© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Krimskrams

Έτσι μύριζαν τα γάντια της μαρεσιάλας της επιληπτικής γυναίκας του μαρκησίου της Ανκρ που της κόψαν το κεφάλι και της κάψαν το νεκρό κορμί γιατί είχε μαγική καρδιά και ισχνά νεύρα, έτσι μύριζε και το αιώνια σκιερό φαρμακείο της Χαρίκλειας όταν ήμουν παιδί, έτσι μύριζε το κατώι του παλιού σπιτιού με τη γούνινη στέγη στο νησί με τα μάτσα της σάλβιας κρεμασμένα εκατέρωθεν της πόρτας, τα βρύα στο πλατύσκαλο και την αχυρένια σκούπα ακουμπισμένη στο ντουβάρι, έτσι μυρίζει και το στέρνο σου

και πάνω στο στέρνο αυτό συνήθως το μικρό μαύρο χεράκι (חמסה) με τις χρυσές λεπτομέρειες και την κομψή αλυσίδα που σου δώρισε η μάνα σου πριν εξαφανιστεί επεισοδιακά από τη σκηνή ενώ έπαιζε το βαλς του Χόπκινς και ο κόσμος σκοτείνιαζε και σκοτείνιαζε ώσπου να έρθει το επόμενο πρωί

κάπνισα πρώτη φορά όταν έγινα δεκαοχτώ και ήταν δια της συγκεκριμένης δουβλινέζικης πίπας που μου'στειλε σε έναν σκατή φάκελο ο Μ., το επιστόμιο έχει χάσει τη γυαλάδα του και έχει τα ίχνη των δοντιών μου αλλά δεν το αλλάζω, τίποτα δεν πρέπει ν'αλλάξει σ'αυτήν την πίπα, είναι ιστορική. Στο φάκελο είχε ένα σημείωμα που έλεγε να τη μελώσω πριν τη βάλω μπρος, απομεσήμερο στο σπίτι στην ανατολική μεριά πίσω από τα παντζούρια με τα μισοκλεισμένα μάτια έβαλα το δάχτυλο στο βάζο και πήρα μια δαχτυλιά μέλι βελανιδιάς σχεδόν μαύρο σαν μελάσσα ενώ αναρωτιόμουν εντός μου τώρα αυτό είναι αρκετό ή πιο πολύ ή μήπως το παρακάνω, και οι πρώτες καπνισιές είχαν μια περίεργη ιδέα δάσους που καίγεται απ'τη ζέστη ένα μεσημέρι Αυγούστου που ξέχασε να τελειώσει 

κάπως βρέθηκα να καπνίζω Τζέντλεμαν Κώλλερ που μυρίζει κάτι από την πούδρα της ελεύθερης πενηντάρας που απλώνεται σαν σύννεφο από την κρεβατοκάμαρά της έξω από το σπίτι και σε όλη τη γειτονιά και υπνωτίζει τον καλοντυμένο κύριο που οπλίζεται με ωραία ανθοδέσμη και πιθανώς ένα κουτί νουαζέττες και χτυπάει το κουδούνι που παίζει μια απλωμένη μείζονα συγχορδία και αφότου χαιρετήσει ευγενικά τους γηραλαίους γονείς βολεύεται στον μπαρόκ καναπέ του σαλονιού πίσω από τη διπλή πόρτα με το τζάμι και πιάνει μια βαριεστημένη κουβέντα με την κάπως σταφιδωμένη νύμφη ενώ τρίβει τις σκληρές του σόλες στο μωσαϊκό

στο χώρο αναψυχής του ναυτικού ξενώνα στο Σανταντέρ έχουν ανάψει λίγα κεριά και έχει ημίφως, ατμόσφαιρα και χαλαρουΐτα, στο μεγάλο τραπέζι που είναι κολλημένο στο ντουβάρι απέναντι από τα ασανσέρια ρίχνω πασιέντζα με την πορνοτράπουλα πάνω στο άσπρο τραπεζομάντηλο, πίνω σόδα, η λεμονόφετα κείτεται στη χαρτοπετσέτα, δυο φοιτητές περιμένουν το ασανσέρ και βλέπουν τους γυμνούς και ενθουσιάζονται, και βγάζουν ο καθένας από τη δική του πορνοτράπουλα και ενθουσιάζομαι κι εγώ, και έτσι ενθουσιασμένοι παίζουμε πινάκλ ως το πρωί και τρώμε μια μεγάλη σακούλα φυστίκια με πάπρικα και πίνουμε σόδες από το φρουτακάδικο που διανυκτερεύει

η έξυπνη γατοκαρφίτσα από σκούρο ξύλο κρατάει τη γιαγιάκεια εσάρπα σου στη θέση της ενώ κλείνεις τα μάτια σαν χαλαρωμένο αιλουροειδές και αντί να κοιτάζω τον Ουγκόρσκι να δίνει το μάστερκλάςς του παρατηρώ εσένα, γελάω πολύ σιγανά αλλά με παίρνεις είδηση και επιστρέφεις στη συνήθη σου επαγρύπνηση, δεν είχα ιδέα τι με περίμενε, πού να το φανταζόμουν, χρόνια αργότερα θα τραβήξεις την ουρά της γατοκαρφίτσας από το σώμα και θα στρώσεις τη γιαγιάκεια εσάρπα πάνω στο κλαβιέ για να μη σκονίζεται, θα φτιάξω άλλη, είσαι η Σόφι από το Κινούμενο Κάστρο, και νέα και γριά, είμαι ο σαμιαμιδοπρίγκιπας

βιβλία γύρωθεν του κρεβατιού, είναι υπναγωγά γι'αυτό μάλλον κοιμάμαι πιο καλά τώρα, και μέσα στον Παράκελσο είναι ο περίεργος σελιδοδείχτης που ανέσυρε κάποτε η μάνα μου από ένα εγχειρίδιο της σχολής της και μου είπε εγώ τον έφτιαξα αυτόν, μη νομίζεις, φρόντισε η γιαγιά να με κάνει νοικοκυρά αλλά με τα χρόνια ξέχασα, και μου τον έδωσε σα να ήταν πλάσμα, και δεν τον αποχωρίστηκα έκτοτε, ήμουν υλιστής από μικρός, βλέπω το Θεό σε όλα τα μικρά πράγματα, πώς τον έφτιαξες; είχα ρωτήσει και δε θυμάμαι καθαρά τι απάντησε -νομίζω είπε με το βελονάκι, αλλά εσύ είπες όταν τον είδες πως είναι προφανώς κεντητός

και ξέρεις απ'αυτά γιατί είσαι γρήγορη και ακριβής με το βελονάκι (η γιαγιά σε είχε δει και είχε απορήσει, μα αριστερό βελονάκι; -Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ανεπίτρεπτο) και αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση σαν περίπλοκο εκκρεμές με υπνωτίζει, είναι εντυπωσιακό πως οι κόμποι ο ένας μετά τον άλλον αφήνουν τα δάχτυλά σου ίδιοι ή διαφορετικοί κατά το δοκούν και μοιάζει να μην αλλάζει τίποτα παρά η πρόθεσή σου, ξέρεις πως κανένα μηχάνημα δε μπορεί να μιμηθεί το πλέξιμο με το βελονάκι; Είναι η μόνη μέθοδος ύφανσης που δε μπορεί να αυτοματοποιηθεί, δεν το ήξερα, δε με είχε απασχολήσει παρ'ότι η τύχη τα'φερε και οι σημαντικές γυναίκες που έχω γνωρίσει έχουν ανοιχτές υποθέσεις με το βελονάκι, ίσως η πάστα μου έχει πέραση στις βελονακούδες, επειδή λοιπόν είναι τόσο αποκλειστικά και ευγενικά ανθρώπινο είναι μαγκιά και όσες πλέκουν με βελόνες είναι παρακατιανές όπως λέει και η φίλη σου η Σοράγια, έχεις ένα βουνό βελονάκια διαφόρων διαμετρημάτων για δαντέλες και κάλτσες και κουβέρτες και σεμέν και εσάρπες και κουρτίνες και ό,τι άλλο, με το νούμερο 3,5 μου έφτιαξες μια μικρή καποτίτσα για τη λέζελάμπε που τύλιγα με τεϊοσακούλα για να μη με τυφλώνει το βράδυ και επειδή είναι υπόλευκη όπως κάθε κοινή καπότα μαλακώνει και την ψυχρή απόχρωση του ΛΕΝΤ, φυλάς την πέτσινη κασετίνα με τα βελονάκια από το ψιλότερο στο πιο χοντρό που σου έκανε δώρο ο Γ. ως κόρην οφθαλμού (ξέρω πως δε θα πάψεις να τον αγαπάς, έχουμε κι άλλα πολλά ψήγματα του Γ. και τον έχω αγαπήσει και τα έχω αγαπήσει μέσα από σένα), και στην ξύλινη συρταρίτσα (να θυμηθώ να σε ρωτήσω από πού στην πήραν) έχεις τα ορφανά, που τα χρησιμοποιείς πιο πολύ για να μη φθείρονται τα κασετινάτα,

