© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Παλίνδρομος και αναγεννηθείς

για σένα που με διαβάζεις ακόμα κι όταν δε γράφω λέξη

Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, νυχτερινό κυνηγητό. Λίγο πριν το χάραμα η άσπρη ρόμπα θα θροΐσει δίπλα στο ένοχο κρεβάτι. Lysstive pupiller. Ingen puls. Ingen respiratio. Patienten mors. Λίγο πριν το χάραμα, κάθε χάραμα. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'το τέλος. Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, ο φόβος του θανάτου. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'την αρχή.

Πίσω από τις επικλινείς στέγες, πίσω από τα λιγνά φουγάρα και τους ανεμόμυλους, πίσω από τις πλατφόρμες του πετρελαίου είναι μια ίνα κρύας θάλασσας που μου πλημμυρίζει το κεφάλι. Ο γιακάς είναι η λαιμητόμος. Γελάω μόνος μου στο κουζινέτο, ένας σακάτης στα γκουλάγκ σπάει πέτρες με το νευρολογικό σφυρί. Το ξινό τσάι κουνιέται στη ρηχή κούπα που έκλεψα από το ρεστωράν και με πιτσιλάει στη στολή, ανάθεμά το. Στο στόμα έχω ακόμα τη γεύση της σάπιας μπανάνας. Η ανάσα μου μυρίζει σκουπίδια. Οι συνεννοήσεις γίνονται με λέξεις των δυο συλλαβών και συναιρέσεις. Οι κουβέντες είναι προσωρινές, μετέωρες, ασήμαντες σαν άμμος. Προχτές στο σουπερμάρκετ βρήκα το φίλο μου τον ουρακοτάγκο και καθόταν με τα χέρια κρεμασμένα πάνω από το μισοάδειο σταντ. Τον χάιδεψα για λίγο. Ήταν κετσεδιασμένος. Το τρίχωμα είχε γίνει αψύ από τη σκόνη. Ένιωσα οίκτο. Ένιωσα, τι αρχέγονο σφάλμα, τι αυταπάτη.

Τα βλέφαρά μου καίνε. Οπισθοχωρώ και προσδοκώ να βρω κόντρα στη ζέστη ενός κορμιού. Αυτό είναι θετικό Ρόμπεργκ. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο βούτηξε δυο δάχτυλα στο αίμα της και μου'δωσε να φιλήσω. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο! Όλες οι αρρώστιες της, όλοι οι καημένοι περασμένοι απελπισμένοι εραστές της στα πληγιασμένα χείλια μου. Ό,τι πλύθηκε και ξεπλύθηκε μ'εκείνο το ιερό ζουμί κατέληξε δικό μου.

Στο ημερολόγιο του έτους, ημερολόγιο ευτυχίας, τραβάω μια γραμμή πάνω σε κάθε μέρα της καταδίκης για ζωή, και περιμένω πότε θα σε λιώσω στην αγκαλιά μου στο Μαντούκι στη ζέστη τη σεπτεμβριανή. Τα πριν και τα μετά είναι αδιαπέραστα, ύπουλα και απειλητικά όπως τα γαλάζια σκοτάδια του Ιονίου. Απέναντι ο Αρίλλας, η θάλασσα ως το λαιμό, τα πόδια θαμμένα στη λάσπη του νησιού, το βάρος της ιστορίας μου πλάκωσε το στέρνο, η θάλασσα ως το κούτελο, η δροσιά μέσα στ'αυτιά, εκείνο το σκαλί λευκής άμμου πάνω στο κεραμιδένιο κατακάθι, ο κόσμος πέρα, ο φόβος του θανάτου. Έχυσα άφθονα, άφθονα πηχτά δάκρυα πάνω στα πλακάκια από τερακότα του Άγιου Σπυρίδωνα, χωρίς λυγμούς, χωρίς άλλες αδυναμίες, δάκρυα που δε θα παραγραφούν ποτέ.

Η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία.
Ο παπάς Ροδίτης και τρελός όπως όλοι οι νησιώτες όταν έψελνε ήταν άλλος, μια σκιά Χριστού που μια φορά με κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια και με φαντάστηκε γυμνό. Είπε θα σου φέρω εκείνη την εικόνα που της μοιάζεις και θα προσευχηθώ για σένα. Έπειτα πέρασε όλη τη νύχτα στα γόνατα στο ξωκλήσι απέναντι απ'το γιατρείο και το άλλο πρωί συνήρθε. Κάποιος άλλος ίσως υπέφερε βδομάδες για λογαριασμό του, ποιος είμαι όμως για να πω; Η όστρια φέρνει κόλλα. Η βάρκα και το καράβι γράφουν παράξενους πλισέδες στα νερά. Στις δυο το μεσημεριανό, το δείπνο στις εννιά. Ο Ερωτόκριτος καπετανεύει ισόβια την κολοκύθα της γραμμής κι εγώ κρατώ σφιχτά το μυστικό του. Οι τοίχοι όλοι στικτοί απ'τα σαμιαμίδια. Οχτώ η ώρα του βραδιού και θα νυχτώσει. Ακούω τη φωνή της μάνας μου στο τηλέφωνο, πίσω απ'το βουητό των καλωδίων, και λέει τραγουδιστά, καλησπέεερα σου, πώς είιισαι; και με ζώνει η ερημιά, με σκίζει ο φόβος του θανάτου.

