© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Το πρέπον και το φρόνιμον

Κρεατοσκούληκα απ'το πτώμα ως το ταβάνι δέκα ζευγάρια παπούτσια βηματίζουν γύρω η υγρασία η χτεσινή έξω χειμωνιάτικη μουντάδα στην τρύπα της φορτοεκφόρτωσης η νεκροφόρα και ο γύπας καπνίζει ένα πουράκι τρεις μήνες, μήνες τρεις έμεινε στο πάτωμα πίσω απ'το μπουφέ του, δεν τον έψαξε κανείς, κλασσική ιστορία λησμονιάς κλασσική ιστορία θανάτου, ήμουν είκοσι χρονών, έτρωγα το κρουασάν μου, ο ιατροδικαστής είπε να περάσετε έξω σας παρακαλώ, το να τρώτε εδώ μέσα είναι ασέβεια προς τους νεκρούς και του αντιμίλησα νομίζετε κύριε πως ο νεκρός νοιάζεται για το κρουασάν μου; Είναι τιμή, που τρώω αντί να ξερνάω από αηδία.

x

Βλαστημάς στο ντουζ, της μάνας σου το μουνάκι, γαμώ της μάνας σου το μουνάκι, ανοίγω και με χτυπάει η γνωστή μυρωδιά χαλκού, κάτω από το κενό της κουρτίνας πάνω στο μωσαϊκό του μπάνιου τα νερά είναι αιμοβαφή η κουρτίνα είναι λευκή με τη βοτανολογική ζωγραφιά ενός ξεριζωμένου μη-με-λησμόνει, το Νιβέα τριαντάφυλλο με το αυτοκόλλητο που λέει Pick me! και μ'έπεισε και το αγόρασα αντί του κλασσικού μπλε Νιβέα κάνει απαλό ροζουλή αφρό, εφτά ώρες εργόχειρο και ιδού το αποτέλεσμα, ξεκόλλησε όλο το πρόσθιο τοίχωμα της αορτής μαζί με τη μαλακία και μας έμεινε στο χέρι. Μετά βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο, και βλέπω παντού Forbudt και Røgfrit hospital και πρέπει να πάω ένα τέταρτο δρόμο στο rygepavillon. Δεν πάω εκεί πέρα μαζί με τους λεπρούς, να πάνε να γαμηθούνε. Το άναψα στην είσοδο, και μου λέει η στεγνωμένη της υποδοχής det må du ikke. Και της λέω Σύρε από 'δω din fede svin, μη σε γαμήσω κι εσένα.

x

Το πουλί βράζει στην κατσαρόλα με ένα κρεμμύδι και δυο ντομάτες. Η Jever που έπινα ιδρώνει δίπλα στην εστία. Το παράθυρο είναι μισάνοιχτο και τρίζει καθώς πηγαίνει λίγο πέρα λίγο δώθε με το αεράκι. Στο πάτωμα το βρακί με τους ανανάδες, οι μάλλινες κάλτσες, το γαλάζιο κοντομάνικο που έχει τρυπήσει, η περιβολή της γοητείας. Στο χωλ τα ασορτί μπλε κράνη ποδηλασίας, ένα στηθοσκόπιο, δυο κάρτες εισόδου για το πανεπιστημιακό, ένα ζευγάρι φλιφλόπια, το πρόστιμο για 800 κορώνες από προχτές για παράνομη στάθμευση. Στο σαλόνι το λαμπατέρ απ'το Εϊλάτ ρίχνει γλυκό φως. Πάνω στο καθαρό χαλί γονατιστός ένας άντρας με φυματική φυσιογνωμία. Πίσω του καθισμένη στον καναπέ μια γυναίκα με πυκνά μαλλιά κι έμπειρη λαβή. Το ένα χέρι της στηρίζει την πλάτη του, το άλλο σφίγγει μια θηλιά γύρω απ'τον λαιμό του. Οι γαστροκνήμιοι και οι τετρακέφαλοί της κρατάνε κόντρα και διαγράφονται κομψοί. Οι αχίλλειοι μαζεμένοι, στηρίζεται μόνο στα ποδοδάχτυλα. Τον εκτελεί. Οι δυνατοί του ώμοι σφίγγονται απελπισμένα καθώς κρατιέται απ'το σκοινί που του ζώνει τις καρωτίδες. Τα πλευρά του εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Η γυναίκα είναι διαβασμένη: ξέρει την ισχαιμία, την ασφυξία και τις διαφορές τους. Στο καλοφτιαγμένο στέρνο της ξεκουράζεται μια μικροσκοπική περίτεχνη μαύρη χάμσα με χρυσές λεπτομέρειες. Χαμένο χλωμό κορμί και η αρχή του τέλους. Η θηλιά ελευθερώνει. Η θηλιά ελευθερώνεται, οι φλέβες ξεφουσκώνουνε μεμιάς, ο άντρας χαϊδεύει το γένι του κι έπειτα το λαιμό. Από το σαλόνι στο χωλ και πίσω στην κουζίνα. Η ακαταστασία άφαντη. Το πουλί έχει ξεμείνει από νερό. Συμπληρώνω. Πίνω μια γουλιά Jever, δεν πρόλαβε να ζεσταθεί.

El amor pa' quien lo trabaje, como la tierra

Μέρες μελανές σύννεφα τυρφώδη μαύρο αίμα απ'τα σκισμένα τύμπανα
ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον
αργός βασιλικός χορός πλανήτες που λύθηκαν απ'τα βαρυτικά δεσμά τους
φλεβόκομβος νοσών ορείχαλκος τετηγμένος μουλιάζει τον ποδόγυρο της ιδεολογίας

καὶ ἐνώπιον τοῦ θρόνου ὡς θάλασσα ὑαλίνῃ, ὁμοίᾳ κρυστάλῳ
τα αστέρια θρύψαλα αυτού που ήταν κι έπαψε να είναι δάκρυα και σπινθηρισμοί
ταχύ-βραδύ ατέρμονη διαστολή αέναη διάλυση το δοξάρι της τιμωρίας
εβδομάδες αρπισμών σε άταστη κλωθοειδή διαδρομή με πάγο στις φουρκέτες

τρόμος εκ προσηλώσεως στις πλαγιές το χιόνι λιώνει, λιώνει, λιώνει
οι χείμαρροι αρμυροί οι εκβολές θολές σμαραγδένιοι ρόμβοι το χάραμα στο στέμμα
οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης
μάτια σαν της μύγας ένα σώμα όλο μάτια μάρτυρας της επίγειας αγωνίας

φωνή βραχνή λόγια ενός που έχει χαθεί
χέρι αρπαγμένο από χέρι βλέμμα σε βλέμμα αγκιστρωμένο νυστέρι στον αέρα
λεπίδα πυρακτωμένη κόβει δέρμα, υποδόριο, περιτονία, μήκος, πλάτος, βάθος και χρονική πρόοδο
το μεσεντέριο ανοίγει σαν κουρτίνα.

῟Ωδε ἡ σοφία ἐστίν· το τίποτα ανάμεσα στα φύλλα της σαρκός.
Πίσω μας και εμπρός το χώμα η αρχέγονη απειλή
δως μου το μέλι των χειλιών σου
πεθαίνουμε 

ανάμεσα σε δυο θανάτους μια ζωή.

