© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Η ελίτ

Γύρω απ'το τραπέζι πλατσουρίζουμε
στην ξοδεμένη ρώμη του περιστατικού

το αίμα που δεν πήζει είναι του πεθαμένου
και του βασιλικού

---

Σε άκουσα παλιότερα να λες αυτός
έχει δειλή καρδιά και πόδια από ξύλο

θα του μετρήσω δυο μετάνοιες
ως να τον συντρίψει το σφίξιμο της θωρακοτομής

---

Για όσους σακάτες φόβισες
φταίει η αδηφαγία του σιεόλ

για όλους τους υπόλοιπους
έκανες λάθρα ράμμα από χρυσό.

#34

Ο ήχος του αργού μεσημεριού

Ώρες ώρες έστριβα το τιμόνι κι έπαιρνε μαζί με τα ημιαξόνια ένα βαρύ κορμί στροφή, ανακατεύονταν όλα όπως τα χρώματα της ρόδας του Νεύτωνα σ'ένα ημίαιμο λευκό, ένα απροσδιόριστο νεογνό φως, οι σάρκες μου και τα λιγότερα από ξύλινα οστά μου με τους μουσαμάδες, τα αλουμίνια και τα πλαστικά, δίχτυ από λεπτά νήματα με περίτεχνους κόμπους. Τα καλώδια μονωμένα απ'τη γλοία ξεχύνονταν απ'το κουρκούτι τους κι επιμηκύνονταν τόσο και διηθούσαν ενάντια στη φύση τους. Είχα άριστη αίσθηση σημείων εκτός του εαυτού μου γιατί ο ίδιος έφτανα ως εκεί. Έστριβα το τιμόνι κι έστριβα ασήκωτος μες στα στενά, ασήκωτος και κακοσυντηρημένος. Ήμουν αγεωμέτρητος, με έζωνε η κρυφή αμφιβολία όταν ξεκινούσα στα τυφλά να εναρμονίσω το όχημα με την άσφαλτο και τα πνιγηρά της πεζοδρόμια. Κι έτσι αγεωμέτρητος καθώς ήμουν κάθε φορά κατάφερνα να γλιτώσω κάπως με φροντίδα τα κράσπεδα απ'το σπαραγμό της καταχώσεως. Η ψυχή μου το'ξερε κι όλα τα εικοσιένα που δεν ήρθανε ποτέ πάνω στην τσόχα. Η παχουλή μου τύχη έρευε σε κάθε αλλαγή πορείας και τις νύχτες των ρεπώ δεν έμενε σταγόνα, σταγόνα δεν έμενε.

Η μάζα των άλλων, ζωικά μεγάφωνα φασαρίας, ήταν παράσιτη τις ώρες της αιχμής. Δεν χωρούσαν, φυτιλωμένοι απ'έξω συνδυασμένοι κατάλληλα όπως η φλόγα με το ιωδικό άλας του καλίου, ήθελε ελάχιστη ανάδευση απ'την εσωτερική της χώνεψης που συμβαίνει στους λασπόλακκους και γινόταν μέσα σκηνικό αυλαίας που ξηλώθηκε. Το να τους πηγαινοφέρνεις απ'τον έναν στον άλλο μικρό εγωιστικό προορισμό τους ήταν αναβάθμιση απ'το να πηγαινοφέρνεις τα ευγενή σφάγια στις παρυφές των άλλων τους μετενσαρκώσεων, ήταν ευθύνη μια, δυο κατηγορίες μεγαλύτερη. Στην πραγματικότητα ήταν μια επισιοτομή στην υπομονή μου, που έχαινε πια σα σκισμένος τράχηλος στα χέρια άπειρης μαμής. Ό,τι συνέβαινε πάνω στη ράχη μου ή πίσω της ή δίπλα στο αυτί μου ήτανε από άλλες αυτοκρατορίες, ήτανε γι'άλλους καλοντυμένους στρατιώτες.

