© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

From the creative process


Like taking a picture while taking a shit.
Behold.

05.07.22

“Who said that love was fire? 
I know that love is ash. 
It is the thing which remains 
when the fire is spent, 
the holy essence of experience.”

— Patience Worth

And something bland along the lines of:

Πίστη στις καρωτίδες
πίστη και στις σφαγές
πόδια λεχέμ μισνέ
το αλάτι του ιδρώτα

η καρβουνιά του κόπου
το ήσυχο βράδυ
το μόνο καταφύγιο 
η γωνία του ακρωμίου

τα σώματα άδεια σε παράταξη
ξεχασμένα απ'το θεό
ώσπου ήρθε η μεγάλη φωτιά 
κι έγιναν όλα στάχτη.

I'm a headless captain steering a sinking ship. I can't shed this feeling that I've been living on borrowed time since that summer day of 2017, when I tied a noose around my neck with a fabric belt that had been left in my apartment in a sleepy town in south-west Denmark, walked out to the hallway, picked a spot along the railing of the staircase and tied a boom hitch knot. I lowered my body as I had done many a time before. It's called partial hanging in forensics. The partiality refers to the body not losing contact with the ground, thus not being completely suspended by the neck, something I am experienced at. But this was not with intent to cum harder, it was with intent to die; and it would've done nobody any good for me to die inside an apartment, rotting in the summer heat till I be found, all too late, a vile meaty mush. No, it had to happen somewhere more public, so I'd be found fast, shipped to Germany and burned. When I relaxed my back the belt stiffened around my neck for a familiar long moment before it snapped. Funny thing I was already hard, diligently conditioned through the years. But I was not yet gone. That was not a turning point. It was a ghost death. Not because of hesitation, but of mere material failure. The belt had choked me before, of course; it was material fatigue. I sat still for a few minutes, drenched in greasy misery, a sad excuse for a man, a fucking wimp. My defiance was spent, there was nothing left in me that would make me go for it again for good, I was a lich, something more wretched than just dead. Then I got up, went back to the apartment and time evaporated until I was woken by the phone ringing the next day, first of August 2017. They had been calling from the hospital, asking whether I'd show up for the shift I was two hours late for. I said no, I was pretty hoarse, I said I was down with a bad cold. Make sure this does not turn into a repeat offense, or else you will be fired. All my days since have been on a theoretical timeline, that was not supposed to be. It is, too, part of the creative process, part of a gray biography of some man. Read on:
some man who is prince to some.

Oderint, dum metuant

You can put your strength down. I'm sitting here with you at your kitchen table. You don't need to say anything.

E. Robinson


1
2
3

Στη φόρα 10

“THE BODY was found
      haloed by flies—& I looked beautiful

in their thousands of eyes.
             Didn’t I?”
 
M. Wasson


Ο Μίκαελ Σ. έχει περάσει τρεις φορές σύφιλη και πέρσυ είχε γονόρροια στον κώλο. Έχει τη γυαλάδα της πολύχρονης οροθετικότητας στο πετσί και η μύτη του στάζει λεπτό ζουμί. Το κασκώλ είναι προσεχτικά διαλεγμένο για να ταιριάζει με το σακάκι και τις κάλτσες, τα παπούτσια είναι βερνικωμένα, είναι καλοντυμένος. Δεν έχει την αγελαδινή έκφραση που έχουν οι περισσότεροι, είναι εύγλωττος και αυτοκαταστροφικός. Ανάταση εκατέρωθεν.

Η μούρη μου στην κάρτα του εργαζόμενου που κρέμεται απ'τη βυζοτσέπη είναι σβησμένη από μίσος. Από κάτω φαίνεται το άσπρο πλαστικό. Ένας ανίκητος εχθρός. Μισοαναίσθητος στον καναπέ και τα σάλια σε σταθερή ροή, είμαι ξύπνιος αλλά με ακούω που ροχαλίζω, οι τραγωδίες ρουτίνας. Φαινοβαρβιτάλη και ουησκάκι σαν καλός αστός. Ο Άλμπερτ πιάνει τη λαιμόκοψη του τησέρτ. Οι μετακαρπιοφαλαγγικές και οι εγγύς φαλαγγοφαλαγγικές του μου ζουλάνε το μήλο του προπάτορος. -Γιατί; με ειλικρινή απορία. Και η γυναίκα θα του πει: -Τα ήθελες και τα'παθες κι εσύ.

Ο Μπεντ Ν. αγωνίζεται λοξά στο κρεβάτι. Αν η κατάντια είχε πρόσωπο, θα ήταν το δικό του. Τα μαλλιά και η γενειάδα γνώριμο κόκκινο σύννεφο και στη μέση ένα χαντάκι απελπισίας. Τι βλέπεις; -Ποντίκια. Παντού. Και τώρα έρχονται κι άλλοι δυο. -Τους ξέρεις; -Όχι. Τρέμει από μέσα ως τα νύχια. Γύρω το σκοτάδι γραμμές από σινική μελάνη και στο κέντρο η σκηνή από εγχειρίδιο του 1800. Σε όλες τις προηγούμενες ζωές μας ήμουν ο γιατρός του και ήταν άρρωστος απ'το ποτό.

Στο σχόλασμα βγαίνω απ'την οφθαλμολογική. Είναι πιο κοντά στα αποδυτήρια. Καπνίζω στο πλατύσκαλο. Από κάτω σέρνει το ηλεκτρικό ποδήλατό της η διευθύντρια. -Σοβαρά τώρα, καπνίζεις; -Έτσι φαίνεται. Καλό απόγευμα. -Καλό απόγευμα. Με αηδιάζει τόσο που με κάνει να θέλω να πυροβοληθώ. Εδώ έγκειται και το βραχυκύκλωμα. Θα έπρεπε να είναι: με αηδιάζει τόσο που με κάνει να θέλω να την πυροβολήσω. Το σφάλμα είναι δομικό.

Μια μαύρη τρύπα που τα εξαφανίζει όλα, ein schwarzes Loch. Ένα απίστευτο κενό, ένα πεινασμένο στόμα, μια πριαπισμένη πούτσα, ένα απλωμένο χέρι, χρεία και επιθυμία. Ο άνθρωπος σε όλη τη σκατένια δόξα του. Το αίμα σαν μικρό ξερατό από τη μύτη ίσα που προλαβαίνω το χαλί. -Κι άλλο. -Όχι άλλο. -Κι άλλο, ανάθεμα! Η γυναίκα με πιάνει απ'τη γενειάδα και μου τραντάζει το κεφάλι. Η λύσσα αραιώνει και ξαφνικά θυμάμαι, υπάρχει και κόσμος έξω από εδώ, έξω από το κρανίο, ο κόσμος: ο απογευματινός ήλιος, η ανθισμένη πασχαλιά, η αύρα από τα δυτικά, ο λαιμός της, οι ώμοι της, τα βυζιά της, τα σεντόνια, το χαλί, τα ρούχα βουνό, η θέση που μέχρι προχτές στεκόταν η ντουλάπα.

Οι γκόμενες βλέπουν τα ωραία μαλλιά και το μηρυκασμό για τέχνη και σκέφτονται θα είμαστε όπως στα βιπεράκια. Η αλήθεια είναι πάντα φανερή, αλλά το μάτι συχνά την παρακάμπτει. Η αλήθεια είναι σκουπιδερή, μελανιασμένη, βαμμένη στη γλίτσα απ'το αίμα, και με τρίχες παντού, τρίχες στο πάτωμα, σε κάθε γωνία, στο φαγητό, στις οδοντόβουρτσες, με πολλά γονατίσματα, με απουσίες και εμμονές, με τις μέρες της καταστολής που τις ακολουθούνε οι μέρες του αποπάτου. Gekauft wie besichtigt.

Την επομένη οι νευροδιαβιβαστές είναι πάντα ζαρωμένοι. Τελευταία ακούω μόνιμα το σφυγμό μου στη μια μεριά. Κάποια απ'όλες τις μικρές κρεμάλες χάλασε τη ροή στη σφαγίτιδα δια παντός. Να θυμάμαι πως είμαι ζωντανός. Τικ, τοκ, το ρολόι της καρδιάς, και χουυ το φύσημα, και τα λεπτά περνάνε, και η ποινή κονταίνει.

Διαβάζω σέρβικες συνταγές από το βιβλίο που έφερε ο Μπέρτι από το ταξίδι του, το εξώφυλλο είναι σκληρό και ματ, με στρογγυλές γωνίες, σαν να αφήνει ταλκ στα ξερά χέρια. Το ψωμί του Αγίου, η συνταγή ζητάει ένα ντεσιλίτρ wholly water, ρωτάω τη γυναίκα μου, τι πάει να πει wholly water, -Αγιασμός, λέει, όταν πιστεύεις ποιος τη γαμάει την ορθογραφία

Δεν έχω ούτε έναν λεκέ, είμαι ανθεκτικός στη λάσπη, με διατηρούνε λαμπίκο τα πλυσίματα, ο μυστικισμός του επαγγέλματος, η ιερή ενδοσκόπηση, γάντια λάτεξ και γάντια νιτριλίου, η στολή και τα ελεεινά της λάστιχα, το ύφασμα που είναι πάντα τόσο αψύ. Η ιστορία του παλιού κτιρίου, ο ξερός αέρας του χειρουργικού τομέα, το κατακάθι του υπογείου, οι φαρμακοκλέφτες και οι φαρμακαστυνόμοι, οι συγγενείς, οι ασθενείς, οι αδερφές, οι προϊσταμένες, το σινάφι το κακοσίναφο, οι τραυματιοφορείς, οι κυρίες της καθαριότητας, η μιζέρια, αυτή η διαβρωτική στάμπα της δουλειάς κρυμμένη μέσα στα καθαρά.

Είμαι κουρελιασμένος, αλλά όχι απ'έξω. Απ'έξω παίζει ακόμα βιπεράκι. Η Ίρμελιν κάθεται απέναντί μου με το μεσημεριανό της χωρίς να με ρωτήσει. Όταν με πετυχαίνει μόνο πάντα έρχεται να κάτσει κοντά. Αν έρθει και τρίτος, παίρνει το πιάτο με τα σαλατικά της και εξαφανίζεται. Την έχω δει που με κοιτάει. Έχει χαμογελαστά μάτια και τους αρέσει να ψάχνουν τα δικά μου. Έχει ψωρίαση, είναι εκείνος ο φαινότυπος με τις συρρέουσες νομισματοειδείς αλλοιώσεις που πάει πακέτο με κάποια υποκλινική ιδρωταδενίτιδα και μαλλιά που δεν ξέρουν αν θέλουν να είναι λιγδερά ή αχυρένια. Δεν έχω δει την πλάτη της αλλά εμφανίζεται σαν φωτογραφία από άτλαντα δερματολογίας στο νου μου, θέλω δε θέλω να τη δω. Είσαι πολύ ανοιχτόχρωμος για μισός Έλληνας. -Υπάρχουν και χλωμιάρηδες στο Nότο. -Σου λείπει φως, λέει, το βλέμμα αμετακίνητο, αντλεί κάποια εφηβική ευχαρίστηση από το θέαμα. Τι λόγος μου πέφτει; Δεν απαγορεύεται να χαζεύει κάποιος τις βιτρίνες.

Περνάμε τα σύνορα και ο δρόμος αλλάζει. Δεν υπάρχει φυλάκιο από Πάττμπουργκ προς Χάντεβιττ, αλλά ξέρω ακριβώς πότε δεν είναι πια Δανία ακόμα και με κλειστά μάτια. Η άσφαλτος έχει αλλιώτικη αίσθηση. Ετοιμάζεται μπόρα. Ο Μπέρτι με αφήνει έξω από την κλινική. Ώρες μετά με παραλαμβάνει εκεί που με άφησε με μπανταρισμένο αυτί. Όταν κουνάω το κεφάλι μου ακούω το αίμα που έχει λιμνάσει πίσω απ'τα γαζοταμπόνια. Du blutest, du blutest unendlich και Wie manches Blut! έλεγε ο Κριστόφ ο ωριλάς και γυρίζοντας στην άλλη μεριά με αγνώριστη φωνή Bitte absaugen, Schwester, weiter, weiter κι όσο αυτός πασπάτευε επικίνδυνα κοντά στο μυαλό μου και η νοσοκόμα έβαζε κι έβγαζε την αναρρόφηση, εμένα ίδρωνε το χέρι μου που ακουμπούσε στο πετσί του τραπεζιού, και προσπαθούσα να θυμηθώ αν ήταν μπλε ή πράσινο ή γκρι και δε γινόταν.

