Καλπαστικός ρυθμός και τρίτος τόνος γκρίζο σκοτάδι κατά μήκος του δρόμου κι επ'αυτού ακούγεται η ησυχία και το κύμα απισχνασμένο κάποιος στο διπλανό οίκημα με τα παραθυρόφυλλα συρμένα τέρμα ανοιχτά μοχλεύει τη χαλαρωμένη υπερώα και βγάζει σαγρέ χασμουρητά. Τα πόδια μου ξεκολλάνε σε κομμάτια όπως ο σοβάς που μούλιασε και στέγνωσε ένα φούσκωμα κιρσοειδές που όμως αυξάνει ακόμα και ξαπλωτό γεμάτο αίμα και γύρω ποτίζουν κάτω απ'το δέρμα άλλων ειδών νερά διαφανή και σταχυόχροα. Κάποτε έρχεται η στιγμή που η αντιρρόπηση γίνεται μνήμη κι αρχίζουν οι παροξυντικοί πνιγμοί βήχες οδοντωτοί κι άγαρμπες πριονιές. Αντί όμως να παρακαλώ για τη συγχώρεση και να δυσπνοώ μετανιωμένος ξανασκέφτομαι πώς τα χέρια γίνονται μαστίγια από εύκαμπτη πλατίνα και χαμογελώ. Δεν έχει σημασία τίνος το πρόσωπο στραβώνει απ'τον πόνο ή..., ούτε αν ήταν συνάντηση δυο ειδών βρώμικων πετσιών ή χάρισμα της λευκής απελπισίας κάποιας φοβισμένης ερωμένης στη φαιομελανινική αηδία που κουβαλώ για σώμα. Η οπτική ήταν ίδια ηχοανακλαστικά πολύχρωμα πρίσματα κοκκιώδη απ'τους ηθμούς των βλεφαρίδων και των μυιοψιών. Τα μπράτσα ήταν τα ίδια που χτυπούσαν αδύνατα και θλιβερά θρομβωμένα ως το βάθος από τα σωμάτια του Negri που έρρεαν με κάθε φτύσιμο της λύσσας. Κάπως συνέβη και τα θύματα έχασαν τη σημασία τους και τη θέση τους στους πίνακες των νεκροτομείων, ενώ διατηρήθηκαν οι παρυφές του δικού μου πεδίου και τα παρασκηνιακά ενοχλήματα της διόφθαλμης προσωπικής όρασης. Τι είναι πιο παράταιρο πιο μόνιμα στραβωμένο, όταν τα βράδια ξυπνώ για να σκεφτώ ξανά τις ένδοξες παρέες της σειράς, όταν γραμμένος γι'άλλες εποχές θανατωμένων αναπολώ σαν τωρινός, αυριανός, όταν έρχονται πάλι τα πρωινά με ένα και μόνο υπόλειμμα ένα στόμα ξινό, αδιευκρίνιστα άρρωστο που ξεπλένεται με μια γουλιά νερό. Όπως την εποχή των μελτεμιών στα χωματονήσια του Αιγαίου έχω βρεθεί κάτω από ένα λεπτό αμμώδες και λινό σεντόνι έτσι και τώρα θαμμένος κάτω από τη ζεστή κουβέρτα του χούμου και των β-αδρενεργικών ανταγωνιστών, έχω μόνο τις εκπνοές μου για αέρα και την εύφορη μυρωδιά του παρασυμπαθητικού. Φυλλωσιά βαριά και σκούρη, θερινές κατοικίες νωτίζουνε κρυμμένες, σα να τις κλείδωσαν για φέτος, σα να μην προλαβαίνει ο καιρός και να τον φτάνουν οι αισθήσεις καθηκόντων ένα περίεργο κυνηγητό που δε με νοιάζει, μισή ζωή ξαπλωμένος δεν άνοιξα ούτε χιλιοστό πληγή και πίστεψέ με όταν σου λέω απ'το στρώμα που σε κουβαλάει όταν βαραίνεις δέκα και δώδεκα φορές περισσότερα δόντια έχει μόνο κάποιο άρτια μικροσκοπημένο σαλιγκάρι.
