© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

もうりょう

 



(without death there is no life)

Η υγρασία στάζει απ'το μουστάκι, η σέλα του ποδηλάτου που στέκεται παρακεί έχει φτιάξει λιμνούλα στο βαθύτερο σημείο. Το κρύο δεν κολώνει, μπουφάν, πουλόβερ, πουκάμισο, πετσί, τα κόβει όλα και δε σταματάει παρά όταν βρει τα κόκκαλα. Άπνοια, πυκνά χαμηλά σύννεφα γλείφουν το έδαφος, σε πρώτη όψη λες όμιχλη αλλά όχι, είναι αλλιώτικος καιρός, είναι το ωκεάνιο κλίμα των χαμηλών ακτών, είναι η ανάσα του χειμώνα σ'ένα ανατριχιασμένο σβερκάκι. Γαλότσες, κάλτσες θινσουλέητ 40 χιλιοστών και παρ' όλ' αυτά νιώθω το νερό να μου ρουφάει τη ζέστα. Ο φακός με τυφλώνει, τα βήματά της γίνονται όλο και πιο σαφή καθώς βγαίνει στα ρηχά και ο πάτος γίνεται όλο και πιο κολλώδης και ο εξοπλισμός όλο και πιο βαρύς χωρίς την αρχιμήδεια ευλογία, οι καλαμιές του W a t t e n  λαμποκοπάνε μες στον κρύο τους ιδρώτα, φιλτραρισμένη πίσω απ'το κεντητό τους ξεχωρίζει η χλωμή μου μούρη και το αφρόντιστο μουσκεμένο μουστάκι και η λαβή του φερμουάρ κάτω απ'το στενό πηγούνι σαν να τα βλέπω σε φωτογραφία, και από την ανελέητη μέρα του φακού ανατέλλει ένα κεφάτο σφύριγμα, χαμηλώνω το βλέμμα, να οι γαλότσες μου, με τυφλώνεις, το πνεύμα του βάλτου αντηχεί κοροϊδευτικά, με τυφλώνεις, και ξαναπιάνει το σφύριγμα, σηκώνω το βλέμμα, να ο ουρανός ένα παλιό σεντόνι, το φεγγάρι φαίνεται πίσω από τους υδρατμούς σαν οιωνός αυτοκινήτου πίσω από στροφή σε δασική οδό, μου έλειψες, χαμηλώνει το φακό, το κρύο γάντι μου πιάνει το γενάκι και με γυρνάει προς το μέρος της, Τι είπες; η φωνή ανθρωπινή αλλά η όψη ξένη, η μάπα ζουληγμένη από τη στολή και τη σηκωμένη μάσκα και τα χείλια κωλοτρυπιδιασμένα από τον αναπνευστήρα, ετοιμάζεται να με κατασπαράξει, θα μου φάει τα σωθικά και θα αφήσει το τομάρι μου σαν άδειο σακούλι στην πράσινη λασπερή όχθη, αλλά δε στέκομαι από τύχη στη μέση του πουθενά στην κοιλιά της νύχτας, μια φορά γιοκάι αυτή, δέκα εγώ, μου έλειψες, οι λέξεις αναδύονται απ'το κεφάλι μου σαν σπόροι μανιταριών, ο αιώνιος πυρετός της με τυλίγει σα βλεννώδες πέπλο, ο φακός σβήνει και όλα σκεπάζονται από ένα γλυφό φιλί, δεν είναι αλληγορία, έτσι έγινε ακριβώς, και έπειτα οι κόρες στα πελώρια μάτια της εξαφανίζονται, τα σκίζει η απογοήτευση, τη γέλασα, δεν έχω σωθικά, δεν είμαι καν νεκρός, δεν έζησα ποτέ.

The labyrinth habit


 

Alle naslang wegrannte ich bis ich in die Ecke getrieben wurde und dann Simsalabin wie ein Phönix aus der Asche bin ich mit heiler Haut davongekommen, alles ist mir ein Heimspiel. Nicht schlecht, Herr Specht.

