© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι

Πέρα από τις αμμοθίνες ξαπλώνει ακίνητη η θάλασσα, μελάνι μες στη νύχτα. Προς τα πίσω είναι οι ανοιχτωσιές με τα ανθισμένα ρείκια και το κιτρινωπό χορτάρι, που απλώνονται και απλώνονται ως το τέλος του κόσμου, επίπεδες και ομαλές, αιωνίως αμέτοχες. Σ'αυτόν τον προτεσταντικό παράδεισο, ένας ερημίτης γρύλος προσεύχεται. Καλέ Θεέ, άνοιξέ μου το θώρακα όπως οι πλούσιοι με τα κρεμαστά προγούλια ανοίγουνε το θώρακα των αστακών με ένα κρακ και βγάλε από μέσα το μπόγο σκουλήκια που με τρώνε. Τα αστέρια έπεσαν από τον ουρανό και έγιναν δροσιά. Είναι η ιδανική νύχτα αν θέλεις να σε ακούσει ο Θεός.

Καθόμαστε καταγής στο γυμνωμένο χώμα εμπρός στο knæhus. Η αχυροσκεπή είναι ενωμένη με το ψηλό χορτάρι και η καλύβα είναι μέρος του τοπίου, ένας ψεύτης λόφος. Αν ήμουν αγρότης απ'το Gorlosen που δεν είχε δει σ'όλη τη ζωή του μέρος άλλο απ'την κοιλάδα του Mayenbach, θα έτρεμα σαν φύλλο. Η αρχή της λιμνοθάλασσας του Ringkøbing σημαίνει το τέλος της πάτριας ακτής μου, αλλά έχω ζήσει στη γύρα και δε φοβάμαι. Οι φάτσες που αλλάζουν δεν παύουν να είναι φάτσες φυτεμένες πάνω σε λαιμούς, οι λέξεις που ακούγονται διαφορετικές αναβλύζουν από στόματα φτιαγμένα με την ίδια τεχνική, η άμπωτη και η παλίρροια κόβουν τις ίδιες βόλτες, όλα αυτά τα κυβερνάει ο ίδιος βασιλιάς, κι εγώ κι εσύ είμαστε πάντα τυχοδιώκτες.

Ο γρύλος τελειώνει την προσευχή και τώρα είναι σειρά σου. Σηκώνεις το μπουκάλι προς τα πάνω, πίνεις μερικές γενναίες γουλιές, από κείνες τις γρήγορες που κάνει το ακβαβίτ και φωνάζεις με ζεστή φωνή: Καλέ Θεέ, κάνε αυτό το καλοκαίρι στην καρδιά μου να κρατήσει ώσπου να με ψήσει από μέσα και να γίνω κάρκανο. Ο Θεός γελάει γιατί είσαι μεθυσμένος. Ίσως και να μη σε παίρνει στα σοβαρά. Αλλά εγώ σ'ακούω όλος αυτιά. Η μάνα σου που είναι πιστή και πηγαίνει κάθε Κυριακή σ'εκείνη την εκκλησία στο ένωμα του Μπούα και του Ένα που μέσα έχει τις παλιές ζωγραφιές από την πτώση (utdrivelse), σου έλεγε όταν ήσουν παιδί να προσεύχεσαι πάντα σιγανά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε ο διάολος ακούει.