Νησί τρίμμα ιριδίζοντος οστράκου, μαϊστραλάδα, Ναυσικά γυναίκα του Σαββάτου
μονοπώλιο όλων μου των απιστιών, σύνοψη των λαθών μου,
σ'αγαπώ



Η ανακάλυψη της Αμερικής

--

Ο Μ. κάθισε απέναντί μου στην αρχή. Ήταν πιο αμήχανος ακόμα και από μένα. Σκούντηξε το τραπέζι κι έχυσε τον καφέ του μέσα στο πιατάκι. Λίγο πιο μετά με μια σαχλή δικαιολογία ήρθε δίπλα μου. Κρατήσαμε μισό κοινωνικό μέτρο ανάμεσά μας. Πριν δέκα χρόνια το έβαλα σκοπό να πάψω να είμαι αφοριστικός. Αφού απέτυχα, με άφησα να παραδοθώ: ό,τι γράφω είναι αφορισμός. Αν δεν είναι, δεν το γράφω.

Αυτή είναι λοιπόν η αλήθεια για τον Μ., τον ακριβό ηθοποιό. Ο Μ. είναι όμορφα λεπτός, σαν χειμωνιάτικη ηλιαχτίδα. Είναι ψηλός, πολύ ψηλότερός μου, και όταν τον κοιτώ, βλέπω σε στιγμιότυπα το γήρας που τον περιμένει συν Θεώ. Έχει ένα ευάλωτο, κομψό σβέρκο, μια κάτω γνάθο φλεγματική σαν του Έγκμπερτ του βασιλιά. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ για τους άντρες με τη γυναίκεια γοητεία του κρυφού, ξέρω όμως πως μ'έχουν ταλαιπωρήσει κάπως. Είναι πολλά πράγματα κοσμικά που δεν καταλαβαίνω. Είναι πολλά που δε θα παραδεχτώ ποτέ και άρα δε θα καταφέρω να καταλάβω. Οι δυστυχίες του Μ. χάνονταν και ανθίζανε εμπρός μου τόσον καιρό. Ήμουν όμως τόσο κοντόφθαλμος που πίστεψα πως η μόνιμη ομίχλη δεν έντυνε τίποτε που δε θα μπορούσα να μαντέψω.

Λόγια που λέγονται και ξεχνιούνται, λόγια που λέγονται και αιωρούνται σαν φτερά, αυτές είναι οι σπάνιες σύντομες συναντήσεις. Σήμερα όμως, σαφώς πληγωμένος, μου είπε (sic) it was a long way to get here. Πήγα να απαντήσω αλλά μπερδεύτηκαν τα αγγλικά με τα δανέζικα και τα γερμανικά στο κωλόστομά μου και το μόνο που ακούστηκε εν τέλει ήταν ένα μμ. Now, είπε, I'm seeing a girl from Århus.
Συρροή, ο Έλβας, ο Αλιάκμωνας, ο Ω.
Τα λιπαρά ποταμίσια τους νερά δεν αφήνουν χώρο για ενοχή. Πόσο που αν σέρνεσαι μέσα τους ολόγυμνος και κόντρα. Και αν πηγαίνω κόντρα! Όσο για το άλλο, δε θα πω.

--

Βγήκα από το κτίριο Λ. Μισόχασα το φως μου από το φως. Δώδεκα ώρες στο προσεγμένο καταγώγι κάτω από τις λάμπες οικονομίας, μετά δεν ξέρω πού πέφτει η δύση και πού η ανατολή. Κούμπωσα το παλτώ και έστρωσα το γιακά. Έπιασα την τσέπη για να σιγουρευτώ για τα κλειδιά του αυτοκινήτου (τα κλειδιά της ελευθερίας). Η Ν. με περίμενε με τον κώλο ακουμπισμένο στα ποδηλατοπάλουκα. Περπατήσαμε ως το πάρκην, φορτωθήκαμε στο αμάξι και οδήγησα μέχρι το μέρος της ανακύκλωσης. Σουτάραμε τα χαρτόνια στον περιέχτη με την υδραυλική πρέσσα. Ρίξαμε τα προσμειγμένα φελιζόλια στο κουτί που έγραφε μόνο λευκό φελιζόλ, επαναστάτες, όχι αστεία. Στο ισιάδι απ'το Βάρντε για το Μπλώβεν έφαγε μισή ντουζίνα καραμέλες για το βήχα μονολογώντας Σκατά καραμέλες. Μόλις πάρκαρα πίσω απ'τους αμμόλοφους της μεγάλης παραλίας φάνηκε ένας ήλιος υπέρλαμπρος απογεματινός σκόνη διάσπαρτη ανάμεσα στις φτέρες της αρμύρας. Τι λες τώρα; τη ρώτησα. Σκατά παραλία. Πήρε τα καλτσοπάπουτσα στο χέρι, ανηφόρισε το λόφο και λίγο αφότου έφτασε στην κορφή, έπαψα να τη βλέπω.


--

Σφίγγω το ζεσταμένο τιμόνι. Καθώς βγαίνω στη Στόρεγκαιε το ηθικό μου με αφήνει εντελώς μόνο. Η πίπα μου φεύγει απ'το στόμα στο φανάρι και οι στάχτες χύνονται στα μπούτια. Στο ράδιο παίζει το 1492. Πίντα, Νίνια, Σάντα Μαρία.

Σε μια κοντή νύχτα πρόλαβαν και βάφτηκαν κίτρινοι οι αγροί απ'τα άνθη της ελαιοκράμβης.

