του θανάτου, το νοσοκομείο με τον τσιμεντένιο κώλο του κάθεται στο στέρνο μου ακριβώς, ο άνθρωπος και η αρρώστια του, ο άνθρωπος, τίποτα χειρότερο, τίποτα πιο καλό, κατάρα, ευλογία, έξω όλα παγωμένα, το χιόνι σκληρό σπάει σε κομμάτια, φυσιέται ντουμάνι, αλάτι στο δρόμο, εκείνη η αρμυρή λάσπη, οι νύχτες του Δεκέμβρη, η ανάσα μου επίμονη, επιμελής, ακριβής, το κούτελο αρυτίδωτο, τα μάτια βαθουλωμένα, τα μαλλιά το αντικείμενο του πόθου των κοριτσιών, τα γόνατά μου, τα πόδια μου, εγώ, η τιμωρία μου.
Προχώρα, αρχίδι. Το δάχτυλο στη χαίνουσα κωλότρυπα της θείας, σκατά παντού, τα κωλομέρια, το πάμπερ, η Καρλίννα στέκεται απέναντι ορθή και περιμένει με το νεφροειδές, το ταβάνι χαμηλώνει, το πάτωμα σηκώνεται, τα κρεβάτια είναι στόματα νεοσσών με τα λαρύγγια φάτσα φόρα, κότες και τα ολέθρια ράμφη τους, τσιμπάνε τα πάντα, τσιμπάνε τους σουλήνες, τσιμπάνε τα ντουβάρια, τσιμπάνε σβέρκα και αγκώνες και νύχια και Αχιλλείους, καννιβαλιάρες κότες, καταστροφή, η πόρτα του θαλάμου 6 δεν κλείνει καλά.
Το τηλέφωνο, ακούω τους συνομιλητές μου που καταπίνουν τον αέρα με ένταση και σιγά σιγά όσο προχωράει η κουβέντα μολύνονται και πέφτουν οι τόνοι τους, ο χρόνος μου είναι πάντα διεσταλμένος, η ήρεμη φωνή μου, η Έλσε 42 πυρετό και τα μάτια από τις κόκκινες κόγχες τους κρεμιούνται απ'τη φωνή μου, τα χέρια μου, η Έλσε, το τηλέφωνο, η φωνή μου, οι φωνές τους, φασαρία, συρφετός, ιδρώτας που ποτίζει τα πάντα, ιδρώτας στο κρεβάτι, ιδρώτας στο μωσαϊκό, -Δώσε μου κάτι, οτιδήποτε, δε μπορώ άλλο, δεν το μπορώ, της χαμογελώ γερμανικά Ach, Else και κάτι την ψυχαγωγεί μέσα στην αγωνία της, ιδρώτας, πυρετός.
Ο γέρος Πέτερ είναι να πεθάνει, τα χρώματα των απέραντων αμερικάνικων λειβαδιών, στενά σύννεφα απ'άκρη σ'άκρη, οξυγόνο απ'το μαρκούτσι και τσπσσσσσς, η μελαχροινούλα με τα τατουαζιασμένα φρύδια δίνει πούλπα στοκόπουλπα με την εξηντάρα σύριγγα στο σακούλι, -Χορηγώ την εντερική διατροφή. -Ναι, το βλέπω. -Θέλετε να φύγω; -Όχι, μην κόψουμε τον Πέτερ πάνω στο μεσημεριανό του. -Χι, χι. -Καχνόγκ καχνόγκι! Καχνόγκες! (αυτός είναι ο Πέτερ) Βάζω το ακουστικό παρά της αορτικής όχι από απορία αλλά για να νιώθουμε όλοι εδώ μέσα πως γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια. -Κρύο κρυώνεις! Κρυώνεις! (ο Πέτερ πάλι).
Δευτέρα χαράματα ανάσκελος κάτω από τη λάμπα τζιτ τζιτ τζατ τζιτ θέλω να μου ρίξω μια δυο τρεις ανάποδες και ίσιες και να με πετάξω στα σκουπίδια αλλά είμαι ακίνητος, ανέκφραστος, ήσυχος, τα μάτια ανοιχτά, η στολή καθαρή και περιποιημένη, οι κάλτσες φρέσκιες, τίποτα δεν έχει συμβεί, όλα όπως πριν, η πόρτα ανοίγει ξαφνικά. -Τι κάνεις εδώ; Βλέπω την ώρα, είναι οχτώ και έξι λεπτά. Η Κατρίνε Γκ. έχει ήδη πάρει τη σκυτάλη. Στον καθρεφτάκο του εφημερείου βλέπω τα χρόνια μου όλα ένα προς ένα και ίσως λίγα ακόμα δανεικά, χορεύουν σαν ξωτικά γύρω απ'τα μάτια μου.
Έξω στο κρύο, πρωινά δάκρυα, ανάβω την πίπα, Άκαπνο νοσοκομείο μέσα και έξω λέει η πινακίδα, επανάσταση, σκέφτομαι τη Ναυσικά, το μπουγάζι του Σταυρού, το ξύλινο ταβάνι και το ασσορτί περβάζι, τις θύελλες στο Βυκ, άμπωτη στα χαμηλά και στα επίπεδα στην ψιλή άμμο του Νορντφρίσλαντ, σκέφτομαι τις γυαλισμένες πλάκες στη Φιλαρμονικής, το φάντασμα του Οτράντο, τις ανεμώνες, τα ουράνια τόξα πάνω απ'την Αλβανία, τα δάχτυλα του γίγαντα μου συνθλίβουν το κεφάλι, είναι μια κούραση απ'την οποία ποτέ δε θ'αναρρώσω, είμαι ποτισμένος μ'αυτήν τη θλίψη του επαγγέλματος όπως οι κουβέρτες στην κλινική είναι ποτισμένες με κάτουρο, έξω στο κρύο, προχώρα να σου γαμήσω, η σέλα είναι παγωμένη, η ρόδα έχει κολλήσει, ορθοπεταλιά και τσουλάει, η πίπα στο στόμα, το μαύρο μπουφάν, το μαύρο σκουφί, οι πέτρες στις τσέπες, οι νύχτες του Δεκέμβρη.