Το λερό παραθυράκι της καλύβας αφήνει το φεγγαρόφωτο να στάξει στα στρωσίδια. Ένα ξενύχτικο μερμήγκι πεζοπορεί στις τρίχες της κοιλιάς σου, σηκώνεις το χέρι για να το εκτελέσεις, αλλά σε πιάνω με τη μέγγενη απ'τον καρπό. Το μερμήγκι πείθεται να σκαρφαλώσει στο νύχι του αντίχειρα και με το χιτινικό ιπτάμενο χαλί ταξιδεύει ως τα σανίδια του πατώματος. Μου χαμογελάς θολός απ'το ποτό, κουνάς τα δάχτυλα για να σε αφήσω, σ'αφήνω. Mου χαϊδεύεις το μάγουλο προσεχτικά σαν πατέρας που χαϊδεύει ένα νεογέννητο, Πώς γίνεται να μη σ'αγαπάνε όλοι;

Κλείνω τα μάτια. Έχεις χαθεί για τα καλά. Κάτω απ'την αχυροσκεπή θα αγκαλιάσεις έναν άντρα και θα του λύσεις τα δεσμά. Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος, ήταν πλάνη, ήταν φιγούρα από φωτιά. Όσο θα καίγεσαι θα λες πως ήταν ο Θεός που σου'κανε το κέφι. Το φεγγάρι είναι θραύσμα από εκείνο το κοχύλι που χτυπήθηκε και χτυπήθηκε στις πέτρες. Μέσα στο σκοτάδι, η ψυχή μου βγαίνει σαν σκιά απ'το κορμί μου και γλιστράει έξω στα ανθισμένα ρείκια. Είναι μια γλυκιά νύχτα, μια νύχτα που ξεκουράζεται η πλάση, μια νύχτα που δεν αρμόζει στα στοιχειά. Τρέχω αθόρυβα πάνω στη μαλακή γη, κρυμμένος απ'τον κόσμο, κρυμμένος και από το Θεό, μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι, τρέχω προς τη θάλασσα, κι όταν περνώ τις τελευταίες αμμοθίνες, το σχήμα μου διαλύεται και γίνομαι μαύρη πνοή που εξαφανίζεται στο μαύρο νερό που παραμένει αρύτιδο γυαλί.

---


Knæhus (esehus)

Τα σανίδια του πατώματος (feat. jizz)













Παλιοδιάβολοι

Σε κάθε σκαλί το αίμα με μια άλλη αραίωσή του, απ'το βέλο το τριανταφυλλί μέχρι το μελάνι της σουπιάς. Έχεις τη βελόνα της πυξίδας στη φτέρνα σαν καρφί, δε θα χαθείς θέλεις δε θέλεις. Ανεβαίνεις κι ας σου κόβεται η ανάσα, κι ας σου τρέμουνε τα γόνατα, θα συνεχίσεις ν'ανεβαίνεις, και σε κάθε σκαλί το αίμα θα σου γνέφει.

Τα σύννεφα κάθονται το ένα πάνω στο άλλο και γίνονται πυργί, κι εκεί στην κορυφή κάθεται θρονιασμένη η μοίρα σου και σε παρακολουθεί. Κι εσύ... εσύ συνεχίζεις ν'ανεβαίνεις, με τον ιδρώτα σαν δαντέλα από λιωμένο κερί.

Όσο προχωράς το αίμα πυκνώνει και παλιώνει και θυμίζει πίσσα ολοένα. Κάθε σκαλί που αφήνεις, το σηκώνει σκόνη ο αέρας και εξαφανίζεται. Δεν έχει γυρισμό. Εμπρός σταλιά σταλιά ξεδιπλώνεται η καταστροφή, αυτό που ξέρεις καλύτερα από καθετί.

Από το πηχτό σκοτάδι από της μάνας σου το μουνί γλίστρησες σαν από λάθος στην ταλαίπωρη γη. Σε είδε ο ήλιος μια μέρα που δε σκόπευε να βγει. Στο στέρνο σου είχες το στόμα μιας σπηλιάς, και μέσα έκρυβες ένα νυχτόβιο θηρίο.

Η γριά μαμή έσμιξε τα φρύδια. Το μύριζε αλλά δε μπορούσε να το δει. Το κτήνος κούρνιαζε στο βάθος. Κανένας δεν είχε τα κότσια να βάλει το χέρι στη σπηλιά. Οι σκιές ήταν δόλιες κι επικίνδυνες. Σ'άφησαν κι έζησες, όχι από έλεος αλλά από ατολμία. Οι δειλοί είναι αυτοί που τρέφουν το κακό.

