© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Στη φόρα 7

Είμαστε στο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου στην Τορπέντοστράσε στο Φλένσμπουργκ, στους παλιούς στρατώνες. Έβαλα πενήντα χήνες μετρητά για να πάρει ο Μπέρτι το δάνειο από την Τάργκομπανκ και έχω δικά μου κλειδιά. Στο σαλόνι που βλέπει πίσω είναι στιβαγμένες οι πλάκες λινόλεουμ και λόφοι από κοπίδια και σκαρπέλα πάνω στο αρχαίο τραπέζι του τσαγιού από το μεταχειρισμενάδικο του ερυθρού σταυρού. Πιο πίσω είναι μερικά κουτιά με τα βιβλία μου που δε μπορεί να διαβάσει και περιμένουμε να δούμε πού θα τα στείλουμε. Στη μικρή ελεύθερη γωνία του τραπεζιού κάθεται το τασάκι νούμερο ένα, αυτό που κυκλοφορεί σε όλα τα δωμάτια εξόν από το υπνοδωμάτιο. Στο ντουβάρι η πινακίδα Μισελέν και λίγες δαχτυλιές. Αλλά αυτά δεν έχουν πολλή σημασία. Για το υπνοδωμάτιο θέλω να γράψω επειδή μ'αρέσει να κοιμάμαι εκεί, το δυτικό υπνοδωμάτιο με το κρεβάτι με το ανένδωτο στρώμα που ο Μπέρτι δεν ομολογεί αλλά υποψιάζομαι πως αγόρασε για να μην του τα πρήζω με τη χαλασμένη μέση μου, θέλω να γράψω για το τετράγωνο παράθυρο που φέρνει μέσα κάτι από Καντάβρια και όχι κάτι από Σλεσβιχ - Χόλστειν, και για αυτά που πηγαινοέρχονται μέσα στο κεφάλι μου με εντυπωσιακή επιμονή. Όποτε κοιμάμαι σ'εκείνο το δωμάτιο ο κόσμος κινείται αργά λες και όλο το σκηνικό είναι από κρύα μελάσα και ό,τι με κυνηγάει είναι ξαφνικά πολύ μακρυά για να μ'απασχολήσει. Το πρωί όταν ο καιρός είναι καλός μυρίζω ή φαντάζομαι πως μυρίζω τις τάρτες εγγλέζικης τεχνοτροπίας που φτιάχνουν στο ξενοδοχείο απέναντι και ξυπνάω με σμέουρα πίσω απ'τα μάτια και η ψιλή υγρασία της αυγής ραίνει τα πάντα σαν την άχνη στις τάρτες του Ντας Τζέημς. Ο Μπέρτι αγαπάει τα κομοδίνα όσο εγώ τα μισώ, είναι έτσι παραδοσιακός σ'αυτό το θέμα, θέλει να έχει μια βίβλο και τις καπότες και τα σώβρακα στο συρτάρι και να έχει πορτατήφ και το τασάκι νούμερο δύο, αυτό που μένει πάντα στο υπνοδωμάτιο, που είναι μια κινέζικη κούπα με καπάκι για λόγους υγιεινής, εγώ χτυπάω συνέχεια το χέρι στη γωνία και όταν πάω να βρω τα γυαλιά μου μόλις ξυπνήσω μια στις δυο τα ρίχνω κάτω γιατί δε μπορώ να θυμηθώ πόσο μακρυά είναι το αναθεματισμένο κομοδίνο, τελοσπάντων έχει δυο γυαλιστερά κομοδίνα εκατέρωθεν του κρεβατιού, το δεξιό προς το παράθυρο είναι το δικό του με τη βίβλο και όλα τα συμπαρομαρτούντα, το αριστερό προς την πόρτα είναι το κομοδίνο, der Nachtschrank, είναι εκεί χάριν συμμετρίας, είναι για την εκάστοτε γκόμενα, και ανά περιόδους εμφανίζονται δαντελέ σωβρακάκια και σουτιέδες που έπειτα πάλι εξαφανίζονται χωρίς να αφήσουν άλλο ίχνος, αλλά στην πραγματικότητα ο αληθινός σκοπός του κομοδίνου είναι να περιέχει τα Ζάναξ μέσα στο τσαλακωμένο κουτί που γράφει το όνομά μου, ένα κομματάκι μπλίστερ Ρυθμονόρμ ελληνικής παραγωγής, και ένα πακέτο από τον στάνταρ καπνό μου (Κορνέλλ και Ντίελ, Φθινοπωρινό Απόγευμα, γιατί είμαι και ποιητής με ευαισθησίες) που κάνει το συρτάρι να μυρίζει σαν κάβα, και φαντάζομαι ενίοτε και τα σωβρακάκια και τους σουτιέδες. Είναι μισοάδειο και τα περιεχόμενα χορεύουν πέρα δώθε όταν το ανοίγω, και ταυτόχρονα βγαίνει και η μυρωδιά, και πάντα αν το ανοίξω μες στη νύχτα ο Μπέρτι μουρμουρίζει Is all up Stee? ή κάποιες φορές Alles OK? και πριν απαντήσω ροχαλίζει πάλι.

Χαζεύω έργα Σκανδιναβών ζωγράφων που δείχνουν γυναίκες κοντά σε παράθυρα και ο κριτικός που τα παρουσιάζει στην ακριβή έκδοση με τις ιλλουστρασιόν σελίδες λέει κανείς δεν απέδωσε ποτέ το φως που έρχεται από το παράθυρο όπως οι Σκανδιναβοί, και ξεφυλλίζω, οι ζωγράφοι του Σκέην, και ο Χάμερσχοϊ και ο Χόλσοε και όλοι αυτοί που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έζησαν εδώ στην ευρύτερη περιοχή, σ'αυτόν τον μικρό κόσμο που με κάνει τόσο κτητικό, στον κόσμο που γνώρισα τα πρώτα χρόνια ως παιδί σε μια απέραντη σκονισμένη ηρεμία και έσβησε προς μια μόνιμη χειμωνιάτικη λιακάδα που λούζει ένα δωμάτιο και τις κλασσικές αιωνόβιες σανίδες που τρίζουν από μόνες τους, και όλες οι ζωγραφιές με πάνε πίσω στο νησί, στο Βυκ, στη Γκμέλινστράσσε, στο δωμάτιό μου, στη μυρωδιά που έχουν οι ακριβές ξυλομπογιές γιατί ο πατέρας δεν έκανε τσιγκουνιές, και μετά με φέρνουν εδώ, στο τετράγωνο υπνοδωμάτιο στην Τορπέντοστράσσε, και άλλοτε στέκομαι ακουμπισμένος στην κάσα της πόρτας, άλλοτε κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, άλλοτε είμαι γονατιστός στο ανένδοτο στρώμα, και βλέπω τη σκηνή που τόσο τίμησαν οι ζωγράφοι του Σκέην, την παρηγοριά της ήσυχης φιγούρας δίπλα στο παράθυρο, το φως που κυλάει απαλά και γλυκαίνει τις μετέωρες αλήθειες και τα μετέωρα ψέματα, και γινόμαστε αθάνατοι σε κορνίζα.

