© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

La reina Ester

Το παιδί της καθαριότητας είναι ένα αδύνατο κλαδί
κάθε πρωί με βρίσκει στην κλινική την ώρα που αδειάζει τα σκουπίδια
και μου λέει κοιτώντας χαμηλά
God morgen, Herre.

Μέσα στην κούπα του τσαγιού είναι πάντα νύχτα
η κάπνα που βγαίνει απ'τα φουγάρα είναι γάλα και αφρός
κάθε φορά του απαντώ σπαστά
Dav, dreng.

--

Στις έντεκα το κατακάθι έχει πήξει
από το κατράμι αναδύεται η καστανή εκδοχή του μαρτυρίου
με πρόσωπο ταλαίπωρο, μαλλιά πιασμένα κότσο
και με το πανανθρώπινό της σώμα παλιό όσο ο κόσμος
γελάει και κοροϊδεύει Shir lashir...

και όσο με πλησιάζει σοβαρεύει ως τα χείλη της να αγγίξουν το αυτί μου
ναι, άκουσα καλά
Θέλω μέσα μου το ζεστό καυλί σου.
Πολλοί θα πλήρωναν για τέτοια ιπτάμενα λόγια κι εγώ που με λένε τυχερό
τ'ακούω με μόνο τίμημα το φέσι της περιαγωγής.

--

Skov

Το ποδήλατο μου πέφτει μικρό. Ο κώλος μου ακουμπάει στο καλάθι μέσα στο οποίο έχω φορτώσει δυο μηλοχυμούς και μια σκουπιδοσακούλα που θα πάει βόλτα τρία χιλιόμετρα κόντρα στον πουνέντε. Είναι το φωτεινό παράθυρο της μέρας, οι δυο ώρες που δε βρέχει. Πριν αρχίσουν οι λόφοι να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, υπάρχει μια πλατεία με ένα ξύλινο τραπέζι εκδρομής και έναν κάδο. Εκεί πετάω τα σκουπίδια της βδομάδας γιατί η σπιτονυκοιρά δε θέλει να πληρώσει τα εφτά ψιλά το χρόνο τέλη της σκουπιδιάρας. Η άμμος καταρρέει στις άκρες της ασφάλτου, ο δρόμος υποχωρεί, στο τέρμα της κατηφόρας βρίσκεται η ακτή, το αρμυρό πλατώ, τα μπητς μπάγκυ, οι ταμπέλες για το γουίντσέρφ, οι πατημασιές των επισκεπτών, η γλίτσα, τα σκουλήκια, τα πανάκριβα σκυλιά και οι φτηνοί τους αφέντες, όλα θολά από το σπρέη του αλατιού. Γύρω αντηχεί στους λόφους και τα βαφτισμένα σπίτια το γουργουρητό του σχεδόν Ατλαντικού, και εκεί, στην κωλοτρυπίδα του νησιού στέκομαι εγώ, με το ένα πόδι στο πετάλι και το άλλο καταγής, κατακτητής του κόσμου.

-

Στα γόνατα με το κεφάλι κάτω, στη θέση μου κάτω από τις νοσοκόμες, ελέγχω τις CRP και τις αιμοσφαιρίνες, ενώ ταυτόχρονα κρυφοκοιτώ τις λευκοντυμένες γάμπες που κουράζονται γράφοντας άσκοπες διαδρομές. Οι κομψές αυτές γάμπες ανεβάζουν τη ματιά σε μπούτια που ενώνονται σε περίνεα που έχουν τσιτωθεί, εξιδρώσει και σκιστεί μια και δυο και τρεις και πιο πολλές φορές για να γεννήσουν παιδιά της χρηστής φυλής. Το τέταρτο παιδί του διευθυντή της ενδοκρινολογικής είναι καθυστερημένο. Δεν ήταν οιωνός, ήταν στραβοκοντυλιά, ε και; Τώρα η γυναίκα του είναι γκαστρωμένη έκτη φορά. Οι άντρες εδώ χύνουν πάντα μέσα, τι λέει γι'αυτό ο λουθηρανισμός σου; Τι λέει η μια και η άλλη πλυμένη θρησκεία του βορρά; Εγώ διαφωνώ, αλλά ορίστε το αστείο, είμαι σταγόνα γκέττο στο νερό του ενυδρείου με τα (γ)κόυ. Οι ζωές τους φέγγουν για λίγο και ασθενικά, τα μουνιά ξηλώνονται, τα ζουμιά σκουπίζονται σα να μην έτρεξαν ποτέ και έτσι κλείνει ο κύκλος.

-

Το δάσος έχει παραλύσει. Τα σύννεφα τρέχουν, κάτω εδώ στα χαμηλά δεν πνέει ούτε φιλί. Με σκεπάζει η κουβέρτα του πλανήτη, το μάγουλό μου ζουλιέται στα σάπια φύλλα, οι μύξες έχουν παγώσει στο μουστάκι. Το ποδήλατο με περιμένει δίπλα στο δρόμο. Ετοιμάζομαι να κοιμηθώ δυο ώρες με τα πόδια από εκεί, άγνωστος και κρυφός στο δάσος με την άμμο για στρωμάτσα, γιος μιας Σάρρας που έσβησε μόνη στην έρημο Νεγκέβ πριν βρει την άκρη της κλωστής. Είπα πολλές φορές πράγματα που τώρα παίρνω πίσω. Όμως υπήρξαν και στιγμές επιθανάτιας ειλικρίνειας για τις οποίες δε δικαιούμαι να αναθεωρήσω. Η επιστροφή είναι μια μυστήρια κατηφόρα, γεμάτη λαγότρυπες που καραδοκούν να σου καταπιούν τους αστραγάλους. Στο τέλος θα βρεις το παλιό παρατηρητήριο και τις τέσσερεις ταμπέλες, στο τέλος θα βρεις και τη στάχτη του Ισραήλ.

