© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

II. Оптима

Το προσήλιο γραφείο των ειδικευομένων της πρώτης ψυχιατρικής καταπίνει το φως του κόσμου όπως η προπονημένη θλίψη, τι ευθυμία των αργών επιστημών, ένα έργο σε συνέχειες. Η γυναίκα με το στενό φουστάνι αναβοσβήνει στην είσοδο για να τη βλέπω πιο καλά, η όψη είναι ψεύτικα αυστηρή και φιλάρεσκη στ'αλήθεια, τα καχεκτικά χεράκια μεγαλοπιάνονται από ασθενικότερες λαβές. Όχι, η γυναίκα δεν έχει την τιμή της κάστας, είναι παραδιπλανή και περισσή για την παρήγορη δουλειά εκείνων που ξεμιλάνε τους σχεδόν μα όχι εντελώς τρελούς, όλες τους αυτές μαζί κι ο πούστης, φωτογενείς και φροντισμένοι αποδείξεις πώς η φρεναριστή ζωή αποδοκιμάζει τα ξερασμένα ρούχα και τα τιμωρημένα μάγουλα. Όχι, η γυναίκα φανερά ανήκει σε άλλο τάγμα ψευδαισθητικό. Συνάδερφος είναι ο εθελοντής διεθνιστής με το ικτερικό προσωπείο και τις μπούκλες του ελαίους, συνάδερφος είναι ο ισόυψός μου που φοβάται μην ακουμπήσουνε τα δάχτυλά του στα δικά μου τώρα που μου περνάει το φάκελο, συνάδερφος είναι κι η ναζιάρα που υπερεξοικειώνεται στα τηλεφωνήματα με απρόσφορους νεκρούς στέλνοντας φιλιά στη σχιζοφρένεια που δεν έχει ν'απαντήσει.

Πάνω στο τραπέζι δίπλα σε χαρτόβουνα, γλάστρες από πετρέλαιο και γυναικείες μολυβοθήκες, λερώνουν μεικτές και συνεργατικές οι κούπες του καφέ. Η παλαιά ειδικευόμενη έχει φαρυγγίτιδα και τα σεκλώρ βάση για το τασάκι. Διαβάζω για τον άντρα που φόρεσε τα βατραχοπέδιλά του για να περιπλανηθεί, διαβάζω απομαγνητοφώνηση από λόγια των γυναικώνε κι ανασυστήνονται εμπρός μου νοσοκόμες που ρωτάν πολλά, σύζυγοι, μάνες και κόρες του υγκρέκ που παραστέκονται σε κάποιον που δεν τις αναγνωρίζει, διαβάζω πόσο τον φτώχυνε η τρέλα του, το χειμωνιάτικο ρεύμα που με πιάνει απ'τον ώμο μυρίζει από κάπνα των τροφίμων και τα δέντρα που έχουν κοκκαλιάσει, ο διευθυντής εμφανίζεται για να φάει απ'το κουτί των κερασμάτων, με βλέπει βιαστικά και κουνάει το χέρι ποιος είναι αυτός, σπίτι τον περιμένει γκαστρωμένη η νεότερη ψυχολόγος που μπορούσε να πηδήξει, είναι οι περηφάνειες που δίνουν κουράγιο στους εφημερεύοντες να μη μένουν σιωπηλοί. Ο νους μου στήνει το μανιακό να παίρνει την απόφαση να βαφτίσει το ψαροντούφεκο που είχε μόλις αγοράσει στις νερολακκούβες της προχθεσινής βροχερής νύχτας, πρέπει να ψάξω για να βρω στο χαρτομάνι τα κόλπα των καρδιολόγων και ν'ακούσω το φύσημα της αορτικής μην και φορτώσεις ελαφρύ κρεβάτι σε άλλη φυλακή χωρίς να το εξετάσεις.