Στο ψυγείο κάνουν παρέλαση ένα τσούρμο κουτάκια Κάρλσμπεργκ από τα ντιούτυ φρη, από εκείνα τα χωρίς παντ, δηλαδή που δε μπορείς να τα βάλεις στο μηχάνημα με την τρύπα και να πάρεις λεφτά, αλλά πρέπει να τα ρίξεις κατευθείαν στην ανακύκλωση, Πάλι αυτό το κάτουρο θα πίνουμε; -Έχω Ντιτμάρσερ Μποκ μαζί με τα ζαρζαβατικά μωρή ντράμα κουήν, και όντως στο συρτάρι με το άησμπεργκ και τις κόκκινες πιπεριές και το ένα λεμόνι με την μυκητοαποικία στη γωνία ξαπλώνουν τρεις Μάιμποκ. Πού έβαλα τα κλειδιά μου; Όχι, γάμα το, έλα να μου την ανοίξεις με το δόντι. -Du mich auch, Mistkerl. Όταν ο φίλος μου ήταν στο Ντάλουμ και ξεκόλλησε η θήκη και έμεινε ξεδοντιάρης πήγε επειγόντως στον πρώτο διαθέσιμο οδοντίατρο της περιοχής, του είπα να τους ζητήσει να του φτιάξουν καινούρια, αλλά αυτοί είπαν, όχι, δεν αξίζει τον κόπο, θα στην ξανακολλήσουμε και θα ζήσει άλλα δέκα χρόνια. Ήταν μέσα στο καλοκαίρι, δεν έχουν περάσει ούτε δυο μήνες, και την περασμένη βδομάδα που τρώγαμε επίσημο πρωινό, δάγκωσε μια λεπτή φέτα σικαλόψωμο και έβαλε το χέρι στο στόμα σαν σοκαρισμένο κοριτσάκι, Τι έγινε; -Εσύ τι λες; Και μου έσκασε ένα θυμωμένο ξεδοντιάρικο χαμόγελο και δεν έβρισκε το κομμάτι που είχε φύγει μέσα στη μπουκιά, Το κατάπιες; Αλλά τελικά ήταν κάπου εκεί μαζί με το ψωμί και το βούτυρο. Του κοστίζει, του χαλάει τη μόστρα, και όλο πάλι αυτοαποκαλείται Suchti trailer trash και Gammler και fucking filthy bum, το κοντινότερο ραντεβού ήταν στις 23 Σεπτέμβρη για να του πάρουν τα μέτρα και 10 Οκτώβρη για να κάνουν την εγκατάσταση του καινούριου πολυμερούς και έτσι πρέπει να ανεχτεί τον ίδιο του για πάνω από ένα μήνα και το χαμόγελό είναι αλλαγμένο γιατί αρνείται να συνηθίσει στην ιδέα της ασχήμιας του και τα οδοντικά του σύμφωνα και το σίγμα είναι ξαφνικά προβληματικά, και απ'όλα εμένα αυτό με ενοχλεί που όταν καπνίζει ακούγεται αλλιώς και ώρες ώρες όταν ξεχνιέται και δεν κάνει την επιπλέον προσπάθεια για να αναπληρώνει για το δόντι που απουσιάζει μου θυμίζει σε λάητ εκδοχή τους παραγωγούς του τρίτου και τους καλλιτεχνιάρηδες που κοροϊδεύουμε όπως τον Ράσμους από τη Γκαλερί Ράσμους που όταν περνάμε απ'έξω ή βλέπουμε το βανάκι του κάνω τον γυναικωτό και λέω Γκαλεγί Γάθμουθ και το βρίσκουμε πολύ ψυχαγωγικό. 

Έχω κάνει μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα το τελευταίο δεκαπενθήμερο και τα χάρηκα ένα προς ένα, ακόμα και εκείνα στο μποτιλιάρισμα έξω από τον κόμβο στο Κόλινγκ που η ντίζα του γκαζιού σκάλωσε και ήμουνα με τρεισήμισι χιλιάδες στροφές στο ρελαντί και έπρεπε να κατέβω στη μέση του δρόμου για να την ξεσκαλώσω και ο φορτηγατζής από πίσω μου φώναξε από το παράθυρο Είσαι καλά; Θέλεις να σκοτωθείς; Όχι, δε θέλω να σκοτωθώ, για πρώτη φορά εναντιώνομαι σθεναρά στο θάνατο, μερικές φορές κάμπτεται για λίγο το ηθικό και σκέφτομαι δε θα'ταν άσχημα να πέσω σε ένα χαντάκι ψόφιος τώρα, αλλά αυτό είναι καινοφανές, όχι, δε θέλω να σκοτωθώ, θέλω απλά να ξεσκαλώσω τη ντίζα για να μην ανάψει η μηχανή. Η ψυχολόγος Σίσσι που με στείλανε από τη δουλειά είπε πως είμαι στο φάσμα και όλα αυτά τα χρόνια ήμουν κακοδιαγνωσμένος, και με ρώτησε: Πώς σε κάνει να νιώθεις, το να με ακούς να λέω πως είσαι στο φάσμα; Και εγώ γελούσα γιατί δεν ήξερα πώς έπρεπε να με κάνει να νιώθω, άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς, αλλά όταν έκατσα ήσυχος στην στρογγυλωπή πέτσινη πολυθρόνα και θυμήθηκα τα πάντα από τότε που θυμάμαι κατάλαβα πως η Σίσσι σα να είχε πιάσει κάποιο γρόμπο που δεν ήξερα καν πως είχα και τώρα πρέπει να πηγαίνω κάθε Πέμπτη για να μου τον ζουλάει και να με ρωτάει πώς με κάνει να νιώθω.

Στο Φυνσχόβεδ που ήμασταν το προηγούμενο Σάββατο κάποιοι πετούσαν ένα μπιζ μπιζ, ένα ντρόνε, και ξαπλώναμε στα χόρτα ψάχναμε πέτρες για να του ρίξουμε σαν άγριοι της φυλής. Τώρα που είμαι μόνος και κάνω το λογαριασμό μεταμορφώνομαι σε μπιζ μπιζ και βλέπω όλα τα ανθρωπάρια και τα ασήμαντα πάθη τους και τους ασήμαντους άθλους τους από ψηλά, μια παλλόμενη μάζα γεννημένη να υποφέρει, και τακ, τονκ, με πετυχαίνουνε οι πέτρες μας από το Φυνσχόβεδ στα ελικάκια και από τη μια στιγμή στην άλλη η διαύγεια αντικαθίσταται από τη δροσιά των χόρτων στην πλάτη και βρίσκομαι μαζί με όλους τους άλλους θαμμένος κάτω από ένα βουνό ασήμαντα πάθη και ασήμαντους άθλους, θνητός και πολύ συνηθισμένος, αλλά μες στο κεφάλι μου δε βλέπω άλλο παρά τη σκηνή των ζωγράφων του Σκέην, και η ανθρωπιάρα μάζα διαλύεται σαν κρέας σε σούπα από οξύ και το μόνο που μένει είναι κάτι αιώνιο και τόσο μοναδικό, προστατευμένο πίσω από το γυαλί του.

...



CFU



...γλώσσα που όλο τον κόσμο περπατεί
τςαι αντο λεβάντι στο πουνέντι πάει...

Τρίτος νόμος του Νεύτωνα

Μη μου λες πόσο μοναδικοί είμαστε εγώ εσύ αυτός και όλοι οι άλλοι το μόνο που μου λείπει είναι μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια να εδώ μπαμ σε περίμενα να μου πεις πού στην ευχή να πάω από δω και πέρα αντ'αυτού πήρα τ'αρχίδια μου με δεμένα μάτια, μου είπες Περπάτα και μέσα στο σκοτάδι και τη φασαρία άκουγα το ρυθμικό σου βήμα στο αφράτο δασοπάτωμα με τα φύλλα και τις λάσπες και τα βρύα 

οι μέρες είναι άσπρες πράσινες και μπλε κάθε πρωί ανεβαίνω από την κεντρική είσοδο πέρα από τη γαστρεντερολογική και πάνω και μόλις ανοίγει η συρόμενη τζαμόπορτα με χτυπάει κατακούτελα η μπόχα της κλινικής και τα κόκκαλά μου λιώνουν και κάθε πρωί κάτι απροσδιόριστο με σπρώχνει έτσι πουρέ να συνεχίσω ενημέρωση ανάληψη καθηκόντων γάντι μάσκα και ποδιά σήμερα το θέμα της ημέρας ήταν η Γροιλανδέζα δυο χρόνια μικρότερή μου που έχει έναν πήχη δυο δάχτυλα φαρδύ και εξαϋλώνεται σταδιακά δε μπορεί ούτε το κινητό της να σηκώσει πια καραφλή με μόνιμα τρομαγμένα μάτια και ο χοντρός της σύζυγος και κάπου παρά κεί κι ένα μικρό παιδί όπως συνήθως για να ολοκληρώνεται η σκηνή του δράματος μη συννεφιάζουμε και τζάμπα