16.9.13
Ὅσα φέρνει ἡ ὥρα...
Η πείρα με δίδαξε πως η ανάρρωση των αρρώστων βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Ένας που δέχεται τις φροντίδες ενός χειρουργού μπορεί να πεθάνει κι ένας άλλος γίνεται καλά χωρίς καμία απολύτως φροντίδα. Ένας άντρας παθαίνει ένα μικρό κόψιμο στο δάχτυλο του χεριού του και πεθαίνει από δηλητηρίαση του αίματος, ενώ ένας άλλος χάνει όλο του το χέρι και ζει. Η άφθονη τροφή και τα αναπαυτικά κρεβάτια δεν κάνουν τίποτ'άλλο παρά να μαλακώνουν έναν άρρωστο άντρα και να τον βλάπτουν. Αυτή είναι η πείρα μου. Μην ανακατεύεσαι, λοιπόν, σε πράγματα που δεν καταλαβαίνεις.
Waltari
3.9.13
Deos fortioribus adesse
Κι όταν πάψει αυτό το πέρα-δώθε
θ'ακούω το τσικ τσικ των σιδερικών
αφότου σβήσει το βεντυλατέρ
θα'χω σταθεί κάτω απ'το υπόστεγο
γύρω θ'αναδίδεται η απόπνοια της βροχής
αιθερική πηχτή σαν του νεφροπαθούς
δίκην φλεβών ηλεκτρισμού
θα πλέουνε δίχτυα από γιασεμιά
μέσα σε λάθος ημισφαίριο μέσα σε λάθος αγκαλιά
γύρω θα περνάνε σβησμένα τα πρόσωπα
που'χουν κακοφορμίσει
μαζί με τα διαβητικά ποδάρια κι όλες τις άλλες μεταβάσεις του θανάτου
μελανιασμένος όπως εκείνη τη φορά
θα κοχλάζω με σάλια τη διαταγή
ΚΡΕΜΑΛΑ ΣΤΟΥΣ ΠΛΗΒΕΙΟΥΣ!
24.8.13
Γιατί τίθεμαι υπέρ της ανοιχτής χειρουργικής
Μέσα στις αίθουσες τα κωνία παραθερίζουν
στα μπλε της διανυκτέρευσης, ρούχα
της κόρης του αυτοκράτορα και τα φτερά
στους έξω σου κανθούς, λίγη αναιμία
ή φυσική χλωμάδα, δε μπορώ να πω ό,τι
κι αν είναι, μ'αρέσει.
Το σκάλισμα των ενδοσκοπικών εργαλείων
ράμφη προϊστορικών λεπιωδών αεροπόρων
οι σάρκες τσιρίζουν συρρικνώνονται και συμφύονται
καρβουνιασμένες στο άγγιγμα της διπολικής
όταν το παρακάνεις μυρίζει από κουζίνα ως τους διπλανούς.
Το φορητό ακτινοσκόπιο μαζί κι ο χειριστής του μ'έχει και μένα σαν αυτούς
μολυβένιο στρατιωτάκι. Ο λαιμός μου τρίβεται
στον κοινόχρηστο γιακά, το βραχιόνιο πλέγμα
αντιμετωπίζει προβλήματα αγωγιμότητας
με κάθε σύρμα που σπρώχνουνε πάνω απ'τις μηριαίες αντίθετα στο ρεύμα
στα χέρια μου η καρδιά καλπάζει σε ριπές.
