© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Sentimentality

1. White trapezium outline in pale ground azurite
    confession and guilt

2. Trembling thin muscles on long limbs
    dilated nights

3. Warm tears, warm drops
    colorless blood

+

3. Slow dance to Every time we say goodbye
    heave ho labor and pleasure

2. Every why now answered at once
   

1. Liquid cores fuse
    a face disappears in a head

=

4. Destroy, create
    destroy, create
   
4. A stranger's breath suddenly mine
    my heart pumps my summers away

4. Life as gradual death
    accelerating ends

Nothing just. Everything excessively much.
Friable invisible breeze, sharp blade to the neck
that does not give.

Yours sincerely,
yours

Σύγχρονη ιστορία, σύγχρονη εξορία

Τρίτη μικρή ώρα φεγγαράδα και τέτοια ξαστεριά
δειλά δάκρυα στα μάτια λύπη της στιγμής

όση βάρδια πίσω άλλη τόση εμπρός
στη μέση σαν παλούκι σε έρημο η δίψα για σάλτο

φωνή επιβλητική κι όμως φωνή θνητού
λόγια ασήμαντα παρά αυτό:

ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΞΕΝΟ

-

άδραγμα μνήμης, να
οι Αλκυονίδες με την ομίχλη για μαλλιά

το χνώτο, το χνώτο εκείνο του Θερμαϊκού
στη γωνία της σιωπής

η μέγγενη, ο λαιμός, η ζάλη, οι εμβοές
είμαι ο νεκρός σου

-

πότε θα με χαϊδέψεις στη στροφή για Γιαννιτσών
πότε θα με χαιρετήσεις απ'το παράθυρο τρυφερό ζωάκι

πότε, ποτέ ξανά

ιδού ο θάνατος
και όλοι του οι πενθούντες

-

Από χέρι σε χέρι

Τι ψόφος το πρωί, το χαζό βιολί του ταχυμέτρου, το ισιάδι το ρουφούσε πουτσοστραγγίχτρα η ομίχλη, έκλεινα τα μάτια μου δυο ανάσες τη φορά, το χέρι του με χάιδευε στο μπούτι μια στις τόσες και με ξυπνούσε, κανείς δεν πήγαινε, κανένας δε γυρνούσε, χαράματα Σαββάτου, σε ένα τέταρτο έπιανα δουλειά, κι όλα μου έκαναν τη χάρη και τεντώνονταν και σα να μη φτάναμε ποτέ, ένα χιόνι έπεσε ξερό σα ροκανίδι, στάση στην εκκλησία, είχα το πόδι στο φρένο, έβγαλε τη ζώνη και με φίλησε, έβγαλα τα γάντια και τον έπιασα ακάποτα και ήταν σαν γερή γουλιά ποτό, τι κρύα χέρια! είπε, κι εσύ πόσο ζεστός.

Το παρατημένο σώμα μέσα στην ένδοξη στολή, από το φεγγίτη της υπόγας οι πλάκες του πεζοδρομίου ψηλότερα απ'το κεφάλι μου, πάνω τους στροβιλίζεται το χιόνι, ο νεκροθάλαμος είναι παγωμένος, κλείνω το μουχάνι του ψυγείου απ'τον πίνακα, ανάποδα τώρα, σε άλλο ημισφαίριο, σε άλλη εποχή, αυτό είναι αγόρι μου το τίμημα, μια ισόβια αγωνία, μια επίμονη φθίση, το χέρι μου δυο δάχτυλα κάτωθεν της αριστερής κλείδας, τικ, τικ, τικ. Στο νεκροτομείο εκατοντάδες βηματοδότες μέσα στο κουτί της ανακύκλωσης συνεχίζουν τη δουλειά τους, όταν με βρίσκουν οι άτοποι σφυγμοί μέσα στην ησυχία, θυμάμαι τον παρασκευαστή που γελούσε λέγοντας αν είχαμε και μια ντουλάπα με γυαλιά θα ήμασταν Νταχάου.

Στρίβεται η ψυχή μου. Το αφώτιστο σκοτάδι, οι φανταστικοί ήλιοι, τα φανταστικά καλοκαίρια, τα φανταστικά φιλιά, τον σφίγγω απ'το λαιμό και θέλω να τον σκοτώσω, πόσο εύκολο είναι, και η κάψα στους ώμους μου κυλάει ως τ'ακροδάχτυλα παρέα με το αίμα, γιατί; ρωτώ, κι αντί απάντησης κουνάει μόνο τα ματόμπαλά του, ζώο.

Σέρνω τα μπλε σαμπώ στο διάδρομο όπως πάντα. Η Νίνα μου στέλνει ένα βλέμμα μητρικό πίσω απ'το διαχωριστικό και επιστρέφει στη φαρμακαπογραφή. Τα φροντισμένα απαλά της ποδοδάχτυλα συγκεντρώνονται κάτω από το τραπέζι μέσα στις παντούφλες. Έχει στιλπνά λεπτά ίσια μαλλιά βορειοευρωπαϊκού τύπου βαμμένα βυσσινιά, καθαρό δέρμα, μια άχαρη κορμοστασιά, κι αναδίδει μια ζέστη μαγική, φιλόξενη, μια αγκαλιά για τους πάσχοντες και τους κρεβατωμένους, η αγία νοσοκόμα.