Ο Κριστόφ μου έδειξε το ματσαλιασμένο αυτί στο βίντεο, με ρώτησε αν ζαλίζομαι, μου έγραψε δυο συνταγές και η βλάβη επισκευάστηκε. Πήγα στο dm και μύρισα τα φτηνά αφρόλουτρα, μετά πήγα στο φαρμακείο, όταν βγήκα έξω μύριζε βροχή και όλα ήταν μούσκεμα αλλά ήταν πάλι καλοκαίρι. Στην Τορπέντοστράσε ξάπλωσα ανακουφισμένος, έστω προσωρινά. Πονούσα σαν να είχα φάει κλωτσιά μέσα στο στόμα και από την ευσταγχιανή άκουγα, μύριζα και γευόμουνα το αίμα. Η μούρη αγκριμάτσιαστη και τα ρούχα σιδερωμένα και στεγνά, η αγκράφα της ζώνης γυαλιστερή, μαλλιά χτενισμένα και βουρτσισμένα ενδελεχώς, Encre Noire και αλυσίδα στο λαιμό, βέρα χρυσή και σεβαλιές, what a catch! Μέσα το μαγαζί μπορεί να είναι άνω κάτω, αλλά η μόστρα μόστρα.

Σαβουώτ στο πατρικό

Η πίστη είναι συνειδητή. Μπαίνω στο σπίτι, χαστούκι σε αργή κίνηση η γνωστή μυρωδιά
η σκόνη στα νησιώτικα σπίτια είναι πυκνή γλυκειά και νωπή
τα ντουβάρια το ταβάνι μέσα καινούριο και έξω παλιό
οι πλάκες στο ισόγειο τα σανίδια πάνω
φωτιά στην εστία την οικογενειακή
το βάρος του χρόνου

Ο πατέρας καπνίζει στην αυλή, οι γείτονες τρέχουν το πριβέ τους Flohmarkt
το νησί είναι καταπράσινο κάθε αρμός και ευχή. Χαμηλό αεράκι
η ένθεη επαρχία η φασαρία της σιωπής η ασπίδα του νερού
κρατάω την ψυχή με τα δόντια παντού παρά εδώ
εδώ βουλιάζει στα σπλάγχνα μου
όφις ουροβόρος, τέλος, αρχή
κοινό μυστικό

Ο έξω κόσμος σταματάει στο πορθμείο. Στο νησί φτάνει μόνο μια αχλή
παλιά γερμανικά στο βιβλίο μαγειρικής μια διακριτική μενορά
τα αρχικά της μάνας μου στις πετσέτες αθώο ανάθεμα
το φάντασμά μου απ'το τότε μωρό η ματιά πονηρή
άντρας διάττων, ζενίθ και ναδίρ
ο κυνηγός σημαδεύει
ώρα για προσευχή.








Du Häuschen dort am Bergesrand,
Wo einstmals meine Wiege stand.
So jugendlich und unbeschwert,
Hier lebt‘ ich an des Vaters Herd.

Heut lauter Stimmen fremder Klang,
Wo damals mir die Mutter sang.
Ein‘ feste Burg für mich erbaut,
Wie bist du mir noch so vertraut.

Vor feindlich Welt den Schutz ich fand,
Du meine Heimat – Vaterland.
Oh Elternhaus geliebtes Heim,
Wirst nie mehr meine Zuflucht sein.

H. R. Menzel




Η πίστη είναι συνειδητή. Τη θυμάσαι όταν γονατίζεις. Η μυρωδιά του πατρικού μου με βρίσκει μόνο μια στιγμή όταν επιστρέφω και αστράφει σαν λάμα πριν τη σφαγή. Έπειτα εξαφανίζεται ως την επόμενη επιστροφή. Ο Μπέρτι είχε πει πως όλα μου τα πράγματα μυρίζουν ευγενική παλιατζούρα, ακόμα και αυτά που απέκτησα μακρυά απ'το νησί. Δεν τη μυρίζω ποτέ, μάλλον επειδή τη μυρίζω πάντα. Κάποτε ήμουν καθαρός, αυτό δεν κρατάει πολύ. Σε βρίσκει ο θάνατος και σε σημαδεύει με πυρωμένη στάμπα στο κούτελο. Τη λέρα αυτή θα την κουβαλήσεις δια βίου. Το σώμα πλένεται αλλά το σημάδι επιμένει. 1898, τα ντουβάρια με τα αόρατα αυτιά έχουν ακούσει ιστορίες κι ιστορίες. Ο αέρας αραιώνεται από τότε σταθερά με νέο αέρα, όπως το αίμα αραιώνεται με νέο αίμα σε κάθε γενιά. Η ράτσα ξεθωριάζει. Η τιμωρία είναι διαχρονική, περασμένη σαν σκυτάλη από τον έναν στον άλλον. Ο πατέρας μου κάθεται στην αυλή πίσω και καπνίζει. Η μούρη και το στέρνο του είναι ντοματιά απ'τον ήλιο. 

Εχτές έκανα διάλειμμα στη δουλειά και βγήκα να καπνίσω. Καθόμουν στο παγκάκι του πικνίκ εμπρός απ'την καντίνα. Είχε τέτοια όμορφη λιακάδα. Ο Πήτερ ο Αυστριακός, ένας αναισθησιολόγος που δουλεύει μόνιμα στα επείγοντα, ήρθε και έκατσε απέναντί μου. Άναψε τσιγάρο. Είναι απ'αυτούς που κάνουν πάντα καλαμπουράκι με τις νοσοκόμες, αλλά όχι απ'το πεσιματικό, το άλλο, του οικογενειάρχη. Έχει κίτρινα νύχια και λίγα κατσιασμένα σγουρά μαλλιά και λίγη κατσιασμένη σγουρή γενειαδίτσα. Είναι βαρύς αλλά όχι χοντρός ακριβώς. -Ήσουν στο τμήμα όταν πέθανε ο Νταν; τον ρώτησα. -Ναι. Ο ήλιος τον τύφλωνε. Εμένα με έκαιγε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. -Τώρα βλέπω τα πρακτικά του και δεν υπάρχει πια. Αυτό είναι, σκέφτομαι, μια μέρα πεθαίνεις και αυτό είναι. Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Δυο βδομάδες πριν το περιστατικό είχαμε το καλοκαιρινό σουαρέ. Ο Νταν μας είπε πως ήταν χωρισμένος με δυο παιδιά. Όταν πέθανε, έπρεπε να πάρω τηλέφωνο τους δικούς του, σωστά; Λοιπόν, δεν ήταν ούτε χωρισμένος, ούτε είχε παιδιά. Είχε μια αδερφή στην Κοπεγχάγη με την οποία δε βλέπονταν συχνά. Αυτή μου είπε πως ήταν πολύ μόνος. Δούλευε, και όταν δε δούλευε έμενε σπίτι και έβλεπε βίντεο για ενδοσκοπήσεις. -Ο φουκαράς, είπα, γιατί δεν ήθελα να είμαι αντιδραστικός. -Ναι. Γι'αυτό εγώ έχω παιδιά. Λες θα έκανε διαφορά; Ο Νταν θα πέθαινε σαν το σκυλί στ'αμπέλι έτσι κι αλλιώς. Ήταν γραφτό.

Οι τουρίστες μαζεύονται γύρω από το εποχιακό παγωτατζίδικο στο βαγονάκι. Μια φωτογραφία στο φάρο και μια στην ακτή, το χρέος πληρώθηκε. Τους ακούω να περνάνε έξω απ'το πατρικό γελαστοί όπως τους άκουγα όταν ήμουν παιδί. Στέκομαι στο σαλόνι και προσπαθώ εις μάτην να δω το μέρος σαν να είναι η πρώτη φορά. Η μνήμη έχει βελόνες μπηγμένες τόσο βαθειά στο μυαλό μου που έχουν θαφτεί στον πουρέ, πλέον αδύνατο να τις βρω χωρίς να με σπάσω σαν αυγό. Ο πατέρας μου κάθεται στην αυλή και βλεπόμαστε από τα παράθυρα. Καπνίζει την πίπα του έξω και καπνίζω την πίπα μου μέσα. Ο πατέρας κι εγώ, στο σπίτι, στο νησί. Δε θέλω να είμαι πουθενά αλλού παρά εδώ, πάντα, για πάντα. Το μόνο μέρος που ανήκω, το μόνο μέρος που θυμάμαι καθαρός. Κι όμως χρόνια τώρα από χώρα σε χώρα, εβραίος κοσμοπολίτης, στ'αλήθεια ένας σφιχτόκωλος νομάς. Και χρόνια τώρα τα χρόνια περνούν, και χρόνια τώρα από χώρα σε χώρα ταΐζω τη νοσταλγία μου αίμα. Αυτό που με σπρώχνει να φεύγω είναι ο φόβος του θανάτου.

Οι μεγάλες μέρες, ο γενναιόδωρος ήλιος του Σαβουώτ, το φέρρυ, η θάλασσα σ'ένα κέφι ασυνήθιστο, η άμμος ζεστή, οι παπαρούνες δίπλα στο δρόμο, η βλάστηση φουντωμένη, το αμάξι στο χαλίκι του στάβλου με τις αγελάδες, οι γείτονες που τρέχουν το πριβέ τους Flohmarkt, ο φάρος, οι γλάροι, η άμπωτη, η λάσπη, το νησί, το σπίτι, ο πατέρας κι εγώ, κανένα σπουδαίο γεγονός, καμιά καταστροφή. Όλα κυλάνε όπως κυλάνε, θα φάμε μπαγιάτικο ψωμί και θα πιούμε μπύρα και θα έρθει η νύχτα και θα ακούσω τα κουτσομπολιά της γειτονιάς και θα ακούσει τα νέα του πέρα κόσμου και θα μου πει πως σε δέκα μήνες θα βγει στη σύνταξη κι αυτός, εμπνευσμένος από τον συμπέθερό του (που τον λέει έτσι με χαρά), και θα κατέβει όλο το καλοκαίρι στο Σταυρό να το περάσουνε μαζί, και θα καπνίσουμε πολύ και μετά θα κοιμηθώ στο αρχαίο μου κρεβάτι και όταν ξυπνήσω θα είναι Δευτέρα και θα βρέχει.

Erwartungsgemäß


Because you were foolish enough to love one place,
now you are homeless, an orphan
in a succession of shelters.

