© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

S T U R Z

Γρήγορες συννεφιές γρήγορες βροχές και γρήγορα χαλάζια το κρύο νερό μουλιάζει στα ρούχα οι πατούσες μούσκεμα μέσα στα παπούτσια που δε με χωράνε ακριβώς αλλά ήταν δώρο μελαγχολία της άνοιξης από τη γλύκα στο ποτέ ξανά και ξανά μέσα στη μέρα εδώ στην καρδιά του νησιού στον πάτο του λάκκου που έχω σκάψει με τα νύχια στην κοιλιά του κήτους στα σπλάγχνα του πηγαδιού στην καρδιά του σκότους στο πουθενά η πλάτη μου ανακουφίζεται από το λασποκρέβατο και από πάνω σε εναλλαγή θέες πανέμορφες αυτοβιογραφίες και κύκνεια άσματα τα βλέφαρα ραμμένα ανοιχτά κοιμάμαι ξυπνητός

το πρασινωπό φως του μονόκλινου θαλάμου ο βόμβος του ηλεκτρισμού η ανάσα του θανάτου ο αέρας που ξυρίζει τα επίπεδα νησιά της Βόρειας Θάλασσας με ένα χνώτισμα χωρίς βοή το άδειασμα στο στέρνο το αίμα που χάνεται στο χώμα ετερόφωτο χαλίκι παγωμένο και πυρακτωμένο εκσφενδονίζεται σχεδόν αιώνια στο μαύρο βελούδο του σύμπαντος τελικός τρόμος και στένωση αορτικής ψίθυρος στο πόστο και άγριο φύσημα στη συστολή εκ γενετής τυφλός εκ γενετής θλιμμένος τα χρώματα χλωμιάζουν στο φεγγαρόφωτο της κλινικής το δέρμα φαιό και όλοι έχουν σχολάσει

χρυσός εσταυρωμένος γύρω από εβραίικο λαιμό πίσω στην αρχή στη γένεση στα πρώτα θεία λόγια πίσω στην ελεύθερη πτώση γεννιέσαι και πεθαίνεις ανελέητα η σταύρωση είναι φυσικά αλληγορία δεν είναι θυσία είναι η κάθε μαρτυρία ένα αστροπελέκι και ξαφνικά Άτλας με μια επιθυμία που ζυγίζει όσο όλος ο ουρανός και οι ώμοι ανθρώπινοι ξερακιανοί δριμεία θνητοί κι ο κόσμος γυρνάει τούμπα και μαζί του τα συμπαρομαρτούντα εσύ το καπίστρι σου και η γη που οργώνεις σαν υποζύγιο

οι θύελλες θα επιστρέψουν οι παλίρροιες θα τα πνίξουν πάλι όλα και θα γεμίσει και ο λάκκος μεταξωτό νερό και τότε θα αιωρηθώ προς τα πάνω για λίγο να μην ανησυχείς θα πάρω το μυστικό μαζί μου κανείς δεν πρόκειται να μάθει

x

x
x


x
x

x

και
κανείς δε δίνει μία

באַשערט‎

Το αμάξι απροθυμά να πάρει μπρος, το ακούω πίσω από την ψευτοπαραδοσιακή κουρτίνα εκεί που κάθεται η αλόη που έχει κοκκινίσει από ντροπή. Όταν παίρνει το μαρσάρεις ακριβώς όπως σου έχω πει να μην, οι ρόδες ξεκουνάνε τα χαλίκια που έφερα βουνό και τσουγκράνιζα ένα Σαββατοκύριακο αφότου έλιωσαν τα χιόνια, φεύγεις σαν κυνηγημένη και κάτω στο ισιάδι πρώτη τρίτη πέμπτη όλες τις ταχύτητες σπασμένες οδηγάς σα δεκαεννιάχρονος αγρότης με μεταχειρισμένη σαραβαλομπεμβέ και μικρή πούτσα όταν πρωτοήρθες εδώ το παράπονό σου Όλοι οδηγάνε τόσο κοιμισμένα που δεν έχω ποιανού τη φάρα να γαμήσω και τα παραδοσιακά μπινελίκια περιήλθαν σε αχρηστία, τελοσπάντων ξέρω πού πηγαίνεις πηγαίνεις στο Μπέλλινγκε και εκεί θα πάρεις το Μίκαελ ή Μιχάλη όπως τον λες από τη δουλειά, θα πάτε στο κουτσοχώρι του, θα πας 120 στα 90 και θα κάνετε καλαμπούρι για τα ραντάρια αλλά 40 στα 50 γιατί όλα κι όλα δε θέλετε να πάτε και φυλακή, θα πιεις μια Odense Pilsner ενώ ο Μιχάλης θα κάνει μπάνιο στα γρήγορα, θα εμφανιστεί ένας άλλος με καθαρά χέρια και μασχάλες που μοσχομυρίζουν 1 MILLION ή κάτι τέτοιο τσομπανοτραβόλτικο, θα πάρετε τις μπύρες και τα σνακς και θα οδηγήσετε, δεν ξέρω αν θα είναι αυτός ή εσύ σ'αυτό το γύρο, ως τις δανέζικες Άλπεις που είναι δεκαπέντε χιλιόμετρα δρόμος, θα παρκάρετε δίπλα από το σκυλόδασος με τα ψηλά δέντρα και την ωραία θέα, τσιγαράκι, μπυρίτσα, πατατάκια, και άλλα τέτοια υποκοριστικά, ο Μίκαελ είναι κοντός, στο ύψος σου, χειρώναξ στην ακμή του, με στρογγυλούς μύες και κιτσοτατουάζ σταυρό στο δεξιό βυζί και μανίκι με νεκροκεφαλές αραχνοϊστό και ένα ρολόι στο δεξί χέρι, είναι βλαχόφατσα, έχει την πιο πλακέ προφορά εδώ την ειδική της Φιονίας και όταν τον ακούω να σου μιλάει στο τηλέφωνο πάντα τον δουλεύω από δίπλα και γελάς, αλλά τώρα ο Μίκαελ χαίρεται τη γλώσσα σου στα στενά του χείλη, τρίβει τα λίγα γένια του στα απαλά σου μάγουλα, σε κοιτάζει μες στα μάτια και σου λέει κάτι απαγορευμένο προφέροντας το όνομά σου ύποπτα σωστά, με περισσή σπουδή, σχεδόν με σεβασμό πιστού, και χαϊδεύεις τα βυζιά του και φιλάς τον άσπιλο λαιμό του και χωράτε τόσο όμορφα στο πίσω κάθισμα και χωράτε τόσο όμορφα ο ένας μες στον άλλον και από δυο χωριά χωριάτες Faaborg και Σταυρός και kryds και tværs γραφτό από αρχαιοτάτων χρόνων στα εγχειρίδια της φυσιολογίας... o mayn basherte.

Ever wonder 'bout you and me
at the bottom of the sea,
while both our souls set sail?

You ever think about both our mouths
'round the barrel of a gun?
Make it fast, won't feel a thing.