Η γριά μου σφίγγει το χέρι μόλις αγγίζω τα δάχτυλά της για το τριχοειδικό τσεκ, και δάκρυα καυτά παίρνουν το δρόμο για το λαιμό της, τη σφίγγω όπως με σφίγγει, το στόμα της είναι παρετικό, κανείς από τους δυο μας δε φοβάται, η αλήθεια φάτσα φόρα.

Κοιμόμουν στον καναπέ του γραφείου με το καλοριφέρ πάνω από το κεφάλι μου στο τέρμα κι ονειρευόμουν πως στεκόμουν στα πόδια του κρεβατιού σ'ένα θάλαμο χωρίς αριθμό, με ένα φαρδύ παράθυρο και ένα εκτυφλωτικό πρωινό θάμβος, κι όπως ήμουν γυρισμένος, μια σταθερή σπρωξιά στον ώμο με έκανε να παραπατήσω, η ουρά της ρόμπας ανέμισε, έστρεψα το κεφάλι και τον είδα, ήταν εκεί, όχι για μένα, αλλά με μένα, ναι σου λέω, ο θάνατος ήταν ασθενής.

Δεν έχει ηρωισμό η ξεφτίλα της στενοχώριας
μικρά άνθη λευκά ο φόβος του χειμώνα
μήπως η νύχτα ποτέ δεν ξεκολλήσει από τον κάμπο

στέρνο φτηνό πλακέ που υποχωρεί
ένα σκουπίδι με στολή σφίγγεται η γροθιά μου
όταν με συναντάω στον καθρέφτη

καθιστός στο ξυλοπάτωμα με τη χοντρή θηλιά
χαλαρώνω τη μέση μου και δοκιμάζω να ξαπλώσω
η θέρμη βρίσκει πρώτα το μυαλό το πρόσωπο κατόπιν

έτσι είναι το σωστό να πηγαίνεις για τ'αγγεία
η τραχεία φέρνει βήχα κι ανίκητη αγωνία. Φύλαγέ την
κι αυτό το πετυχαίνεις με τη θηλιά κάτω από το σαγόνι. Όχι πιο χαμηλά

είμαι ντυμένος, δεν έχω το καυλί στο χέρι
απλώς χαίρομαι τη ζέστη στο κεφάλι
μόλις η όρασή μου κοκκινίζει ανακάθομαι ξανά

κι έτσι περνάει το απόγευμα.


2 x 2

Υπόσχομαι να μείνω αλλά ξέρεις πώς είναι οι υποσχέσεις μου, λιανές σαν κάρτα για το πάρκην που μπήκε στο πλυντήριο.

Με παίρνει τηλέφωνο και δε μιλάει. Παίζει η Άτακτη στο τέρμα, και μάλλον μ'αφήνει ν'απολαύσω το θείο έργο. Από το στόμα μου στ'αυτί της είναι δρόμος πολύ μακρύς για λόγια. Κι έτσι κάθομαι κι ακούω, κι ακούει, και λέμε κι οι δυο μας ψέματα δίχως μισή κουβέντα.

Μισή ώρα πριν σχολάσω ψηλάφησα μια χοντρή κοιλιά στα πεταχτά, ροδαλή, μαλακή, αθώα. Ο ιδιοκτήτης της με κοίταξε στα μάτια και μουρμούριζε για τα περασμένα και τότε σα σκοτοδίνη σα ζάλη ξαφνική χάθηκε από εμπρός μου και στη θέση του στάθηκε ο θάνατος. Φεύγοντας απ'τα ΤΕΠ στις 1530 ούτε λεπτό αργότερα άκουσα τη μαλακισμένη σειρήνα της ανακοπής και είδα τους γαλαζοντυμένους αναισθησιολόγους να τρέχουν με τα σαμπώ, και πίσω ακολουθούσε ο καρδιολόγος σπρώχνοντας τον απινιδωτή. Κοντοστάθηκα για να τους κρατήσω την πόρτα ανοιχτή, και τους κατάπιε αμάσητους ο νεκρός και η κοιλιά του. Το συννεφιασμένο πρόσωπο που είδε τελευταίο ήταν το άτιμο το δικό μου, κι εγώ δε θα θυμηθώ ποτέ τα τελευταία του λόγια.

Βοήθεια, της είπε, ο σπλήνας πουρές πασαλειμμένος ως τον ώμο, τους φώναξε για επείγουσα λαπαροτομή, σε τριάντα αφήνω τον Κ. να κλείσει τη γαστρεκτομή, σε σαράντα κατεβαίνω, δεν έχει χειρουργείο - πρώτο ανοίγει στις δυο το πρωί, πες σε μια ώρα, κράτα τον ζωντανό, ανάμεσα στις λέξεις της ακούω βιαστικές ανάσες λες και πνίγεται, τον έτρεξε στον αξονικό, έριχνε πίεση, έριχνε γαμωπίεση ρε Φ., και τι να κάνω, τον φλάσαρα ορούς, αιμορραγούσε απ'την κωλότρυπα πάνω στην ξαπλώστρα του αξονικού, ο ακτινοτεχνολόγος δάγκωνε τα χείλη του, τον κατέβασε στην ανάνηψη, πέρασε για λαβάζ, κι έτρεχε, και έτρεχε, και έτρεχε και έτρεχε το αίμα, κι ακούω το στόμα της στ'αυτί μου, και έτρεχε, κι όλα τα σύμφωνα χαϊδεύονται στον ουρανίσκο της, δέκα λεπτά μετά πέθανε στα δεκαεννιά, της πέθανε στα χέρια.