L. Glück 

 

Τα άπλυτα υπό μάλης



    Έχω τα άπλυτα υπό μάλης. Πηγαίνω στο κτίριο 100 της πνευμονολογικής για να τα ρίξω στο καρότσι. Το δικό μας καρότσι δεν ξέρω τι απέγινε, λείπει από τη θέση του εδώ και βδομάδες. Η χοντρή κυρία της καθαριότητας δεν είχε πληροφορίες. Ένας ταρίφας κορνάρει μια γριά που περιμένει στη γωνία και δεν τον έχει δει. Κουνάω το χέρι εμπρός από την κλειδαριά αφής. Την εγκατέστησαν όταν οργίαζε η πανούκλα για να μη χουφτώνουμε την παραδοσιακή κλειδαριά, αλλά επειδή την πιάνει η βροχή συχνά δε σε βλέπει με την πρώτη. Στέκομαι σαν σκιάχτρο και αερομαλακίζω την κλειδαριά. Η τζαμόπορτα ανοίγει, τρεχάτα βήματα. Μπαίνω στον προθάλαμο των εξωτερικών της πνευμονολογικής και μαζί μου μπαίνει και η Σουκριγιέ. Καλημεριζόμαστε τύποις ευγενικά. Με βρίσκει η ίδια αίσθηση όπως όταν βγαίνω στο διάδρομο στη δουλειά και βλέπω μια θυμωμένη ασθενή με τη θυμωμένη μάνα της και δίπλα μια απολογητική γραμματέα που με πιέζει με το βλέμμα, μόνο που τώρα φοράω ήδη πολιτικά και η Σουκριγιέ τρώει τις θυμωμένες ασθενείς και τις θυμωμένες μάνες τους για πρωινό. Κατεβαίνω τις σκάλες προς το υπόγειο, το καρότσι στέκεται ανάμεσα στις δυο πόρτες πριν το τούνελ. 
    -Θέλω ν'ακούσω γιατί το έκανες. Γιατί;
    -Εδώ;
    -Τώρα σε νοιάζει η ιερότητα του χώρου;
    -Να πετάξω τα βρώμικα τουλάχιστον.
    Τραβολογάει τα ρούχα τα ξεμπογώνει και κρέμονται σαν πατσαβούρια. Μια μπλούζα πέφτει κάτω. Τη μαζεύω, πηδάω τα τέσσερα σκαλιά που έχουν μείνει, ανοίγω την πόρτα, να το καρότσι, ξεφορτώνομαι τη μάζα και το υφασμάτινο κλαπέτο μένει ανοιχτό. Το κούτελο της Σουκριγιέ φτάνει στο επιγάστριό μου, αλλά είναι τόσο θυμωμένη που έχει γίνει τεράστια, δεν τη χωράει το μέρος, και όσο με βλέπει θυμώνει πιο πολύ και βουρκώνει από την ΑΔΙΚΙΑ. Ξέρω πως έβραζε στη σκέψη της αναμέτρησής μας όλη νύχτα, ενώ εγώ περίμενα να έρθει το πρωί να πάρω το ποδήλατο για να πάω στο φούρνο, όχι επειδή είμαι απλός αλλά επειδή είμαι πολύ απασχολημένος με τον εαυτό μου, χαμένο κορμί. 
    -Γιατί; Γιατί; Γιατί;
    Το έχει ανάγκη. Όπως έχει ανάγκη η θυμωμένη ασθενής και η θυμωμένη μάνα της να αναθεματίσουν την κλινική και το νοσοκομείο και εμένα και τις νοσοκόμες και τα φάρμακα και ό,τι άλλο βρεθεί στο δρόμο της αγανάκτησής τους. Ο Κ. Σ., ο σφίχτης ορθοπεδικός που γαμούσε η γυναίκα μου όταν ήμουν στη Νορβηγία και δεν ήταν ακόμα γυναίκα μου, μου είχε μεταδώσει τη σοφία του πριν χρόνια. Είχα αρπαχτεί με έναν επιχειρηματία άρρωστο, μια μαλακία που είχε κρατήσει βδομάδες, μας είχε μάθει όλος ο χειρουργικός τομέας. Ο Κ. Σ. έκανε κωπηλασία και ήταν η επιτομή της πραότητας. Τον είχα πετύχει να ξαπλώνει στο εξεταστικό κρεβάτι στο γιατρείο και να χαλαρώνει, πιάσαμε την κουβέντα και επί του θέματος της κόντρας με τον επιχειρηματία μου είπε: Όταν έρχονται θυμωμένοι ασθενείς, εγώ ξαπλώνω κάτω και τους αφήνω να με πατήσουν. Μετά ξεθυμαίνουν και κάνεις τη δουλειά σου.
    Πρώτα θα μου κοπεί ο κώλος και μετά θα τους αφήσω να με πατήσουν, σκεφτόμουν τότε που έπαιρνα τα πάντα κατάκαρδα. Ο καιρός αυτός έχει παρέλθει, είμαι η νέα βελτιωμένη έκδοση, παίρνω τα πάντα κατάκαρδα χωρίς διαμαρτυρία, προπονήθηκα στη γκίνια. Τότε που έχανα ό,τι είχα κληρονομήσει απ'τη μάνα μου στο χαρτάκι κάπου στο Κορδελιό ήταν ακόμα φρέσκο το τραγούδι Ο χαμένος τα παίρνει όλα, μου έσπαγε τις μπάλες και το απέφευγα, είδα το έργο και γελούσα υποτιμητικά, τι μαλακία ε; Δεν είναι για μας αυτές οι δηθενιές. Το χαρτάκι και το πλουσιόπαιδο και μια αργή πτώση, και μετά μόνος με τα σπασμένα, μόκο. Ο χαμένος παίρνει τ'αρχίδια του και ιδρώνει με το μάγουλο στα πλακάκια του μπάνιου του διαμερίσματος της οδού Β.
    -Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ξέρεις τι έκανες; Έχεις ιδέα τι έκανες; 
και άλλες παραλλαγές στο θέμα. Δεν την πειράζει που δε μιλάω. Συνήθως πειράζει περισσότερο αν μιλήσεις, γιατί ό,τι και να πεις είναι λάδι στη φωτιά. Ξαπλώνω κάτω και την αφήνω να με πατήσει, όπως έλεγε ο Κ. Σ.. Δεν το παίρνω κατάκαρδα. Θα προτιμούσα να το είχα γλιτώσει. Είμαι κουρασμένος. Δε θα προλάβω ζεστά κρουασάν στο φούρνο. Με είχα καθησυχάσει πως αν συναντιόμασταν σε κάποιο διάδρομο, δε θα αξιωνόταν να μου μιλήσει, έπεσα έξω, δε γαμείς. Δεν είμαι εγκρατής, αυτό είναι κακό ελάττωμα. Το έγκλημα είναι άλλο. Δε χορεύω μόνος μου σ'αυτό το πανηγύρι. Η ζήλεια αφήνει ουλές και αν μαζέψεις αρκετές μετά δε φυτρώνει άλλη, όπως δε φυτρώνουνε τρίχες στο πετσί που έχει καεί. Η επιθυμία σου δεν είναι αυτό που κάνει κάποιον να σου ανήκει. Η επιθυμία του άλλου είναι που τον κάνει να σου ανήκει. Αυτό είναι το δίδαγμα της ιστορίας, αλλά η Σουκριγιέ είναι πολύ θυμωμένη για να το ακούσει, κι εγώ που το βλέπω πάει στράφι, είμαι αρχίδης εγωιστής, και πώς στην ευχή συνέβη ο Άλμπερτ να πει ψέματα, ο πατρικός Άλμπερτ που ήταν το γέλιο της ζωής της Σουκριγιέ, ο Άλμπερτ που φύτευε πανσέδες, ο Άλμπερτ και τα ροδαλά του βλέφαρα, ο Άλμπερτ που είναι τόσο καλός με τα παιδιά, δε μπορεί παρά να είναι καταστροφή, κάποιου τύπου απάτη, μια χτυκιασμένη πλεκτάνη, δε μπορεί παρά να μολύνθηκε από δόντια κοφτερά μια νύχτα που έκανε το σφάλμα να μου δείξει το λαιμό του, ΧΡΑΠ.
    Ο Άλμπερτ για μένα είναι άλλος ένας στη λίστα, αλλά της Σουκριγιέ ήταν όλος της ο κόσμος. Το '16 όταν πρωτοπάτησα στο νοσοκομείο ξεκίνησα απ'την ορθοπεδική, ακόμα δε μου είχαν δώσει κλειδί για την ιματιοθήκη, ήμουν με τα πολιτικά, ο Άλμπερτ ήταν εκεί, είχανε μια ημερίδα για τις ηγετικές προσωπικότητες και μας μοίρασαν ένα χαρτί που απαντούσες δέκα παπαριές ερωτήσεις και έβγαζες το σκορ να δεις τι κουμάσι είσαι. 
    -Τι είσαι; με είχε ρωτήσει. 
    -Μηχανή. Εσύ; 
    -Άνθρωπος.
   Σκηνή από τη βιομηχανική επανάσταση, ασπρόμαυρη ταινία, χρρ-χρρ-χρρ το ρολό και οι θεατές σιωπηλοί. Η μηχανή δουλεύει, βάρδια απογευματινή, ο εργάτης κλείνει τα μάτια μια στιγμή, αρκεί. Τα δάχτυλα στο γρανάζι, ΧΡΑΠ.
    Ο χαμένος τα παίρνει όλα.

x

Κάθομαι στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Είμαι ξεφούσκωτος σαν τρύπιος μπαλονένιος κούκλος. Χάνω την όραση από το δεξί μου μάτι. Ο χρόνος σαν ατμομηχανή. Πέφτει μια ήσυχη βροχή και τα πουλιά κελαηδούνε απ'τον κήπο. Τα πόδια μου απλωμένα, το ένα στο ξύλο το άλλο στο χαλί. Τα μαλλιά μου έχουνε μισοξαναγίνει. Η φωνή μου δε φαίνεται συχνά, αλλά ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΥΝΩΣΤΙΖΟΝΤΑΙ.

Το χώλαιμα μια μέρα τη φορά, το μουλάρι που σήμερα δε θέλει και το καρότσι κολλημένο στη λάσπη του Σλέσβιχ. Εκεί κείται το αίμα μου, στη λάσπη αυτή, και η λάσπη αυτή περιμένει και το κορμί μου, άλλος κανείς παρά αυτή. Σκοτεινιάζει. Είναι η καταδίκη που κονταίνει, περίεργη τιμωρία η ζωή, ασυγχώρητη η μάνα. Γιατί; Δόντια κοφτερά, ένα στόμα πηγάδι σκατοπήγαδο, δηλητήριο, το πεινασμένο στόμα, το αρπαχτικό, το αποφασισμένο χέρι στο λαιμό και μια τραχεία κομμάτια, θ'αποφανθεί ο δικαστής: ο χρόνος σαν ατμομηχανή, τα σώματα εκπίπτουν. Χάνω την όραση από το δεξί μάτι αλλά το φως μου επιμένει, το φως που είναι μέσα σου. Τα πόδια εργάζονται σκληρά, το κυνηγητό συνεχίζεται, κοίτα μπροστά, τη νύχτα στο στόμα και τρέχα. Παλάμη στον κρόταφο παρωπίδα από δω κι από κει, φίδια ποτάμια κατεβαίνουν απ'τις πλαγιές, μαλλιά σκουριά και πέντε άσπρες κλωστές μισό μέτρο μακριές, ο χαλκός οξειδώνεται, μάθε να μην περιμένεις, το τραίνο δε σταματάει πουθενά.

Βήματα στη λάσπη, πορεία μέσα στην ψιλή βροχή, σε ένα αιώνιο ξημέρωμα, σε μια μόνιμη άμπωτη, τα όστρακα κόβουν γυαλί, το αίμα μου κι η λάσπη. Μια στιγμή να πέσω στα γόνατα και να μου ευχηθώ το θάνατο, ένα μαστίγιο με βρίσκει από μέσα σαν αστροπελέκι και πάλι πάνω, το αίμα μου λάσπη. Όρθιος και προχώρα. Τα νυχτοπούλια βλέπουν από ψηλά, μια φιγούρα λασπερή που περπατάει πάνω στην ίδια της τη σάρκα, το W A T T E N από ορίζοντα σε ορίζοντα, δεν υπάρχει νησί, δεν υπάρχει ούτε πίσω ούτε μπρος παρά μόνο λάσπη και οι προσεκβολές της, το έλος ανατριχιάζει. Στρατός λασποστρατός πηγαίνει και πηγαίνει, δεν είμαι μόνος, εκατέρωθεν οι συμπολεμιστές μου πεθαίνουν το δικό τους μυστήριο μαρτύριο, και όλοι εμπρός μαρς ορδή από σκατά.

Εντός μου καίει μια φλόγα πιο δυνατή από ό,τι άλλο έχω, μια φλόγα που με λιώνει. Σώμα από ξεραμένο ξύλο, στάχτη από μέσα προς τα έξω. Τέτοια φλόγα έκαιγε και μέσα στη γυναίκα που με έφερε στον κόσμο, και όταν πήδηξε στην κρύα θάλασσα φούντωσε για λίγο σαν γιγάντια τουλίπα πριν σβήσει για πάντα αφήνοντας τους εραστές της τσουρουφλισμένους να κουβαλάνε το σημάδι είκοσι έξι χρόνια μετά, η παροδική φύση της φωτιάς και η ανθεκτική σκιά της. Μπουρλότο στα κωλολεφτά που μ'άφησε για προίκα για συγγνώμη. Ήταν πολλά και τα έπαιξα όλα, μήπως και απαλλαχτώ απ'την κληρονομιά.  Ασυγχώρητη, να με φυτέψει στην ίδια τιμωρία. Ασυγχώρητη όπως κάθε επίτοκος και κάθε μια λεχώνα. Ηλίθιο παιδί, ο μελαγχολικός κρετίνος, ένα κεφάλι όλο μαλλιά, ένα λεπτό περίεργο κρανίο, το ίδιο χαμόγελο, η ίδια απελπισία, και όπως φαίνεται μια παρόμοια γοητεία, από έρωτες παράπονο κανένα, όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη, ναι, δε θα κάνω πως δεν το ξέρω από μετριοφροσύνη, η ίδια φλόγα που με λιώνει λιώνει και αυτούς που πιάνονται στο γρανάζι, ΧΡΑΠ. Στη βράση κολλάει το σίδερο, όταν με κοιτάς με μάτια ονειροπόλα, μάτια τόσο τρυφερά, και λες Άσε με να σ'αγαπήσω η χασούρα είναι δικιά σου, εγώ είμαι μηχανή. Ξέρω έτσι πως δε θα με ξεχάσεις ως το δικό σου τέλος, και θα ζήσω σαν παράσιτο παράταση ζωής μέσα στη δική σου. Αλλά προς το παρόν πάρε ό,τι θέλεις από μένα, παρ'τα όλα, σαν καλός χαμένος. 