προχτές στην ουρά της εφημερίας με πήρε ο σφίχτης απ΄τη μονάδα που μια ασθενής μου κρεμάστηκε και πήγα και ήταν όντως κρεμασμένη από το τσουνί του οξυγόνου στο ντουβάρι και η μούρη ήταν τουμπανιασμένη και όλοι κοιτούσαν παγωμένοι ώσπου να πάρω την πολιτί ώσπου να'ρθουν να την ξεκρεμάσουμε παρέα ο ξανθός μπάτσος κι εγώ με τα κεφάλια μας ν'ακουμπάνε αυτός χωρίς γάντια εγώ με και μετά όταν ο τραυματιοφορέας έσυρε το πτώμα με τα ροδούλια στο νεκροθάλαμο παίχτηκε ένας φωνακλάδικος καυγάς εμπρός μου που η νοσοκόμα της μονάδας είχε αφήσει το πόστο της για δέκα λεπτά να προλάβει μπάγκελ με πουλί από το κυλικείο και τηλέφωνο στο διευθυντή του αναισθησιολογικού και τηλέφωνο στη διευθύντριά μου για να τα βρούνε μεταξύ τους να ξέρουνε και τι θα πούνε αν οι συγγενείς ψάξουν να ρωτήσουν τι και πώς έγραψα το πρώτο θανατόχαρτο με το ρίγκορ - λιβόρες, για την αιτία θανάτου δεν είχα δικαιοδοσία να μιλήσω, θα την έδινε ο ιατροδικαστής το επόμενο πρωί

η μούρη του κρεμασμένου είναι σαν παραβρασμένο λουκάνικο η γλώσσα γίνεται μπλαβί μπαλόνι και προέχει σαν κρετίνου τα μάτια καρβουνότρυπες

η μούρη του κρεμασμένου
η μούρη του κρεμασμένου
η μπόχα της κλινικής κάθε πρωί
ο πήχης δυο δάχτυλα φαρδύς
στολή στολή στολή

περνάω τρέχοντας απέναντι με τα βρώμικα υπό μάλης βρέχει και βρέχονται τα βυζιά μου είμαι με το πολιτικό παντελόνι και τα σαμπώ και μια μπλε μάσκα από τη ντάνα μπαίνω από την πίσω πόρτα της πνευμονολογικής κατεβαίνω τη στενή σκάλα πόρτα μικρό χωλ δεύτερη πόρτα κάρτα κωδικός και είμαι στο διάδρομο της ιματιοθήκης ρίχνω τα βρώμικα στο καρότσι και στρίβω στην ιματιοθήκη δύο εκεί συναντιέμαι με τον Άλμπερτ κατόπιν συνεννόησης παίρνει πράσινα παίρνω μπλε Τι μας κάνεις μόστρα που είσαι λεπτός; και μου ρίχνει μια τσιμπιά στο δεξιό λαγόνιο και του σηκώνω τη μπλούζα και του κάνω κλαστικό στοματοτρομπόνι περιομφαλικά τα ράφια με τα καθαρά σκοτώνουν την ακουστική και τα γέλια είναι πηχτά μες στην υπόγα το πρώτο φως της μέρας από τους φεγγίτες και τα φύλλα των θάμνων που πηγαίνουν πέρα δώθε απ'τη βροχή και τον αέρα μάτια τόσο τρυφερά καθρεφτίζονται στους αμφιβληστροειδείς και φωτογραφίζονται στον κώλο του μυαλού μου μάτια τόσο φωτεινά ναι καριόλα Μήε σκάσε μύτη δε δίνω μόνο την κρεμ μπρουλέ μου στον Άλμπερτ αλλά και άλλα πράγματα πολύ πιο σκανδαλώδη πήρες τη λάθος σύζυγο τηλέφωνο γιατί η δυναμική Ευρωπαία Τουρκάλα του Άλμπερτ θα πέθαινε από στεναχώρια αν τον άκουγε να μου λέει Άσε με να σ'αγαπήσω, ενώ τη χωριάτα Ελληνίδα μου την ακούω ήδη να λέει μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω και το τσακ του τσακμακιού, είναι έξυπνη επιχειρηματική κίνηση όπως και να το κάνουμε, ρευματολόγος μαζεύει τους αρθριτικούς και ορθοπεδικός τους κάνει σακατορόμποκοπ, όπως γυναικολόγος και παιδίατρος, όπως ογκολόγος και ψυχίατρος, από την παραγωγή στην κατανάλωση, οι σωστές αδυναμίες κυνηγάνε συμφέροντα, το γράφω μισοχαμογελώντας και δεν το εννοώ, το σύμπαν θρύψαλα που απλώνονται σαν πυροτέχνημα και αρπαζόμαστε απελπισμένοι ο ένας απ'τον άλλον κι έπειτα χανόμαστε για πάντα

πρρρρρρρ πρρρρμπρμπρρρτς
οι φεγγίτες και τα φύλλα
μάτια τόσο τρυφερά
Άσε με να σ'αγαπήσω
το τσακ του τσακμακιού
το τσακ του τσακμακιού

κι έτσι δεν πάω ούτε πίσω ούτε μπρος και όταν κάμπτεται το ηθικό σηκώνεται η πούτσα και όλα παίρνουν το δρόμο τους και αρπαζόμαστε απελπισμένοι καθώς χανόμαστε για πάντα, μια ισόβια πτώση, το ταξίδι στο σκοτάδι, καμιά αρπαγή δεν έχει όμοιά της ακόμα και με δεμένα μάτια βλέπω τα ίδια πρόσωπα μη μου λες πόσο μοναδικοί είμαστε το έχω εμπεδώσει, είμαστε και δεν είμαστε.

There’s no shade in the shadow of the cross

Now that I fell into your arms
my only lover
give out to give in
I search for the capsule I lost

Drag me to hell
in the valley of The Dalles
like my mother
give wings to a stone
it’s only the shadow of a cross

I slept on my back
in the shade of the meadowlark
like a champion
get drunk to get laid
I take one more hit when you depart

I’ll drive that stake through the center of my heart
lonely vampire
inhaling its fire
I’m chasing the dragon too far

there’s blood on that blade
fuck me, I’m falling apart
my assassin
like Casper the ghost
there’s no shade in the shadow of the cross


Es gibt keinen Tod. Nur einen Wechsel der kosmischen Adresse.


 

Remembering is the spine of pain.

I will never see you again
death keeps surprising me every time
you were, and now you're not

I'm tired of staying behind
tired of remembering.

/

Remembering is what shows us the door.

I'll be needing new eyes if I'm to ever see you again
death is nothing to fear
you were here, and now you're not

I'm marching to my own end
hang on, a bit more.

Κατινιά και γιατροσύνη

Τώρα θ'ασχοληθώ με μια άλλη καριόλα, τη Μήε, που ήταν δυστυχώς βοηθός μου στην ανάνηψη τις τελευταίες εφημερίες. Η Μήε, και ο αναγραμματισμός από τη Μέη είναι τελείως συμπτωματικός αλλά μοιράζονται την ίδια φανταστική γοητεία, είναι στη διαδικασία να γίνει γενικός γιατρός και τα ΤΕΠ είναι προσωρινό αναγκαίο κακό για την επίτευξη του στόχου της, γι'αυτό νιώθει υπεράνω που δεν είναι οργανικό μέρος της διεστραμμένης φάμπρικας των επειγόντων. Η Μήε όταν φτάνει το περιστατικό στην ανάνηψη στέκεται μες στη μέση και συνεισφέρει στη διαδικασία με σχόλια εναντίωσης του τύπου "μα δεν έχει πυρετό γιατί να δώσουμε αντιβίωση" "εγώ πιστεύω πως πρέπει να πάρει ντιγκόξιν σε ταμπλέτα" ή ρωτώντας τον άρρωστο που είναι στο θανατοκάτωφλο πόσα χρόνια καπνίζει γιατί τώρα ήρθε η ώρα να μετανοήσει.