Καπνά

D I A L O G

09/2021 Στην αυλή του πατρικού είναι στημένες οι δυο μεταλλικές καρέκλες κήπου με τα αρχαία μαξιλαράκια. Έχει ήλιο. Ο πατέρας καπνίζει. Ήταν μεγάλο θέμα τότε που το Εμ-Ες Σελεμπρέησον εμβόλισε το φορτηγό Καπετάν Σαν Λουί, εσύ δεν το θυμάσαι, μιλούσες, είχες μιλήσει νωρίς, αλλά ήσουν δεκατεσσάρων, όχι, ψέματα, δεκατριών μηνών και λίγων ημερών, τι να θυμηθείς, το φορτηγό κουβαλούσε τσιμέντο, βούλιαξε σε δέκα λεπτά, ήταν πολύ μεγάλο θέμα, φρικτή ιστορία, σημαία ευκαιρίας το Σελεμπρέησον, δεν έπαθε τίποτα το τέρας, η μάνα σου το έλεγε και το ξανάλεγε, "το έκοψε σαν βούτυρο και το ρούφηξε η θάλασσα", μαζί με τον καπετάνιο που δεν ήταν ούτε τριάντα πέντε και άλλους δυο. Οι υπόλοιποι σώθηκαν, τους μάζεψε το Σελεμπρέησον και μετά τους έχεσαν και από πάνω επειδή δεν είχαν ανάψει λάμπες. Δεν μπήκαν στον κόπο να κοιτάξουν το σόναρ στο Σελεμπρέησον, είχε πολύ καλό καιρό και τεμπέλιαζαν, αλλά το φορτηγό είχε διακοπή ρεύματος και δεν είχε φώτα και δεν το είδαν, τους κάλυψε όλους ο καπετάνιος, ξέρεις ποιος ήταν; Ο Γκαβίνο, πέθανε ο Γκαβίνο πέρσυ, στο είπα; Μίλησα με τον Άλεξ -Ποιον Άλεξ; -Τον Αλεσσάντρο, μιλήσαμε τελευταία φορά το χειμώνα και μου το είπε. Τέλοσπάντων, έφτασε και κοντά εκατό χρονών, πλήρης ημερών, έκανε πολλά ταξίδια μετά το συμβάν, δε μασούσε.

09/2021 Ο πελάτης πήρε το αφεντικό και είπε πως δεν παραδώθηκαν ποτέ οι εκτυπώσεις. Και του έστειλε φωτογραφία την αποθήκη του άδεια με ημερομηνία για να δείξει πως δεν παραδώθηκαν οι εκτυπώσεις. Σοβαρά; Το αφεντικό είχε δει τις πλάκες πριν τυπώσω. Τι θα τα έκανα εκείνα τα βουνά πανί με τις ροζουλί μαλακίες, στούμπο; Ο φορτηγατζής της Ντι Χο Ελ έβγαλε φωτογραφία όταν έκανε την παράδοση και είχαμε την ίδια ακριβώς αποθήκη γεμάτη ντοκουμέντο, δεν ήρθαμε εχτές στον κόσμο. Φτηνιάρης κουτοπόνηρος, ακούς; Άκου. Δεν παραδώθηκαν οι εκτυπώσεις. Να σου στρίψω ένα; Γνέφω όχι. Έλα, θα σου στρίψω. Μετά άλλαξε το τροπάριο, πήγε να διαπραγματευτεί μήπως και γλυτώσει κανένα κατοστάρικο. Είπε οι γωνίες ήταν λυγισμένες, να του κόψουμε δώδεκα τοις εκατό. Εγώ είπα από μέσα μου να πάρει το σίδερο να τις σιδερώσει άμα είναι λυγισμένες, και εκεί που θα το έχει βάλει μπρος, να σιδερώσει και το κωλόστόμά του. Τον ταχτοποίησε το αφεντικό. Ανάβει το τσιγάρο και μου το δίνει. Ανάβει και το δικό του. Δεν ήρθαμε εχτές στον κόσμο, Φ. Εντάξει, ίσως εσύ, που κάθε φτηνό πλοτ τουήστ στις χαζοταινίες σε αφήνει μαλάκα. Αλλά εγώ όχι, και το αφεντικό έκλεισε τα εβδομήντα ένα, θα του έκλανε τις μπάλες.