Dinestrup Strand

Your gods in my hands
totems of salt and the end

your keen eye behind my lens
jealous of my women but never of my men

the wind lingers by the foredune at Dinestrup Strand
a sheltered little patch of sand

your boiling blood, your seeking heart
your brave lungs, your patient guard

my freediving muse
up for a breath
down for a glance
hell, what a dance

I stand by your can't-leave-behinds
you stand by my can't-press-forwards

a still war that will never be won
but don't say it hasn't been fair

give me your crabs
I'll pass them along.



Es liegt im Blute



A bow-shot from her bower-eaves,
he rode between the barley-sheaves,
the sun came dazzling thro' the leaves,
and flam'd upon the brazen greaves
       of bold Sir Lancelot.
A red-cross knight for ever kneel'd
to a lady in his shield,
that sparkled on the yellow field,
       beside remote Shalott.

Tennyson

+

 I am in blood
stepp'd in so far, that, should I wade no more
returning were as tedious as go o'er

Shakespeare

Angles morts

Ο θάνατος είναι αδιάκριτος. Βήμα ταχύ και ιδρωμένα μαξιλάρια, από θάλαμο σε θάλαμο, το φίδι του οξυγόνου απ'τα ντουβάρια και η κάπνα σε όλες τις γωνίες. Τα παραβάν της συμφοράς με τις ροδούδες που τσιρίζουν, τα κυριακάτικα καλά των πεθαμένων και η ανθοδέσμη στο χέρι αφότου υποχωρήσει η νεκρική ακαμψία. Οι ρυτίδες έρχονται να προσευχηθούνε γύρω από τα μάτια, οι σημαδεμένοι της ετοιμότητας. Στην κλειστή κάστα των εξεταστηρίων ανθίζουν οι κοινοτοπίες, οι συνάδερφοί μου κρέμονται από μια κλωστή θρησκείας και μια κλωστή τεκνογονίας που έχουν δεθεί σε εύθραυστο κόμπο, και ο αέρας που μας φυσάει όλους είναι ο αέρας του θανάτου, οι κλανιές της σάπιας κωλότρυπας, και η βροχή που μας ραίνει είναι τα ζουμιά από τις άδειες κόγχες και τα ρουθούνια με τις κρούστες. Όλα είναι αμφιθεατρικά στην ιατρική, τα αγκομαχητά, τα κλάματα και τις λιτανείες τις ακούμε ανεξαιρέτως όλοι, απ'την υπόγα ως τα παρκεταρισμένα γραφεία των γιάπηδων που το παρακάνουν με το αφτερσέηβ, όλα είναι αμφιθεατρικά στην ιατρική, όλοι βλέπουμε πάνω από τον ώμο του αλλουνού, ουδέν κρυπτόν, ουδέν μεμπτόν, κι όμως κάθε σκαλί και μυστικό, κάθε πόρτα και ιστορία με χαμηλή φωνή, κουτσομπολιό και λοξές ματιές, μην και δεν είναι όλοι πανομοιότυπα ψωμάκια στη γραμμή παραγωγής, γιατί στο τέλος του ιμάντα περιμένουν οι σακούλες και είναι όλες κομμένες ίδιες με τη στάμπα του Schulstad ή του Kohlberg.

Η φύση δεν είναι αξιοπρεπής. Οι σκηνές επαναλαμβάνονται σε παραλλαγές. Στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον εμπρός από τους ανοιχτούς φωριαμούς. Δε θα αποφοιτήσουμε ποτέ, η παθολογία είναι ισόβιο αντικείμενο. Στη μέσα μεριά της πόρτας του φωριαμού του είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά ενός σπιτιού με stråtag και η φωτογραφία του ακριβού του Pinarello. Κουμπώνω το πουκάμισο από κάτω προς τα πάνω, όλη τη διαδρομή ως το γιακά που είναι αφετηρία και τέρμα, βούρτσα στα μαλλιά και χτένα στη γενειάδα, καθαρά μάγουλα, μάτια χωρίς τσίμπλες, αλλά η σάρκα είναι αδιάκριτη, τα χείλια είναι ξεπετσιασμένα, το στόμα η πρόσθια κωλότρυπα η πόρτα της νυχτός, δεν ξεγελιόμαστε, δεν παίζουμε κρυφτό, τα δόντια μου βρίσκουνε στα δόντια του και ακούγονται μικρά τακ, η σάρκα δεν ξέρει από ντροπές και τη σφίγγουνε τα σκοινιά της σχολής του καθωσπρέπει και τα βυζιά της ζουλιούνται και μελανιάζουν και οι ευκοινώνητοι τον παίζουνε πυρετωδώς με αυτό το γελοίο μποντάζ, η επιταγή είναι σαφής, η κτηνωδία, το σκάνδαλο, όλα χορεύουν γύρω απ'τις αρμονικές της πείνας και της δίψας, λέει Σ'ευχαριστώ σαν να ονειροπολεί, δεν καταλαβαίνω γιατί μ'ευχαριστεί, το λέει συχνά τελευταία, με πλησιάζει να με φιλήσει, γυμνώνω τα δόντια μου σαν σκύλος και τα χτυπώ στα χείλια του, στα δόντια του, δαγκώνω το στόμα του, η αρμύρα του αίματος είναι ρεύμα, τα νεύρα είναι χαλκός, από το αγγείο στο μυαλό με το σούσουρο της απώλειας της παλιάς τηλεφωνογραμμής, αγκαλιά, μπουνίδι, τράβηγμα και σπρώξιμο, λέω Θέλω να σε λιώσω, είμαστε πίθηκοι, τα πουκάμισα είναι για τη μόστρα, θέλω να τον πονέσω, να χώσω τα δάχτυλά μου στην καρδιά του και ν'ανακατέψω το αίμα του, ξυρισμένος ευλαβικά σε κάθε ίντσα της μούρης του, νύχια κομμένα βαθιά, όπως τον βλέπω δια της αφής με γυρίζει μέσα έξω, ντύνομαι τις σκέψεις μου, τα αρχίδια σκαρφαλωμένα στην πύελο, η πούτσα μου παλεύει με τη ζώνη, δεν ξεχωρίζω το σάλιο μου απ'το σάλιο του, τώρα γνωριζόμαστε αρκετά καλά.

Κοιτάζω τον κόσμο αφ'υψηλού όταν το μουλάρι της υπέρβασης καταφέρνει να σταθεί στα καλαμένια ποδαράκια του. Κάτω η μούργα ανάγαπη κι εγώ χρισμένος γίγαντας στη βερνικωμένη σέλα με ένα μάτσο χαίτη ανάμεσα στα δάχτυλα, velvidende πως η σάρκα μου δουλεύει ακούραστα εναντίον μου, οπλισμένη με ένα γκασμαδάκι αρχαιολόγου με σκοτώνει λίγο λίγο, το λερό κορμί είναι πατσαβούρι εξόν από όταν στήνεται με τα ρεγκάλια του έρωτα απάνω στο μουλάρι που το έχουνε λαδώσει και το έχουν πεταλώσει τα ένστικτα, και από αυτό το λιγδοπατσάβουρο φυτρώνει ένα λεπτό φως σαν ηλιαχτίδες μέσα στο νερό πριν τις καταπιούν τα βάθη, έτσι γίνεσαι θεός, έτσι ακριβώς. Όλα τα άλλα είναι σκατά: ο Γκέοργκ ο Βερολινέζος που δίπλα μου στο διατμηματικό για τους καρκινοπαθείς είπε χαλαρά Το θέμα με τη θεραπεία του καρκίνου είναι πως πρέπει να εκτιμούμε εάν ο ασθενής αξίζει τα λεφτά της θεραπείας, και να αποφασίζουμε για μη θεραπεία όταν δεν τα αξίζει, γιατί αλλιώς πάνε χαμένα, είναι πολλά λεφτά, ο τσευδός Χένρικ που είχε πάει με τη μαλτεζογυναίκα του στην κλινική υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μόνο και μόνο για να τους ενημερώσουν πως η γυναίκα ήταν ήδη γκαστρωμένη με το τέταρτο που τόσο είχε αργήσει και είχαν πιστέψει πως είχε πάθει υπογονιμότητα μετά από τα τρία πρώτα, ο Άλλαν με τις αρχές καράφλας που κυκλοφορεί περήφανος σαν καρδινάλιος και συζητάει με τη Σούζαν με τη φιδίσια μούρη για τους ταλαντούχους γιους τους με τα σπάνια ονόματα, η Χέλλε ο πατσάς και οι τίτλοι της, σκατά, σκατά, σκατά. Έτσι παίζεις το θεό, και αν είσαι τυχερός, ο Θεός σε βλέπει και γελάει, όπως και να'χει μένεις εκεί πατσαβουριάρης και ασήμαντος στον πάτο, αυτάρεσκος, ηλίθιος και άδειος, να παραφυλάς σαν κατινούλα πίσω από τους φωριαμούς για να δεις αν ισχύουν αυτά που λένε στα ΤΕΠ για τον υπεύθυνο της ανάνηψης και τον υπεύθυνο του τραύματος, το σημείο τομής, medicina e chirurgia, ποτέ σου δε θα καταλάβεις, ποτέ.

Η φωτιά των ζωντανών μπορεί να είναι τόσο πολύ κομψή, η μελέτη της παθολογίας γίνεται αλλωστε στη σιωπή. Τα κουμπιά κάπως ζεστά σαν φιλντισένια και τα πουκάμισα σφαλίζουν, τα ρούχα φρεσκοπλυμένα ντύνουν με το σάβανο της δυτικής υπεροχής ό,τι θα θύμιζε απολίτιστους αγρίους, και είμαστε οι δόκτωρ και δόκτωρ τάδε, και όταν κλείνει πίσω μας η βαριά πόρτα της εισόδου 136 είμαστε περαστικοί στη Σόνρε Μπουλεβάρ και μετά δεν είμαστε κανένας για κανέναν παρά για εμάς, ο κόσμος γυρίζει πλευρό και δε φάνηκε ούτε σπίθα, ο Θεός κρύβεται στο ρουμπινί αυγό στη μοναχική φωλιά στο θάμνο μες στο χιόνι, ο Θεός κρύβεται στο λάπις των ματιών σου όταν χύνεις, ο Θεός κρύβεται στη μια σταγόνα αραιό αίμα που ανατέλλει από τα χάρτινα χείλια μόλις με κάνεις να χαμογελάσω, ο Θεός κρύβεται στην ανάσα που κρατάς, στο φαλάγγι που αρνείσαι να σκοτώσεις, σε ό,τι δεν ομολογείς, σ'εκείνα που πονάνε ταυτόχρονα και όχι, ο Θεός κρύβεται στο μου λείπεις, Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΥΦΟΣ. Οι αγωνίες με κάλτσες και τα πρόσωπα που δεν ομολογούν, ήσυχα βήματα στο σαλονάκι την πιο μικρή μας ώρα, επίμονοι επισκέπτες επίμονοι εφιάλτες, πάλι δίπλα σ'εκείνο το καταραμένο κρεβάτι στα επείγοντα στο MODT. 7 και τα πάντα σίγουρα χέρια μου να τρέμουν γύρω από ένα νυστεράκι που πέφτει και ξαναπέφτει και ξαναπέφτει, πάλι μια τρίχα απ'την Αννουντσιάτα και εκείνο το φιλί που μου πήρε την ψυχή και μετά τα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα να τρέχουν σε ένα λογαριθμικό κοντέρ κι ο κόσμος να απλώνει και ν'απλώνει και ν'απλώνει, η δοκιμασία είναι εδώ, δεν υπάρχει άλλη κόλαση, δε θα'ρθει άλλη κρίση: η φάρσα της αγάπης που είναι σαν κοφτερή πέτρα του νεφρού, κατουροδιαμάντι, αθάνατη και ανένδοτη και εγκλωβισμένη μέσα σε θνητά κορμιά που τα γαζώνει η δειλία, ο κόσμος γυρίζει πλευρό και δεν έγινε και κάτι, κάποιος ξαπλώνει ήσυχος σα να κοιμάται, αόρατοι επισκέπτες, αόρατοι εφιάλτες, και φτάνει ανεξαιρέτως το πρωί και το κατρακύλι προχωράει, η κατουρόπετρα γρανάζι γυρνάει και σκίζει τα πάντα από μέσα, κανείς δε θα μπορούσε να μαντέψει, μια φωτιά ήσυχη, κομψή και αβαρής, όπως ο θάνατος που έρχεται με τα αραχνοδάχτυλά του και τσεπώνει τον γέρο στον τετράκλινο και δεν το παίρνει κανείς πρέφα ως την ώρα της επίσκεψης την επομένη, αλλά το κακό έχει γίνει.

