© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Нет документа, нет и человека

it takes a lot of papers for it to make sense



"Нет документа, нет и человека," удовлетворенно говорил Коровьев. . . . 
"Вы правильно сказали," говорил мастер, пораженный чистотою работы Коровьева, "что раз нет документа, нету и человека. Вот именно меня-то и нет, у меня нет документа."  
"Я извиняюсь," вскричал Коровьев, "это именно галлюцинация, вот он, ваш документ," и Коровьев подал мастеру документ. 

М. Булгаков

Στη φόρα 11





Στο νοσοκομείο στο υπόγειο της προέκτασης έχουνε εγκαταστήσει καινούρια αποδυτήρια με όλα τα κομφώρ, ατομικές ντουζιέρες, χέστρες με νεροχύτη, παγκάκια ανάμεσα στους φωριαμούς. Τις προάλλες έπιανα να εφημερέψω, έδειξα την κάρτα στην ηλεκτρονική κλειδαριά, για να ξέρουν οι διοικητικοί και πότε έφτασα, κατευθύνθηκα προς το τέρμα του αποδυτηρίου, αλλά ξαφνικά είδα δυο κωλομέρια στρογγυλά σαν κολοκύθες και δονούμενα σαν ζελές από βιβλίο συνταγών του '70. Ήταν σαφώς αφορισμένα από ένα μπεζουλί στριγκάκι, δεν έχω ιδέα ποιανής ήταν ο κώλος, αλλά ήταν καθαρή υπερβολή. Τότε πήρα είδηση πως η αίθουσα δε μύριζε άπλυτη κάλτσα και ιδρωμένο αρχιδόσακο, αλλά οιστρογονικό μπούτι και γλυκερό αποσμητικό. Έκανα μεταστροφή και κίνησα προς τα έξω. Μια γριά εργαλειοδότρια με πέτυχε στην είσοδο: Καλημέρα. και κοντοστάθηκε, αβέβαιη κι αυτή αν ήταν εκείνη λάθος ή εγώ. Εγώ, εγώ μπήκα να πάρω μάτι. Της χαμογέλασα και βγήκα. 

Το ίδιο απόγευμα μια αγελαδινή πρώτη γραμμή με διπλό σκεμπέ και μακρουλή μούρη καθόταν στο διπλανό τραπέζι στο κυλικείο μαζί με άλλες δυο και έναν παθολόγο στα όψιμα σαράντα. Είναι καραφλός, έχει φλοκάτη στην πλάτη και κάνει μόνο upper body στο γυμναστήριο. Έλεγε βαρετές ιστορίες περιστατικών, η αγελαδινή και οι άλλες δυο τον παρακολουθούσαν γοητευμένες. Μετά η αγελαδινή άρχισε να αφηγείται πώς χτύπησε ένα παρκαρισμένο ξεπαρκάροντας επειδή είχε νεύρα που δεν είχε κοιμηθεί η κόρη της τη νύχτα, κοιτώντας με αγωνία να δει αν τα λόγια της θα έκαναν εντύπωση στον παθολόγο. Λένε για το ωραίο φύλο, αλλά το να έχεις θέση ψηλότερα στην ιεραρχία απ'το ωραίο φύλο είναι σαν να αλείφεις την πούτσα σου μέλι και το ωραίο φύλο να είναι στα πρόθυρα υπογλυκαιμικού σωκ.