Όταν συναντιόμουν με το αντίρροπο δρομολόγιο, πέτρωνα την όραση κι έγνεφα μηχανικά χωρίς να ξέρω ποιος γηραλέος προσκυνητής γυρνούσε ή πήγαινε αναλόγως του τι έκανα κι εγώ. Στη σκοτεινιά της διακριτικής αφαίρεσης, με τη δύση να καθρεφτίζεται στην επικλινή πόλη με το στενό λιμάνι όλα τα παράθυρα, όλα τα λαγούμια των κατοίκων ήταν ένα χάλκινο παγοδρόμιο κι έβλεπα αλλού είδωλα της λάμψης κι οδηγούσα ενστικτωδώς, το ρίσκο του μισαώρου πριν επιτέλους σουρουπώσει. Μια άλλη γραμμή που ούτε ήξερα πού πήγαινε ή αν την ήθελαν πολλοί, σφηνώθηκε δίπλα μου πάνω στη διασταύρωση καταιγίζοντας με τις άσπρες και πράσινες ρίγες και τα σλόγκαν για τους κινητήρες αιθανόλης τη γλαφυρή θέα. Στράφηκα με το βλέμμα πέτρινο, έγνεψα κουνώντας μόνο το μέτωπο, αν το επιτρέπει αυτό η σφιχτή ανατομία της περιοχής. Αργά η εστίασή μου ξαναγύρισε απ'την καλή μεριά και δίπλα είδα φιλτραρισμένο απ'τις πλεξιγκλάς πόρτες και τα ζωγραφισμένα φυλλαράκια του οικολογικού μας στόλου, έναν άντρα τρυφερό σαν χτυπημένο στο γουδοχέρι, να ξεδιαλύνεται απ'τα δάκρυα που έπαιρναν τη δίψα απ'τον ορθάμαχτο. (μου) Χαμογέλασε, το φανάρι άναψε πράσινο και με το γκάζι μαλακά κύλησα το ελεφαντινό κορμί μου στην κατηφόρα ενώ άκουγα να κρεμιέται το δικό του απ'το αυτόματο σασμάν.

Αποδιοργανωμένος όταν γύρισα στo τέρμα πετάχτηκα έξω και βρήκα κάποιον απ'τους πολλούς που τόσα χρόνια συναντούσα χωρίς πρόσωπο και ρώτησα, σε ποιο αμαξοστάσιο αφήνουν τα πενήντα; Σε ποιο; Σε ποιο; Σε ποιο; κι έκανε το λάθος ν'απαντήσει.

Ξέχασα το χαρτί και τη χασούρα κολυμπώντας στα κυλιόμενα ρεπώ, κάθε βδομάδα μια μέρα πιο νωρίς, το σπίτι ξεχασμένο κι οι οκτάωρες διαδρομές μίκραιναν, μίκραιναν κι εξαφανίζονταν στη σκιά της προσμονής, παράλυτες από ντροπή. Αγωνιώδης στραγγαλισμένος απ'το γιακά του πουκαμίσου κουμπωμένος πάνω πάνω τάχα με υψηλό σκοπό μα πίσω απ'όλα στην εφηβεία της παρακμής στεκόμουν πεινασμένος δίπλα στο κουβούκλιο της εισόδου κι έβλεπα τον έναν και τον άλλον να χτυπάνε τις κάρτες τους για σχολάσματα μηνών.

Όσο χτιζόταν αυτή η οπερέττα, δεν είχα γεύση ή όσφρηση ή ακοή, δεν είχα μνήμη. Ήμουν ένας θλιβερός λυμφατικός οδηγός μιας γραμμής που δεν ήξερα πού πήγαινε ή αν την ήθελαν πολλοί, πιο μαραζωμένος κι απ'αυτούς που με καλούσαν στις γιορτές συνταξιοδότησης και ποτέ δεν πήγαινα γιατί είχα να φροντίσω τη μανία μου που με είχε ανάγκη σαν άρρωστη μάνα. Κι όταν τελικά τα πιατίνια με τη βαμβακερή επένδυση σηματοδότησαν το τέλος του ταξιδιού, χύθηκαν θάλασσες από κομψά βερνικωτά μελάνια ενώ η καρδιά μου ετοιμαζόταν να με προδώσει καθώς άπλωνα το χέρι και του έπιανα το μπράτσο. Κι ήταν ακόμα και μετά από τόσο καιρό ίδιος με τη φωτογραφία, ή ίσως εντελώς διαφορετικός, μα το επιστέγασμα ήταν πως δεν είχε καμία σημασία όταν (μου) χαμογέλασε.