Θυμήσου τις νεκρές γωνίες
εκεί συμβαίνουν ιστορίες στα κρυφά
κι ώσπου να τις δεις είναι πολύ πολύ αργά

ξυπνάς είσαι εκτελεσμένος κι αγαπάς
κι ο θάνατος είναι καταστροφή.

ANGLES MORTS 


(to be continued)

Νangiarneq

Καρδιά από νήμα 
βόμβος των μεδουσών
πλοκάμια παλλόμενο φως

στη μνήμη αυτών
αίμα σαν ρεύμα στα γυάλινα παρασόλ
περαστικοί, αδύναμοι και ήδη ξεχασμένοι

λάδι με λάδι, δόντια οχυρό
στην ουρά της αρρώστιας το όραμα
το ανελέητο χέρι του χρόνου

στη μνήμη αυτών
που διάλεξαν τη θάλασσα
καρδιά από νήμα

κρικόδεσμος στο κέντρο
όσο φερμάρει η ομίχλη
τόσο σφίγγει η θηλιά








היפה בנשים

Είναι η ώρα αυτή η μυστική
το φως ψιλό ψιλό τριμμένο
κε σοσανά μπεΐν αχοχίμ
κεν ραγιατί

μάτια στα φτερά της πεταλούδας
σκιά μεσογειακή στους κόγχους
αγιόκλημα και χώμα

πένα οστού χορδές του ταμπουρά
καρπός καρπός σφυγμός 
σφυγμός και τύμπανο 

μόνο σύνορο η ακτή
αίματα μπερδεμένα

οι δώδεκα φυλές οι δώδεκα πληγές του Ισραήλ.

//

Τα χρόνια χιλιάδες χρόνια τ'ακούει κανείς στην προφορά, 
τα χρόνια χιλιάδες χρόνια τ'ακούει στην κάθε εισπνοή, στην κάθε εκπνοή, 
ιστορία σκαλί και ο ήλιος ανελέητος

από τη μάνα στον πόνο και από τον πόνο σε σένα, σε μένα
οι άντρες ασήμαντοι πατεράδες και γιοι
η πίστη πληρώνεται έτσι και μόνο: δια πυρός 

και σιδήρου, το όνομα είναι γραμμένο στα χείλη
στα δόντια, στο δέρμα, στα νύχια, η καταγωγή
κόμποι σε ένα υφαντό από δροσιά

είναι η ώρα αυτή η μυστική
το τριημιτόνιο της νύχτας
η άμμος χορεύει

το φως
κε σοσανά μπεΐν αχοχίμ
κεν ραγιατί

///

Σ'ακούω που κυλάς απ'τα ισπανικά στα ελληνικά στα εβραϊκά μονοκοντυλιά και το δέος μου δεν παλιώνει, είναι λες και το λαρύγγι σου ράφτηκε από σεφαραδίτα ράφτρα, πάμε ξανά, οι εβραίες όταν είναι όμορφες είναι αδύνατο να τις αντισταθείς, στέκονται στην κόψη μιας λάμας παράξενης, απ'τη μια πέτρα και από την άλλη λάδι. Ναι, στις γλώσσες του βορρά επιμένει η παιχνιδιάρα προφορά σου, όπως επιμένει η στέγνα μου στις γλώσσες τις δικές σου, όλα έχουν το τίμημα, όταν σε διαβάζω βλέπω το γερμανισμό σου σαν στοιχεία ανάμεσα στα στοιχεία, όταν σε σκέφτομαι ακούω το αηδόνι στο Σταυρό ένα βράδυ μαγιάτικο, Σιρ Χασσιρίμ των φαντασμάτων.

מים רבים לא יוכלו לכבות 
את האהבה

John the gentle

11/2021

Στη βιβλιοθήκη του νοσοκομείου έχουν τη συλλογή από παλιές εικόνες ιατρικού ενδιαφέροντος, αποκόμματα από εφημερίδες και άτλαντες και περιοδικά, κάθε εικόνα στο δικό της γυαλί, και όλες οι γυάλινες πλάκες δεμένες σαν ένα χοντρό βιβλίο, και σ'εκείνο το τμήμα υπάρχουν αρκετά από αυτά τα γυάλινα βιβλία πάνω σε μικρά βάθρα ανάμεσα στα ράφια. Εκεί συναντιέται το κορίτσι με το γηραιότερο του τμήματος, τον Τζων, και κάνουν απογραφή των γεγονότων του μήνα.

Το τμήμα με τα γυάλινα βιβλία είναι στο υπόγειο και λίγοι το επισκέπτονται. Οι βιβλιοθηκάριοι κάθονται στους πάνω ορόφους και δεν είναι κοντά να απαιτήσουν ησυχία. Ο Τζων δεν έχει ανάγκη έτσι κι αλλιώς. Μιλάει πάντα πολύ σιγά. Και πριν αρχίσει να μιλάει εισπνέει σα μικρό σκυλί, αυτό σημαίνει πως σκέφτεται. Ο Τζων δε μιλάει ποτέ χωρίς να σκεφτεί. Ο Τζων είναι επιδέξιος στα χέρια και στα λόγια. Είναι από εκείνους τους παλιούς χειρουργούς που ήταν και κουρείς και γιατροί και εξομολογητές, τελευταίος πια στο είδος του. Έψαχνε απεγνωσμένα σχεδόν διάδοχο ενώ η σύνταξη τον έχει στο κατόπι. Τα πιστά μάτια του κυκλώνονται από βλέφαρα οιδηματώδη σαν την άκρη ενός βραστού λουκάνικου που είναι έτοιμο να σκάσει, από την ισόβια αγρύπνια και το βάρβαρο εξαερισμό των χειρουργείων, είναι υπερβολικά υγρά και οι επιπεφυκότες υπεραιμικοί, αυτοί οι φτηνοί σκυλίσιοι βολβοί του δίνουν οξεία ενόραση, και είναι σα λαδερός, κοντός, τσιμπλιάρικος δρυΐδης με μια μικρή κοιλίτσα, αρτσωμένα μαλλιά και πάντα πέντε μέρες αξυρισιά. Φοράει τη ρόμπα πάνω από τα πολιτικά ενώ ο κανονισμός λέει πράσινα και μπλε και ιστορίες, ο Τζων παραείναι θαλασσοδαρμένος για όλα αυτά. Ο κανονισμός είναι για να ξεπαρθενέψει τους νεόκοπους, να τους σπάσει το τουπέ, να τους ξεβρακώσει για να τους κάνει μέρος του ιδρύματος, οι βετεράνοι τον γράφουν στ'αρχίδια τους, οι βετεράνοι είναι το ίδρυμα.

Το κορίτσι θα μπορούσε να είναι κόρη του, ένα μικροκαμωμένο πλάσμα που δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση εκ πρώτης όψεως, στις διατμηματικές συνεδριάσεις με τους ακτινολόγους δουλεύει πυρετωδώς το βελονάκι στο σκοτάδι, λες ίσως δεν την κόβει τη μικρή, χαζονοικοκυρούλα, αλλά όσο περνάνε οι όψεις ανακαλύπτεις κάτι διακριτικά γοητευτικό που σιγά σιγά αναδύεται από την ομίχλη σαν κτήνος επιθυμίας, ένα σαρκικό θηρίο, λυσσαλέο και όμως τόσο τρυφερό, το κορίτσι είναι χαρισματικό, τα χεράκια που χωράνε με άνεση στο εξάρι γάντι έχουν τρομακτική μυϊκή μνήμη και ακρίβεια. Μαζεύει υποστηρικτές των χειρουργικών ειδικοτήτων σαν εντομοσυλλέκτης, και νομίζω, παρότι αλλαξοπίστησα στην πορεία, κάτι με δένει ακόμα με την αγέλη, και εν μέρει είναι αυτή η κοινή μας αδυναμία. Το βλέμμα, αθώο και περίεργο, που όμως μοιάζει μονίμως να σε τσακώνει να κάνεις κάτι που δεν πρέπει, εδώ ξιφομαχεί ήσυχα με την απλανή, νυσταγμένη, εσωστρεφή ματιά του Τζων, παρασκήνιο τα γυάλινα βιβλία στα βάθρα τους και το ημίφως του υπογείου. Εκεί ξετυλίγεται ένα νήμα που έχουμε μαζέψει και ξαναμαζέψει σε μπόγο, ένα νήμα που έχουμε σίγουρα ξαναδεί κάπου στο πάτωμα δίπλα στην κουνιστή πολυθρόνα. Ο Τζων γίνεται πάλι εικοσάρης, η σιγουριά του βετεράνου τρεμοπαίζει, μερικές φορές χαμογελάει στο κορίτσι ντροπαλά, και χαμογελάνε και τα κουρασμένα μάτια του, το κορίτσι ηλιοτρόπιο τον παρακολουθεί, είναι ένας χορός εξωτικών πτηνών, και γύρω το δάσος σκοτωμένο και βιβλιοδετημένο και κομμένο και ραμμένο και θαμμένο κάτω από βουνά του πυριτίου.

Τους είδα στο χειρουργείο για Γουήπλ μαζί με τους άλλους από το αμφιθεατράκι, το κορίτσι επικεφαλής, ο Τζων βοηθός και υποβολεύς και ο πηγουνιάρης άγκιστρα, τα χέρια τους ήταν φτερά, το πεδίο αλφαδιά και καθαρό, το χειρουργείο ήσυχο σαν μοναστήρι, κανείς δεν άκουγε τις συνεννοήσεις τους, ίσως να μη μιλούσαν καθόλου παρά με τα μάτια, η αναισθησιολόγος πίσω από το ντρέπι στα σουντόκου, δεν ίδρωσε κανείς σ'εκείνη τη Γουήπλ παρά ο θεατής, ήταν σημαδιακή εκείνη η Γουήπλ, η διαδοχή, το σκήπτρο, όσοι παρακολουθήσαμε απ'έξω και η εργαλειοδότρια και ο πηγουνιάρης και η αναισθησιολόγος εντός, όλοι ξέραμε πως είχαμε γίνει μάρτυρες ενός ιερού μυστηρίου, ενός σπάνιου φυσικού φαινομένου, ήταν μια τελετή στέψης, και ο Τζων στα γόνατα και το κορίτσι αιφνιδίως με άσπρα μεταξωτά μαλλιά και χείλη νεκρικά, Θεέ μου πόσο ζήλεψαν οι άλλοι που περίμεναν χρόνια στημένοι στην ουρά και ο Τζων τους πρόδωσε για τη θετή του κόρη που ήρθε σφήνα και λοξά απ'το Σταυρό.

Στη βιβλιοθήκη κοντά στην απογραφή ο Τζων και το κορίτσι συζητάνε και θέματα όπως οι μικρές διαπλοκές της κλινικής και τα αγαπημένα άρθρα του Τζων απ'τα περιοδικά του '80, και φυσικά το φετίχ του, τα ιατρικά φαντάσματα, εκείνα τα case reports που περιγράφουν σύνδρομα και οντότητες σαν θρύλους και παραμύθια για γιατρούς, ο Τζων και το κορίτσι Χένζελ και Γκρέτελ και ένας κύκνος από γραφές τους περνάει απέναντι σαν βάρκα, ανθρωπάρια κάτω από τον ψηλό θόλο της επισταμένης γνώσης, οι μέρες φεύγουν και ρίχνουν τις σκιές τους σαν δαχτυλιές στις παλιές σελίδες, κάποιος φτύνει τα δάχτυλα, επόμενο κεφάλαιο, επόμενο κεφάλαιο, και έτσι η μελέτη προχωράει.