Κάποιες μέρες αργότερα σε μια ενημέρωση για όλους τους τομείς η αγελαδινή ήταν πάλι με τις άλλες δυο, και αφηγιόταν πώς ο παθολόγος την είχε διώξει από το γραφείο για ν'αλλάξει ρούχα, Φυσικά και έφυγα, τι να μείνω; Να δω τον ... να αλλάζει; Όχι βέβαια, τέτοια πράγματα δεν κάνω. Δεν είναι σωστά πράγματα. Hue hue hue hue, τύποις σκανδαλισμένη, λες και δεν έχει δει γυμνό άντρα στη ζωή της, η παρθένος Μαρία με τα δυο παιδιά. Σκέφτηκα το μεικτό αποδυτήριο στο πανεπιστημιακό, το σταυρό με κομποσκοίνι στην ωμοπλάτη του Τ. που του πέθανε το παιδί και είχε αναρτήσει φωτογραφία του απ'την κάσα στην αίθουσα συναντήσεων, την απω ανατολίτικη μονοκόμματη μέση της Λβιν, τη Σούζαν που έλεγε στη Μέη για τα κοντά της πόδια, τη Μέη που με είχε πιάσει στη νεφραμιά και το είχε στο κεφάλι της σαν ιδέα για να με προσεγγίσει, τον Άλλαν που φορούσε πάντα μπλε βρακί, τον Γκ. τον Βερολινέζο με τις κάλτσες παραταίρι που ήταν το ίδιο μακρόστενος με μένα και μια μέρα δραματικής βροχής μου είχε δανείσει το αδιάβροχο παντελόνι για να ποδηλατίσω σπίτι -αυτός θα κοιμόταν στο αμάξι του έτσι κι αλλιώς. Το τηλέφωνο ήταν ακριβώς πίσω μου, δίπλα στο παράθυρο. Όταν η Ρ. το χρειαζόταν και με πετύχαινε μισόγυμνο έβγαινε αμέσως πάλι έξω σε βαθειά αμηχανία και περίμενε ώσπου να βγω αρματωμένος και να της πω εντάξει, έχω ντυθεί, το τηλέφωνο είναι πάλι προσβάσιμο, η απειλή της γυμνής μου πλάτης εξέπνευσε.

Εκείνος ο κώλος από τα γυναικεία αποδυτήρια έρχεται σαν ενοχλητικός συνειρμός όταν παραπατάω με τα ψωλαρχίδια ζαρωμένα στο σαγρέ μεταλλικό πάτωμα εμπρός από τα λαμαρινένια ντουλάπια που ανοιγοκλείνουν, μούσκεμα ως το μεδούλι, δίπλα σε κάποιον άλλον σε ανάλογη θάλλουσα κατάσταση, και όταν είναι να πιάσω πρωινή εφημερία και ο ενδοκρινολόγος με τα γκουρλωτά μάτια λούζεται Αντίντας κουλ σπρέη από την κωλοχαράδρα ως τα άκαμπτα μπουκλίδια. Μέσα στο κεφάλι μου εμπρός σε κάθε φωριαμό δεκάξι στη μια και δεκάξι στην άλλη πλευρά, και δέκα σειρές από δεκάξι και δεκάξι, στέκεται και από ένας κώλος, τα πάντα ανοξείδωτο ατσάλι, ακόμα και οι λάμπες, στη μια αίθουσα όλοι είναι σαν κολοκύθες με πανομοιότυπο στριγκάκι, στην άλλη όλοι είναι πλακέ με δασύτριχη νησίδα στον κόκκυγα όπως του ενδοκρινολόγου, η γραμμή παραγωγής, το εργοστάσιο εργασίας, το κάτεργο, η παρέλαση προς την ελευθερία, κώλοι γουρουνιών στις βιομηχανικές φάρμες, αλλεπάλληλοι, βρώμικοι, απελπιστικοί και όλοι τόσο ίδιοι.