 

Να σκάψεις το λάκκο σου (διήγημα)

Τον σκότωσε εκεί ανάμεσα στο πλήθος εν ψυχρώ αξεχώριστη στην κοσμοσυρροή. Ο πυροβολισμός τους τράνταξε όλους. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το τι είχε συμβεί. Ο καραγκιόζης έπεσε κάτω σαν πατατοσακί. Το άξιζε, η σφαίρα ήταν όλη δική του, κι αν ο κόσμος είχε μια σπιθαμή δικαιοσύνης όφειλε και να τη χρεωθεί, αλλά στο σκατόβουρκο δεν ξεχωρίζουν σκατά από σκατά. Η λαοθάλασσα σώπασε σκανδαλισμένη, αλλά μέσα σε όλους εκείνους τους φανατικούς της βλακείας υπήρχαν και λίγες ψηφίδες αντιφρονούσες. Σχημάτισαν μια ανεπαίσθητη φλέβα και γλιστρώντας από πλάτη σε πλάτη και από κώλο σε κώλο και αγγίζοντας φευγαλαία μπουφάνια, γαλότσες και τσάντες, η Χάνκα εξαφανίστηκε, έγινε και πάλι μια ψηφίδα στη σαρκοπλημμύρα. Η πρόχειρη περιγραφή της εξαπλώθηκε σαν καρκίνος, με πρωτοπαθή εστία το σαπιομηλί παλτό. Μπορούσες σχεδόν να διακρίνεις το κουτσομπολιό να διαπερνάει τα πάχη του κόσμου όπως δονείται ένας ζελές. Η Χάνκα τελοσπάντων το έσκασε. Οι αρχές πήραν τη σκιά της στο κατόπι. Ο καημένος ο Παλ πέρασε μια άρρωστη βδομάδα, πυρετώδης από την αγωνία. Ήταν η πρώτη της φορά.

Την επόμενη Δευτέρα, ο Παλ έκοβε δρόμο πίσω από το μίνι μάρκετ επιστρέφοντας σπίτι. Ένα Ψιτ! τον χτύπησε στο στόμα σαν άτυχο μυγάκι. Ήταν εκείνη. Στεκόταν ανάμεσα στους δυο μεγάλους κάδους ανακύκλωσης στο πίσω ντουβάρι του μίνι μάρκετ. Αρκετά σακατεμένη. Τα ρούχα της ήταν μουλιασμένα στο αίμα, μπαγιάτικο και φρέσκο, και είχαν πάρει τις πολλές αποχρώσεις που παίρνει η υγρασία όταν ποτίζει για χρόνια τα ταβάνια στις δημόσιες υπηρεσίες. Είχε κρύψει το σαπιομηλί παλτό στο σάκο πλάτης και τώρα φορούσε ένα άσχημο ανοράκ ψαρέματος. Ήταν βρώμικη και τα μαλλιά της είχαν αφανοποιηθεί. Σε σημεία ήταν κολλημένα στο κρανίο της αναμεμειγμένα με το ξεραμένο αίμα που φαινόταν σα μαύροι λεκέδες εδώ κι εκεί. Ο Παλ την αγκάλιασε αντανακλαστικά. Την αγαπούσε πάντα. Η Χάνκα δεν περπατούσε καλά. Την είχαν πετύχει κάπου στη νεφραμιά και στο ένα μπούτι. Οι σφαίρες ήταν ακόμα μέσα.
-Δε μπορώ να σε πάρω σπίτι. Την έχουνε στημένη απ'έξω από τη μέρα του συμβάντος. Αλλά θα μιλήσω στην Ελένη, έχει ένα μέρος. Θα βρούμε τρόπο.
-Κάνα τσιγαράκι έχεις;
-Όχι ρε συ, αφού το έχω κόψει, το ξέρεις.
-Ανάθεμα.
-Μείνε εδώ -μπορείς να μείνεις εδώ; Δε θα πάρει πάνω από μια δυο ώρες.
-Αν δε με βρίσκεις χτύπα τους κάδους.

Σουρούπωνε ένα φθινοπωριάτικο σούρουπο, είχε πηχτή υγρασία, άπνοια και κουνούπια. Ο Παλ εξαφανίστηκε στο δασάκι πίσω από το μίνι μάρκετ. Η φασαρία της κίνησης από τη λεωφόρο συνεχίστηκε απρόσκοπτη και αμυδρά ανησυχητική όπως πάντα. Η Χάνκα έμεινε στο μέρος. Η στάση της και το πρόσωπό της δεν ομολογούσαν ιδιαίτερη ταλαιπωρία, σε αντίθεση με όλα τα άλλα πάνω της. Ήταν τόσο στωϊκή που έμοιαζε να έχει απωλέσει αισθήματα και πάθη. Η υπομονή είχε επισκιάσει κάθε αδυναμία, της είχε ξεπλύνει την ανθρωπίλα, την είχε μετατρέψει σε τερατορομπότ. Στο μυαλό της πηγαινοερχόταν το τσιγαράκι. Έτρωγε απ'τα σκουπίδια περιμένοντας και έπινε από τα πεταμένα μπουκάλια κάτω από τη γέφυρα.

Είχε νυχτώσει για τα καλά και η Χάνκα λαγοκοιμόταν στο μαξιλάρι με τη μαύρη σακουλομαξιλαροθήκη, όταν άκουσε ένα ταπ-ταπ-ταπ. Άνοιξε μια τρίχα το καπάκι του κάδου για να δει, ήταν η Ελένη αυτοπροσώπως, παρέα με τον Παλ. Σκαρφάλωσε έξω όπως όπως. Οι δυο την φορτώσανε σε μια σκουριασμένη μπαγαζιέρα που κρεμόταν από τον κοτσαδόρο του Φίατ της Ελένης, Τη σκεπάσανε με το μουσαμά και από πάνω της έβαλαν μερικά καφάσια και τα σύνεργα κηπουρικής. Ο Παλ της πέρασε δυο ταμπλέτες μορφίνης και ένα θερμός γεμισμένο με απροσδιόριστο παρηγορητικό. Η διαδρομή κράτησε ένα τετράωρο. Η Χάνκα κατάλαβε πού πήγαιναν όταν άκουσε τη μουσική από τα μεγάφωνα του πορθμείου. 

Πέρασαν απέναντι. Μια γνωστή της Ελένης είχε ένα τριόροφο στην παλιά πόλη που το νοίκιαζε σε φοιτητές από την ένωση. Εκείνο το διάστημα το ισόγειο ήταν ξενοίκιαστο. Ο τελευταίος που έμενε εκεί είχε πεθάνει στην εκκλησία. Ήταν ένα γραφικό κτίριο, πλινθόκτιστο, αρχαίο σχεδόν, κρυμμένο κάτω από παχύ κισσό. Έφτασαν χαράματα. Η Χάνκα είχε λιώσει απ'τη μορφίνη και δε μπορούσε ούτε να συρθεί έξω απ'τη μπαγαζιέρα. Την τύλιξαν ρολλό με το μουσαμά και τη μετέφεραν γρήγορα γρήγορα στο διαμέρισμα. Τα έπιπλα του μακαρίτη είχαν ξεμείνει. Δεν είχε οικογένεια να τα ζητήσει, ήταν ο τελευταίος της γραμμής. Καφενειακές καρέκλες, ένα γραφειάκι και ένα τραπεζάκι μιας άλλης πολύ περασμένης εποχής, ένα κρεβάτι με μεταλλικό σκελετό και χοροπηδηχτό στρώμα με διεισδυτικές σούστες, κάνα δυο μαξιλάρια, πολλές γλάστρες παντού. Το πάτωμα ήταν από πετρόπλακες, πολύ παλιό, έμοιαζε πιο πολύ με γη παρά με πάτωμα, τα ντουβάρια τρία μέτρα χοντρά με εντοιχισμένα ράφια, κουζινάκι, πάγκος, διπλά τζάμια στα παράθυρα που ίδρωναν αναμεταξύ τους. Ο Παλ έφτιαξε νερόσουπα. 