ΠΑΣΧΩΝ

(μανιφέστο)

Τα σκοτάδια των ανεξερεύνητων δασών
τα φίδια τους, η χολέρα, οι πυρετοί
κάθε κλήμα και μια κρυφή μας καταδίκη
κάθε πιθήκι που χαμογελά τέσσερεις λάμες δόντια

η σιωπή θανάτου της άπνοιας η σιωπή
το κύλισμα το στάλαγμα το αίμα
ο ίκτερος λιακάδα, η φθίση διαδοχή των εποχών
η απέραντη ομορφιά στα δυσδιάκριτα κορμιά

ιδρώτας στην εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών
ένα μελαχροινό βλέμμα όλο λάμψη ένα δέρμα όλο χρυσό
εστάδου πορτουγκές ντα ίντια νέα στέμματα για παλιά κεφάλια
σταφύλια χάντρες αλεξανδρίτη καταμεσιού Γενάρη

νόμος του Γιέντε, ευμάρεια και αρετή
η έπαρση των αποικιοκρατών συν Θεώ και φιλιόκβε
ο φόβος για τη μεσοποτάμια αναρχία, τις τιμωρίες της ερήμου
τα ανελέητα καλοκαίρια, η ξεδιαντροπιά, η σκληρή γη

ποιος είναι τελοσπάντων στο κουπί;
από τη γάστρα ανεβαίνει μια μπόχα ιστορική
εβραίοι Ινδοί και μουσουλμάνοι απολίτιστοι μελαμψοί
κάποιος ψάχνει πάλι να δει ποιος στάζει σάπιο αίμα

αλλά δεν είμαστε εμείς
contre vents et marées

είστε εσείς, οι καθαροί

F32.2

Ανάσκελα στο κρεβάτι στη μέση του πουθενά, γιατί δε χύνομαι ζουμί σε ολόκληρο το σπίτι; Γιατί με κρατάει η πόρτα που είναι κλειστή και οι κούφιοι τοίχοι. Το σκοτάδι μου'χει χώσει δυο δάχτυλα σε κάθε μάτι και πιέζει. Βλέπω το φως το αγγειακό, το μόνο ίχνος μέρας σ'αυτόν τον ανίατο χειμώνα. Η μούρη μου φλασάρει. Τα αυτιά μου καίνε, τα μάγουλα παντζαριάζουν, ένας καυτός ιδρώτας με βρέχει σαν κύμα στην κυματοσκασιά και ύστερα μ'αφήνει. Στη μακρά σειρά με τα αγκίστρια ένα σφάγιο έχει ξεμείνει ζωντανό. Το αίμα στραγγίζει στις γαλάζιες κάλτσες μέσα στα μπλε τσόκαρα και ποτίζει το άσπρο παντελόνι της στολής της καταδίκης, το αίμα μου με σκαρφαλώνει σα να ήμουν βαρδατζέντα, το κεφάλι μου αδειάζει, η καρδιά χοροπηδά δυο προς μια στην ισοηλεκτρική, μόλις και μετά βίας σαράντα στο λεπτό.

Δεν έχω φράγκο ούτε για μια γουλιά καπνό, τα φύσηξα εχτές μέχρι το τελευταίο κέρμα, μέχρι το τελευταίο κέρμα, πόσο μάλλον για χαρτιά, δεν έχω μαζί την τράπουλα με τα μουνιά, άρα δεν είμαι εγώ, αλλά στη θέση μου είναι ένας τελειωμένος που δεν έπαιξε ποτέ μια βάρδια λανσκενέδες από τριακόσια τον καθέναν και όλους απ'το τραπέζι μέσα.

Η Σοφίε με παίρνει δεκατέσσερα τηλέφωνα στην ώρα, το υπηρεσιακό χτυπάει σαν εφιάλτης ενώ γονατιστός εξετάζω μια δεκάδα ποδοδάχτυλα με τα γυμνά μου χέρια, το καθήκον, το σωστό, αγάμητη κουφάλα με το κομποσκοίνι τατουάζ και με το σιτεμένο στόμα. Ο Π. Κ. στάθηκε έξω απ'το γραφείο φεύγοντας για το σπίτι, δεν ήθελε τίποτε να μου πει, μόνο να με εμψυχώσει με τα μάτια. Η αποικιοκρατία μας σκίζει απ'τα λαγόνια. Οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν. Στη σκάλα για τα αποδυτήρια ο Μ. Μ. που μοιάζει με ακριβός ηθοποιός με σταμάτησε για να με συμπονέσει, και τον κοίταξα τόσο προσβεβλημένος που μάσησε τα λόγια του κρατώντας την πόρτα ανοιχτή ανάμεσά μας. Η επιβίωσή μου παίζεται από λευκή αγκαλιά σε αγκαλιά δίπλα σε κλειδωμένα αυτοκίνητα στα υπαίθρια πάρκην, κλοπή και αμηχανία. Φεύγοντας σκάω ένα χαμόγελο σκέτο ψέμα και το ξέρουν. Δυο ώρες πιο μετά χωρίς καμία ενοχή η ζώνη με κρεμάει απ'το σωλήνα του καλοριφέρ και χαλαρώνω το χέρι γύρω απ'την ψωλή. Για να σβήσω δε θέλει να προσπαθήσω τόσο όσο για να χύσω, αλλά ο σωλήνας είναι απ'τις αρχές του '60 και δεν τον νιώθω σταθερό ή απλά φοβάμαι. 

Στην κούπα τα κλωνάρια του τσαγιού έχουν μουχλιάσει. Στο νεροχύτη κάθεται η μοναδική μου κατσαρόλα άπλυτη δυο βδομάδων. Ψίχουλα στον πάγκο ακίνητα το πρωί ακίνητα το βράδυ, μισό ψωμί έχει απολιθωθεί μέσα στο σακουλάκι, το τσαγερό η αλυκή, στο πάτωμα χαλί το γκρι τετράδιο σελίδα προς σελίδα, οι μυστήριές μου λέξεις είναι παντού. Αν δεν έπρεπε μετά να μαζέψω τη ζημία με τη μαλαστούπα, θα τις κατουρούσα, μα στο μαπομπούγελο δε χωράνε επαναστάσεις, μόνο συμβιβασμοί. Οι ώρες μου είναι μετρημένες στα λεφτά.