-

Στο νοσοκομείο στο υπόγειο της προέκτασης έχουνε βάλει ρομπότ που σου δίνουν ρούχα από την ιματιοθήκη. Δείχνεις την κάρτα στην οθόνη, διαλέγεις από το μενού και μια φιξ κρεμάστρα αναδύεται από μια εγκοπή στον τοίχο με το εξάρτημα της προτίμησής σου, το ξεκρεμάς και έπειτα η κρεμάστρα εξαφανίζεται πάλι. Εκεί πετυχαίνουμε τη Σουκριγιέ σε μισοσταθερή βάση πλέον (το νοσοκομείο εδώ είναι πολύ μικρότερο από το πανεπιστημιακό) και κάθε φορά με καίει η παρόρμηση να κάνω τον ίδιο μου πλακέ σαν χαρτί και να με χώσω στην εγκοπή στον τοίχο, εκεί που αποσύρεται η κρεμάστρα του ρομπότ. Τις πρώτες δυο τρεις φορές έφυγα προς το κλιμακοστάσιο που βγάζει στην πνευμονολογική, παρατώντας τον Α. σαν γραφικός χέστης στην οργή της γυναίκας που δεν αγάπησε σωστά. Έκτοτε αυτός αναγνωρίζει τη συσπείρωση στο σώμα μου, με πιάνει απ'τον καρπό και λέει χωρίς φωνή Nej δηλαδή Όχι, σαν να είμαι σκύλος που ετοιμάζεται να ορμήσει στο τσιουάουα του γείτονα. Στεκόμαστε άβολα και ευθαρσώς στην ουρά για τα ρομπότ, και η Σουκριγιέ άλλοτε κάνει πως δε μας βλέπει, άλλοτε μας κερνάει κάποια ατάκα που μοιάζει να δούλευε στο νου της για μέρες, βγαλμένη από σαπουνόπερα θερμών χωρών.

Από την άνοιξη που της τα ξέρασε και μετακόμισε μαζί μας αναρωτιέμαι με έναν μικρό εκνευρισμό, γιατί δε μπορούσε να κάνει ντούκου όπως τον είχα συμβουλέψει; Θα ήταν πιο φτηνό. Κάνε ντούκου, θα περάσει. Δυο φορές το ίδιο σφάλμα. Λες κι αν κάνεις πως δεν έχεις αρπάξει γονόρροια, θα σταματήσει να στάζει η πούτσα σου πύο. Μα παίξαμε μια χαρά θεατράκι το '18 που είχα αποφασίσει να ζήσω προτεσταντικά με τη Σ. και ακόμα ήμουν μαλωμένος με την αλήθεια, παίξαμε μια χαρά θεατράκι την Πρωτοχρονιά, η Σουκριγιέ τον λάτρευε, οι αδερφές της Σουκριγιέ έψαχναν σύζυγο κατ' εικόνα και ομοίωσή του, οι γονείς της Σουκριγιέ τον είχανε θεό, οι νοσοκόμες δεν τον κουτσομπόλευαν, ζούσε όπως θέλει η κοινή γνώμη, κι εγώ τον γαμούσα με λύσσα με κάθε ευκαιρία. Εντάξει, ίσως τα ωραιοποιώ: παίξαμε κοπιώδες θεατράκι τραβώντας απελπισμένες μαλακίες στη ζούλα ενώ αναθεωρούσα τη στρεβλή μου ιδέα πως αυτοπειθαρχία σημαίνει ισόβιο μη, φάγαμε χώμα απ'τον τάφο του μοραλισμού του Μαρτίνου Λουθήρου, η Σουκριγιέ δοκίμαζε άλλο κρυφό ζόρι με έναν σύζυγο που έσβηνε σαν κίτρινο μελάνι στον ήλιο, ποιος να το φανταζόταν, για μένα ήταν κόκκος σκόνης. 

