© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Σταυρός, άγκυρα, καρδιά

DO YOU UNDERSTAND THE VIOLENCE IT TOOK TO BECOME THIS GENTLE?
N Prakash

Στη Γροιλανδική Πρεσβεία ζει ανάμεσα σε όλους τους άλλους η Ανίρλαρτουκ. Η Γροιλανδική Πρεσβεία δεν είναι πρεσβεία, είναι γειτονιά, και αυτό δεν είναι το επίσημό της όνομα, αλλά όλοι εδώ τη λέμε έτσι μισοσοβαρά μισοαστεία. Εκεί είναι οι μεγάλες πολυκατοικίες της κοινωνικής στέγασης, δηλαδή τα μπαούλα που μέσα χώνει το καλό κράτος τους καγιακόνεγρους μαζί με ναφθαλίνη και παρολαυτά όταν θυμάται να τους βγάλει έξω είναι γεμάτοι τρύπες, φαγωμένοι απ'το αλκώλ, τη φυματίωση και την ψώρα. Η Γροιλανδική Πρεσβεία είναι γκέττο. Από την πρόσοψη της πολυκατοικίας της Ανίρλαρτουκ κρέμονται μεγάλα πλακάτ με ζωγραφιές. Κάποια σπουδαία μυαλά με ταγιέρ και κοστουμάκι σε μια μοντέρνα αίθουσα συναντήσεων με αστραφτερό γυάλινο τραπέζι και ψεύτικα βρύα σε κάδρο έκριναν πως κάτι έπρεπε να κόψει τη μιζέρια των κτιρίων. Η ιδέα που επικράτησε ήταν τα μεγάλα πλακάτ με τις ζωγραφιές, να δείχνουν πως κανείς εδώ δεν πιστεύει πως υπάρχουν κατώτερες φυλές, πως η χώρα μας φροντίζει όλους, πως ο κόκκινος ήλιος που βυθίζεται στους παγετώνες εκείνης της ανελέητης γης είναι ένα παιδικό παιχνίδι, πως αντί για τη μαϊμού που δεν ακούει, που δε βλέπει, που δε μιλά, είναι τιμητική η αλλαγή με έναν Γροιλανδό που δεν ακούει, που δε βλέπει, που δε μιλά. Δίπλα στα παράθυρα του διαμερίσματος της Ανίρλαρτουκ κρέμεται το πλακάτ που δείχνει τον προτεσταντικό σταυρό, την άγκυρα και την καρδιά, τις τρεις ιερές αξίες χιασμένες.

Η Ανίρλαρτουκ γεννήθηκε σε έναν μικρό οικισμό που βλέπει στον κόλπο του Μπάφφιν. Κατέβηκε νότια με τη μάνα της που την περνούσε δεκατέσσερα χρόνια. Πριν πεθάνει απ'το ποτό της άφησε μισή ντουζίνα ετεροθαλή αδέρφια, και πριν προλάβει η Ανίρλαρτουκ να μεγαλώσει η ίδια, τα έμπλεξε με κάποιον που της έκανε δυο δικά της παιδιά στα γρήγορα και της μαύριζε τα μάτια. Η καταδίκη βιάζεται να προχωρήσει, από γενιά σε γενιά σαν καταρράχτης. Στα είκοσι ένα είχε υποφέρει αρκετά στην κουρασμένη χώρα της. Ήρθε εδώ να βρει δουλειά. Έκανε δυο χρόνια σε μια τεχνική σχολή, έμεινε άνεργη καιρό, δεν την προτιμούσαν, είχε δύσκολο όνομα, μαύρα μαλλιά και λάθος δέρμα, η κομμούνα την έστελνε εδώ κι εκεί να δουλεύει απλήρωτα σε αδιέξοδες πρακτικές κατά τα συμφωνημένα τα παρασκηνιακά. Άρχισε να συστήνεται Άνι, έκανε τα μαλλιά της χαλαρές μπούκλες στο κομμωτήριο, ζύμωσε τη μούρη της ώσπου εκείνο το σφίξιμο της ταλαιπωρίας γύρω απ'το στόμα έγινε δυο αδιόρατες γραμμές, και τελοσπάντων μ'αυτά και μ'εκείνα τα κατάφερε, βρήκε μια σταθερή δουλειά, ελευθερώθηκε από τη σκυλοτροφή της πρόνοιας και μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα με τρεις Δανέζες στο Νορρεμπρό.

