To love another person is to see the face of God.
H Kretzmer
-Μετανιώνεις καμιά φορά που δεν έκανες μόκο;
-Όχι.
-Γιατί;
-Θυμάσαι την Ελίσα;
-Ποιαν;
-Την Ελίσα, τη γυναίκα που έσωσε τον αμφίβιο άντρα στην ταινία.
-Χμμ… Α, ναι. Η μουγκή και ο βατραχάνθρωπος.
-Την είχαν βρει μικρή στην όχθη ενός ποταμιού. Θυμάσαι;
-Όχι.
-Θυμάσαι τι έγινε στο τέλος;
-Όχι.
-Πήγανε να ζήσουν στο ποτάμι. Θυμάσαι;
-Ναι, ναι.
---
Πίσω από το βουνό, όταν βγήκαμε από το φαράγγι, φτάσαμε σε μια πλατιά έκταση που ήταν όλη καλυμμένη από κόκκινη άμμο, σαν τριμμένη σκουριά, λεπτή, ελαφριά, πάρα πολύ ζεστή.
-Να σε δούμε αν θα μπορέσεις να φτάσεις στην ακτή.
Τα τελευταία σπίτια ήταν χτισμένα στη μετάβαση, εκεί που η γη από μαύρη γινόταν κόκκινη, και το χώμα γινόταν άμμος, και η κόκκινη άμμος ήταν ανακατεμένη με το μαύρο χώμα σαν βιαστικές πινελιές, σαν τούφες.
Ξεγυμνώθηκα και προχώρησα ξυπόλητος πάνω στο έδαφος που έκαιγε, και όταν πια πατούσα μόνο κόκκινη άμμο, άρχισα να δοκιμάζομαι. Ο αέρας σήκωνε την άμμο και την πέταγε πάνω μου αμμοβολή και τότε διαπίστωσα πως δε μπορούσα να την ξεχωρίσω καλά από τον ίδιο μου, ήμουν άμμος και η άμμος ήταν εγώ, τα όρια τρεμούλιαζαν, εκπομπή με κακό σήμα σε παλιά τηλεόραση.
-Να σε δούμε αν θα μπορέσεις να φτάσεις στην ακτή.
Τα τελευταία σπίτια ήταν χτισμένα στη μετάβαση, εκεί που η γη από μαύρη γινόταν κόκκινη, και το χώμα γινόταν άμμος, και η κόκκινη άμμος ήταν ανακατεμένη με το μαύρο χώμα σαν βιαστικές πινελιές, σαν τούφες.
Ξεγυμνώθηκα και προχώρησα ξυπόλητος πάνω στο έδαφος που έκαιγε, και όταν πια πατούσα μόνο κόκκινη άμμο, άρχισα να δοκιμάζομαι. Ο αέρας σήκωνε την άμμο και την πέταγε πάνω μου αμμοβολή και τότε διαπίστωσα πως δε μπορούσα να την ξεχωρίσω καλά από τον ίδιο μου, ήμουν άμμος και η άμμος ήταν εγώ, τα όρια τρεμούλιαζαν, εκπομπή με κακό σήμα σε παλιά τηλεόραση.
---
Πήγαμε και είδαμε τον Τζων Γουηκ 2. Η αίθουσα ήταν φίσκα αρχιδόκαμπος. Όταν βγήκαμε έξω, είχε μείνει μια κοκκινωπή άλως στον ορίζοντα, κατά τα άλλα είχε νυχτώσει. Πήγαμε στο Γεωτρύπανο, ένα μπαρ που συχνάζουν οι γέροι με τα σκούτερ για ανάπηρους. Έξω ήταν παρκαρισμένη μια ορδή απ'αυτά, δεμένα σαν άλογα. Η άγρια δύση της γηραιάς ηπείρου, γριά, πώς αλλιώς.
Ο τύπος με τα αυτιά δορυφορικά πιάτα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των γυναικών. Ήταν πολύ τριχωτός για τα βορειοευρωπαϊκά δεδομένα και τα μαλλιά του υποχωρούσαν απ'τους κροτάφους. Είχε φουσκωτά βυζιά και πομπέ δελτοειδείς και φορούσε εκείνα τα ημιδιαφανή πουκάμισα που άφηνε στρατηγικά μισάνοιχτα. Έκανε μόστρα τις ρώγες του που ήταν πολύ μυτερές. Δε θυμάμαι πώς τον λέγανε και δεν ξέρω τι απέγινε, αλλά ήταν πρώτος στο χαριέντισμα.
Καθόμασταν σε ένα από τα μεγάλα σεπαρέ. Ήμουν δίπλα στην εξώπορτα. Είχα βάλει τη φέτα λεμονιού να καβαλήσει το χείλος του ποτηριού και κάθε τόσο έκανε μπρος πίσω για να πέσει σαν τον Αυγουλή το Φασουλή. Δίπλα μου καθόταν ένας ογκώδης ορθοπαιδικός με κάτασπρα δόντια, ο Κάσπερ, που σίγουρα χτυπούσε τρεν, και απέναντί μου ήταν ο Άλμπερτ. Τα πόδια μας ήταν λοξά πέρα από το τραπέζι για να χωράμε όλοι. Ο τύπος με τα δορυφορικά αυτιά είχε εκατέρωθεν από μια νεφρολόγα σε κάθε μεριά. Στους ώμους τους ξεκούραζε τα μυώδη χέρια του και αυτές γελούσαν.