Από την άνοιξη που ο Α. έκανε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που τον είχα συμβουλέψει, είναι σαν να έβγαλε μια πρόκα απ'την πατούσα του. Μπορούσε να κάνει ντούκου, αλλά δεν ήθελε. Θα ήταν πιο φτηνό, αλλά όχι γι'αυτόν. Αν άφηνε τα πράγματα στα δικά μου χέρια, θα υπέφερε μέχρι να με μισήσει, όπως έκανα με τη Ν. (που μπορεί να με μισεί χωρίς να σταματά να μ'αγαπάει). Η Σουκριγιέ τη ρώτησε με οίκτο πώς το ανέχεται όλο αυτό. Και αυτή της είπε δυο ψωλές είναι καλύτερες από μια, σίγουρα αποφθεγματικά, όπως της αρέσει να παραθέτει και το αγαπημένο της τσιτάτο Η πούτσα του πεθαμένου είναι γλυκειά. Η Σουκριγιέ ζει ένα πυρετικό παραλήρημα που σα να ξεφύτρωσε από τα φρύδια του Νικ Κέητζ. Πού πηγαίνω με την ιστορία, ε, στις βιομηχανικές φάρμες, στους κώλους των γουρουνιών, στα σωστά, στα ίδια τα γνωστά. Ο Α. ένας ροδαλός ξανθός χωρίς φρύδια και μαλλιά, με αόρατες βλεφαρίδες, άψογος ντόπιος, καλός μαθητής, καλός φοιτητής, καλός γιατρός, τέως καλός σύζυγος... γελάει που τον λέω δανέζικο γουρούνι. Τα τίναξε όλα στον αέρα για να γελάει με έναν ασθενικό Πάκη* που τον λέει δανέζικο γουρούνι. Τα πάντα για τη θεραπεία της μοναξιάς. Είναι τρυφερός και σε ξεγελάει, κάπως σαν τη φωνή του που ακούγεται χοντρού. Μη με διώξεις. Μοιάζει παράκληση από αδυναμία, ενώ στην πραγματικότητα είναι επισήμανση: Δε θα με διώξεις. 

-

Σε ένα διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία του '50 δίπλα στα άλλα τρία του ορόφου δίπλα στα πολλά της γειτονιάς σε κάποιο αποδυτήριο σε κάποιο κάτεργο σε ένα από τα κελιά μιας φάρμας κάπου μπανάλ κάτι γνωστό κάτι χιλιοκαμωμένο, δεν έχει σημασία, κόκκοι σκόνης, κώλοι παραταγμένοι - alles, was wir sind, alles, was wir haben.

-

*στη Σκανδιναβία όλοι οι ξένοι είμαστε Πάκηδες μέχρι αποδείξεως του εναντίου

lost and loved / lost and found



The art of losing isn’t hard to master;
so many things seem filled with the intent
to be lost that their loss is no disaster.

Lose something every day. Accept the fluster
of lost door keys, the hour badly spent.
The art of losing isn’t hard to master.

Then practice losing farther, losing faster:
places, and names, and where it was you meant
to travel. None of these will bring disaster.
[...]

E. Bishop

Μ03

Η Μαριέττα είχε πέσει και όλοι κάνανε μόκο. 
-Δεν κοιμάται τα βράδια, μας κρατάει όλους ξυπνούς. 
-Έπεσε, χτύπησε; 
-Όχι βέβαια, την προσέχουμε σαν τα μάτια μας. 
Μούχρα θεία με τα βρώμικα χέρια, όπως κάθε γυναίκα στο νησί πίστευε πως θα με έκανε κουμάντο όπως κάθε άντρα στο νησί. Οι γυναίκες εκεί απειλούνται μόνο από άλλες γυναίκες, τα υπόλοιπα είναι σκηνικό. Το αριστερό ισχίο της Μαριέττας ήταν σε μόνιμη έξω στροφή. Όταν έκανα να το παραβιάσω άρχισε να μου ρίχνει κάτι ψιλές στα αντιβράχια. 
-Έπεσες; Η ερώτηση ήταν υπηρεσιακή. Η Μαριέττα ήταν κρετίνα, κάπου στα εξηντακαί αλλά δεν είχε μεγαλώσει ούτε μέρα πέρα απ'τα έξι. Έκανε όχι με το κεφάλι και γυρνούσε τα μάτια της γύρω γύρω μες τους κόγχους. Παρά τα αντιψυχωσικά την άκουγα που αλυχτούσε τις νύχτες. 
-Ξέρεις πόσο τρώει; Ρουμπώνει σαν να μην την έχω ταΐσει ποτέ! 
Μούχρα θεία. Σήκωσα τους ώμους. Η Μαριέττα ήταν καχεκτική, άρπαζε ό,τι φαγώσιμο της έδινες σαν πεινασμένη μαϊμού, επειδή η θεία έκανε οικονομία στο φαΐ της, αλλά αυτό δε με αφορούσε. Η μούχρα θεία και η μούχρα κόρη της είχανε αναλάβει τη Μαριέττα για να την κληρονομήσουν. Η Μαριέττα έμενε σε ένα ρημάδι παραδίπλα, μαζί με ποντίκια, γάτες, φίδια, σαύρες και όλα τα πλάσματα του Βέρνικε. Η θεία έκανε τη βρωμοδουλειά ν'ασχολείται με την κρετίνα, τώρα που είχε μυριστεί πως κόντευε το τέλος της διαδρομής.