MODT. 7 / Αιφνίδια δύσπνοια

25.04.21 / 

Δουλεύω τρίτο εικοσιτετράωρο σερί, είμαι στο πλατύσκαλο της ψύχωσης, είμαι άπλυτος, έχω αλάτια στο κούτελο, τα γυαλιά είναι πιτσιλισμένα με διάφορες αηδίες, έχω κοιμηθεί αποσπασματικά τέταρτα και μισάωρα και λίγα δίωρα εδώ κι εκεί, ο ήλιος που μπαίνει απ'τη τζαμαρία της γωνίας με σκοτώνει, δε μπορεί να λάμπει ήλιος μέσα σ'αυτή τη μαύρη τρύπα, είναι έγκλημα πολέμου, τα χείλια μου έχουνε ξεπετσιάσει κάτω από τις μάσκες και στη γωνία έχει ανοίξει μια μικρή πληγή, αν χτυπήσει το τηλέφωνο άλλη μια φορά θα το ρίξω στη χέστρα και θα το χέσω και θα το κατουρήσω, η ραχοκοκκαλιά μου καίει, σπρώχνω τη βαριά πόρτα και μπαίνω στο MODT. 7 σαν ζωντανός νεκρός με μάτια ανοιχτά που κοιτούν αλλά δε βλέπουν, πιάνω ένα ζευγάρι γάντια μήντιουμ από τη ραφιέρα δίπλα στο λαβομάνο, αυτόματος πιλότος, Τι έχουμε εδώ; -Αιφνίδια δύσπνοια, λέει η αρχινοσοκόμα από δίπλα από το μόνιτορ, η άλλη κάτι πασπατεύει στα ντουλάπια, τραβάω το βλέμμα από το απλανές και τότε βλέπω στο κρεβάτι του MODT. 7 τον ΑΛΜΠΕΡΤ, το ροδαλό του πρόσωπο χλωμομπλαβί, σκεπασμένο με το αναθεματισμένο κουβερτάκι των αρρώστων, από κάτω φοράει ακόμα το κωλάν της ποδηλασίας με τη διαφήμιση CASTROL, το οξύμετρο στο δείκτη, Άλμπερτ, λέω το όνομά του πολύ γερμανικά με κάθε γράμμα στη θέση του, όχι δανέζικα με το πλαγιαστό άλφα και μαλακό ταυ, Άλμπερτ, δυο φορές, χαμογελάει, δε μπορεί να πολυμιλήσει, πετάω τα γάντια και τη μάσκα στο πάτωμα, δεν τα χρειάζομαι για τον αγαπημένο μου ορθοπεδικό, οι διασώστες δίνουν αναφορά, τον βρήκε ταξιτζής πεσμένο στο Μπρανεκίλε, πονούσε πολύ, του δώσανε Κομπιβέντ και Φεντανύλ και οξυγόνο στη Χάντσον αλλά ρίχνει συνέχεια κορεσμό, υγιής κατά τα άλλα, κρίση άσθματος, έμφραγμα; Να το προνοσοκομειακό καρδιογράφημα, -Μια ηπαρινισμένη σύριγγα δώσ'τε μου, είμαι ακόμα ηγούμενος εδώ πέρα, -Τα αρχικά σου; αυτός είναι ο διασώστης ένα με το ηλεκτρονικό σημειωματάριο στο χέρι, η δεύτερη νοσοκόμα μου περνάει με μια κίνηση τη σύριγγα, μια βαμβακόμπαλα και δυο πακέτα οινοπνευματοπανάκια, διαλέγω μεριά στην τύχη, με το ένα χέρι του κρατάω την παλάμη που με εκπλήσσει τόσο κρύα που είναι, με το άλλο τη σύριγγα σαν βελάκι στην κερκιδική, το αίμα παχύ και σκούρο, την κρατάω πίσω από κεφάλι μου και κάποιο άλλο χέρι την παραλαμβάνει, -Θέλετε ακτινογραφία επί τόπου; ρωτάει η αρχινοσοκόμα έτοιμη με το τηλέφωνο για να παραγγείλει, γνέφω όχι, το οξυγόνο είναι στα 15 λίτρα αλλά ο Άλμπερτ είναι μελανής, ακροάζομαι με το πουτανιασμένο στηθοσκόπιο που έχει ακούσει πνευμόνια και καρδιές που από το πλήθος τους έχασαν την αξία τους, σιγή δεξιά, σημεία κόπωσης στο καρδιογράφημα, -Έχεις πνευμοθώρακα υπό τάση, Άλμπερτ, θα σε πονέσω αλλά όλα θα πάνε καλά, η δεύτερη νοσοκόμα έχει ήδη ετοιμάσει το κιτ για Μπυλάου, η φωνή μου στο τέλος της πρότασης σβήνει και εξαφανίζεται και κάπως εξαφανίζομαι μαζί της, ο Άλμπερτ είναι γαντζωμένος από μένα με τα μάτια, -Να μην περιμένουμε τα αέρια; ρωτάει η αρχινοσοκόμα, γνέφω πάλι όχι, σέρνω το στρογγυλό σκαμπώ με τις ροδούδες, κάθομαι και κάνει παφ, πιάνω τα πλευρά, τέταρτο και πέμπτο, μέση και οπίσθια μασχαλιαία γραμμή, πάντα από πάνω, οι τραυματιοφορείς φεύγουν, αποστειρωμένα γάντια για πρώτη φορά με μόνο νοιάξιμο για τον άρρωστο και όχι για τη σωτηρία του κορμιού μου, χλωρεξιδίνη κίτρινη λεμονιά, τρέχει εδώ κι εκεί, λερώνει τα σεντόνια, δεν έβαλα πεδίο, ποιος το γαμάει, λιδοκαΐνη για την παρηγοριά, δεν περιμένω να πιάσει, νυστεράκι γυμνό, τομή, μια σταγόνα αίμα και ένα ρυάκι ιδρώτα από το σβέρκο μου ως την οσφύ, λαβίδα Κέλλυ, λίγο ακόμα αίμα, πονάει, σφίγγει τα τρυφερά του βλέφαρα, πφφφ ξεφύσημα και ο Άλμπερτ παίρνει ήδη χρώμα, δάχτυλο στην τρύπα, ε, ναι, έχω μεγαλώσει πια και δεν ντρέπομαι να πω για τα παρά φύσιν πάθη μου, δεν είναι η πρώτη μας φορά με δάχτυλα και τρύπες, παροχέτα και κονέ στο κιβωτιάκι του Μπυλάου, φυσαλίδες όπως πρέπει, ράβω στα χείλη, κολλάω το παραθυρένιο γαζοπλάστ, έχουμε πολυτέλειες εδώ, οι σφύξεις πέφτουν, το αλάρμ το βουλώνει, βγάζω τα αποστειρωμένα γάντια και του πιάνω το χέρι, οι νοσοκόμες συμμαζεύουν γύρω, -Το ήξερα πως είσαι καλός. Είσαι καλός, λέει, δεν κολακεύομαι, θρυμματίζομαι, γκρεμίζομαι σαν αμμόπυργος, ακουμπάω το κούτελο στο στομάχι του και με ξεφτιλίζει ένα ανεπανάληπτο γοερό κλάμα με χοντρά καυτά δάκρυα που με τραντάζει ολόκληρο, μου χαϊδεύει το κεφάλι και το οξύμετρο πιάνεται στα μαλλιά μου, η αρχινοσοκόμα με πιάνει από τον ώμο και με ρωτάει αν θέλω να βγω έξω, ακούω τον Άλμπερτ που λέει Περάστε εσείς έξω, παρακαλώ, και είναι η φωνή που έχω συνηθίσει στο κάτεργο, εύθυμη και ζεστή και πάντα με λίγη αστειευτική απορία στο τέλος, οι αδυναμίες μου με έχουν περικυκλώσει στρατηγικά και δεν έχω πού να κρυφτώ, σήμερα το πρωί μπανιαρισμένος παρφουμαρισμένος με τα πολιτικά μου με ένα σακούλι σπιτικά κουλουράκια και ένα μάτσο ζουμερές μανόλιες από το μαγαζί δίπλα στο ΝΕΤΤΟ, η αρχινοσοκόμα με πετυχαίνει στο διάδρομο, Μα έπρεπε να καλέσετε άλλον αφού γνωριζόσαστε, έπρεπε να προσέξετε και τον εαυτό σας γιατρέ, με τρομάξατε πολύ. -Χε-χε, η απάντησή μου, χε-χε, ό,τι πιο έξυπνο είχα να πω, τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά, ντρέπομαι φυσικά, αλλά αφού μπόρεσα αυτό, μπορώ τα πάντα, πού να σου γαμήσω για συναισθήματα, τώρα μπορώ τα πάντα, έτσι λέω, και μόλις τον βλέπω στο κρεβάτι με παίρνουν πάλι τα ζουμιά.