Ο Κάσπερ, ο Άλμπερτ κι εγώ ήμασταν τότε μαζί στην ορθοπαιδική. Δεν ήταν καιρός που είχα μετακομίσει σ'εκείνο το σπίτι στο νησί με τα πολλά ποντίκια. Ο χειμώνας ήταν βαρύς. Το ποδήλατό μου πάγωνε και κάθε πρωί δεν είχα φρένα. Μικρά στραπάτσα. Έγραφα δέκα με δεκατέσσερεις εφημερίες το μήνα και ήμουν συνέχεια νυσταγμένος. Η ζωή ήταν μουντή ή έτσι μου φαινόταν. Είχα σκάψει ένα χαντάκι και είχα ξαπλώσει μέσα, και γύρω γύρω είχε μαζευτεί λασπόνερο, και ήμουν άνθρωπος-κοτρόνα. H αμυντική τάφρος μου'κοβε τη θέα και δε μπορούσα να το δω, αλλά ο Άλμπερτ προσπαθούσε να με σύρει έξω. Με προσκαλούσε σε τέτοιες ομαδικές συναδερφικές συναντήσεις δέκα φορές και πήγαινα μια, αλλά επέμενε να με προσκαλεί, ακόμα και όταν δεν τον αξίωνα με κάποια ηλίθια δικαιολογία: Θα πάμε για μπάρμπεκιου στο Βόουνσμποελ, τι λες; -Όχι. Δε νομίζω. -Πέμπτη στις τέσσερεις θα συναντηθούμε στη νότια είσοδο. -Μμ.
Προς υπογράμμιση της γοητείας μου, ψυχή της παρέας και τέτοια, είχα σχεδόν αποκοιμηθεί πάνω από τη σόδα μου, όταν ο Άλμπερτ με σκούντηξε με το πόδι. Αυτό είναι μια επαναλαμβανόμενη σκηνή που ο Θεός τη φυτεύει προφανώς για να μου διδάξει κάτι που ακόμα δεν έχω εμπεδώσει: είμαι σε λήθαργο, σε κάποιο ζοφερό κενό που μοιάζει με κώμα, ο Άλμπερτ με ξυπνάει, και όταν ανοίγω τα μάτια, το χαντάκι έχει ρηχύνει και αντικρίζω έναν μαλακό, ανοιξιάτικο ήλιο. Είμαι τυλιγμένος με το σκοτάδι των σπλάγχνων μου και ο Άλμπερτ με φέρνει απαλά πίσω στον κόσμο. Το γιατί το ξέρει μόνο αυτός και ο σκηνοθέτης.
-Φεύγουμε;
-Ναι.
Περπατήσαμε προς το αμάξι μου.
-Θες να συναντηθούμε αύριο;
-Όχι. Δε νομίζω.
-Μεθαύριο;
-Μπορεί.
-Καλά. Θα μιλήσουμε αύριο.
---
08.2017
Έπιασα βάρδια το μεσημέρι. Ήταν δύο Αυγούστου. Με είχανε προσφάτως προάγει σε υπεύθυνο της ανάνηψης. Η θέση ήταν νευραλγική και υποστελεχωμένη και υπήρχε βιασύνη με τις προαγωγές. Εκείνον τον Αύγουστο δούλεψα δεκατέσσερεις εφημερίες συν τέσσερα πουλιά (δωδεκάωρες). Δυο μέρες νωρίτερα είχα κρεμαστεί, προφανώς χωρίς επιτυχία. Στο τέλος της ενημέρωσης πήρα το υπηρεσιακό από τον απερχόμενο, τον Σ., έναν μονίμως συνοφρυωμένο τύπο που έβλεπε τον κόσμο μέσα από δυο σχισμές. -Πού ήσουν εχτές; Σε έψαχναν δυο ώρες. -Σπίτι. Ήμουν άρρωστος και ξεράθηκα στον ύπνο. -Ίσως έπρεπε να'μενες και σήμερα σπίτι. Φαίνεσαι σκατά. Ακούγεσαι σκατά. Θα τα καταφέρεις μέχρι αύριο; -Ναι μωρέ. -Πριν δυο χρόνια ένας χειρουργός από την Α' Χ. δεν παρουσιάστηκε στη βάρδιά του, και το πρωί τον βρήκανε πεθαμένο στο πάρκινγκ, στον τρίτο όροφο. Είχε σκύψει να δει κάτι στη μηχανή του αυτοκινήτου και κάποιο περιστρεφόμενο εξάρτημα του έπιασε τη γραβάτα και τον έπνιξε και μετά του μάσησε τη μούρη. Το πρωί το αμάξι ήταν ακόμα στο ρελαντί. Όταν δε φάνηκες εχτές και δε σήκωνες τηλέφωνα, ο Τ. προσπαθούσε να βρει κάποιον που ήξερε που έμενες για να περάσει να σιγουρέψει πως είσαι ζωντανός. Αλλά δεν ήξερε κανείς. Όταν ο Τ. είπε ότι ΟΚ, μιλήσατε, έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. Που ήσουν εντάξει δηλαδή. Άσε δε, πού να καλυφτούν όλες οι εφημερίες τελευταία στιγμή; -Γάμησέ τα.