Το πρωί η Ελένη κανόνισε να περάσω να βγάλω τις σφαίρες απ'τη Χάνκα, όπερ και έπραξα. Είχε καλή κράση και οι πληγές ήταν εύκολες στο καθάρισμα, παρότι είχαν κακοφορμίσει, είχαν βέβαια περάσει και δυο βδομάδες στη λέρα, το περίεργο θα ήταν να μην είχαν κακοφορμίσει. Τις καυτηρίασα με την τσιμπίδα του τζακιού. Δε χρειάστηκε να τη μπουκώσω με πετσέτα, ξάπλωνε κοιτώντας το ταβάνι χωρίς να μορφάζει. Τα βλέφαρά της ανοιγόκλειναν νωχελικά. Της χτύπησα μια πενικιλλίνη τζι στο κωλομέρι, της άφησα ένα μπουκαλάκι λάβδανο και της είπα πως θα προσπαθούσα να ξαναπεράσω σε μια βδομάδα. Η Ελένη επέβλεψε τη διαδικασία. Ενώ ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, έβαλε την κασέτα που είχα ακούσει εκατοντάδες φορές σε ισάριθμες παραλλαγές να παίξει:
-Θα σκάψεις ένα λάκκο κάτω απ'το κρεβάτι, μια κρυψώνα. Θα το κλείσεις με καταπαχτή από σανίδια. Θα φροντίσω να σου φέρουν. Από πάνω θα ξαναβάλεις τα προικιά του μακαρίτη, όπως τα έχει τώρα, κεντητά, κουβέρτες, με το κασόνι τους όπως είναι. Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη απ'το χάραμα ως τις δώδεκα το μεσημέρι θα κάθεσαι στην κρυψώνα κλειδωμένη από μέσα και δε θα βγάζεις λέξη, γιατί κάποια στιγμή περνάει η περιπολία, και αν μας είδε κανείς ή μας έχει πάρει πρέφα δεν το ξέρω, δε νομίζω, αλλά δεν το ξέρω με σιγουριά. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποφασίσουν να μπουκάρουν για έλεγχο. Ξέρουν εδώ πως είναι το σπίτι του ψάλτη που πρεζώθηκε και το αποφεύγουν γιατί είναι μολυσμένο στα χαρτιά τους, αλλά φύλαγε τα ρούχα σου.

Η Χάνκα δεν ξεμύτιζε ούτε με το βαθύ σκοτάδι των μικρών ωρών. Τα πράγματα ήταν ακόμα έκρυθμα. Αν την πετύχαιναν θα την εκτελούσαν, αυτή ήταν η εντολή, και θα ήταν σα να σκότωναν πακέτο και τον Παλ. Μετά την αφαίρεση των σφαιρών ανέβασε πυρετό αλλά ήταν για καλή της τύχη παροδικός. Σχεδίασε τις δυο διαστάσεις της κρυψώνας στο σημείο κάτω από το κρεβάτι για να ξέρει που να σκάψει. Οι πετρόπλακες ήταν φαγωμένες αλλά δεν είχαν ξεχάσει πως ήταν πέτρες. Δούλευε με σφήνα κουτάλι και σφυρί. Το σπίτι είχε ακόμα τρεχούμενο νερό απ'την αντλία. Ήταν ανακούφιση μετά από το κάτεργο να έχει φρέσκο νερό να πιει και να μουλιάσει τα χέρια της που ψήνονταν από την κούραση. Κομματάκι κομματάκι έσπαγε την επιφάνεια. Έπρεπε να προσέχει να μην ακούγεται και να μη δουλεύει όταν περνούσε η περιπολία μην και κινήσει υποψίες. Η Ελένη μας είχε πει όταν φύγαμε από εκεί πως η Χάνκα δεν είχε καλές πιθανότητες, γιατί ήταν μικρόσωμη και το έργο της κρυψώνας δε θα προχωρούσε αρκετά γρήγορα, και θα την προλάβαινε η περιπολία και θα την έσερναν έξω από το σπίτι νεκρή.

Η Χάνκα έσκαβε και έκρυβε τα μπάζα στις συρταριέρες, τα ντουλάπια και τις βαλίτσες του μακαρίτη. Ο Παλ περνούσε σε άσχετες στιγμές, γέμιζε τις τσέπες του και ένα μπόγο κολατσιού και τα άδειαζε λίγα λίγα στη θάλασσα. Μετά από ένα μήνα ο λάκκος είχε σκαφτεί και η καταπακτή είχε εγκατασταθεί και η Χάνκα ήταν ακόμα ζωντανή. Έβαλε ένα μαξιλάρι και μερικές στρώσεις σεντονιών και έπαιρνε μια κανάτα με νερό εκεί κάτω και κλεινόταν ευλαβικά, όπως ακριβώς της είχε πει η Ελένη. Πήγαμε να τη δούμε μια νύχτα μετά από αρκετό καιρό, ίσως μισό χρόνο ή παραπάνω. Είχαν μεσολαβήσει άλλα -είχαν πιάσει μια ομάδα από την ένωση και τους είχαν τρίψει στον τρίφτη για να μας δώσουνε. Ξεκινούσαν απ'τις πατούσες και τους έτριβαν λίγους λίγους προς τα πάνω. Κάποιος είπε πως η δολοφόνα ήταν ακόμα ζωντανή και έσπαγε πέτρες όπως όλοι οι δολοφόνοι. Αυτό τους μπέρδεψε, νόμισαν πως είχε καταλήξει στα ορυχεία. Κεντρικός συντονισμός δεν υπήρχε ούτε γι'αστείο από τότε που ζάππαραν το τελευταίο καλώδιο και έκαψαν την τελευταία κεραία, οπότε αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο να διασταυρωθεί. Και έτσι είχε αρχίσει να μειώνεται ο κίνδυνος, γιατί η Χάνκα άρχισε να σβήνει απ'την επικαιρότητα, και άλλες άρχισαν να παίρνουν τη θέση της, και τότε άρχισα να σκέφτομαι πως η Ελένη που τα ήξερε όλα είχε πέσει έξω, και η Χάνκα είχε παίξει ενάντια στις πιθανότητές της και είχε κερδίσει.