Όταν διπλώσω την Ευρώπη τα δυο τσουνιά θα πέσουν το ένα πάνω στ'άλλο και θα τη βρω και θα με βρει και η Βόρεια θάλασσα θα πέσει να χυθεί στο λύσσα το Αιγαίο, κι όλα αυτά θα έχουν ξεχαστεί, κι όπως τώρα, κι όπως πάντα, τίποτε δε θα'χει σημασία, όλοι πεθαίνουμε μαζί, κι οι εν ζωή όλοι ετοιμοθάνατοι - μη θυμώνεις μικρό μου, μη με λες μικρό σου, και μην κρατιέσαι από κανέναν κερατά, ούτε από σένα; Και γελώ γιατί αυτό σημαίνει πως είμαι κερατάς, και δεν έχω πια ενστάσεις, είμαι απελπισμένος.

In the bleak midwinter

Κατά το βράδυ, ο Αντρέι Εφίμιτς πέθανε από αποπληξία. Στην αρχή ένιωσε ένα ρίγος που τον διαπέρασε σύγκορμο και μια τάση για εμετό. Κάτι σιχαμερό όπως του φάνηκε, διαπερνώντας όλο το κορμί του, ακόμη και τα δάχτυλα, ανέβηκε απ'το στομάχι στο κεφάλι και πλημμύρισε τα μάτια και τ'αυτιά του. Έχοντας κλειστά τα μάτια του, έβλεπε αυτό το κάτι σαν ένα πράσινο κύμα. Ο Αντρέι Εφίμιτς κατάλαβε πως ήρθε το τέλος του και θυμήθηκε πως ο Ιβάν Ντμήτριτς, ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι πιστεύουν στην αθανασία. Έχει γούστο να υπάρχει πράγματι! Μα δεν την ήθελε πια την αθανασία και τη σκέφτηκε για μια μόνο στιγμή. Ένα κοπάδι ελάφια, που όλα τους είχαν μια εκθαμβωτική ομορφιά και χάρη, πέρασε τρέχοντας από μπροστά του· ύστερα μια γυναικούλα άπλωσε προς το μέρος του το χέρι της κρατώντας ένα συστημένο γράμμα... Κάτι είπε ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς. Ύστερα χάθηκαν όλα κι ο Αντρέι Εφίμιτς βυθίστηκε στο λήθαργο για πάντα.
Ήρθαν οι μουζίκοι, τον σήκωσαν απ'τα χέρια και τα πόδια και τον κουβάλησαν στο παρεκκλήσι. Έμεινε εκεί ξαπλωμένος στο τραπέζι, με τα μάτια ανοιχτά, και τη νύχτα τον φώτιζε το φεγγάρι. Το πρωί ήρθε ο Σεργκέι Σεργκέιτς, προσευχήθηκε ευλαβικά μπροστά στον Εσταυρωμένο και έκλεισε τα μάτια του πρώην προϊσταμένου του.
Τον Αντρέι Εφίμιτς τον κηδέψανε την άλλη μέρα. Στην κηδεία του παρέστησαν μόνο ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς και η Ντάριουσκα.

А. Ч.

Τὸ δὲ ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκὶ ἀναγκαιότερον δι’ ὑμᾶς

Μέχρι τριών χρονών έμενα με την αδερφή της μάνας μου στο Ντεπώ. Ο πατέρας ήταν ειδικευόμενος στο Έππενντορφ και η μάνα δούλευε την κρουαζιέρα Σίδνεϋ Μπενόα Σινγκαπούρη. Στο διαμέρισμα χανόσουν σε κάποια καμπίσια επαρχία με μαλακό καιρό. Ο σοβάς έφευγε απ'το ταβάνι, οι κουρτίνες ήταν κεντητές, ο Χριστός σε όλα τα περίοπτα σημεία, οι γλάστρες στα τραπέζια, στα περβάζια, η κουζίνα σαν κελλάρι με τα αναρτημένα σκόρδα και τις ρίγανες τα μάτσα να στεγνώνουν, πετσέτες άσπρες και τριμμένες και σκληρές, οικογενειακές φωτογραφίες, ένα ξύλινο θερμόμετρο με παπαρούνες, τα ραφτικά, οι εφημερίδες. Η αδερφή της μάνας μου αλλαξοπίστησε, παντρεύτηκε στα δεκάξι, γέννησε ένα νεκρό παιδί και τρία ζωντανά. Τα βράδια ο άντρας της έβλεπε ασπρόμαυρες ταινίες, εκείνη έπλεκε δίπλα του, η ανάσα του μύριζε τσίπουρο χαλκιδικιώτικο, τα χέρια της δούλευαν ρυθμικά, η μοναχοκόρη του σπιτιού βούρτσιζε τα μαλλιά της στα πόδια τους, οι δυο γιοι στο πάτωμα κι εγώ στην πολυθρόνα που χωρούσε άλλους δυο τρεις σαν και του λόγου μου. Όταν έρχονταν οι γονείς να με πάρουν πάνω δεν ήθελα να φύγω. Μια φορά έγινε τέτοιος σαματάς που μ'άφησαν κι επέστρεψαν δυο βδομάδες μετά τις διακοπές τους, ήταν ανυποχώρητοι. Αρπάχτηκα απ'τη φούστα της θειάς και ρωτούσα ποια είναι αυτή, η μαμά σου έλεγε, εσύ είσαι η μαμά μου έλεγα, και τώρα η κάμερα δε μπορεί να κεντράρει στη μάνα μου επειδή ήμουν μικρός και δεν ασχολήθηκα με την αντίδρασή της.