Το δίδαγμα ήταν πως το σύστημα λειτουργεί ακόμα και αφότου σε μασήσει. Ήμουν βαθειά θυμωμένος που δεν είχα κάνει καλύτερο πλάνο και υπέκυψα σε μια ηλίθια επιπολαιότητα. Αντί να είμαι μακαρίτης, φορούσα τη ρόμπα και τα μπλε και συνέχιζα να παίζω το γιατρό. Η δουλειά στη δουλοπαροικία δεν τελειώνει ποτέ. Η συμπόνια και η αυτολύπηση είναι πολυτέλειες, κι εγώ δεν είχα καμιά ανάγκη από πολυτέλειες. Ήμουν εργαλείο, ήμουν μηχανή. Η εφημερία είχε κίνηση. Ήρθαν και πέρασαν τρεις τέσσερεις κλήσεις πριν τελικά φτάσει κάτι χοντρό. Τα υπηρεσιακά χτύπησαν για πολυτραύμα. Σταθήκαμε στο διάδρομο έξω από τις αίθουσες της ανάνηψης περιμένοντας την άφιξη. Η ομάδα δεν ήταν και πρώτων προδιαγραφών. Ο Άλμπερτ ήταν επίσης προσφάτως προαχθείς, ο αναισθησιολόγος, ένας γέρος Γερμανός που μετρούσε μέρες για τη σύνταξη, ήταν πάνω και κοιμόταν από το μεσημέρι, η μέση γραμμή είχε ορκιστεί πριν λίγους μήνες, οι νοσοκόμες ήταν νευρικές, οι τραυματιοφορείς ζέσταιναν τα μπράτσα τους. -Όλα υπό έλεγχο; ρώτησα τον Άλμπερτ, πιο πολύ για να ηρεμήσω τον ίδιο μου. -Ποτέ δεν έχω τίποτα υπό έλεγχο, γέλασε. Εσύ; -Πάντα, όλα. Βλέπε να μαθαίνεις.
Proof of concept. Όταν φάνηκε το ασθενοφόρο πίσω απ'τη σουπερμαρκετόπορτα κατάλαβα από τις κινήσεις των διασωστών πως επίκειτο χορός. Πριν ξεφορτώσουν, μάζεψα την ομάδα μέσα για να κερδίσω χρόνο, έβαλα τη μέση γραμμή στο πρακτικό και στο ρολόι για να μη μπλέκεται στα πόδια μας, έδωσα στην καθαρή νοσοκόμα οδηγίες για να ετοιμάσει φάρμακα, τα υλικά της διασωλήνωσης δίπλα μου, οι διασώστες μπήκανε με ένα σφαχτάρι στο φορείο, μαζί τους η γιατρός της γύρας, παρότι έμπειρη χλωμιασμένη, δεκαεννιά, μοτοσουκλέτα, καρφί στο διάζωμα, Τον αναισθησιολόγο στο τηλέφωνο, ξεκίνησα διασωλήνωση, -Τι; -Κατέβα AS4 τώρα. -Σίγουρα δεν περιμένεις να κατέβω χωρίς- -Κατέβα ρε γιατί αλλιώς θ'ανέβω να σε γαμήσω. (σε μισά γερμανικά, Kom ned nu ellers mach' ich dich fucking fertig.) -Εντάξει, εντάξει. -Ορθοπαιδικός, αιμόσταση ό,τι βλέπεις. Η φλεβοκεντήτρια πού είναι; Τύπο, Ρέζους και έφυγες. Συνδέστε για καρδιοανάταξη. Πρώτη πίεση χωρίς ένδειξη, δεύτερη 38, σφύξεις 240, η μέση γραμμή ανακοίνωνε τα δεκάλεπτα, πρώτο δεκάλεπτο, το άμορφο σφαχτάρι είχε γίνει βιονικός νευρώνας με όλους τους δενδρίτες μπριζωμένους, είχανε πέσει μαντζούνια κρουνηδόν, δυο κόκκινες γραμμές και δυο πράσινες, οροί και πετραχήλια που λες κι εσύ, ο αναισθησιολόγος είχε εμφανιστεί με την ακολουθία του, με είχε απαλλάξει από τον πονοκέφαλο του αναπνευστήρα, δεύτερο δεκάλεπτο, είχανε γίνει τουρνικέ, είχε περαστεί αρτηριακή γραμμή, είχε έρθει το χαρτάκι των αερίων, είχαν καθαριστεί τα ανοιχτά τραύματα, είχε ετοιμαστεί το χειρουργείο, είχαν έρθει τα πρώτα αίματα, τρίτο δεκάλεπτο αξονική, γενικοί χειρουργοί κάτω, πίεση 78, σφύξεις 130, πατινάραμε πάνω σε μουσκεμένα πατσαβούρια, χαρτοβάμβακες που είχαν γίνει χυλός, καπάκια από θρη-γουέη και σύριγγες, διάφορες άλλες πλαστικές αηδίες, στο σαραντάλεπτο ο βιονικός νευρώνας με τους δενδρίτες του και όλους τους δορυφόρους του περνούσε την πόρτα της αίθουσας για να ανέβει χειρουργείο όταν το μόνιτορ έκραξε και ο αναισθησιολόγος σταμάτησε και τράβηξε την παρέλαση πάλι μέσα, ανακοπή, -Να μείνουν μόνο οι γηγενείς της αίθουσας. Κρατήστε το χειρουργείο, αυτό ειπώθηκε από υποχρέωση, δεν πίστευα πως είχε νόημα να κρατήσουν το χειρουργείο. Ξεκινήσαμε ανάνηψη, αδρεναλίνες, ζαπ, Κορνταρόν, ζαπ, ζαπ, και αδρεναλίνες και ζαπ, αλλά ο βιονικός νευρώνας μας ήταν ξανά σφαχτάρι, η μέση γραμμή είχε χάσει το μέτρημα, -Μέση γραμμή, χρόνος! Χρόνος! Με κάθε θωρακική συμπίεση ανεβοκατέβαινε σαν στήλη ύδατος το αίμα στις πληγές, ο βιονικός νευρώνας μας ήταν νεκρός, και ακουγόταν σαν τρύπιο τόπι που ένα παιδί ζουλούσε και ξεζουλούσε σε μια άδεια ξερή αυλή, -Was denkst du jetzt? μουρμούρισε ο αναισθησιολόγος δίπλα μου, και ήταν περισσότερο ενθάρρυνση παρά ερώτηση, γέρος γιατρός και νέος δικηγόρος λέει ο πατέρας σου, -Μέση γραμμή, χρόνος; -90 από την άφιξη, 50 από την ανακοπή. -Σταματάμε. Διαφωνεί κανείς; Στοπ. Κατόπιν η ησυχία της ήττας που πέφτει όπως έπεφτε η τηλεφωνική γραμμή με τις κακοκαιρίες στο νησί, αιφνίδια σιγή. Ώρα θανάτου... την ώρα δεν τη θυμάμαι πια.