Η αναισθησιολόγος Σλάβα πρώτης διαλογής
παρατηρεί τα νύχια της στο σκαμπουδάκι της γωνίας
η ορχήστρα της βομβίζει, αλλά δεν είναι για κακό
οι παρευρισκόμενοι αγωνιούν και βιάζονται. Τρεμάμενοι καθετήρες
έρχονται αποστειρωμένοι και φεύγουν επίχριστοι
κι εγώ εύχομαι ο ασθενής
να μας πεθάνει στο τραπέζι.
Η ελάχιστα επεμβατική σας πρόδωσε
σκατά γλιστράνε απ'τις οπές της λαπαροσκοπικής
τα παίρνει ο εξαερισμός, αλλά κάποια γκελάρουν
στον προθάλαμο για να μας συναντήσουν.
Φωνάζεις βοήθεια απ'το αναισθησιολογικό
και μεταγγίσεις στην ενδοεπικοινωνία, άντε να ξελασπώσεις
το πράγμα έχει αγριέψει
μακάρι να ήξερες πώς σου συμπαραστεκόμαστε κι οι δυο
ένας γατζωμένος στο κοντρόλ του ακτινοσκοπίου, ένας στη θωρακοτομή.
Την άλλη φορά στο εξωτερικό κλιμακοστάσιο, από δυο ορόφους κάτω
τον άκουγα να φτυαρίζει στα συρμάτινα σκαλιά
φρέσκο τύμβο για κάποιον που τυχαίνει να γνωρίζω
μα η αγάπη του για σένα τον έχει στείλει πιο νωρίς στον τέταρτο Fontaine
το αίμα του έχει ζαχαρώσει.
Έσβησα το τσιγάρο, έστρωσα το πουκάμισο μέσα απ'την κολλαριστή ρόμπα
ταλαντεύτηκα στην άκρη για να πέσω όπως η μάνα μου στη γη, μη
η σκέψη ακόμα αρκεί. Η σκέψη ακόμα αρκεί.
16.8.13
Απ'το κελί
Περνάνε απ'το νου μου οι γηραιές παρηγοριές κι οι νέες
στρευλές και χαλασμένες σαν φωτογραφίες που έχουν καεί λίγο στην άκρη
παλιά έβλεπα τα υπηρεσιακά να περνάνε απ'τον κεντρικό τώρα ακούω τις μηχανές και τα φαντάζομαι που έχουν αλλάξει η αρχή δεν επιτρέπει περισσότερα
με το βρακί στο πάτωμα το στόμα έχει επουλωθεί κατά δεύτερο σκοπό, διψάω
φωνή δε βγαίνει για το σαχαρίτ ούτε κι η νύχτα.
Τελευταία πνιγόμασταν σε φλέμα βαμμένο από αιθάλη και ροδόνερο
σε κάθε χτύπο νιώθω τα σκέλια της μιτροειδούς ίσα να πλαταγίζουν ξηλωμένα
μη με ρωτάς ποιος φταίει. Διάλεξα καλά την τύχη μου απ'όλες τις άλλες τύχες
στα αχανή λειβάδια του τσιμέντου φυσάει για τρικυμία είναι κι αυτό μια δοκιμή της πίστης
λαχανιασμένος και μπλαβής απ'το ανακατεμένο αίμα καθαρό μαζί και φαγωμένο εύχομαι να μην τα καταφέρω
εκτίω μια ποινή που δεν καταλαβαίνω
μισότρελος μέτρια μυωπικός και ιδρωμένος
ο θεός πρόσταξε υπομονή
βεβαίως πέρασε κι αυτή απ'το κελί.
11.8.13
ΘΙΣ
Έχει φουσκοθαλασσιά εμπρός απ'το σπίτι σου το
τα χρυσά ματόχαντρα γυαλίζουν σε κάθε σου βλεφαρισμό
λες κι εδώ τ'αλάτι που ανακατεύεται με το γλυκό γίνεται λάδι
κάτω απ'το λιωμένο τζάμι όλα διαθλώνται
έχει μια στάχτη άλλη στο βυθό
θολό νερό το θρόισμα των χαλικιών
στροβιλίζεται απ'την ακτή ως την πόλη που υπόσχεται
από σένα σύντομα δε θα θυμάμαι τι και
πως παρηγοριά δε βρίσκω ούτε στην Τορά δέκα πληγές ο γυρισμός...