Το στόμα μου είναι στεγνό για να καπνίζω νηστικός, η γυναίκα με το στενό φουστάνι εκμυστηρεύεται φωναχτά την πρόσφατη ελευθερία της, ο διεθνιστής την πεθυμάει γυμνή, κι οι δυο κοντοί στέκουμε πάνω απ'τις κούπες και την αρρώστια της παλαιάς ειδικευόμενης μισογελαστοί για την έμπνευση που είχε η λάσκα του περιστατικού που μας προσέχει βλοσυρό απ'την καρέκλα της ξεφτίλας, το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από έναν πλατύ αναπνευστήρα κι ανάλατα γυαλιά. Καθώς έξω προαυλίζονται όσοι πειθαρχούν, μπλέκονται οι μιλιές των λογικών και των χαμένων, και δεν ξέρω να πω το λόγο του θεραπευτή απ'του θεραπευμένου όπως όλοι στην προσήλια γωνιά διανύουμε τις αποστάσεις μας ως... σβήνω το τσιγάρο στο τασάκι, βάζω στην τσέπη το χαποκούτι που έχει τσακίσει και κοιλώνει προς το κέντρο, δεν της χρειάζεται έτσι κι αλλιώς, δίνω το φάκελο πίσω στο συνάδερφο και κατά λάθος τον παραπιάνω κι έχει αφή ενυδατωμένη και πυκνή, η ανεμελιά του βάφεται από πανικό, μην και κουβαλήσεις τώρα πάνω τον τρελό δεν είναι για χειρουργείο, δεν είναι για χειρουργείο τώρα μα ας του ρίξω μια ματιά, μην και πιστέψεις τους καρδιολόγους στη μαζική παραγωγή, άσχετα που δεν καλοξέρω τα μυστικά του δικού τους λαβυρίνθου, από κλασσικά αντίποινα για τις ελάχιστα επεμβατικές που έχουν κλέψει, πηγαίνω μόνος στον πρωταγωνιστή του θέατρου που ξαπλώνει λειψός απ'το αλοπεριντίν και τα μαντζούνια δίπλα σε κάποιον άλλο ήρωα κάποιας άλλης κωμωδίας, για ν'ακούσω την αορτική που δεν έχει ιδέα για όλα αυτά και θέλει χειρουργείο.

Tidal play, o. Wattwanderngeplauder

Det gick en gammal odalman
och sjöng på åkerjorden.
Han bar en frökorg i sin hand
och strödde mellan orden
för livets början och livets slut
sin nya fröskörd ut.
Han gick från soluppgång till soluppgång.
Det var den sista dagens morgon.
Jag stod som harens unge, när han kom.
Hur ångestfull jag var inför hans vackra sång!
Då tog han mig och satte mig i korgen
och när jag somnat, började han gå.
Döden tänkte jag mig så.
Bo Setterlind

Stripped from motion I am not in the position to progress. I am not entitled to any position: naked under a mountain of sheets, is he dead? Is he at all? no one knows, not even my wasting father. How does this interest you? How does this interest the perfectly dead, also perfectly surviving stain on someone else's lucid glasswork? This is a pause of the art, a text out of form, out of the messy form I like to abide by. I have noticed that, I have, among other things that could incriminate. No, that's theory. Incriminating others cannot interest the sores in my own mouth, the sores in my palms, the stealth bruises that emerge and disappear behind the collar of the strictly buttoned shirt, poor girl would laugh and show me how I've done better on her, I've done better by you, poor boy, you have been stolen before, I couldn't love you twice even if that fleeting life of mine was more than the motionless mudwater, it's always night in the puddles, and there I lay, hating nights, face-down, and choke on salty earth as tidal plain worms ask themselves the same questions: is he dead? Is he at all? and the slowly receding mud responds: no, he is not. No, he is not

The weight of all that concrete reminds the pain of the suffocating heart. The height of all that concrete reminds the height that I was born beneath. Does the neck of a hanged man, a hanged woman, does that neck look better with the rope or without? The ornament that hides sure makes me shudder, poor girl could not, yet she shouted loosen the belt, poor boy I would never, I would never share my death with you, I would never keep my death from the  W A T T E N. Have you felt the desire your homeland bears for you? No, you were elsewhere born and elsewhere raised. Blood must return, a blessing to know whereto.


T H E   L A N D   I S   S E P A R A T I O N

Εξερευνητικές επιστροφές

-Εσείς οι Ευρωπαίοι μας υπόσχεστε πάντα ότι θα μείνετε και όταν σας αγαπήσουμε φεύγετε λέγοντας ότι θα επιστρέψετε αλλά δεν επιστρέφετε ποτέ.

Gauguin



Ästuar. Reglos.