09/2021 Ψαχουλεύω στο μπωλ της πίπας για να κάτσει ο καπνός, ανάβω και καπνίζω βιαστικά και πειναλέα και καίγεται η γλώσσα μου. Στην παλιά καρέκλα δίπλα στο παράθυρο η κοφτή κουρτίνα κάθε τρύπα και ηλιαχτίδα ρίχνω πασιέντζα αλλά είμαι μόνος μόνο στα χαρτιά στο νου μου παίζει το φιλμ της νοσταλγίας σε αέναη επανάληψη μια δυο δροσοσταλίδες από μένα σε σένα ένα πρωί στο τζάμι μια νύχτα ομιχλώδης και λίγα λόγια περήφανος για όλα με τη γενειάδα κουρεμένη με τα λιπόσαρκα μάγουλα και το στενό πηγούνι και ο λαιμός δοκιμασμένος φανερά, θα σε κάνω ό,τι θέλω και αυτό σημαίνει θα σε κάνω ό,τι θες, και μετά θα σε σκεφτώ μια ώρα σαν αυτή και να που βγαίνει και η πασιέντζα.

07/2021 Το παράθυρο της κουζίνας ανοίγει διάπλατα. Μόλις έχω πάρει τη στροφή στο χαλίκι με το ποδήλατο και ξεκαβαλάω. Η γυναίκα στέκεται πίσω από το νεροχύτη και κρατάει ένα βαρύ σακούλι και το κουνάει πέρα δώθε από το ανοιχτό παράθυρο. Από το στόμα της κρέμεται ένα σβηστό τσιγάρο κατά τα γνωστά. Τα μαλλιά της είναι ακόμα διπλωμένα εντός τους τυλιγμένα έτσι αυστηρά και το απογευματινό φως φωτίζει δυο φιλντισένιους στερνοκλειδομαστοειδείς. Της γνέφω τι, με ερωτηματικό. -Σάπιες! Σάπιες οι πουτάνες ακόμα δεν τις πήραμε. -Θέλεις τίποτα άλλο απ'τη μαρκέτα; -Την πούτσα σου. -Δεν την πουλάνε στο ΝΕΤΤΟ. Μου στέλνει ένα φιλί απ'αυτά τα επιδέξια που τα καταφέρνει πάντα με το τσιγάρο στο στόμα και ξανανεβαίνω στο ποδήλατο. Η γυναίκα μου, που ήτανε γραφτό να γίνει γυναίκα του μαφιόζου, αλλά δεν πίστευε στη μοίρα.

05/2021 Ακούγονται χαρτιά και σακούλες από το τηλέφωνο, ή ίσως είναι αρτεφάκτ από την ανοιχτή ακρόαση, είμαι στην εθνική και δεν έχει καλό σήμα, τελικά ακούγεται τσακμάκι. Η γιαγιά καπνίζει τα σλιμς, σχεδόν τη βλέπω εμπρός μου. -Έχει εκεί να μου στείλεις χαρουπάλευρο; -Χαρουπάλευρο; Να πάω στα βιολογικά να δω, στο Μασούτη δεν έχει. Ξέρεις πώς τα λέγαμε τα χαρούπια; Ξυλοκέρατα. Τα έφαγε ο κόσμος στην Κατοχή, αλλιώς ήταν για τα ζώα, θρεπτικά βλέπεις.


Mine to you:

The heart is the toughest part of the body.
Tenderness is in the hands.
-C. Forché

x

Yours to me:

O remember
in your narrowing dark hours
that more things move
than blood in the heart.
-L. Bogan