Μεγαλώνοντας μεγάλωνε και το μυστικό. Τα βράδια που οι αναμάρτητοι κοιμούνταν έβγαινε παγανιά. Με τα δυνατά σαγόνια του άρπαζε και έσκιζε τις αθώες σάρκες και όταν επέστρεφε χορτασμένο είχε στη γούνα του αιμάτινη εσάρπα. Χωνόταν στη σπηλιά λίγο πριν το πρώτο φως. Κι εσύ... εσύ έτριβες μακάριος το στέρνο και άλλαζες πλευρό.

Το κακό ψήλωσε και χόντρυνε τόσο που δε χωρούσε πια μες στη σπηλιά. Ένα χάραμα δεν κατάφερε να χωθεί στη στενεμένη τρύπα. Όταν ξύπνησες το είδες που στεκόταν με τη μουσούδα του κολλημένη στη δικιά σου. Περίμενε υπομονετικά. Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις. Είχε έρθει η ώρα ν'αρχίσει η ανάβαση. Εχτές ήσουν παιδί, σήμερα ήσουν άντρας. Έβαλες τα χέρια σου στο στόμα και σε άνοιξες πέρα πέρα. Το κτήνος σε φόρεσε σαν κάπα.

Δεν υπήρχες και δεν υπήρχε πια. Υπήρχατε μαζί, παλιοδιάβολοι.

die weiche Knie der Pilger

Μέρα 4. Τα αδύναμα γόνατα των προσκυνητών

Das Johannisfeuer springen wir
nicht über. Gott will es so

die kurze Nacht, die hohe Flammen
die kurze Lunte der Lust, die hohe Erwartungen
der Preis, den man zahlt für Zauberei
ist das Heißbrand man bekommt wenn man liebt
die weiche Knie der Pilger.

--- 

Στις ανοιχτωσιές ετοιμάζουν τα γαϊτανάκια. Παραμονή Μεσοκαλόκαιρου. Από το Ρίμπερσμποργκ φαίνεται η γέφυρα του Όερεσουντ το δόντι του φιδιού. Είναι νωρίς αλλά έχει ήλιο. Οι σανίδες είναι κρύες. Ξεγυμνωνόμαστε βιαστικά και τρέχουμε στο νερό. Είναι πιο κρύο απ'τις σανίδες. Ένας κύκνος κάνει τον ωραίο. Βουτάω ξανά και ξανά και πιάνω τις φυτρωμένες πέτρες του βυθού και τη λεπτή λάσπη ώσπου ζαλίζομαι. Αυτός κάνει απλωτές και ξεφυσάει σαν φώκια. Όταν βγαίνουμε έχουμε τις μικρότερες ψωλές της Σκανδιναβίας και ένας γέρος κάθεται παραδίπλα φορώντας μόνο την πετσέτα του. Καθόμαστε κάτω με τους γυμνούς κώλους και στεγνώνουμε στον ήλιο. Hei, tag et bilde av oss, vil du? λέει ξαφνικά στο γέρο. Ο γέρος απαντάει κάτι στα σουηδικά, αυτός του δίνει το κινητό του, και μας βγάζει δυο φωτογραφίες για καλό και για κακό. Είμαστε φοβερά χαρούμενοι. Τις εγκρίνει. For når jeg er gammel og rynkete som deg. (Για όταν θα είμαι γέρος και ρυτιδιάρης σαν κι εσένα.) Ο γέρος γελάει.