Βοηθούς σαν τη Μήε μόλις τους πάρω πρέφα για μαλάκες τους στέλνω έξω από την ανάνηψη, στο τριάζ, να πάνε να "καλύψουν άλλες πιο πιεστικές ανάγκες" και να μη μου πρήζουν τις μπάλες. Όμως η Μήε είναι προστατευόμενη μιας γριάς αρχίατρου μόνιμης των ΤΕΠ που δουλεύει μόνο πρωινά και προς έκπληξή μου ήρθε εχτές στο τέλος της βάρδιάς της και στην αρχή της δικής μου, μετά τις δυο πρώτες κλήσεις, μέσα στα εσώτερα του παλατιού μου, δηλ. την αίθουσα της ανάνηψης, για να μου πει καυστικά πως στέκομαι εμπόδιο ανάμεσα στη Μήε και την εκπαίδευσή της και έφυγε δίνοντάς μου εντολή να μην τη στέλνω στο τριάζ. Ο Κάρστεν ο νοσοκόμος από την απέναντι μεριά του τραπεζιού δυσανασχέτησε φωναχτά, εγώ που έχω γίνει μέγας διπλωμάτης και με τη μούρη μου πάνω από ορθάνοιχτο στόμα του αναίσθητου με το λαρυγγοσκόπιο στο χέρι προσπαθώντας να δω πού να χώσω το μαρκούτσι δεν είπα λέξη. Η Μήε είναι από εκείνους τους συναδέρφους που δε μπορούνε να κάνουν τίποτα σωστά, ακόμα και αν τους δώσεις σαφείς οδηγίες, όπως για παράδειγμα "παρήγγειλε μια ακτινογραφία θώρακος επί τόπου τώρα" και είκοσι λεπτά μετά ενώ όλοι περιμένουμε κάθιδροι και λεροί πάνω από το θύμα βάζω τον Κάρστεν να μου καλέσει το ακτινολογικό γιατί ακόμα να φανούν και η απάντησή τους είναι "μα δεν έχετε στείλει παραπεμπτικό", μα τι στον πούτσο έκανες τόση ώρα πάνω απ'το κομπιούτερ, Μήε, όλοι περιμένουμε με το καυλί στο χέρι, ενίοτε κυριολεκτικά αν έχει σκαλώσει το φόλλεϋ στις Συμπληγάδες του προστάτη και κάποιος ψάχνει Τίμανν στα ντουλάπια.

Ράβω το κουτελοσκάλπ της ξυλοκοπημένης γυναίκας στο τραπέζι, ποτάμια το αίμα από τη θρομβοπενία των κιρρωτικών, αλλά πάντα το κεφάλι αιμορραγεί εντυπωσιακά, το πρόσωπο είναι πάντα δραματικό, η μάσκα του θεάτρου, το αριστερό μου πόδι μες στη λίμνη στο πάτωμα, προσέχω να μην πλατσουρίζω πολύ και βρέξω πάλι το μπαντζάκι, η γυναίκα ρίχνει πίεση, έχει βαριά μεταβολική οξέωση που προσπαθεί ν'αντιρροπήσει κρίνοντας απ'την αναπνοή, και τέλοσπάντων χρειάζομαι ένα αέριο αίματος αμέσως, και ο Κάρστεν ο μόνος των νοσοκόμων που το μπορεί είναι στη δίπλα αίθουσα και ταχτοποιεί την προηγούμενη κλήση, Μήε, ένα αέριο αίματος τώρα, -Μα δεν έχει σφυγμό στα χέρια. -Ε τότε πάρε απ'τη μηριαία, για όνομα του Θεού. -Δεν ξέρω τι θα πει αυτό, δεν έχω ξαναπάρει από τη μηριαία, να το κάνεις εσύ. -Πάρε να ράψεις τότε. -Δεν έχω ράψει ποτέ, δε θα το κάνω τώρα. Καταπίνω το θυμό μου και γίνομαι εκπαιδευτής: -Πάρε μια πράσινη βελόνα, βγάλε την κοντή των αερίων, βάλ'την στη σύριγγα αντί αυτής, βρες το σφυγμό στο βουβώνα με δυο δάχτυλα, καθάρισε με οινόπνευμα, και με οδηγό τα δάχτυλά σου προσέχοντας να μην τρυπηθείς υπό 45 μοίρες μπες κόντρα στη ροή ώσπου να γεμίσει η σύριγγα, είναι το ίδιο με την κερκιδική, η μηριαία είναι τεράστια, είναι μάλιστα πιο εύκολη από τις ψιλές αρτηρίες στα χέρια. Είδα με την άκρη του ματιού μου τη δυσαρέσκειά της που την ανάγκαζα ξαφνικά να πράξει, η καθαρή νοσοκόμα της έχωσε τα σύνεργα στα χέρια, και η Μήε έσκυψε το σγουρό της κεφάλι πάνω απ'τα αχαμνά της γυναίκας και ματσάλιασε το βουβώνα χωρίς αποτέλεσμα ώσπου ξεμπέρδεψα με το ράψιμο και ανέλαβα το αναθεματισμένο αέριο. -Πού πας, κοίτα να μαθαίνεις, την επόμενη φορά δε θα έχεις δικιολογία. -Σε αντίθεση με σένα που είσαι τόσο σωστός, ναι; Η καθαρή νοσοκόμα μυρίστηκε το μπαρούτι και παρενέβη για να μην πάρει το θέμα έκταση. Έκανα πάλι σκόντο, τριχωτή ιέρεια της υπομονής. Η Μήε μου χάρισε το βλέμμα του νικητή. Όταν βγήκαμε από το κολαστήριο στάθηκε έξω από τη διπλή πόρτα δίπλα στη ντουλάπα με τα ποδονάρια και τις στολές και τις μάσκες ffp χαμογελώντας περιπαιχτικά. -Έχεις κάτι να πεις; -Μόνο πως ξέρω. -Τι ξέρεις, Μήε; Σίγουρα όχι πού είναι η μηριαία. -Είσαι σίγουρος πως θέλεις να με προκαλέσεις; Εγώ έχω καθαρή συνείδηση. Πέταξα τις μαλακίες της απομόνωσης και τα γάντια και απολυμάνθηκα εκ νέου και την παράτησα εκεί.

Στο φως της μέρας περίμενα τη γυναίκα μου δίπλα στο στέγαστρο για τα ποδήλατα πίσω από το κτίριο 96 με γυαλιά ηλίου για να μη χάσω τη νύστα. Με έστησε σαράντα λεπτά. Κοιτούσα το κινητό μου όταν τελικά φάνηκε με το τσιγάρο στο στόμα από το υπόγειο της πράσινης ιματιοθήκης απέναντι. -Ρε παπάρι! Με πήρε στο υπηρεσιακό η μέση γραμμή σου να με πει με ποιους κάθεσαι στο κυλικείο... Στο υ-πη-ρε-σι-α-κό! Το σήκωσε η νοσοκόμα και την λέει δε μπορώ να μιλήσω είμαι στο πεδίο. Είναι υπερεπείγον λέει. Και με το δίνει, χαλάω την αποστείρωση, λέω να τι σκατά, κάποιος άλλος ψοφολογάει πάλι, ή θα έρχεται κάνα τροχαίο ξεκοιλιασμένο να μας πρήξει τις μπάλες. Και ήτανε η μέση γραμμή σου να πει με ποιους κάθεσαι στο κυλικείο... άδειο τ'αυτό, παίει την τσ'λίκα. Τι σε κόφτει μωρή σένα ποιανού το μπούτι πιάνει στο μπρέηκ; Ο άλλος ανοιχτός με τα τζίλια όλα να κρέμονται και ο αναισθησιολόγος να βγάζει σπυριά που έχω πιάσει κουβεντούλα στο υπηρεσιακό. Και επίσης είπε και... έπρεπε να ξαναπλυθώ γαμώ τον αντίθεό της για ν'ακούσω σε ποιον δίνεις την κρεμ μπρουλέ σου... και μετά είπε και... και μιλούσε ψυχαγωγημένη και το τσιγάρο κουνιόταν πέρα δώθε.

Ναι, η κατινιά και η γιατροσύνη πάνε χέρι χέρι. Αλλά μ'αυτά και μ'εκείνα η δικιά μου συνείδηση έχει ζαρώσει σαν αρχιδοσάκουλο γέρου με υποθερμία και είναι άσπρη σαν πανί, σιγά που θα με ιδρώσουνε τα μικροπολιτικά της ανάνηψης και κάτι αγάμητες σαν τη Μήε.

R E S O L U T .