από πάνω εμείς σε μια πολύ κινηματογραφική φωτογραφία εντός φτηνής κορνίζας που με υπερηφάνεια μου ανακοίνωσες πως είχες αναρτήσει στο τούβλινο ντουβάρι, πιο πάνω κρέμεται άλλο ένα ενσταντανέ από την ίδια μέρα, που κι αυτό έχει γεύση άλλης εποχής, ίσως είναι το παμπάλαιο κτίριο που χτίστηκε λίγο αφότου κάηκε η μαρεσιάλα, ίσως είναι τα μαλλιά σου, ίσως είναι εκείνο το χτένι που δε φαίνεται στη φωτογραφία αλλά μπορούσα να το δω καθισμένος πισωδίπλα σου με τους ταριχευμένους κόκκινους καρπούς της Υπερβορείας και τα σκούρα τυρκουάζ φύλλα, είσαι το κόκκινο και είμαι το τυρκουάζ, έτσι ακριβώς, λες και όλες οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις όλων αυτών των χρόνων του ατέρμονου βερμπαλισμού βρήκαν η καθεμιά τη θέση τους και καθίστηκαν τόσο βολικά και τώρα ό,τι λέξη ξεπηδάει από εντός μου ταιριάζει με την προηγούμενη, ένας φυσικός ειρμός, μια ομαλή συνοχή, εγώ κι εσύ και τα μικροπράγματά μας στο ταξίδι της επιστροφής στο χώμα.




Μικρό νησί, μεγάλη φυλακή

08.2020





Tell her this
And more,—
That the king of the seas
Weeps too, old, helpless man.
The bustling fates
Heap his hands with corpses
Until he stands like a child
With surplus of toys.

S. Crane

Σχήμα κύκλου

 x2 + y2 = ρ2

Τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο. Από την τσάκιση του ορίζοντα αναδύεται το σπίτι με την ανθισμένη είσοδο μέσα από ένα σύννεφο σκόνης στη λιακάδα του μεσημεριού, μέσα από ένα σύννεφο σιωπής στη φούστα του νησιού και με προγκίζει στα πλευρά το σπιρούνι της λατρείας κι ανοίγεται μια τρύπα, μέρες άφεσης και μέρες αμαρτίας. Από τα σκούρα μαλακά γένια στα μάγουλα γραμμή για το λαιμό και κάτω το τρίχωμα δεν κάνει παύσεις η ανελέητη τελεσιδικία της ήβης το μαστίγωμα του βήματος του χαλαζία στο κάθε τικ και τακ του δευτερολεπτοδείκτη έτσι φτιαγμένος έτσι σταλμένος από το χέρι του Θεού διά του μουνιού της μάνας του, από τις ρίζες των λεπτότατων μαλλιών ως τα αντιληπτικά μου ακροδάχτυλα, γλίστρημα στα σκαλιά πρωί του παγετού και η αυλή έχει εξαφανιστεί και δεν προσγειώνομαι ποτέ, από τις πυκνές μελαχροινές βλεφαρίδες στις τρυφερές πατούσες, αργή, σκεπτική διαδρομή πάνω στα πλακάκια της σκακιέρας. Ένα νυχτερινό έντομο αθάνατο νεκρό σε ρητίνη μέσα στο φυαλίδιο θυσία του κυνηγού στα πόδια του θηράματος λάφυρο του πολεμιστή και δώρο αντί δώρου και στάγδην στάγδην στάγδην η σπονδή, δίπλα αυτός και τα μαθηματικά του και ένα μπουκάλι ανώνυμο ποτό, όλοι οι άλλοι σβηστοί και θολωμένοι στην ασημαντότητά τους, στο αριστερό ημιστήθιο η ροζέττα που έχω κι αν έχω ασπαστεί γλείφει τη λαιμόκοψη, παίζει τα μαύρα, παίζω τα άσπρα, από τα δάχτυλα στον ξύλινο ίππο στην πράσινη τσόχα της βάσης στα άσπρα και στα μαύρα στην κόκκινη τσόχα της βάσης στον ξύλινο βασιλιά στα δάχτυλα γραμμή από τη φλέβα της καρδιάς στο λείο δέρμα μπλόκο στην αδρή κοκκινωπή γενειάδα και στα ισχνά κρυμμένα μάγουλα και μπαμ ανάμεσα στα μάτια προμετωπιαία λευκοτομή με το δρεπάνι των εσώτερων παθών. Δυτικός προσανατολισμός σουρουπωμένη παρηγορία, το ζεσταμένο, κουρασμένο φως κι ο κάματος της μέρας που ξεφεύγει από την τσάκιση του ορίζοντα πτήσεις βιαστικές πάνω απ'τις λάσπες και τα έλη και τις επίπεδες ακτές στο σπίτι με την ανθισμένη είσοδο στο στόμα μου με όλες του τις μικρές πληγές στον ενυδατωμένο φάρυγγα στην εύκαμπτη τραχεία στα πνευμόνια στους υπεζωκότες στα πλευρά στην τρύπα τη σπιρουνιάρα και την εκκλησιαστική και έξω πάλι, κόκκοι σκόνης παντοτινά αιωρούμενοι κειμήλια αρχαία, ίππος ορθός και ξαπλωμένος βασιλιάς. Τα σύνορα που περνώ για τη φτηνή βενζίνα, τα σύνορα που περνά για τ'ακριβά μου μάτια, κορμί επί κορμιού, λόξα επί λόξας και χέρια πόδια εντός εντός επί τα αυτά, κι αυτά κι αυτός και τα μαθηματικά του, κι αυτά κι εγώ και όλα μου τα λεξικά, ασύμπτωτες ευθείες και τα όριά μας και ένα μπουκάλι ανώνυμο ποτό, τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο.

Στους ώμους του Haldane

 

Κλειστή σταυροφορία. 
Πεθαίνουμε προς το φως, δηλαδή η νευρωνική μάζα συνοψίζεται σε εκφορτίσεις που συγκεντρώνονται σε ένα σημείο που μικραίνει και μικραίνει ώσπου πέφτει το σκοτάδι για πάντα.

Έβγαλε ξερό παγετό και μετά από λίγο βοριαδάκι, ακινησία. Ψιλό κύμα, η άμμος είναι τραγανή, τα φύκια σιωπηλά, κάνει πολύ κρύο ακόμα και για τις μυρωδιές. Φορώ τη στεγανή στολή καθοδηγούμενος από την αυθεντία της, με παρατηρεί επισταμένα.
-Πέρασα κι εγώ τις εξετάσεις, τι με κοιτάς;
-Όταν τις πέρασες ήταν καλοκαίρι.
Επί του πρακτέου, στολή αστροναύτη στη δουλειά, στολή αστροναύτη και στη σχόλη. Το νερό είναι σίδερο, βουτάμε και πέφτει η διαθλαστική νύχτα. Κρατάμε τους μεγάλους φακούς και φέγγουμε στο τίποτα για ώρα, ώσπου αποκαλύπτεται ένα λαμπερό κοπάδι παπαλίνες σαν σύννεφο ασημόσκονης.
Η μόνη φασαρία είναι του εργοστασίου που έχω για κορμί, η ανάσα και το καρδιοχτύπι και το ρούφηγμα και ξερούφηγμα των τυμπανικών μεμβρανών και το λίγο υγράκι στο δεξιό μέσο ους που άφησε πίσω το τελευταίο κρυολόγημα, και τώρα κυλάει μπερδεμένο πέρα δώθε ενώ αιωρούμαι πανάλαφρος και ασήκωτος υπό το βάρος του διαστήματος. Έχω την αίσθηση πως κοιμάμαι. Κοιτάζω το ρολόι, κοιτάζω το σύννεφο της ασημόσκονης, και όταν ξανακοιτάζω το ρολόι η ώρα είναι αλλιώτικη, αλλά ίσως και να μην πρόσεξα πολύ στο πρώτο τσεκ. Η φέξη του φακού της λίγα μέτρα πιο πάνω μοιάζει ολόγιομο φεγγάρι σε χαμηλή μουντάδα. Το σύννεφο κάνει μια πεπερασμένη αιωνιότητα να χαθεί. Και όταν τελικά χάνεται, αλλάζει το τοπίο, το ταξίδι στενεύει. Ο άγνωστος πλανήτης, μια σκόνη λασπένια και αργή, απάτητη, μυστική, αχόρταρη, μουλιασμένη στον αστρικό φοινικίτη.
Στον πάτο κάθονται μεγαλοδράκαινες. 
Δεν έχω ξεχάσει τον πόνο που κάνει το κεντρί τους.
Όρθιος στους ώμους του Haldane έχω την πλήρη εποπτεία των σημείων μου.