Την επισκεφτήκαμε λοιπόν. Ανάψαμε μια ασθενική γκαζόλαμπα. Έσφιξε τα βλέφαρα σαν τυφλοποντικός. Όρθια δίπλα στο κρεβάτι που έκρυβε το λάκκο της. Φορούσε το σαπιομηλί παλτό. Είχε απισχνανθεί από τη μονοφαγία. Τα μαλλιά της κακοπλυμένα πετούσαν γύρω από το κεφάλι της σα ρημαγμένο φωτοστέφανο στο ημίφως. Κοίταξα τα τραύματα, η επούλωση έμοιαζε να είχε σταματήσει στις δέκα μέρες και μισόχαιναν ακόμα. Πάλι καλά βάσταξε η κράση της που με είχε εντυπωσιάσει τόσο στην αρχή και δεν είχε γαγγραινιάσει. Ήμουν πάντα μοιρολάτρης, ίδιον των γιατρών, και πίστευα στις ιπποκρατικές ιδιοσυγκρασίες, αλλά τα τελευταία χρόνια με είχαν πραγματικά διδάξει πόσο αβοήθητοι είμαστε όλοι, κι ας το κρατούσα ακόμα μυστικό. Ο Παλ είχε φέρει λεμόνια και ντομάτες από απέναντι. Η Χάνκα άρπαξε ένα λεμόνι και έκοβε λυσσασμένες μπουκιές και από τα μάτια της κυλούσαν δάκρυα που χάραζαν τα σκονισμένα μάγουλά της. Η Ελένη είπε πως θα άρχιζε να καταστρώνει την έξοδο απ'το νησί. Θα την φυγάδευε σε μια ξερονησίδα πεντέμιση ώρες από εκεί που ήμασταν, για να προπονηθεί ξανά, ώστε να την ξαναστείλουν σε νέα αποστολή ξανά σε πέντε μήνες. Και θα μπορούσε να κοιμάται κάτω απ'τ'αστέρια και να τρώει φρέσκα λεμόνια, μαζί με άλλους που η ζωή τους ήταν μια επίμονη ακολουθία σαν τη δική της, να ξεκάνουν κυβερνητικούς αντιεπιστημονιστές και λεφτούχους στις συγκεντρώσεις, να εξαφανίζονται, να σκάβουν το λάκκο τους, να πεθαίνουν, ν'ανασταίνονται και να σκοτώνουν πάλι, ώσπου να σκαλώσουν σε κάποιο γρέζι του τροχού. Δεν αντέδρασε στα λόγια της Ελένης, λες και δεν είχε ακούσει κιχ. Γύρισε στον Παλ:
-Να σου πω, κάνα τσιγαράκι έχεις;
-Όχι ρε συ, αφού ξέρεις το'χω κόψει.

Την αφήσαμε όρθια δίπλα στο κρεβάτι που έκρυβε το λάκκο της σαν ανθρωπόμορφη ταφόπλακα.
Ο Παλ έκλαψε στον ώμο μου.

Totem und Tabu: Einige Übereinstimmungen im Seelenleben der Wilden und der Neurotiker

Στέκομαι με το ένα χέρι να ζουλάει το πρησμένο γόνατο και το άλλο να μανουβράρει τη βελόνα της παρακέντησης. Ο άρρωστος παρακολουθεί αυστηρά. Είναι έμπειρος στην αρρώστια του, ξέρει απ'έξω τη διαδικασία. Το τηλέφωνο της εφημερίας ουρλιάζει σαν πολεμική σειρήνα ρυθμισμένη στη σταντέ μελωδία του Νόκια. Η ένταση είναι κλειδωμένη στο μάξιμουμ από την τεχνική υπηρεσία για να μην έχεις δικαιολογία αν κοιμάσαι. Αποσύρω τη βελόνα υπό αναρρόφηση λέγκε άρτις και την σπρώχνω στο καπάκι. Η εξηντάρα είναι ζεστή γεμάτη φλεγμονώδες αρθρικό ζουμί, κολλάω το χαζαμπλάστ και βάζω τον άρρωστο να αυτοπιέζεται. Σουτάρω τα γάντια στο χαίνοντα κάδο των βιολογικών. Πατάω το ευλογημένο πράσινο κουμπί. Λυγίζω το σβέρκο για να κρατάω το τηλέφωνο ανάμεσα στον ώμο και το μάγουλο.
-Ρευματολόγος εφημερίας, λέγετε.
-Έστειλες χαιρετίσματα κι έκανες μισή δουλειά. Η Κατρίνε θίχτηκε που την άφησες απ'έξω.
Γελώ αμήχανα. 
-Ξέχασα πως υπήρχε.
-Αυτή δε σε ξέχασε.
Ξεπροβοδίζω τον άρρωστο και του νεύω να κλείσει την πόρτα πίσω του.
-Δεν έχεις δουλειά;
-Οι γέροι και οι γριές δε σταματάν ποτέ να πέφτουν. Λες και δεν ξέρεις. Έφερα καχβά. Έλα.
Παίρνω το τηλέφωνο με το χέρι και το βάζω στο καλό αυτί. Το μικρό μου δάχτυλο σκαλώνει και ξεσκαλώνει στη μάσκα. Αιωρούμαι και διαστέλλομαι σα να με ρεζίλεψε η όσμωση. Περπατώ πάνω στο τρυφερό γκαζόν ξυπόλητος και μετά τσκλιπ τσκλοπ στις πλάκες της αυλής. Τα γεράνια του συναντούν τη γάμπα μου για λίγο. Το σπίτι είναι σκοτεινό. Το καλοκαίρι παρατείνεται. Φορώ μια μπλούζα λιωμένη από το πλύσιμο που γράφει 1997, την είχε φέρει η Ε. από την Αστόρια τότε, και ένα δανεικό μακό σωρτς από εκείνα που συνήθως αποκαλύπτουν το πουλί. Τα επίσημά μου ρούχα είναι μέσα, κρέμονται από μια καρέκλα της κουζίνας. Καθόμαστε καταγής. Οι επιγονατίδες συναντιούνται ίσα ίσα. Το καχβά έχει γεύση από εσθονικό ψωμί. Είμαστε μια μαλακισμένη φάρα, ένας διαταραγμένος κλάδος που μαίνεται από θεουσισμό και σύνδρομο σωτήρα και πουριτανιά και φόβο του θανάτου και άλλους κοινούς λεκέδες του λαού που στη ρόμπα τη λευκή φαίνονται κάπως πιο καλά, ακόμα και στο ημίφως, αυτό είναι και το νόημα με τα άσπρα, τα πράσινα, τα μπλε, να ανιχνεύεις τη βρωμιά με ένα γρήγορο βλέμμα στα σκοτάδια της ιματιοθήκης. Ακόμα και φορώντας πολιτικά, όταν κοιτάζω τον Α. είναι σα να βλέπω τον εαυτό μου, και όλες οι μαυριλιές μου καίνε τα μάτια παρότι οι ρόμπες μας είναι χωμένες όπως όπως στους φωριαμούς του υπογείου και κλειδωμένες πίσω από τέσσερεις πέντε βαριές πόρτες. Βλέπω την υποκρισία του, και την υποκρισία μου, και την αδυναμία μου στο τζόγο και την αδυναμία του στη χλίδα, και την ανάγκη του για επιβεβαίωση, και τη μόνιμη μάχη μου με το σύνδρομο της απατεωνιάς, και το φόβο μου για την αστάθεια στο χέρι, και το δηλητηριώδη συντηρητισμό που τον γαλούχισε, και όλη η μοναδικότης μας ξεπέφτει σε στερεοτυπίες, και ανάμεσά μας και μέσα στο δαιδαλάκο αυτής της ερρωμένης φιλίας περιέχεται όλη η λέρα του κλάδου, αναίμακτη και αιματηρή. Αλλά το μόνο που μυρίζω είναι το καχβά, κάρδαμο και σαφράν, ζέστη και παρηγοριά, σα γουρούνι που χαίρεται τη λάσπη του. Το καθετί έχει και τη σκιά του, ο κομψός λιγομίλητος εβραίος που γνώρισε μέσα έξω ο Α. δεν είναι εξαιρετέος, ο γερός προστατευτικός μουσουλμάνος που γνώρισα μέσα έξω εγώ δεν είναι εξαιρετέος. Ο ήλιος μας βρίσκει λοξά απ'τα δυτικά, και οι σκιές μας συντήκονται πανύψηλες και τερατώδεις σε ένα μαγικό εξωτικό τοτέμ.