[...]
Ο μαλακός βυθός του βάλτου δύσκολα ξεχωρίζεται από την αρμυρή ακτή. Ως την άμμο το νερό τρέμει από φόβο ελάχιστο που έχω δει ξανά στις ράχες τις μαθημένες στο καμτσίκι, κι εγγύς της αραιώνει. Η πίστη φτάνει ως εκεί που φτάνει το νησί, αν είχε πρόσωπο θα'βρισκα τρόπο κι αυτό να το προδώσω. Το ζώο ξέρει να ξεδιψά απ'τη γλυκιά μεριά, και μοιάζει να μετράει τις γουλιές του. Από άμνιο σε άμνιο την πλεύση την καλείς αλλιώς, μα εκείνο που με γλιτώνει κάθε φορά απ'τη δίκαιη ξέρα είναι η ευχή να μη με θυμηθείς την ώρα του θανάτου.

Sommerende (sjø)

Der fremde Sonnenschein begegnet den milchweißen Knien, unbequem mit gekreuzten Beinen in der Hitze Sitzen weil du mußt
aber seit dem Morgen kenne ich sie, umklammerten meine Taille fest und so schön wie sie sind
Lachen der Unruh, Mund des Befehls, das Geheimnis des gesunkenen Blickes
mein geblümtes Fräulein, Perlboote aus der Meerestiefen, hör, Gruß und Kuß und Wurfhakn...

Neue Tiefen

Dein Hemd liegt auf dem Klavier, die einzige Musik die ich hör klingt wie Rasselgeräusche und Trost, Kefir bereitet mir Kummer, ich bin allergisch gegen Erdbeeren, neues Klima ganz von Anfang an,  Bücher mal so schlampig, echt schlampig, das trübe Fenster ist vergebens geöffnet, die Wand kuckt an mich, hier und jetzt, Mäuse in den Entwässerungsrohren, in anderer Weise schaffen's sie auch, hier und jetzt nicht so sehr, Laban auf den Wunden, hilft nicht, hilft mehr als der Trinkjogurt, was warst du, was war die Insel, was ist sie nun, vergeßliche Pflanze, schwülwarm und klebrig, das heißt südlicher Sommer, das heißt mitten in der Nacht Niesen, Weinen, Schweigen, Irren, die Sägerei des Nachbars ist kein Schimpf, die visuelle ästhetische Beleidigung der Geschichte ist dein Mann, zeig was Anstand, hau ab!, ich werde augenscheinlich leicht zornig, das siehstu gleich, ich habe beim Vergessen gelogen, da darf man nicht, nichts verlernen, da darf man, ich, hier nicht sterben und der Ort entleibt mich, Sackgasse. Der Hartholzboden ist Lache Erbrochenes, die Schritten führen im Nichts. Die Schlächterei, Goteshaus.

Auch schon was hä...

Μελιταίος

Μουσκίδι από σάπιο σανό, ζώα στο προσκεφάλι
κουφός στον ύπνο, τυφλός τη χαραυγή
το λαρύγγι δαρτό κι οι οίακες αυτοερωτική θηλιά
γλυκάνισος δέσμη λευκή στο χέρι της παρθένου

ηλιοστάσιο κρυμμένος στο σκοτάδι της σπηλιάς
ψύχρα δεκεμβριανή κι η υγρασία στάγδην
χύνεται χωρίς περιστροφές δίπλα στο σουβλί του Swan Ganz
το μέταλλο κάνει την αμμουδιά γυαλόχωμα

οξύς καταρράχτης του μελιού, η όψη αποτραβιέται
το ρίγος πάει κι έρχεται, το ρίγος
πάει κι έρχεται
μαζί κι ο πυρετός, ως το βρασμό

δεν είναι απ'τα χτικιά που συγχωρούν
για αίμα έχω τώρα την ίδια μου τη γη
λέμφο το κλάμα της κυράς
σκέτο θαλασσινό νερό απ'τον αφρό του Wittdün
.


Siècle des lumières

Das letzte Wort gehört mir. Ich schaue durch die Welt, die Welt ist nahezu blind. An manchen Tagen kokle ich, es wird immer rund. Du sollst mir beibringen, wie man sich Hals über Kopf verliebt sein kann. Komm und hilf, dann üben wir autarke hohle Macht aus, rechte Gesindelkönige. Sei es wie es sei, wir pilgern weiter, Erleuchtung rückt heran.

