© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Εξομολογήσου, γιατί όλοι οι καταδικασμένοι σε θάνατο εξομολογούνται

Το στόμα μου πληγιάζει δυο βδομάδες τη φορά, μέσα στο σάρκινο σκοτάδι δε φαίνονται εύκολα τα έλκη μα μπορείς πάντα να τα πιάσεις με τη γλώσσα. Η κιρκάδια αλλαγή ρίχνει μια βαρδουλιά την ώρα που χαράζει κι αρκεί για το ξύπνημα της νέας εποχής. Το εγερτήριο είναι πέρασμα, το ρεύμα απ'το νερό, η λάμα από το αίμα
η προσευχή υστερική και λίγη. Δε βρίσκω τα γυαλιά μα ο κυνισμός του Ταλμούδ διαβάζεται κι απ'τους συμβλεφαρικούς, δεν έχω να με δικαιολογήσω.
Κάποτε μια αμαρτία ροδινή μ'έβλεπε με οξεία παρθενία 

η ηθική* σα χέλι βρήκε λαβή να της γλιστρήσει
βρώμικες ταχτικές κι ένας αόρατος ιππέας 
καβάλα ανάμεσα σε πόδια ανίδωτου μαρμάρου τουρκικού
αν ήταν ποτέ δυνατό να χύνει το αβλεπές
ολόκεντρα στο σώμα των αρχαίων πετρωμάτων.






*σε τα-μας

Welches andere, Vasudeva?

Τα φώτα των αραιών σπιτιών σκεδάζονται και μοιάζουν
με ανοιχτές βεντάλιες στην ομίχλη
απ'το βάθος έρχεται αλμυρό σκοτάδι
η λάσπη που χωνεύει βρίσκει στην άπνοια και κρεμιέται
πάνω απ'όλα το νησί

σαν τα ρούχα μου να ποτίζονται απ'την ερημιά
κι όλο μου φαίνονται βρεγμένα κι όλο δε στεγνώνουνε ποτέ
σαν οι ρόδες να κυλάνε ζεστές και μαστιχένιες
στα πλαϊνά του δρόμου

όλες μου οι βόλτες είναι βαμμένες με θανάτους που προσμέναμε
μισοδούλια, με τις αμαρτίες ασυγχώρητες, τρεις ώρες κάτω
τρεις πάνω για να συλλογιστώ
πώς καραδοκούνε κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι
πώς με βλέπεις μες απ'τη θάλπη των ζυγωματικών σου

μισόν εδώ, μισόν εκεί κι όλον χωμένο στη χασούρα
τα πράγματα δεν είναι παρά ψευδαισθητικά
τώρα που βρέθηκε και το νησί, πάνω απ'όλα το νησί, περίκλειστο
κι η θάλασσα έπαψε να παρηγορεί



was im Kopf geht wieder schief
egal
THE LAND IS SEPARATION

Goor ej

20+20
20+20 χαστούκια σε ξάσπρες παρειές

wie
was kann ik mit
zwei linken Händen mit lauter Daumn dran
was kann ik tun hä

weißtu
woran ik Frojde habe
LOHN
fast gleich
LØN

τα βιβλία
η άδεια γλάστρα
η μεταξοτυπία
το γυάλινο ποτήρι
οι βελόνες...
οι βελόνες του πλεξίματος που έχουν 18 χρόνια να πιαστούν
τα μαξιλάρια, το πουκάμισο, τα χαρτιά στρωμένα για τους 40 κλέφτες, η μικρή κουβέρτα
οι ανάσες καίγονται όπως η ζάχαρη

τα γόνατα
τα ακρώμια
τα μεσοπλεύρια για να βλέπεις που μετράς

Wir setzen uns mit Tränen nieder
die Herbstage, vergangene Tage
die Glück, sie geht ja voorbei
sprachlos vor Scham da hast du Haus und Hof verloren

why do
do anything at all

I. Assos

Il y a des hommes mourants, d'autres qui attendent une échéance, et qui voudraient que ce ne soit jamais demain. Il y en a d’autres pour qui demain pointera comme un remords. D’autres qui sont fatigués, et cette nuit ne sera jamais assez longue pour leur donner tout le repos qu’il faudrait. Et moi, moi qui ai perdu ma journée, de quel droit est-ce que j’ose appeler demain?