Τελευταία φορά που την είδα σωστά ζωντανή ήταν στο εφτάρι, γυρνούσα απ'το Παπαγεωργίου, πήγαινε στο Παναγία, είχε ήδη διαγνωστεί, τίποτε πάνω της δεν ήταν αποκαλυπτικό, το γαλατένιο δέρμα, τα καλοπροαίρετα φρύδια, λας κάνας τα μαλλιά, ήταν η γιγαντόσωμη μητριαρχία που ήξερα πάντα, ήταν η Εστία, την αγκάλιασα, μου είπε για τις ιντερφερόνες, της είπα καλή τύχη και θα'ρθω να κοιμηθώ  ένα βράδυ  στο Ντεπώ, να'ρθεις, σε περιμένουμε. Τελικά η επόμενη φορά που πήγα ήταν η νύχτα που είχε βουλιάξει στο εγκεφαλικό οίδημα, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα μάτια ανοιχτά μόνο στις κρίσεις, ημικαθιστή στη μεριά του άντρα της στο κρεβάτι, η κούνια μου δεν υπήρχε πια στο δωμάτιο, αλλά τα σεντόνια τα θυμόμουν, ήταν από τότε, και γύρω της ήμασταν απαρτία, ο άντρας της, τα παιδιά της, κι εγώ σαν παλιός γνωστός, στάθηκα δίπλα στο αριστερό της πόδι, απουσίαζε, θ'απουσίαζε για πάντα, καιγόμουν σύγκορμος, μίλησα ήρεμα, τελείως υπηρεσιακά, πρέπει να την πάτε στην κλινική, πρέπει να πάρει κι άλλη κορτιζόνη, πρέπει να τακτοποιήσουμε τις εκκρεμότητες, αύριο δε θα είναι πια, ο θειός έκλαιγε σαν αβοήθητο ορφανό, γύρισα μεταβολή, πήγα στο μπάνιο και σκούπισα το πρόσωπό μου με κωλόχαρτο με σχέδια, σα να ανάσαινα κενό, δεν υπήρχα στον καθρέφτη - δεν υπήρχε αντανάκλαση, δεν υπήρχε είδωλο, είχα εξαφανιστεί. Στην κηδεία καθόμουν μέσα στο Ρενώ, έλεγα τώρα σε δυο λεπτά πηγαίνω, τώρα σε δυο λεπτά, τώρα, σε δυο λεπτά, ώσπου ο κόσμος άρχισε να περνάει από δίπλα σχολασμένος κι έχωσα το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια στη θέση του συνοδηγού γιατί νόμιζα θα λιποθυμούσα.

Πριν δυο μήνες την είδα μια νύχτα μέσα στο βαθύ πένθος του χειμώνα, κι έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο πλευρό, ήρθε δίπλα μου, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και μου χαμογέλασε ένα χαμόγελο που κράτησε ως το εγερτήριο.

/

Δε μένω πια στη μονοκατοικία της Γκμέλινστράσσε. Δε με ξυπνάει το κροτάλλισμα της τσαγιέρας το πρωί, δε βρίσκω φρέσκα σεντόνια διπλωμένα σε τέλεια ορθογώνια ντανιασμένα στην καρέκλα δίπλα στο καλοριφέρ, ο πατέρας μου ήταν πάντα σπουδαίος νοικοκύρης. Κάθε φορά με χαιρετά σα να με αποχαιρετά, pass auf dich auf, κάθε φορά με χαιρετά σα να'μουν η γυναίκα του, κι όσο μεγαλώνω τη βρίσκω μέσα μου τρομαχτική κι ας την είχα ζήσει τόσο λίγο, όταν γλιστράει απ'το στόμα μου το ε να σου γαμήσω είναι λες κι είναι εκείνη κάπου χωμένη στο λαιμό μου και με περιγελά, βρασμένο γάλα μ'ένα δάχτυλο ποτό, άμε να πιω τη μισκιάντζα μου, κίτρινο ψωμί με μαργαρίνη και μαρμελάδα βύσσινο, ξινός χυμός, ζεστή φωνή, η μόνιμη μα(ρ)λμπουριά, το ταττουάζ στο δεξιό ώμο, οι φακίδες σαν αστερισμοί, το ηλιοκαμένο στέρνο, ο Ζίγκμουντ που γελάει, τι κάνεις μικρέ; Πότε θα μεγαλώσεις; Δε μένω πια στη μονοκατοικία της Γκμέλινστράσσε, δε χτυπάει εκείνο το παράξενο τηλέφωνο με τη μαρμάρινη βάση (άραγε να το'χουμε ακόμα;), δεν είμαι ο μικρός πρίγκηπας του νησιού, όχι από εκείνη τη μέρα του Μαρτίου που είδα πρώτη φορά σοβαρό αίμα από κοντά. Τα πράγματα που ακολούθησαν ήταν έκρυθμα, οι γονείς του Μ. μας πήραν απ'το σχολείο και μας πέρασαν στο Ντάγκεμπυλλ και μας πήγαν για δανέζικα, το βράδυ ήθελα να πάω σπίτι και δε μ'άφηναν, τα χείλη του πατέρα ήταν πληγές το επόμενο μεσημέρι, το στόμα του είπε ό,τι έπρεπε να πει αλλά αυτός ήταν εκτός, εννιά χρονών δεν ήξερα τι είναι θάνατος, eine Fernreise, αυτό μου είπε, ένα μακρυνό ταξίδι, όχι κάτι ιδιαίτερα διαφορετικό απ'αυτά που συνήθιζε να κάνει, δε χρειάζεται ν'ανησυχήσεις.