 When Summer lies upon the world, and in a noon of gold, 
beneath the roof of sleeping leaves the dreams of trees unfold;
when woodland halls are green and cool, and wind is in the West, 
Come back to me! Come back to me, and say my land is best!
Tolkien

Στη φόρα 6

Τα γερμανικά μου έχουν μπασταρδευτεί τρομερά, φυτρώνουνε μασημένες δανέζικες λέξεις, βαριέμαι να κουβαλήσω τα απαρέμφατα, η σκέψη μου έχει γίνει παιδιάστικα ευθύγραμμη, και έχει λιγοστέψει η ασάφεια για την οποία κάποτε ήμουν περήφανος, και νευριάζω γιατί με διορθώνει διαρκώς, και το κεφάλι μου κουράζεται απ'το σφίξιμο και στο τέλος τα παρατάω και μιλάω ελληνικά (η υπόθεση είναι πως αν μάθεις πολλές γλώσσες συγγενείς, καταγράφονται στην ίδια γωνία του μυαλού και ανακατεύονται όπως οι μπογιές και την έχεις γαμήσει) και ενώ δε μπορεί να τα μιλήσει, ξέρει πως μερικές φορές το ναι μου είναι ja και όχι ne και ξέρει κάτι σφήνες καλά και αλλιώς θα και αφού και ξέρει όλα τα γαμωσταυρίδια και τις δυο σταντέ διακηρύξεις αδυναμίας μου λείπεις και σ'αγαπώ 

/

τα μπροστινά του δόντια είναι θήκες που κρύβουνε δυο κουτσουρεμένα κολοβώματα από τότε που ήμασταν δέκα χρονών και πήδηξε απ'το πλατύσκαλο κάτω και τα διέλυσε και τον πήγανε στον οδοντίατρο στο Χούζουμ να περισώσει ό,τι ήταν εφικτό και έκτοτε δεν τον έχει δει κανείς με τ'αληθινά του δόντια παρά εγώ ένα πολύ καλά κρατημένο μυστικό και την τελευταία φορά που ξεκόλλησε η μόστρα του πολυμερούς στη δεξιά μεριά ντρεπόταν να μου χαμογελάσει και αποκαλούσε εαυτόν Suchti trailer trash και έκλεισε αγχωμένος κατεπείγον ραντεβού στη θείτσα εδώ στο Ντάλουμ και έλεγε ευτυχώς που η γυναίκα είναι στη δουλειά μέρες σερί κι άρπαξα το χείλος του με τα δάχτυλα και το τσίτωσα και κόλλησα τη μούρη μου στο στόμα του σαν να ήταν άλογο στο παζάρι στο Ντυρσκουεπλάσεν έτσι ιπποτικός με πράξεις όχι λόγια να το βουλώνουν όλοι οι πολίτες της Βαβέλ

/

πριν το Πάσχα κανόνισε να περάσει μια βδομάδα ρομάντζου και σινεμά με την ψηλοκάβαλη Αγκνέτε που τον περνάει έξι χρόνια και τον θέλει πολύ και επίμονα, την έχω γνωρίσει κι εγώ, σγουρή ξανθωπή και στιβαρή, ως και λίστα είχε φτιάξει με arthouse ταινίες για να την ικανοποιήσει, όμως την τρίτη μέρα με πήρε τηλέφωνο να μου πει πώς τη γαμάει για δίωρα και τρίωρα σαν ρομπότ και αυτή τρελαίνεται και χύνει κλαίγοντας και γελώντας και αυτός είναι απών ενώ ως τότε ένα χρόνο δεν του σηκωνόταν, γιατί πρέπει να είναι πάντα άσπρο μαύρο, δε μπορείς να κάτσεις κάπου στο ενδιάμεσο; ρώτησα, δεν είχε τι να πει και άλλαξε θέμα, αλλά ήξερα ποια θα ήταν η κατάληξη, δε θα μ'έπαιρνε τηλέφωνο αλλιώς, το επόμενο πρωί είπε στην Αγκνέτε πως δε γινόταν άλλο, και η Αγκνέτε έγινε θρύψαλα, πέταξε την οδοντόβουρτσά του και τα φλιπφλόπια από το παράθυρο του έβδομου κάτω στο στενάκι στο Ζανκτ Πάουλι και πετώντας τον κι αυτόν έξω από το διαμέρισμα στο χωλ με τα νηπιακά καρότσια και τις γλάστρες και τα μπυροκάφασα του φώναξε ξέρω ποιο είναι το πρόβλημά σου ακριβώς είναι ο Saftsack* ο κολλητός σου κοιτάξτε να πάτε σε Paartherapie και μόλις κατέβηκε στο δρόμο με πήρε να μου τα πει χαρτί και καλαμάρι ενώ ήμουν στη δουλειά και είχε τέτοια λογοδιάρροια που δεν μπορούσα να τον κόψω και αναγκάστηκα να βγω από τη συνάντηση με τους ακτινολόγους στο διάδρομο ενώ το στόμα του πήγαινε σαν κωλότρυπα γριάς που πήρε παραπάνω πικοπρέπ, πώς γάμησε χωρίς καπότα και έπρεπε να πάει να κάνει εξετάσεις πάλι γιατί ποιος την εμπιστεύεται την Αγκνέτε, πώς αυτή είχε γυρίσει τη φωτογραφία του πρώην της ανάποδα στη βιβλιοθήκη, πώς θορυβήθηκε η Τουρκάλα γειτόνισσα και άνοιξε την πόρτα να δει ποιον αφορούσε το κράξιμο, πώς η Αγκνέτε του έκανε κωλοδάχτυλο από το μπαλκονάκι, αυτά τα σκηνικά έχουν παιχτεί κι έχουν παιχτεί σε παραλλαγές με πρωταγωνιστή πότε τον έναν και πότε τον άλλον και τα έχουμε εμπεδώσει και είναι μέρος του όλου, η Αγκνέτε πάντως είχε δίκιο σ'αυτό: είμαι το πρόβλημά του ιστορικά και είναι το δικό μου, αλλά ευτυχώς το πούρεμα φέρνει θάρρος και όλα γίνονται λίγο πιο εύκολα όταν δε φοβάσαι να τα πεις με τ'όνομά τους

/

*κυριολεκτικά σάκος με χυμό, εδώ ο ενοχλητικός μαλάκας

ΑΛΜΑ

ακούω το δισταγμό από χεριά σε χεριά καθώς τα δάχτυλά του αφήνουνε τη μια και κρέμονται απ'την άλλη συγχορδία
ντο - σι
μείζονες χαρές μείζονες δυσκολίες και επί τάπητος κάθε σκαλί και τάστο
γυρνώ την πλάτη στον καθρέφτη αλλά το είδωλό μου χαζεύει ακόμα τις πρόσθιες πλευρές των ακρωμιοκλειδικών παρόν και παρελθόν παρέα στην ίδια τουαλέτα
χτενίζω τη γενειάδα και περιμένω το μέλλον: λα

είδα το δολοφονικό βλέμμα της Κατρίν όταν έχασε μια ύφεση στον ωκεανό της παρτιτούρας δεν κράτησε ούτε μια στιγμή αλλά ήταν εκεί από το πόστο του παρατηρητή τίποτα δεν πέφτει κάτω ο σφιγμένος της λαιμός οι σκισμένες παρανυχίδες τα μάτια που δαγκώνουν η νευρωτική φιγούρα κάτω από τα ωραία υφάσματα και ούτε δέκα μέτρα πέρα από το σκάλωμα έζησε την αθανασία και ήμουν μάρτυρας και μπορώ να υπογράψω

όμως αυτός δεν παίζει όπως η Κατρίν, δεν ξέρει να διαβάζει νότες το αίμα του είναι φύσει αρμονικό κλείνει τα μάτια και μιλάει χωρίς φωνή ροδάνι οι ράγες των δαχτύλων του πάνω στα τεζαρισμένα πρίμα σηκώνουν μια ψιλή ψιλοτάτη σκόνη όλα είναι μετρημένα από τα έγκατα του κόσμου δηλαδή τα έγκατα του σώματος
τα νερά του δέντρου που έγινε μαδέρι που έγινε κιθάρα
τα κοκκία του πετσιού του, το τρίμμα του ναυτίλου
τα πόδια του κίτρινου εντόμου που πέθανε στη λάμπα
οι αποτζιατούρες τα περάσματα ο δισταγμός κι οι ώρες μας
όλα μετρημένα κι όμως σα να μην τ'ακούσαμε ποτέ
περιμένουμε ευέλπιδες το μέλλον