Είναι βράδυ Δευτέρας και εφημερεύουμε και οι δυο ανακλητοί. Όταν η ώρα είναι στρογγυλές οχτώ ο Τζων και το κορίτσι τηλεφωνιούνται, του δίνει την αναφορά της κλινικής για να κλείσει για τη μέρα, και είναι ο χείμαρρος που ξέρω, και ο Τζων είναι η ίδια υπομονετική γη που είμαι κι εγώ, και πάνω του πέφτουν αθρόες ποσότητες ολόφρεσκου νερού, αλλά είναι διαβρωμένος ως το μεδούλι, δεν έχει μείνει τίποτα για να ξεπλυθεί, απαράλλαχτος πια και σταθερός, παλλάδιο κάτω απ'το γαλαζοπράσινο τζάμι της βάθρας, εισπνέει σαν μικρό σκυλί και της δίνει το οκέη, ο ήλιος δύει και το φεγγάρι ανατέλλει, και για ένα διάστημα είναι αμφότεροι στον ουρανό, η πίπα μου ζεσταίνει την παλάμη, η κουζίνα μυρίζει γλυκό καπνό και φρέσκο ψωμί, το τραπέζι είναι άσπρο και καθαρό, αλλά βλέπω τις πληγίτσες που του'χουν μαζευτεί απ'αυτά και από εκείνα, η άσπρη πετσέτα κρέμεται από την πιάστρα του φούρνου, το φως πορτοκαλί από τη γάτα-Τίφφανυς, ο Πούτιν σαν Χριστός μας βλέπει αγία μητέρα και πατέρας από ψηλά, ειρωνεία και νοικοκυροσύνη, οι στενές της φτέρνες ξεκουράζονται πάνω στα γόνατά μου, γέρνω το κεφάλι για να τη δω καλά και κρατώ τα βλέφαρα ανοιχτά με το ζόρι, μήπως και αποτυπωθεί η εικόνα της στους κερατοειδείς μου σαν αμμοβολή στο φως, και όταν πεθάνω μείνει το πορτραίτο της στους γυάλινους βολβούς μου σαν το αγαπημένο πρόσωπο μέσα στο κρύσταλλο σ'εκείνο το αρχαίο δαχτυλίδι από τον οικογενειακό τάφο του Τίτου Καρβίλιου.



(φωτογραφία από τα ευρήματα των ανασκαφών στη νεκρόπολη της Γκροτταφερράτα)

Στη φόρα 9

 



auf und ab

///

There's a certain slant of light,
winter afternoons – 
that oppresses, like the heft
of cathedral tunes – 

heavenly hurt, it gives us – 
we can find no scar,
but internal difference,
where the meanings, are – 

none may teach it – any – 
'tis the seal despair – 
an imperial affliction
sent us of the air – 

when it comes, the landscape listens – 
shadows – hold their breath – 
when it goes, 'tis like the distance
on the look of death – 

E. Dickinson

Pone me ut signaculum super cor tuum




Give other coasts a chance
they'll reward your infidelity
you have but a flash

stray pleasures all over the map
why stick to a few
when you can roll in a seaful.

-

Empty your pockets
fall on your knees
by the end of the day

you'll always go back
no shame in that.
Many can cut you

-

but your blood belongs to one.





0 2  /  2 0 2 2
H E L N Æ S  /  F Ö H R



---

 True Love in this differs from gold and clay,
that to divide is not to take away.
Love is like understanding, that grows bright,
gazing on many truths; ’tis like thy light,
Imagination! which from earth and sky,
and from the depths of human phantasy,
as from a thousand prisms and mirrors, fills
the Universe with glorious beams, and kills
Error, the worm, with many a sun-like arrow
of its reverberated lightning. Narrow
the heart that loves, the brain that contemplates,
the life that wears, the spirit that creates
one object, and one form, and builds thereby
a sepulchre for its eternity.

from Epipsychidion, P. Shelley

Μικροί αστοί, μεγάλοι πειρασμοί


Αργά το απόγευμα. Περιμένω να κάψει το σιδεροτήγανο. Το αλεύρι κάθεται μες στην κούπα που έπεσε και το σμάλτο έσπασε στο χείλος και έφυγε ένα κομμάτι σαν κάποιος να το δάγκωσε. Ανάπαυση εν αναμονή. Η κουβέρτα που έπλεξε η μακαρίτισσα η πεθερά είναι διπλωμένη τέσσερεις φορές πάνω στην καρέκλα για να μην κρυώνει ο κώλος μου. Το φως από το παράθυρο συναντάει το φως από το γατολαμπατέρ και εκεί στο ένωμα είναι τα σταφύλια και τ'αυγά. Το βιβλίο αντί ρολογιού. Διαβάζω μια σελίδα και η κρέπα θέλει γύρισμα. Άλλη μια και είναι έτοιμη. Σύστημα.

-Μίλησα στη Σουκριγιέ.
Τώρα δεν έχω διαφυγή. Βολεύομαι πάνω στη διπλωμένη κουβέρτα. Πιάνω τα ξερακιανά γόνατά μου. Το δέρμα είναι ελεεινό. Βλέπω σχεδόν τις ίνες των μυών μου. Μια μέρα θα γίνω ένας από εκείνους τους σαρκοπενικούς γέρους με το μικρό μπακάκι. Από το παράθυρο έξω όλα μούσκεμα. Τα χρώματα πιο έντονα μετά από τη βροχή. Μίλησα στη Σουκριγιέ, όχι Μίλησα με τη Σουκριγιέ.
-"Από πότε είσαι γκέη δηλαδή;", μιμούμενος τη Σουκριγιέ. Και μετά, με την κανονική του φωνή: Δεν είμαι γκέη.

Σηκώνομαι να βάλω την πρώτη κρέπα. Χωρίς το σύστημα πρέπει να είμαι σε εκγρήγορση. Του γυρίζω την πλάτη. Συνεχίζει να μιλάει, συνεχίζω να ακούω. Μιμείται τη Σουκριγιέ απανωτές φορές. Η φωνή του ανεβοκατεβαίνει, όπως των ψυχωσικών στα τρελάδικα που διαβουλεύονται με τους φανταστικούς τους στρατηγούς. Περιγράφει το βράδυ της Τετάρτης. Ως εδώ με το δούλεμα. Δεν το είχε πλάνο να τ'ομολογήσει. Το αποφάσισε εν θερμώ. Η Σουκριγιέ ήταν ανήσυχη, εκείνη η διαβρωτική αμφιβολία την είχε τουμπάρει. Η αμφιβολία, πιο καυστική κι από βιτριόλι. Κάτι έχει αλλάξει εδώ και δυο τρία χρόνια, δεν είναι αυτός που ήξερε. Πήρε σβάρνα τις ρητορικές ερωτήσεις, ούτε που περνούσε από το νου της πως θα ήταν κάτι τόσο πεζοδρομιακό. Την έκοψε. Βρίσκομαι με τον Φ. Έτσι μου είπε πως της είπε. Ποιον Φ.; Τον Φ. της Ν.; -Ναι. 

Η Σουκριγιέ δεν καταλαβαίνει. Είναι αρκετά παραδοσιακή. Ή είσαι πούστης ή δεν είσαι. Ή είσαι παντρεμένος ή δεν είσαι. Δυναμική μουσουλμάνα, αμάντηλη αλλά όχι ακριβώς. Θα μπορούσε να είναι μια Τουρκάλα απ'το Ρέγκενσμπουργκ, από αυτές που πήγαν κανονικό σχολείο και πανεπιστήμιο και κάνουνε καριέρα, αλλά στέκονται προσοχή στους πατεράδες τους που είναι μουστακαλήδες και έχουν λαμαρινάδικο ή ρεστωράν, και δύσκολα τους ξεχωρίζεις από τους άλλους, που στέλνουνε τις κόρες τους στα τούρκικα σχολεία και τις φοράνε τη μαντήλα και τις παντρεύουν στην Τουρκία με εγχώριο παπούτσι. Αντί για το Ρέγκενσμπουργκ, το σόι της Σουκριγιέ βρήκε άκρες στην Κοπεγχάγη. Πιο καλά λεφτά, πιο εκλεπτυσμένη κατάσταση, μικρότερο το γκέτο, ευοίωνες προδιαγραφές για τη Σουκριγιέ που επιβεβαιώθηκαν, διδακτορικό, καλά μισθά, επιφανής εκλεγμένη στη δανοτουρκική ένωση, πολιτικός γάμος έξω απ'τη μειονότητα, με τύποις προτεστάντη, πρόοδος. Από πότε είσαι γκέη δηλαδή; -Δεν είμαι γκέη. -Με κοροϊδεύεις; Η Σουκριγιέ δεν καταλαβαίνει. Χαστούκι από το πουθενά. ΣΛΑΤΣ. Της κόστισε στη γυναικεία της υπερηφάνεια και στη θρησκευτική της υπερηφάνεια και στην κοινωνική της υπερηφάνεια. Πλήγμα. Όλες οι υπερηφάνειες στα γόνατα. Όπως ο Άλμπερτ στη ζούλα. Τον φαντάστηκε σίγουρα, παραστατικά πίσω από τα μάτια της, τον φαντάστηκε βρώμικο και γελοίο. Τη βλέπω εμπρός μου με εκείνο το σφιχτό χαμόγελο που κρύβει τα δόντια και το λαμπερό σκουλαρίκι στη μύτη, τα στιλπνά μαύρα μαλλιά, τα αλφαδιασμένα φρύδια, ακούραστη ακόμα και μετά από νυχτέρι, με τις βαμμένες βλεφαρίδες που κάνουν μικρούς κόμπους, σα γυναίκα σε γιγαντοαφίσα, σαν γυναίκα από διαφήμιση ιδιωτικής κλινικής με το στηθοσκόπιο κολιέ και τα χέρια σταυρωμένα εμπρός από το στήθος.

Την κυρίως Σουκριγιέ την ξέρω απ'τον Άλμπερτ και απ'τη γυναίκα μου. Στο νου μου είναι χαλκομανία. Την έχω δει φευγαλέα στη δουλειά εδώ κι εκεί. Ίσως έχουμε μιλήσει στο υπηρεσιακό κάνα δυο φορές. Γνωριστήκαμε κανονικά την Πρωτοχρονιά που πήγαμε προσκεκλημένοι. Είχε φτιάξει ταβούκ κιοκσού και παπουτσάκια που τα είπε στα τούρκικα και δε θυμάμαι τη λέξη. Την ενδιέφερα, όχι επειδή είμαι και τόσο χαρισματικός. Την ενδιέφερα επειδή πίστευε πως είχα κάτι κοινό με τον Άλμπερτ, όπως αυτός, έτσι κι εγώ πλάι σε μια δυνατή γυναίκα όπως η ίδια της. Στ'αλήθεια αυτό που την κέντριζε είναι πως έχω κάτι κοινό με εκείνην, αλλά αυτό δεν ήταν δικό μου μυστικό για να τ'ομολογήσω. Την απασχολούσε γιατί δε με πέτυχε όταν ο Άλμπερτ έπαθε τον πνευμοθώρακα, ήθελε να μ'ευχαριστήσει και τα λοιπά. Όλα καλά, χωρίς εκπλήξεις. Καριερίστα με αυτοπεποίθηση, ούτε μύγα στο σπαθί της και, ανάθεμα, είναι κοφτερό σπαθί, πήρε ειδικότητα στα γρήγορα, βέβαια πριν απ'το σύζυγο, βαριά χειρουργεία, αρθροπλαστικές, πολυτραυματίες, απέραντες υπερωρίες, δε σταματάει πουθενά, ξαρχιδώνει σφίχτες στους προθαλάμους για χόμπυ, η κτηνοτρόφα με τη λάμα και το κοπάδι γουρούνια την εποχή του ευνουχισμού, μια ιστορία που λίγο πολύ την ξέρω απ'τα μέσα, τα γνωστά γερμανικά χοιροτροφεία, οι γουρουνοσχολές, αλλάζουν οι σημαίες αλλά το κρέας είναι διεθνής σταθερά. Εγώ κι ο Άλμπερτ διάχυτοι, και οι δυο με μια μισοαρχινισμένη παρατημένη ειδικότητα στην πλάτη και άλλη μια, αποπροσανατολισμένοι, ανεστίαστοι, όλα μονίμως πιο δύσκολα για μας παρά για τις γυναίκες μας, όλα κάπως λάθος, λες από κάποια εγγενή αδυναμία, έτσι φαίνεται, δε λειτούργησε καλά η φυσική επιλογή.