/

έχω έναν πόνο στο δεξιό κρόταφο - είμαι κουκουλωμένος, τρέμω σα σκυλί - το λευκό του μαξιλαριού μ'ενοχλεί - η λάμπα θυέλλης παραείναι δυνατή - κι όμως μες στο σπίτι τίποτα δεν ξεχωρίζει - το χαρτί τσαλακώνεται στα μαλακά - δεν ξέρω τι να κάνω κάτι ώρες σαν κι αυτήν



The good times kid

Η χιονοσυννεφιά με πατάει κάτω σα γόπα, το χαμόγελο μου τσιτώνει μια ξερή πληγή, η αύρα διατρέχει τα μεσοπαλιρροϊκά λειβάδια, τα νερά έχουν κάνει πέτσα απ'το κρύο, μην κλαις, σ'αγάπησα όπως μπορούσα.





Περί αποφάσεων

Όχθες σβήνουν απαλά μες στο νερό, άπνοια, ψιχάλα, βροχή, κατακλυσμός, παραδείσια πουλιά με τα σμαράγδια στο λαιμό, οι φυλλωσιές αδιαπέραστες, απλώνω τα χέρια περιμένοντας να βρούνε τ'ακροδάχτυλά μου ένα φίδι, έναν αραχνοϊστό, ένα λασπερό κορμό, όμως το δάσος τραβιέται αργά αργά, το σκηνικό ξεντύνεται, βρίσκομαι πάλι στην αρχή, βρίσκομαι πάλι στο νησί, βρίσκομαι πίσω απ'το παρελθόν, πέρα απ'τη σύγχυση της σάρκας.

Η αργή συστολή του κόσμου; Κρεττατούρα στο γυαλί. Έξω μια πόλη άγαλμα απ'το κρύο. Η πάχνη κάθεται στα τζάμια σαν ευχή. Μέσα μια χώρα ζεστά σεντόνια χέρια πόδια και μαλλιά. Κρατώ την ανάσα μου μέχρι σκασμού, η ησυχία θα κλιμακωθεί, ψιχάλα βροχή κατακλυσμός, η καρδιά βραδυπορεί, ώσπου κάθε χτύπος είναι ένα παρακαλητό. Οι υάκινθοι έχουν ανθίσει, τέτοια μοσχοβολιά, η παρηγοριά της κίτρινης λάμπας, κλείνω τα μάτια μου σφιχτά, Τα'χεις δει όλα; Τα'χω δει όλα, τα ρούχα του πάνω απ'τα ρούχα μου, την κόκκινη ζώνη που παραλίγο να με πάρει, κάνε με χήρα σου, τι παράξενο πράγμα να ζητήσει κανείς, και το αίμα δε γίνεται νερό, κι η αμαρτία δεν αλλάζει, πιάνω το σταυρό που κρέμεται απ'το λαιμό μου απ'όνομα σ'όνομα, από σπίτι σε σπίτι, από πληγή σε πληγή, από μένα σε σένα

μια στιγμή στην Κορντιγιέρα Οριεντάλ, ένα ταξίδι απ'τα εύκρατα στις ατόλλες του Ειρηνικού, μια βουτιά εκεί που γεννιούνται οι αστακοί, μια αιώρηση σαν κολιμπρί, ένα κύλησμα στο χωράφι του κριθαριού, μια στάλα κεχριμπαριού στα απόφυκα της λάσπης, μια χούφτα άσπρη άμμος, η πρώτη γουλιά μαύρου τσαγιού η πρωινή μετά από το ξενύχτι, η μουσική απ'το βαμμένο πέπλο, η άλλη εποχή, τα ξένα τους κορμιά...

Η κουβέντα δε γίνεται για το άρπαγμα στις σκάλες που φέρνουν απ'την αυλή, εκεί ακριβώς που προσπάθησα να κρεμαστώ, όμως γίνεται η αρχή, ακούγοντας το βρόντηγμα της πόρτας κατέβηκα τον όροφο σα να'πεφτα σακί, πιαστήκαμε κεφαλοκλείδωμα, γελάσαμε χωρίς λόγο σα να ήμασταν βιαστικό ρομάντζο σε βιντεοκασέττα, στρογγυλά χρόνια, στρογγυλά λόγια, σε θέλω, δες πόσο στρογγυλά.

Δίπλα στη ρηχιά θάλασσα ξεβράστηκε μετά το σαματά της πρωτοχρονιάς ένας κορμός σεκόγιας. Αυτής, ναι, της άξιζε μια ταφόπλακα ομιλούσα (sprechende Grabstein). Έβγαλα τα γάντια, τα έχωσα στην τσέπη, γονάτισα στη λάσπη και χάιδεψα τη γλίτσα που σκέπαζε το θάνατο. Προσπάθησα να σπρώξω το κουφάρι αλλά η ρίζα του πλανήτη το κρατούσε ξάπλα στο σημείο. Ήταν μια σπάνια μέρα νηνεμίας, ένα σπάνιο σιωπηλό ηλιοβασίλεμα, οι αρμυρές λακκουβόλιμνες της παραλίας καθρέφτες, οι γλάροι εξαφανισμένοι, τα χόρτα των αναχωμάτων ακίνητα σαν φωτογραφημένα, ήταν μια μέρα πένθους.

Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το Hvor er du henne? στη μέση του ποτέ
κι αν είχα ξεχάσει, δε γινόταν παρά να θυμηθώ: τα δόντια, το λαιμό,
τους δελτοειδείς, το αγκομαχητό, τη λύσσα, τον επίμονο εφιάλτη,
το λήθαργο το βαθύ που δεν τον βρίσκει ξύπνημα, θεέ μου την αρρώστια, το ρίγος, τον πυρετό
την αγωνία της ορθόπνοιας, την αγωνία του προσκυνητή.

Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το όνομά μου, μια λέξη τόσο διαυγής
βουτηγμένη στην ευγένεια και αυτήν τη γλυκονερίστικη προφορά
και με τη σιγουριά της αναγγελίας του θανάτου έπεται το αυτονόητο
τα μάτια ψηλά, η στροφή του κεφαλιού, στο κοίταγμα όλες μου οι ερωτήσεις
στο κοίταγμα και το όχι και το ναι.

Κι ένα παιδί δημοτικού γονατισμένο δίπλα στο κρεβάτι λέει την προσευχή
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω τα εντόσθια απ'το λαιμό ως τ'αχαμνά
όπως κάνουν το χάραμα στα τραπέζια των νεκροτομών.
Κι ένας άντρας γυμνός και αφηνιασμένος τα ίδια και τα ίδια
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω την ψυχή.

Τα ζεστά του δάχτυλα και η τύχη τους... το δεξί χέρι του, ζεστό κι αυτό σα ζυμάρι που χωνεύει, ένα μαλτέζικο παρανήσι που αρμόζει αυστηρά στον ίδιο και σ'όσους αγαπάνε τη ζωή, μια υποτροπιάζουσα σύμπτωση που κρατάει μια στιγμή, μια διακριτική συνάντηση σημείων. Μα αντί να υπηρετήσει το δέον, ήρθε και στάθηκε πίσω μου ακριβώς και σκύβοντας για τις ανάγκες του προβλήματος το στέρνο του και το πάνω μέρος της κοιλιάς του ακούμπησαν απαλά το κεφάλι μου. Δεν κουνιέμαι καριόλη πιθαμή. Παίρνει κι αφήνει ανάσες στα μαλλιά μου, με βρίσκει η μυρωδιά του ώριμου λαιμού του, μια μυρωδιά όψιμου χειμώνα, εκείνη που αναδίδουν τα παράκτια δάση μια αποβροχάδα Κυριακή με ήλιο δειλό. Τα ζεστά του δάχτυλα σαν βηταμπλοκαρισμένα γύρω από τα δικά μου του δεξιού χεριού, τέσσερεις πόντους επί τα εκτός της μηριαίας του πάσχοντος, θέρμη περιλουσμένη στο μικρό άυπνο παγετό, το αίμα μου σα να'χει εξαφανιστεί απ'τα άκρα μου, πρώτος φόβος πρώτης φοράς κι ανάφλεξη στα σκέλια, περί αποφάσεων, περί νόσου της ιερής και πέριξ της σιωπής, δε μπορεί να είμαι σοβαρός! Ώρες ώρες με πλένει ένας ιδρώτας νευρικός πως θα χάσω την παινεμένη μου εγκράτεια και θα του αλφαδιάσω ένα φιλί και ούτε η γη δεν είναι τότε σταθερή, αυτά περί καταστροφής.

