© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

שלושה





Well-known, alas, is the case of the poor German who was very fond of three and who made each aspect of his life a thing of triads. He went home one evening and drank three cups of tea with three lumps of sugar in each cup, cut his jugular with a razor three times and scrawled with a dying hand on a picture of his wife good-bye, good-bye, good-bye.

Flann O'Brien

Στη φόρα 5

Έκανα πολύ δρόμο ως εδώ και τώρα που στάθηκα να πάρω μια ανάσα κοίταξα πίσω και η διαδρομή με διαπέρασε κατάστερνα σαν βέλος. Από την τρύπα που άνοιξε στο στήθος μου άρχισε να ρουφιέται όλο μου το παρελθόν, ξαφνικά ήμουν με την πλάτη στα επικείμενα, το βάρος της παλιάς μου απελπισίας μ'έσκιζε λίγο λίγο, και το αίμα που πήγε να τρέξει από την πληγή με ζέστανε παρήγορα-

-θύελλα και παλίρροια πλημμύρα, η παραλιακή κλειστή κάτω από δυο μέτρα θαλασσόνερο και φλοίσβος στον πεζόδρομο, το φέρρυ είχε κόψει, δεν είχε που να δέσει, η μύτη μου θα ξεκόλλαγε απ'το κρύο, απέναντι θολούρα, δε θα 'φτανα στο Χούζουμ ούτε αύριο, δεν έχει δουλειά σήμερα, μπήκα πάλι στ'αμάξι και πέντε λεπτά αργότερα στέγνωνα τις κάλτσες μου στο καλοριφέρ του παιδικού δωματίου του φίλου μου του Μ. ενώ αυτός έτρωγε σταφύλια Αιγύπτου από το τάπερ μισοξαπλωμένος στο καλοστρωμένο κρεβάτι του με τις χειροποίητες κουβέρτες. Τότε ήμουν με την Όλγα που ήταν στο Αμβούργο, δεν ξέρω πώς κατάφερνε και εκτιμούσε εκείνη την ελεεινή εκδοχή του εαυτού μου που της σέρβιρα, αλλά τελοσπάντων με θεωρούσε βαθύτατα γοητευτικό, με πήρε τηλέφωνο και άκουγα τη θύελλα να κάνει χου-χου στην αόρατη γραμμή μέσα στο θαλπερό δωμάτιο ενώ το ξύλο του κρεβατιού μου μούδιαζε την πλάτη, και με ρωτούσε καχύποπτα πού ήμουν και με ποιον γιατί την είχα ήδη κάψει, και ως συνήθως της έλεγα αλήθεια, είμαι με τον Μ. στο νησί, έχω ξεμείνει, το δελτίο καιρού είπε θα μείνουμε χωρίς φέρρυ ως την Πέμπτη, Mach bitte keine Dummheiten, ο Μ. που άκουγε από δίπλα μου μασουλώντας μου'κλεισε το μάτι, της είπα παιχνιδιάρικα Keine Sorge, Fräulein, schbin immer etepetete, du kennst mich da gut, ε, ναι, της έβαζα φωτιά, αναστέναξε, ήμουν αδιόρθωτος, δεν είχα σωτηρία, νομίζω αυτό τη συγκινούσε κάπως, τότε δε διαννοούμουν άλλο, ήμασταν ένας άστοχος συνδυασμός εν τέλει, η Όλγα κι εγώ, όμως με χρειαζόταν και τη χρειαζόμουν για να ναυπηγηθούμε ανάμεσα στις ξέρες εκείνων των εποχών, είμαι ανακουφισμένος που ξέφυγε απ'την τροχιά μου, ο καλβινισμός της με ανεχόταν όσο ήμουν σε πόλεμο με τις παρεκκλίσεις μου, αλλά ήταν τόσο μακρυά εκεί πέρα στο Αμβούργο, εμένα μ'έκρυβε καλά η Sturmflut, και μέσα στο πέπλο της αρμύρας, με τους γονείς του Μ. στον κάτω όροφο, έχωνα τη γλώσσα μου στο στόμα του και είχε γεύση από καλοκαίρι στις όχθες του Νείλου. 