-

Ξαπλώνω στο παράξενο κρεβάτι και ξαπλώνω στη σοφίτα του κτιρίου της Χόλμπεργκσπλαςς, σβήνω το φως και σβήνει μια μακρά εγκόσμια ιστορία. Τα τζάμια τρόμαζαν από το τραμ κάθε είκοσι λεπτά. Ανάμεσά μας ζεσταινόταν εκείνος ο χρυσός σταυρός σου, η αληθινή θρησκεία, η πίστη της σαρκός.

-

ἅλς



-Μωρίς - είμαι ηλίθιος.
-Μείνε ηλίθιος, είπε ο Μωρίς και τον μετέφερε πάνω, τον έγδυσε και τον έβαλε στο κρεβάτι.


Forster

καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς..., καὶ διεχώρισεν...

Το ανεμούριο του καμπαναριού δείχνει πού θα πάμε όταν μας θερίσει ο Θεός (κάτω). Τις άπνοες μέρες βρέχει. Από την πόλη απέναντι δεν ξεχωρίζει τίποτα παρά η λάμπα του ψηλού φουγάρου, το φως της βιομηχανίας, το θαύμα της ανάπτυξης. Ο ύποπτος ατμός του σβήνει στην αρμυρή αχλή και λέμε ο αέρας είναι τόσο καθαρός, απάτη και αυταπάτη. Η θάλασσα στο στενό είναι το πλύμα της βρωμιάς όλου του κόσμου, πρόσεξε τις γωνίες στις προβλήτες και τα χέρια σου απ'τους κάβους. Η άμμος στα στεγνά είναι ξανθωπή, αλλά δε με γελάει, είναι το ψέμα της λασπουριάς την ώρα που τραβιούνται τα νερά.

Οι σκούρες ώρες λιγοστεύουν. Στον πάτο του πηγαδιού η μέρα με τυφλώνει: δεν έχει άλλη κατρακύλα. Ο αέρας είναι τόσο καθαρός, τι μαλακίες. Ο αέρας μας σκοτώνει. Ένα ένα τα έργα της γενέσεως προχωρούν και πίσω μένει μούργα. 

Ρίχνω βραστό νερό στην κούπα. Τα κλαδάκια του τσαγιού έχουν ταριχευτεί, δε δίνουν άλλο. Η σακούλα που έχει μέσα τις πράσινες πατάτες θροΐζει, ένα μικρό καφετί ποντίκι κάνει ανασκαφή. Θέλω να καπνίσω μια βδομάδα τώρα. Μια βδομάδα τώρα! Σε μια βδομάδα χτίστηκε ολόκληρος κόσμος δυστυχίας από τα θεμέλια ως την κορφή...

/

Ορισμένα σφάλματα δεν παλιώνουνε ποτέ: το μουστάκι μου στα γένεια, η γλώσσα σου στα χείλη, εκείνα τα αλησμόνητα μάτια του βαρισκίτη. Άφησα την πρώτη μου γυναίκα και όσες με βρήκαν έπειτα απ'αυτή, χαμογελώ, θα περιαυτολογήσω, ήταν αρκετές. Άφησα δυο πατρίδες και ανάθεμά με αν ήξερες, πώς το ν'αφήνεις σε σκίζει και σε ξαναγεννά.

Οι άγκυρες μαϊνάρονται ήσυχα, τα λιμάνια πιάνονται χωρίς πολλά πολλά. Το φυλαγμένο στένωμα και οι ήμεροι καιροί κάνουν τη γκρίνια ακριβή, το κλίμα δε σηκώνει τσιριμόνιες, παρά το γκέμι και το βήμα, απετάλωτα στις πέτρες με τα βρύα, κλιπ, κλωπ, κλιπ, κλωπ, και τις στάλες της βροχής που στραγγίζουν από το κεφάλι στα μανίκια, πλιπ, πλωπ, πλιπ, πλωπ. Οι μέρες μπαινοβγαίνουν ομαλά, και η ζωή χάνεται σαν ατμομηχανή σε ράγες που μακραίνουν.

/

Για να σε ξαναμυρίσω σπρώξε τη μούρη μου στο χώμα
και δοκίμασε να πεις: Θυμάσαι μήπως; Η γη είναι χωρισμός.
Η γη είναι οι θάνατοι, η θάλασσα οι γέννες
και στις ακτές στεκόμαστε λιγνοί σκυφτοί και προδωμένοι
ζητώντας ρέστα απ'το Θεό.

Ήμουν άπιστος, θα απαντήσω,
αλλά όχι πια.

/



the dust, the spray of the salt
the fog, the mist, the sand

the foam, the fish, the weeds
the pebbles on the shore

the clouds, the fleeting sun
the feet, the shoes, the stead

oh I know you'll make me sad
but I don't mind at all