Περπατήσαμε με κάθε πρόνοια μακρυά απ'το αμαξοστάσιο και τον απορημένο υπεύθυνο κίνησης, ήμουν ακρωτηριασμένος σαν πεζός γεμάτος πόνους μελών-φάντασμα απ'τις πετσοκομμένες ίνες του γρήγορου και του αργού ρεύματος, μηδενικού βάρους, τιποτένιος, βημάτιζα σε πλήρη συντονισμό με τη μέθη της κεταμίνης και του ΝΟ, δε βημάτιζα, αιωρούμουν, έκλαιγα δυνατά μα οι περαστικοί που τους κακοφαινόταν ήταν βουτηγμένοι στο παρασκήνιο. Με πήρε αγκαλιά στο αίθριο του σπιτιού του, ασφυκτιούσα με τα πνευμόνια γεμάτα ως τα χείλη απ'το δέρμα του κι από κάπου αλλού εντός μου, μαζί με κάθε παλμό, ανέβαινε κάτι άλλο προς τα πάνω, του έπιασα τα χέρια και κατόπιν το λαιμό κι από τη φυσική λαβή τον έσυρα παραδομένο ως τον τοίχο με την αναρριχόμενη τριανταφυλλιά, ασθενική και τελειωμένη σε τέτοιο κρύο κλίμα και τον βρόντηξα μέχρι που το αίμα του ενώθηκε με το δικό μου και τα νεύρα μου γυμνά ξεφλουδισμένα κι απ'το τελευταίο κύτταρο του Schwann κατέκτησαν και το δικό του σώμα κι έγινα ένα λεωφορείο με δυο οδηγούς.

Μετά απ'αυτό, πρώτη ανέκτησα την ακοή: σταδιακά άρχισε να πλησιάζει με το Doppler ο ήχος του αργού μεσημεριού, η μουσική του αίματος που πήζει, και με κατέβαλε η ερημιά της Κυριακής. Κατόπιν ήρθαν τα υπόλοιπα.

Warum haben Sie diesen Beruf gewählt?

Νεκροθάφτη, γιατί κλαις; Γιατί αυτά τα δάκρυα τα ίδια με γυναίκας;
[...]
Νεκροθάφτη, όμορφο των πόλεων τα ερείπια ν'απολαμβάνεις μα πι'όμορφο ακόμα ν'απολαμβάνεις των ανθρώπων τα ερείπια.
Le Comte de Lautréamont

(laufende Arbeiten - work in progress)

#33

Στα μετόπισθεν της γενικής γιορτής, θέση ήδη πιο πρώτη απ'τη δέουσα
ξεχνώ και τα επάρματα και τους κανόνες του ρυθμού

τα παρακάλια για πιο νεκρές ζωές, η βαβούρα της ανάγκης
και του φόβου στο Ασκληπιείο εξανεμίζονται

το ερχόμενο πρωί είναι τόσο γδαρμένο απ'τον ήλιο
που ως κι η ανάποδη του καθρέφτη αντανακλά οξέα σήματα

διασπορά των λάμψεων στα ίχνη της λασποβροχής
απ'τη μια στην άλλη, απ'τη μια στην άλλη

πάρε το αίμα σου πίσω αραιωμένο απ'το μαλακό αλατόνερο του "Πλύνε!"
προτού σε πνίξει κάποιος διακριτικά με δαύτο

κι εγώ θα σου κόψω ένα χαμόγελο πώς δεν ξέρω τίποτε σχετικά μιας και
είμαι ένα βήμα εμπρός σ'έναν βαθύ αμμόλακκο