κύμα χαμηλό γλείφει τα κράσπεδα
ζεσταίνω τα πόδια μου σκυμμένος δίπλα
στις ακμές ισορροπούν καβούρια
ήρθε ως τα χείλη το νερό
σκόνη ξεσέρνεται απ'το λιμεναρχείο
μέχρι τις πληρωμένες σου νηστείες, τα χαρισμένα πιάτα
οι γλάροι κάθονται στους στύλους μαρμαρένιοι
μόνο στην ησυχία ακούγεται το χνώτο των ακτών
φυσάει αέρας της βροχής
δε θυμάμαι με τι φωνή το είδες
δε θυμάμαι καν την κοινή μας γλώσσα
η μπύρα χρυσή φερμένη από αλλού
χωνεύει τον ιδρώτα της εποχής
ξινό ψωμί μες στα φιλιά
λοξοδρομώ
τόση βουβή αγάπη για ό,τι βγάζει αυτό το βαλτοτόπι
τα χρυσά ματόχαντρα γυαλίζουν σε κάθε σου βλεφαρισμό
λες κι εδώ τ'αλάτι που ανακατεύεται με το γλυκό γίνεται λάδι
κάτω απ'το λιωμένο τζάμι όλα διαθλώνται
έχει μια στάχτη άλλη στο βυθό
θολό νερό το θρόισμα των χαλικιών
στροβιλίζεται απ'την ακτή ως την πόλη που υπόσχεται
από σένα σύντομα δε θα θυμάμαι τι και
πως παρηγοριά δε βρίσκω ούτε στην Τορά δέκα πληγές ο γυρισμός...
5.8.13
Augen rechts, habt acht
Δε βλέπω άλλες αφίξεις παρά των μικρών ωρών
με δυο συμβλέφαρα δυο δεύτερες συζυγίες σε πλήρη διατομή
το νερό με κάνει και βουβό μαύρη λάσπη από στάχτη
κυφωμένος αργοκίνητος στη λίμνη με τις γόπες
ανάσκελες κοιλιές επ'ώμου τα λουριά της μαρτυρίας
οι πορείες μας φωτίζουν ακτίνες πέδης
πνιγμένοι και διψώντες
σε πλήρη πλήρη επιβράδυνση
μα χωρίς σταματημό.
2.8.13
#36.3
Nach meinem eigenen Wunsch
nehme ich deines Körpers Abschied
meine Flucht, Congé - Congé bennenend
dir nahezustehen das schaff ich fast und schier
noch völlig nicht, völlig nicht
wir schlafen miteinander zu Gebetszwecken deines Gottes, deiner Religion.
Ich bin glaubenslos.
Jämmerlich auch, macht's nichts.
---
nehme ich deines Körpers Abschied
meine Flucht, Congé - Congé bennenend
dir nahezustehen das schaff ich fast und schier
noch völlig nicht, völlig nicht
wir schlafen miteinander zu Gebetszwecken deines Gottes, deiner Religion.
Ich bin glaubenslos.
Jämmerlich auch, macht's nichts.