|

Τελευταία ώρα στο σταθμό βρέχει σεντόνια μπόρα καλοκαιριού και πίσω απ'τα στενά στέγαστρα και τα σύννεφα μου κάνει νόημα ένα τροφαντό φεγγάρι ψάχνω τις αναχωρήσεις στον πίνακα για το ρεγκιονάλ προς Ντάουενχοφ δεκατέσσερεις αποβάθρες εννιά γράμματα στην κάθε πλευρά ο γιακάς έχει πνιγεί τα παπούτσια λίμνες η μάσκα έχει σουρώσει δεν έχω με τι να σκουπίσω τα γυαλιά και δε βλέπω πού πηγαίνω δεν ξέρω πού πηγαίνω ανακοίνωση για Πόππενμπύτελ ο κόσμος κολυμπάει γύρω μου κόντρα σ'όλα σαν βιαστικοί σολωμοί στον Καναδά τρέχω στη σκάλα για την απέναντι πλευρά το τραίνο που περιμένει μοιάζει γκριζωπό θυμίζει ρεγκιονάλ αν το χάσω θα ξεμείνω σε κάποιο νεκρό χωριό ως το πρωί μες στον καιρό μια κάρτα πέφτει στα πόδια μου από την τσέπη μιας γυναίκας με αδιάβροχο και μουλιάζει αμέσως σκύβω στην κοσμοσυρροή είναι το μενού από ένα σαβαρματζίδικο και όταν ξανασηκώνομαι βλέπω πίσω από το μπόκε των φακών μου τον Μπέρτι χαμογελαστό με τα μάγουλα από υδροφοβική αμυγδαλόπαστα τι λες, πάμε να φάμε και να γαμηθούμε; το μουστάκι του έχει μακρύνει και το στρίβει λίγο στις άκρες προς τα πάνω τι ν'αυτό ρε χιψτεριό, το δοκιμάζω με το δείχτη και τον αντίχειρα του χεριού που ιδρώνει το εισιτήριο με ανοιχτή αναχώρηση στο άλλο κρατάω τη μικρή καρτοθήκη με το σήμα της ναυτιλιακής που έχει μέσα την κάρτα απεριορίστων για το φέρρυ, το δίπλωμα οδήγησης και τη χρεωστική, αρπάζομαι απ'τα μανίκια του, ο από μηχανής θεός, η σίγουρη θεραπεία των λαθών μου, η αποβάθρα γεμίζει και αδειάζει και γεμίζει, βγαίνουμε προς Στάηντορπλατς, το Λ'αμίρα κλείνει σε μισή ώρα μια τρεχάλα ούτε δυο λεπτά, σαβαρμάς λοιπόν όπως προοιωνίστηκε και μπύρα και πισωκολλητό στη ζούλα στο απάγκιο του Πέννυ και η βροχή ακάθεκτη ως το ξημέρωμα που βρώμικοι βρεγμένοι κουρασμένοι μπαίνουμε στο άδειο ΡΕ-07 και στεγνώνουμε στα χνουδωτά καθίσματα και η ελεγκτής στραβομουτσουνιάζει αλλά δε λέει κουβέντα γιατί δεν έχουμε λάθος προφορά και έτσι όπως κλείνω τα μάτια και βουλιάζω νυσταλέος και πανάλαφρος σαν πλάσμα του βυθού βλέπω ένα όνειρο ίδιο τα γεγονότα της νυχτός παρόν και παρελθόν παρέα στο ίδιο βαγόνι στο ίδιο κεφάλι και οι χρόνοι μου συγκλίνουν και οι αγάπες συνοψίζονται

da capo al fine

Κοίτα την πυξίδα, πάνε όπου σου δείξει και κάνε αυτό που πρέπει

    Στο σπίτι στο Πευκί που βλέπει στα χωράφια που τα διαπερνάει εκείνο το ασημένιο ρίγος όταν φυσάει με υποδέχεται ο άντρας από νερό. Πετάω τα μπαγκάζια κάτω και βάζω τις παλάμες μου πάνω στα μάγουλά του και όλα γίνονται μουσκίδι. Κάνει ζέστη αφόρητη. Φοράει ένα πουκάμισο σαν από μεμβράνη λεπτό, ξεκούμπωτο και ενδελεχώς σιδερωμένο. Στο ξυρισμένο του κεφάλι βλέπω πού ακριβώς αλλάζουν ρότα τα μαλλιά και φτιάχνουν έναν μικρό επιμήκη στρόβιλο στις δυο εκατέρωθεν στεφανιαίες ραφές. Με οδηγεί στο δωμάτιο της σοφίτας, εκείνο με το μπαλκονέτο που έχει τη μια και μοναδική ιδιότροπη ξαπλώστρα που αν κάτσεις λάθως σου κόβει τα κωλομπούτια και θέλει πάντα να την προσεγγίζεις με το μαλακό, όπως και τον άντρα από νερό. Οι κουνουπιέρες πάνω από το κρεβάτι είναι ανοιχτές, η λινή κουρτίνα πηγαίνει πέρα δώθε, από το παράθυρο πέρα από την ξαπλώστρα τα χωράφια, ακριβώς όπως ήταν τότε, και στα διακόσια μέτρα η θάλασσα, όπως είναι πάντα. Εκεί θα κοιμηθώ έναν ύπνο σαν θάνατο και την επομένη ο άντρας από νερό μου φτιάχνει τοσ και μαύρο τσάι με γάλα. Παίρνουμε το άσπρο φορτηγάκι του που έχει σαπίσει κατά τόπους και ο κινητήρας κάνει πάτα κιούτα ποτ ποτ ποτ και πηγαίνουμε στο καστέλο, στην ακτή. Φυσάει προς τα μέσα και τα νερά είναι γυαλί, φανταχτερά, διαυγή, με ένα χρώμα πλημμύρα σκέτη. Κατεβαίνουμε τα κατσάβραχα, οι δαχτυλοκόφτες μου λυγάνε, κρατιέμαι απ'τα βάτα, το κάστρο υψώνεται ενωμένο με τον γκρεμό, είναι λες και το ίδιο το κάστρο είναι ο γκρεμός. Ο άντρας από νερό είναι πολύ χλωμός και πρέπει να προσέχει τον ήλιο του νότου, γι'αυτό βουτάει με το πουκάμισο. Εγώ είμαι ξαφνικά γυμνός και χηνόπετσος, η θάλασσα είναι δροσερή και οι ρώγες γίνονται τορπιλίδια, λυγίζω τα γόνατα σιγά σιγά ώσπου να βρουν στον πάτο και βουλιάζω ως πάνω από το κεφάλι. Τα χαλικάκια ακούγονται σσσσ-σσσσ και πιο πέρα τα σπάνια βήματα του άντρα στο βυθό και ο κόσμος μακρυνός, φιλτραρισμένος από το αλατόνερο. Μόλις αρχίζω να διψάω γι'αέρα κάτι με αγγίζει στα παΐδια, ένα δέρμα πολύ λείο αλλά κολλώδες, σαν καουτσούκ. Ανοίγω τα μάτια και στρέφομαι προς τη μεριά του, ένα δελφίνι, του χαϊδεύω την άσχημη μούρη, και πάνω του καβάλα είναι μια χοντρή γυναίκα με μαγικά φουστάνια από τσουχτρόδερμα. Το δελφίνι μου μιλάει, όχι με λέξεις, αλλά κατευθείαν στο μυαλό, και μου λέει σαν πονοκέφαλος, να κοιτάξω την πυξίδα, να πάω όπου μου δείξει και να κάνω αυτό που πρέπει. Η γυναίκα μου δίνει μπούσουλα και κοπίδα. Εξαφανίζονται πριν προλάβω τα περαιτέρω, σηκώνομαι όρθιος, το νερό μου φτάνει ως τη μέση. Ο μπούσουλας δε δείχνει τα σημεία του ορίζοντα, έχει μόνο τρεις ενδείξεις και μια βελόνα που όπως κι αν γυρίσω είναι καρφωμένη προς το καστέλο, στην ακτή. Η κοπίδα είναι βαριά με μαύρη λάμα και λαβή περασμένη μουλιασμένο σπάγγο. Ψάχνω τον άντρα από νερό, του δείχνω προς το καστέλο και πηγαίνουμε κατά κεί. Το νερό γλείφει την ποδιά του γκρεμού. Εκεί που δείχνει η βελόνα του μπούσουλα είναι μια τρύπα στο βράχο στα μέτρα των ώμων μου ακριβώς. 
    -Θα μπω να δω.
    -Να'ρθω μαζί σου.
    -Δε χωράς. Μόνο οι δικοί μου ώμοι.
    Ξαπλώνω στο μισόνερο και σέρνομαι αδέξια στην τρύπα. Ένα λαγούμι που φαρδαίνει. Ο μπούσουλας φέγγει. Στο τέλος της σπηλιάς είναι ένας θρόνος και πάνω του κάθεται ένας πλήρης σκελετός με το πηγούνι του να ξεκουράζεται πάνω στο χέρι του. Φοβάμαι ξαφνικά. Τι στην ευχή να κάνω με την κοπίδα, πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω τέτοιο μαχαίρι. Κάνω μεταστροφή και βγαίνω έξω.
    Κι έπειτα πάλι μετανιώνω και ξανά στο λαγούμι. Στέκομαι στα πόδια μου και πηγαίνω με αποφασιστικό βήμα προς το θρόνο κραδαίνοντας την κοπίδα, θα σε διπλοσκοτώσω καριόλη, θα κάνω αυτό που πρέπει. Ο σκελετός ξυπνά μόλις τον πλησιάζω και πάνω του πέφτουν μούσκουλα και ρούχα σαν γρήγορη βροχή κόκκος κόκκος και στο χέρι του ένα ασημένιο γιαταγάνι και πριν προλάβω να του μπήξω την κοπίδα κάπου στη σφαγή μου παίρνει το κεφάλι που τσουλάει σαν μπάλα στην είσοδο του λαγουμιού και ο άντρας από νερό το βλέπει και το παίρνει τρομοκρατημένος και δυο στιγμές αργότερα νιώθω τα δάκρυά του στο δέρμα του κρανίου μου και σιγά σιγά το σώμα μου ξαναφυτρώνει σαν σαμιαμιδοουρά.
    Το σούρουπο είμαστε στο κάτω μπαλκόνι. Απέναντι φαίνονται οι λάμπες απ'τις βάρκες, νηνεμία. Ο άντρας από νερό μας φτιάχνει λεμονάδα με σόδα και μεγάλα παγάκια στα ποτήρια με τις λακκούβες. Ξεκουράζει τα δάχτυλά του πάνω στο τραπεζάκι. Έχει έρθει η ώρα. Αγγίζω τις άκρες τους, τα νύχια εκεί που φυτρώνουν και εκεί που τελειώνουν, και η δροσιά με φτάνει κατευθείαν από τα χέρια στο λαιμό. Όταν πέφτει το βαθύ σκοτάδι του μεσογειακού καλοκαιριού, εκείνος ο μαύρος ουρανός με τη σκόνη που χορεύει, βρισκόμαστε στο μεγάλο κρεβάτι του πρώτου ορόφου, τα σεντόνια κολλάνε στην πλάτη μου. Του βγάζω τα ρούχα και μου βγάζει τα ρούχα, χαϊδεύω τους δυο στρόβιλους που έχει στα μαλλιά, και ο νους μου του δίνει σάρκα κατά τα άλλα για να τον φέρει στο ύψος των ματιών μου, άντρας από αίμα και άντρας από νερό, και όταν γινόμαστε ένα ξυπνάω χύνοντας.
       