-

Ποτέ κατάδυση χωρίς σύντροφο, είναι φοβερό το κατά μόνας αμάρτημα, μπορεί να το πληρώσεις με ό,τι έχεις. Αναγκάζεται να ρυθμίσει τους χρόνους βάσει του ασθενέστερου, δηλαδή εμού, με παίρνει γρήγορα το κρύο και οι μύες μου είναι στο πάνω πόδι να με δαγκώσουν, ασυνήθιστοι σε τέτοιες επιχειρήσεις. Προτιμώ να στέκομαι στο κατάστρωμα, προτιμάει να είναι μέσα στο ζουμί, αλλά δε λέω όχι στα λημέρια της, όπως δε λέει όχι στα δικά μου. Οι πίνακες της αποσυμπίεσης βρίσκονται συνήθως στο μαρμάρινο περβάζι δίπλα στη χέστρα, μαζί με το παπί και το εφεδρικό σαπούνι, είναι ανάγνωσμα φανταστικό για την ευχεσία κατά τη γνώμη της.

-

Μασουλάω ένα κομμάτι ψωμί με κύμινο, στο άλλο χέρι έχω το αλουμινόχαρτο με το κασέρι, διαχρονικό Käsebrot, δεν αλλάζει πολύ ο άνθρωπος από την αρχή ως το τέλος του. Στο κελί του αναπνευστήρα κάθεσαι φυλακή με τα χνώτα σου και τους φόβους σου, κι αυτό ισχύει είτε στον έχωσες οικειοθελώς, είτε σε παλούκωσαν αναγκιωμένα. Είναι ευτυχία ο καθαρός αέρας και μια μουτσούνα και δυο πνευμόνια που μπορούν να στον ταΐσουν ανεμπόδιστα. Το φως γλυκαίνει κι όμως μένει παγερό, και από το φως γεννιέμαι στο σκοτάδι, αφήνω πίσω την ακτή και χώνομαι στο δάσος, αυτή είναι η γωνιά μου σ'αυτήν την αχανή καταστροφή και δημιουργία. Έχω την αίσθηση πως κοιμάμαι επειδή είναι όλα υπνωμένα, ήσυχα και ακίνητα, δε βάζουν καμιά κόντρα, δε δίνονται κιόλας, υπάρχουν για μένα και για σένα, και τα χαίρομαι που υπάρχουν, ο κόσμος αμφιφανής σε παύση, γλιστρώ αναίμακτα σαν φάντασμα ανάμεσα στα μόρια του σύμπαντος χωρίς καμιά βιασύνη, έτσι ακριβώς όπως πρέπει να γίνεται, με βλέμμα αγνό και στη σιωπή. 

Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος.

ὤλετο μέν μοι νόστος, ἀτὰρ κλέος ἄφθιτον ἔσται

Τα φώτα ιδρώνουν αλλιώτικα στις ακτές της βόρειας Σουμάτρας, τα κουνούπια βουΐζουν πιο τραγουδιστά στ'ανοιχτά του Σάο Τομέ και Πρίνσιπε και όταν σε τσιμπάνε παίρνουνε μπουκιές, οι καταιγίδες στη θάλασσα Φλόρες μυρίζουν ινδοκάρυδο, τα παραδείσια πουλιά του Τιμόρ κάνουνε κόντρες με τους γλάρους όταν πλέεις τσίμα τσίμα, τέτοια μαλλιά δε θα δεις αλλού, μαλλιά πανέμορφα αλειμμένα με το λάδι του λωτού, στο νότιο ημισφαίριο όλα έρχονται τούμπα, εκεί δε σου δείχνει το δρόμο ο πολάρις που ξέρουμε, αλλά ο αυστραλιανός πολάρις, που είναι αλλιώτικος και ξένος, και ρίχνει ένα φως πρασινωπό όταν τρως το μπουμπούρ σάγκου που είναι μύξα των γιγάντων. -Έχει γίγαντες στο νότιο ημισφαίριο; -Ναι, φυσικά και έχει. -Κοιμάσαι; Μην κοιμάσαι. -Δεν κοιμάμαι, ξεκουράζω τα μάτια μου. -Πες μου πάλι για τη Βόρεια Αφρική.

-

Ήμουν στο Μπέργκεν όταν προσγειώθηκες στο Κάδιθ και χαράματα χτύπησε το τηλέφωνο, απάντησα μισοκοιμισμένος και μου είπες να ρε, έφτασα στα Γάδειρα, και νόμιζα πως είχες μετανιώσει και είχες πάει σε κάποιο χωριό της Καβάλας αντί του αρχικού σχεδίου, φυσικά και δεν είχες μετανιώσει, δεν είσαι παιδί που κάνει πίσω. Δεν ήταν έκπληξη για κανέναν παρά για τον πατέρα σου, που μια ζωή είχε σύνθημα δεν είναι πράγματα για γυναίκες αυτά, και μια ζωή σου'κανε πλάτες για όλα εκείνα τα πράγματα που δεν ήταν για γυναίκες, και νομίζω έλεγε το σύνθημα σα χαλασμένο κασεττόφωνο χωρίς να το πιστεύει, επειδή τον είχε επηρεάσει η κασεττίλα του ΚΚΕ, και δε μπορούσε πια ούτε ποδοδάχτυλο να βγάλει έξω απ'τη γραμμή, άσχετα που ο κώλος του μόνο τη γραμμή δεν ακολουθούσε.

Σπούδασα τη Βόρεια Θάλασσα και τις σκανδιναβικές δαντέλες, δεν αγάπησα ποτέ άλλη γωνιά του κόσμου όσο το W A T T E N, όμως εκείνη η γοητεία των ζεστών χωρών με την οποία φρόντισε να με γαλουχήσει η μάνα μου πριν φύγει δε μ'άφησε ποτέ, και θάφτηκε στο αίμα μου σαν σπόρος. Η χλωμιάρα σάρκα μου υποφέρει από τον ήλιο, τα μάτια μου εκπλήσσονται όταν ξημερώνει ξαφνικά, αλλά τότε που πήρες να μου διηγιέσαι λίγο λίγο για τη σκόνη της ερήμου, το Πόρτο δας Σαλέμας που το'βλεπες απ'τα αχαμνά, δηλαδή από τη λάθος μεριά, από τη βάρκα, τα χρυσά κάστρα του Εσσαουίρα από ινδικό χρυσό, όχι τον ξεπλυμένο τον ευρωπαϊκό, το ψηλό, κοφτό κύμα του Ατλαντικού κοντά στο στόμα της Μεσογείου, ξανάγινα παιδί, έπεσε μια χούφτα νερό στο πατριωτικό κρασί μου, ξεκόλλησαν οι παρωπίδες και χάθηκαν έτσι που έτρεχα σαν καμτσικωμένος, φύτρωσε ο αρχαίος σπόρος και μου'σκισε τη σάρκα, ξεκίνησε αυτό που θα εξελισσόταν σε καθαρή προδοσία στο Σαρόκο. -Πες μου πάλι για τη Βόρεια Αφρική.