Ονειρικό παραλήρημα

Έφτασα στο σπίτι απόγεμα. Κουβάλησα τα ρούχα και τα άφησα δίπλα στο άχρηστο σαλόνι που σκονίζεται. Η μάνα σου με υποδέχτηκε με εκείνη τη συγκρατημένη εγκαρδιότητα που ίσως είναι βιτρίνα της αντιπάθειάς της για το είδος μου. Μύριζε από ζυμωμένο κιμά και τα αφράτα μέλη της κινούνταν με τη γνώση της εξουσίας τους στο νοικοκυριό της. Αράδιασα τα βιβλία στο γραφείο σου, κάθησα φάτσα κάρτα στα ξακρισμένα παράθυρα βλέποντας το επικείμενο ηλιοβασίλεμα να καθρεφτίζεται απ'τα παράθυρα της άλλης μεριάς. Τα στοιχεία τυπωμένα πάνω στις ξύλινες μεμβράνες μίκραιναν και μίκραιναν και οι φακοί μου σκλήραιναν από την προσμονή του γήρατος τόσο που στο τέλος έπαψαν να ξεχωρίζουν το ένα γράμμα από το άλλο, και όλα ήταν ένας σκιώδης αχταρμάς σαν αίμα σε πανί που γράφτηκε σε ασπρόμαυρη ταινία που λύγισε και μαλάκωσε απ'τη ζέστη. Έτσι ο εγγύς μου κόσμος ήτανε το ίδιο θολός όπως ο μακρυνός μου. Καλύτερα έβλεπα ακούγοντας τους κώνους της σιωπής που ταμπώναραν τα αυτιά μου, καλύτερα έβλεπα νιώθοντας τις πορτοκαλιές ακτίνες που με έβρισκαν στην πλάτη σα μαχαιριές γαλλίου, η ημερήσια πρόοδος ήταν σαφής και ξεκάθαρη μες απ'τα καινούρια μου πολυεστιακά γυαλιά. Ξεχείλιζα άχρωμο και άοσμο εμετό, ένα ζουμί που δε σε βρέχει, τα μάτια μου είχαν πρηστεί στην ανάδυση των νεύρων, δε θυμόμουν τίποτα από όσα με καταδίωκαν τον περισσότερο καιρό. Ένιωθα σε κάθε πληγή του εαυτού μου τα γινάτια της ανοσοπαράλυσης, με κατέβαλλε η παραίτηση εκείνου που έχει πια μάθει για το θάνατό του. 