τα μουστάκια σκαρφαλώνουν στις άνω άκρες
της κάθε ρινικής χοάνης και τα χείλη της διγλώγχινος βαλβίδας

πέφτουν προς τα πίσω πλαδαρά, γεμάτα από τη χάρη του αιφνίδιου θανάτου
κάποια παιδιά του Barlow τα κλέβει η ανεπάρκεια για δικά της

απ'το εσωτερικό παράθυρο του ημιωρόφου φαίνεται το αίθριο
όλες οι στρώσεις του εξευτελισμού διέρχονται απ'το τζάμι

τα υπόλοιπά τους επιστρέφουνε σ'αυτούς και στα γύρωθεν ντουβάρια
το γραφείο γεμάτο εκμαγεία του πεταματού, γεμάτο εκμαγεία άλλων.


#31

These words are spoken not in sound
they take the bodies of depolarized wires
they take the bodies of the dead from the
self-luminous print in the day to the night of the skull
these words are read

every line breaks
in two, in three, in many parts

that's exactly how it works, that's
how you dislike it, that's how you
can't make it out and alike. For the best!

I think not in words, I think with taste and smell like the animal I am
I think with my eyes
take them out and watch me be
take them out and watch me be

a neck without a pulse,
a neck without a pulse

a mouth that carries these words from this place to the same
a bottomless mouth.

---

Λαπαροσκόπηση



Allerdings.

#30

Τα χαρούμενα ηλεκτρόνια στην κάθοδο κλέβονται απ'τις δυο πλευρές και συμβαίνουν αθόρυβες συγκρούσεις που διαλύονται προς διπλές αναλαμπές. Το μισό μου πρόσωπο φωτίζεται απ'το τρεμάμενο γαλαζωπό ξημέρωμα. Ο γάτος με κοιτά με μια σκυλίσια πίστη, κι ας μην καλοξεχωρίζει στη φασαρία της νυκταλωπίας το πού στέκει και πώς έχει στηριγμένο το κορμί ούτε καν το ποιος είναι, ξέρω δε χρειάζεται. Εκατέρωθεν των ώμων μου αναβλύζει χυλός από λουλούδια εποχής, ποιας εποχής; μα φυσικά αυτής που θα με θάψει στο νησί, δεν έχει σημασία, δε με νοιάζει ποιας. Κρετινικά νωθρός, βλεφαρίζω αργά και αραιά, το πορτραίτο του ζώου μου πνίγεται σιγά σιγά σιγά σιγά στο φίλτρο του χυλού. Αναστρέφομαι, με παθητικές κινήσεις, προς τις πληγές της ενδομήτριας ερυθράς, τα πνευμόνια ξαναγεμίζουν με μια αλλοτινή αμνιακή παρηγοριά. Δεν έχει καθαρά και βρώμικα δεν έχει βόρεια και νότια εδώ... κι έχω ένα ζωντανό να ζει μόνο για να ζω εγώ.

Τα βιβλία απ'τη σκούρη βιβλιοθήκη γκρεμίζονται λίγα λίγα, προσγειώνονται σε κάποιο πάτωμα τελειωμένα, οι σελίδες μέσες και παράμεσες χαλάνε γεμίζουν μ'ανεπανόρθωτες ουλές. Δυο αγκαλιές το παλιοϊδρωμένο χαρτομάνι διαφεύγει σα σποραδικά φτερά. Μαζί οι τρεις γυαλισμένες φυσαρμόνικες που έτσι όπως το νέο μέσο πάλλει τις γλωττίδες τους, ακούγονται σαν ύδραυλοι. Μια μουσική της τροπικής δροσιάς 
πιτσιλάει τα πάντα ενώ ξεχύνεται απ'το ποτήρι για να βρεθεί άδειο στην ισοηλεκτρική γραμμή ενός πένθιμου καρδιοτοκογραφήματος, μη λυπάσαι, του μουρμουρίζω γιατί καταλαβαίνει.