-Ποιος θα ενημερώσει τους γονείς; ρώτησε η προϊσταμένη, λες και διάβασε τη σκέψη μου, με τα μάτια της να πηγαίνουν από μένα στον αναισθησιολόγο. -Είναι εδώ; -Στην αίθουσα αναμονής πίσω από τα χειρουργικά επείγοντα. -Θα τους ενημερώσω εγώ, από τους νεροχύτες στη γωνία ο Άλμπερτ, εθελοντής διαπραγματευτής και διπλωμάτης, από τότε ήδη αποφασισμένος να μου κάνει τη ζωή εύκολη βελονιά βελονιά. Τότε βέβαια η πρώτη αντίδρασή μου ήταν να θιχτώ. Γιατί προσφέρθηκε ο καριόλης; Επειδή με θεωρούσε ανίκανο. Αλλά δεν πήγα κόντρα, γιατί δίπλα στην αγανάκτηση ένιωσα και ανακούφιση. Τη δουλειά την ήξερα, την είχα κάνει σε διάφορες χώρες πριν από αυτήν, αλλά υπήρχε το γλωσσικό πρόβλημα, που κράτησε άλλους δυο τρεις μήνες ακόμα. Δεν είχα προλάβει να ξεχωρίσω στο νου μου τις γλώσσες που μπλέκονταν λόγω της ομοιότητας της διαλέκτου του νησιού που ήταν κάπου ανάμεσα στη μία και στην άλλη, ιδίως όταν θύμωνα ή στρεσσαριζόμουν, και αυτό σε κάνει να φαίνεσαι αναξιόπιστος. Το να φαίνεσαι αναξιόπιστος είναι χειρότερο για έναν γιατρό από το να είσαι αναξιόπιστος. Απ'όλα τα δύσκολα του περιστατικού, το πιο δύσκολο εκείνη την εποχή για μένα ήταν σαφώς εκείνη η κουβέντα. Ήξερα πως θα πνιγόμουν στα γερμανικά, και οι γονείς θα μ'έβλεπαν καχύποπτοι μες στην εμβροντησία τους, και ο κίνδυνος για δικηγοριλίκια θα μεγάλωνε και θα πρηζόταν σαν ενθουσιασμένη πούτσα.
-Ποιος θα ενημερώσει τους γονείς; ρώτησε η προϊσταμένη, λες και διάβασε τη σκέψη μου, με τα μάτια της να πηγαίνουν από μένα στον αναισθησιολόγο. -Είναι εδώ; -Στην αίθουσα αναμονής πίσω από τα χειρουργικά επείγοντα. -Θα τους ενημερώσω εγώ, από τους νεροχύτες στη γωνία ο Άλμπερτ, εθελοντής διαπραγματευτής και διπλωμάτης, από τότε ήδη αποφασισμένος να μου κάνει τη ζωή εύκολη βελονιά βελονιά. Τότε βέβαια η πρώτη αντίδρασή μου ήταν να θιχτώ. Γιατί προσφέρθηκε ο καριόλης; Επειδή με θεωρούσε ανίκανο. Αλλά δεν πήγα κόντρα, γιατί δίπλα στην αγανάκτηση ένιωσα και ανακούφιση. Τη δουλειά την ήξερα, την είχα κάνει σε διάφορες χώρες πριν από αυτήν, αλλά υπήρχε το γλωσσικό πρόβλημα, που κράτησε άλλους δυο τρεις μήνες ακόμα. Δεν είχα προλάβει να ξεχωρίσω στο νου μου τις γλώσσες που μπλέκονταν λόγω της ομοιότητας της διαλέκτου του νησιού που ήταν κάπου ανάμεσα στη μία και στην άλλη, ιδίως όταν θύμωνα ή στρεσσαριζόμουν, και αυτό σε κάνει να φαίνεσαι αναξιόπιστος. Το να φαίνεσαι αναξιόπιστος είναι χειρότερο για έναν γιατρό από το να είσαι αναξιόπιστος. Απ'όλα τα δύσκολα του περιστατικού, το πιο δύσκολο εκείνη την εποχή για μένα ήταν σαφώς εκείνη η κουβέντα. Ήξερα πως θα πνιγόμουν στα γερμανικά, και οι γονείς θα μ'έβλεπαν καχύποπτοι μες στην εμβροντησία τους, και ο κίνδυνος για δικηγοριλίκια θα μεγάλωνε και θα πρηζόταν σαν ενθουσιασμένη πούτσα.