"Διάολε" είπε ο Μπόλτον κεφάτος, "δεν ξέρω γιατί, αλλά μου έχει κολλήσει στο μυαλό η σκέψη ότι κάποιο βράδυ μπορεί και ν'αράξουμε σε κανένα καλό μπαράκι στη Γουότερ Στριτ. Αν πίναμε και κάνα ποτήρι τζιν ή ένα μπουκάλι μαύρη μπύρα, δε θα ήταν άσχημα. Το φαντάζεσαι, Γκρίπερ;"
"Για να πω τη μαύρη μου αλήθεια" απάντησε ο Γκρίπερ με το συνηθισμένο σαρκασμό του, "έχω χάσει εντελώς τη φαντασία μου".
Verne

Οφηλία

Έφυγα απ'το χωριό ενώ σουρούπωνε και με ρούφηξε το δάσος. Πέρασα μονοπάτια και δρασκέλισα χειμάρρους και σκαρφάλωσα βράχους και μισοκρεμασμένα δέντρα και στο τέλος καθετί γνώριμο διαλύθηκε στις φυλλωσιές και το σκοτάδι. Δίπλα στις λιμνούλες μύριζε μούχλα, τα μανιτάρια γυάλιζαν σαν ιδρωμένο δέρμα, πορτοκαλί δακρυμύκητες έκαναν τους πεσμένους κορμούς πουά. Στην πλάτη μου γαντζωμένος ένας επίμονος εφιάλτης, η ραχοκοκκαλιά μου τιναζόταν προς τα εμπρός, έτρεχα σαν κυνηγημένος. Τα ρούχα μου κόλλησαν πάνω μου και άρχισαν να με κρυώνουν, το χνώτο μου ήταν το μόνο φως. Άπνοια, ομίχλη, αφεγγαριά και όλος ο κόσμος είχε ξεκολλήσει απ'το ντουβάρι και είχε κυλήσει κάπου αλλού. Ήξερα πως είχαν αρχίσει να με ψάχνουν, δεν είχα ποτέ άλλοτε εξαφανιστεί έτσι. Γλίστρησα στα μάλτσια και στα σφάγνα και κουτρουβάλησα καμιά εικοσαριά μέτρα σε ένα βάθωμα ντυμένο με λαμπερά βελούδινα βρύα. Έκλαψα ήσυχα και η δροσιά εξαφανίστηκε άηχα στη στρωματσάδα, και μετά κοιμήθηκα ως το χρυσό πρωί. Η λάμψη της ανατολής έγλειφε ανάμεσα στα κλαδιά και την υγρασία, κι εδώ κι εκεί στις σκιές έσπερνε αδραξιές. Έφτασα στην όχθη του ποταμιού. Ξεπαπουτσώθηκα βιαστικά, έβαλα ένα πόδι μέσα, ήταν σκέτο σίδερο, δεν ήμουν τόσο τρελαμένος για να κολυμπήσω απέναντι. Ερχόμασταν για ψάρεμα εδώ παλιά, μια ώρα ποδαρόδρομο κόντρα στο ρεύμα προς την ανηφοριά υπήρχε μια χοντρή γέφυρα ακριβώς κάτω απ'τους καταρράκτες. Εκεί τον βρήκα νεκρό και σκαλωμένο στο ένα στήριγμα της γέφυρας να επιπλέει και να λικνιέται με το ρεύμα του νερού, τα απαλά του βλέφαρα κλειστά, τα μαλλιά μπουκλιδιασμένα πιο πολύ απ'ό,τι συνήθως, τη μυτερή γενειάδα να χορεύει σαν ουρά φιδιού πάνω από τη σφαγιτιδική εντομή ήταν ωχροπράσινος, λίγο απ'το θάνατο και πολύ απ'το νερό το ποταμίσιο. Αδύνατο να τον ξεσκαλώσω, δεν τον έφτανα, η φασαρία και η ορμή απ'τους καταρράκτες και οι στρόβιλοι στη βάθρα και η θολούρα απ'τα σταγονίδια τον κρατούσαν μια σφιχτή αγκαλιά. Απελπίστηκα, φοβήθηκα, άρπαξα το πρόσωπό μου και το ξεκόλλησα από το κρανίο μου σαν γάντι. Το πέταξα και το πήρε το ποτάμι και δεν το ξαναείδα, το κρύο με έκαψε στα εκτεθειμένα μέρη, και άρχισα πάλι να τρέχω για να προλάβω την ψυχή του, όχι θήραμα πια, αλλά ιχνηλάτης. Με γύρισε πίσω. Στις παρυφές του χωριού εκεί που πλάταινε η κοίτη του ποταμιού και μαλάκωναν οι όχθες, πίσω από το νερόμυλο, είδα ένα φεγγαρόφωτο να αιωρείται πάνω απ'το τσεκούρι και τα καυσόξυλα, χύμηξα και το αγκάλιασα, ναι, ήταν αυτός, που χαμογελαστός με ρώτησε Τι κάνεις. Ετοιμάστηκα να απαντήσω, πνίγηκα από αιφνίδιο ενθουσιασμό, για μια τριχούλα χρόνου η ευτυχία μου έφραξε το λαρύγγι, όλα ως τότε ήταν ψέμα και τότε η ασημένια σκόνη έλιωσε στο δέρμα μου και το φως εξαφανίστηκε για πάντα, και έμεινα με άδεια χέρια.



Πείσμα



"Θανατήτας 8 μποφώρια απ'το βορρά έτσι ήταν σ'εκείνη τη μεριά, έτσι πήγαινε η σούφρα μας απ'το κρύο. Εφοβόμουν να θα ρεμπαρτάρει η κολοκύθα και θα πνιγούμε όλοι, μη μας είδατε, να μη μας ξαναδείτε πάει το Χάμπουργκ πάει η Σαλονίκη όλα πάνε, κι αν ξεβραστούμε τσι πέτρες η πούντα θα μας φάει, κι όλ'αυτά για τα βρωμόψαρα, π'ανάθεμά με έλεγα άμα γυρίσω κάθε μέρα πρικαλίδες με λάδι και ψωμί και άλλο τίποτα δε θα τρώγω."

/

Φαίνανε πανὶ στὸν ἀργαλειὸ
καὶ σὲ ταρσανᾶ ξομπλίαζαν κατάρτι
ἀντικρὺ στὸ Νήρυτο καὶ στὸ Δασκαλιὸ
γιὰ ἕνα κοριτσάκι ἀπὸ τὴ Σπάρτη.

Κι ἄρχισε μία τέτοια φασαρία,
πῆρε πέντε τοῦμπες ἡ Ἱστορία.

Κέρδισε τὴ νίκη μία φοράδα
δίχως νοῦ καὶ δίχως γρηγοράδα -
τό ῾γραψε κι ὁ Γέρος στὴν Ἰλιάδα.

Φύγαμε μπατίδοι ἀπὸ τὴν Τροία.
Ἔχω καὶ χαρτὶ καὶ μαρτυρία.
Δὲ θυμᾶμαι μόνο τὴν πορεία.

Σίγουρα κυβέρναγε τὸ διάκι
ἕνας γιὸς τσοπάνου ἀπὸ τὸ Θιάκι.

Εἶχε δαγκωνιὰ στὸ μάγουλό του
ποὺ καὶ κείνη βγῆκε σὲ καλό του.

Γιὰ τὴ ναυτοσύνη δάσκαλο εἶχα
ἕνα γεμιτζῆ ἀπὸ τὴ Δολίχα.

Τσοῦρμο ἀπὸ Κάστο κι ἀπὸ Ἐχινάδες,
ὅλοι τους παιδιά: κλάφτε, μανάδες.

Χίπηδες λεβέντες μὲ μαλλιὰ δασά,
κι ἦταν οἱ χιτῶνες μας τσαντίρια.
Μᾶς ξεπροβοδίζαν ξένα τρεχαντήρια,
πούπουλο κρεβάτι καὶ καλὰ κρασιά.