Οι νοσοκόμες λένε στο διάδρομο, αυτός είναι άνω κάτω, τάχα μου δεν ακούω, κάποιος ασθενής πεθαίνει όπως συμβαίνει και δέκα άτομα περιμένουν επειδή πληρώνομαι να τον αναστήσω. Το μόνο εφικτό είναι μια ενός λεπτού σιγή, κάνουν πως δε με καταλαβαίνουν που τους λέω ο Θεός αποφασίζει.

Το περασμένο Σάββατο ο φίλος μου έγραψε Φλένσμπουργκ - Βάρντε για να με κεράσει ένα ξινό κόκκινο τσάι κι ένα πρωινό. Αν σε δουν με τη χάμσα βράδυ έξω εδώ θα σε μαυρίσουν. Του έδωσα το δαχτυλίδι και μου έδωσε το σταυρό του, αυτόν που προηγουμένως έχω πολλές φορές μνημονεύσει καυλωμένος. Οι όμορφες από το διπλανό τραπέζι ήταν μάρτυρες του αρραβώνα.

Ο ιδρώτας του κορμιού μου έφυγε μαζί του για το Φλένσμπουργκ εκείνο το μεσημέρι
η ζέστη του λαιμού μου κάτω απ'το γένι είναι σε χέρια τρυφερά στη Σαλονίκη
είμαι χώμα προσμονής για την πρώτη ή τη δευτέρα παρουσία
τα χείλη μου εννοούν κάθε φιλί που δίνω, ως εκεί μας πάει εύκολα η λίγη ειλικρίνειά μου
για πιο μακρινές διαδρομές ψάχνω να βρω την πίστη...



Στιγμιότυπο

I want to take care of you, even if that means someday seeing you to the train.

MR



Ένας άντρας ψηλός λιγνός και καστανός μουρμούρισε στ'αυτί μου
γραμμές του Οδυσσέα χωρίς ίχνος στρογγυλάδας μέσα στη μούργα της νυχτός
στάθηκα εμπρός του και όπως αυτός ήταν καθιστός έγινα αρχηγός του
ξεκούμπωσα κουλός τα εφτά κουμπιά απ'το γιακά ως κάτω χωρίς ούτε μια ξαστοχιά
έπιασα το κεφάλι του μια χεριά και το έσφιξα πάνω στην κοιλιά μου

τα δέντρα πύκνωναν και γίνονταν στρατός το χιόνι ήταν ψιλό
ο αέρας έξω σ'έπνιγε στη φρέσκια κοπριά όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.
Τα χλωμά σανίδια ήταν λερωμένα απ'τα μαλλιά μου και μια δυο τρεις
στάλες σκούρο αίμα. Τα μουστάκια είχαν κολλήσει στα ρουθούνια κι ένα
κρεβάτι παρθενικό στην όψη στήριζε το βάρος των όσων είχαν γίνει.

-

The past bites you in the ass

Τέτοιες ζέστες δεν είχες γνωρίσει στο νησί, τέτοια γυναίκεια καλοκαίρια που σε εξαφάνιζαν μαζί με την ψυχή και το κορμί σου μέσα σε έναν ιδρώτα χωρίς τέλος. Όχι, αυτά τα γνώρισες πρώτα στη Σαλονίκη το '08. Κάτω από το βαγόνι των ναυτοπροσκόπων, ανάμεσα στις πρασινάδες και τις βατσινιές, σκίσαμε τις γαλακτερές κνήμες και γεμίσαμε τα σωρτς μουλιασμένα ροκανίδια από δεντροφλοιούς, φύλλα και αραχνοϊστούς. Ο ήλιος βούλιαζε στη λάσπη του Καλοχωρίου, και γύρω του ο κόσμος τρεμόπαιζε απ'την κάψα. Θα κόντευε εννιά κι εννιά άρχιζε η προβολή στην Αύρα, και εκείνες τις φορές έπαιζε τον Ελ Γκρέκο που τον μάθαμε γραμμή ηλίθια γραμμή απ'έξω και ανακατωτά. Από το βέλο του διαχωριστικού μας έφταναν εκτός απ'την ταινία, το σούρσιμο των ποδιών πίσω από τους κισσούς, τα μπυροκούτια και το τσαφ, τα άσπρα ρούχα πάνω στις ηλιοθεραπείες της Χανιώτης, οι δαχτυλοκόφτες, η τσιτρονέλλα και οι γύφτικες καρέκλες. Το κυματάκι φιλούσε τα ζελεδόφυκα στην ακροθαλασσιά κι εσύ φιλούσες το λαιμό μου. Η άμμος όλη ίδρωνε και ξεφυσούσε. Ήμουν κωλοκαθισμένος στην ξηλωμένη παλέτα, τα πόδια απλωμένα εμπρός, τα παπούτσια χωμένα στη βρωμιάρα αμμουδιά, με κρεουργούσαν τα κουνούπια -δεν το έπαιρνα είδηση παρά μετά, όταν βγαίναμε πάνω στο δρόμο για το Παλατάκι και ανακαλύπταμε πως ήμασταν λεπροί. Ακουμπούσα την πλάτη μου στο φράχτη, τότε είχα ένα κεφάλι με την ψιλή παρμένο, με πλησίαζες και καταλάβαινα το ρουθούνισμα στο σκαλπ. Ο χρόνος ήταν ύφασμα περίτεχνα υφασμένο, όλες του οι αλλιώτικες παράξενες κλωστές περνούσαν και μ'αγγίζαν ράμμα ράμμα και οι δυο ώρες περιβούτημα εκεί πίσω απ'την Αύρα μετριώνταν σε χιλιάδες διαφορετικές ραφές, χιλιάδων αποχρώσεων, ο χρόνος ήταν διασταλμένος απ'τις ζέστες, μετά βίας στριμωχνόταν στη ζωή μου. Τα μουστάκια στα είκοσι και στα δεκαοχτώ είναι απαλά, λίγο πιο σκούρα ή λίγο πιο ξανθά απ'ό,τι είναι τώρα, τα φρύδια ασυνοφρύωτα, τα κεφάλια μας θύμιζαν ροδάκινα με μάτια και αυτιά. Αν ήμασταν αστεροσκεπείς ή όχι δύσκολο να το πω, αφού δε φορούσα τα γυαλιά μου, και όταν κοιτούσα κάπου πέρα από το γιακά σου ήμουν τυφλός και όλα ήταν σκοτάδι που δε με αφορούσε, όμως είχε μια φεγγαράδα σα λιωμένο ασημικό, και τα χύσια στα χέρια γίνονταν φω μαργαριτάρια, το ίδρωμα λεπτό, καθαρό σα δάκρυ υδατίδας κύστης, σαν ποταμός, σα λίμνη, καταστροφή μες στην κοιλιά, αμαρτία και διασπορά, ήμασταν σχεδόν παιδιά, και όταν σε ξαναείδα... όχι πια.