x

Στη φόρα 7

Είμαστε στο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου στην Τορπέντοστράσε στο Φλένσμπουργκ, στους παλιούς στρατώνες. Έβαλα πενήντα χήνες μετρητά για να πάρει ο Μπέρτι το δάνειο από την Τάργκομπανκ και έχω δικά μου κλειδιά. Στο σαλόνι που βλέπει πίσω είναι στιβαγμένες οι πλάκες λινόλεουμ και λόφοι από κοπίδια και σκαρπέλα πάνω στο αρχαίο τραπέζι του τσαγιού από το μεταχειρισμενάδικο του ερυθρού σταυρού. Πιο πίσω είναι μερικά κουτιά με τα βιβλία μου που δε μπορεί να διαβάσει και περιμένουμε να δούμε πού θα τα στείλουμε. Στη μικρή ελεύθερη γωνία του τραπεζιού κάθεται το τασάκι νούμερο ένα, αυτό που κυκλοφορεί σε όλα τα δωμάτια εξόν από το υπνοδωμάτιο. Στο ντουβάρι η πινακίδα Μισελέν και λίγες δαχτυλιές. Αλλά αυτά δεν έχουν πολλή σημασία. Για το υπνοδωμάτιο θέλω να γράψω επειδή μ'αρέσει να κοιμάμαι εκεί, το δυτικό υπνοδωμάτιο με το κρεβάτι με το ανένδωτο στρώμα που ο Μπέρτι δεν ομολογεί αλλά υποψιάζομαι πως αγόρασε για να μην του τα πρήζω με τη χαλασμένη μέση μου, θέλω να γράψω για το τετράγωνο παράθυρο που φέρνει μέσα κάτι από Καντάβρια και όχι κάτι από Σλεσβιχ - Χόλστειν, και για αυτά που πηγαινοέρχονται μέσα στο κεφάλι μου με εντυπωσιακή επιμονή. Όποτε κοιμάμαι σ'εκείνο το δωμάτιο ο κόσμος κινείται αργά λες και όλο το σκηνικό είναι από κρύα μελάσα και ό,τι με κυνηγάει είναι ξαφνικά πολύ μακρυά για να μ'απασχολήσει. Το πρωί όταν ο καιρός είναι καλός μυρίζω ή φαντάζομαι πως μυρίζω τις τάρτες εγγλέζικης τεχνοτροπίας που φτιάχνουν στο ξενοδοχείο απέναντι και ξυπνάω με σμέουρα πίσω απ'τα μάτια και η ψιλή υγρασία της αυγής ραίνει τα πάντα σαν την άχνη στις τάρτες του Ντας Τζέημς. Ο Μπέρτι αγαπάει τα κομοδίνα όσο εγώ τα μισώ, είναι έτσι παραδοσιακός σ'αυτό το θέμα, θέλει να έχει μια βίβλο και τις καπότες και τα σώβρακα στο συρτάρι και να έχει πορτατήφ και το τασάκι νούμερο δύο, αυτό που μένει πάντα στο υπνοδωμάτιο, που είναι μια κινέζικη κούπα με καπάκι για λόγους υγιεινής, εγώ χτυπάω συνέχεια το χέρι στη γωνία και όταν πάω να βρω τα γυαλιά μου μόλις ξυπνήσω μια στις δυο τα ρίχνω κάτω γιατί δε μπορώ να θυμηθώ πόσο μακρυά είναι το αναθεματισμένο κομοδίνο, τελοσπάντων έχει δυο γυαλιστερά κομοδίνα εκατέρωθεν του κρεβατιού, το δεξιό προς το παράθυρο είναι το δικό του με τη βίβλο και όλα τα συμπαρομαρτούντα, το αριστερό προς την πόρτα είναι το κομοδίνο, der Nachtschrank, είναι εκεί χάριν συμμετρίας, είναι για την εκάστοτε γκόμενα, και ανά περιόδους εμφανίζονται δαντελέ σωβρακάκια και σουτιέδες που έπειτα πάλι εξαφανίζονται χωρίς να αφήσουν άλλο ίχνος, αλλά στην πραγματικότητα ο αληθινός σκοπός του κομοδίνου είναι να περιέχει τα Ζάναξ μέσα στο τσαλακωμένο κουτί που γράφει το όνομά μου, ένα κομματάκι μπλίστερ Ρυθμονόρμ ελληνικής παραγωγής, και ένα πακέτο από τον στάνταρ καπνό μου (Κορνέλλ και Ντίελ, Φθινοπωρινό Απόγευμα, γιατί είμαι και ποιητής με ευαισθησίες) που κάνει το συρτάρι να μυρίζει σαν κάβα, και φαντάζομαι ενίοτε και τα σωβρακάκια και τους σουτιέδες. Είναι μισοάδειο και τα περιεχόμενα χορεύουν πέρα δώθε όταν το ανοίγω, και ταυτόχρονα βγαίνει και η μυρωδιά, και πάντα αν το ανοίξω μες στη νύχτα ο Μπέρτι μουρμουρίζει Is all up Stee? ή κάποιες φορές Alles OK? και πριν απαντήσω ροχαλίζει πάλι.