Savasana

Ο Μ. ντύνει τα παράθυρα με κομμάτια απ'το κιβώτιο της κουνιστής καρέκλας και στήνει τις λεκάνες όταν είναι να εμφανίσει φιλμ. Στη γωνία ο κουβάς με τα χρώματα για τις μεταξοτυπίες λέρωσε το αβερνίκωτο ξυλοπάτωμα και ήμασταν δυο μέρες μαλωμένοι επειδή ξενοικιάζοντας ο σφίχτης τραπεζίτης θα μου κρατήσει απ'την προκαταβολή. Για να προλάβει μελλοντικές εντάσεις ο Μ. πήγε αγόρασε ένα παλιοχαλί που μύριζε κλεισούρα από την ένωση των καθολικών μοναχών για είκοσι κορώνες. Το πλύναμε τσουλοκώλι στην αυλίτσα και στέγνωσε σε ένα τυχερό απόγευμα νοτιά. Η σοφίτα έγινε εργαστήριο όπως είχαμε πει. Ξεφουσκώσαμε παρέα το σαμπρελόστρωμα, αυτός κρατούσε το στόμιο κι εγώ κυλιόμουν σαν σκυλί στα χόρτα. Αν έχουμε πάλι επισκέπτες θ'ανεβούμε πάνω και ο ένας θα γυμνάζει το γαστροκνήμιο, ο άλλος θα κρατάει το μαρκούτσι στο στόμιο και η ποδότρομπα θα κάνει χχχ-πιιι, χχχ-πιιι, χχχ-πιιι. Τώρα ανεβαίνω εκεί και καπνίζω ενώ αυτός φτιάχνει κουτιά για το σαπουνομάγαζο στο Φλένσμπουργκ. Από τα παράθυρα εποπτεύω τις στέγες της κωμόπολης, τους γλάρους που περπατούν σαν κότες ντυμένες πιγκουίνοι στα κλειστά βροχολούκια, βλέπω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο ποδηλατάδικο, μερικές φορές τελειώνοντας νωρίς απ'τη δουλειά προλαβαίνω και την ανατολή.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε τον Αύγουστο, σε ένα ληγμένο Ίλφορντ από το ψυγείο του Φωτοκέρ. Τυπώθηκε στη σοφίτα. Δείχνει μια γυναίκα κι έναν άντρα, τη μπανάλ βάση της κοινωνίας. Ο άντρας είναι ακουμπισμένος στο ντουβάρι. Αυτή είναι γυρτή προς τη μεριά του και στηρίζεται στον ώμο του. Με τα δυο του χέρια πιάνει το ένα της που το'χει περασμένο στο στήθος του. Δε μπορώ ν'αποφασίσω ποιος απ'τους δυο φαίνεται πιο κτητικός. Ίσως αυτή, που το'χει και στο βλέμμα. Φοράει τη γαλαζωπή (γκρίζα στη φωτογραφία) μπλούζα από το μουσείο τέχνης της Σάντα Μπάρμπαρα που έχει για μπυτζάμα επειδή έχουν σβηστεί οι στάμπες, σουβενίρ από τη ζωή της πριν γνωρίσει τον άντρα. Αυτός είναι γυμνός. Οι περισσότερες λεπτομέρειες χάθηκαν κατά την ερασιτεχνική εμφάνιση. Δε φαίνονται για παράδειγμα τα μικροσκοπικά τριχοειδή που έχει στα μάγουλά της ή τα ίχνη του δερμογραφισμού που έχει στο στέρνο του. Η φράντζα της είναι αλφαδιά και τα λεπτά της φρύδια με το κροταφικό τους μέρος υψωμένο σε αποδοκιμασία. Τα χείλη της βγήκαν σκοτεινά επειδή τα'χε βαμμένα μ'εκείνο το ακριβό κραγιόν. Αυτός τη ρωτά, ποιο; Και αυτή απαντά, λαμπζολού ρουζ κι εκείνος την κοροϊδεύει λα ψωλού ρουζ και εκείνη κάνει πως θυμώνει χωρίς να καταλαβαίνει και το ηλίθιο αστείο δε του παλιώνει, το κάνει και τηλεφωνικά. Στη φωτογραφία φαίνεται η γυναίκα σκέτη σνωμπαρία (παραθέτω sic τα λόγια της αλληνής, ετα θέλω και τα παθαίνω, δε μου συμβαίνουν από λάθος, είναι μέρος της μεσοαστικής μου περιπέτειας μαζί με τα μπουνίδια πίσω από το Πάιονηρ μπαρ στη δανέζικη Φλώρινα) έτοιμη να εκραγεί σε μια ατέρμονη ψυχροπολεμική υστερία, και δίπλα, ελαφρώς εκτός εστίασης, είναι αυτός, δηλαδή εγώ, ο αγαπημένος μου ήρωας. Η φωτογραφία κρέμεται επί της πόρτας του ψυγείου, πάνω ακριβώς από το τσαλακωμένο και ξετσαλακωμένο πωστ-ιτ του Γ. που με αφελή καλλιγραφία λέει Vi de druknede, και πάνω από το προσπέκτους της πιτσαρίας στο Γιέρτιν. Από τα κέρατα του μαγνήτη σε σχήμα ελαφιού κρέμονται και τα λάστιχα που μας δίνουν από το σουπερμάρκετ όταν αγοράζουμε μούρα που έρχονται στο μαλακό κουτί που ανοίγει εύκολα μέσα στη σακούλα αν δεν το ασφαλίσεις.


Κυριακή μες στην Τετάρτη, ο Μ. στολίστηκε και πήγε στη μπυραρία της θείας της τάχα αριστερής, ήξερες πως δεν υπάρχει κομμουνιστική εφημερίδα στη Δανία πια; Ξέρω πως θα σε ταράξει όταν το διαβάσεις, γι'αυτό το γράφω, έχω έναν επίμονο πονοκέφαλο μέσα στην ψυχή, γράφω I miss you σε μια στιγμή αδυναμίας, α δε γαμιέται, σε μια ζωή αδυναμίας, πέντε λεπτά μετά γελώ μόνος μου μέχρι δακρύων βλέποντας ένα σκίτσο του δέρματος των φτερών μιας νυχτερίδας σ'ένα βιβλίο που μάζεψα απ'τα σκουπίδια, το χαλάζι χτυπάει μόνο τα βορειοδυτικά παράθυρα, ξαπλώνω πιο βολικά στον καναπέ κάτω απ'το πάπλωμα που πήραμε παρέα απ'το Ώρχους, κρύβομαι απ'τον κόσμο, κρύβομαι απ'τα πάντα, τα ρούχα μου έχουν ανεβεί, το σωρτς έγινε σαν βρακί και η κοιλιά μου είναι έξω, τα μαλλιά μου με καταπίνουν, ωραία, ωραία είναι εδώ.