Στο διάδρομο έξω από το μπουρδέλο η μέση γραμμή έκλαψε και την έκανα πατ-πατ στην πλάτη και της είπα Κλάψε εδώ και μόλις μπεις στην πτέρυγα προχώρα, έχει ζωντανούς που περιμένουν. Με κοίταξε προσβεβλημένη σαν να είχα βρίσει τα θεία, αλλά όταν την είδα μετά στην πτέρυγα τίποτα δεν ομολογούσε το ζόρι που είχε τραβήξει. Μέσα οι τραυματιοφορείς μαζί με τις νοσοκόμες και την κυρία της καθαριότητας συγύριζαν.
---
Τότε μας στέλνανε στα αποδυτήρια ενός από τα παλιά κτίρια, στον τελευταίο όροφο, που ήταν ύστερη προσθήκη. Η σκάλα ήταν απότομη σχεδόν για να τη σκαρφαλώνεις και με κάθε βήμα ξεκολλούσαν σοβάδες και κομμάτια από τούβλα στα πλαϊνά. Τα αποδυτήρια εκείνα μύριζαν σαν γυμναστήριο και φαρμακείο μαζί και ήταν στριμόκωλα, ένα μπάνιο για εξήντα φοριαμούς. Καταργήθηκαν μετά την ανακαίνιση το '22. Η πρωινή βάρδια είχε ήδη πιάσει και η βραδυνή είχε επί το πλείστον ήδη φύγει. Πέταξα τα μπλε στην πάνινη σακούλα των πλυσταριών, έκανα γερή σαπουνάδα, το σιφώνι βραδυπορούσε και τα σαπουνόνερα λίμναζαν απειλητικά. Όταν βγήκα από το μπάνιο, στον πάγκο ανάμεσα στις σειρές των φοριαμών καθόταν ο Άλμπερτ. Κοιτούσε το κινητό του, το ένα πόδι φορούσε ακόμα το σαμπώ και το άλλο είχε μισοβαλμένη πολιτική κάλτσα.
-Θες να συναντηθούμε αύριο;
-Τι έχεις κατά νου;
-Μπύρα και βελάκια;
-Εντάξει.
-Τι έγινε με το λαιμό σου;
Έπιασα τη γενειάδα για να σιγουρέψω πως ήταν όσο μακρυά την είχα αφήσει. Είχα επιβεβαιώσει πριν φύγω από το σπίτι την προηγούμενη πως δε φαίνονταν τα ίχνη της προχτεσινής μαλακίας.
-Τίποτα.
-Τίποτα. Σηκώθηκε επιθετικά, με τράβηξε απ'τη γενειάδα προς τα πάνω, σα να τραβούσε σκυλί απ'το κολάρο, και μετά με άφησε το ίδιο απότομα. Τίποτα, τίποτα, τίποτα.
Ήθελα να ζητήσω βοήθεια αλλά έκρυψα τη μούρη μου στην πετσέτα και μου πέρασε γρήγορα. Υπό έλεγχο, πάντα, όλα, μηχανή.
-Η κάλτσα σου είναι κάτω απ'τον πάγκο.
-Σωστά.
Ντυθήκαμε, με ρώτησε πού ήμουν παρκαρισμένος, περπατήσαμε μαζί μέχρι το πάρκινγκ, το ίδιο στο οποίο είχαν βρει τον χειρουργό πεθαμένο κάτω από το καπώ.
-Ευχαριστώ που ανέλαβες τους συγγενείς εχτές.
-Την επόμενη φορά δώσε εντολή, είναι η δουλειά σου.
-Σωστά.
Σταμάτησε δίπλα στο αυτοκίνητό του, με κοίταξε παρατεταμένα τόσο που χαζογέλασα αμήχανα, ήταν ζύγισμα ή μαντεψιά αλλά δεν το σκέφτηκα τότε, Φίλε μου, είπε, και με πήρε αγκαλιά. Στάθηκα με τα χέρια σε σφιχτές γροθιές και τα άνω άκρα κολλημένα στο σώμα μου, σαν μολυβένιο στρατιωτάκι, σαν τηλεγραφόξυλο, σε ολόσωμη τετανία. Όλα ήταν επιθέσεις, όλοι ήταν εχθροί μηδενός εξαιρουμένου, από το πρωινό χαλαζάκι ως τον Άλμπερτ, εχθροί όλοι. Όλα ήταν τόσο δύσκολα τότε, αλλά αυτός με αγκάλιασε υπομονετικά, ζεστά και σφιχτά και για ώρα, μέχρι που μαλάκωσα και έχωσα τη μούρη μου εκεί που ενώνεται ο ώμος με το λαιμό του, σωτήρια ζέστη, ιαματική.
---
02(?).2018
(Αυτό το μέρος δυσκολεύτηκα να το θυμηθώ με τις λεπτομέρειές του. Επέστρεψε κομμάτι κομμάτι, πρώτα ασύνδετα και όχι στη σωστή σειρά, επειδή το βασικό έλλειμμα ήταν η ταινία.)