Είναι λες και οι μήνες συνοψίζονται σε προϊόντα χάρτου. Λες κι οι χάλκινες χορδές λιώνουν παρέα με τα ρούχα και τα συρμάτινα γυαλιά, κάτω από ψιλή ψιλή βροχή. Η αντανάκλαση των παντοδύναμων κυττάρων που γίνονται θυσία για να σωθεί ένα παραστράτημα ρουφιέται απ'τον οριακά διαπερατό χυλό και γίνεται σκοτάδι. Δεν έχεις πια καιρό, γιατί τον έχεις όλον. Ο γάτος τα μάτια παράδοξα αθώα μου ξεπλένει την καχυποψία τελετουργικά. Βάζω και βγάζω χωρίς διάκριση, χωρίς να κάνει διαφορά, χυλό από λουλούδια. Στ'αγγεία μας ο ανοιχτός μου βοτάλλειος ανακατεύει χυλό κι αίμα ώσπου να πάρουν τα πάντα μια πολυχρωμία συνεχούς κι άτακτου φάσματος, της λησμονιάς. Οι άρρωστες πετέχειες είναι συσσωματώματα σπάνιας γύρης, εν αναμονή της διασποράς.

Μόλις σπάσει η βραδεία αναπαραγωγή, το σύμβαμα προωθείται στην πραγματική μου οπτική ακέφαλος από υστερικό θυμό τινάζομαι εναντίον των βιβλίων και των διακοσμητικών, ο γάτος συσπάται φοβισμένος αλλά κρατάει τη θέση του, ο χυλός ξαναδιηθείται εντός μου κι η μόνωση εξαφανίζεται, το πορτατίφ με το βραχίονα ξαπλώνει σε κομμάτια καταστεναχωρημένο.

Uff, uff.
Uff, uff.

Sectionalism

We drift in the open
waters that surround us
eat our bones away,

we are weak in the head
all islanders, frail.

---

Where are we now?
Where are we now?

---

I don't care what happens outside this place, I'm buried right here.

Προϊστάναι


'Έξω απ'το γραφείο του κρεμόταν μια φωτογραφία
η γραμματέας σύμφωνη με τα γούστα του, με την κατάλληλη φωνή προπονημένη να μας ρίχνει ματιές της υποτίμησης να μας θυμίζει πώς δε μπορέσαμε ποτέ να δούμε τι ήλιος καίει στο Μαραθώνα
κι αυτός
όταν εμείς θ'αφήναμε το τέταρτο, πέμπτο τσιγάρο να σβήσει κρεμάμενο απ'τα χαλαρώς παραλυμένα δάχτυλα
θα'ρχόταν να πιει τον πρώτο του καφέ τρίζοντας τον πλαστικό του μουσαμά με τα δουλογυαλισμένα μοκασίνια που απ'το κάλυμμα του κουντεπιέ κρέμονται τρεις μικρές σπαρταριστές λωρίδες που απολήγουν σε τρεις πέτσινες μπάλες
η καράφλα του θαμπή σ'αντίθεση με όλων των άλλων που γυάλιζε απ'το απόσταγμα του άγχους, αγκαλιασμένος μόνο με βολικές καρέκλες που γυρνάνε γύρω απ'τον εαυτό τους και γύρω απ'τα δρύινα έπιπλα και ακόμα και η πλάτη πάει πίσω ίσα με εκατόν ογδόντα τσακισμένες ή βρωμιάρες μοίρες
πόσες φορές με κράτησα σαν το αγριόσκυλο που πνίγεται στην αλυσίδα του όπως τεντώνει και χορδίζεται σφιχτά απ'το χέρι του ιδιοκτήτη
περνώντας δίπλα απ'το αυτοκίνητό του παστωμένο καθώς ήταν στο αρωματικό κερί και τη δουλεμένη μυοσφαιρίνη που αγόρασαν τα άπλυτα λεφτά του ήθελα, δεν ξέρω κι εγώ τι ήθελα να κάνω για να το τιμωρήσω αλλά η αλυσίδα τσίτωνε και μου'φευγε η ανάσα
όταν χωνόμουν ως τους αγκώνες σε κάποιον που μισούσα κι ας μην τον γνώριζα ποτέ κάνοντας δρόμο μες στ'άψητα κωλάντερα, η υπογραφή του διευθυντή στο χαρτί που θα'παιρνα στο τέλος με πονούσε
μα ποιον,
μα ποιον υπηρετούσα;
με την ψυχή στο στόμα έξω στη ράμπα των αναπήρων, από κάτω οι αστραφτερές αντανακλάσεις της εθνικής οδού επιθυμία κάθε φυλακισμένου, έβαζα το μουδιασμένο πόδι μου στο κάγκελο κι έψαχνα σε κάποια τσέπη για τα σπίρτα
δίπλα στέκονταν άλλοι μα δεν τόλμησα να τους ζητήσω
ακόμα κι αν δε μ'έπαιρνε να το παραδεχτώ ήταν ένα συροπιασμένο κοπάδι με τις τρίχες κολλημένες, μια μαλακωμένη καραμέλα που ανακάλυψα παιδί κάτω απ'τον καναπέ ένα μεσημέρι αργίας
ώρες ώρες τους παρακολουθούσα που του εμπιστεύονταν τα προβλήματά τους κι αυτός έσκυβε επιδέξια τ'αυτί του για να πείσει πως ακούει, πώς ακούει
πώς ακούει που ανάμεσά μας κι αυτουνού υπήρχαν στρώσεις χίλιες από γλώσσες;