-μια μέρα μισοσυννεφιάς όψιμη ανοιξιάτικη στο Στρατόνι με την ενοχή του ορυχείου μάρτυρα οι πατούσες μου στην παράξενη άμμο, η μικρή επέπλεε λίγο πιο κει σαν να την είχε πάρει ο ύπνος, την τράβηξα απαλά κοντό κυματάκι και την έφερα κοντά μου, το δέρμα της που μ'άγγιξε δε διέφερε απ'το νερό και την άμμο και την ανεμοπνοή και τις πευκοβελόνες όλα ένα, όλα ψήγματα Χαλκιδικής, ήξερα πως είχα ξεμείνει από χρόνο, ήξερα πως ο φρουρός ερχόταν να με σύρει πίσω στο κελί, αλλά ήμουν τόσο απελπισμένος που έκανα πως ήμουν ταξιδιώτης μ'ένα σκάφος που πορευόταν κάπου πέρα από τις ώρες και τις μέρες, φεύ για φαντασιόπληκτος. Η μικρή είχε μια εντυπωσιακή αντοχή μες στο νερό ακόμα και το χειμώνα, εγώ μελάνιαζα γρήγορα στ'ακροδάχτυλα, αυτή ζεστή και πάντα αυγουστιάτικη, την κράτησα εκεί, πανάλαφρη χάρη στον Αρχιμήδη, το κεφάλι της στον ώμο μου, ανέπνεε ήρεμα στ'αυτί μου, ήταν ύποπτα ήσυχη, Τι κάνεις ρε;, καμία απάντηση, έκανα να την σπρώξω λίγο πέρα και το κεφάλι μου σα να είχε πιαστεί κάπου, ψηλάφησα πίσω μου, είχε πλέξει τα μαλλιά μου με τα μαλλιά της, βρεγμένα και αλατωμένα όπως ήταν, ένα δίχρωμο τριχωτό τσουρέκι, το μήνυμα ήταν σαφές, εγώ όμως ήμουν πολύ απασχολημένος με την παράξενη εκείνη αίσθηση, πώς κατάφερνε να είναι και να μην είναι, ημιαόρατη σαν μέδουσα στα μεγάλα βάθη, πώς σχεδόν δεν υπήρχε γύρω μου τίποτε άλλο παρά η φιλόξενη θάλασσα, και μέσα σ'εκείνο το πέπλο της αρμύρας, με τον φρουρό να βαράει τις μπότες του  σε κάθε βήμα, ο χρόνος ξεπηδούσε από άπατο κουβά και πλημμυρίσαμε, οδήγησα Στρατόνι Σταυρό σαν τρελός ενώ αυτή μου έκλεινε τα μάτια στις στροφές, χτύπησε το κεφάλι της στην επικλινή στέγη ενώ μ'έπαιρνε ολόγυμνο με λύσσα με τα χέρια σφιχτά γύρω απ'το λαιμό μου, έχυσα σε ακριβώς δεκαοχτώ δευτερόλεπτα, Κι αν γκαστρωθείς; -Δε θα το μάθεις ποτέ. Το άλλο πρωί ξύπνησα μόνος δίπλα στη μισοδιαβασμένη Καρδιά του Σκότους.

-Πρωτοχρονιά στο πανάκριβο δωμάτιό μου στο Όσλο στην Χόλμπεργσπλαςς, το τραμ περνούσε κάθε τόσο και έτριζαν τα πάντα, από το γυρτό παράθυρο φαινόταν μόνο η ουράνια μαυρίλα. Ίσα που χωρούσε ένα διπλό κρεβάτι και ένα γραφειάκι, και επάνω στο κρεβάτι οκλαδόν εγώ και ο φίλος μου ο Μ., πίναμε εναλλάξ φραουλόγαλα και φτηνή σαμπάνια, είχαμε περάσει όλη τη μέρα περιπλανώμενοι στο μικρό χιονάκι και είχαμε ξυλιάσει στο πάρκο του Βίγκελαντ. Geh'n wir! -Hä? -Auf den Platz runter. -Warum denn bloß nicht? και βγήκαμε πάλι, και πήγαμε εκεί στην ανοιχτωσιά που ήταν μαζεμένος κόσμος καλοντυμένος με τα μπουκάλια κρυμμένα σε χαρτοσακούλες, και έφυγε ο χρόνος και σαν να εξαφανίστηκαν όλοι εκτός από εμάς, και εκεί μπροστά στο παλάτι τελείωσα το φραουλόγαλα και τελείωσε τη σαμπάνια, Ach du fucking Milchbart, μου είπε τρυφερά και μου σκούπισε το μουστάκι, και μετά άρχισε να μου λέει πού θα λιαζόμασταν το καλοκαίρι.