-

N VS S




Moonshine bum

We built everything from fine rain
our parallel world by the river
of wheels in its tarry bed
around us and from us the tributaries flow

the fountain of fevers
the glistening waters sheet after sheet
sliding off my skin and yours
the sun from the streetlights

reflecting on my moonshine bum
showing Dalum how it's done

x

Εκσκαφικά

Δε θα πω ψέματα, εκείνο το πρωί μετά από μια πιπακωλοβάρδια που με ξύπνησε ξεκουφαίνοντας η κλάψα του Περπινιάδη η πρώτη μου σκέψη ήταν μα τι στο διάολο. Μετά έκλεισα πάλι τα μάτια, σκεπάστηκα πιο βολικά και βρέθηκα στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου στη Β..., μια χειμωνιάτικη καθημερινή, το περασμένο βράδυ το είχα παρακάνει, το μισό κεφάλι μου ήταν πουρές, είχε ξημερώσει προ πολλού αλλά δεν ήταν αυτό που με είχε ξυπνήσει, ήταν η κλάψα του Περπινιάδη. Το σπίτι μύριζε καφέ και τσιγαράκι, έβλεπα θολόν το φυματικό Ρωσοπόντιο απέναντι πίσω από τις κουρτίνες με το βρακί στο μπαλκόνι οκλαδόν, κάπνιζε κι αυτός δίπλα στις μαρμελάδες της κυράς του. Μετά έκλεισα πάλι τα μάτια, σκεπάστηκα πιο βολικά και βρέθηκα στη γκαρσονιέρα στη Δ..., τώρα έχουμε πάει δώδεκα χρόνια πίσω, άκου δώδεκα χρόνια, και δε θυμάμαι ακριβώς την εποχή, πρέπει να ήταν αρχές καλοκαιριού γιατί ήμουν σκεπασμένος μόνο με το κίτρινο σεντόνι με τις γαλάζιες ροζέτες και από κάτω ήμουν γυμνός, το παράθυρο πάνω από το κρεβάτι ήταν ανοιχτό και έκανε ψιλό ρεύμα με τη μπαλκονόπορτα στην άλλη άκρη, ήμουν γουλής τότε και είσαι πολύ αντιληπτικός με τις πνοές του αέρα όταν είσαι γουλής, αλλά δεν ήταν αυτό που με ξύπνησε, ήταν η εκκωφαντική κλάψα του Περπινιάδη, και τότε η πρώτη μου σκέψη ήταν μα τι στο διάολο, απαράλλαχτη στα χρόνια, τώρα πλέον κλασσική.

Μόλις πέρασαν οι πρώτοι μήνες της εγκατάστασης στη Θεσσαλονίκη, τότε τα παλιά χρόνια, ήρθε η απογοήτα. Οι σάπιες πλάκες στα ταβάνια στο πανεπιστήμιο που ήταν σαν γκαστρωμένες και απειλούσαν να ξεράσουν τα ζουμιά της αποχέτευσης πάνω στα αντιδραστήρια που με τόση σπουδή είχα δοσομετρήσει, οι άφαντες χέστρες και οι διαλυμένες τουαλετόπορτες (θυμάμαι μερικές φορές να κατουράω και με το ένα πόδι να στηρίζω την πόρτα για να μη μου την ανοίξει κανείς στον κώλο), η χαοτική κίνηση στην Αγ. Δημητρίου, ο παρακμιακός Μασούτης στη Μανωλάκη Κυριακού με εκείνη την πικραμένη ταμία που έκρινε τι αγόραζες και τι δεν αγόραζες και κάποτε είχε χέσει μια φοιτητριούλα επειδή είχε το θράσος να θέλει ν'αγοράσει ένα τεστ κυήσεως από αυτά που βρισκόταν σε σωρό πάνω στο ταμείο, ο πνιγηρός καιρός και η κολλώδης σκόνη με εκείνους τους αδιαπέραστους ουρανούς, το ξεπαρθένιασμά μου ως νέος οδηγός στις συναντήσεις στην Απ. Παύλου και στο παρκάρισμα στα πλακόστρωτα τετραγωνίζοντας τον κύκλο που με ίδρωνε στις δίπλες της μικροσκοπικής κοιλιάς, το σκυλολόι μετά τσιμπουριών σε κάθε ήσυχη γωνιά, οι Χ.Ο. καθηγητές που βρωμούσαν κιτρινίλα, οι Χ.Ο. συμφοιτητές που βρωμούσαν κιτρινίλα, το χτυκιό που με χτύπησε στο πρώτο εξάμηνο και τουρτούριζα σαν πρέζουλας στη φυσούνα του 5 και εν τέλει οδήγησε στην ανακάλυψη της καρδιακής μου κακοτεχνίας, οι σιωπές, τα πρωινά που δε μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι, οι αγωνιώδεις νύχτες που απελπισμένα έψαχνα γιατρικό για μυστικές παθολογίες, δεν ήξερα τι μου έφταιγε αλλά ξαφνικά ήθελα να γυρίσω πίσω. 

Όμως άρχισαν σιγά σιγά οι κλεφτές ματιές μέσα από τα δικά σου μάτια, και η απογοήτα άλλαξε μορφή και έγινε κάτι άλλο, έγινε το τοπικό ιδίωμα, έγινε τα ριζίδια των ριζών μου, έγινε vasa vasorum. Η θρησκευτική μοναχικότητα του ανατομείου μετά τις 1600, οι παλαϊκοί διάδρομοι με τα αρχαία μηχανήματα, οι φυλλωσιές έξω από τα ψηλά ιδρυματικά παράθυρα, ο σύλλογος αλιέων και η περισυλλογή στην κυματοσκασιά, το χαρτί που πάντα κάποιος ήταν έτοιμος να παίξει, τα κρουασάν με βερύκοκο, η χαοτική κίνηση στην Αγ. Δημητρίου, οι τρέλες στον περιφερειακό, το σταθερό σχόλιο όταν έβγαινες από το τούνελ να εδώ σκοτωνόμαστε, τα ιστορικά παρκαρίσματά σου μονοτιμονιά που ακόμα τα ζηλεύω, η κόντρα που πήγαινες και πήγαινα τους αγγουροκωλιασμένους και τα επεισόδια που διηγιόμασταν στα τσίπουρα, τα τσίπουρα που με δηλητηρίασαν και έκτοτε ξερνάω με μια γουλιά και το'χεις ακόμα να με δουλεύεις άντρας που δε μπορεί το τσίπουρο αρχίδια άντρας, οι νύχτες στο Αγγελοχώρι μες στο αμάξι με τις στάλες της βροχής να πληθαίνουν και να πληθαίνουν και τα λιγοστά φώτα να μπερδεύονται, η θαλασσίτσα (δηλ. ο Θερμαϊκός) και το αεράκι (δηλ. ο βοριάς), το τσιμεντένιο δάσος της μιζέριας και η επαναστατική θαλπωρή του να ευημερείς εκεί μέσα χωρίς την ευλογία της κρετινικής ευτυχίας, ο πεταμένος καναπές κοντά στο προξενείο που απέκτησε καθρέφτη και τασάκι, η ποδαράδα από το τέρμα της Μίκρας στο κέντρο και μετά που με τη μέση κομμένη καθόμουν στην καρέκλα στη Ζώγια και έπινα έναν γαλάζιο κήπο που θεράπευε τα πάντα, έξω τα λεωφορεία ουρά στη Βενιζέλου, δεν ήξερα τι μου συνέβαινε, αλλά να...

Όλα εδώ μέσα είναι ρε, όλα εδώ, και χτυπάς τον κρόταφο με τον τεντωμένο δείκτη. Διαφωνούσα για χρόνια, ήμουν αβάσταχτα θυμωμένος με όλες τις εξωγενείς μαλακίες που μου σαφράκιαζαν τα νεφρά από την πίκρα, μέχρι εκείνο το απόγευμα στα ανοιχτά του Μπέργκεν πάνω στην πλατφόρμα που στεκόταν σαν τρίχα πάνω στο δέρμα κρεμασμένου που τον φύσαγε δυνατός χειμωνιάτικος αέρας, μέσα στη μέθη της μοναξιάς κράτησα τα μάτια ανοιχτά να δακρύσουν από την πούντα, και το μήνυμα αναδύθηκε από τα έγκατα των σπλάγχνων μου και έκαψε τα οστά και τα πετσιά μου, ΤΙΠΟΤΑ ΕΚΕΙ ΕΞΩ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕΙ. Από παιδί ροπή στην αυτοτιμωρία, εγώ ο εμπόλεμος, εγώ ο απελπισμένος, ισορροπώντας στο λεπτό σύνορο ανάμεσα στην παραίτηση και την υπομονή, αργότερα πήρα είδηση πως είμαι στη χρυσή τομή, εκεί ακριβώς που βρίσκεται αυτό που λέμε σθένος. Όλα εδώ μέσα είναι ρε, όλα εδώ, και χτυπάς τον κρόταφο με τον τεντωμένο δείκτη. Όταν κλαις σιωπηλά και οι φαβορίτες σου σγουραίνουν δεν ξέρω τι να κάνω, δεν έχω συνηθίσει να σε βλέπω να λυγάς και μισοπαραλύω, αποφασίζω μια αστεία απόπειρα να σε παρηγορήσω, και εξυπνακίστικα λέω μα αφού όλα είναι εδώ μέσα, ρύθμισ'τα να πάνε στην ευχή, διέσχισες το ευρύχωρο σαλόνι και μου άστραψες ένα χαστούκι κατευθείαν στο αυτί, κάθε φορά που το σκέφτομαι ξυπνάει ξανά το βουϊτό.