Θα είμαι το συκώτι, θα καθαρίζω για σένα

Χολή στο μωσαϊκό αίμα στη χωρίστρα η αράχνη κόβει τη σταθερή της βόλτα από τη μαλαστούπα στο χωλ όπως κάθε βράδυ την ώρα που οι δίκαιοι κοιμούνται οι άδικοι πληρώνουν μυστικός λαιμός και οι πετέχειες γύρω από τα μάτια σβήνουν γρήγορα και δε μας μυρίζεται κανείς, η ανελέητη λαβή του παντογνώστη, αυτοκαταστροφή και ετεροεπισκευή, πόσες φορές το ράβε ξήλωνε, ποιος κρατάει λογαριασμό; Πάνε εκείνες οι μέρες που ξάπλωνα δίπλα στη Χαμένη στα όνειρά της και της έλεγα σκότωσέ με για λίγο, και έλεγε ούτε για μια στιγμή, οίκτος, ο οίκτος δεν υπάρχει πια, τώρα έχω βαφτιστεί στα ευλογημένα σκατά της Ανάνηψης και είμαι στο έλεος του Θεού, η ενηλικίωση έρχεται όταν παύει να σε προστατεύει η μάνα σου και αναλαμβάνει ο Θεός, κοινό μυστικό πως όταν αναλαμβάνει ο Θεός είσαι τελειωμένος

δάχτυλα που ψαύουν έμπειρα πριν την ώρα τους περιτονίες και οπισθοπεριτόναια, δάχτυλα με μάτια, δάχτυλα τυφλού, τρεις θέσεις, άταστο παλούκι, πρώτη εκατέρωθεν σφυγμός, δεύτερη καρωτιδικά σωμάτια, τρίτη και με βρίσκουν τα φωσφήνια και κατόπιν το σκοτάδι, από το βάθος του διαδρόμου έρχεται μια μουσική τα πρίμα πνίγονται στην ηχώ τους και το μόνο που φτάνει σαφές είναι το κοντραμπάσο, οι χαλαρές χοντρές χορδές και τα σκληρά χέρια της Μαργκερίτ και το τατουάζ κλειδί του φα και ο Τζακ και η φασολιά στον ταρσό όλα αναμενόμενα όλα τόσο ταιριαστά

λοιπόν μικρή μου Ναυσικά, όλοι παίζουμε την ίδια σονατίνα, ο καθένας στ'όργανό του, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά ξεπετσιασμένοι, φυλακισμένοι στα κρανία μας, ρώτα και τη Μαργκερίτ, τις νύχτες περνούσε στη ζούλα ο πατριός της και της χούφτωνε τα μπούτια, όταν στο εκμυστηρεύτηκε πήγες και του 'σκισες τα λάστιχα της Μπέμπας, δεκαπέντε χρονών παιδιά, και τ'άλλαξε απορημένος, και τα ξανάσκισες, και νόμιζε πως έφταιγε που ήταν Δαπίτης και δεν τον χώνευαν οι φίλοι της μάνας της Μαργκερίτ που ήταν Κνίτες, και τους κερνούσε στο μπαρ Ε. για να τους καλοπιάσει, στην τρίτη φορά έβαλε κάμερα στην πυλωτή και πήγες στην εταιρεία και πέρασες της Μπέμπας μερικές χεριές χαρακιές ψωλαρχίδια που τις κουβαλούσε ώσπου την πούλησε, και τότε που η Μαργκερίτ έκλαιγε πριν τις εξετάσεις των θεωρητικών της σκούπιζες τα δάκρυα με τον τσαλακωμένο Καλομοίρη, και εκείνο το αργό καλοκαίρι έξω από το Μέγαρο στην πίσω του μεριά, ο Θερμαϊκός ομίχλα βρωμερή και ντουμάνι από κουνούπια, η Μαργκερίτ με κολλητό παντελόνι έτοιμο να εκραγεί και άσπρη πουκαμίσα, επαγγελματίας πια, τσιγαράκι πέρα δώθε μεταξύ σας, της έλεγες πως ο κώλος της είναι πεπονάτος και αυτή τον χάιδευε και έλεγε αλήθεια τώρα ρε;, εγώ στεκόμουν δίπλα στο θάμνο και τα μαλλιά μου γέμιζαν θαμνομπαμπαλάκια, και σας έβλεπα πίσω από τον καπνό της Αμφοράς, όταν πέρασε ο τρομπέτας που ήταν μέγας γκόμενος η Μαργκερίτ σου έδωσε μια αγκωνιά και γελούσατε με νόημα σαν πορνόγριες, πάντα ήταν εξωτικό, η Μαργκερίτ κι εσύ στις συναυλίες τις σινιέ, αυτή χυμώδης κυρία ονειροπόλα με χαραδροντεκολτέδες και Σκόρπιονς και πέτσινο βρακί και τα μυστικά της επαρχίας, εσύ Σιλκάτ και Κερομύτης και μετά τα τσίπουρα ξερνώντας στο παρτέρι στην Ολύμπου να ουρλιάζεις στις δυο τα ξημερώματα Θα είμαι το συκώτι, θα καθαρίζω για σένα!

αλλά τι, δε μπορούνε οι πληβείοι να είναι σοφιστικέ;

Αυτά σκέφτομαι που λες χαράματα στο μπάνιο όρθιος και ακίνητος σαν άγαλμα, ο ίλιγγος με χορεύει απ'τα μέσα προς τα έξω, μια τιμή για κάθε σφάλμα, όλα θολά θαμμένα στο κλιπάρισμα και στη λο-φάη φασαρία, θνητοί και οι αθάνατες τιμωρίες μας και Προμηθέας Δεσμώτης και η μόνη ευκρίνεια που θα βρω ποτέ είναι κάπου στους απλωμένους αρπισμούς της Μαργκερίτ που διαπερνάνε τα ντουβάρια και τη λάσπη και τα σκατοβουνά.