Χαζεύω έργα Σκανδιναβών ζωγράφων που δείχνουν γυναίκες κοντά σε παράθυρα και ο κριτικός που τα παρουσιάζει στην ακριβή έκδοση με τις ιλλουστρασιόν σελίδες λέει κανείς δεν απέδωσε ποτέ το φως που έρχεται από το παράθυρο όπως οι Σκανδιναβοί, και ξεφυλλίζω, οι ζωγράφοι του Σκέην, και ο Χάμερσχοϊ και ο Χόλσοε και όλοι αυτοί που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έζησαν εδώ στην ευρύτερη περιοχή, σ'αυτόν τον μικρό κόσμο που με κάνει τόσο κτητικό, στον κόσμο που γνώρισα τα πρώτα χρόνια ως παιδί σε μια απέραντη σκονισμένη ηρεμία και έσβησε προς μια μόνιμη χειμωνιάτικη λιακάδα που λούζει ένα δωμάτιο και τις κλασσικές αιωνόβιες σανίδες που τρίζουν από μόνες τους, και όλες οι ζωγραφιές με πάνε πίσω στο νησί, στο Βυκ, στη Γκμέλινστράσσε, στο δωμάτιό μου, στη μυρωδιά που έχουν οι ακριβές ξυλομπογιές γιατί ο πατέρας δεν έκανε τσιγκουνιές, και μετά με φέρνουν εδώ, στο τετράγωνο υπνοδωμάτιο στην Τορπέντοστράσσε, και άλλοτε στέκομαι ακουμπισμένος στην κάσα της πόρτας, άλλοτε κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, άλλοτε είμαι γονατιστός στο ανένδοτο στρώμα, και βλέπω τη σκηνή που τόσο τίμησαν οι ζωγράφοι του Σκέην, την παρηγοριά της ήσυχης φιγούρας δίπλα στο παράθυρο, το φως που κυλάει απαλά και γλυκαίνει τις μετέωρες αλήθειες και τα μετέωρα ψέματα, και γινόμαστε αθάνατοι σε κορνίζα.

Στο ψυγείο κάνουν παρέλαση ένα τσούρμο κουτάκια Κάρλσμπεργκ από τα ντιούτυ φρη, από εκείνα τα χωρίς παντ, δηλαδή που δε μπορείς να τα βάλεις στο μηχάνημα με την τρύπα και να πάρεις λεφτά, αλλά πρέπει να τα ρίξεις κατευθείαν στην ανακύκλωση, Πάλι αυτό το κάτουρο θα πίνουμε; -Έχω Ντιτμάρσερ Μποκ μαζί με τα ζαρζαβατικά μωρή ντράμα κουήν, και όντως στο συρτάρι με το άησμπεργκ και τις κόκκινες πιπεριές και το ένα λεμόνι με την μυκητοαποικία στη γωνία ξαπλώνουν τρεις Μάιμποκ. Πού έβαλα τα κλειδιά μου; Όχι, γάμα το, έλα να μου την ανοίξεις με το δόντι. -Du mich auch, Mistkerl. Όταν ο φίλος μου ήταν στο Ντάλουμ και ξεκόλλησε η θήκη και έμεινε ξεδοντιάρης πήγε επειγόντως στον πρώτο διαθέσιμο οδοντίατρο της περιοχής, του είπα να τους ζητήσει να του φτιάξουν καινούρια, αλλά αυτοί είπαν, όχι, δεν αξίζει τον κόπο, θα στην ξανακολλήσουμε και θα ζήσει άλλα δέκα χρόνια. Ήταν μέσα στο καλοκαίρι, δεν έχουν περάσει ούτε δυο μήνες, και την περασμένη βδομάδα που τρώγαμε επίσημο πρωινό, δάγκωσε μια λεπτή φέτα σικαλόψωμο και έβαλε το χέρι στο στόμα σαν σοκαρισμένο κοριτσάκι, Τι έγινε; -Εσύ τι λες; Και μου έσκασε ένα θυμωμένο ξεδοντιάρικο χαμόγελο και δεν έβρισκε το κομμάτι που είχε φύγει μέσα στη μπουκιά, Το κατάπιες; Αλλά τελικά ήταν κάπου εκεί μαζί με το ψωμί και το βούτυρο. Του κοστίζει, του χαλάει τη μόστρα, και όλο πάλι αυτοαποκαλείται Suchti trailer trash και Gammler και fucking filthy bum, το κοντινότερο ραντεβού ήταν στις 23 Σεπτέμβρη για να του πάρουν τα μέτρα και 10 Οκτώβρη για να κάνουν την εγκατάσταση του καινούριου πολυμερούς και έτσι πρέπει να ανεχτεί τον ίδιο του για πάνω από ένα μήνα και το χαμόγελό είναι αλλαγμένο γιατί αρνείται να συνηθίσει στην ιδέα της ασχήμιας του και τα οδοντικά του σύμφωνα και το σίγμα είναι ξαφνικά προβληματικά, και απ'όλα εμένα αυτό με ενοχλεί που όταν καπνίζει ακούγεται αλλιώς και ώρες ώρες όταν ξεχνιέται και δεν κάνει την επιπλέον προσπάθεια για να αναπληρώνει για το δόντι που απουσιάζει μου θυμίζει σε λάητ εκδοχή τους παραγωγούς του τρίτου και τους καλλιτεχνιάρηδες που κοροϊδεύουμε όπως τον Ράσμους από τη Γκαλερί Ράσμους που όταν περνάμε απ'έξω ή βλέπουμε το βανάκι του κάνω τον γυναικωτό και λέω Γκαλεγί Γάθμουθ και το βρίσκουμε πολύ ψυχαγωγικό. 