Απ'τον πύργο μου είδα ένα τερατώδες αγροτικό που σταμάτησε στο δρόμο εμπρός, δίπλα στη στάση. Στη θέση του οδηγού ένας μελαμψός με παντελόνι σαν ψαρά κρατούσε το τιμόνι με τα πόδια στο ταμπλώ, ο πατέρας του σκυμμένος κάτω με τα χέρια στα πεντάλ και το λεβιέ, θα'σκαγε από το σύνδρομο άνω κοίλης. Πίσω είδα εσένα, χωρίς να σε γνωρίζω, ο ήλιος σε είχε κάνει θερινό, το μουστάκι ήταν το ίδιο, έψαξα κάτι που είχα ξαναγγίξει με το στόμα, ήσουν εσύ, ο ίδιος. Το ψάθινο καπέλο της σειράς, μαυρισμένο απ'το πιάσε βάλε και τις χαιρετούρες, σκονισμένο ραφή ραφή και κόμπο κόμπο σου έδινε επιπόλαιο μυστήριο μα ήταν μια απάτη, κι εσύ ήσουν φανερός. Πήδηξες κάτω ζωντανός, και μαζί σου χύθηκαν μες στην αυλή ένας στρατός από άλλους νέους, άντρες κάθε λογής και γυναίκες πάνω κάτω μιας παρόμοιας κοψιάς, ντυμένοι για παράκτια αμαρτία, τρύγο και λάδι από πέρσι, τους έφερνες όπως η φλύδα από σαπούνι μέσα στο βούτυρο που έχει λιώσει κουβαλάει την καυστική της άλω. Σύντομα το κεφάλι μου καταιγιζόταν από ρυθμούς που δε θα προλάβαινα να χορέψω παρά μονάχα στην καρδιά, ψάρι την ώρα που σκάει το μπουρλότο. Βρέθηκα από παράσυρση να στέκομαι υπόλογος στη σκοτεινή τηλεόραση που δεν είχα δει ποτέ αναμμένη. Στο βάθος μου χαμογέλασες, επιστρέφοντας ταν, σωστός γιος της Γοργούς και μεθώντας τους άλλους με αίμα που κύλησε πηχτό, βρήκε τις στάλες της δροσιάς στις πρασινάδες και έγινε κρασί. Η μόνη απάντηση που είχα ήταν το νεύμα του σακάτη κι η συνοφρύωσή του. Αποφάσισα να κατουρήσω στο δωμάτιο με τα πλακάκια που όταν τα πάταγες ξυπόλυτος πάταγες κάθε γωνιά της γης, κι ήταν όπως όλα τα δωμάτια μα τα πλακάκια μιλούσαν στις πατούσες σφαιρικά, λες και σε κατάπινε ο ίδιος ο πλανήτης και τον μάθαινες απ'τα μέσα. Στάθηκα με την πλάτη στην πόρτα, για να με χνωτίσει στον ώμο η ανάσα τεσσάρων γυναικών, αντίκρυσα τριανταδυό τομείς λιπασμένους από πείνα και κάτι άλλο, συγγενές. Έσπρωξα τα όμορφα σώματα που μαζεύονταν σαν υδρόφοβα κεραμύδια στο δάσος της βροχής. Υποχωρώντας με ακρίβεια και εκείνον το φαινομενικά ψυχρό σχεδιασμό που έχει το τρέξιμο του λαγού, πρόλαβα ίσα ίσα να μαζέψω μουλιασμένα και φουσκωτά τα βιβλία που είχε κάποιος από τη συντροφιά μεταφέρει στο προσκέφαλο του άναρχου κρεβατιού κι είχαν ρουφήξει νυχτερινούς ιδρώτες από όλες τις εποχές. Κατρακύλησα τις σκάλες πάνω στα πόδια μου που έτρεμαν, σε αντάμωσα ξανά, ήξερες κι εσύ
-Σύντομα θα έχουν πάψει όλα, είπες κι η σιγουριά σου έφτανε ως τις τελευταίες παρυφές των ζωντανών, άκρη άκρη στους θαλάμους και πίσω απ'τα πένθιμα παραβάν, μα πού να βάψει τη στέππα των θηραμάτων;

Φορτώθηκα στ'αυτοκίνητο, έβαλα μπρος με την ψυχή στο στόμα, σαν κούπα που πέφτει γεμάτη μαρμελάδα την ώρα του δεκατιανού στην Πελοπόννησο έσπευσαν δέκα μέλισσες για να'ρθουνε κι αυτές, δεν είχε σημασία -βγαίνοντας απ'τον αυλόγυρο, το ράδιο έπαιζε ένα επικήδειο εμβατήριο, μόνο που οι πεθαμένοι δεν ακούν και πήρα λάθος ρότα. Ο ουρανός σημαδευόταν όπως όλες οι ράχες του κοπαδιού από τα σχέδια του Λίχτενμπεργκ, το ξημέρωμα θα σας περνούσε η καταιγίδα. Η άσφαλτος λιγόστευε, δεν είχα ιδέα προς τα πού τραβούσα, οι επιβάτες έφθιναν σιγά σιγά προς σκόνη, ο κινητήρας έπαψε τα ομόκεντρα του κύκλου του Όττο τα τερτίπια, κι εγώ... εγώ έγινα αιμοσφαίρια που φυγοκεντρίζονταν σε τροχιά.