Cape Tribulation






ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΕΜΠΟΔΙΟ ΟΥΤΕ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Όταν κάνεις δυο βήματα πίσω και σε κοιτάξεις στον καθρέφτη ξαφνικά δεν είσαι τόσο σιχαμένος, και ο καθρέφτης είναι λιγότερο σταγμένος, όσο απομακρύνεσαι οι φόβοι σου μικραίνουν και μικραίνουν ώσπου χάνονται στον ορίζοντα, κι εσύ μικραίνεις και μικραίνεις ώσπου χάνεσαι στον ορίζοντα
και δεν υπάρχεις για κανέναν, και κανένας δεν υπάρχει για σένα,
ἔσται γὰρ τότε θλίψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ' οὐ μὴ γένηται.

Η κλίμακα του χάρτη είναι η λίμα του φυλακισμένου.

x

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΟΔΙΟ, ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Το φως φτιάχνει τοπία μυθικά, το θαλάσσιο χιόνι σκόνη στις δέσμες του ήλιου ένα ήσυχο μεσημέρι, οι φυκιάδες χορεύουν πάνω στην άμμο και η μουσική του κόσμου σε βρίσκει από το έξω νερό στο μέσα νερό, 
αίμα, λέμφος, αλάτι και νερό, 
όσο βυθίζεσαι το τίποτα ολοένα ασθενεί, στον σκοτεινό πάτο γίνεσαι μυστικό, γίνεσαι τα πάντα και για πάντα, και το αίμα και η λέμφος και η ψυχή και το χούι θαλάσσιο χιόνι σκόνη σε αλάτι και νερό,
ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ μηδενὶ ἀνθρώπων.

Ακτή και ακτή και ανάμεσά τους ζωή μακρά.

'Εσω, εσώτερα, εσώτατα

 






Έξω, έσω, εσώτερα, εσώτατα

ο κόσμος και το τσόφλι του
μεμβράνες και υμένες και άλλα ζεστά υφάσματα

τα μυστικά της γύμνιας είναι στις ραφές
στα παρωνύχια στις άλω στο σιωπηλό κιννάβαρι

συν τω χρόνω τα μάτια γυρίζουνε σωστά προς τα ανοιχτά
ο φάρος σπέρνει μέρα στο ανεξερεύνητο των σπλάγχνων
 
η προπατορική ντροπή καίγεται στο φως
ναι, είσαι γυμνός
na und?

αμαρτάνοντας νερώνονται τα εγκλήματα κι αγιάζεις.

Το πρόβλημα με άντρες σαν κι εσένα είναι πως έχετε πολλά να πείτε
αλλά είστε σφιχτοχείληδες

το πρόβλημα με άντρες σαν εμένα είναι άντρες σαν εσένα
ρίζες που δε φοβούνται παγετούς, αφοσίωση και πίστη
έχει ο Θεός να δίνει

ισόβια περιπλάνηση αλλά να
τα μάγουλά σου μυρίζουν σπίτι
κι όταν παίρνω βαθιές ανάσες δίπλα τους πάντοτε επιστρέφω.

Greedy-guts

Πήρε το άδειο νεροπότηρο, ίδιο με εκείνο που είχανε στην Πρίγκηπο για τα μιλκσέκια, αρχέτυπο νεροπότηρου, και ψιθύρισε μέσα χαμογελώντας. Το γέμισε νερό, είχε ζέστη, το γυαλί ίδρωσε αμέσως, και μου το έδωσε. Ήπια μονορούφι, και κάτι μίλησε στο στόμα μου και είπε πούστης ο βασιλιάς σου. Κατάπια τις τελευταίες γουλιές, το λαρύγγι μου στένευε από οργή, και κάθε γουλιά πήγαινε κάτω πιο δύσκολα από την προηγούμενη, και το νερό γινόταν ψαρόκολλα. Τι λες; Μαλακίες λες. Όχι. Ένεψε, έδειξε με τα δάχτυλά της τα μάτια της και έπειτα εμένα, ορίστε, να δω και για τον ίδιο μου, με δούλευε.

Έφυγα τρεχάτος από την αυλή του πατρικού μου που καθόμασταν στην οδό Gmelinstraße ως τη Haidweg ούτε πέντε λεπτά δρόμος με την ψυχή στο στόμα. Η είσοδος της παλιάς μονοκατοικίας ήταν ξεκλείδωτη, έξω ο ήλιος έψηνε τα πάντα, υγρασία να πνίγεσαι, μέσα σκοτάδι, γιατί ήταν τόσο σκοτεινά; Μουσκίδης στο παλιομοδίτικο σαλόνι το ξεχασμένο από το χρόνο, ξυπόλυτος, άφηνα νωπές πατημασιές στα πορώδη σανίδια που είχαν χάσει το βερνίκι τους από πενήντα χρόνια, όλες οι χειμωνιάτικες κουρτίνες απλωμένες πάνω από τις καλοκαιρινές, ένας αέρας σαν σπηλιάς εκεί μέσα, δροσερός αλλά πυκνός, παλιωμένος, περίεργος, πού ήταν η κυρία Silke που συνήθως δούλευε τα λογιστικά της στο μεγάλο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, γιατί δε μύριζε καφές, γιατί τα βάζα ήταν άδεια και τα λουλούδια στις γλάστρες ήταν όλα μαραζωμένα, τι στην ευχή είχε συμβεί;

Συνέχιζα να ιδρώνω, έψαχνα παντού για αίμα, αλλά το σπίτι, παρ'ό,τι παρατημένο, ήταν καθαρό, το παχύ σαπιομηλί χαλί ήταν φρεσκορουφηγμένο γιατί έβλεπα τις στοματιές της σκούπας εδώ κι εκεί που του άλλαζαν την κόμμωση, ο καναπές ήταν ταχτοποιημένος με τα μαξιλαράκια χαστουκισμένα. Γύρισα εδώ κι εκεί, πουθενά η κυρία Silke, πουθενά ο Μπέρτι, ανέβηκα αργά αργά τις απότομες σκάλες, δεν έτριξαν απ' το βάρος μου όπως συνήθως, ξαφνικά είχαν γίνει πολύ στιβαρές και το χλωμό τους ξύλο ήταν μάρμαρο. Ο πάνω όροφος ήταν ακόμα πιο σκοτεινός και ακόμα πιο κρύος, είχα αλλάξει όροφο και είχε αλλάξει η εποχή.

Όταν άνοιξα την πόρτα του δωματίου, το πόμολο που ήταν πάντα ως τότε μισοξεχαρβαλωμένο είχε επισκευαστεί, η πατίνα είχε τριφτεί και ήταν λείο σαν καινούριο στην αφή, το σκοτάδι κλιμακώθηκε, χύθηκε σχεδόν στο χωλ, τα αμβλυωπικά μου μάτια με το πάσο τους, στάθηκα εκεί περιμένοντας, αβοήθητος και πολύ ενοχλημένος. Μόλις άρχισα να βλέπω, η όρασή μου με χτύπησε σαν κανονιά, ο Μπέρτι ξεβράκωτος, φορώντας όμως τη μπεζ Αμερικανίνο φούτερ με τους λιωμένους σφιγκτήρες στα μανίκια, έγλειφε επιμελώς τα αρχίδια ενός υγιώς ηλιοκαμένου άντρα με γυαλιστερά μούσκουλα, ενός κλασσικού Λατίνου εραστή όπως θα τον φανταζόταν με κάθε υπερβολή της ζήλειας ένας ξερακιανός κοκκινοτρίχης, τρομοκρατήθηκα λες και έβλεπα κάποια αβάσταχτη κτηνωδία, στεκόμουν εκεί, παραλυμένος από τη φρίκη, και παρακολούθησα το Μπέρτι να εμφανίζει το μωβ μπουκάλι Ντιούρεξ με τη μικρή ζωγραφιά της αλόης στη μια άκρη από το ντουλάπι με τα επιτραπέζια, και να αδειάζει το μισό πάνω στην πούτσα του, hvad fanden laver han? Μα τι στην ευχή κάνει; αναρωτιόμουν, και μετά η Λατίνα απειλή γύρισε μπρούμυτα και ο φίλος μου του τον έβαλε στον κώλο με φροντίδα. Αυτό δεν το άντεξα, άρχισα να φωνάζω, Όχι, τι κάνεις; Δε μπορείς να το κάνεις αυτό, σταμάτα! και η πρώιμη υστερία έδωσε τη θέση της σε ένα απελπιστικό, συνθλιπτικό αίσθημα αδικίας, τώρα έκλαιγα, Όχι, δε μπορείς να το κάνεις αυτό, είσαι δικός μου, όχι, για την ακρίβεια έλεγα μουλιασμένος στα δάκρυα Neej, dat kannst du mi neet andoon, du tohöörst mi, du tohöörst mi, δηλαδή μου ανήκεις, μάλιστα, είχα τολμήσει το απαγορευμένο, με τρομερό θράσος, χωρίς καμιά αναστολή, χωρίς ντροπές.