Αυτό δε θα κρατούσε. Η μάνα της Ανίρλαρτουκ της είχε αφήσει κειμήλιο τη χρόνια ηπατίτιδα Β που την έσκαβε σαν φυλακισμένος που σκάβει με ένα κουταλάκι του τσαγιού το πάτωμα του κελιού του. Χτυπήθηκε από οζώδη πολυαρτηρίτιδα, και όταν αρρώστησε, αρρώστησε πολύ, με έναν επίμονο πυρετό που την ξόδευε, το ίδιο της το σώμα έτρωγε τ'αγγεία του όπως οι τερμίτες τρων το ξύλο, το δέρμα χαρτί, οι αρθρώσεις χοντρές σαν πορτοκάλια, άχρηστα πόδια, άχρηστα χέρια. Έχασε όλο το βάρος που την έκανε ενήλικη και ξαναγύρισε στα χρόνια τα παιδικά, ένα ισχνό χλωμό πλάσμα που συνοψιζόταν σε δυο αεικίνητα μάτια, δυο χοντρές σταγόνες μαύρης χολής ανακατεμένης με σπερματσέτο. Γρήγορα την ξεφορτώθηκαν απ'τη δουλειά, γρήγορα ξέμεινε από λεφτά, γρήγορα οι τρεις Δανέζες την ξωπέταξαν απ'το διαμέρισμα στο Νορρεμπρό, γρήγορα η κομμούνα την έκανε πακέτο και την έστειλε στη Γροιλανδική Πρεσβεία, υπήρχε χώρος και γι'αυτήν μες στο μπαούλο.

Μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο, παιγμένη σαν μαριονέττα από κάθε λογής ανίκανους, αλαζόνες, πολύτεκνους, θεούσους, φιλάνθρωπους, αθλητικούς, χοντρούς, πλούσιους, φτωχούς, μετανάστες, ντόπιους, φοβισμένους, θυμωμένους, κουρασμένους, ακούραστους, κοκάκηδες, συντηρητικούς, στωικούς, τεμπέληδες γιατρούς. Μας είχε γνωρίσει όλους, κάθε φάτσα, κάθε λαβή, κάθε ανάσα και κάθε βλέμμα, ώσπου λιώσαμε όπως οι πολλές γεύσεις παγωτό λιώνουν προς μια σκατιά σούπα. Η Ανίρλαρτουκ δε σήμαινε τίποτα για το σύστημα και το σύστημα δε σήμαινε τίποτα γι'αυτήν. Και αν ο Θεός το άφηνε στο σύστημα, η Ανίρλαρτουκ θα πέθαινε χωρίς ν'αφήσει ίχνος, αλλά ο Θεός το άφησε στην Ανίρλαρτουκ, και αυτή κρεμάστηκε απ'τη ζωή με τα δόντια ώσπου άρχισε σιγά σιγά και με όλα τα δηλητήρια στο αίμα να καλυτερεύει, να καλυτερεύει. Το σώμα άρχισε να ξεθυμώνει, τα αγγεία σταμάτησαν την κόντρα, οι αρθρώσεις ξεπρήστηκαν, ο πυρετός υποχώρησε. Έπινε γάλα ανακατεμένο με κρέμα για να αναλάβει, έτρωγε με το ζόρι ό,τι αηδία της έφερνε η γειτόνισσα, εξόν από τις μέρες που ήταν αναίσθητη από το ποτό, τότε δεν ερχόταν για προφανείς λόγους, και η Ανίρλαρτουκ έπινε περισσότερο γάλα ανακατεμένο με κρέμα.

Ένα πρωί περνούσα απ'τις πολυκατοικίες με τα πλακάτ, και από το χαμηλό πρώτο όροφο, δίπλα στη ζωγραφιά με τον προτεσταντικό σταυρό, την άγκυρα και την καρδιά, από το ανοιχτό παράθυρο, με φώναξε μια φωνή βραχνή σαν βατραχίσια: ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα με σφιχτό στόμα και μακριά γυαλιστερά μαλλιά. Κρατούσε ένα τσιγάρο και μια κούπα. 
-Με θυμάσαι;
-Όχι.
-Έλα πάνω, θα με θυμηθείς.

Κοντοστάθηκα για λίγο, προσπαθώντας να θυμηθώ τις φορές που δε γύρισα σπίτι. Όχι. Άρχισα να περπατάω ξανά.
-Κλινική 262. Έλα πάνω, έχω καφέ.
-Ήσουν ασθενής μου;
-Ναι.