Πεθαίνοντας χτύπο χτύπο

Δεν είμαι περήφανος για όσα έκανα χωρίς να σκεφτώ, δεν είμαι περήφανος ούτε για εκείνη την ιστορία το '14, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν την ευχαριστήθηκα. Η ηθική μου είναι σαν καουτσούκι, λέω δεν πρέπει, αλλά αφού θέλω και μπορώ, τότε ίσως και να πρέπει, δε θα το πούμε σε κανέναν, δε θα ακουστούμε τσικ, ανάθεμα στο διόροφο σπίτι στο Λεκ τα βήματα στη σοφίτα κάνουν τα ξύλα του ταβανιού να τρέμουν και πέφτουν πολλές φορές σκόνες, αραχνίτσες και φλύδες ξυλότριμμα. Εγγύηση λοιπόν πως εκείνο το λυτρωτικό γαμήσι που ρίξαμε ακούστηκε στους κάτω, και όλοι ξέρανε και κάναμε ομαδικά τις πάπιες, σίγουρα φώναξα κιόλας, σίγουρα φώναξε κι αυτή, μια φορά χτύπησα και το κεφάλι μου στην επικλινή στέγη και τραντάχτηκε ολόκληρο το δωμάτιο. Μια ήσυχη μαγιάτικη νύχτα που δε λικνιόταν φύλλο άνοιξα το παράθυρο με την καπότα ακόμα στο πουλί και ρώτησα φωναχτά πού να την πετάξω και μου'κλεισε το στόμα πανικόβλητη και μ'έσπρωξε να σκύψω απ'το περβάζι και είδα τη σκιά του πατέρα της στο μπαλκονάκι από κάτω και σα ν'αφουγκραζόταν, ουδέν κρυπτόν ηλίθιε. Μετά θ'άρχιζε τα ριζοσπαστικά της περί ταμπού και κατασκευασμένων αρχών και τι σημασία έχει αφού δεν έχουμε κοινό αίμα, αλλά το μόκο μόκο και αν δεν ήμουν τόσο ενθουσιασμένος δε θα σήκωνα τέτοιο φλόμο, γιατί ήταν κι αυτή επαρχιώτα όσο κι αν ήθελε να περνιέται αλλιώς. Δε θυμάμαι πλέον ακριβώς πόσο τράβηξε αυτή η ενασχόληση, θυμάμαι όμως την προτελευταία μέρα η μάνα της με πέτυχε στα σκαλιά και μου ζήτησε πίσω τα κλειδιά, και μ'έπιασε στα πράσα με την ενοχή κι έγινα πολύ απολογητικός (κάτι που ελάχιστες φορές έχω υπάρξει), και τη ρώτησα με αρρωστημένο δίκιο αν έχω κάνει κάτι κακό, πώς μου ήρθε και το ρώτησα αυτό; Και αυτή απάντησε παραιτημένα όχι, τι κακό να κάνεις εσύ. Το ίδιο βράδυ την άκουσα που είπε στη θυγατέρα πως θα πέσει φωτιά να τους κάψει αν κάνει καμιά λερή πράξη μαζί μου, αυτό της είπε, üble Tat. Άκου üble Tat. Έζησα μερικές μακρόβιες στιγμές μαζί της, στο πατρικό της, κάτω από την ενάρετή τους στέγη, και έπειτα όταν έφυγα από 'κει όλο το στόμα μου γέμισε πληγές που μάτωναν και κατάπινα συνέχεια υφάρμυρα ζουμιά, δε μπορούσα να φάω, να πιω, να μιλήσω. Ο οδοντίατρος είπε είναι από τις εξαγωγές, αλλά εγώ ήξερα πως ήταν από αυτά που είχα κάνει. Πίστεψα πως ο Θεός είχε τελειώσει με την τιμωρία όταν τελικά επουλώθηκαν τα έλκη που έφτασαν να καλύπτουν χαίνοντα όλα τα μαλακά σημεία απ'το όριο των χειλιών ως το φάρυγγα. Ώσπου τρεις περίπου μήνες μετά έμαθα το μαντάτο, ο αδερφός της πέθαινε από ένα αιφνίδιο πρησκάδι. Αυτή ήταν η τιμωρία. Και να πεις πως έγινα ηθικός μετά; Δεν έγινα, συνεχίζω να κάνω ό,τι μου κατεβαίνει με μια μόνιμη σκιά στο βλέμμα, τη σκιά που ρίχνουνε οι βεργιές που περιμένουν.

Ταῶς

Η μαλακή φωνή λέει τ'όνομά μου
με την αστεία ξένη της προφορά
κι ακούγεται σαν καραμέλα που'χει λιώσει απ'τη ζέστη
στο αμάξι ένα μεσημέρι του Ιούλη

έχει αχινούς στην Ολυμπιάδα
εκεί δίπλα στο σωλήνα των ομβρίων
οι γυναίκες με κοιτούσαν πονηρά
έκανα πως δεν έπαιρνα χαμπάρι

και τώρα, να, ταώς ξεπουπουλιάρης
ej, du bist hübscher denn je
μου γράφει η κυρά
και τώρα, να

φυτρώνουν μέσα μου όλες αυτές οι τρέλες
να χαϊδέψω το άγνωρο κεφάλι
να νιώσω τα μαλλιά που μισοασπρίζουνε λεπτά
να σύρω τα αισχρά μου χείλια στο ξένο σβέρκο

στάσου βρωμιάρη
όλα είναι ξένα
δεν είσαι μέσα στο κορμί σου
δεν είσαι εσύ, δεν είσαι αυτός

πες πάλι τ'όνομά μου απαλά όπως γλυκομιλάς σε όλους
κοίτα με μες στα μάτια και πες ξανά
jeg elsker at stemme, men jeg hader politikerne
θύμισέ μου πως υπάρχουν ζωντανοί

με φιλικούς χαιρετισμούς
τέως ταώς
x