Ξύπνησα ταραγμένος, με την καρδιά σκαρφαλωμένη στο λαιμό μου, τα μαλλιά τσαλακωμένα, με πέρλες ιδρώτα στο κούτελο και στο σβέρκο και όπου αλλού, όλα ήταν βρεγμένα, ακόμα απελπισμένος, πάλευα μπερδεμένος με τα σκεπάσματα και δεν έβρισκα την άκρη, με ξεσκέπασες μεμιάς, Τι είδες; ρώτησες περίεργα, χοντρά δάκρυα έτρεχαν στη μούρη μου ασυγκράτητα και με ζέσταιναν περισσότερο, έψαξα βιαστικά πάνω απ'το κεφάλι μου εκεί που τελείωνε το κρεβάτι, βιβλία και βιντεοπαιχνίδια ξυλοφορτώματος γκρεμίστηκαν, Τι θες; Αυτό ψάχνεις; και μου έδωσες το κινητό που είχε παραπέσει και όπως πάντα ήξερες ακριβώς πού, ήταν πέντε το πρωί, πήρα το νούμερο χωρίς να το ανακαλέσω από τις επαφές σαν πρεζάκι σε παροξυσμό, Τι κάνεις, είναι πέντε το πρωί, εσύ, η φωνή της λογικής, το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές και άκουσα τη φωνή του Μπέρτι, τον είχα ξυπνήσει, και τότε συνήρθα ακριβώς, Moin, βαθειά και καθησυχαστική σαν τον ύπνο της βενζοδιαζεπίνης, σχεδόν σαν αγκαλιά, Moin Leev, du fehlst mir, αυτός ήμουν εγώ, ψάχνοντας στο αρχείο των γλωσσών μου, ήρεμος και σταθερός αλλά με λίγη από εκείνη την τραχύτητα που κουβαλάω πάντα, το γρέζι του νευρασθενικού όπως λες.

Αυτό συνέβη το πρωί της Τετάρτης, και έτσι με συνοπτικές διαδικασίες την Πέμπτη, που έτυχε να είναι Μεγάλη Πέμπτη των προτεσταντών (skærtorsdag ή Gründonnerstag) πήγαμε και τον πήραμε από τα σύνορα στο Padborg, πάνω στην ώρα για χάροσετ και γκεφίλτε φις που το αντιπαθώ αλλά το έχει άχτι, και γελάσαμε πολύ με τον εφιάλτη μου και παραλίγο να πνιγείς με την καραμέλα αχλάδι, τα δάχτυλά μου κολλούσαν από τις μαρτσιπανένιες φράουλες που μου 'φερε από το Flensburg που τις αντιπαθεί αλλά τις έχω άχτι, και μετά έπρεπε να καθαρίζω το τιμόνι από τις ζάχαρες, και τώρα κάθομαι στην τυρκουάζ πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και λιάζομαι ενώ η παράξενη οικογένειά μου ανταλλάζει πόκεμον στον καναπέ, και τους παρατηρώ σαν κακομαθημένο μοναχοπαίδι για να βεβαιώσω πως είναι και οι δυο δικοί μου και κανενός άλλου, πως δε θα με προδώσουν για μια χούφτα μαυρισμένα αμελέτητα, και κάθε τόσο κοιτάζω πάνω απ'τον ώμο μου μήπως το γελάκι που ακούω είναι ο καριόλης ο Freud που κρύβεται στους θάμνους της αυλής, που άμα τον βρω θα τον γαμήσω με το φτυάρι της κηπουρικής.

Μανιφέστο - ορυκτή καταστολή

ΟΡΥΚΤΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

Στις μικρές ώρες μιας ήσυχης νύχτας μισή ντουζίνα νεκροί επισκέπτονται έναν βαριά άρρωστο. Μέρες αγρυπνίας, κανονιές ενδοφλέβιας κορτιζόνης, τρύπημα και ξανατρύπημα για πάσης φύσεως βιοχημικούς ελέγχους, από κάθε οπή φυτρώνει και ένα καλώδιο, ο συνθαλαμίτης φοράει το σκάφανδρο του μη επεμβατικού αερισμού και το μηχάνημα κάνει τη φασαρία του, όλα αυτά προετοίμασαν το έδαφος για το παραλήρημα. Τώρα ο βαριά άρρωστος είναι διεγερτικός, θέλει να φύγει, δεν αντέχει να βλέπει τους νεκρούς του, τον φοβίζουν αυτά που έχουν να του πουν. Ξηλώνει τα καλώδια, ζουμιά παντού, τρέχει ξυπόλητος στο διάδρομο της κλινικής, τον προλαβαίνουν οι νοσοκόμες της δύσκολης βάρδιας, τον μοντάρουν. Αυτός τινάζεται, γρατζουνάει με τα γεροντόνυχά του, οδύρεται, προσπαθεί να πετύχει τα στόματα, τον φοβίζουν τα ακατανόητα μουρμουρητά. Μια λάμπα στον προθάλαμο των ασανσέρ μισοδουλεύει, κάθε αναλαμπή της τηγανίζει το μυαλό του αρρώστου, κάθε σβήσιμο φέρνει αιώνιο σκοτάδι και το μαρτύριο κάνει κύκλο. Τον σέρνουν στο κρεβάτι, εκεί που τον περιμένει η αγκάλη του θανάτου, τον ταχτοποιούν, πρέπει να είναι ταχτοποιημένος, αδιάβροχα μιας χρήσης πάνω στα σεντόνια, τον πλένουν όπως όπως, νέος ουροκαθετήρας, νέος φλεβοκαθετήρας, φρέσκα όλα από το ντουλάπι των αναλώσιμων, μόνο αυτός μπαγιάτικος. Απλώνουν το παραβάν ανάμεσα στο συνθαλαμίτη με το σκάφανδρο του μη επεμβατικού αερισμού για να μην ταράζεται από πραγματικότητες που δεν είναι δικές του. Ο παλιατσογιατρός κάνει την εμφάνισή του, μέρες αγρυπνίας, κανονιές ενδοφλέβιας κορτιζόνης, τρύπημα και ξανατρύπημα, λίστες χιλιομέτρων με πάσης φύσεως αποτελέσματα και φυσιολογικές τιμές, τα υπηρεσιακά τηλέφωνα παίζουν ένα ξεφτισμένο αριστούργημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήρθε η ώρα της καταστολής, η ώρα του Αλοπεριντίν και του Στεντόν, και αν δεν πάψει η όχληση και της προποφόλης και των άλλων μαγικών ζωμών μέχρι να περάσει η φουρτούνα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Οι νύχτες είναι ήσυχες για εκείνους που κοιμούνται. Το άρβυλο του κομφορμισμού συνθλίβει τα οστά των αποκλίσεων αλλά μέσα στην έρημη γειτονιά δεν τρέχει κάστανο. Ο θάνατος ανάγεται σε αμάρτημα και σε αποτυχία, η ζωή γίνεται ταμπού και όλοι πρέπει να κρατάμε μυστικά, μη σώσει και τολμήσουμε να κοιτάξουμε την αγωνία στα μάτια. Η διδαχή του Θρασύβουλου για τη φροντίδα των χωραφιών ακολουθήθηκε πιστά, και έτσι ανθίζει ο πολιτισμός -πώς αλλιώς; Οι ηδονιστικές κοινωνίες της ραστώνης ξεριζώθηκαν με μένος στο όνομα του Θεού στις ατόλες του Ειρηνικού, η σύφιλη των εξερευνητών έσπειρε τα πρώτα ψίχουλα ενοχής στους κήπους της Καραϊβικής, η παρφουμαρισμένη δυσωδία του πολιτισμού εξαπλώθηκε με μια μικρή πνοή, ραίνοντας από άκρη σ’άκρη τον πλανήτη με τη χρυσόσκονη του ψέματος, χάρτινη διαστρωμάτωση, καθωσπρεπισμό και ενάρετες ψυχές με τις «σωστές» αξίες στον κόρφο, ευλογίες ισχυρών ανδρείκελων, δημοκρατικές διαδικασίες διά στόματος κακοήθους εξεργασίας από τη μούργα της ημιμάθειας και της παντογνωσίας στο χέρι και στην κάλπη και μέσα από τα παχάντερα της διαφθοράς αναδύονται ως αχνιστά σκατά από τα λαρύγγια των λαδωμένων φερέφωνων, παρωπίδες ραμμένες στη σάρκα των παιδιών που μεγαλώνουνε μαζί τους, το ασφυκτικό πέπλο της κατασκευασμένης φτώχειας, πλαφόν στις χαρές, πλαφόν στις λύπες, μονοπώλια ελευθερίας, δουλεύουμε το φτυάρι για να ζήσουμε, δουλεύουμε το φτυάρι και σκάβουμε τον τάφο μας.