0630 the flowmaster

stained mirror in the doctor's mess
the first light of day the constant death
the steady loss the hopeful suffering

bloodshot eyes greasy hair
gold chain around my neck
a sad excuse

master of the frontlines for the next hour and a half
shadow of a shaman
see everyone's beast

I say your name twice it's a spell

the water in the sink begins to dance
my body loses all its blood
feel its letters on my teeth

travel across and through
how can you be
how
can
you

x

fall asleep on the way
the gravel at the side brings me back

glass, shifting tide
the weakness of the earlier time is gone
four letters, vanished in silence, not to be touched
until I'm flowmaster again.



Περί συγκινήσεων

En tus ojos de agua infinita
se bañan las estrellitas mamá

Agua de luz, agua de estrellas
Pachamama vienes del cielo

Limpia, limpia, limpia corazón, agua brillante
sana, sana, sana corazón, agua bendita
calma, calma, calma corazón, agua del cielo, mamá 
M. Molina




Θέα στο Κάττεγκατ καλοκαιρία βαρομετρικό στο θεό Σάββατο ευλογημένη αργία κοντεύοντας στην ακτή το κυματάκι ισχνό ίσα που γλείφει και μάτσα μάτσα οι τρίχινες φυκιάδες κυλιούνται πέρα δώθε εκεί ανάμεσα στα κίτρινα και στα πράσινα και τα τυρκουάζ ένα μεδουσάκι λίγο χτυπημένο στα τελευταία του από υποξία στα πολύ ρηχά, είπα
-Δες. Αγωνίζεται.
-Δώσ' μου το κουπί.
-Γιατί;
Της πέρασα το κουπί, το κάρφωσε στην άμμο, η καρίνα βρήκε στον πάτο, κρεμάστηκε από τα πλαϊνά έχωσε τα χέρια σαν κούπα στο χυλό της ζέστας μια χούφτα νερό μια χούφτα μεδουσάκι.
-Σπρώξε μας παρά μέσα.
Έσφιξα το κουπί δυο τρία αγκομαχητά η βάρκα έξυνε κάτω γύρισε πέρα δώθε και μας έσπρωξα πέρα από τον κυματοθραύστη. Έσκυψε στα πλωριά αντίθετα από μένα και ίσα που την άκουσα που είπε σιγανά Πήγαινε τώρα μικρό φιλαράκι, πήγαινε, μην κάνεις χαζά.


Βλέπω τα μέσα σου στο βλέμμα σου
τα ακούω στη φωνή σου

στο θνητό περαστικό σου σώμα κάτω από το ανθρωπινό σου δέρμα
διαλυμένα στο κοινό σου αίμα 

όπως το αλάτι στο νερό κολυμπάνε τα αστέρια όλου του κόσμου
αιωρείται φως

σπάνιο, σπάνιο πλάσμα
σπάνιο, σπάνιο πλάσμα

Γιὰ κάποιο γέρο ποὺ ἀγαπάει μ᾿ ἀνάστροφην ἀγάπη

 



στον Ν.


πνιγμός υποτροπιάζων ανάμεσα στο ένα και το άλλο κύμα
καβάλα σε κόκκους αλατιού
από ακτή σε ακτή

έχουμε ονειρευτεί τους θανάτους μας
τίποτα δεν είναι καινούριο

αφρός της λύσσας στο στόμα
μια τολύπη αίμα στη θάλασσα

γύρω απ'τις κοίτες των νυχιών από τα σύνορα των βλεφάρων στις γωνίες των χειλιών
γλυφά νερά, σκόνη μεσημεριού, σπάνια σοροκάδα

το νερό φτιάχνει απέραντες ρυτίδες στα Λονγκ Φόρτυς
και το πετρέλαιο από κάτω είναι σκιές μέσα στη νύχτα

το κυνήγι της δυστυχίας
η αιώνια πλεύση

Στο κάτω κάτω μια δουλειά είναι κι αυτή

Πιάτο καπέλο το κολλημένο ρύζι καυτό κατάπλασμα στη μούρη στα μαλλιά μια κατρακύλα χωρίς φρένο και έπειτα στάση για πειθαρχία πετσέτα στις σακούλες των ματιών εκεί που το δέρμα είναι λεπτό και φαίνονται οι φλέβες και τρίψιμο τρίψιμο τρίψιμο για να ξεπετσιάσει να πάρει φωτιά να γίνει πληγή να ευχαριστήσει τιμωρώντας όπως πρέπει στα γόνατα με το ένα χέρι τεντωμένο σαν ουρακοτάγκου και μια τρεις πέντε κεφαλιές με το δεξιό κρόταφο στο ντουβάρι νταπ ντουπ νταπ και το καρδιοχτύπι από μια λίγη υστερία τριπόδισμα και σκόνταμα και λιποθυμία και προσγείωση με τον εκείνο δεξιό κρόταφο στα σανίδια και ένας ασφυκτικός πονοκέφαλος η φωνή του γονιού που λέει δεν παίζουμε μ'αυτά και το μικροτραύμα του λαβυρίνθου του Μενιέρε και το μόνιμο σούσουρο η δεξιά μεριά το πιο γερό μου χέρι το πιο μαθημένο να χτυπά

με κόβει ένας ιδρώτας στα σπλάγχνα μέσα στην κοιλιά σε βλέπω στο παρελθόν μου και πάνε αυτά πάνε ανεπιστρεπτί τώρα είναι άλλες μέρες άλλοι καιροί, καιροί για νέα ταξίδια και καινούριες γειτονιές και αλλιώτικες τιμωρίες και εμπέδωση ποινής και το κεφάλι κάτω βήμα βήμα ήττα ήττα ίντσα ίντσα προς τη θέωση

το χέρι μου στον ώμο του
το χέρι μου
και
ο κόσμος 

μια βδομάδα λίγο μούδιαζαν τα πόδια του και σα να πονούσε η μέση ε, σ'έπιασε λουμπάγκο, είπανε στα ΤΕΠ τις μικρές ώρες της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, την επομένη ήταν να του κάνω εξιτήριο, σαραντάρης, φρέσκος, με καθαρό πρόσωπο και αυτόφωτα μάτια, έμοιαζε και μια δεκαετία πιο μικρός αλλά να, το χέρι του στον ώμο μου, το χέρι του θανάτου με τα κρύα δάχτυλα τα δάχτυλα δρεπάνια
παρήγγειλα μια μαγνητική εκτός πρωτοκόλλου από ένστικτο, ψέμα και μαλακία ένστικτο, σου λέω ήταν το χέρι του θανάτου, έχει αφήσει μελανιές μια για κάθε δάχτυλο, το ίδιο απόγευμα έτρωγα ψωμί με κρεμμύδια και καπνιστή πέστροφα και έβλεπα πορίσματα και είδα και αυτό απ'το πρωί, μεταστάσεις από τον κόκκυγα ως τη θωρακική μοίρα, αγνώστου πρωτοπαθούς, 
αγνώστου πρωτοπαθούς πένθους
ο Θ9 λιωμένος τον έφαγε ο καρκίνος και οι γλώσσες της πυρκαγιάς είχαν αρπάξει και το νωτιαίο μυελό
και τώρα ήταν ανεγχείρητος η απόφαση του δικαστηρίου η ανελέητη καταδίκη η στιγμή που πήρε την πρώτη του ανάσα στον κόσμο η στιγμή που οι μοίρες έκαναν λογαριασμό και γράψαν το υφαντό του
και έδωσα κορτιζόνες και παρηγορικά και του έδωσα τρεις μήνες ζωή
και το φως εκείνο από τα πετράδια του προσώπου του θάμπωσε και μαλάκωσε όπως τα φώτα στα μαγαζιά όταν σκοτεινιάζει
μα όντως σκοτεινιάζει

με το βρακί στην άσπρη καρέκλα στην κουζίνα περιμένω να ψηθεί το ψωμί
βλέπω το ρολόι μου που ξαπλώνει βγαλμένο παραδίπλα
και σκύβω το κεφάλι κούτελο στο τραπέζι
του έδωσα τρεις μήνες, οι Μοίρες και ο λακές τους
αθάνατες λέξεις από στόμα βλάσφημο θνητού 
μήνες τρεις
και ο θάνατος καθρέφτης της ζωής.