Στη σοφίτα του πατρικού σου, μπανιαρισμένοι και ξαρμυρισμένοι αμφότεροι μετά από μια παρατεταμένη τύποις εφημερία στη βάρκα, μέσα έξω απ'το νερό η συνταγή του εγκαύματος για κάτι χλωμά πρόσωπα σαν και του λόγου μου, μια ο ένας μια ο άλλος για βουτιά από το χάραμα ως τη δύση, όλα μου τα μούσκουλα ευδαιμονικά κουρασμένα και ζεστά, εσύ ηλιαρπαγμένο φρούτο Χαλκιδικιώτικο, άχνιζες μες στην άπνοια, στάθηκες απέναντί μου, πιάσε με, είπες κι έτεινες τα αντιβράχια, ναι, δοκίμασε να με κρατήσεις, υπάκουσα, έσφιξα γερά το εγγύς τριτημόριο του πήχη σου και στις δυο πλευρές, και σα δεντρογαλιές γλίστρησαν τα δικά σου χέρια και μ'άρπαξες και έλυσες τις λαβές μου, βλέπεις, κάθε λαβή σου μου δίνει λαβή, δράση αντίδραση, αν πιάνεις σημαίνει πως είσαι έτοιμος να πιαστείς, και αν δεν προλάβεις σ'έκανα πέρα ή τις έφαγες, κατάλαβες; Δοκίμασε πάλι, πιάσε με, να, και γύρισες την πλάτη, σε έπιασα κεφαλοκλείδωμα, οι δεντρογαλιές πάλι χώθηκαν γοργά και με άρπαξαν να με λύσουν σαν κορδόνια αρχαίων παπουτσιών, σου άρεζε πάντα να παίζεις έτσι λιονταράκι, και όταν ερχόταν η ώρα έριχνες και ξύλο που δεν το'βαζε ο νους σου, η μάνα σου το'φερε βαρέως για χρόνια που σε είχαν αποβάλει κάποτε γιατί πλακωνόσουν με τους άλλους στο χωριό, κάτι μάθαινα κοντά σου, αλλά ήταν το δούναι και λαβείν, μια αμοιβαία περιστασιακότητα, κάτι σου μάθαινα κι εγώ, βάλε το αυτί σου στο στήθος μου και άκου τους λεπτούς τρίζοντες, το θαλάσσιο ψίθυρο μέσα από το ναυτίλο, το καρδιογενές άσθμα, πιάσε τις πετέχειες ως αστερισμούς σε πέτσινο στερέωμα, δες τα νερά της φωτοτοξικότητας από το ταμποκόρ, εγώ κωλότρυπες θα ράβω, δε χρειάζομαι τις παθολογίες, και χωνόταν ο πατέρας σου από τη θέση του τραπεζοβασιλιά με το στόμα γεμάτο κολοκυθάκια με πατάτες στο φούρνο, χειρουργός που ξέρει παθολογία είναι θεός, να το θυμάσαι, ο πατέρας σου με είχε σε εκτίμηση από παλιά, κάποτε με είχε πάρει παρακείθε δίπλα στα βαρέλια και μου εξομολογήθηκε πως τον ταλαιπωρούσατε, θα ήθελε να με έχει παιδί του γιατί δεν ήμουν πονοκέφαλος, επειδή ακριβώς δεν ήμουνα παιδί του. Είχες πει κατηγορώντας σχεδόν το'χουνε σκεφτεί, το ξέρω πως το'χουνε σκεφτεί, κι εγώ αφελής καθόμουν στο κρεβάτι σου γυμνός δεν ήξερα τι είχανε σκεφτεί, οι πατεράδες μας, εμάς μαζί, τι, όχι; Ξέρεις κι εσύ πως το σκέφτονται και τους καλοπέφτει. Μαστιγωμένοι από τα καπρίτσια της μιας και της άλλης επαρχίας, μα ναι, βέβαια, όταν το ανέφερες το αναλογίστηκα και έκτοτε το έφερνα στο νου μου μια στις τόσες, και μου προκαλούσε αμηχανία, δεν ήθελα να με σκέφτεται κανείς τόσο ευάλωτο και τόσο καυλωμένο, πόσο μάλλον οι πατεράδες μας, ήταν ξεβρακωτικό.

Η ενδελεχής μελέτη της νοσταλγίας, το μονοσέλιδο έργο της ενήλικης ζωής μου, η σύνοψη: τα ταξίδια μέσα στο Ρούνγκχολτ και στο Νορντφρίσλαντ διασχίζοντας βουβά τα σεντόνια της ομίχλης με το κούτελο κολλημένο στο νωπό τζάμι. Όταν μεγαλώνεις σε ένα κωλονήσι στο έλεος της άμπωτης και των μηχανοστασίων μαθαίνεις την υπομονή, όπως λέει και ο Τάτσης θα περιμένωμε ώσπου να γυρίσει ο καιρός, τι άλλο; Και πάντα το απέναντι είναι και σπουδαίο και απειλητικό, το αχανές απέναντι, η κλειστοφοβία των τόπων που δεν έχουνε ακτές, και πάντα περνώντας απέναντι έχω το ένα παπούτσι αφημένο στο νησί σαν πριγκιπέσσα. Σκάβω, σκάβω εντός μου με τα χέρια φτυάρια, λες για να με θάψω μέσα μου και να μη με ξαναδώ, και σκάβοντας έρχονται στην επιφάνεια γεωσκούληκα και γυμνοσαλίγκαρα και ασπρουλιάρες νύμφες που δεν πρέπει να τις βλέπει το φως του κόσμου, δεν πρέπει να τις βλέπει κανένα μάτι. Ακούς ποτέ το φύσημά σου; -Όχι. Ακούω μερικές φορές το κλικ και με πονάει το στέρνο. -Σε πονάει επειδή το ακούς. Ναι, για τ'ανάθεμα, επειδή δεν είναι για να τ'ακούω, συμβαίνει από λάθος. Πήρα υπό μάλης μέρες εδώ κι εκεί διάσπαρτες σε χυλώδη μεσοδιαστήματα, από το ένα στο άλλο νησί, από το ένα στο άλλο λιμάνι, από το ένα στο άλλο αεροδρόμιο. Οι ενδιάμεσοι σταθμοί είχαν την πυρετική γυαλάδα που τους δίνει το παραταξίδεμα, βρήκα με τη μούρη τον πάτο του πηγαδιού πολλές φορές, και όταν κατάφερνα να γυρίσω στην πλάτη μου και να κοιτάξω κατά πάνω έβλεπα τη φάτσα σου με το τσιγαράκι και το επικριτικό ύφος για μια μικρή στιγμή, και μετά κάποιος μου πετούσε το σκοινί και πάντα αργά ή γρήγορα το'πιανα και σκαρφάλωνα πάνω ντροπιασμένος, ώσπου έφτασε εκείνος ο Αύγουστος, που το πηγάδι ήταν τίγκα στη λάσπη του τύφου που θέριευε όλο το καλοκαίρι, και μου πέταξες το σκοινί και αποφάσισα να κρεμαστώ. Αλλά πάλι με είχες προλάβει, και το σκοινί που μου'ριξες εκείνη τη φορά ήταν σκάρτο και έσπασε πριν προλάβω να αποχαιρετήσω τα εγκόσμια. Έμεινα στο μούργο κλωσσώντας την αποτυχία μου για μήνες, από το τηλέφωνο μου είπες κλείσ' τα μάτια και βούτα στο σκατό, στην άλλη άκρη της κωλότρυπας είναι το στόμα, και θ'αναδυθείς από το ξερατό σαν άλλος φοίνικας, και γέλασα και ανακάλυψα πως δε χρειαζόμουν το σκοινί, βήχοντας και κλάνοντας μπορούσα να σκαρφαλώσω στα γλιτσερά πετρότουβλα μέχρι πάνω και τώρα; Τώρα πηδάω στο χτυκοπήγαδο γι'αστείο, έμπειρος μουργοδύτης.