Κάπου ἐκεῖ κοντὰ στοὺς Λαιστρυγόνες
ἀγκαστρώσαμε ὅλες τὶς γοργόνες.

(Ἂν τὰ τελευταῖα τὰ γράφω πρῶτα
εἶναι ποὺ μπερδέψαμε τὴ ρότα.)

Εἶχες καὶ τὸ φόβο τῆς τιμῆς σου.
Οἱ ἀνθρωποφάγοι τὰ σκυλιά,
πρὶν σὲ φᾶν᾿, σοῦ κάναν τὴ δουλειά,
γιὰ νὰ νοστιμίσει τὸ κορμί σου.

Σμίξαμε κοντὰ στὴν Ἀσκανία
μὲ τοὺς κατεργάρηδες τοῦ Αἰνεία.
Πήγαμε ὅλοι τσοῦρμο στὰ πορνεῖα.

Κεῖνες οἱ ρουφιάνες τ᾿ ἀποσπόρια,
πῆγαν καὶ τοὺς κάψαν τὰ παπόρια.

Νὰ καὶ ἡ Ναυσικὰ ἀπὸ τσοὺ Κορφοὺς
τυλιγμένη μὲς στὴ σαπουνάδα.
Εἶχε τρεῖς φονιάδες ἀδερφοὺς
κάπου στὸ Μαντούκι, στὴ Σπιανάδα.

Φαῖνε, Πηνελόπη, τὸ πανί σου,
κλώσσαγε τὴν τίμια ἀναμονή σου.

Τοῦ θεοῦ τὸ ἀσκί, τοῦ Αἰόλου,
μᾶς σκορπάει κατὰ διαόλου.

Τὴν εὐχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
κάτι νὰ ριμάρει μὲ παιδεία.
Θέλει καὶ κουράγιο, καὶ καρδιά.
Ὅλοι μία φωνή : - Ἕνα ... δύο ...

Κ.Κ. 

Zog nisht keyn mol az du geyst dem letstn veg


 

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είναι ένας Εβραίος διανοούμενος που πορεύτηκε στη ζωή χωλαίνοντας, προσπαθώντας να αποκρύψει την αδεξιότητά του να τη ζήσει.

-

Είναι γλυκό το σούρουπο που φτάνει, ένα ψιλό αεράκι, τα νεροπούλια της λιμνοθάλασσας κόβουν τις τελευταίες βόλτες της ημέρας, η γλίτσα στα βότσαλα σαν απαλό χαλί, πέρα κάποιος καίει χόρτα, ένα σκυλί γαυγίζει. Κάθομαι στα ξεβρασμένα τσιμέντα του παλιού μώλου. Το μπουκάλι με τη σόδα ιδρώνει και του έχει κολλήσει λίγη άμμος. Ψαχουλεύω γύρω μου για πλακέ πέτρες, τις κάνω σωρό, και όταν μαζέψω αρκετές σηκώνομαι, ποζάρω σαν χοντρός που παίζει γκολφ, και τις πετάω για να μετρήσω γκελ. Όταν αρχίζει να πέφτει ψύχρα αναδύεσαι με ένα μάτσο καλκάνια στο σακούλι σου, γυμνώνεσαι και κάθεσαι με τα κωλομέρια στα τσιμέντα να στεγνώσεις. Ο γέρος που βόσκει το σκύλο του στο δρομάκι από πάνω παίρνει μάτι. Δώδεκα βατραχάκια η τελευταία πέτρα, η πιο πλακέ, βοηθάει η ηρεμία της λιμνοθάλασσας, ο ώμος μου έχει πιαστεί από τις ρίψεις και τις παρακεντήσεις της ημέρας. Σε χαζεύω ενώ λες για τα καρότα στον κώλο του τραπεζίτη εχτές που είχαν μάλιστα μουχλιάσει, θυμάσαι πως πεινάς και έτσι περνάς στα μαντολάτα που ξέχασα στο ντουλαπάκι του αμαξιού και στο κουρκούτι που θα φτιάξεις όταν γυρίσουμε σπίτι, και θα οδηγήσεις να ξαπλώσω πίσω στις πετσέτες; Θα οδηγήσω, και μπύρα Βιλλεμόες και καλαμάρι Ατλαντικού κομμένο σε ροδέλες και με κιμωλία στον πίνακα πάνω από το τραπέζι της κουζίνας που έμεινε απ'το πρωί, μια μικρή υβρίδια Χαλκιδική στη λασπερή άμμο του βυθού στα μπάσταρδα νερά, Σανά τοβά μικρή μου, τώρα το μάθαμε το τροπάριο, όπου γης και πατρίς.

We would survive even ourselves, as long as we were together

Α.

Τα χαλίκια στο πέρασμα πνίγηκαν απ'το βροχονέρι. Λάσπη ανέβηκε ανάμεσά τους. Το δέντρο ψιχάλιζε με την αύρα. Ίσιωσα το μουστάκι, έσπρωξα τα γυαλιά να κάτσουν πιο καλά στο μύτο, κατέβασα το γιακά. Κοιτούσα κάτω όπως το συνηθίζω, τα παπούτσια μου και τα παπούτσια του καλύτερού μου φίλου, λασποπιτσιλιές και κόκκοι άμμου. Το κορδόνι σου είναι λυμένο και τα πίνει. Οι συννεφιές μας προσπερνάνε από πάνω βιαστικά, στα σκοτεινά του μάτια καθρεφτίζονται εύκολα οι εναλλαγές, Και τώρα δηλαδή τι; ρώτησε, δεν παίρνει μια στιγμή και αρχίζουμε να γελάμε τρανταχτά. Ένας εβραίος και ένας προτεστάντης, ένας ψηλός και ένας κοντός, ένας άτριχος και ένας τριχωτός, δυο ζευγάρια πλακέ κιτσομπλέ πούμα που δεν πολυσηκώνουν τον υγρό καιρό του WATTEN, κι οι δυο μας ασταθείς σαν αδυνατισμένοι πύργοι Τζένγκα και ταυτόχρονα τελείως ριζωμένοι

Ω.

Έξω από την εκκλησία που ίδρυσε ο Άνσγκαρ πολύ πολύ παλιά μ'έπιασε η μικρή μεγάλη αγάπη της ζωής μου απ'το χέρι και τον ώμο και τραγούδησε μουρμουριστά βαλσάκι και χορέψαμε είκοσι βήματα, και ξαφνικά με άφησε, και μ'έσπρωξε πέρα και στάθηκε ακίνητη απέναντί μου, με τον αυστηρό καθολικό της λαιμοδέτη, το δαχτυλίδι με τη χάμσα και ένα άπιστο μειδίαμα, Μα ποιος είστε; Δε σας γνωρίζω! και στα πεταχτά απ'την κατάμεστη ταράτσα στην Όλγας στις νύχτες στο Σταυρό γυμνοί στο Στρατόνι ντυμένοι στη Ρεντίνα, Α, μη μου δίνετε σημασία, περαστικός είμαι. Ένα ψάρι έξω απ'το νερό και μια θάλασσα που πλημμυρίζει τη στεριά, ο Κρεμασμένος και η Τεμπεράντσα, δυο παλιοκέρματα της διασποράς, πάνω απ'το δεξί της νεφρό γράφει o mar não é um obstáculo é um caminho πάνω απ'το δεξί μου νεφρό γράφει incertum quo fata ferunt, κι οι δυο μας χαμένοι μονίμως στ'ανοιχτά

...

Seewärts

 






You want to know my history?
Ask the sea.