Όταν μπήκα στο διαμέρισμα και την είδα από κοντά, με καλωσόρισαν εκείνα τα αεικίνητα μάτια και θυμήθηκα αμέσως. 
-Α-νγκερ-λαρ-τοκ!
Γέλασε ευχαριστημένη που επιβεβαιώθηκε. Την είχα γνωρίσει σκελετό με λίγες ξερές τούφες σαν νεκρό κλεμμένο από τα νησιά των ανθρωποφάγων, τυλιγμένη με το άσπρο σάβανο, τόσο αφυδατωμένη που έκλαιγε χωρίς δάκρυα, να επιστρατεύει όλη της τη δύναμη για να μου σφίγγει το χέρι σ'εκείνο το ζοφερό κρεβάτι του τετράκλινου θαλάμου. Τώρα τα μάγουλά της ήταν στρογγυλά, το δέρμα εύρωστο σαν παγωμένο λάδι, τα μαλλιά πλούσια, κατάμαυρα, σαν ρευστό μολύβι, τα χέρια ήταν όμορφα, τα νύχια αστραφτερά, τώρα τη γνώριζα γυναίκα. Με πήρε αγκαλιά, μύριζε καπνό και πασχαλιά, τι θεραπευτική μυρωδιά, με ταξίδευε αμέσως στο Μούρβικ ένα μαγιάτικο μεσημέρι, μου έλεγε όλα θα πάνε καλά, αν δε φοβόταν αυτή, δεν υπήρχε φόβος στον κόσμο.
-Θα πιεις καφέ;
-Δεν πίνω καφέ.
-Κάτι πιο δυνατό τότε.

Μου σέρβιρε ένα ποτηράκι σναπς, ήταν οχτώ το πρωί, ήμουν χειρουργημένος στο στομάχι. Δεν ήθελα να της εξηγήσω, δεν ήθελα να χάσει το χρόνο της με μένα, ήθελα ν'ακούσω τι είχε να πει, το ήπια μονορούφι και με έκαψε, μικρή τιμωρία, μικρό το κακό. 
-Σε βλέπω από το παράθυρο κάθε πρωί, πού πηγαίνεις;
-Περπατάω.

Το διαμέρισμα ήταν φτωχικό με παρήγορη διακόσμηση. Πάνω από τον καναπέ κρέμονταν μικρές ξύλινες αρκούδες, ένας προτεσταντικός σταυρός, φώκιες, φάλαινες και βάρκες. Είχε φρέσκα λουλούδια σε ένα βάζο με κινέζικο μοτίβ, πλεχτά μαξιλαράκια, κουρτίνες με κεντήματα. Ξεχνούσα πως στο υπόγειο σαράντα διαμερίσματα μοιράζονταν δυο χέστρες, ξεχνούσα πως οι γείτονες σούρωναν, πετούσαν τα μπουκάλια απ'τα κλειστά παράθυρα και έσπαγαν τα τζάμια, ξεχνούσα πού βρισκόμουν, ήταν μια γλυκιά γυάλα, να πήγαινε ο κόσμος να γαμηθεί.

Μου είπε πώς της δώσανε αισίως την αναπηρική σύνταξη, μου είπε για τις φυσιοθεραπείες και τη μαγειρική, μου είπε πως έπαιζε βελάκια στην παμπ "Η λιμανόγατα", μου είπε για το γάλα με την κρέμα. Όταν αποφάσισε πως είπε αρκετά, έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι μου. Έγειρε και με φίλησε. Μισόβγαλε τη μπλούζα της, τραβήχτηκα πίσω έκπληκτος, γέλασε καθησυχαστικά, μου έδειξε ένα τατουάζ καρδιά πάνω στο δεξιό δελτοειδή και την ξανάστρωσε. Σήκωσα το μανίκι και της έδειξα την άγκυρα στον αριστερό δελτοειδή. Κατέβασε τον ξύλινο σταυρό απ'το ντουβάρι, κόλλησε τον ώμο της στον ώμο μου και έβαλε το σταυρό ανάμεσά μας.
-Όπως στο πλακάτ.
-Όπως στο πλακάτ.

Μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι

Πέρα από τις αμμοθίνες ξαπλώνει ακίνητη η θάλασσα, μελάνι μες στη νύχτα. Προς τα πίσω είναι οι ανοιχτωσιές με τα ανθισμένα ρείκια και το κιτρινωπό χορτάρι, που απλώνονται και απλώνονται ως το τέλος του κόσμου, επίπεδες και ομαλές, αιωνίως αμέτοχες. Σ'αυτόν τον προτεσταντικό παράδεισο, ένας ερημίτης γρύλος προσεύχεται. Καλέ Θεέ, άνοιξέ μου το θώρακα όπως οι πλούσιοι με τα κρεμαστά προγούλια ανοίγουνε το θώρακα των αστακών με ένα κρακ και βγάλε από μέσα το μπόγο σκουλήκια που με τρώνε. Τα αστέρια έπεσαν από τον ουρανό και έγιναν δροσιά. Είναι η ιδανική νύχτα αν θέλεις να σε ακούσει ο Θεός.

Καθόμαστε καταγής στο γυμνωμένο χώμα εμπρός στο knæhus. Η αχυροσκεπή είναι ενωμένη με το ψηλό χορτάρι και η καλύβα είναι μέρος του τοπίου, ένας ψεύτης λόφος. Αν ήμουν αγρότης απ'το Gorlosen που δεν είχε δει σ'όλη τη ζωή του μέρος άλλο απ'την κοιλάδα του Mayenbach, θα έτρεμα σαν φύλλο. Η αρχή της λιμνοθάλασσας του Ringkøbing σημαίνει το τέλος της πάτριας ακτής μου, αλλά έχω ζήσει στη γύρα και δε φοβάμαι. Οι φάτσες που αλλάζουν δεν παύουν να είναι φάτσες φυτεμένες πάνω σε λαιμούς, οι λέξεις που ακούγονται διαφορετικές αναβλύζουν από στόματα φτιαγμένα με την ίδια τεχνική, η άμπωτη και η παλίρροια κόβουν τις ίδιες βόλτες, όλα αυτά τα κυβερνάει ο ίδιος βασιλιάς, κι εγώ κι εσύ είμαστε πάντα τυχοδιώκτες.

Ο γρύλος τελειώνει την προσευχή και τώρα είναι σειρά σου. Σηκώνεις το μπουκάλι προς τα πάνω, πίνεις μερικές γενναίες γουλιές, από κείνες τις γρήγορες που κάνει το ακβαβίτ και φωνάζεις με ζεστή φωνή: Καλέ Θεέ, κάνε αυτό το καλοκαίρι στην καρδιά μου να κρατήσει ώσπου να με ψήσει από μέσα και να γίνω κάρκανο. Ο Θεός γελάει γιατί είσαι μεθυσμένος. Ίσως και να μη σε παίρνει στα σοβαρά. Αλλά εγώ σ'ακούω όλος αυτιά. Η μάνα σου που είναι πιστή και πηγαίνει κάθε Κυριακή σ'εκείνη την εκκλησία στο ένωμα του Μπούα και του Ένα που μέσα έχει τις παλιές ζωγραφιές από την πτώση (utdrivelse), σου έλεγε όταν ήσουν παιδί να προσεύχεσαι πάντα σιγανά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε ο διάολος ακούει.

Το λερό παραθυράκι της καλύβας αφήνει το φεγγαρόφωτο να στάξει στα στρωσίδια. Ένα ξενύχτικο μερμήγκι πεζοπορεί στις τρίχες της κοιλιάς σου, σηκώνεις το χέρι για να το εκτελέσεις, αλλά σε πιάνω με τη μέγγενη απ'τον καρπό. Το μερμήγκι πείθεται να σκαρφαλώσει στο νύχι του αντίχειρα και με το χιτινικό ιπτάμενο χαλί ταξιδεύει ως τα σανίδια του πατώματος. Μου χαμογελάς θολός απ'το ποτό, κουνάς τα δάχτυλα για να σε αφήσω, σ'αφήνω. Mου χαϊδεύεις το μάγουλο προσεχτικά σαν πατέρας που χαϊδεύει ένα νεογέννητο, Πώς γίνεται να μη σ'αγαπάνε όλοι;