Alain-Fournier

III. che

Πίσω απ'τα φύλλα του ασημιού φαίνεται η ακτή, ανάμεσα μεσολαβούνε σκαμμένα και με λάσπη τα παρτέρια. Βάζω μπρος για τον αναπτήρα, όχι που με ηρεμεί το ρελαντί, έχω τα σπίρτα στο σακάκι. Πέπλο από στάλες της βροχής και τζάμι με τη γαλλική επιγραφή, πίσω από κει και αγρυπνημένος σε φαντάζομαι μες στο δωμάτιο όπως σ'έχω αφήσει. Η μούχλα στο ταβάνι είναι βλεφαρίδες φερτές της Μεσογείου. Το μπαλκόνι πατάει βρώμικο πάνω στη λαμαρίνα, στέγαστρο για τους Ολλανδούς που παίρνουν πρωινό. Τα χείλια μου κουβαλάνε σκίσιμο που έγινε και ξανάγινε πριν θρέψει το παλιό, στο άλσος μιας άλλης περιοχής, μιας μεγάλης πόλης, τι θα ερχότανε πριν, τι μετά, το κυπαρισσί μικρό, εσύ κι οι ενοχές σου στο τιμόνι, εγώ να σου βάζω τετάρτη στα ισιάδια, η ακαταστασία των ρευμάτων, ο φαύλος ύπνος κάτω απ'την τηλεόραση που παίζει. Τι ψάχνω κι αφήνω το σπίτι σκοτεινό για τον ξενώνα, δε θα μιλήσουμε πολύ, μονάχα για την ξενοδόχα, χήρα του ναυτικού, που με ξέρει από παιδί. Αφήνω ένα σπίρτο να καεί μέχρι τα δάχτυλά μου. Ένας που θα μπορούσε να'ναι συνταξιούχος απ'το Ρουρ βγαίνει με το βρακί στο διπλανό μπαλκόνι και παίρνει μέσα το βιβλίο με τα σταυρόλεξα. Κάποτε αναπολώ την πρώτη ηθική νεκρά στην κατηφόρα, όλων των κυπαρισσιών τους λείπεται το στροφόμετρο που το'χουν για ρολόι, κι έκανε τη δουλειά που τώρα συνεχίζεις ως καθαρή πορεία. Το νησί μπορείς να το γυρίσεις σε δυο ώρες περιμετρικά, η θάλασσα που νομίζεις πως σε κρύβει περπατιέται και τα βήματα χώνονται βαθιά και μένουν ως να γεμίσει η παλίρροια, δε μ'ένοιαξε ποτέ να σου την εξηγήσω, όταν οι ώσεις φωτίζουν τις δεύτερες, τρίτες διακλαδώσεις, δε σκέφτομαι αν θα ζήσω για να'ρθει η επομένη, σκέφτομαι τη σταγόνα μου από γη που υποχωρεί κι υποχωρώ μαζί. Η πλάτη μιας γυναίκας σαν παιδιού στον καθρέφτη που έχει σταχτεί από φτέρνισμα προηγούμενου ενοίκου, τόσο μεγάλο έστησες έγκλημα να φανεί, οι πατούσες μου η καθεμιά σ'ένα πλακάκι, du bist geisteskrank, du bist geisteskrank, Gott, wie krank bist du, λόγια του αέρα, ήμουν σα να'χα αναδυθεί από ένα βαρέλι γάλα, ίσως και να'χεις δίκιο, καθισμένος πλαγιαστά στη θέση του οδηγού είμαι το ίδιο άρρωστος με εχθές, ή περισσότερο που αμετανόητος θα σ'έβαζα να με πνίξεις κι άλλη κι άλλη φορά για να βλέπω το φόβο σου αναποφάσιστο με γέλιο να θολώνει και να σκοτεινιάζει εμπρός μου, da sei Gott vor, ο μικρός παπάς που τρελαινότανε για τέτοια σε πήρε να σταθείς κάτω απ'το βιτρώ που έγραφε τα σημεία στο χάρτη από δέρμα και σου χάρισε την πλεκτάνη, δεν έμαθες ποτέ ποια με όμοια πλάτη φορτώθηκε τη δική σου τιμωρία, δε θα σου πω εγώ.