-Θα τον σκίσει η Σουκριγιέ, θα του διανοίξει την κωλότρυπα όπως ο μετροπόντικας διανοίγει τα λαγούμια στη Σαλονίκη, αυτή είσαι εσύ, μικρή μου, κάποιο βράδυ, ενώ ξαπλώνουμε με τα φώτα σβηστά στο ίδιο μαξιλάρι, και ακούω τη φωνή σου στ'αυτιά μου και στα κόκκαλά μου. Η Σουκριγιέ είναι γεννημένη πετυχημένη, καταλαβαίνεις;

-Τι θέλεις να γίνει τώρα;
-Δεν ξέρω.
Γυρίζω την κρέπα. Είναι ματσαλιασμένη. Πάντα η πρώτη είναι με τερατογένεση. Μετά βρίσκω τη ρέγουλα και όλες είναι όμοιες και ομαλές. Ησυχία για λίγο. Μόνο ο ήχος της εστίας τσακ, ο θερμοστάτης ανάβει και σβήνει, και το σιγανό πφφιιιιιιτ ιιιιτ της κρέπας που υποφέρει.
-Δε σου πάει η καρδιά να το πεις, ε;
-Όχι, γιατί ξέρω τι θα απαντήσεις.
Θα έπρεπε να είμαι κολακευμένος αλλά είμαι θυμωμένος. Θέλω να του πω Αφού σου είπα... αλλά η σκέψη ρίχνει λάδι στη φωτιά, με θυμώνουν οι αναδρομικοί γνωστικοί πιο πολύ απ'όσο με θυμώνει που έκανε ακριβώς αυτό που τον συμβούλεψα να μην κάνει. Μέσα στο στρογγυλό γουλένιο πλανήτη που έχει για κεφάλι τα πιατίνια δίνουνε ρεσιτάλ και τ'ακούω ως εδώ, κάτω από το δικό μου κεπέγκι, στα προάστια των Σοδόμων.

Πάλι η Σίσσι και τα κλισεδοτσιτάτα της. Έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε που την είδα τελευταία φορά, αλλά τώρα μπορώ μόνος μου να συνθέσω κλισεδοτσιτάτα σα να τα λέει αυτή χωρίς να χρειάζεται να πληρώσω 839 κορώνες. Αυτό μάλλον δηλώνει πως η Σίσσι έκανε καλά τη δουλειά της, και η ψυχοθεραπεία λειτούργησε, ή τελοσπάντων, άναψε μια λάμπα μέσα στην κοιλιά μου και τώρα η ενδοσκόπηση είναι πιο αποδοτική, γράψε τις δικές σου μοτιβέησοναλ κλισεδιές για τη θεραπεία της θλίψης. Σύνηθες πρόβλημα, οι άνθρωποι εξαρτούμε την ευτυχία μας από τους άλλους. Δε μπορείς να περιμένεις από τους άλλους να φροντίσουν για την ευτυχία σου. Πρέπει να τη διεκδικήσεις. Κανείς άλλος δε θα φροντίσει, αυτά είναι κατάλοιπα παιδικά.

Η κουζίνα και το μπάνιο είναι απέναντι, από τις ανοιχτές πόρτες αναθυμιάσεις χλωρίνης ανακατεύονται με τους κρεπατμούς. Σειρά σου να συμμετάσχεις στην κουβέντα (στα ελληνικά γιατί είναι πολύ πριβέ το ζήτημα).
-Να σε πάρει κι εσένα και τα κωλομαλλιά σου, σαράντα λεπτά το κωλοσίφονο, είχε στουμπώσει, και τι έβγαλα από μέσα, ναι είχε και δικά μου, αλλά τι θα γίνει, θα καραφλιάσεις επιτέλους; Τρίχες μάτσα, μαλλιά του πρίγκηπα, μάτσα! Θες να'ρθεις να δεις;
-Όχι, δε θέλω, άσε με θα κάψω τις κρέπες.
-Τι γίνεται όμως πριγκηπάκο, είσαι αγχωμένος; Γιατί τόσες τρίχες για πέταμα;

Οι κολοκυθοκρέπες κάνουν πύργο. Στέκομαι με το σωρτς Τσάμπηον με την τρύπα λιωσίματος στο κωλομέρι εμπρός από την εστία, χωρίς φανέλα, δεν ξέρω πού προσγειώθηκε, κάπου πέρα στα κουτιά που μαζεύουμε για τη μετακόμιση, το παράθυρο ανοιχτό, ιδρώνω, πάντα στο τέλος της μαγειριάς ιδρώνω από τη ζέστη που φυτρώνει από τα σύνεργα, σ'αυτό το σπίτι όταν μαγειρεύουμε είμαστε γυμνοί απ'τη μέση και πάνω, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Άλμπερτ κάθεται στην καρέκλα με το ξεχαρβαλωμένο πόδι. Δε μιλάει άλλο. Τα τροφαντά κοκκινωπά του βλέφαρα είναι κατεβασμένα ρολά, ταχτοποιεί το μαγαζί του. Όλα είναι της σαρκός, και η ψυχή μαζί, αλλά κάπου σκάει το κύμα και απ'τα βρεγμένα βρίσκεσαι στα στεγνά, και σαν να έχεις μόλις φορέσει τα καλά γυαλιά σου, αποκαλύπτονται καινούρια περιγράμματα, η σάρκα εδώ, η ψυχή εκεί, σαφώς ξεχωρισμένα.

Γελάω μόνος μου πάνω από τις κρέπες, το νοικιασμένο διαμερισματάκι του ισογείου, δίπλα στο μαλακόγερο Άρνε που μας χαζεύει πίσω απ'τις κουρτίνες, οι χοντρές αδερφές του πρώτου ορόφου, τα ποδήλατα στο στέγαστρο, ο Νικολάι του υπογείου που παίρνει ντελίβερυ και πάντα τ'αφήνουνε στη δικιά μας πόρτα και πηγαίνεις με τη ρόμπα και του δίνεις το πακέτο από το σουσάδικο και σίγουρα τον παίζει για πάρτη σου, οι σκυταλοδρομίες των μετακομίσεων, τα λεξικά δίπλα στη χέστρα, τα πράγματά μου στο συρτάρι του παιδικού μου φίλου, οι μικροί και οι μεγάλοι έρωτές μου άμμος και αμμοβολή, ανθρωπάρια του Πένφηλντ, καρικατούρες που περιφέρονται από σελίδα σε σελίδα σε κιτρινισμένους άτλαντες, μαλλιά του πρίγκηπα στο σιφόνι, ο εστεμμένος, εκείνος ο ίδιος που όταν πριν χρόνια μια γκόμενα έκλαιγε στον ώμο του γελούσε βουβά σαν ψυχασθενής, ένας εγωπαθής ερημοσπίτης όπως ο πατέρας του πατέρα μου, εγώ λοιπόν, ο μεγάλος πειρασμός. Μα τι στην ευχή; 

-Γιατί γελάς;
-Γιατί είσαι ένας χαζοβιόλης. Κι εσύ και όλοι.

Ένα μουνί σε πετάει από το πουθενά στη μέση του κόσμου, και ξαφνικά αβοήθητος και άχρηστος σαν γυμνοσάλιαγκας πρέπει να παλέψεις με τη μοναξιά ώσπου να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το μεγαλύτερό σου φόβο. 
Σκατά επινόηση.

Sit and keep talkin' about it

(απομεσήμερο στη μαρίνα, άπνοια, πρώτη ζέστη)
 

Our anchor's too big for our ship,
so we're sittin' here tryin' to think.
If we leave it behind we'll be lost.
If we haul it on board, we will sink.
If we sit and keep talkin' about it,
it will soon be too late for our trip.
It sure can be rough on a sailor
when the anchor's too big for the ship.

Shel Silverstein

Things not to be done on the Sabbath

Grübelei

03/2009

Χιονίζει, είμαι παρκαρισμένος παράνομα στη Μπίλροτστράσσε, αδυσώπητο κρύο, τα παράθυρα είναι θολά σαν να είμαι σ'εκείνο το γυμναστήριο στον Εύοσμο, είχαν προβλήματα εξαερισμού, τα παράθυρα ήταν πάντα θολά, έτσι δε σ'έβλεπαν οι γείτονες να αγκομαχάς στο διάδρομο με φουλ ανηφόρα γιατί ήσουν μνημείο αυτοπειθαρχίας. Ανοιξιάτικο χιόνι, εκείνες οι μέρες περιβάλλονται από γλυκό καιρό, και ξαφνικά πέφτει ένα δόρυ και τα καίει όλα στον παγετό, φωτιά. Έχει κίνηση, περιμένω με το αμάξι μισοκαβαλημένο στο πεζοδρόμιο, ξέρω την Άλτονα απ'έξω κι ανακατωτά, έχω περπατήσει με τα φουσκαλιάρικα πόδια μου κάθε δρομάκι, και τώρα εδώ, στη Μπίλροτστράσσε, περιμένω με τη μούρη χωμένη στο μπουφάν. Το γκρίζο Αμβούργο, το Αμβούργο χωρίς πρόσωπο, κρύο σαν τα κουφάρια στα ψυγεία της ιατροδικαστικής.

Ο κινητήρας έχει τώρα ζεσταθεί αρκετά ώστε να πάρει μπρος το καλοριφέρ, τα παράθυρα ξεθολώνουν, τα χέρια μου γίνονται λίγο λιγότερο άσπρα, και γρήγορα πολύ ροδαλά, το πετσί του κοκκινοτρίχη, το μαλακό δέρμα των αποικιοκρατικών καθικιών, σκέτη βιτρίνα, η καταγωγή και τα χαρτιά δε στηρίζουν την υψηλή μου εμφάνιση. Η Όλγα βγαίνει από το νο. 86, κοιτάζει πέρα δώθε, βλέπει το αμάξι, της γνέφω από μέσα, και με γρήγορο σίγουρο βήμα πάνω στα παλαϊκά τακούνια της παρά τη μούλτσα και τον πάγο ανοίγει και κάθεται δίπλα μου. Θα της ρίξω μια ματιά, τίποτα πάνω μου δε θα φανερώσει συγκίνηση, αλλά με κρυφή επιμονή όλα της τα μέρη μου φέρνουν σφίξιμο στο στομάχι, τα πειθήνια μαλλιά της σαν πάστα από κάστανο, το ομαλό της δέρμα από θαμπή πορσελάνη, τα μακρυά σκουλαρίκια με το σκούρο κεχριμπάρι, τα μάγουλα που κοκκινίζουν δίκην μιτροειδικού προσωπείου, τα μάτια με εκείνο το χρώμα τους σαν από σταχτόνερο με μέλι, ο περίτεχνος γιακάς και τα περίπλοκα υφάσματα με τα ακατανόητα νήματα, το ένα πάνω στο άλλο φτιάχνοντας υφές που μοιάζουν λες και ήταν ανέκαθεν κάπου στον κόσμο και δεν τις έφτιαξε ανθρώπινο χέρι.

