Στο θάλαμο απέναντι απ'τη στάση κάποιοι που τσουλήσαν απ'τη ΜΕΘ κοιμούνται προς το τέλος
έχω βγαλμένα τα σαμπώ με τον ξυλόπατο κι οι κάλτσες πατάνε πάνω στο πετσί
στα δεξιά μου η λίμα ακούγεται σα να πριονίζει κι οι τρίχες στέκουν κάγκελο
-Δε θα μείνει νύχι στην κλινική να βρίσκει την αρχή
-Είναι μανικιούρ γιατρέ
ένας αδέσποτος καφές πήζει πάνω στα παραπεμπτικά
έχω ισορροπήσει ακριβώς ανάμεσα στο να μπρουμυτίσω και να πέσω ανάσκελος
δίπλα στο τηλέφωνο είναι τα χαρτιά για κείνους που δε θα χωρέσουν στο πρωί
κι οι δικοί μου οι παλμοί λιγοστεύουν
και της νοσοκόμας δίπλα
μέσα σ'αυτό το ξόδεμα
θα μπορούσανε οι κάλτσες να πατάνε πάνω στα χαρτιά
κι ο καφές να πήζει κάτω απ'τη μπλούζα κι η λίμα να πριονίζει δόντια
και να πεθαίνουμε εμείς κι οι άλλοι να φυλλομετράνε
δεν έχει διαφορά
/
θα θυμηθώ ξανά τα λόγια των δεκαεφτά χρονών και θα ευχαριστηθώ πού ήτανε λεπτά
ειπωμένα με φωνή χλωμή ατέλειωτου χειμώνα
θα δω το ξυρισμένο κεφάλι του αδερφού μου κρεμασμένο ανάποδα εμπρός απ'το δικό μου
δεν είχα πιάσει τόσο νεογέννητα μαλλιά ξανά για χάδι κι αν ήξερα πόσο θα θύμωνε ο Θεός
α να μην τα'βλεπα ποτέ
μένουμε ζωντανοί για να σκεφτώ και να σκεφτεί τις Πολυνήσιες γυναίκες
να χώσουμε τα βρωμόχερα στα ολοκάθαρα κορμιά τους
δεν είναι παραστράτημα και δε θα σβηστεί ποτέ είναι επιβολή
δεν υπάρχει πιο λερή χαρά