D. Walcott

To be able to forget means sanity

Στο ντιβάνι στο σκοτεινό παρασάλονο με τα παντζούρια ο αέρας είναι σα δεύτερο πετσί φοβάμαι τις ρίγες της κουρελούς φοβάμαι τις σκιές στο μαξιλάρι μου ξαπλώνει ο Ινδιάνος με τ'άλογό του και κανένας απ'τους δυο δε βλεφαρίζει δίπλα κοιμάται μια μάνα ένας πατέρας μια ανάσα πιο εκεί κοιμάται η θεία Ντίνα και στην κουζίνα κοιμούνται οι κουραμπιέδες της εχτές με πήρε τηλέφωνο εκείνος ο πατέρας από εκείνον τον Αύγουστο από εκείνο το κρεβάτι και μου είπε υπηρεσιακά πέθανε η θεία Ντίνα στην άλλη πλευρά του ακουστικού καρφί στα περασμένα κατάπια ένα κιχ μισοκρυφά και είπα σαν άντρας σταθερά έζησε μακρά ζωή

Η βεράντα έβλεπε ένα βαθύ και σκοτεινό Ιόνιο, η κληματαριά δε φτουρούσε να σε κρύψει από την πρωινή λιακάδα, η μονοκοττούρα φιλόξενη κάτω απ'τις πατούσες, το δεντρολίβανο σωροί θάμνοι στο ένα πλευρό του σπιτιού, η βεράντα έβλεπε την εποχή της αθωότητας, τα ξύλινα κουφώματα έτριζαν στο πέρασμα της μαϊστραλάδας, οι μοναχικοί σκορπιοί σέρνονταν στις παρυφές της πίσω αυλής, η Τραχειά λιγόστευε πέτρα πέτρα, το κυάλι στο τραπέζι με το σκούρο τραπεζομάντηλο για να δούμε ποιος έρχεται, ποιος φεύγει κι ένα ποτήρι ούζο

σημεία στατικά που τα διαπερνάει ο χρόνος και κομματιάζονται και σβήνουνε προς σκόνη
γεννήθηκα σε ένα υπέροχο θαλπερό φως και έκτοτε κατρακυλώ σε ένα ατέρμονο απόβραδο
και η νύχτα βαραίνει και πυκνώνει και εκείνη η παλιά θάλπη απομακρύνεται ολοένα
αδύναμο αστέρι σε ένα άγνωστο στερέωμα και κάτω μια γη που μαστίζεται από ομίχλες
ο χρόνος ανελέητος και σε πλήρη ανάπτυξη το πυροτέχνημα της δυστυχίας
θέλω να γυρίσω πίσω

Θάνατος σε βουβή εικόνα


 

Το πόδι μου βρίσκει σε κάθε βήμα μια έτοιμη πατημασιά, έχει περάσει κι άλλος από εδώ, δεν είναι η νέα γη, δε γράφω ιστορία, ακολουθώ μια ρότα πολύ γνωστή, το πλοίο της γραμμής, μια μπάτσα στο κεφάλι, μια στην πλάτη και δυο κλωτσιές πίσω απ'τα γόνατα μη σώσει και σηκωθείς καριόλη,
εμπρός τους έχει βρει ήδη η μπόρα, η πλάτη μου έχει διαλυθεί και ενώνομαι σιγά σιγά με τη σκιά μου, είσαι η μόνη άγκυρα που μου έχει μείνει, κρατιέμαι απελπισμένα από κτηνώδες ένστικτο, παρότι ξέρω πως μόλις με καταπιεί το σκοτάδι όλα θα πάψουν.
Το ελάφι που πυροβόλησες εκείνη τη μέρα κυνηγώντας δεν πέθανε ακαριαία
και όταν το πλησιάσαμε είχε την υπομονετική μελαγχολία στο βλέμμα καθώς ψυχορραγούσε.


Θάνατος σε βουβή εικόνα, ένα όνειρο του ματιού, σχήματα που εξαφανίζονται σαν οφθαλμαπάτη. 
H. Melville

Αχαρτογράφητες ακτές

Πλύμα αρμύρας πρωινό
πέπλα που μυρίζουνε κλεισούρα στ'ανοιχτά
το μόνο που ακούγεται είναι το μικρό τρίξιμο της βάρκας που αιωρείται εδώ και πουθενά 
μια κεχριμπαρένια γλύκα ξημερώνει

έχω χαθεί

-

σβήνω απ'το χάρτη καθώς λιώνει στο νερό
προσεύχομαι ξανά
όπως τότε έτσι τώρα
ανθεκτική ανίατη απελπισία
και ο χρόνιος πυρετός της ερημιάς

αίμα δηλητήριο αίμα φαρμακωμένο και πικρό
απόσταγμα δάκρυ δάκρυ μια μυστήρια δροσιά
στα πλατιά φύκια που επιπλέουν ακίνητα στην άπνοια
μια πνιγμονή βραδεία και υπομονετική

ένας θάνατος κρυφός

-

το νερό ρηχαίνει και ρηχαίνει
και ζεσταίνει και ζεσταίνει
οι πρώτες πέτρες οι πρώτες καλαμιές
η λάσπη που ξύνει την καρίνα

αχαρτογράφητες ακτές
μες απ'το μυωπικό θάμβος της αυγής
αναδύεται το όπιο σαν αντικατοπτρισμός
τα μαλλιά περικοκλάδες υδρόβιου κισσού

Θεέ μου, έχω χαθεί

-






F32 επί F33
η σύνοψίς μου και
οι συντεταγμένες
ο χρόνιος πυρετός της ερημιάς

Næste station Lunderskov

Μακάρι να μπορούσα να σου πω γιατί, δέκα λέξεις παραταγμένες σε σειρά, δέκα λέξεις πιστολιά στο κούτελο, γιατί όταν καταλαβαίνεις χάνεται η ομίχλη του μυστηρίου και ξημερώνει ξαφνικά. Το τραίνο παίρνει το δρόμο του, τα λιβάδια ποτισμένα από την ασταμάτητη βροχή ξεχύνονται κι αφήνονται στους ορίζοντές μας και κυνηγώ το ένα μοναχικό σπιτάκι κάπου στους χαμηλούς λόφους γύρω απ'το Κόλινγκ ανάμεσα σε μια δεντροσυστάδα και μας παίρνω απ'τα μαλλιά (εσένα, γιατί εγώ τώρα είμαι καραφλός) και μας φυτεύω στην αυλή σαν πλεϋμομπιλένιους και ευτυχισμένους χωρίς χτες, χωρίς αύριο, χωρίς χρόνους εξακολουθητικούς, απλά στίγματα στο ραδιοεντοπιστή, τώρα όχι τώρα ναι, ένα ψήγμα Σαββατιάτικης σιωπής, μια στάλα αρχαίο λικεράκι αγριοφράουλας, μια κλεφτή ματιά του διψασμένου στη βρύση στην Κατάρα, ένα κάτι ελάχιστο, ανύπαρκτο απ'την προσωρινότητά του,  οι πρώτες δυο συγχορδίες του Clair de lune, χάδι στα βρύα στο ντουβάρι της εισόδου ένα βιαστικό απόγευμα, μακάρι να μπορούσα να σου πω γιατί και να σ'ελευθερώσω, αλλά δεν καταλαβαίνω, ψαύω σαν αμβλυωπικός στη νύχτα και ποτέ δεν ξημερώνει. Έτσι είναι τα πράγματα, έτσι κατηφορίζω, γράφοντας γκέλες ανάμεσα στις αγωνίες και μαρτυρώντας σιωπηλά, χωρίς να μπορώ ποτέ να σου εξηγήσω. Το δάχτυλό σου κολλάει στο ζυγωματικό μου, Μη, μέσα στο βαγόνι γκρι και μπλε ταπετσαρία, εμείς και δυο νοσοκόμες του γηροκομείου που δεν έχουν σταματήσει να κουτσομπολεύουν, να πάρει πόσο κουρασμένος είμαι.