Το φως του εφημερείου

Κάποιος βλεφαρίζει μες στα σκοτεινά κι ακούγεται ο λειψός ήχος του πανάκριβου οργάνου. Με τα αισθητήρια του τυφλού και το ραβδί, από τη μια αντιλαμβάνομαι τον τοίχο της λαδομπογιάς κι από την άλλη τα ποδάρια του κρεβατιού. Πιο δίπλα σκροπίζουν οι γόπες απ'το κουτί που γκρεμίστηκε απ'τη σκουπιδοσακούλα. Η επιστήθια θέρμη αυτού που αρρωσταίνει λιώνει στο πέρασμα της γλύκας του οθωμανικού καπνού. Ώσπου να 'ρθει το χέρι απ'την τσέπη για να στρώσει το πράσινο παντελόνι που βιαστικά απάντησα στην ιματιοθήκη, έχουνε κλείσει δυο φορές που στήσαμε το χορό γύρω απ'τον πρώτο ευεργέτη της ημέρας, κι εγώ είμαι δυο χρόνια πιο μπροστά στην ηλικία. Το λάστιχο του παντελονιού είναι τριμμένο ως τον αφανισμό και το'χω ζωναριάσει όπως όπως με τσιρότο εκατέρωθεν της λευκής γραμμής. Τα μπατζάκια είναι κάλτσες μες στα τσόκαρα, οι πατούσες ξυλιάζουν παρά το φάσκιωμα, να'ναι καλά το μαντζούνι του ιντεράλ που ψιθυρίζει κρυφά ο μάγος της φυλής στ'αυτιά των χειρουργών που τρέμουν. Στο παραδίπλα δωμάτιο που είναι τετράκλινο πριονίζουν διπλά ροχαλητά. Εδώ είναι το κελί της σιωπής. Εντός μου χρονοτριβεί ακόμα ο αμανές που έπαιξε τελευταίος στο ραδιοφωνάκι της κουζίνας. Όπως το μέτωπο που συναντάει η σταγόνα απ'το πρωί ως το επόμενο, κι έπειτα το ελάχιστο σφυρί είναι βαριοπούλα και συνεχίζει χωρίς ύλη τη μηχανική δουλειά του, έτσι και τώρα μες στη μοναξιά αισθάνομαι τον κόσμο πάσχοντα και συνοδό να φέρνει σβούρες σα δερβίσης κι ο αέρας που σηκώνουνε μαζί με την ιδρωμένη σκόνη των επειγόντων με βρίσκει σε όλα τα εκτεθειμένα μέρη, ξυραφιές πολλές σαν τους διαύλους του ασβεστίου των λείων μυοκυττάρων που διακρίνονται μόνο μέσα από ηλεκτρομαγνητική διόπτρα. Μια σκέψη για τα σύνεργα που έχω αφήσει σπίτι, και μια παραδοχή για τα όσα δε θυμάμαι: η θεραπεία - η γνώση. Η ίαση;
Στο λεπτό στρώμα των δακρύων και το λιμνίο που στέγνωσε στεφάνι προς στεφάνι με την αγρύπνια και το αγνάντι του θανάτου, οι ίδιοι μου οι βλεφαρισμοί διαβάζουν ανάγλυφα τα όσα έχω δει απ'όταν πρωτοβγήκα απ'το λαγούμι των παιδιών στα αναχώματα του πολέμου που εκτυλίσσεται όπως κινούνται οι σαύρες μες στο κρύο. Έτσι και το πυρετώδες βράδυ στον κάμπο του μαρτυρίου βάφεται λιγότερο εχθρικό απ'όσους έχουν μάθει να λένε ευχαριστώ που τα κατάφεραν. Και με την ίδια ομόκεντρη στρατηγική του συστηματικού καλοκαιριού, με απέραντη υπομονή και χωρίς ν'ακούγεται παράπονο, ξεραίνεται κι η λίμνη του Άη - Βασίλη, την οποία καθώς τσουλάει το αυτοκίνητο κρεμασμένο στην τετάρτη που θα σκάσει, φαντασιώνομαι να κάνω δικιά μου σε αυτόκλητο αναδασμό και να σπέρνω με ηλιόσπορα και άλλες πρασινάδες που θα μάθω στην πορεία, καθώς θα γίνω μαθητής της ανοιξιάτικης ζωής κι όχι της φθισικής.
Η πρωτόγονη αγωγή παρηγοριάς των καταθλιπτικών με στέλνει αύτανδρο στη μανία. Κατά ομάδες νεύρωσης και με φυγόκεντρη ορμή το άθροισμα μηδέν κι η απώλεια όση μπορούσε το ζάχαρο πενήντα να χρεώσει, η αιμωδία της υπερώας απ'τη λαχτάρα, το επινεφριδιακό ξερατό του γιατρού που τ'αφήνει όλα πίσω ενώ βλέπει σφαγμένη, σαφέστερη από την παρασκευασμένη σαφηνή, την κάτω κοίλη φλέβα να κολυμπάει και να πίνει τον πιο χάλκινο χρυσό, η τρέλα ανεβαίνει απ'την οσφύ αμφοτερόπλευρα ως το κεφάλι. Να είναι φαιοχρωμοκύττωμα αυτό που με σκοτώνει; Όχι, τόσο ξέρω για να πω. Ο ρυθμός ακούει τον πυροβολισμό του διαιτητή και ξεκινάει να τρέξει σαν άλογο στην κούρσα, τα στοιχήματα πιάνουνε θέσεις στα λαούτα, χαμένοι όλοι χαμένος κι ο τυχερός κι ο κλέφτης, οι γύροι σ'αυτόν τον ιππόδρομο με χόριο για χώμα και ιδρώτα για ουρανό απειρίζονται σαν καστανή ματιά.
-Καλά είσαι;
Η καρέκλα του θεραπευτή μετακινήθηκε πλέον στη σκηνή, τη βρίσκω άκρη άκρη. Απέναντι λιμοκτονεί ένα κοινό που σκίζεται για δράμα κι η πείνα παροξύνεται στην όψη του ξεντυμένου φόβου, και φανερώνονται οι παρωτιδικοί πόροι που βρέχουνε τις γλώσσες και τα χείλη σα να'χει πάρει το δρόμο της η γέννα του υδραμνίου, η στάθμη του χυλού έχει φτάσει ως τη μέση, τα τσιρότα μαλακώνουν και ξεκολλούν, το παντελόνι φεύγει, με το άσπρο βρακί και την αλυσίδα στον καρπό βλέπω τώρα θεατής γκουρλωμένος από πείνα το αξίωμα να σβήνει και να πλένεται.
Μπράτσα ορθοπαιδικά με λύνουν και με δένουν, με αρπάζουν σακιασμένο ενώ γελώ παραληρηματικός και τελειωμένος
-ΧΑ ΧΑ ΧΑ, ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ!
Το φως ανάβει, πυρσός μέσα σε ανεξερεύνητη κοιλιά, γύρω ασφυξία κι η ζέστη του ηλεκτροκαυτηρίου, μια λαπαροσκόπηση ρουτίνας, το φως του εφημερείου, το φως, το φως είναι μέσα σου.

