© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Welches andere, Vasudeva?

Τα φώτα των αραιών σπιτιών σκεδάζονται και μοιάζουν
με ανοιχτές βεντάλιες στην ομίχλη
απ'το βάθος έρχεται αλμυρό σκοτάδι
η λάσπη που χωνεύει βρίσκει στην άπνοια και κρεμιέται
πάνω απ'όλα το νησί

σαν τα ρούχα μου να ποτίζονται απ'την ερημιά
κι όλο μου φαίνονται βρεγμένα κι όλο δε στεγνώνουνε ποτέ
σαν οι ρόδες να κυλάνε ζεστές και μαστιχένιες
στα πλαϊνά του δρόμου

όλες μου οι βόλτες είναι βαμμένες με θανάτους που προσμέναμε
μισοδούλια, με τις αμαρτίες ασυγχώρητες, τρεις ώρες κάτω
τρεις πάνω για να συλλογιστώ
πώς καραδοκούνε κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι
πώς με βλέπεις μες απ'τη θάλπη των ζυγωματικών σου

μισόν εδώ, μισόν εκεί κι όλον χωμένο στη χασούρα
τα πράγματα δεν είναι παρά ψευδαισθητικά
τώρα που βρέθηκε και το νησί, πάνω απ'όλα το νησί, περίκλειστο
κι η θάλασσα έπαψε να παρηγορεί



was im Kopf geht wieder schief
egal
THE LAND IS SEPARATION

Goor ej

20+20
20+20 χαστούκια σε ξάσπρες παρειές

wie
was kann ik mit
zwei linken Händen mit lauter Daumn dran
was kann ik tun hä

weißtu
woran ik Frojde habe
LOHN
fast gleich
LØN

τα βιβλία
η άδεια γλάστρα
η μεταξοτυπία
το γυάλινο ποτήρι
οι βελόνες...
οι βελόνες του πλεξίματος που έχουν 18 χρόνια να πιαστούν
τα μαξιλάρια, το πουκάμισο, τα χαρτιά στρωμένα για τους 40 κλέφτες, η μικρή κουβέρτα
οι ανάσες καίγονται όπως η ζάχαρη

τα γόνατα
τα ακρώμια
τα μεσοπλεύρια για να βλέπεις που μετράς

Wir setzen uns mit Tränen nieder
die Herbstage, vergangene Tage
die Glück, sie geht ja voorbei
sprachlos vor Scham da hast du Haus und Hof verloren

why do
do anything at all

I. Assos

Il y a des hommes mourants, d'autres qui attendent une échéance, et qui voudraient que ce ne soit jamais demain. Il y en a d’autres pour qui demain pointera comme un remords. D’autres qui sont fatigués, et cette nuit ne sera jamais assez longue pour leur donner tout le repos qu’il faudrait. Et moi, moi qui ai perdu ma journée, de quel droit est-ce que j’ose appeler demain?