---
Τυλίχτηκε με την κουρτίνα ώσπου απ'το κουρτινόξυλο κρεμόταν ένα κουκούλι έτοιμο να σκάσει η φουντωντή του άκρη μελάνιαζε το λευκό υφαντό, το διήθημα του γλαυκού της μέρας έφτανε για να βλέπω τις σελίδες μιας και το δοξάρι πιο μακρύ και πιο φαρδύ απ'το βιολί με κράταγε στον τοίχο καρφωμένο απ'το λαιμό προσηλωμένο στα βιβλία που είχαν όλα να κάνουν με μένα, με μένα και μ'αυτόν, και μ'όλους τους άλλους που τρία χρόνια φυλάγαμε για πεθαμένους κι άλλα τρία είχαμε σκοπό αυτές είναι ισόβιες σπουδές και μεταθανάτιες τέχνες θεραπευτές και διαγνώστες μα απ'όλες οι πιο μιερές οι χειρουργοί και στην απέναντι πλευρά της στήλης οι ανθερές πουτάνες. Τα εκχυλίσματα των παραστρατημένων σταγόνες λάδι στα μαλλιά και πέρλες διαθλαστικές των βλεφαρίδων, αυτός μελένιος σιγά σιγά όλο και χειρότερα ξεχνώ πώς βρέθηκε παρασυρμένος στη μαγνητική περιδίνηση, διαλύτης αλατόνερο και γύψινος ασβέστης... μα έτσι λειτουργεί η ακολουθία για να ξεφύγω από τις τύψεις όταν φιλώ τα καθαρά του χείλη κι όταν χτυπώ κι όταν ματώνω τ'αγαπημένα μάγουλα από πορσελάνινα σε δυο χεριές δαρμένα κι όταν απ'τα στρατιωτικά κομμένα νύχια μου τσουγκρανίζει η βούρτσα κάτω απ'τη ρεματιά χλωρεξιδίνης λεπτότατο λινό τις απολογίες του και τις δικές μου παραμελημένες κι άδικες, άδικες καταχωνιάρες στα σφαλισμένα πείσματα. Κουβαλάμε τις γαίες για να περπατήσουμε επ'αυτών στους ώμους, η θάλασσα εκρέει από τις βελονότρυπες στα μπράτσα και τα στήθη, πιο λαμπερή πλατίνα ο κάματος. Καημένο πλάσμα, το κοίταγμα του ελαφιού να με στοιχειώνει και να ευλογεί το κλούβιο πρωινό, καημένη αγκαλιά αδράχτι της βρώμας του γιατρού και του μαθητευόμενου, δεμένο ύπουλα ανθρωπινά πώς σ'έφερα απ'τα πυκνά στο ξέφωτο, πώς ατύχησες έτσι, πώς σώθηκα εγώ. Απ'την πληγή μου στο λαιμό παλούκωμα του δοξαριού με βρέχει η απιστία, το φευγαλαίο μάτι κι η αχορτασιά, ζουμί χειρότερο απ'τη λέμφο του καρκινικού διασειρμού. Δεν έχει αυτή η αρρώστεια πρόγνωση πάνω από όλες μου τις μέρες κερασμένες με αρσενικό μπουκιά μπουκιά με γλύκα λατρευτική στον άλλον. Όταν φτάσει η στιγμή και καταφέρω να σταθώ, το κρύο της ακτής νερό θα το'χω ως το γόνυ, πνοές πνοές σα χιόνι ο αέρας του Μαρτίου η λάμα μουλιασμένη θ'αστράψει δυο φορές δως μου σαράντα δευτερόλεπτα καιρό να χάσω τα στηρίγματα και βυθιζόμενος θα ομολογήσω.
31.7.13
90°
Τα πέλματα με τα πετσιά σφιγμένα τέτοιο κάψιμο δεν έκαναν παλιά μα τώρα έχει αλλάξει όψη ο καιρός δέκα λεφτά κάτω απ'τον ήλιο για δέκα δέκατα πυρετό με άγριο ρίγος. Οι βάλτοι βράζουν στη δροσιά πέρα η ξέρα κι η χώρα ολόκληρη από φίδια στις ράχες τους φορτωμένα ρόμβους ακολουθίες της αγωνίας τα φέρνει όπως τη μούχλα οι χαραμάδες ανάμεσα απ'τις ξύλινες κολώνες. Από εδώ για εκεί τρεις μέρες καβάλα στο ταμπλώ και δυο φορές φορτωτική στα επιβατηγά των τοπικών γραμμών δεν έχει άκρη η διαδρομή για να κρυφτείς δεν έχει ξέπλυμα το πόσο μου'χει λείψει οι γείτονες των οικισμών τα βλέπουν όλα καλύτερα απ'το θεό σε μέρα αμαρτωλή του καλύτερου πιστού. Κι έτσι το χωριό ξέρει καλά ποιος μαραίνεται αναζητώντας σ'απελπισία τα προσευχητάρια της Ιερουσαλήμ, και ποιος τα βράδια στενάζει αδειασμένος από τριών ειδών αλμύρες.