Κλείνω τα μάτια. Έχεις χαθεί για τα καλά. Κάτω απ'την αχυροσκεπή θα αγκαλιάσεις έναν άντρα και θα του λύσεις τα δεσμά. Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος, ήταν πλάνη, ήταν φιγούρα από φωτιά. Όσο θα καίγεσαι θα λες πως ήταν ο Θεός που σου'κανε το κέφι. Το φεγγάρι είναι θραύσμα από εκείνο το κοχύλι που χτυπήθηκε και χτυπήθηκε στις πέτρες. Μέσα στο σκοτάδι, η ψυχή μου βγαίνει σαν σκιά απ'το κορμί μου και γλιστράει έξω στα ανθισμένα ρείκια. Είναι μια γλυκιά νύχτα, μια νύχτα που ξεκουράζεται η πλάση, μια νύχτα που δεν αρμόζει στα στοιχειά. Τρέχω αθόρυβα πάνω στη μαλακή γη, κρυμμένος απ'τον κόσμο, κρυμμένος και από το Θεό, μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι, τρέχω προς τη θάλασσα, κι όταν περνώ τις τελευταίες αμμοθίνες, το σχήμα μου διαλύεται και γίνομαι μαύρη πνοή που εξαφανίζεται στο μαύρο νερό που παραμένει αρύτιδο γυαλί.

---


Knæhus (esehus)

Τα σανίδια του πατώματος (feat. jizz)













Παλιοδιάβολοι

Σε κάθε σκαλί το αίμα με μια άλλη αραίωσή του, απ'το βέλο το τριανταφυλλί μέχρι το μελάνι της σουπιάς. Έχεις τη βελόνα της πυξίδας στη φτέρνα σαν καρφί, δε θα χαθείς θέλεις δε θέλεις. Ανεβαίνεις κι ας σου κόβεται η ανάσα, κι ας σου τρέμουνε τα γόνατα, θα συνεχίσεις ν'ανεβαίνεις, και σε κάθε σκαλί το αίμα θα σου γνέφει.

Τα σύννεφα κάθονται το ένα πάνω στο άλλο και γίνονται πυργί, κι εκεί στην κορυφή κάθεται θρονιασμένη η μοίρα σου και σε παρακολουθεί. Κι εσύ... εσύ συνεχίζεις ν'ανεβαίνεις, με τον ιδρώτα σαν δαντέλα από λιωμένο κερί.

Όσο προχωράς το αίμα πυκνώνει και παλιώνει και θυμίζει πίσσα ολοένα. Κάθε σκαλί που αφήνεις, το σηκώνει σκόνη ο αέρας και εξαφανίζεται. Δεν έχει γυρισμό. Εμπρός σταλιά σταλιά ξεδιπλώνεται η καταστροφή, αυτό που ξέρεις καλύτερα από καθετί.

Από το πηχτό σκοτάδι από της μάνας σου το μουνί γλίστρησες σαν από λάθος στην ταλαίπωρη γη. Σε είδε ο ήλιος μια μέρα που δε σκόπευε να βγει. Στο στέρνο σου είχες το στόμα μιας σπηλιάς, και μέσα έκρυβες ένα νυχτόβιο θηρίο.

Η γριά μαμή έσμιξε τα φρύδια. Το μύριζε αλλά δε μπορούσε να το δει. Το κτήνος κούρνιαζε στο βάθος. Κανένας δεν είχε τα κότσια να βάλει το χέρι στη σπηλιά. Οι σκιές ήταν δόλιες κι επικίνδυνες. Σ'άφησαν κι έζησες, όχι από έλεος αλλά από ατολμία. Οι δειλοί είναι αυτοί που τρέφουν το κακό.

Μεγαλώνοντας μεγάλωνε και το μυστικό. Τα βράδια που οι αναμάρτητοι κοιμούνταν έβγαινε παγανιά. Με τα δυνατά σαγόνια του άρπαζε και έσκιζε τις αθώες σάρκες και όταν επέστρεφε χορτασμένο είχε στη γούνα του αιμάτινη εσάρπα. Χωνόταν στη σπηλιά λίγο πριν το πρώτο φως. Κι εσύ... εσύ έτριβες μακάριος το στέρνο και άλλαζες πλευρό.

Το κακό ψήλωσε και χόντρυνε τόσο που δε χωρούσε πια μες στη σπηλιά. Ένα χάραμα δεν κατάφερε να χωθεί στη στενεμένη τρύπα. Όταν ξύπνησες το είδες που στεκόταν με τη μουσούδα του κολλημένη στη δικιά σου. Περίμενε υπομονετικά. Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις. Είχε έρθει η ώρα ν'αρχίσει η ανάβαση. Εχτές ήσουν παιδί, σήμερα ήσουν άντρας. Έβαλες τα χέρια σου στο στόμα και σε άνοιξες πέρα πέρα. Το κτήνος σε φόρεσε σαν κάπα.

Δεν υπήρχες και δεν υπήρχε πια. Υπήρχατε μαζί, παλιοδιάβολοι.