Έχω το χέρι στο χειρόφρενο έτοιμος να ξεπαρκάρω όταν η δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου γίνεται όλη κόκκινη, βλέπω στον καθρέφτη τους δυο περαστικούς και τον κουβά αδειανό να τσουλάει προς το παρτέρι και το χιόνι και οι πλάκες να βάφονται κόκκινες, δυο στιγμές, Πού πας, είσαι τρελός; η Όλγα και η απαλή ανησυχία της, ανοίγω την πόρτα συφιλιασμένος, τους ακούω που φωνάζουνε Πίσω στα γκέττο και εβραιογούρουνα και τρέχουν προς την Ούντσερστράσσε, στο κατόπι τους, Θα σας γαμήσω, προλαβαίνω τον πιο αργό, πέφτουμε κάτω, φοράει φουσκωτό μπουφάν με διαμερίσματα, είναι χοντρομάγουλος, ίσως δεν είναι καν δεκαοχτώ, τον φτύνω στη μούρη, του ρίχνω στις μαγουλάρες και είναι γλιστερές, από το λάδι του ή τον ιδρώτα ή το χιόνι, Θα σε γαμήσω, θα σε γαμήσω, μας χωρίζουν τρεις υδραυλικοί από ένα συνεργείο που είναι με το βαν τους παραδίπλα, και ώσπου να φύγω απ'τη λαβή του ενός που μου τρυπάει την υπερκλείδιο, ο αρχίδης το έχει βάλει στα πόδια και έχει χαθεί στο πάρκο Βάλτερ Μόλλερ. Στέκομαι εκεί και βράζω, έξω φρενών, έχω ήδη βραχνιάσει, και οι υδραυλικοί με ρωτάνε τι έγινε και προσπαθώ να τους εξηγήσω αλλά δε βγάζουν νόημα.

Ξεθυμώνω όταν φεύγουμε από το συνεργείο, και τότε παίρνω είδηση πως το χέρι μου είναι σαν κακοφορμισμένη μελιτζάνα. Η Όλγα κάνει το σταυρό της και αναθεματίζει μια φορά, τα μικρά της δάχτυλα που απολήγουν σε στενά, προσεγμένα νύχια κάνουν τη θεία χειρονομία, είμαι χολωμένος και μαζί της, που κάνουμε λες και η μάνα και ο πατέρας της δεν είναι τέτοιοι κι αυτοί και δεν τους θορυβεί που η Όλγα έχει μπλέξει με έναν σαν εμένα, και σκέφτομαι την αδερφή της που με είχε ρωτήσει Εσύ είσαι όντως τώρα εβραίος; κάπως ένοχα σαν να με ρωτούσε αν είχα τατουάζ στο κωλομέρι, και όσο για την ίδια την Όλγα, είχε βάλει πρώτη φορά το χέρι της μέσα στο βρακί μου στο δωμάτιό της εκεί στην Άλτονα και είχε αρχίσει να με χαϊδολογάει για μια στιγμή πριν με κοιτάξει απορημένη, και απόρησα κι εγώ Τι; και αναρωτιόμουν αν είχα χύσει χωρίς να το καταλάβωέμοιαζε μπερδεμένη αλλά και όχι, μετά πήρα μπρος, Ναι, περιτομή, της είχα πει, το ζήτημα έμοιαζε να έχει λυθεί και συνέχισε το δειλό εργόχειρό της. Αλλά το ίδιο απόγευμα πήγαμε για Φριτς Κόλα στο καφενείο εκεί κοντά και με ρώτησε Γιατί; και της είπα Για την πίστη.

03/2022

Λασποβροχή εδώ πάνω έχω δέκα χρόνια να δω, κι όμως, πέφτει σαν αραιωμένο κακάο στο άσπρο αμάξι. Στέκομαι στο πλατύσκαλο μπροστά στο νο. 92 της Φόμποβαϊ με το φωσφορούχο παντελόνι και τη μπλε κοντομάνικη με το σήμα της Έσβακτ πάνω από το βυζί. Περιμένω τη Νάουσι να πακετάρει τα κέζεμπροτχεν. Ο Γιέσπερ από τη Ντάνσκε Φράκτμεν παρκάρει με οπισθογωνία το φορτηγό του στο στενό του εκτυπωτηρίου απέναντι. Τον χαιρετάω από το πλατύσκαλο και με χαιρετάει πίσω από το ταμπλώ του με τους χρυσούς Βούδες. Το Ντάλουμ, το επίπεδο μισοχώρι, ένα γεροντομουνίστικο παράρτημα της Όδενσε εποικισμένο από τίμιους οικογενειάρχες, τίμιους συνταξιούχους, και λίγους άτιμους εκφυλιάρηδες σαν εμάς και το Νίκολαϊ που μένει στο υπόγειο, το Ντάλουμ, μια γεωγραφική παρένθεση. Δε βλέπω την ώρα να φύγω απ'αυτό το μεγάλο συγγνώμη για νησί πίσω στη δυτική ακτή, το κλίμα με έχει χτυκιάσει.

Απασχολημένος να δω αν ο Γιέσπερ θα γκρεμίσει κι άλλο από το πλινθόκτιστο φραχτάκι, κάτι κινείται στα αριστερά, βλέπω τον τίμιο γείτονα από το νο. 90 να έχει μπει στην αυλή και να πηγαίνει προς τα αμάξια, ακούω τη Νάουσι με τη νωθρή βαυαρέζικη προφορά της από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας να λέει was glaubt er was er da tut, πηδάω από το πλατύσκαλο κάτω στο χαλίκι, κοιτιόμαστε με το γείτονα, έχει το κλειδί ανάμεσα στα δάχτυλα σαν σηκωμένη κεραία έτοιμο να χαρακώσει, είναι λες και τον έχω πιάσει να τον παίζει στην αυλή μου, Τι στην ευχή κάνεις εδώ; ο τύπος κάνει μεταστροφή, δεν είναι η πρώτη φορά. Η ιστορία ξεκίνησε το περασμένο αποκαλόκαιρο που οι άνηθοι της Νάουσι άρχισαν να εξαφανίζονται ένας ένας, ώσπου μια Κυριακή απόγευμα είδαμε τον τίμιο γείτονα από το νο. 90 από το παράθυρο του υπνοδωματίου που ξεκώλιαζε τους τελευταίους που είχαν μείνει στο παρτέρι, και τότε η Νάουσι είχε βγει έξω και τον είχε πιάσει στο πεζοδρόμιο, και της είχε πει Δεν είναι άνηθοι, είναι φυτά δηλητηριώδη και έχω παιδιά και σκύλο, αλλά ήταν άνηθοι, τους τρώγαμε και ζούμε. Τελοσπάντων, τώρα το παρτέρι είναι άδειο, οπότε άλλη έμπνευση, δυο αμάξια στην αυλή αλλά αυτός πλεύριζε το δικό μου. Τον πιάνω από το μπράτσο, πιο δυνατά απ'όσο χρειάζεται, Έχεις πρόβλημα; Ταλαντεύεται για λίγο και επιλέγει τη σύγκρουση, Σκατογερμανοί, η γειτονιά είναι για ντόπιους. Πόσο καιρό είχε αυτό το αυτοκίνητο ξένες πινακίδες; Ε; Του σφίγγω το μπράτσο, σκέφτομαι την υπηκοότητα και το μητρώο, πρέπει να έχω καθαρό μητρώο, θέλω να του ρίξω μια ίσια στο μύτο, α, γάμα το, του ρίχνω μια στο μύτο, είναι σωκαρισμένος, φαινόταν πως ήταν χαλβάς, τίμιος οικογενειάρχης, γυναικουλίστικες μαλακίες να μας ξηλώνει τους άνηθους και να'ρχεται να κλειδιάσει, Θες κι άλλο; Έλα ξανά από 'δω. -Θα σου κάνω μήνυση. -Πάρε μου και μια πίπα. 

Τρέχει στο σπίτι του και βροντάει την πόρτα με το στεφάνι από ξερό γκι. Στέκομαι στο πεζοδρόμιο δίπλα στους θάμνους, δεν είμαι τόσο θυμωμένος όσο τότε στο Αμβούργο, ίσα δυο δάχτυλα θυμωμένος, λέω είναι επειδή το αμάξι τη γλύτωσε αυτή τη φορά, ή επειδή με τα χρόνια συνηθίζεις, πάντα κάποιος θα στραβομουτσουνιάζει, πάντα θα υπάρχει ένας καλός κούφιος λόγος, αλλά πίσω από όλα κρύβεται το περιθώριο, τότε το είχα πικρή απορία, γιατί δε μ'έλεγαν Τόμας Κράουζε, γιατί δεν καθόμουν στ'αυγά μου, γιατί δε γκάστρωνα την Όλγα, γιατί δεν έμενα σε ένα μέρος, γιατί δε μπορούσα να θέλω να βλέπω ποδόσφαιρο και να ψηφίζω Ες Πε Ντε, γιατί δεν ήμουν όπως οι άλλοι, ποιοι άλλοι ρε ηλίθιε, και οι άλλοι δεν είναι όπως οι άλλοι, κανείς δεν είναι όπως οι άλλοι. Η Όλγα με ερωτεύτηκε γιατί ήμουν η λάθος επιλογή, ήμουν η ιδέα του κακού, κι αυτή αντλούσε μια αυτοκαταστροφική απόλαυση από το να υποφέρει, κι εγώ αντλούσα μια αυτοκαταστροφική απόλαυση από το να είμαι θύτης, δεν ήταν κακό ταίριασμα. Πολύ θυμωμένος, πάντα θυμωμένος και πάντα έτοιμος ν'αρπαχτώ, και το χούι ξεχούι δε γίνεται και έχω ρίξει ξυλαράκι και τις έχω φάει αρκετές φορές και ακόμα δεν έχουμε τελειώσει. Φυσικά πίσω από την ταλαιπωρία είναι το περιθώριο, αλλά όχι αυτό που νόμιζα επιπόλαια πως ήταν, μα ένα περιθώριο εντελώς δικό μου, χωρίς φυσική τοποθεσία, δεν είναι που είμαι μπασταρδεμένος, ή εβραίος, ή άρρωστος στο κεφάλι, δεν είναι τα ναζίστια στην Άλτονα και οι πατριώτες στο Ντάλουμ, δεν είναι ο προτεσταντισμός, ήμουν ανέκαθεν εγώ και η αυτοσχεδιασμένη Χαλαχά μου. Κάνει ψύχρα στη σκιά από όλα εκείνα που δεν έπρεπε να θέλω αλλά τα ήθελα σαν τρελός και ήμουν σαν σκυλί δεμένο απ'το λαιμό με κοντό σκοινί σ'ένα παλούκι σε μια ξερή κωλοαυλή. Και τώρα τι, τους γράφω στ'αρχίδια μου τους τίμιους οικογενειάρχες και όλο το συρφετό τους.

Της Όλγας όμως δεν της κρατάω κακία, η σκέψη της μου φέρνει ακόμα εκείνον τον κόμπο στο στομάχι. Σε μια άλλη ζωή θα μέναμε στην Άλτονα, και θα είχαμε κάνα δυο παιδιά, και θα με πήγαινε στα σουαρέ και θα την πήγαινα για Φριτς Κόλα, και θα τη γαμούσα κάτω από το γυάλινο εσταυρωμένο πάνω από το προσκεφάλι όπως τότε, και κάποια βράδια θα τα πέρναγα αλλού, και η Όλγα θα έκλαιγε, και θα την έκανα πολύ δυστυχισμένη, όπως και τότε. Αλλά δεν ήθελα ποτέ να την κάνω δυστυχισμένη, τι παράξενο αξίωμα, να μπορείς να κάνεις κάποιον δυστυχισμένο, τι σκατά. Τελοσπάντων, δεν είμαι περήφανος για τις κοκορομαχίες και όση κακία έχει περάσει απ'τα χέρια μου, τα χέρια που θα περίμενε κανείς τρυφερά σαν πουστρελιού από μια φυματική φυσιογνωμία μ'ευαισθησίες που κρατάει κυβερνοημερολόγιο, κι όμως κάπως είναι πολύ σκληρά, και με τα χρόνια γίνονται χειρότερα, λες και τα οστά πετρώνουν, χέρια αδιάφορα κάποιου άντρα απ'το Σλέσβιχ Χόλστειν, χέρια ενός όπως οι άλλοι, ενός που θα μπορούσε να λέγεται Τόμας Κράουζε, ασήμαντα χέρια, ασήμαντες λέξεις, ασήμαντος άντρας.

Θα μείνεις εκεί να κάνεις το δέντρο;
Η Νάουσι έχει ξεπαρκάρει και μαρσάρει δίπλα μου σαν το μικρό δαιμόνιο που είναι, το τσιγαράκι σβηστό κρεμασμένο απ'το στόμα, η δε Μαρίκα Νίνου τραγουδάει μέσα από τ'αμάξι:

Μη δακρύζεις, πάψε, πλέον φτάνει
ξέρεις πόσα για σένα έχω κάνει
ξέρεις πως υπάρχει αντιζηλία
μην ακούς ποτέ την ψεύτρα κοινωνία.

/

מצוות קידוש השבת בדברים