Μεγαλώνοντας ήμουν αφελής, πολύ. Εκεί κατάλαβα πως η ευθεία οδός δεν είναι πάντα αυτή που σε πάει εκεί που θες. Κάθισα με το σύζυγο της θείας στο καφενείο, του φύτεψα την ιδέα πως κάτι συνέβαινε με το πόδι της Μαριέττας, κι αν ήταν τίποτα μολυσματικό, ποιος ξέρει; Εγώ χωρίς δυνατότητα για πλάκες, χωρίς μικροβιολογικό, είχα τα χέρια μου δεμένα. Του έπεφτε βαρύ, δεν ήταν εύκολο πράγμα να την κατεβάσουν από εκεί πάνω μέσα απ'τα αγριόχορτα και τις καλαμιές, απ'τους πετρότοιχους και τις λακκούβες ως το λιμάνι για να την περάσουν απέναντι. Τίποτα όμως που να μη χωνεύεται με δυο τρεις Πιλάβες.

Πήρα τηλέφωνο στο νοσοκομείο, έδωσα αναφορά στο λαδιάρη απ'την ορθοπεδική για να ξέρει τι θα'ρχοταν, κανονίστηκε. Και η Μαριέττα πέρασε απέναντι, και βγάλανε ακτινογραφίες, είχε κάταγμα ισχίου, της βρήκαν και κάτι αβιταμινώσεις. Χειρουργήθηκε και επέστρεψε επισκευασμένη. Η θεία πέρασε απ'το γιατρείο για τα φάρμακα, παραπονέθηκε πως ήταν ακριβά. Η οικειότητα που έδειχνε όσο νόμιζε πως με εργαζόταν είχε λήξει.

-

Πήρα άδεια από τη σημαία και πέρασα απέναντι, η Ν. ερχόταν να με δει. Ο δήμαρχος με έπιασε από τον αγκώνα μόλις έδενε το βαποράκι.
-Θα γυρίσεις, έτσι;
-Τρεις μέρες θα λείψω.
Είχαν εμπειρίες από πριν, που ο γιατρός τα μάζευε κι εξαφανιζόταν αιφνιδίως, κι όταν μ'έβλεπε να ετοιμάζομαι να σαλπάρω τον έκοβε ιδρώτας. Ήξερε κι αυτός πως ήταν σκάρτος όπως όλοι, αλλά ήταν πέρα από τις δυνάμεις του, δε μπορούσε παρά να αφεθεί στη σκατιάρα αιμομιχτική κατασκευή του, όπως όλοι, και κοντά σ'αυτούς βάζω και τον ίδιο μου.