Δε μου'μενε πολύς καιρός -έτσι κάπως με παρηγορούσα
αλλά η ζέστη μου έπινε την υπομονή κι εκείνη τη Δευτέρα δεν πα να μ'έπνιγε σα κοφτερή κλωστή έκανα κόντρα στο λουρί και χάραξα δέκα χαρακιές βαθιές σα λούκια με το κλειδί του φωριαμού την προέκταση του διευθυντή
η γραμματέας, σοβαροφανής και καθωσπρέπει όπως αρμόζει σε κάθε πιστή διοίκηση, με ράντισε με ιδέες μεγαλείου απ'το μικρό παραθυράκι δίπλα στην πόρτα
έφτασε, έφτασε μια λεπτή στιγμή για να κλείσω τα μάτια ν'αρχίσω να μουγκρίζω σα ζώο και να δω κάτι από μέσα μου να αλλάζει από σάρκα σε αιώνια ύλη
έξω απ'το γραφείο του κρεμόταν μια φωτογραφία
που δείχνει μιαν ολόχλωμη νεαρή πνιγμένη στις αρετές της τώρα και
στο αίμα μου όπως πετάχτηκε μαζί με τα κομμάτια του γυαλιού εμπρός στην εμβρόντητη κυρία των σαρανταδύο χιλιομέτρων μακριά μου
ήμασταν δεν ήμασταν όλοι απ'την ίδια τρύπα; είχα ξεχάσει.
Κι αυτή κι οι υπόλοιποι κι ο ίδιος ο διευθυντής ξεπετάχτηκαν πατημένα ελατήρια μες απ'το ίδιο μουχλιασμένο κουτί που έβγαλε κι εμένα; δε θυμόμουν
μόνο μια αφηνιασμένη κασσέττα γύρναγε και ξαναγύρναγε μέσα στο δικό μου το λαιμό
ΜΟΥΝΟΠΑΝΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ 
ΣΚΟΥΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΠΤΥΧΕΣ ΓΙΑ ΚΕΡΜΑΤΑ

Δεν άργησαν να'ρθουν να με πάρουν ενώ
συνέχιζα και γύρω μου μαζεύονταν κι άλλοι
κι άλλοι κι άλλοι διευθυντές κι άλλοι κι άλλοι
κι άλλοι απ'τους άλλους του δικού μου σιναφιού

ο δρομέας των μικρών αποστάσεων δε θα δει ποτέ - δε θα δει ποτέ
μα εγώ πια το'χω καταλάβει, ο ίδιος ήλιος που ψήνει τους ρουφιάνους
παρατημένους δίχως στάλα νερό στην ξεραΐλα του πολύτιμου χαρτιού
ο ίδιος φυτρώνει τα πράσινα σπαρτά και όσους ξεχνούν σε τι αγώνα τρέχουν
ο ίδιος φαίνεται και το πρωί στο Μαραθώνα, του δικαίου της πυγμής.