511 Space rendezvous

Ο Κ. Σ. ήταν ένας χαρισματικός ορθοπεδικός από τότε που τον γνώρισα, εξωστρεφής και γελαστός. Πιο παλιά είχε φυσιοθεραπευτήριο αλλά δεν του ήταν αρκετό. Σπούδασε ξανά αργότερα, γύρω στα τριάντα. Πρωτοετής στη Σχολή γνώρισε τη νοσοκόμα γυναίκα του με την οποία έκαναν στα γρήγορα δυο τρία παιδιά. Τώρα ο Κ. Σ. ήταν ακριβώς σαρανταπέντε, απαράλλαχτα μυώδης, στιβαρός, με δυνατά χέρια. Είχε ρυτίδες στους έξω κανθούς, που όταν γελούσε γίνονταν γεροντικές και ομολογούσαν τα όσα έπονταν. Κουρεμένος ένα αστείο καπελάκι και μετά βίας λίγα ίχνη γκρίζου εδώ κι εκεί στο ξανθωπό του, με μεγάλα τετράγωνα γυαλιά, πάντα ξυρισμένος φράπα, δεν τον ξεχνούσες εύκολα. Το πρωί το κορίτσι πήγε και τον βρήκε στο εφημερείο 511. Η καφετιέρα έχεζε ζορισμένα λίγο λίγο στο γυάλινο περιέκτη. Ήπιαν καφέ απ'τη σακούλα με την αραπίνα. Ο Κ. Σ. της μίλησε για το διευθυντή που δεν πλήρωνε υπερωρίες και είχε μαζέψει όλους τους επικουρικούς ρόλους στο όνομά του για να αυτοεπιδοτείται ενώ έσκαγε μύτη δυο φορές τη βδομάδα και δεν έβλεπε ποτέ αρρώστους γιατί ήταν πολύ απασχολημένος με το διοικητικό του έργο. Είχε τραβήξει το θέμα στα άκρα, και ο διευθυντής έβαλε τους δικούς του στο σύλλογο για να του κλείσουν το στόμα και να θάψουν την υπόθεση. Την ιστορία αυτήν δεν την ήξερε σχεδόν κανείς γιατί ο Κ.Σ. δεν ανοιγόταν. Ήταν όμως φανερό πως ήταν στα μαχαίρια με το διευθυντή και θα του πήγαινε ανελέητη κόντρα ώσπου ένας από τους δυο να φύγει ντροπιασμένος, και ο σβέρκος του Κ.Σ. ήταν ο πιο χοντρός οπότε δεν έπαιζα τα λεφτά μου στον ξερακιανό πολύτεκνο τεμπέλη. 

Ο Κ. Σ. είχε μια σπάνια ιδιότητα. Σε έναν κλάδο πολιτικά ευνούχο και βαθύτατα συντηρητικό, ήταν αφοσιωμένος του εργατικού συνδικαλισμού με αγνές ρομαντικές ιδέες, ίσως ο μοναδικός αυτής της ράτσας που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια. Η σάρκα που κρυβόταν μέσα από το τσόφλι της ωριμότητάς του είχε μείνει παιδική, είχε μάθει από τα λάθη του αλλά δεν τον είχαν απελπίσει. Το κορίτσι ήταν υπαινιγμός, είχε εκείνη τη διαχρονική φωτεινή περιέργεια στο βλέμμα που είχε ρίξει στα γόνατα άντρες πολύ πιο ανένδωτους από τον Κ. Σ. Δεν ήθελε και πολύ. Ανάθεμα, δε θέλησε καθόλου. Αργότερα εκείνη τη μέρα του κράτησε ανοιχτή τη βαριά πόρτα για το κλιμακοστάσιο, αυτός κοντοστάθηκε και θυμήθηκε την καφετιέρα στο εφημερείο 511. Ανέβηκαν παρέα στον πέμπτο. Η καφετιέρα ξερόχεζε, το νερό κόντευε να σωθεί. Η νυχτοβάρδια θα αργούσε να φανεί, κάτω γινόταν της μουρλής. Το κορίτσι τον άγγιξε στον πονεμένο αριστερό καρπό που είχε επιδέσει με φυσιοθεραπευτική ταινία, τον τράβηξε πολύ απαλά κοντά της. Ο Κ. Σ. ένιωθε σα να τον είχε διαπεράσει το διάφανο κορμί ενός φαντάσματος σε ένα ήσυχο ξέφωτο, σα να τον είχαν ποτίσει δροσοσταλίδες ένα πρωί καλοκαιριού. Ο Κ. Σ. ήταν από εκείνους που πάντα ζεσταίνονται και ιδρώνουν κουβάδες αλλά ακτινοβολούσε ευρωστία. Αυτή υπερθερμαινόταν ξερά, το δέρμα της ήταν συχνά σαν αναμμένο μετάξι. Αυτός ήταν σταχυόχρους, αυτή ήταν φεγγαράδα. Τα σαρανταπέντε χρόνια εξαφανίστηκαν από τους έξω του κανθούς και έγινε όλος νέος. Η μυρωδιά του καφέ, ο απογευματινός ήλιος, το ολόλευκο εφημερείο, τα κολλαριστά σεντόνια, το ανένδωτο στρώμα το σχεδόν σαν πάγκος, τα πράσινά τους πεταμένα εδώ κι εκεί, οι σωρείτες, τα πεύκα και η θάλασσα, δυο ζευγάρια επιδέξια χέρια αγκιστρωμένα σφιχτά το ένα απ'τ'άλλο, κοσμογονία.

Το εφημερείο 511 ήταν γνωστό ως η σουΐτα. Ήταν το μοναδικό γωνιακό με βορειοδυτικό προσανατολισμό και πλατειά παράθυρα και στις δυο πλευρές, λουζόταν γλυκά στο φως και ήταν πάντα ευχάριστα ζεστό. Οργανωνόταν λοταρία κάθε χρόνο γιατί όλες οι ειδικότητες κωλοσκίζονταν για το 511 και πριν εφαρμοστεί αυτή η δίκαια μέθοδος, οι εφημερεύοντες έπαιζαν  ενίοτε σούτια στο διάδρομο. Εγώ εκείνο το διάστημα ήμουν εν πλω, συντεταγμένος πολύ μακρυά από το εφημερείο 511 και ό,τι διημειβόταν εκεί μέσα. Αλλά η εγκατάλειψη που σε ζώνει στην πλατφόρμα δίπλα στον αυτόματο πωλητή σνακς τις βουβές ώρες μου τράβαγε βιαίως τα βλέφαρα ανοιχτά και έβλεπα με ισχυρά κυάλια εντός μου και εκτός μου με τρομακτική ευκρίνεια. Το πρόσωπο του Κ. Σ. το φέρνω ακόμα στο νου μου. Δεν είχε τίποτα μεμπτό. Δεν τολμούσα καν να τον ζηλέψω. Ερωτεύτηκε τρυφερά και βραδυφλεγώς, έδωσε το όμορφο σώμα του θυσία και υπηρέτησε το κορίτσι σα μυστικός σταυροφόρος. Είχαν συναντηθεί στο αχανές κενό του διαστήματος υπό τη στιγμιαία απλάνεια αστεριών και πλανητών.