-στη μνήμη μου η πραγματικότητα είναι εκεί για να με φροντίζει, να μ'έχει ευχαριστημένο, να με πληγώνει, να με απελπίζει, είναι εκεί επειδή είμαι εγώ εκεί, στη μνήμη μου όλα υπάρχουν για να αφήνουν κάποιο σημάδι στο λεπτό κοκκινοτρίχικο πετσί μου, όταν σκαλίζω μες στο κεφάλι μου δε μπορώ να βρω τίποτα που απλά μου συνέβη χωρίς να με τσαλακώσει, δεν είμαι εγωπαθής, είναι ο μηχανισμός που με εκθέτει έτσι, το πώς λειτουργεί ο αστείος κοινός νους, έχω άλλοτε ισχυριστεί πως έχω ασθενική μνήμη, ψέμα, θυμάμαι αποσπασματικά, αλλά θυμάμαι όλες τις σκηνές που με τσαλάκωσαν με κάθε λεπτομέρεια, θυμάμαι τι μάρκα ήταν το φραουλόγαλα, θυμάμαι τι χρώμα ήταν το καπάκι του τάπερ με τα σταφύλια, θυμάμαι τι σαπούνι μας έπλυνε μετά από εκείνο το κολύμπι, θυμάμαι πολύ καλά τις λέξεις και τις μυρωδιές και τις εκφράσεις, κι ας πάνε πέντε δέκα δεκαπέντε χρόνια, το παρελθόν συμπυκνώνεται και γίνεται σαν κεντρί από πάγο και όταν με καρφώνει λιώνει και δεν αφήνει ίχνος, δεν είμαι ποτέ μόνος, δεν είμαι ποτέ μόνος

έκανα πολύ δρόμο ως εδώ και τώρα στέκομαι να πάρω μια ανάσα
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα όμως
δεν είμαι μόνος
οπότε κάτι θα καταφέρουμε.

Χυλόπιτα

Ξεντύνομαι βιαστικά για να ξεφύγω όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τη μπόχα του αποδυτηρίου. Ο φωριαμός μου είναι δίπλα στο παράθυρο, στη μια γωνία, δίπλα στου Γκ., του άλλου Γερμανού του τμήματος. Αλλάζω με τη μούρη στο ανοιχτό παράθυρο. Βγάζω το παπούτσι της δουλειάς και χώνω το πόδι κατευθείαν στο πολιτικό παπούτσι προσέχοντας επισταμένα να μην ακουμπήσω το πάτωμα (the floor is lava). Έχω πετάξει τα λερά πράσινα στη μαύρη σκουπιδοσακούλα. Ψαχουλεύω στα υπάρχοντά μου, η ζώνη έχει μπλεχτεί με το κασκώλ. Ξαφνικά κάτι με ακουμπάει στη νεφραμιά. Τινάζομαι. Είναι η Μέη, μια ανειδίκευτη υφιστάμενή μου, με κότσο ανανά στην κορυφή του κεφαλιού. Στέκεται δίπλα έχοντας βγάλει μόνο το πάνω μέρος της στολής, το οποίο κρατάει ακόμα στο ένα χέρι. Κοιτάζω τριγύρω να δω αν με περπατούσε καμιά κατσαρίδα.
-Was zum Geier... hvad fanden?
-Jeg ville bare mærke din tatovering.
-Nej, hvad fanden?
Απλώνει το χέρι της πάλι, τραβιέμαι και ακουμπάω κατά λάθος το δηλητηριώδες καλοριφέρ με το κατωμπούτι μου. Με κοιτάζει πίσω από τα φω γυαλιά οράσεως και σουφρώνει το μικρό της στόμα.
-Kom nu jo, jeg ved du er interesseret.
-Passer ikke.
-Undskyld, F., jeg må have misforstået.
-Verdammt richtig, du har misforstået. Du må ikke røre ved mig.
-Jeg vidste ikke, du var sådan hysterisk.