Έπαιρνα άδεια από τη σημαία όποτε η Ν. ερχόταν να με δει. Κι ερχόταν πότε πότε, ερχόταν να δει κι εκείνον τον χλωμό Κερκυραίο με τα μαύρα μαλλιά και το μανίκι ταττουάζ (θα γράψω σύντομα ξανά γι'αυτόν), ερχόταν να κάνει παιχνίδι με τους Ρώσους σφίχτες στο λεωφορείο για Παλιοκαστρίτσα, ερχόταν να περάσει καλά. Γυρνούσαμε πολύ. Ο κόσμος στα νησιά είναι περίκλειστος σαν κήπος. Η συνονόματή της μας έστρωνε να κοιμηθούμε στο ίδιο δωμάτιο στο Τζάβρο, γιατί εγώ που την ένοιαζα είμαι άντρας και η Ν. δεν ήταν συγγενής της. Αν ήταν, θα ήταν αδιανόητο, γιατί θα την έκαιγε τι θα έλεγε ο κόσμος άπαξ και το μυριζόταν. Αλλά την άγνωστη από τη Σαλονίκη δε θα την έκανε αυτή σωστή, αφού δεν είχε προνοήσει η μάνα της και είχε γίνει πουτάνα. Η Ν. ήξερε από επαρχία και αυτά δεν την πτοούσαν. Στο δωμάτιο που έβλεπε στην πισίνα με το δελφίνι και το 1996 γραμμένο με σκούρα πλακάκια, με καβαλούσε ακάποτα και μου έβαζε τα δάχτυλα στα χείλη για να μην ακουστώ, κι έχυνε ώσπου της τρέμανε τα γόνατα και δεν καλομπορούσε να σταθεί. Εγώ έκανα αυτό που ήμουν προπονημένος να κάνω, δηλαδή να πειθαρχώ. Έπειτα βγαίναμε πλυμένοι σένιοι για κέντρο. Η πουτάνα και ο κύριος, ο κόσμος κλειστός σαν βλέφαρο αγγειοοιδηματικού, καμία φαντασία.

-

-Ο φαρμακοποιός σε βλέπει με μια μικρούλα όταν είσαι απέναντι. Και την ίδια μικρούλα τη βλέπει με το γιο αυτούνε που έχει το μαγαζί δίπλα.
Μούχρα θεία, γιόρταζε ήδη που με πυροβολούσε με το μαντάτο. Στεκόταν εκεί απέναντι από το φτηνό γραφείο του γιατρείου, την έβλεπα με φόντο το εξεταστικό κρεβάτι και τον ξεπατωμένο ηλεκτροκαρδιογράφο, ιδανικό ντεκώρ στην παρήκμα του ΕΣΥ. Περίμενε να δει την πίκρα να με παίρνει από κάτω. Έπρεπε να πληρώσω για τη Μαριέττα. Της χαμογέλασα.
-Δεν ξέρω λες από πουτάνες;
Έφερε το χέρι εμπρός από το στόμα για να δείξει σκάνδαλο, και μετά απολογητικά
-Για καλό το είπα γιατρέ, για το καλό σου.
Μούχρα θεία, γιατί σε θυμάμαι ακόμα;

-

-Δε σε ξέρω καλά, αλλά βλέπω πως τον αγαπάς. Και γι'αυτό σε αγαπώ κι εγώ.
Αυγουστιάτικο βράδυ στην κουζίνα στο Τζάβρο, η σίτα είναι σκισμένη, της τρελής από κουνούπια, ιδρώνω στην οσφύ, η συνονόματη της Ν. δίπλα μας, μας έχει στρώσει για δείπνο, τώρα η Ν. δεν είναι μια άγνωστη από τη Σαλονίκη, είναι η γυναίκα του παιδιού της, είναι μέρος της οικογένειας, η χουπά θεραπεύει φαίνεται τα πάντα, ακόμα και το πουτανιλίκι. Παρολαυτά η τρυφερότητα με αιφνιδιάζει. Η Ν. δέχεται την αβροφροσύνη με μια χάρη που δεν ήξερα καν πως έκρυβε εντός της, η ίδια Ν. που με δοκίμαζε τότε, να δει πότε θα μ'έφτανε στα όριά μου (ποτέ, εξόν από την πρώτη μας φορά), η ίδια Ν. που όλο σα να λησμονώ πού έχει μεγαλώσει, ρίξε ένα ψάρι στο νερό και δες άμα θα κολυμπήσει...
-Η Μαριέττα ζει;
-Όχι, πέθανε πέρυσι.
-Την κληρονόμησαν εντάξει;
-Τα πήραν όλα σαν τσακάλια τα μοιράσανε αναμεταξύ τους.
-Από τι πέθανε;
-Το αφήσανε να πεθάνει το καημένο. Δεν τη φρόντιζε κανείς.

-