Έχω κάνει μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα το τελευταίο δεκαπενθήμερο και τα χάρηκα ένα προς ένα, ακόμα και εκείνα στο μποτιλιάρισμα έξω από τον κόμβο στο Κόλινγκ που η ντίζα του γκαζιού σκάλωσε και ήμουνα με τρεισήμισι χιλιάδες στροφές στο ρελαντί και έπρεπε να κατέβω στη μέση του δρόμου για να την ξεσκαλώσω και ο φορτηγατζής από πίσω μου φώναξε από το παράθυρο Είσαι καλά; Θέλεις να σκοτωθείς; Όχι, δε θέλω να σκοτωθώ, για πρώτη φορά εναντιώνομαι σθεναρά στο θάνατο, μερικές φορές κάμπτεται για λίγο το ηθικό και σκέφτομαι δε θα'ταν άσχημα να πέσω σε ένα χαντάκι ψόφιος τώρα, αλλά αυτό είναι καινοφανές, όχι, δε θέλω να σκοτωθώ, θέλω απλά να ξεσκαλώσω τη ντίζα για να μην ανάψει η μηχανή. Η ψυχολόγος Σίσσι που με στείλανε από τη δουλειά είπε πως είμαι στο φάσμα και όλα αυτά τα χρόνια ήμουν κακοδιαγνωσμένος, και με ρώτησε: Πώς σε κάνει να νιώθεις, το να με ακούς να λέω πως είσαι στο φάσμα; Και εγώ γελούσα γιατί δεν ήξερα πώς έπρεπε να με κάνει να νιώθω, άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς, αλλά όταν έκατσα ήσυχος στην στρογγυλωπή πέτσινη πολυθρόνα και θυμήθηκα τα πάντα από τότε που θυμάμαι κατάλαβα πως η Σίσσι σα να είχε πιάσει κάποιο γρόμπο που δεν ήξερα καν πως είχα και τώρα πρέπει να πηγαίνω κάθε Πέμπτη για να μου τον ζουλάει και να με ρωτάει πώς με κάνει να νιώθω.

Στο Φυνσχόβεδ που ήμασταν το προηγούμενο Σάββατο κάποιοι πετούσαν ένα μπιζ μπιζ, ένα ντρόνε, και ξαπλώναμε στα χόρτα ψάχναμε πέτρες για να του ρίξουμε σαν άγριοι της φυλής. Τώρα που είμαι μόνος και κάνω το λογαριασμό μεταμορφώνομαι σε μπιζ μπιζ και βλέπω όλα τα ανθρωπάρια και τα ασήμαντα πάθη τους και τους ασήμαντους άθλους τους από ψηλά, μια παλλόμενη μάζα γεννημένη να υποφέρει, και τακ, τονκ, με πετυχαίνουνε οι πέτρες μας από το Φυνσχόβεδ στα ελικάκια και από τη μια στιγμή στην άλλη η διαύγεια αντικαθίσταται από τη δροσιά των χόρτων στην πλάτη και βρίσκομαι μαζί με όλους τους άλλους θαμμένος κάτω από ένα βουνό ασήμαντα πάθη και ασήμαντους άθλους, θνητός και πολύ συνηθισμένος, αλλά μες στο κεφάλι μου δε βλέπω άλλο παρά τη σκηνή των ζωγράφων του Σκέην, και η ανθρωπιάρα μάζα διαλύεται σαν κρέας σε σούπα από οξύ και το μόνο που μένει είναι κάτι αιώνιο και τόσο μοναδικό, προστατευμένο πίσω από το γυαλί του.

...