Ματθαίος

Ο οσφρητικός βολβός έρπει σε κόκκους από χρυσή άμμο
ανάμεσα στα θαλασσοτριμμένα πετραδάκια
κομμάτια από καβουροκαύκαλα, 
σκόνη λεπτή μόσχου και κουρκουμά

άρτιο παβλοφικό παιχνίδι με φέρνει βόλτες
πάνω στην πυρωμένη λαμαρίνα
στην έφοδό της το κοντανάσαιμα με στέλνει
στην άκρη της ζωής μου

το πιστό μου πρόσωπο γδάρθηκε κατανυκτικά
στα πολύχρωμά σου γένια, η γλώσσα μου
ξέχασε όλες τις άλλες γεύσεις
οι μικροσκοπικοί μύες της ίριδας με το μέλι και το χώμα

λιώνουν καθώς τους βράζουν οι βενζοδιαζεπίνες και το ποτό
όπως όλοι οι άλλοι μύες στην πλημμύρα του καμάτου
το πρωί βρίσκει τη γη σαν κεφαλή καρφίτσας και τη θάλασσα
να τυλίγει τη γη και να κλέβει όλο το φως της μέρας μυδριασμένη

το ανθρωπάριο του Πέννφιλντ σα να'χει μπει στην έλξη
έχουνε μείνει τα χείλη στο μουστάκι, τα ακροδάχτυλα 
στις τρεις ξεχωριστές σου εποχές, Αιδεσιμότατε
πέφτω στα γόνατα κι απαρνούμαι το χρίσμα των άλλων εραστών

άδραξέ με απ'το λαιμό
και βόγγηξε μαζί μου την ώρα που το αίμα θα πάρει να πήζει στα αγγεία του βυθού.