Hope dies all the time

Ήταν μια από τις τελευταίες μου εφημερίες πριν με αποσπάσουν στο πανεπιστημιακό, συνεφημέρευα με τη Γ. Φ., μια θαρραλέα ανειδίκευτη από το Αφγανιστάν, με τα σμαραγδένια μάτια χωμένα στο σκοτάδι του προσώπου της στάμπα καταγωγής, ήμουν ηγούμενος στα ΤΕΠ κατά τα γνωστά, αβάσταχτα κουρασμένος και διψασμένος, περίμενα πώς και πώς να δείξει το ρολόι πάνω από τα τηλεμόνιτορ 0100 για να ανέβω στο εφημερείο και να κοιμηθώ καθιστός στο μπλε καναπέ ως την επόμενη ανακοπή ή το επόμενο πολυτραύμα, ο καιρός είχε ανοίξει, κόντευε καλοκαίρι, μεσάνυχτα και ακόμα ημίφως, στάνταρ κίνηση και λίγη πανούκλα για το αλάτι της ζωής. Δέκα λεπτά πριν την ευλογημένη ώρα εμφανίστηκε η Γ. Φ. με τη ραδιοφωνική φωνή της και μου είπε μπορείς να με βοηθήσεις, χωρίς ερωτηματικό. Πού; -Στην πνευμονολογική. Περπατήσαμε από τη μια στην άλλη άκρη του κτιρίου, έκανε να πάρει τις σκάλες, της έκανα νόημα να περιμένει το ασανσέρ, μου παρουσίασε εν συντομία το περιστατικό ενώ κοιταζόμασταν στο καθρεφτόκουτο και το ρομπότ έλεγε anden etage, άνοιξαν οι πόρτες, με τύφλωσε η τιτάνια επιγραφή ΟΧΙ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ και από κάτω ένα βάζο με ανθοδέσμη διαγραμμένο για να συνεννοούμαστε, κάπου στο βάθος σε έναν από τους πίσω μονόκλινους μπήκε η Γ. Φ. με τη ρόμπα της να θροΐζει και το στηθοσκόπιο κολιέ και στο κατόπι της εγώ ντυμένος τραυματιοφορέας, μια γυναίκα στο κρεβάτι και τρία μεγάλα παιδιά γύρω, και κάπου δίπλα ένα βάζο με ανθοδέσμη ολοζωντανό, κανόνες και αρχίδια, η Γ. Φ. με σύστησε και μου έδειξε τις εξετάσεις του τριημέρου, ήταν καλές ως χτες που η γυναίκα ήταν σπίτι της και τώρα είχε ξαφνικά νιώσει αδιαθεσία και είχε οξεία νεφρική ανεπάρκεια και από κάπου αιμορραγούσε εντός της και τα κάλια και τα νάτρια ήταν άνω κάτω, ca. πνεύμονα νεοδιαγνωσθέν, ούτε μηνός, η πρώτη έκπληξη δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει, την κοίταξα καλά και στο σβέρκο μου ένιωσα τα γνώριμα μακρυά παγωμένα δάχτυλα, πέθαινε, το έβλεπα παντού πάνω της, ένα μυστικό ανάμεσα σ'αυτήν και σ'εμένα, την εξέτασα για το τυπικό, τα παιδιά περίμεναν ν'ακούσουν στρατηγική θεραπείας, η Γ. Φ. λούφαξε στην άκρη του ματιού μου δίπλα στο λαβομάνο, Έφτασες στο τέλος της διαδρομής, θα σε βοηθήσουμε να μην πονάς, η άρρωστη με κοιτούσε τελειωμένη, έγνεψε, η κόρη έκλαψε χωρίς λυγμούς, οι γιοι ήταν βουρκωμένοι. Φεύγοντας έδωσα οδηγίες στη Γ. Φ. για tryghedskasse, ένα βαλιτσάκι για την ευκολία του προσωπικού με τα λίγα μοιραία φάρμακα που δίνουμε στους ετοιμοθάνατους, επισήμως παρηγοριά, ανεπισήμως ενίοτε και ευθανασία. Όταν κατέβηκα στο ισόγειο σταμάτησα να πάρω ένα τόνικ από τον αυτόματο πωλητή δίπλα στο κλειδωμένο κυλικείο, και ενώ το μηχάνημα γουργούριζε και κουνούσε τα εξαρτήματά του, αναλογίστηκα τι είχα κάνει, αν είχα πέσει έξω, αν δεν πέθαινε σε εύθετο χρόνο την είχα βαμμένη, πήγα να ιδρώσω, αλλά πάνω στην ώρα γεννήθηκε το αλουμινόκουτο από το μηχανικό μουνί με το τσίγκινο κλαπέτο και ήμουν πάλι ευχαριστημένος.

Η Γ. Φ. με βρήκε τα χαράματα, την είχαν πριν λίγο καλέσει να αναγγείλει ένα θάνατο στην πνευμονολογική, το θάνατο που είχα ο ίδιος μου ευλογήσει, δε νομίζεις πως έπρεπε να προσπαθήσουμε, να κάνουμε έναν απεικονιστικό, να δώσουμε μια μετάγγιση, είπε πάλι χωρίς ερωτηματικό. Στεκόμουν με την πλάτη στο ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, η τελευταία δροσιά της νύχτας και η πρώτη η πρωινή μου πάγωνε τα μαλλιά, αφού ξέρεις τι νομίζω, τι ρωτάς;

/

זה כתוב לי על המצח

Ο ήλιος απ'τα νοτιοδυτικά παράθυρα το απώγειο του μεσημεριού, ξέρω και δεν ξέρω τι θα βρω γυρνώντας σπίτι μετά από δυο βδομάδες από πόστο σε πόστο πετάλι στο λιμάνι και πήδος στο Έσβαγκτ Ντάνα, και παγετός και πατινάζ και τα αιώνια εφημερεία και τα μεταλλικά σεντόνια τους και το θείο έργο, καλβινισμός και αφοσίωση, κόμποι τίμιου ιδρώτα στους κροτάφους, μαλλιά κολλημένα στο κρανίο, αυτιά μπλαβιά από το κρύο, κι αναθέματα σ'εφτά γλώσσες, ένα για κάθε μέρα της εργατικής βδομάδας