Μες στο αίμα σου κολυμπάει ο χρόνος μου
η λόξα είναι στα καρωτιδικά σωμάτια
από εκεί με παίρνει και μ'αφήνει το σκοτάδι
από εκεί με πιάνεις και με χρήζεις και με αφορίζεις

ο Θεός να σε φυλά με τα δικά μου χείλη.

Κοκκινέλλη η επτάστικτος

Σύρθηκα σα γέρος στο μπάνιο. Άναψα το φως, κατούρησα ενώ περίμενα να ξετυφλωθώ. Στήθηκα πάνω από το νεροχύτη εμπρός από τον καθρέφτη. Εξέτασα τη μούρη μου προσεκτικά. Το ένα ζυγωματικό ήταν ύποπτα πρησμένο και μια ερυθρότητα δίκην χαστουκιάς απλωνόταν από το αυτί ως τη ρινοπαρειακή πτυχή. Ψηλάφισα το ζυγωματικό εκεί ακριβώς πάνω στη γωνία, κλύδαζε διακριτικά, η περιφέρεια ήταν σκληρή, πονούσε. Πήρα το ψαλίδι για τα μούσια από το ράφι δίπλα και τράβηξα μια ψαλιδιά φέτα από το ζυγωματικό. Άνοιξε σαν καπάκι από μικρό κουτί, και εκείνη τη μικρή στιγμή που μεσολάβησε απ'την κοψιά ώσπου ν'αρχίσει η αιμορραγία, είδα μια πασχαλίτσα μες στη σάρκα που άνοιξε τα φτερά και απογειώθηκε. Το αίμα λέκιασε το πατάκι, το νεροχύτη, τις κάλτσες μου, την άσπρη φανέλα που λέει the ultimate Lada driver, το κομμάτι κρέατος είχε παραπέσει κάπου και δεν το έβλεπα. Ζαλίστηκα, πισωπάτησα φοβισμένος, και ξαφνικά ακούμπησα στο λαδή καναπέ του πατρικού, τα σκληρά μαξιλάρια, το ψιλοριγέ βελουδώδες ύφασμα, ανάσαινα βιαστικά μέσα στον πανικό μου, και εκεί που πνιγόμουν στην αβοηθησιά μου, εμφανίστηκε ο πατέρας με ταιριασμένο παντελόνι, πουκάμισο και κάλτσες (τα ρούχα της δουλειάς) και τα καθαρά δροσερά του χέρια, με χάιδεψε στο μάγουλο, η στρογγυλωπή του βέρα ήταν κρύα, με ηρέμησε, όλα καλά θα πάνε, εδώ είμαι εγώ, έκλεισα τα μάτια και πήρα βαθιές ανάσες, ολοένα και πιο αργά, ολοένα και πιο αργά, το σπίτι δε μύριζε τίποτα και αυτό ακριβώς σήμαινε πως ήμουν σπίτι.

Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα, πασαλειμμένος στο αίμα, η ρινορραγία συνεχιζόταν, μου'φερες κουζινόχαρτο, το'κανα ρολό και το'χωσα ταμποναριστά στο μύτο, είδα ένα περίεργο όνειρο, είπα, και σου διηγήθηκα την ιστορία, ε όχι δεν είναι περίεργο, είπες, αφού έχουμε όντως μια πασχαλίτσα στο μπάνιο, -Τι; -Ναι, έλα να δεις. Και μου την έδειξες που άραζε κάτω ακριβώς από τη λάμπα άνωθεν του καθρέφτη. Μα δεν την είχα δει προηγουμένως. -Εσύ ίσως δεν την είχες δει, αλλά την είχε δει το μυαλό σου.

Wishful Ulysses

To sail beyond the sunset, and the baths
Of all the western stars, until I die.
It may be that the gulfs will wash us down;
It may be we shall touch the Happy Isles,
And see the great Achilles, whom we knew.
Though much is taken, much abides; and though
We are not now that strength which in old days
Moved earth and heaven, that which we are, we are,
One equal temper of heroic hearts,
Made weak by time and fate, but strong in will
To strive, to seek, to find, and not to yield.

Tennyson

שלושה





Well-known, alas, is the case of the poor German who was very fond of three and who made each aspect of his life a thing of triads. He went home one evening and drank three cups of tea with three lumps of sugar in each cup, cut his jugular with a razor three times and scrawled with a dying hand on a picture of his wife good-bye, good-bye, good-bye.

Flann O'Brien

Στη φόρα 5

Έκανα πολύ δρόμο ως εδώ και τώρα που στάθηκα να πάρω μια ανάσα κοίταξα πίσω και η διαδρομή με διαπέρασε κατάστερνα σαν βέλος. Από την τρύπα που άνοιξε στο στήθος μου άρχισε να ρουφιέται όλο μου το παρελθόν, ξαφνικά ήμουν με την πλάτη στα επικείμενα, το βάρος της παλιάς μου απελπισίας μ'έσκιζε λίγο λίγο, και το αίμα που πήγε να τρέξει από την πληγή με ζέστανε παρήγορα-

-θύελλα και παλίρροια πλημμύρα, η παραλιακή κλειστή κάτω από δυο μέτρα θαλασσόνερο και φλοίσβος στον πεζόδρομο, το φέρρυ είχε κόψει, δεν είχε που να δέσει, η μύτη μου θα ξεκόλλαγε απ'το κρύο, απέναντι θολούρα, δε θα 'φτανα στο Χούζουμ ούτε αύριο, δεν έχει δουλειά σήμερα, μπήκα πάλι στ'αμάξι και πέντε λεπτά αργότερα στέγνωνα τις κάλτσες μου στο καλοριφέρ του παιδικού δωματίου του φίλου μου του Μ. ενώ αυτός έτρωγε σταφύλια Αιγύπτου από το τάπερ μισοξαπλωμένος στο καλοστρωμένο κρεβάτι του με τις χειροποίητες κουβέρτες. Τότε ήμουν με την Όλγα που ήταν στο Αμβούργο, δεν ξέρω πώς κατάφερνε και εκτιμούσε εκείνη την ελεεινή εκδοχή του εαυτού μου που της σέρβιρα, αλλά τελοσπάντων με θεωρούσε βαθύτατα γοητευτικό, με πήρε τηλέφωνο και άκουγα τη θύελλα να κάνει χου-χου στην αόρατη γραμμή μέσα στο θαλπερό δωμάτιο ενώ το ξύλο του κρεβατιού μου μούδιαζε την πλάτη, και με ρωτούσε καχύποπτα πού ήμουν και με ποιον γιατί την είχα ήδη κάψει, και ως συνήθως της έλεγα αλήθεια, είμαι με τον Μ. στο νησί, έχω ξεμείνει, το δελτίο καιρού είπε θα μείνουμε χωρίς φέρρυ ως την Πέμπτη, Mach bitte keine Dummheiten, ο Μ. που άκουγε από δίπλα μου μασουλώντας μου'κλεισε το μάτι, της είπα παιχνιδιάρικα Keine Sorge, Fräulein, schbin immer etepetete, du kennst mich da gut, ε, ναι, της έβαζα φωτιά, αναστέναξε, ήμουν αδιόρθωτος, δεν είχα σωτηρία, νομίζω αυτό τη συγκινούσε κάπως, τότε δε διαννοούμουν άλλο, ήμασταν ένας άστοχος συνδυασμός εν τέλει, η Όλγα κι εγώ, όμως με χρειαζόταν και τη χρειαζόμουν για να ναυπηγηθούμε ανάμεσα στις ξέρες εκείνων των εποχών, είμαι ανακουφισμένος που ξέφυγε απ'την τροχιά μου, ο καλβινισμός της με ανεχόταν όσο ήμουν σε πόλεμο με τις παρεκκλίσεις μου, αλλά ήταν τόσο μακρυά εκεί πέρα στο Αμβούργο, εμένα μ'έκρυβε καλά η Sturmflut, και μέσα στο πέπλο της αρμύρας, με τους γονείς του Μ. στον κάτω όροφο, έχωνα τη γλώσσα μου στο στόμα του και είχε γεύση από καλοκαίρι στις όχθες του Νείλου. 