Ο σινεμάς έπαιζε εκείνη την ταινία με τη μουγκή γυναίκα που ερωτεύεται το βατραχάνθρωπο από τα ποτάμια της Λατινικής Αμερικής. Όταν βγήκαμε έξω ήταν θεοσκότεινα και φυσούσε δαιμονισμένα. Έπρεπε να βάζεις κόντρα για να περπατήσεις. Κατευθυνόμασταν προς το Γεωτρύπανο όπου μας περίμεναν οι νεφρολόγες. Εκείνες είχαν δει την ταινία μια βδομάδα νωρίτερα. Φτάσαμε στην κυκλική διαδρομή, έκανα να στρίψω με τους άλλους στο δρόμο του Γεωτρύπανου, αλλά ο Άλμπερτ με τράβηξε πίσω. -Εμείς θα πάμε μια βόλτα και θα έρθουμε σε λίγο, ε; Ο τύπος με τα αυτιά δορυφορικά πιάτα απόρησε αλλά δεν επέμεινε. Κι εγώ απόρησα αλλά κράτησα το στόμα μου κλειστό. Οι άλλοι συνέχισαν προς το μπαρ, εμείς πήραμε το δρόμο προς το λιμάνι.
Μετά το βενζινάδικο είναι ένα παρτέρι όπου οι πότες πετάνε τα γυάλινα φλασκιά αφότου ρουφήξουν το φτηνό χωνευτικό. Το παρτέρι και γύρωθεν είναι γεμάτο θρύψαλα και όταν περνάει κάποιος από εκεί τα βήματα είναι τραγανά. Χρονοτρίβησα για να πατήσω τα πιο μεγάλα θρύψαλα που θα έκαναν τα πιο δυνατά κρατς και φανταζόμουν πως ήμουν ο Κινγκ Κονγκ. Ο Άλμπερτ ήταν χαμογελαστός. Οι σημαίες στο βενζινάδικο χτυπούσαν με τα σκοινιά τους στα κοντάρια. -Είμαι η Ελίσα, είπε. -Καμιά περούκα στον κόσμο δε θα σε έκανε Ελίσα. Έψαχνα τα πιο θορυβώδη θρύψαλα και δεν τον πρόσεχα πολύ. -Είμαι η Ελίσα. Κατάλαβες; Κρατς. -Μπορεί και να κατάλαβα. Κρατς, κρατς. -Τι κατάλαβες; -Πως είμαι ο βατραχάνθρωπος. Γέλασε πολύ ψυχαγωγημένος και κάπως σαστισμένος επειδή είχα δίκιο, εκεί το πήγαινε. Το μυστικό μας είναι πως μαντεύουμε ο ένας τον άλλον σωστά σαν από λάθος. -Φίλε μου, είπε. Ήταν η κωδική φράση, όπως ο σαντέκ όταν προπονεί τα άλογα με το σειραγωγέα και λέει Kreis! και το άλογο ξέρει πως είναι να κάνει κύκλο, έτσι ήξερα κι εγώ πως όταν έλεγε Φίλε μου, ήταν η εντολή μου να συνεργαστώ για να μ'αγκαλιάσει. Είχαμε εξασκηθεί και δε μας δυσκόλευε καθόλου. Με αγκάλιαζε πάντα σαν να είχε κάτι τρομερό να μου πει για το οποίο δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ειπωθεί παρά με την αγκαλιά ενός απελπισμένου, και εγώ έβαζα τη μούρη μου εκεί που ενώνεται ο ώμος με το λαιμό του. Συνήθως ήταν αγκαλιά χαιρετισμού ή αποχαιρετισμού, αλλά ενίοτε συνέβαινε και χωρίς συμφραζόμενα, όπως τότε δίπλα στο παρτέρι.
Έβαλε το χέρι του μέσα από το σκουφί μου και μου έτριψε το κεφάλι, και το σκουφί ανέβηκε και κάθησε σαν φέσι πριν πέσει δίπλα στο ντουβαράκι του παρτεριού. Ο αέρας έστελνε τα μαλλιά μου παντού, στη μούρη του και στη μούρη μου και στα άλλα κοντινά μέρη. Τον δάγκωσα στο λαιμό, όχι στα σοβαρά, γύρισε και με φίλησε στο μάγουλο και μετά στο στόμα, εντελώς στα σοβαρά. Έκανα να μαζέψω το σκουφί μου και με χτύπησε στα πλευρά. Ακολούθησε μια πάλη, που σίγουρα θα φαινόταν αστεία αν κάποιος μας έβλεπε από μια μεριά, ίσως και να μας έβλεπε, δεν ξέρω, καθώς παλεύαμε σαν τρόφιμοι σε ίδρυμα ηλιθίων, κάτι από παιχνίδι και κάτι από αιμοδιψία, με λαβές και αρπαγές και γροθιές και μαλακές γονατιές και μερικές πιο σκληρές, αλλά στ'αλήθεια παλεύαμε με το μοραλισμό. Ο μοραλισμός, τι αισχρή καριόλα. Δεν είχε καμιά ελπίδα, αλλά άργησε να παραδώσει τα όπλα.