Να'σου Ιούνη μήνα απέναντι απ'την χειρουργική εταιρία όρθιος με άλλους δυο, εγώ πετσοκαιγόμουν απ'τον ήλιο και πέρασα εμπρός από την κομπανία αφηρημένος και ανέβηκα στα στενά. Διακόσια μέτρα πέρα, είχα μια επιφάνεια: έπρεπε να γυρίσω πίσω. Και γύρισα. Κι έριξα πάλι μια ματιά στην κομπανία, και είπα στο μαλάκα που έχω για εαυτό, αυτός ξέρει τι κάνει με την κιθάρα. Ξανάφυγα και στα μισά γύρισα πάλι πίσω. Τώρα οι άλλοι με κοιτούσαν παραξενεμένοι, ο τρίτος κοιτούσε το κενό και τραγουδούσε. Έβγαλα τα γυαλιά για να δω αν έβλεπα σωστά ή αν τα μάτια μου πίσω απ'τα σκιάστρα με γελούσαν, ο τρίτος έγινε εσύ, κι εσύ φόρτωσες την κιθάρα τη γνωστή από το '08 στην αγκαλιά του διπλανού και πιαστήκαμε σαν κονσιλιέροι. Με πήγες για μια σόδα στο μέρος με το αγιόκλημα, κάθισες απέναντι και χαμογελούσες και δεν αναρωτήθηκα τι στην ευχή έβλεπες, και αναρωτιέμαι τώρα. Ήμουν συγχυσμένος, ήθελα να στα πω όλα, και στα είπα. Βγαίνοντας οι ομολογίες από εντός μου φάνηκαν τόσο ασήμαντες μέσα στην παχειά λιακάδα του καλοκαιριού, αφέσιμες, ελαφριές. Μου έδωσες συγχώρεση σαν κοσμικός παπάς, μου έδωσες συγχώρεση για πληγώματα αλλωνών, και έπειτα αυτό, περιπλανήθηκα στο νησί αρκετά τα χρόνια μου αυτά που εσύ είχες χαθεί αλλά δεν ξέχασα ποτέ... και πάντα ήταν όλα ως εδώ, αλλά εσύ... και τώρα ξέρω πάλι θα χαθείς και δε θα σε ξαναφιλήσω. Η φθίση μας βρίσκει συν τω χρόνω, και ο χρόνος, χέσε τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά, ο χρόνος είναι οι νοσταλγίες.

Ένα μυστικό που δε μπορώ να κρατήσω άλλο


+



Οι βόλτες στα καντούνια στο τέλος του καλοκαιριού δύσκολα θα μ'αφήσουν. Θυμάμαι κάθε μια τρύπα και γυαλάδα του πλακοστρώτου εκεί στο στενό πριν το καπνοπωλείο το ίδιο καθαρά σα να είναι τώρα. Οι ρυτίδες των πολλών βροχών στα ντουβάρια των ταλαίπωρων κτιρίων, οι μικρές στενές αψίδες στο ένα πλαϊνό, ο κοσμηματοπώλης που ίδρωνε στο κατώι στη σκιά του. Το σούρουπο της φλόγινης εποχής που φεύγει, τα πρώτα νυχτοπούλια στις αναγνωριστικές τους πτήσεις, η εξαπλούμενη ερημιά. Σε εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα κοντοσταθήκαμε για να ανάψω την πίπα. Σάπιο Σκανδιναβίκ αρωμάτικ και ένας αναπτήρας που είχε ξεχάσει ένας από τους δύστροπους ασθενείς μου στο γραφείο. Τράβηξα δυο τζούρες, έσβησε ξανά. Έψαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου που έχουν και το πατητήρι στο μπρελώκ, στη δεξιά, στην αριστερή τσέπη, και ψάχνοντας με χτύπησε μια ξαφνική διαύγεια τόσο να και κατακούτελα σαν εμβολή. Εκεί σε εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα, δυο λεπτά ανηφορίτσα από την πλατεία με τα σύννεφα σαν ουρανό ανατολής φτιαγμένα από ανθοπέταλα (οι βουκαμβίλιες ολοστόλιστες και το δέντρο της υπομονής, η γιακαράντα), την τρίτη μέρα του Σεπτέμβρη, ήρθα πραγματικά στον ΚΟΣΜΟ.