Τραβιέται προς τη μεριά της δίπλα στην πόρτα, είναι φανερά προσβεβλημένη. Η Μέη έχει περίσσευμα αυτοπεποίθησης, ένα παιδί εφηβικό ατύχημα, έναν γκόμενο ψυχίατρο και οδηγάει ένα υβριδικό συχτιράκι. Της αρέσει πολύ να ακούει την ίδια της, έχει τελειοποιήσει τη στομφώδη ρητορική, είναι γυμνασμένη και προσέχει τη διατροφή της, μου είναι αντιπαθής.

Ξεμπερδεύω την αναθεματισμένη ζώνη από το αναθεματισμένο κασκώλ και ολοκληρώνω την αποστολή, φοράω το σκούφο και το κράνος, αλιεύω τα κλειδιά του ποδηλάτου από την εσωτσέπη του μπουφάν και φεύγω χωρίς άλλη κουβέντα. Οι γαστροκνήμιοι είναι πιασμένοι απ'το σκοινάκι και πονάνε ενώ κατεβαίνω τις αρχαίες σκάλες για να βγω από την πίσω πόρτα των τακτικών της οφθαλμολογικής. Δέκα χρόνια πριν θα είχα δεχτεί την πρόταση, και θα την είχα αφήσει να εξετάσει το τατουάζ, και εν τέλει και τα υπόλοιπα μέρη του σώματος που μίσησα ενδελεχώς και με μεγάλη προσήλωση. Τώρα η σκέψη με απωθεί. Δε βλέπω πια το νόημα να με σπρώχνω σε καταστάσεις και ανθρώπους που δε θέλω, για να μάθω το μάθημά μου (ποιο μάθημα;). Εκτίμησα τα στραβά μπούτια και τα ξερακιανά γόνατα και τη σπανή κοιλιά και τον κακοποιημένο λαιμό και τα μάλλον κομψά χέρια και τις αλλήθωρες μικροσκοπικές βυζορώγες, χώνεψα πως μια ζωή θα αιωρούμαι ανάμεσα σε γλώσσες και προφορές, αποδέχτηκα τη σαθρότητά μου, δε θέλω να σπάσω τη μύτη του καταστροφικού, σαδομαζοχιστικού τρελαμένου που εμφανιζόταν στις πέντε το πρωί στον σταγμένο καθρέφτη κάποιου άγνωστου μπάνιου. Εκείνο το επίμονο σύννεφο βίας που ήταν δεν ήταν άλλο από τη δική μου, ιδιαίτερη, προσωπική αντιπάθεια νεφελοποιημένη, διαλύθηκε με τον καιρό, και με άφησε εκτεθειμένο. Αντί να με πετάω σαν πατσαβούρι σε μια μόνιμη κατάσταση αμυντικής επίθεσης, βούλιαξα, όχι χωρίς αντίσταση, στο ιαματικό λουτρό του ἐνδιδόναι. Όχι άλλη αυτοτιμωρία, άλλοι την αξίζουν πιο πολύ. Να, όπως για παράδειγμα η φαντασμένη η Μέη, που νόμισε πως θα της καθόμουν.

Αν ήταν το πουλί βιολί

Τα παράθυρα έπιασαν μαύρη μούχλα με γουνάκι στα ενώματα από την υγρασία. Ο γέρος γείτονας με βλέπει με το σώβρακο οκλαδόν στο περβάζι να καθαρίζω τη μάκα. Τσουγκρανίζει τα φύλλα από την αυλίτσα. Έχω ανακατέψει διαφόρων ειδών απολυμαντικά για μέγιστη απόδοση, μαστουρώνω από τις αναθυμιάσεις όπως η τυπική σαρανταπεντάρα τα μεσημέρια των Σαββάτων που έρχεται στα ΤΕΠ με δύσπνοια φορώντας ακόμα τη στολή της καθαριότητας. Τα νύχια μου ξεκολλάνε από τις κοίτες τους και λίγο αίμα γλείφει τα αυλάκια. Η χειραπολύμανση εκατό φορές στη βάρδια με δοκιμάζει. Ένας κουρεμένος σιτεμένος Άη Βασίλης μέσα στη γυάλινη σφαίρα με το ζουμί και το ψεύτικο χιόνι ταχτοποιεί το μικροσκοπικό του σπίτι. 