---
Η ακτή ήταν κατηφορική και σύντομα δε φαίνονταν τα τελευταία σπίτια, δε φαίνονταν αυτοί που με είχαν στείλει να φτάσω στην ακτή, δε φαινόταν καν το βουνό, παρά μόνο ένας ουρανός πηχτός σαν στόκος και εκείνη η κατηφόρα που έκαιγε. Βήμα βήμα γινόμουν άμμος, η διάλυση ξεκίνησε από τα πέμπτα ποδοδάχτυλα που είδα με φρίκη να εξαφανίζονται μέσα στην άμμο, και από εκεί και πέρα ήταν μια διαδικασία την οποία δε μπορούσα παρά να υπομείνω, ένας σταδιακός θάνατος. Περπατούσα στις κουτσουρεμένες φτέρνες, στις κουτσουρεμένες κνήμες, στα γόνατα, στα μεσομήρια, στην πύελο, φτυάριζα με τα χέρια, με τους αγκώνες, ώσπου ακινητοποιήθηκα, μισοθαμμένος στην άμμο, άθλια προτομή, αρχαίο άγαλμα σε έναν κρανίου τόπο. Πίσω από τη βοή του αέρα και το σφύριγμα της άμμου, κι ενώ τα αυτιά μου σκορπούσαν κόκκο κόκκο, ακουγόταν το πέρα δώθε του νερού που έσβηνε μαζί με την ακοή μου. Ήμουν κοντά.
Νύχτωσε με εκατομμύρια αστέρια. Ο αέρας στροβίλιζε την άμμο απ'τους ακουστικούς πόρους στους κόγχους, ρινικούς και οφθαλμικούς. Ό,τι είχε απομείνει από το σαρκίο μου είχε μετατραπεί σε σύνθετο πέτρωμα, πυρίμαχο και ομαλό. Εγώ ο ίδιος, στοιχειό, ανέβαινα ψηλά σαν καπνός από ανήσυχη φωτιά. Φάνηκαν τα τελευταία σπίτια, φάνηκαν αυτοί που με είχαν στείλει να φτάσω στην ακτή, φάνηκε το βουνό με το φαράγγι, φάνηκε η πίσω μεριά του βουνού και η κοιλάδα, αλλά η κόκκινη άμμος συνεχιζόταν μέχρι τον ορίζοντα, και ανέβαινα και ανέβαινα, και ο ορίζοντας καμπύλωνε και καμπύλωνε, και η άμμος απλωνόταν και απλωνόταν. Δε θα έφτανα ποτέ. Δεν υπήρχε ακτή.
---
08.2025
Μια πνοή που κουβαλάει υγρασία από μαγεμένο δάσος με βρίσκει στο πρόσωπο. Μια παλάμη με ιδρώνει στα χειρουργημένα χωρίς να με πιέζει. Είναι νύχτα. Κάτω στο δρόμο βρίζονται οι σουρωμένοι Γροιλανδοί. Βρέχει με νοτιά και η σκιά της ξερακιανής λουΐζας στο μπαλκόνι είναι γαϊτανάκι και γύρω γύρω χαίρονται οι βροχοστάλες. Ο Άλμπερτ είναι ξαπλωμένος δίπλα μου, στηριγμένος στον αγκώνα του, ξυπνητός. Ο Άλμπερτ, που με φέρνει μαλακά πίσω στον κόσμο, ξανά και ξανά. Καθαρίζω το λαιμό μου, σίγουρος πως θα είναι γεμάτος άμμο, αλλά είναι απλά ο λαιμός μου.
-Hvad var det, du så?
-Det' lige meget.
-Hvorfor bli'r det nat, mor, og kold og bitter vind? Τραγουδάει ψιθυριστά, με τη λίγη αστειευτική απορία στο τέλος που γνωρίζω πολύ καλά. Ξέρω και το τραγουδάκι. Το έχει τραγουδήσει ολόκληρο άλλες νύχτες για τις οποίες ίσως γράψω κάποτε κάποιο άλλο κατεβατό.
Το μόνιμο φως του κλιμακοστασίου των απέναντι φωτίζει το μικρό δωμάτιο. Η μπαλκονόπορτα είναι ίσα σκασμένη ανοιχτή. Το μικρό δωμάτιο είναι το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο. Εκεί που πυκνώνουνε τα μαύρα πεύκα και χάνομαι παιδί, ο Άλμπερτ διώχνει τους λεσάβες. Όταν ήμουν πολύ άρρωστος ανάμεσα σε δυο νοσηλείες, περνούσα τις μέρες μου στο μικρό δωμάτιο, μικρή κρυψώνα έξω απ'τον κόσμο, θα μπορούσε να αιωρείται στο διάστημα. Ο Άλμπερτ είναι το όραμα που είδα πριν με σβήσει το προποφόλ, είναι το νερό που ακούει η άθλια προτομή στον εφιάλτη και πεθαίνει παρηγορημένη.
Εκείνη η βουτιά την άνοιξη του '22 ήταν αυτοκτονία. Πόσο βαθιά έφτασε με εκείνη τη βουτιά και ποιος ξέρει τι είδε εκεί κάτω; Το πάθος είναι τελεολογικό. Τα συμπαρομαρτούντα της λογικής κρύβονται άλλοτε σε άλλη τσέπη, ἕκαστος ἐφ' ᾧ ἐτάχθη. Εκείνη η βουτιά την άνοιξη του '22 ήταν η ανακάλυψη της ευτυχίας. Το κέρμα που περιστρέφεται στον αέρα, dem einen ist's Speise, dem andern Gift, το ψωμί του ενός, το φαρμάκι του άλλου. Γιατί; Γιατί. Ποιος ήταν τότε, ποιος έγινε μετά. Ευλογημένος γάμος, σεβαστή οικογενειακή ζωή, επισκέψεις φιλικών ζευγαριών ταιριαστής κοινωνικής και μορφωτικής τάξης, γλέντια του Είντ, νύφες και πεθερικά που αρέσκονταν να εξιστορούνται πώς δε δέχονταν και δεν πρόσφεραν ποτέ δώρα επειδή το ισλάμ λέει πως τα δώρα είναι περιττά και αυτό τους έκανε κάπως ανώτερους από τους λιγδοδυτικούς, τραπεζώματα, χοροί, Κυριακές βγαλμένες από νοσταλγική ταινία, μονοκατοικία σε γειτονιά με δεντροστοιχίες και καλά σχολεία για τα παιδιά που θα έφερνε ο πελαργός που δεν ήρθε ποτέ, γιατί τους πρόλαβε η αρρώστια, όπως κάποιοι χωρικοί θα μιλούσαν για καρκίνο, έτσι μίλησε η όμορφη Τουρκάλα για...
Τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, μισό στρέμμα χερσοτόπι. Μια ύπαρξη μονοθεματική, μια κατάσταση σύντηξης. Το μικρό δωμάτιο στη σάπια εργατική πολυκατοικία στην κωλότρυπα της Δανίας, το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο, μια παρήγορη αυταπάτη. Οι Γροιλανδοί λύνουν τις διαφορές τους στο δρόμο και οι φωνές τους αντηχούν σαν σε αρχαίο θέατρο, οι μηχανόβιοι μαφιόζοι περνάνε και τρίζουνε οι κώλοι τους μες στα πέτσινα. Το άσπρο περιστέρι με την καφέ βούλα στο στήθος γουργουρίζει. Το τζάμι υγραίνεται από αρμυρή νωτάδα και πάνω του κολλάει η αιθάλη απ'το λιμάνι και θέλει καθάρισμα με δυο κουβάδες και δυο πατσαβούρια. Η ξερακιανή λουΐζα βγάζει κάτι φυλλαράκια σαν τρίχες. Ο σπάνιος πρωινός ήλιος κάνει τον κόσμο κρόκο. Κάποιος άλλος θα είχε κλείσει την υπόθεση και ο Άλμπερτ θα ζούσε όπως ήταν γραφτό να ζήσει. Αλλά δεν ήταν κάποιος άλλος, ήμουν εγώ. Επί πτωμάτων για τη θεραπεία της μοναξιάς. Αν ήξερε η όμορφη Τουρκάλα θα μοίραζε οίκτο και αποδοκιμασία. Τα ρούχα του είναι ανακατεμένα με τα ρούχα μου στη ντουλάπα στο μεγάλο δωμάτιο επειδή το μικρό δεν έχει χώρο. Το κορίτσι ψειρίζει τις αφίδες απ'τα φυλλαράκια της λουΐζας, η νεράιδα του παραμυθιού, μετάξι μες στις στάχτες. Εκκεντρική ρουτίνα σε κλειστό κύκλο. Γιατί; Γιατί. Οι ξεπέτες και ο μηδέν μπελάς ήταν φτηνοί, ήταν για άλλους πιο λίγους απ'αυτόν. Αυτός πλήρωσε ακριβά για ένα κονσερβοκούτι με λόξες χαζές, τις οποίες τις έβαλε κάτω απ'το μαξιλάρι του από πίκα, να τις ανέχεται και να τις συγχωρεί. Εξαρτημένος από μένα και εγώ εξαρτημένος απ'αυτόν, η χείριστη ράτσα της εξάρτησης, θνητός από θνητό θνητό, μηδέν από μηδέν μηδέν, και αναρωτιέμαι γιατί δε μετανιώνει, με θορυβεί που δε μετανιώνει, περιμένω ακόμα το πρωί που θα γυρίσω στο χαντάκι και δε θα μπορώ να σηκωθώ, αν μάθεις στο καμτσίκι... Η αφορμή γι'αυτήν την ενδοσκόπηση, πίσω στην αρχή και πίσω στο τέλος:
-Μετανιώνεις καμιά φορά που δεν έκανες μόκο;
-Όχι.
-Γιατί;
-Θυμάσαι την Ελίσα;
-Ποιαν;
-Την Ελίσα, τη γυναίκα που έσωσε τον αμφίβιο άντρα στην ταινία.
-Χμμ… Α, ναι. Η μουγκή και ο βατραχάνθρωπος.
-Την είχαν βρει μικρή στην όχθη ενός ποταμιού. Θυμάσαι;
-Όχι.
-Θυμάσαι τι έγινε στο τέλος;
-Όχι.
-Πήγανε να ζήσουν στο ποτάμι. Θυμάσαι;
-Ναι, ναι.
Ο Άλμπερτ, με τα γελαστά μάτια, με το στρογγυλό κεφάλι και τα βελούδινα γένεια, με τα μεγάλα φεγγάρια στα νύχια, ο Άλμπερτ, ο πιο τρυφερός άντρας στον κόσμο, ο Τζουανότ Μαρτορέλλ μου. Ένας κοσμικός αναχωρητής, ένας ερημίτης σφήνα, κλοπιμαίο του ληστή, το ξίφος της Αστραίας. Kære min, elskede min.
Βρέχει με νοτιά, η ακτή είναι διακόσια μέτρα πέρα, ο Θεός έχει φανεί, τον έχω δει.
"Countess," said the king, "by your grace and virtue, be so kindas to give me a little sulfur, the kind which causes heat anddoes not burn itself up, the kind that the count, your husband,put into the torches so that no matter how much the wind blewthey would not go out."The countess answered: "Who told your grace that my husband,William of Warwick, could make torches like that with that kindof flame?""Countess," said the king, "this hermit standing here."
Joanot Martorell