-μια μέρα μισοσυννεφιάς όψιμη ανοιξιάτικη στο Στρατόνι με την ενοχή του ορυχείου μάρτυρα οι πατούσες μου στην παράξενη άμμο, η μικρή επέπλεε λίγο πιο κει σαν να την είχε πάρει ο ύπνος, την τράβηξα απαλά κοντό κυματάκι και την έφερα κοντά μου, το δέρμα της που μ'άγγιξε δε διέφερε απ'το νερό και την άμμο και την ανεμοπνοή και τις πευκοβελόνες όλα ένα, όλα ψήγματα Χαλκιδικής, ήξερα πως είχα ξεμείνει από χρόνο, ήξερα πως ο φρουρός ερχόταν να με σύρει πίσω στο κελί, αλλά ήμουν τόσο απελπισμένος που έκανα πως ήμουν ταξιδιώτης μ'ένα σκάφος που πορευόταν κάπου πέρα από τις ώρες και τις μέρες, φεύ για φαντασιόπληκτος. Η μικρή είχε μια εντυπωσιακή αντοχή μες στο νερό ακόμα και το χειμώνα, εγώ μελάνιαζα γρήγορα στ'ακροδάχτυλα, αυτή ζεστή και πάντα αυγουστιάτικη, την κράτησα εκεί, πανάλαφρη χάρη στον Αρχιμήδη, το κεφάλι της στον ώμο μου, ανέπνεε ήρεμα στ'αυτί μου, ήταν ύποπτα ήσυχη, Τι κάνεις ρε;, καμία απάντηση, έκανα να την σπρώξω λίγο πέρα και το κεφάλι μου σα να είχε πιαστεί κάπου, ψηλάφησα πίσω μου, είχε πλέξει τα μαλλιά μου με τα μαλλιά της, βρεγμένα και αλατωμένα όπως ήταν, ένα δίχρωμο τριχωτό τσουρέκι, το μήνυμα ήταν σαφές, εγώ όμως ήμουν πολύ απασχολημένος με την παράξενη εκείνη αίσθηση, πώς κατάφερνε να είναι και να μην είναι, ημιαόρατη σαν μέδουσα στα μεγάλα βάθη, πώς σχεδόν δεν υπήρχε γύρω μου τίποτε άλλο παρά η φιλόξενη θάλασσα, και μέσα σ'εκείνο το πέπλο της αρμύρας, με τον φρουρό να βαράει τις μπότες του  σε κάθε βήμα, ο χρόνος ξεπηδούσε από άπατο κουβά και πλημμυρίσαμε, οδήγησα Στρατόνι Σταυρό σαν τρελός ενώ αυτή μου έκλεινε τα μάτια στις στροφές, χτύπησε το κεφάλι της στην επικλινή στέγη ενώ μ'έπαιρνε ολόγυμνο με λύσσα με τα χέρια σφιχτά γύρω απ'το λαιμό μου, έχυσα σε ακριβώς δεκαοχτώ δευτερόλεπτα, Κι αν γκαστρωθείς; -Δε θα το μάθεις ποτέ. Το άλλο πρωί ξύπνησα μόνος δίπλα στη μισοδιαβασμένη Καρδιά του Σκότους.

-Πρωτοχρονιά στο πανάκριβο δωμάτιό μου στο Όσλο στην Χόλμπεργσπλαςς, το τραμ περνούσε κάθε τόσο και έτριζαν τα πάντα, από το γυρτό παράθυρο φαινόταν μόνο η ουράνια μαυρίλα. Ίσα που χωρούσε ένα διπλό κρεβάτι και ένα γραφειάκι, και επάνω στο κρεβάτι οκλαδόν εγώ και ο φίλος μου ο Μ., πίναμε εναλλάξ φραουλόγαλα και φτηνή σαμπάνια, είχαμε περάσει όλη τη μέρα περιπλανώμενοι στο μικρό χιονάκι και είχαμε ξυλιάσει στο πάρκο του Βίγκελαντ. Geh'n wir! -Hä? -Auf den Platz runter. -Warum denn bloß nicht? και βγήκαμε πάλι, και πήγαμε εκεί στην ανοιχτωσιά που ήταν μαζεμένος κόσμος καλοντυμένος με τα μπουκάλια κρυμμένα σε χαρτοσακούλες, και έφυγε ο χρόνος και σαν να εξαφανίστηκαν όλοι εκτός από εμάς, και εκεί μπροστά στο παλάτι τελείωσα το φραουλόγαλα και τελείωσε τη σαμπάνια, Ach du fucking Milchbart, μου είπε τρυφερά και μου σκούπισε το μουστάκι, και μετά άρχισε να μου λέει πού θα λιαζόμασταν το καλοκαίρι.

-στη μνήμη μου η πραγματικότητα είναι εκεί για να με φροντίζει, να μ'έχει ευχαριστημένο, να με πληγώνει, να με απελπίζει, είναι εκεί επειδή είμαι εγώ εκεί, στη μνήμη μου όλα υπάρχουν για να αφήνουν κάποιο σημάδι στο λεπτό κοκκινοτρίχικο πετσί μου, όταν σκαλίζω μες στο κεφάλι μου δε μπορώ να βρω τίποτα που απλά μου συνέβη χωρίς να με τσαλακώσει, δεν είμαι εγωπαθής, είναι ο μηχανισμός που με εκθέτει έτσι, το πώς λειτουργεί ο αστείος κοινός νους, έχω άλλοτε ισχυριστεί πως έχω ασθενική μνήμη, ψέμα, θυμάμαι αποσπασματικά, αλλά θυμάμαι όλες τις σκηνές που με τσαλάκωσαν με κάθε λεπτομέρεια, θυμάμαι τι μάρκα ήταν το φραουλόγαλα, θυμάμαι τι χρώμα ήταν το καπάκι του τάπερ με τα σταφύλια, θυμάμαι τι σαπούνι μας έπλυνε μετά από εκείνο το κολύμπι, θυμάμαι πολύ καλά τις λέξεις και τις μυρωδιές και τις εκφράσεις, κι ας πάνε πέντε δέκα δεκαπέντε χρόνια, το παρελθόν συμπυκνώνεται και γίνεται σαν κεντρί από πάγο και όταν με καρφώνει λιώνει και δεν αφήνει ίχνος, δεν είμαι ποτέ μόνος, δεν είμαι ποτέ μόνος

έκανα πολύ δρόμο ως εδώ και τώρα στέκομαι να πάρω μια ανάσα
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα όμως
δεν είμαι μόνος
οπότε κάτι θα καταφέρουμε.

Χυλόπιτα

Ξεντύνομαι βιαστικά για να ξεφύγω όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τη μπόχα του αποδυτηρίου. Ο φωριαμός μου είναι δίπλα στο παράθυρο, στη μια γωνία, δίπλα στου Γκ., του άλλου Γερμανού του τμήματος. Αλλάζω με τη μούρη στο ανοιχτό παράθυρο. Βγάζω το παπούτσι της δουλειάς και χώνω το πόδι κατευθείαν στο πολιτικό παπούτσι προσέχοντας επισταμένα να μην ακουμπήσω το πάτωμα (the floor is lava). Έχω πετάξει τα λερά πράσινα στη μαύρη σκουπιδοσακούλα. Ψαχουλεύω στα υπάρχοντά μου, η ζώνη έχει μπλεχτεί με το κασκώλ. Ξαφνικά κάτι με ακουμπάει στη νεφραμιά. Τινάζομαι. Είναι η Μέη, μια ανειδίκευτη υφιστάμενή μου, με κότσο ανανά στην κορυφή του κεφαλιού. Στέκεται δίπλα έχοντας βγάλει μόνο το πάνω μέρος της στολής, το οποίο κρατάει ακόμα στο ένα χέρι. Κοιτάζω τριγύρω να δω αν με περπατούσε καμιά κατσαρίδα.
-Was zum Geier... hvad fanden?
-Jeg ville bare mærke din tatovering.
-Nej, hvad fanden?
Απλώνει το χέρι της πάλι, τραβιέμαι και ακουμπάω κατά λάθος το δηλητηριώδες καλοριφέρ με το κατωμπούτι μου. Με κοιτάζει πίσω από τα φω γυαλιά οράσεως και σουφρώνει το μικρό της στόμα.
-Kom nu jo, jeg ved du er interesseret.
-Passer ikke.
-Undskyld, F., jeg må have misforstået.
-Verdammt richtig, du har misforstået. Du må ikke røre ved mig.
-Jeg vidste ikke, du var sådan hysterisk.

Τραβιέται προς τη μεριά της δίπλα στην πόρτα, είναι φανερά προσβεβλημένη. Η Μέη έχει περίσσευμα αυτοπεποίθησης, ένα παιδί εφηβικό ατύχημα, έναν γκόμενο ψυχίατρο και οδηγάει ένα υβριδικό συχτιράκι. Της αρέσει πολύ να ακούει την ίδια της, έχει τελειοποιήσει τη στομφώδη ρητορική, είναι γυμνασμένη και προσέχει τη διατροφή της, μου είναι αντιπαθής.