Η φασαρία της εξοχής τα είκοσι δέντρα της αυλής και ο αέρας κυλιέμαι στον ύπνο με ησυχάζει στα μεσοδιαστήματα στο δίπλα μαξιλάρι η υβριδική ξαγρύπνια, ταραγμένη από κάτι σα μικρή λατρεία. Οι νησιώτες κουβαλάμε την κλειστή επιμειξία και το γλιτωμό του βιασμού με μια γυαλάδα άρρωστη στο μέτωπο και ξεχασμένη τη ντροπή ισχνή κι αναιμική ένα λεπτό λεπτό κρανίο να γίνει όλο σκόνη με το φίλημα του τρυπανιού και το κορμί βροντηγμένο σ'όλες τις πεντακάθαρες γωνιές του εξοχικού η πετσέτα μου βαμμένη από βιαστικό ξύρισμα λιάζεται λερή οι μελανιές λαδιές στο σμαλτωμένο δέρμα της το μαχαίρι γδέρνει το ψάρι το σφίγγω απ'την ουρά γύρω πετάγονται ακριβά ασημικά τα λέπια ψάχνω πίσω απ'τα βράγχια για τη συκωταριά μα τρυπάω το στομάχι και τραβάω χωνεμένα φύκια και χαλίκια μαζί με αμμουδερό χυλό μικρή μου νευρασθενική δεν έχω να σε πιάσω δεν έχεις κι εσύ να κρατηθείς.
Ξαπλώνουμε δίπλα στις δυο άκρες του στρώματος τα μαλλιά μου πλοκάμια έρπουνε προς τον κακόχρωμο λαιμό, κράτα το στόμα σου κλειστό τα πλαϊνά κάποιος στα πήρε με την ψιλή για την τριτοετή θητεία τι κάνεις δίπλα στον παλιό, τι κοιτάς τι βλέπεις. Το κεφάλι χωράει να βάλει για καπέλο την παλάμη μου τα χέρια της που λιώνουν θυσία της υστερίας κλειδώνονται μεταξύ τους ο ευγενής χρυσός δεν οξειδώνεται ποτέ, ο ευγενής χρυσός δε μ'αφήνει να περπατήσω άλλο πια, ένας πλούσιος κουτσός οι χαλινοί σακατεμένοι, οι χαλινοί τους τράβηξε η μαμή μια ψαλιδιά και έφτασα μισάνοιχτος θολός και μεθυσμένος ν'ασθμαίνω σαν χοντρός βαμβακερός με βαριά βυσσίνωση μια Δευτέρα το πρωί.