Το σπίτι μας περίμενε στο Τζάβρο νταντεμένο στα έμπειρα χέρια της νοικοκυράς του, το ράθυμο βήμα του συζύγου, το γκαράζ με τα νεογέννητα γατιά μες στο κουτί τους, ο άλλοτε ένδοξος φοίνικας στο νεκροκρέβατό του, τα σεντόνια με τη δική τους μυρωδιά, η πολυλογία, η φασαρία της τηλεφωνογραμμής, το δίπορτο ψυγείο, το πλαστικό τραπεζομάντηλο, τα σουβενίρ απ'την Αμερική, οι φωτογραφίες εκατό παιδιών, οι μικρές άσπρες πετσέτες ρολλά στο πανεράκι, οι ροδαλές σατέν κουρτίνες, ο γρανίτης στις πατούσες, τα σκαλιά και οι σκύλοι των γειτόνων, η στρωματσάδα της αρετής, όλα στη θέση τους, το σπίτι μας περίμενε στο Τζάβρο σπίτι, σπίτι, σπίτι. Εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν αφοσιωμένος στο νησί, εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν ταγμένος, εικοσιοχτώ ολόκληρα χρόνια! Και πήρε μια στιγμή -μια κοντή στιγμή σ'εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα- για να σβηστούνε όλα. Όλα!

Τα χέρια της μικρής είχαν ροδίσει στις ράχες από τα ψαροντούφεκα και από κάτω ήταν χλωμά, Χαλκιδικιώτικα, κι ανέδιδαν τη μαλακιά θάλπη που έχει το πρωινό κρεβάτι όταν με έπιασαν από τα δυο πλάγια του λαιμού, και έφερε το πρόσωπό της βόλτα από όλες τις άκρες της Ελλάδας, και μ'έγλειψε στα χείλια δίπλα από την πίπα που κρεμόταν, και σταμάτησα να ψάχνω για τα κλειδιά, Θεέ μου κι αν σταμάτησα να ψάχνω για τα πάντα. Εικοσιοχτώ χρόνια ψυχή και σώμα δωσμένα στο νησί -τι βγήκε από αυτήν την ισόβια ιστορία; Το πρόδωσα βίαια, το πρόδωσα αμετανόητα, το πρόδωσα για πάντα. Το μόνο που θέλησα να κάνω, και το μόνο που έκανα τελικά, ήταν να πιάσω την πίπα και να τη βάλω στην τσέπη, για να έχω ελεύθερο το στόμα, σα να ετοιμαζόμουν να φάω το δρομάκι, τους περαστικούς, τα μαγαζιά και όλον τον Σεπτέμβρη. Ήμουν αδύναμος σα μωρό, σκέτη σκόνη, νερό. Δεν ήμουν άπειρος, αυτή δεν ήταν ένα αθώο κοριτσούλι όπως έμοιαζε στην όψη, δεν ήμασταν καμιάς φύσεως ξένοι, η Κέρκυρα δεν ήταν οι δυτικές Ινδίες, δεν ήμασταν εξερευνητές.

Τα σκουπίδια που λιάζονταν τρεις μήνες και είχαν βρέξει όλα τα πεζοδρόμια και όλα τα στενά με τα βρωμερά ζουμιά τους, οι αυξομειώσεις τάσης, η επικίνδυνη στροφή στο ύψος του Λαζαρέτου, η ζέστη που πίνει όλες σου τις ανάσες, ο δαχτυλοκόφτης στο γκάζι, το αλάτι της Παλιοκαστρίτσας στα ρούχα και στο κορμί, ο Σαλονικιός, η αυτοκτονία στους Περουλάδες, το σκοτείνιασμα της βλάστησης στα βορειοδυτικά, η κρητική έρημος του νότου, οι γύφτοι της Λευκίμμης, το Φύκι του μικρού νησιού και όλα τα βουνά από φύκια στα λιμάνια, ο Παντοκράτορας, τα κύματα στα ρηχά του Αρίλλα, οι ομίχλες που δεν τις κόβει ούτε φωτιά, ο ήλιος που βουτάει στο πούσι της Ηγουμενίτσας, οι ατέρμονες στροφές, το στριμωξίδι στο χωριό αυτών που τρων βατράχια, όλοι οι κόκκοι του μαύρου χώματος όλων των αγρών στους Κυνοπιάστες, η νύχτα στο Μαντούκι με άμμο τα πεφταστέρια, το κουμκουάτ, το τουρισταριό, οι γεωτρήσεις, ο άγιος τους Σπυρίδωνας άγιος Σπυρίδωνάς τους, όλες οι υφές και οι ραφές όλου αυτού του κόσμου τρίφτηκαν πάνω στα γυμνά μου σωθικά

και πάνω στα υγρωμένα μάτια, εμπρός από τη θέρμη των αμφιβληστροειδικών αρτηριών που έσφυζαν σφυγμό γεμάτο και αργό, με έγδαρε τυφλό η γυναίκα του Θερμαϊκού, το αραιό της αίμα, οι διαλεγμένες λέξεις, οι βρισιές της, η παραλίμνια προφορά της, τα καστανά μαλλιά με τις χρυσές κλωστές τους, το μπλε φουστάνι με τα μικρά λουλούδια, το νευρικό βήμα με εκείνα τα ποδαράκια, οι απαλές γάμπες, τα ασύμμετρα βυζιά της πάνω από τις γνήσιες πλευρές, ο παλμός της αορτής της στην κοιλιά της, το τρυφερό μουνί της που φτάνει να χαϊδέψεις με φτερό, το βραχιόλι μου στον καρπό της, ο πορσελάνινος λαιμός, η δροσερή της γλώσσα, το τέλος μου, η μικρή αγάπη της ζωής μου,
η Κέρκυρα κυπαρισσιά και μόνιμα δακρυσμένη από δροσιά 
αν μπορούσε θα με σκότωνε η πεθύμια.