Alain-Fournier

III. che

Πίσω απ'τα φύλλα του ασημιού φαίνεται η ακτή, ανάμεσα μεσολαβούνε σκαμμένα και με λάσπη τα παρτέρια. Βάζω μπρος για τον αναπτήρα, όχι που με ηρεμεί το ρελαντί, έχω τα σπίρτα στο σακάκι. Πέπλο από στάλες της βροχής και τζάμι με τη γαλλική επιγραφή, πίσω από κει και αγρυπνημένος σε φαντάζομαι μες στο δωμάτιο όπως σ'έχω αφήσει. Η μούχλα στο ταβάνι είναι βλεφαρίδες φερτές της Μεσογείου. Το μπαλκόνι πατάει βρώμικο πάνω στη λαμαρίνα, στέγαστρο για τους Ολλανδούς που παίρνουν πρωινό. Τα χείλια μου κουβαλάνε σκίσιμο που έγινε και ξανάγινε πριν θρέψει το παλιό, στο άλσος μιας άλλης περιοχής, μιας μεγάλης πόλης, τι θα ερχότανε πριν, τι μετά, το κυπαρισσί μικρό, εσύ κι οι ενοχές σου στο τιμόνι, εγώ να σου βάζω τετάρτη στα ισιάδια, η ακαταστασία των ρευμάτων, ο φαύλος ύπνος κάτω απ'την τηλεόραση που παίζει. Τι ψάχνω κι αφήνω το σπίτι σκοτεινό για τον ξενώνα, δε θα μιλήσουμε πολύ, μονάχα για την ξενοδόχα, χήρα του ναυτικού, που με ξέρει από παιδί. Αφήνω ένα σπίρτο να καεί μέχρι τα δάχτυλά μου. Ένας που θα μπορούσε να'ναι συνταξιούχος απ'το Ρουρ βγαίνει με το βρακί στο διπλανό μπαλκόνι και παίρνει μέσα το βιβλίο με τα σταυρόλεξα. Κάποτε αναπολώ την πρώτη ηθική νεκρά στην κατηφόρα, όλων των κυπαρισσιών τους λείπεται το στροφόμετρο που το'χουν για ρολόι, κι έκανε τη δουλειά που τώρα συνεχίζεις ως καθαρή πορεία. Το νησί μπορείς να το γυρίσεις σε δυο ώρες περιμετρικά, η θάλασσα που νομίζεις πως σε κρύβει περπατιέται και τα βήματα χώνονται βαθιά και μένουν ως να γεμίσει η παλίρροια, δε μ'ένοιαξε ποτέ να σου την εξηγήσω, όταν οι ώσεις φωτίζουν τις δεύτερες, τρίτες διακλαδώσεις, δε σκέφτομαι αν θα ζήσω για να'ρθει η επομένη, σκέφτομαι τη σταγόνα μου από γη που υποχωρεί κι υποχωρώ μαζί. Η πλάτη μιας γυναίκας σαν παιδιού στον καθρέφτη που έχει σταχτεί από φτέρνισμα προηγούμενου ενοίκου, τόσο μεγάλο έστησες έγκλημα να φανεί, οι πατούσες μου η καθεμιά σ'ένα πλακάκι, du bist geisteskrank, du bist geisteskrank, Gott, wie krank bist du, λόγια του αέρα, ήμουν σα να'χα αναδυθεί από ένα βαρέλι γάλα, ίσως και να'χεις δίκιο, καθισμένος πλαγιαστά στη θέση του οδηγού είμαι το ίδιο άρρωστος με εχθές, ή περισσότερο που αμετανόητος θα σ'έβαζα να με πνίξεις κι άλλη κι άλλη φορά για να βλέπω το φόβο σου αναποφάσιστο με γέλιο να θολώνει και να σκοτεινιάζει εμπρός μου, da sei Gott vor, ο μικρός παπάς που τρελαινότανε για τέτοια σε πήρε να σταθείς κάτω απ'το βιτρώ που έγραφε τα σημεία στο χάρτη από δέρμα και σου χάρισε την πλεκτάνη, δεν έμαθες ποτέ ποια με όμοια πλάτη φορτώθηκε τη δική σου τιμωρία, δε θα σου πω εγώ.

II. Оптима

Το προσήλιο γραφείο των ειδικευομένων της πρώτης ψυχιατρικής καταπίνει το φως του κόσμου όπως η προπονημένη θλίψη, τι ευθυμία των αργών επιστημών, ένα έργο σε συνέχειες. Η γυναίκα με το στενό φουστάνι αναβοσβήνει στην είσοδο για να τη βλέπω πιο καλά, η όψη είναι ψεύτικα αυστηρή και φιλάρεσκη στ'αλήθεια, τα καχεκτικά χεράκια μεγαλοπιάνονται από ασθενικότερες λαβές. Όχι, η γυναίκα δεν έχει την τιμή της κάστας, είναι παραδιπλανή και περισσή για την παρήγορη δουλειά εκείνων που ξεμιλάνε τους σχεδόν μα όχι εντελώς τρελούς, όλες τους αυτές μαζί κι ο πούστης, φωτογενείς και φροντισμένοι αποδείξεις πώς η φρεναριστή ζωή αποδοκιμάζει τα ξερασμένα ρούχα και τα τιμωρημένα μάγουλα. Όχι, η γυναίκα φανερά ανήκει σε άλλο τάγμα ψευδαισθητικό. Συνάδερφος είναι ο εθελοντής διεθνιστής με το ικτερικό προσωπείο και τις μπούκλες του ελαίους, συνάδερφος είναι ο ισόυψός μου που φοβάται μην ακουμπήσουνε τα δάχτυλά του στα δικά μου τώρα που μου περνάει το φάκελο, συνάδερφος είναι κι η ναζιάρα που υπερεξοικειώνεται στα τηλεφωνήματα με απρόσφορους νεκρούς στέλνοντας φιλιά στη σχιζοφρένεια που δεν έχει ν'απαντήσει.