το παράθυρο του δωματίου είναι ανοιχτό και το'χει φυσήξει το αεράκι κόντρα στο ντουβάρι και από μέσα η κοφτή κουρτίνα κάνει φουπ φουπ και πάει μέσα έξω σαν σωλήνας και χύνεται στην κοιμισμένη γειτονιά ξε-χαλέβ σελί πατουάχ και "πάκι" ντάχτιρι (εδώ στις άσπρες χώρες ό,τι έχει μυρωδιά ανατολής είναι πακιστανικό) και είναι γραφτό μόλις βάλω το κλειδί στην κλειδαριά το τραγούδι να λέει ατ αούβατι λανέτζαχ ζε κατούβ λι αλ χαμέτζαχ δηλαδή είσαι η παντοτινή μου αγάπη, το γράφει στο κούτελό μου

βγάζω τα χοντροπάπουτσα με τις σιδερένιες μύτες και το πρώτο βήμα μέσα πέρασμα σ'άλλο κόσμο η απροσδιόριστη μυρωδιά σπιτιού η ορκισμένη νότια μουσική σου ο ήλιος απ'τα νοτιοδυτικά παράθυρα και στο κέντρο εκεί που συναντιούνται οι ακτίνες εσύ τσουλοκώλι τρίβεις με τη βούρτσα το χαλί πετάω το σάκο στο χωλ τέσσερεις δρασκελιές σηκώνεσαι χορεύοντας και τραγουδάς εδώ κι εκεί τους στίχους και ανάμεσα στα εβραϊκά που δεν πολυκαταλαβαίνω στριμώνεις ένα πριν πας για μπάνιο καθάρισε πάνω απ'τα ντουλάπια, δεν ξεχνιόμαστε ποτέ κι όμως είμαστε πάντα ξεχασμένοι
ξένοι, ξενιτεμένοι, ξεγραμμένοι, 
γνωστά παιδιά της Διασποράς, που όταν κόβονται στα δυο το αίμα που κυλά αφηγείται χιλιάδες χρόνια πέρα δώθε, βρώμας και τυχοδιωκτισμού, 
και αυτές και όλες οι άλλες σκονισμένες ψηφίδες που σε κάνουνε εικόνα είναι ο μαγικός χυλός
η λάσπη η ιερή

είναι ο θρασύς εξωτισμός που μου'φερνε αμηχανία από παιδί και ρίχνει χαστούκια στο στόμα του βορρά, είναι τα σοκάκια και το διψασμένο χώμα που γίνεται ατμός, είναι η μπουγάδα που ιδρώνει κάτω απ'το αυγουστιάτικο φεγγάρι, είναι το ένωμα του εδώ και του εκεί και του τότε και του τώρα, το χάος των πληθών, τα κούτελα που γυαλίζουν, οι λιαστές ευτυχίες και δυστυχίες, οι ταφόπλακες στις αυλές και στα κατώγια, οι δέκα πύργοι της Βαβέλ και οι πάσης φύσεως κοψιές, η σκερτσόζα γεωγραφία, είναι οι αστράγαλοι του ασβεστίτη που σε οδηγάνε στη μεσογειακή ακτή, το λουλουδένιο στόμα που με φτύνει μες στο μάτι, το μέλι των μαλλιών σου, τα δάκρυα της μαρεσιάλας, η μεσημεριανή σιωπή, είναι αυτό που κρύβεται εντός μου, είναι μια λέρα ζηλευτή

σ'αντικρύζω με όλο μου το θράσος
έχω φτάσει τα χρόνια του Σταυρού, έχω προσευχηθεί απελπισμένα, δε φοβάμαι
ανοίγω το στόμα, χώνεις το χέρι στα έγκατά μου και τραβάς έξω ό,τι είναι μυστικό
τους ιδιωτικούς μου εμφυλίους, τα λεπτά της ασφυξίας, τις νυχτόβιες αγωνίες, τις παλιές ντροπές
και όλες τις άλλες φτήνιες της κασέττας
σ'αντικρύζω με όλο μου το θράσος και επιτέλους με βλέπω καθαρά
ανάσκελα στο κρεβάτι τριγυρισμένο απ'τα πλεχτά σου και πάνω μου η πείνα το κτήνος το θηρίο τα χέρια σου μου σβήνουνε το φως απ'το λαιμό αλλά εγώ είμαι εδώ για σένα, χύνεις και σου τρέχουνε τα σάλια γραμμή στη μούρη μου και γελάω θα πάρει δυο στιγμές να πάρεις πρέφα και να πεις αυτή είμαι
ναι, αυτή

Και με ρώτησε η Άλις 
Σε ποια γλώσσα ονειρεύεσαι; Η ερώτηση αυτή κρώζει, δεν έχω περάσει ποτέ κανένα σύνορο.
Αλλιώς δε θα ρωτούσε.

Temperance

Έχει ήδη νυχτώσει, το χιόνι αντανακλά κάποιο μυστικό φως, από το στενό διάδρομο δίπλα στα παράθυρα γουργουρίζουν τα κλειδωμένα ψυγεία, οι ραφιέρες με τους πύργους ποτηριών σκονίζονται αργά αργά, ήσυχα βήματα με τα κατασκοπευτικά παπούτσια, οι καρέκλες και τα τραπέζια άδεια, ένα καραφλό σκιάχτρο που φοράει τη στολή του δούλου κάθεται στη σκοτεινή γωνιά. Γνώριμο πλάσμα, είναι το φάντασμα που περιφερόταν στην κοιλάδα του Σορέκ για χρόνια, γύρω τα βουνά της Ιερουσαλήμ που κρύβουν όλους τους ορίζοντες, πέτρες και φαρμακερά σταφύλια, ώσπου κάποια μέρα βροχών το πήρε το ποτάμι και το ξέρασε στο αμμουδερό δέλτα κι έτσι ελευθερώθηκε. Παγώνι χωρίς ουρά, σκιάχτρο μαδημένο, αν βράσεις την ψυχή εξατμίζεται και μένει στον πάτο λίγο αλάτι που σκορπίζεται σαν άμμος. Τι θες να κάνω; ρωτάω απελπισμένος και με βρίσκει κατακούτελα μια καλοκουρδισμένη φωνή, Υπομονή, είναι αυτή, με το ένα πόδι στην όχθη και το άλλο βουλιαγμένο στην ποταμίσια λάσπη το νερό κυλάει από το ένα στο άλλο χέρι και χερουβείμ κρυμμένα στις καλαμιές κάνουν λογαριασμό, απεσταλμένη του Θεού και υβρίδιο πτηνού, γύρω από το κεφάλι το στέμμα της παράνοιας και στο κούτελο ορθάνοιχτο το τρίτο μάτι που τα βλέπει όλα. Αναδύομαι από τη γωνιά μου ντροπιασμένος, αυτό το κόλπο με το νερό δεν το κατάφερα ποτέ και ήταν η καταδίκη μου, τρυπιοχέρης, κυλούσε από το ένα και επέστρεφε στο δέλτα και το αφάνιζε το υφάρμυρο ένωμα, δεν κατάλαβα και πώς, και σιγά σιγά από το χέρι μου το νερό που έρρεε έγινε αίμα και η πλάση το ρουφούσε αδηφάγα και με στράγγισε κι έτσι έγινα διαφανής, έτσι έχασα το τσιγγάνικο σώμα, έτσι έχασα τη σκιά μου, κι έγινα το φάντασμα της κοιλάδας του Σορέκ. Μέσα στο στρογγυλό κεφάλι της όλα είναι σε τάξη, ανάμεσα στα χέρια της ο χρόνος είναι νερό, είναι σπαθί. Δεν υπάρχει τίποτα που δε γιατρεύεται με την υπομονή, το δίδαγμα της απέραντης μοναξιάς, η σοφία της Τεμπεράντσας. Ο χιτώνας της είναι υφασμένος από παγοσταλίδες, ένα πανί από το ίδιο μυστικό φως που καθρεφτίζεται στο χιόνι μες στη νύχτα, η εγκρατεία, το μέτρο, η φωνή της λογικής, και άντρας και γυναίκα και τίποτα απ'αυτά, ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος, αλλά όχι αυτή. Δεν έχω παρά να υπακούσω, υπομονή. Η Τεμπεράντσα θα φτερουγίσει τις πελώριες φτερούγες της και η σκόνη της κοιλάδας του Σορέκ και η γη και οι σκιές κι εγώ μαζί θα φθίνουμε προς το πουθενά.

ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS

-



Wheel of fortune

Στις φωτογραφίες από τα κέντρα υποδοχής στο Έλλις Άηλαντ πριν την αλλαγή του αιώνα από δεκαετία σε δεκαετία και από τη μια μεριά του Ατλαντικού στην άλλη το βλέμμα απαράλλαχτο ταξίδεψε στο χρόνο και στο χώρο το ίδιο εκείνο βλέμμα που ζητάει βουβά τα ρέστα, το βλέμμα που έχει βαθύνει και στης νύχτας το ναδίρ έχει βγάλει δόντια αστραφτερά, το ίδιο γνώριμο βλέμμα έχει και αυτή, τα χέρια σταυρωμένα εμπρός, πέρα από το σύνορο της κούρασης, πέρα από τα όριά της, στις ανοιχτές εκτάσεις της γης των ευκαιριών, στα αχανή πεδία της ανεξερεύνητης κόλασης, ένα βλέμμα που σε βλέπει μέσα απ'το φιλμ και σε καίει σαν ακτινογραφία και οι σάρκες σαθρές εγκαταλείπουν, απέναντι ο θάνατος και η ματιά του Μέδουσα και φυσικά σκοτάδι, από τους βολβούς του στους βολβούς της πέτρα όλα, πέτρα, τα νερά του ποταμιού θολά κι ορμητικά και μια ροή μπερδεμένη και τυρβώδης, Πάσχα από τη μια όχθη της απελπισίας στην άλλη, μεταναστεύοντας από τη σφύρα στον άκμονα. Η φωνή της διασχίζει την ερημιά των σηπτικών και κάνει γκελ στους κούφιους σωλήνες και γλιστράει στα πλακάκια, η άρθρωση ιστορική, το λάμβδα και το κλειστό όμικρον της Βόλβης και του Στρυμονικού τα δυο νερά τα δυο αρχέγονα πηγάδια, μια φωνή που τα ξέρει όλα και επιτάσσει, ίδιον του επαγγέλματος, και στις άκρες των χορδών ένα λίγο νοιάξιμο, κανένας δε γίνεται τραχύς χωρίς να έχει νοιαστεί, στις φωτογραφίες από τα κέντρα υποδοχής στο Έλλις Άηλαντ συνοψίζονται οι λέξεις που παίζει στο αυστηρό της στόμα, χτυκιό, πανούκλα και κολούμπρα, μέσα στο συρφετό δεν ξεχωρίζει η μια κωμωδία από την άλλη, ένα φίδι καρφί στον κόσμο της σαρκός, από τις παραλίμνιες δροσοσταλίδες μ'ένα τίναγμα μαύρων φτερών παφ στη γκρίζα μάκα των απρόσωπων πολλών, ρόδα είναι και γυρίζει, ο διάολος τιμονεύει στο απύξιδο ταξίδι, βασιλιάδες και θεοί και ο κάτω κόσμος σε μόνιμη εναλλαγή καθώς πέφτει το χαρτί και η τύχη αποφασίζει κι εμπρός της άντρες γυμνοί πότε νεκροί και πότε αναστημένοι εκτελούν αδιαμαρτύρητα τις διαταγές του πεπρωμένου.

-

Έξη μήνες μιλούσαν στο τηλέφωνο σύμφωνα με τις περιστάσεις, ο Τόμας την έπαιρνε γιατί μια καρδιά του πνιγότανε στο αίμα, αυτή έπαιρνε τον Τόμας επειδή μια μισάνοιχτη κοιλιά της στραγγάλιζε την καρδιά, κι ο ένας πήγαινε κι ο άλλος ερχόταν και δε συναντιόντουσαν ποτέ. Ο Τόμας μιλούσε πάντα πολύ σιγανά, τόσο ήπια που της προκαλούσε ανυπομονησία, δεν τον καλοάκουγε κιόλας από τα αυτιά τα ταλαιπωρημένα από τα ψαροντούφεκα, μερικές φορές άλλα τη ρώταγε κι άλλα του απαντούσε, στο τέλος πάντα συνεννοούνταν, όποτε άκουγε τη φωνή του χαιρόταν, θα το λύσουμε το πρόβλημα, ο Τόμας ξέρει. Αυτή κοφτή και επί του πρακτέου, αφήνοντας πάντα κάτι να εκκρεμεί με τη μυστήρια προφορά της, και πάντα τελειώνοντας την κλήση με κάτι απροσδόκητα τρυφερό, όπως Σου εύχομαι να κοιμηθείς 3 ώρες απόψε ή να έχεις ειρηνική εφημερία, έκανε τον Τόμας να στέκεται προσοχή με όλη του την ήπια πανοπλία. Έξη μήνες τηλεφωνικού επαγγελματισμού ως εχτές ημέρα Τρίτη, πήρε τηλέφωνο τον καρδιολόγο και το σήκωσε ο βραχνός Πάρε σε 15 λεπτά, κάθε φορά που απαντάει ο βραχνός ζητάει να τον πάρει σε 15 λεπτά που θα έχει πασάρει το τηλέφωνο σε κάποιον λιγότερο ανίκανο. Ξεφύλλισε αποτελέσματα εξετάσεων για 15 λεπτά και ξαναπήρε, και απάντησε ο Τόμας, και ένιωσε ανακούφιση κατά τα γνωστά. Ποιο είναι το πρόβλημα; -Περικαρδίτις και επιπωματισμός. Περικαρδίτις σαν κελαηδητό. Θα στείλω κάποιον να κάνει ένα υπέρηχο. Αυτή τεντώθηκε στη στάση των νοσηλευτριών, ταχτοποίησε ένα μάτσο φακέλους και το καροτσάκι της αλλαγής, ο ήλιος βούλιαξε πίσω απ'το ψηλό κτίριο, άκουσε τα τροχούλια του υπερήχου να κάνουν κρίκι κρίκι στο διάδρομο και βγήκε σε αργή κίνηση να πιάσει τον απεσταλμένο πριν τον καταπιεί το ασανσέρ. Σε περίμενα, πες μου αν ανεπαρκεί. Ήταν η αυταρχική κυρία του τηλεφώνου, μόνο που δεν της έμοιαζε καθόλου, ένα μελαγχολικό, κάπως φοβισμένο κορίτσι με βλέμμα σκέτο οξύμωρο σαν ακονισμένο κυρτό ξίφος, μεσολάβησε μια παύση, Πρέπει να τον παρακεντήσουμε, θα μας δυσκολέψει. Ήταν ο ήπιος διακριτικός κύριος του τηλεφώνου, πολύ πιο στιβαρός απ'ό,τι ακουγόταν, μάτια βαθιά χωμένα σε σκιερές κόγχες μα πολύ φωτεινά, μαλλιά βουρτσώδη μισοκρυμμένα κάτω από χειρουργικό σκουφάκι, χαμογέλασε πίσω από τη μάσκα Δεν ήξερα πως ήσουν τόσο νέα. -Δεν ήξερα πως ήσουν εσύ. Ο τροχός της τύχης γυρίζει σαν τα τροχούλια του υπερήχου, και ο Τόμας στάθηκε τυχερός και δεν τον έλιωσε το κύλισμα. Το επόμενο πρωί η ήπια φωνή του αναρριχήθηκε στα λυτά μαλλιά του ίδιου κοριτσιού που περνούσε από το κέντρο υποδοχής στο Έλλις Άηλαντ πριν εκατόν τριάντα χρόνια, μαλλιά από μέλι πεύκης, τα μαλακά του χέρια χάιδεψαν το παρελθόν και τα φιλντισένια της φιλιά τον πέρασαν απέναντι. Όταν χαμογελάει η μοίρα αλλάζει η ιστορία ολόκληρου του γύρω κόσμου.

ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS

-




The hanged man

Οι μάσκες του θανάτου τα προσωπεία τα ιπποκρατικά οι πνοές οι τελευταίες κρεμιώνται απ'το σφακτήριο τσιγγέλι και τους ξεψυχάω με το βλέμμα μια μαλακή κίνηση των χεριών ένα ανεπαίσθητο σήκωμα των ώμων δεν ξέρω και αδιαφορώ στη θάλασσα για λίμνη άπνοια απόλυτος παγετός σκύβω σαν Νάρκισσος και στην αντανάκλαση βλέπω έναν νεκρό, στη θάλασσα που καίει είμαι βασιλιάς, τα μαλλιά σου είναι σαν κριθάρι στο ηλιοβασίλεμα, γύρισα μιας στιγμής έκπληκτος, ήμασταν ξαπλωμένοι στη ζεστή ζαχαρένια άμμο, δεν είδα τίποτα που δεν αναγνώριζα, το καθαρό κούτελο, τις ομαλές παρυφές των βλεφάρων και τα ελάχιστα λιμνία και το καλομίλητό του στόμα, ένα ανεπαίσθητο σήκωμα των ώμων ξέρω και αδιαφορώ, γέλασα κοροϊδευτικά και έκαψα μια τούφα με τον αναπτήρα, ξέρω, όπως ξέρω το τρέμουλο της σηψαιμίας από Γκραμ αρνητικό, είναι άλλο από το πληθωρικό ρίγος του ερυσιπέλατος, κι αυτό άλλο από το σύγκρυο της σταφυλοκοκκικής ενδοκαρδίτιδας, και αδιαφορώ, είμαι ανήμπορος εμπρός στο θηρίο της αγάπης, τόσο ελάχιστος, τόσο προσωρινός, η παθολογία και η χειρουργική ενσαρκώνονται στα χίλια πρόσωπα του πόνου, την αρχή την απαρχή της μακράς αυτής μοναστικής πορείας, τα χίλια πρόσωπα του πόνου, οι μύριες εκδοχές του μαρτυρίου, αυτό που μ'έσπρωξε σ'αυτήν την πεσιά τη δίχως τέλος. Ξύλινος βασιλιάς, τσόχινος πάτος, μαλλιά από φωτιά, μπουρλώτο απ'το στέμμα, φλόγες ήσυχες, ύποπτη καταστροφική σιωπή, με τη θηλιά γύρω απ'το χλωμό λαιμό, ένας χορός ερωτικός, mehr, στη γλώσσα που μιλώ, όχι στη γλώσσα που με τόση τέχνη γράφω, στη γλώσσα που θα σταθεί δίπλα στο νεκροκρέβατό μου, mehr, ώσπου να περάσω από τη βασανιστική διαύγεια στην ομίχλη του προνάου, ο θάνατος κι εγώ, χωρίς βήματα χορός, τα πόδια στάχτη, κάθε φορά μου κλέβω λίγη ιστορία, κάθε φορά ένα αμελητέο φονικό, ένας κόκκος ζεστής ζαχαρένιας άμμου, dein Haar sieht aus wie ein Gerstenfeld bei Sinneundergong, κάθε φορά γυρίζω έκπληκτος πίσω, γελώ κοροϊδευτικά και καίω μια τούφα με τον αναπτήρα, και με τυλίγουν οι γλώσσες του θανάτου όπως τυλίγει η θύελλα το νησί και ο κόσμος λησμονιέται, μια μαλακή κίνηση των χεριών, δέκα πιστοί στην αίθουσα παύουν το θείο έργο τους, ο ηγούμενος απεφάνθη, μια σιγανή φωνή στο σαματά, vi stopper nu, det er slut. Klokken er..., η ψυχή έχει διαφύγει από τη χαραμάδα της βαριάς πόρτας, από τις γρύλιες του εξαερισμού, από τις τρύπες της σχάρας του σιφωνιού, Ich ertrage es nicht, jedesmal dich sterben zu sehen, -Na, also, du bist ja aufs Ärgste gefasst, η αέναη περιπλάνηση, οι ορκισμένοι ηδονοθήρες, απελπισμένα ανθρωπάρια στις σκοτεινές τους τρύπες ψάχνοντας περισπασμούς από τη ζοφερή τους μοίρα, mehr, mehr, δε θέλω έλεος όταν ευχαριστιέμαι, η ψυχή μου τεντωμένη λεπτεπίλεπτη σαν φλέβα στο φτερό της λιβελούλας, η λέξη νόμος, βασιλιάς αυτοτιμωρούμενος, γυμνός στα ελώδη λιβάδια του νησιού, γύρω βλάστηση χαμηλή, ομίχλη γοργοπόδαρη σπρωγμένη απ'τον αέρα και στάλες Ατλαντικού, τσόχινος πάτος, στέρνο ξύλινο, λάσπη ως τους αστραγάλους, πόδια στο πουθενά, γιακάς πετεχειώδης, ο κρεμασμένος σ'ένα ντεκ Ταρόκκο σιτσιλιάνο και οι λέξεις του: παραδίνομαι κι ενδίδω και αφήνω, και γύρω ένας κύκλος από φιγούρες που καταπίνουν κάθε φως, έχει στηθεί χορός πρωτομαγιάτικος, χορός ειδωλολάτρης, χορός ερωτικός.

-

Στο υπόγειο του κτιρίου 97 που μυρίζει νεκρούς του '70, ξεχασμένες νόσους και χλωρίνη συνάντησα εχτές ημέρα Δευτέρα τον Άλμπερτ που είχα μήνες να τον δω, είδα το γυμνό του κεφάλι απ'την υπερυψωμένη στροφή του μικροβιολογικού και προς έκπληξή μου τον αναγνώρισα προτού να δω το πρόσωπό του, απ'το λαρύγγι μου ως τη σύμφυση την ηβική χύθηκε λάβα λεπτόρρευστη σα να τούμπαρα κατά λάθος μια κούπα τσάι με τον αγκώνα, καμιά περιστροφή, βουτήξαμε ο ένας μες στον άλλον, τα χείλια μου στα χείλια του, και κατά τα άλλα μια διαχυτική αγκαλιά και ένας διερχόμενος τραυματιοφορέας σφύριξε ενθουσιασμένα, τα χείλια μου στα χείλια του η γλώσσα μου πίσω απ'τα δόντια του τα δόντια του στα χείλια μου το αίμα μου βιαστικό και αρμυρό κι ενός λεπτού σιγή, με τον αντίχειρά του ζωγράφισε τα χνάρια της αγρύπνιας μου, Jeg troede jeg ville aldrig se dig igen, jeg har savnet dig, mand, virkeligt.

Det er dog det der holder os gående
det er det der holder os savnet og savnende
længslen...

-Albert, min ven. For mig er det nok, at du er derude.
-Det er fandeme løgn, du elsker mig som vinden blæser.
Γέλασα κοροϊδευτικά και το γέλιο έσβησε δίκην ντιμινουέντο καθώς με αφάνιζε η τιτάνια σκιά του πάνοπλου θηρίου που στάθηκε δίπλα μας και μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε ώσπου το κτίριο 97 εξαφανίστηκε και όλος ο δυτικός τομέας εξαφανίστηκε και ο χρόνος ράγισε και δεν ήξερα ποιος ήμουν και πού ήμουν, και το μόνο που είχε μείνει σαν χάραξη στο μάρμαρο ήταν το εξής

ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS

-