#28

Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.
Μας φοβούνται κι όταν μας σκοτώνουν.
Νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ.

Τάσος Λειβαδίτης

---


Τα άρρωστα παιδιά με περιμένουν με σάλια να ρέουν
απ'τα σαγόνια του τρισμού και το κόχλασμα στο στήθος

το ίδιο κι οι μάνες που τα γέννησαν για να τις συλλυπηθούμε
καθώς πηγαίνουν απ'την ιλαρή προσμονή στη μαρτυρία

δεν προλαβαίνω να τις δω ούτε καν τη δική μου 
τα δε παιδιά γεμάτα πηγαίους πυρήνες μπορούν να κάνουν κι άλλη, κι άλλη υπομονή... 

μετά, κάποιος άλλος θα τα σώσει ή θα τους δώσει 
δεύτερες τρίτες ζωές.

Είμαι ένα άδειο κρεβάτι κάτω από μια στοίβα κουβέρτες
η θειοπεντάλη λιώνει τη μεσοβασιλική, όλοι οι δρόμοι

αρπάζουν μια φλόγα απ'αυτήν που αρέσει στους επαναστάτες
πίσω απ'τα βλέφαρά μου που πέφτουν βαριά θα φανούν

με όλα τα περιγράμματα γλειμμένα από ακονισμένες λάμες
οι πρόσκαιρες χαρές, οι εφήμεροί μου πόνοι

το νοσοκομείο κρουσταλλιασμένο στην ηπειρωτική παγωνιά
όλοι οι εφιάλτες τη στιγμή της προδοσίας, χαμογελάνε στο απόσπασμα
κι εγώ, φυσικά, κι εγώ μαζί τους



-Αν δε σε φύραινε ο φόβος γιατρέ, θ'άκουγες καλύτερα το φλοίσβο
που'ρχεται από μακρυά για το 0,9% του
τώρα γελάς, γελάς.

---

Προσμένω πώς και πώς το φως της τελειωμένης μέρας που θα με βρει στο αίθριο πίσω απ'το φουαγιέ, γύρω οι συνοδοί κι αυτοί που συνεχίζουν μεγάλες βάρδιες θα τρων και θα καπνίζουν. Φεύγοντας ακούω μουρμουρητά συνθετικών χαιρετισμών. Η βρώμα των μισοπεθαμένων κι εκείνων που ξεχνούν τη θέση τους του σκλάβου στους ναούς της ζωής και του θανάτου μετράει αντίστροφα προς το βρεγμένο χώμα, τις ακακίες με τα κίτρινα άνθη και τις αλυσίδες των νυμφών.  Όταν σκάει η μίζα ξεθωριάζει η θέα του ψυχοπομπού όσες φορές κοιμήθηκα στο εφημερείο δίπλα στον Μπερτ  τον παθολόγο που'κανε χίλιες άπνοιες, ο κόκκινος χρυσός που εμφανίστηκε στο μέσα του γαντιού σαν υδράργυρος σε ποτήρι του νερού και μ'άλλη τόση πίκρα, η κάθε μια αποκάλυψη στο τράβηγμα των ρούχων κι η επίκτητη ντροπή, τα παρελκόμενα της τέχνης. Η μόνη πίστη η πίστη της δεκαετίας του πενήντα χιλιόμετρα βήματα πίσω όλα στ'όνομα της ελευθερίας που μου δίνει που δεν αξίζω δάκρυ μήτε εδώ μήτε κι αλλού. Στην άκρη κάθε απλήρωτης ληστείας θα'ρχομαι σπίτι όπου θ'ακούμε την εκβολή του ποταμού να ενώνεται με το μεσογειακό αλάτι και τους τροχούς των τραίνων να διαβάζουν τα χάσματα της συστολοδιαστολής σε κάθε ράγα ξαπλωμένοι στον αιώνιο βυθό μας.

---