Οι τοίχοι παχιοί στα τρία τέσσερα μέτρα κι ενώσω ξεδιψάς σε ξώγαμη πηγή δεν πιάνει τα μαντάτα και το πιο επιδέξιο αυτί, μα έλα που η ερωτική τους προσμονή είναι ίδια ίδια με τη δικιά σου κι όταν μαζεύεστε στην εκκλησία διαβάζουν τα εγκλήματά τους στον καθρέφτη. Η σκοτεινιά που κατεβάζει η υγρασία δε συγχωρεί κι εμένα στη συναγωγή, μα ούτε αφήνει να φανεί η προδοσία. Απ'τη δεξιά μεριά βλέπω που βγαίνει προς το χαντάκι, κάνω να στρίψω μα κρατάει τη στραβοτιμονιά σφιχτά, μουλαρωμένα και τα μάγουλα τα υπογράφει ο ιδρώτας, βάζω κι άλλη δύναμη οι ρόδες ανεβαίνουν στην άσφαλτο το δεμάτιο του His πνιγμένο σε πηχτό βούρκο των κατεχολαμινών χάνω την καρδιά μου αν κάνω να βγάλω λέξη τα γόνατα λυμένα ούτε να καταπιώ γουλιά γουλιά το μυστικό κράτα το στόμα σου κλειστό μικρή μου νευρασθενική σε κόβει και σένα το μαχαίρι πάνω απ'το λαβομάνο ξυλιασμένη στην άκρη του στρώματος ακίνητη ενοχική κι αν πέρασε απ'το νου κάτι σαν ατοπία, τα πόδια έμειναν κρεμασμένα εκατέρωθεν του κρεβατιού, τα χέρια πειθαρχημένα, τα βλέμματα των δυο σε ορθή γωνία.
19.7.13
Με καθαρή συνείδηση στο Τελ Αβίβ
Σένιος με τα ρούχα απ'το χτεσινό πρωί δεν είναι η ώρα αυτή, μη, δεν είναι η ώρα αυτή μα κράτα στα μάτια σου βλέμμα από βότσαλα κάνε πως δε θολώνουν γύρω οι επιγραφές κι εύχομαι να ξέρει η αδερφή αν είναι το μηδέν εμπρός ή πίσω από το ράμμα αλλά θα το δούμε έτσι κι αλλιώς όταν θ'ανοίξει το χαρτί τα κλαδιά κουνιούνται πλακέ στη τζαμαρία απ'έξω ό,τι εισπνέεις είναι αλοθάνιο στο χαμσίνι αίμα κι άμμος
στις γαστροκνημίες μου χαρτογραφούνται οι χώρες του καμάτου κι ο ιδρώτας σουρώνεται στις κάλτσες αγνάντι για ένα μικρό λεπτό αναρρωτική άδεια για μήνες, για μήνες στο στοπ αριστερά και δεξιά στη διασταύρωση πράσινα μεσημεριανά στις δώδεκα ενώ αλλού όσο κατεβαίνει η δική σου η ανάλατη μπουκιά κάποιος ανασταίνεται στη μυρωδιά του φρεσκοπεθαμένου πλημμυρισμένος από χρώματα που βρίσκουν το δρόμο τους απ'τους κερατοειδείς πλεγμένους με δυών τα οράματα
ανασκοπώντας τις βάρδιες της τσόχας
ένας ακόμα αγαλμάτινος χαμένος
τα στόματα των τιμωρών λιμασμένα για μαρτύριο
στέλνουν τα χέρια βαριά και σιδερένια ν'αφέσουν καποιουνού τις αμαρτίες
στα μάγουλα και στο λαιμό όμως στάζουν τα σάλια της ταλαίπωρης νηστείας
όπως τα κύματα της θάλασσας τις πέτρες έτσι τις σάρκες τους αυτοί
αίμα κι άμμος.
9.7.13
Gewidmet
Leben is genau das Gleiche hier und da doch Städte stinken nach demselben Todesruch denn nur auf dem Lande hält man für immer ich denke bei schlechter Gesundheit ich liebe und erinnere mich bei schlechter Gesundheit schau, kuck dein Mann zieht davon ich weiß soviel ich weiß du brennst von Hunger nach einem zärtlicheren Blick Leben is genau das Gleiche hier und da, die Sonne sättigt uns von arm bis reich gleichfalls so kann es nicht weitergehen, bald bekommt sie das Unterscheidungsvermögen, hier brennen und wärmen da meine Verlobte wartet bestimmt nicht vergebens ich setz mich wieder hin, streichle meinen Kater der Rabbi segnet uns auf der ganzen Insel ein der Jude mit den kupferfarbigen Koteletten und die Mädchen mit dem Flachshaar ich kehr heim, vergiß mich vergiß mich nicht halt deinen Trauring fest was bleibt übrig? wir
5.7.13
4/5
Медицина - моя законная жена, а литература - любовница. Когда надоест одна, ночую у другой.