Πάνω στο τραπέζι δίπλα σε χαρτόβουνα, γλάστρες από πετρέλαιο και γυναικείες μολυβοθήκες, λερώνουν μεικτές και συνεργατικές οι κούπες του καφέ. Η παλαιά ειδικευόμενη έχει φαρυγγίτιδα και τα σεκλώρ βάση για το τασάκι. Διαβάζω για τον άντρα που φόρεσε τα βατραχοπέδιλά του για να περιπλανηθεί, διαβάζω απομαγνητοφώνηση από λόγια των γυναικώνε κι ανασυστήνονται εμπρός μου νοσοκόμες που ρωτάν πολλά, σύζυγοι, μάνες και κόρες του υγκρέκ που παραστέκονται σε κάποιον που δεν τις αναγνωρίζει, διαβάζω πόσο τον φτώχυνε η τρέλα του, το χειμωνιάτικο ρεύμα που με πιάνει απ'τον ώμο μυρίζει από κάπνα των τροφίμων και τα δέντρα που έχουν κοκκαλιάσει, ο διευθυντής εμφανίζεται για να φάει απ'το κουτί των κερασμάτων, με βλέπει βιαστικά και κουνάει το χέρι ποιος είναι αυτός, σπίτι τον περιμένει γκαστρωμένη η νεότερη ψυχολόγος που μπορούσε να πηδήξει, είναι οι περηφάνειες που δίνουν κουράγιο στους εφημερεύοντες να μη μένουν σιωπηλοί. Ο νους μου στήνει το μανιακό να παίρνει την απόφαση να βαφτίσει το ψαροντούφεκο που είχε μόλις αγοράσει στις νερολακκούβες της προχθεσινής βροχερής νύχτας, πρέπει να ψάξω για να βρω στο χαρτομάνι τα κόλπα των καρδιολόγων και ν'ακούσω το φύσημα της αορτικής μην και φορτώσεις ελαφρύ κρεβάτι σε άλλη φυλακή χωρίς να το εξετάσεις.

Το στόμα μου είναι στεγνό για να καπνίζω νηστικός, η γυναίκα με το στενό φουστάνι εκμυστηρεύεται φωναχτά την πρόσφατη ελευθερία της, ο διεθνιστής την πεθυμάει γυμνή, κι οι δυο κοντοί στέκουμε πάνω απ'τις κούπες και την αρρώστια της παλαιάς ειδικευόμενης μισογελαστοί για την έμπνευση που είχε η λάσκα του περιστατικού που μας προσέχει βλοσυρό απ'την καρέκλα της ξεφτίλας, το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από έναν πλατύ αναπνευστήρα κι ανάλατα γυαλιά. Καθώς έξω προαυλίζονται όσοι πειθαρχούν, μπλέκονται οι μιλιές των λογικών και των χαμένων, και δεν ξέρω να πω το λόγο του θεραπευτή απ'του θεραπευμένου όπως όλοι στην προσήλια γωνιά διανύουμε τις αποστάσεις μας ως... σβήνω το τσιγάρο στο τασάκι, βάζω στην τσέπη το χαποκούτι που έχει τσακίσει και κοιλώνει προς το κέντρο, δεν της χρειάζεται έτσι κι αλλιώς, δίνω το φάκελο πίσω στο συνάδερφο και κατά λάθος τον παραπιάνω κι έχει αφή ενυδατωμένη και πυκνή, η ανεμελιά του βάφεται από πανικό, μην και κουβαλήσεις τώρα πάνω τον τρελό δεν είναι για χειρουργείο, δεν είναι για χειρουργείο τώρα μα ας του ρίξω μια ματιά, μην και πιστέψεις τους καρδιολόγους στη μαζική παραγωγή, άσχετα που δεν καλοξέρω τα μυστικά του δικού τους λαβυρίνθου, από κλασσικά αντίποινα για τις ελάχιστα επεμβατικές που έχουν κλέψει, πηγαίνω μόνος στον πρωταγωνιστή του θέατρου που ξαπλώνει λειψός απ'το αλοπεριντίν και τα μαντζούνια δίπλα σε κάποιον άλλο ήρωα κάποιας άλλης κωμωδίας, για ν'ακούσω την αορτική που δεν έχει ιδέα για όλα αυτά και θέλει χειρουργείο.