The end isn't distance, it's just a place to stand

στους χιασμούς των μεγαλύτερων κλαδιών το αίμα γίνεται ρετσίνι
και πήζει και θάβεται στην τάση μαζί κι ο θησαυρός του
το μαστίγιο της τριχιάς πετιέται σα χέλι συμπαθητικό
η αναπνευστική αρρυθμία άγαλμα σε προσοχή

ανάσκελα ψέλνω τα λόγια του απεγκεφαλισμού κι η μνήμη μου δίνει σε ριπές
τις κινούμενες σκιές των δέντρων απ'το δρόμο στο ταβάνι με τα ξύλα
το ρίγος των χλωρών σπαρτών ενώ φυσάει μπουγάζι
τα δάχτυλα που χτενίζουν μέλι και συννεφιά στο γάλα

το χέρι που αρπάζεται απ'την κλείδα του αμυνόμενου ωπ
να'σαι τώρα δούλος του παλαιστή

κάθε σπασμός φέρνει ξανά την αγωνία του θανάτου και ξανά και
το αρνί γίνεται λύκος όπως κρέμεται καρφωμένο με δόντια στο σαγόνι

κι από όλα αυτά
δεν ξέρω τι πονάει πιο πολύ απ'το κράτημα του παίχτη το βιολί
ή το δοξάρι

cum die arise
cum die arise

Altonaer Bekenntnis

Ich wollte dir erzählen was des Nachts geschieht vor meinen Augen sehe ich deinen schönen Hals da kommen meine Hände vom Weg gierig ab und würgen mich die betäubten Lippen streicheln deine Augenlider am Rande deines Unterleibs werden die Beckenhörner angeboten oder sind sie dir gestohlen worden mit deiner Stimme klingt mir Verehrung zweisilbig und 
werde ich mit meinem Namen eins
ich vermiss dich nicht, begehre dich nicht, außer wenn du mein bist
noch nur so kann ich dir antworten
wenn du Liebst du? fragst




Δειλό αρπαχτικό, φίδι με λάμα στομωμένη
ήθελα να σου πω για όσα συμβαίνουνε τις ώρες που κοιμάμαι
εμπρός στα ολόκλειστά μου μάτια βλέπω τον όμορφο λαιμό σου
και τα χέρια μου αδηφάγα χάνουν το δρόμο τους και σφίγγουν το δικό μου

τα χείλη μου που έχουν μουδιάσει χαϊδεύουν τα βλέφαρά σου
κι οι λαγόνιες άκανθες στις άκρες της κοιλιάς σου προσφέρονται ή τις κλέβω
ακούω δισύλλαβη λατρεία στη φωνή σου κι ενώνομαι με το όνομά μου
δε μου λείπεις, δε σε επιθυμώ παρά μόνο την ώρα που σε έχω

κι είναι ο τρόπος που μου'μεινε για να σου απαντώ


Friiskfunk

Το ράδιο σκονίζεται δίπλα στους φοριαμούς
σας αρέσει καλύτερα η μουσική των δικών σας λαρυγγιών

καπνίζω στα κλεφτά με το κεφάλι χωμένο στην ανάκλιση
κι οι εκπνοές πηγαίνουν έξω στο κενό

σαν το ασκιτικό ζουμί που πετάγεται απ'το ανοιχτό τριοδικό του αμποκάθ
ώσπου να προλάβει ο αφηρημένος να ενώσει το σωλήνα

τα παράθυρα απέναντι ανήκουν στους θαλάμους της ορθοπεδικής
τ'αναρτημένα άκρα χαζεύουν την τηλεόραση

που δείχνει τη νύφη να κλαίει σε είκοσι συναπτά αντίγραφα
δυο δευτερόλεπτα δρόμο το ένα δάκρυ απ'το άλλο

προσμένω πώς και πώς να έρθω στο χειρουργείο
λίγο με νοιάζει ο αναισθησιολόγος που τσινάει

εκεί τα λόγια είναι υπηρεσιακά 
και μόνο ακούγεται ο 96.7 στα υπερβραχέα.

A death in the family

“And somewhat as in blind night, on a mild sea, a sailor may be made aware of an iceberg, fanged and mortal, bearing invisibly near, by the unwarned charm of its breath, nothingness now revealed itself: that permanent night upon which the stars in their expiring generations are less than the glinting of gnats, and nebulae, more trivial than winter breath; that darkness in which eternity lies bent and pale, a dead snake in a jar, and infinity is the sparkling of a wren blown out to sea; that inconceivable chasm of invulnerable silence in which cataclysms of galaxies rave mute as amber.”
 
James Agee