Чехов
#35
Η τελευταία εφημερία
Το βρόχινο νερό ποτίζει τη μανταρινιά του περβαζιού
που ανθίζει φορές δώδεκα το χρόνο ξαναμμένη
με τα ζουμιά του γραφείου των ογκολόγων
απ'το απέναντι παράθυρο προσοχή στη διανυκτέρευση
αφουγκράζομαι μία μία τις γουλιές, γυαλιστερές και
στρογγυλές σαν τις μικρές κραυγές των κοριτσιών
η ώρα πριν το χάραμα η μητριά της μέρας
ανάσκελος στο φρεσκοστρωμένο κρεβάτι
τα χτεσινά σεντόνια φύγαν σε μπόγο το προηγούμενο πρωί
μαζί με τα υπόλοιπα του τέταρτου ορόφου
το ξυπνητήρι καποιουνού μας παίρνει το κεφάλι
βήματα θυμού έξω στους διαδρόμους
μες στο μισοσκόταδο βλέπω ένα κρεβάτι σαν κι αυτό
απάνω του σκευρό το λυτρωμένο
και δίπλα ακριβώς το ξυπνητήρι που μάταια ομολογεί
γιατί αυτός δε θα κατέβει σε άλλη αλλαγή.
Το βρόχινο νερό ποτίζει τη μανταρινιά του περβαζιού
που ανθίζει φορές δώδεκα το χρόνο ξαναμμένη
με τα ζουμιά του γραφείου των ογκολόγων
απ'το απέναντι παράθυρο προσοχή στη διανυκτέρευση
αφουγκράζομαι μία μία τις γουλιές, γυαλιστερές και
στρογγυλές σαν τις μικρές κραυγές των κοριτσιών
η ώρα πριν το χάραμα η μητριά της μέρας
ανάσκελος στο φρεσκοστρωμένο κρεβάτι
τα χτεσινά σεντόνια φύγαν σε μπόγο το προηγούμενο πρωί
μαζί με τα υπόλοιπα του τέταρτου ορόφου
το ξυπνητήρι καποιουνού μας παίρνει το κεφάλι
βήματα θυμού έξω στους διαδρόμους
μες στο μισοσκόταδο βλέπω ένα κρεβάτι σαν κι αυτό
απάνω του σκευρό το λυτρωμένο
και δίπλα ακριβώς το ξυπνητήρι που μάταια ομολογεί
γιατί αυτός δε θα κατέβει σε άλλη αλλαγή.
21.6.13
Ruffian
It's a real pity you can't run
because
when the dogs with the dengue fever eyes
shed your skin apart, shatter your bones in snowy stars
there is no deliverance from your most contented god
It's a real pity you can't run
as fast as the Ruffian you are by tenet and no
truth
be told, I take my sin at heart with a smile
at the spilling of your blood, at the clenching of their jaws
locked by the poison of rust, and pray on my knees...
because
when the dogs with the dengue fever eyes
shed your skin apart, shatter your bones in snowy stars
there is no deliverance from your most contented god
It's a real pity you can't run
as fast as the Ruffian you are by tenet and no
truth
be told, I take my sin at heart with a smile
at the spilling of your blood, at the clenching of their jaws
locked by the poison of rust, and pray on my knees...
20.6.13
Shibboleth:
שיבולת
Shibboleth:
die Funkschweigsamkeit bringt die Regierung um
wir haben uns die gute alte Zeit entgehen gelassen
.