Πες μου γιατί δε σ'έβλεπα μέσα από τα μάτια εκείνου του αναθεματισμένου Κερκυραίου;
Και τι στην ευχή να κάνω με αυτό το μισό και βάλε τάληρο χιλιάδες χωρισμού
τι στην ευχή






Ενδονοσοκομειακά (τα εν οίκω)

Τα δάκρυα τρυπώνουνε στ'αυτιά
αιμόπλυμα όλες οι αφές ξεχνιούνται πέρα
δάχτυλα φτιαγμένα από τη μάνα τους λεπτά
για τα εφτά, τα έξη μηδέν και την ψιλή βελόνα

το άφταστο ταβάνι στους θαλάμους
κάνει την παθολογία να φαίνεται μικρή
και τους αρρώστους λίγους
τα λάθη, το ξεπλήρωμα, τους υγρούς αργούς θανάτους

και όλες τις ιστορίες που παίρνουνε μαζί
η μέρα και το φως της το υγιές στέρνο μαρμάρου
οι ώμοι της σκυμμένης Αφροδίτης της γωνίας
ρίχνουν μεταξωτή σκιά στο μόνιμο βράδυ του μαντείου

κορμί από κορμί, μαρτύριο, μαρτυρία
αλήθεια κατά λάθος σε μια γουλίτσα δορμ
κακή στιγμή το γλίστρημα στη φλέβα, στην αρτηρία
δεν έχει μείνει ίντσα κόσμου που δε λούστηκε στη φθίση

χους αλς σκόνη σκοτάδι απέραντης αβύθιστης σιωπής
από τις βάσεις ως τις κορυφές των δυο βουνών
και όλων των ανέμων, πνεύμα πνεύμων πόδια ζύμης βήμα που σε γκρεμίζει
οι γροθιές σφιγμένες τα γόνατα λυγά και η στέλλα, στέλλα μάρις

η μια ώρα, οι πολλές, το σούρσιμο του δείκτη. Πότε; πότε
παράταση εκπνοής και ορθόπνοια νομοθέτις
γράφει επ'ακριβώς επί πνευμονικού οιδήματος ανίατη απελπισία
και επί θλίψης θλίψη.

Χώρια

απ'το νησί μου στο νησί
η θάλασσα μακραίνει και μακραίνει και ρηχαίνει
τι ομίχλη πίνει την ησυχία, από σκόνη λάσπη και ψυχή
κάτω από τη στέγη των κλαδιών ανθίζουν οι χαμένοι

οι κορμοί είναι πετρωμένοι τους σπρώχνεις και δεν τρίζουν
τα φύλλα χύνουν ζουμί παράξενο σα μέλι
ζώα δεμένα απ'το λαιμό ξερνούν τα σωθικά τους
ζώα μεταναστευτικά διψώντας μαθαίνουν τη χολέρα

οι κυνηγοί στήνουν χορό ντέφι βαράν οι ρόγχοι των αρρώστων τους στις ρίζες
σε κάθε κνήμη και από ένα ηλιοβασίλεμα και από ένας πυρετός
στα μάγουλα ντροπή και κάψα ερυσιπελατοειδής
ένα κομμάτι παραδείσου σε μια πνοή μαϊστραλάδας τον Ιούλη
γρήγορη λήθη και η έβδομη εντολή μαζί και μια σταγόνα στον κουβά

λερό νερό γουλιές βρύα και κουνούπια πέτσα στην ποτίστρα
ο αέρας αέρας εγκλεισμού οι τοίχοι λαμαρίνα σαγρέ λαδομπογιά
ακόμα κι εδώ στα σκοτεινά μάνα σε παρτίδα με έναν παίχτη όλα μέσα
μπλόφα και απελπισία ξέπλυμα ντροπές και μαλακίες το θαλασσί των σεντονιών

δίχρωμη πορσελάνη σκιές στην αορτή το χρώμα αδειάζει χείλη μάτια αμμοβολή
μια παροδική βροχή μια ξαφνική φουσκονεριά κάνε υπομονή κι άσε ό,τι έχεις να βραχεί




Πούντα και βασκανία

Λίγο πριν το φανάρι στο μαγαζί με τους κουλοχέρηδες η ρόδα έγλειψε το κράσπεδο του πεζοδρομίου και βούτηξα στις πλάκες. Πάνω μου έπεσε το ποδήλατο. Το δεξί γόνατο στήριξε όλο μου το βάρος και η αριστερή κνήμη βρήκε στην κόψη του τσιμέντου, υποπεριοστικό αιμάτωμα. Δυσκολεύομαι να κάτσω οκλαδόν και να ανέβω σκάλες. Όταν χτυπάει το αλάρμ για τις ανακοπές μισοτρέχω κουτσαίνοντας στο κελί εκείνου που τολμάει να το σκάσει απ'το μπουρδέλο. Είμαι ο πιο γρήγορος στην αναγγελία των θανάτων. Κανείς δε θέλει να γυρίσει πίσω και να ξαναγεννηθεί λίγο πριν το μόνιμο φευγιό του. Κι αν δεν ήμουν υποχρεωμένος δε θα έπιανα ούτε απινιδωτές ούτε αδρεναλίνες.