Έξω γαμιέται ο κόσμος. Κάθε φορά που πιάνω δουλειά περιμένει μια άλλη φάτσα κι ένα άλλο όνομα με πολυαρθρίτιδα ή παθολογικό κάταγμα ή πυελονεφρίτιδα ή πνευμονία ή ανακοπή ή ό,τι άλλο εφευρετικό από το τεφτέρι του Θεού. Η νέγρα έκλεισε τα τριάντα στην κλινική, καραφλιάζοντας από τις ανοσοθεραπείες, μέρα παρά μέρα στην αιμοκάθαρση, τριπλή από το πρήξιμο, η φίστουλα να σιγοαιμορραγεί μονίμως, ο Δανός δερματολόγος σύζυγος που την έκανε ιμπόρτο από την Ακτή Ελεφαντοστού ανησυχούσε αν θα ξανάβρισκε τη σέξυ σιλουέτα της, και πώς δεν είχε χρόνο για να του αρρωσταίνει τώρα η γυναίκα, και πώς δεν έδειχνε το δέον μητρικό ενδιαφέρον για τη δίχρονη κόρη τους, δηλαδή οι προτεραιότητες του κωλανθρώπου, αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι και κατακυριεύσατε και χέσατε παντούθε και φάγατε τα σκατά σας, η νέγρα το'καψε έλεγε μαλακίες μέρα νύχτα, δεν έκλεινε μάτι και καθάριζε τις γωνίες του θαλάμου με χαρτοπετσέτες, οι ψυχίατροι έλεγαν παροδική ψύχωση του λύκου ή ντελίριο, εγώ λέω Η ΑΛΗΘΕΙΑ, ΕΙΔΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, όλη εκείνη η δηλητηριώδης δίνη της άνοιξε τα μάτια, ποιος ν'ακούσει, κι εμένα για τρελό μ'έχουν, ο Χ. Κ. όταν με πετυχαίνει στο διάδρομο με ρωτάει πάντα με οίκτο αν όλα είναι καλά, και προσπαθεί να με διαβεβαιώσει πως τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα, του χαμογελώ πίσω από τη μάσκα και δεν του απαντώ, μόνο κουνάω το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Εβδομήντα δύο ώρες στην αλέστρα και όταν τελειώνει η εφημερία έχω κάνει μια τρύπα στο νερό, έναν κόβεις δέκα φυτρώνουν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας η ανθρωπότητα. Κάθε φορά που τραβάω κάποιον πέντε πόντους πέρα απ'τη μέγγενη των νεκρών πλημμυρίζω ενοχές και μ'απεχθάνομαι σα να αναδύθηκα από το κατακάθι του οχετού, τι σόι προδότης, κουνώ το κεφάλι αποδοκιμαστικά ενώ τρίβω τα λάστιχα γύρω απ'τα τζάμια. Το κάνω για το νοίκι και γιατί μ'αρέσει το καλό κρασί, το κάνω γιατί δεν έχω τ'αρχίδια να κρεμαστώ, δεν το κάνω για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο θάνατος είναι ίαση. Η καταστροφή είναι που τον καθυστερώ. Εκατόν πενήντα χιλιάδες θάνατοι τη μέρα, τριακόσες ογδόντα πέντε χιλιάδες γεννήσεις τη μέρα, γαμιέται ο κόσμος, το δουλεύει το πουλί, πάτα κιούτα πατσάδες στους κωλοπατσάδες, κάποιος έχυσε και ξαφνικά γίνεται θαύμα, και δίνουν ο ένας στον άλλον συγχαρητήρια που μένουνε πιστοί στο σκοπό και γαμήσανε κι αυτοί τον κόσμο, ένα χύσιμο πιο κοντά στη διάλυση, μια νέα ευλογία πιο κοντά στην κόλαση. Φτάνει ρε, χύστε και λίγο έξω, γαμήστε και κάνα κώλο.