Ξεμπερδεύω την αναθεματισμένη ζώνη από το αναθεματισμένο κασκώλ και ολοκληρώνω την αποστολή, φοράω το σκούφο και το κράνος, αλιεύω τα κλειδιά του ποδηλάτου από την εσωτσέπη του μπουφάν και φεύγω χωρίς άλλη κουβέντα. Οι γαστροκνήμιοι είναι πιασμένοι απ'το σκοινάκι και πονάνε ενώ κατεβαίνω τις αρχαίες σκάλες για να βγω από την πίσω πόρτα των τακτικών της οφθαλμολογικής. Δέκα χρόνια πριν θα είχα δεχτεί την πρόταση, και θα την είχα αφήσει να εξετάσει το τατουάζ, και εν τέλει και τα υπόλοιπα μέρη του σώματος που μίσησα ενδελεχώς και με μεγάλη προσήλωση. Τώρα η σκέψη με απωθεί. Δε βλέπω πια το νόημα να με σπρώχνω σε καταστάσεις και ανθρώπους που δε θέλω, για να μάθω το μάθημά μου (ποιο μάθημα;). Εκτίμησα τα στραβά μπούτια και τα ξερακιανά γόνατα και τη σπανή κοιλιά και τον κακοποιημένο λαιμό και τα μάλλον κομψά χέρια και τις αλλήθωρες μικροσκοπικές βυζορώγες, χώνεψα πως μια ζωή θα αιωρούμαι ανάμεσα σε γλώσσες και προφορές, αποδέχτηκα τη σαθρότητά μου, δε θέλω να σπάσω τη μύτη του καταστροφικού, σαδομαζοχιστικού τρελαμένου που εμφανιζόταν στις πέντε το πρωί στον σταγμένο καθρέφτη κάποιου άγνωστου μπάνιου. Εκείνο το επίμονο σύννεφο βίας που ήταν δεν ήταν άλλο από τη δική μου, ιδιαίτερη, προσωπική αντιπάθεια νεφελοποιημένη, διαλύθηκε με τον καιρό, και με άφησε εκτεθειμένο. Αντί να με πετάω σαν πατσαβούρι σε μια μόνιμη κατάσταση αμυντικής επίθεσης, βούλιαξα, όχι χωρίς αντίσταση, στο ιαματικό λουτρό του ἐνδιδόναι. Όχι άλλη αυτοτιμωρία, άλλοι την αξίζουν πιο πολύ. Να, όπως για παράδειγμα η φαντασμένη η Μέη, που νόμισε πως θα της καθόμουν.

Αν ήταν το πουλί βιολί

Τα παράθυρα έπιασαν μαύρη μούχλα με γουνάκι στα ενώματα από την υγρασία. Ο γέρος γείτονας με βλέπει με το σώβρακο οκλαδόν στο περβάζι να καθαρίζω τη μάκα. Τσουγκρανίζει τα φύλλα από την αυλίτσα. Έχω ανακατέψει διαφόρων ειδών απολυμαντικά για μέγιστη απόδοση, μαστουρώνω από τις αναθυμιάσεις όπως η τυπική σαρανταπεντάρα τα μεσημέρια των Σαββάτων που έρχεται στα ΤΕΠ με δύσπνοια φορώντας ακόμα τη στολή της καθαριότητας. Τα νύχια μου ξεκολλάνε από τις κοίτες τους και λίγο αίμα γλείφει τα αυλάκια. Η χειραπολύμανση εκατό φορές στη βάρδια με δοκιμάζει. Ένας κουρεμένος σιτεμένος Άη Βασίλης μέσα στη γυάλινη σφαίρα με το ζουμί και το ψεύτικο χιόνι ταχτοποιεί το μικροσκοπικό του σπίτι. 

Έξω γαμιέται ο κόσμος. Κάθε φορά που πιάνω δουλειά περιμένει μια άλλη φάτσα κι ένα άλλο όνομα με πολυαρθρίτιδα ή παθολογικό κάταγμα ή πυελονεφρίτιδα ή πνευμονία ή ανακοπή ή ό,τι άλλο εφευρετικό από το τεφτέρι του Θεού. Η νέγρα έκλεισε τα τριάντα στην κλινική, καραφλιάζοντας από τις ανοσοθεραπείες, μέρα παρά μέρα στην αιμοκάθαρση, τριπλή από το πρήξιμο, η φίστουλα να σιγοαιμορραγεί μονίμως, ο Δανός δερματολόγος σύζυγος που την έκανε ιμπόρτο από την Ακτή Ελεφαντοστού ανησυχούσε αν θα ξανάβρισκε τη σέξυ σιλουέτα της, και πώς δεν είχε χρόνο για να του αρρωσταίνει τώρα η γυναίκα, και πώς δεν έδειχνε το δέον μητρικό ενδιαφέρον για τη δίχρονη κόρη τους, δηλαδή οι προτεραιότητες του κωλανθρώπου, αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι και κατακυριεύσατε και χέσατε παντούθε και φάγατε τα σκατά σας, η νέγρα το'καψε έλεγε μαλακίες μέρα νύχτα, δεν έκλεινε μάτι και καθάριζε τις γωνίες του θαλάμου με χαρτοπετσέτες, οι ψυχίατροι έλεγαν παροδική ψύχωση του λύκου ή ντελίριο, εγώ λέω Η ΑΛΗΘΕΙΑ, ΕΙΔΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, όλη εκείνη η δηλητηριώδης δίνη της άνοιξε τα μάτια, ποιος ν'ακούσει, κι εμένα για τρελό μ'έχουν, ο Χ. Κ. όταν με πετυχαίνει στο διάδρομο με ρωτάει πάντα με οίκτο αν όλα είναι καλά, και προσπαθεί να με διαβεβαιώσει πως τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα, του χαμογελώ πίσω από τη μάσκα και δεν του απαντώ, μόνο κουνάω το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Εβδομήντα δύο ώρες στην αλέστρα και όταν τελειώνει η εφημερία έχω κάνει μια τρύπα στο νερό, έναν κόβεις δέκα φυτρώνουν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας η ανθρωπότητα. Κάθε φορά που τραβάω κάποιον πέντε πόντους πέρα απ'τη μέγγενη των νεκρών πλημμυρίζω ενοχές και μ'απεχθάνομαι σα να αναδύθηκα από το κατακάθι του οχετού, τι σόι προδότης, κουνώ το κεφάλι αποδοκιμαστικά ενώ τρίβω τα λάστιχα γύρω απ'τα τζάμια. Το κάνω για το νοίκι και γιατί μ'αρέσει το καλό κρασί, το κάνω γιατί δεν έχω τ'αρχίδια να κρεμαστώ, δεν το κάνω για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο θάνατος είναι ίαση. Η καταστροφή είναι που τον καθυστερώ. Εκατόν πενήντα χιλιάδες θάνατοι τη μέρα, τριακόσες ογδόντα πέντε χιλιάδες γεννήσεις τη μέρα, γαμιέται ο κόσμος, το δουλεύει το πουλί, πάτα κιούτα πατσάδες στους κωλοπατσάδες, κάποιος έχυσε και ξαφνικά γίνεται θαύμα, και δίνουν ο ένας στον άλλον συγχαρητήρια που μένουνε πιστοί στο σκοπό και γαμήσανε κι αυτοί τον κόσμο, ένα χύσιμο πιο κοντά στη διάλυση, μια νέα ευλογία πιο κοντά στην κόλαση. Φτάνει ρε, χύστε και λίγο έξω, γαμήστε και κάνα κώλο.






Ben a la vora del mar

Dona'm la mà que anirem per la riba
ben a la vora del mar
bategant
tindrem la mida de totes les coses
només en dir-nos que ens seguim amant

Les barques llunyanes i les de la sorra
prendran un aire fidel i discret,
no ens miraran;
miraran noves rutes
amb l'esguard lent del copsador distret.

Dona'm la mà i arrecera la galta
sobre el meu pit, i no temis ningú.
I les palmeres ens donaran ombra.
I les gavines sota el sol que lluu

ens portaran la salabror que amara,
a l'amor, tota cosa prop del mar:
i jo, aleshores, besaré ta galta;
i la besada ens durà el joc d'amar.

Dona'm la mà que anirem per la riba
ben a la vora del mar
bategant,
tindrem la mida de totes les coses
només en dir-nos que ens seguim amant.

J. Salvat - Papasseit