Αυτές τις μέρες η θάλασσα στεγνώνει και μένουμε αποκλεισμένοι ανάμεσα σε δυο στεριές από στεριά. Περιμένω όρθιος στην ψωλοπαγωνιά με τα χέρια μες στα γάντια μες στις τσέπες κρυμμένος σε ένα μαξιλάρι γούνα της κουκούλας. Δε φυσάει αν δεν ισιώνουν οι μπούκλες των προβάτων αλλά να σου πω, τα πρόβατα όλων των νησιών της Βόρειας θάλασσας έχουν μαλλί σιδερωμένο από τον αέρα που σταυρώνει (όπου κι αν γυρίσεις τον τρως μετωπικά). Τα χείλη μου ματώνουν σταθερά, δεν τρώω ξινά, δεν τρώω αρμυρά, το δέρμα στο κούτελό μου ξεπετσιάζει, η μύξα ρέει λεπτή, το μάλλινο κασκώλ που μου φέρνει αλλεργία στο λαιμό ποτίζει από σάλια.

Δε μπορείς να διανοηθείς την ησυχία στο νεκροθάλαμο, ούτε τη μπόχα. Στο χωλ έχουν στήσει ένα τραπέζι με ένα βάζο ψεύτικα λουλούδια κι εκεί αφήνω το τσάι μου να αχνίζει πρώτο πράγμα το πρωί όταν μπαίνω να χαιρετήσω τον ναό και πάντα με την ίδια προσευχή: pallor algor rigor livor. Μερικές φορές έχουν ήδη καλοντύσει τα κουφάρια και τους έχουν βάλει ένα τριαντάφυλλο στο χέρι, δεν ξέρουν όμως πως τα ξεντύνω εκεί στη μοναξιά και ρίχνω το αλλοιώσιμο δώρο στο καλάθι με τα χρησιμοποιημένα γάντια. Κάποιοι είναι ψημένοι κατάστερνα και άλλοι είναι σκουληκιασμένοι ως το μυαλό. Ώσπου να τελειώσει η βάρδια, ακόμα σκέφτομαι το βάζο και τα ψεύτικα λουλούδια.

Ανεβαίνω τα σκαλιά για το κατάστρωμα 1 και κρατιέμαι και από τις δυο πλευρές. Στο στένωμα το πολύ πολύ να πιάσει ένας μικρός αφρός, όμως μέσα στο αδιάσταλτο κρανίο ο κόσμος πηγαίνει πέρα δώθε. Ένα μικρό παιδί κάνει να περάσει από εμπρός μου για να χωθεί εμπρός στη τζαμαρία. Σπρώχνει το πόδι μου και το κρατάω σταθερό. Σπρώχνει πάλι, δεν ενδίδω. Από τη φάτσα του είναι φανερό πως είναι η πρώτη φορά που γνωρίζεται με το όχι. Μένει παραδίπλα να με βλέπει επίμονα προδωμένο. Μετά σκέφτομαι πως θα φωνάξει τη μάνα του. Δεν αντέχω το ρίσκο, οπότε περνάω το υπόλοιπο δρομολόγιο δίπλα στον εργάτη του κάβου έξω. Στο τραίνο μια πρεζού θέλει κουβέντα. Μιλάει αλλά δεν την καταλαβαίνω. Λέω nå, ja, της χαμογελώ και από τα χείλη που μισανοίγουν και σκίζονται, νιώθω να κυλάει μέσα μου το αστικό δηλητήριο. Τουρτουρίζω απ'τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών, εγώ που στους -26°C μετά τη χιονοθύελλα στο Τάλλινν ξάπλωνα στο χιονόλουστο παγκάκι με τη φανέλα και το σώβρακο, αυτός ακριβώς (ποιος ήμουν τότε; Δεν ξέρω πια. Πίναμε βάνα τάλλινν και καφέ, τρεις μέρες στο πόδι, με πήρε ο ύπνος στην τουαλέτα του καφενείου της Ματίλντε και μου έφαγες το κέηκ με τα μύρτιλλα.).

Το πάρκην είναι γεμάτο οικογενειάρχες, καρότσια και παιδιά, μια αξιοσέβαστη φασαρία, σκληροί και ενάρετοι πελάτες που πηδάνε υπαλλήλους τις αργίες. Βγαίνω από το Πεζώ, παίρνω βαθειά ανάσα και αγκαλιάζω τον τεράστιο άντρα βιαστικά για να ξεμπερδεύω και μ'αυτή την υποχρέωση, τεχνική του κωλοδαχτυλώματος και ευχές να μην είναι σκάρτο το γάντι, αλλά τελικά το δύσκολο έπεται, και είναι να τον αφήσω. Πώς; που αυτό σημαίνει παλούκωμα στην αποβάθρα του Γήσινγκ για 55 λεπτά, και όλα τους τραβάνε δυο ώρες το καθένα, και κρυώνω ασταμάτητα. Ένα ηλίθιο γυμνό δέντρο που δε δίνει, ένα δέντρο που θα έκανε τον Σελ Σιλβερστάην να κλάψει ξεραίνεται δίπλα στο γλιτσερό ποτάμι του Βάρντε. Τι στην ευχή; θα πει ο τεράστιος άντρας, αφού έχει τις μισές ρίζες μέσα στο νερό! Και άντε να του εξηγήσω... ευτυχώς κανείς από τους δυο μας δεν έχει χρόνο να μιλήσει περισσότερο, η μέρα τρέχει.

Θα ήθελα πολύ να ξυπνήσω ένα αργό ηλιόλουστο πρωί στο ζεστό μου δωμάτιο όπως το ήξερα παλιά, να γυρίσω πλευρό και να δω το μικρό στρογγυλό αυτί σου, τους χαλαρούς σου ώμους, την ξεκούραστή σου πλάτη, θα ήθελα πολύ να μην ξυπνήσω άλλη φορά.