---

Στο σταθμό αναπνέουμε ακόμα τους υδρατμούς της πρωινής βουτιάς. Μου κρατάει το χέρι κοντά στην τσέπη μου, σχεδόν μέσα, και με σφίγγει. Το τραίνο ετοιμάζεται να φύγει, κάνω να φύγω και με σφίγγει πιο πολύ. -Vil du virkelig gå? -Nej. Jeg gider ikke togene uden dig. Τραβιέμαι και ανεβαίνω ενώ σφυρίζει το μπιπ-μπιπ-μπιπ. Τελευταία στιγμή ανεβαίνει κι αυτός. Έχει φρικόρτ όπως οι περισσότεροι εργαζόμενοι των σιδηροδρόμων. Τον βλέπω καχύποπτα, πού έχεις να πας, πονηριάρικο ζωάκι; -Hvor skal du hen? -Frem og tilbake bare. -Ærinde? -Tvert imot.

Κάνει τη διαδρομή μαζί μου μέχρι τη δυτική ακτή. Όταν φτάνουμε, αρχίζει η βροχή που υποσχέθηκαν, πρώτα μαλακή και μετά σεντόνια. Ο σταθμός είναι άδειος όπως πάντα, εδώ έχει ησυχία, είναι η κωλότρυπα της Δανίας, η άκρη του μικρού μας κόσμου. Η κοπελίτσα στο 7-11 ακουμπάει το πηγούνι στον πάγκο. Η Γροιλανδέζα κυρία της καθαριότητας καθαρίζει τα πλακάκια εμπρός από τις τουαλέτες. Κουμπώνω το φωσφορούχο μπουφάν της ναυτιλιακής και φοράω την κουκούλα. Ο ελεγκτής με φιλάει στο στόμα, βγάζει το κουτί με το σνους και ρίχνει μια ματιά στον πίνακα με τα δρομολόγια. Τον αφήνω να στέκεται δίπλα στην παλιά ξύλινη πόρτα του σταθμού, με τα στρωμένα του μαλλιά-πατέ-συκωτιού, πρωταγωνιστής εκείνης της ταινίας του Κάουρισμακι.

---



Schwankendes Gras

Μέρα 3. Χορτάρι που χορεύει στον αέρα

Sieh, das schwankende Gras
in mir schwanket es leise

Sieh, die Felder im Sommer
in mir liegen sie saftig

Sieh, die strahlende Sonne
in mir scheint sie schön

Warte nicht auf Gott
sprechen wird er nicht

außer durch mich.
Du bist wach.

---

Σταματάμε πάνω στο δρόμο έξω από το Γκίλλαστι για να ξεπιαστούμε, έχει ερημιά. Γύρω χωράφια με ξανθοπράσινα σπαρτά και πιο πέρα δάσος. Ανοίγει ένα Φάξε Κόντι που λιαζόταν στο πίσω κάθισμα μαζί με το κουβερτάκι.
-Du vet hvordan... se hvordan... Markerne om sommeren. Solen skinner. Gress svaier hit og dit i vinden. Sånn har jeg det.
-Hej, P. Må jeg spørge dig noget?
-Absolut.
-Tager du pis på mig, mand?
-For en tosk!

(-Ξέρεις πώς... δες πώς... Τα λιβάδια το καλοκαίρι. Ο ήλιος λάμπει. Το χορτάρι χορεύει πέρα δώθε στον αέρα. Έτσι αισθάνομαι.
-Έι, Π. Να σε ρωτήσω κάτι;
-Φυσικά.
-Με δουλεύεις ρε;
-Για δες έναν ηλίθιο!)

Το στόμα του έχει γεύση Φάξε Κόντι, το πρόσωπό του μυρίζει σκόνη, τα μάτια του είναι σχεδόν κλειστά απ'το φως. Είναι ζεστός και όπου τον βλέπει ο ήλιος πιο ζεστός ακόμα. Τα μάγουλά μου έχουν καεί. Για τις αμαρτίες κανείς δεν κρατάει λογαριασμό. Το ραβδί βρίσκει την πλάτη ολωνών. Η τιμωρία του χειμώνα σ'αυτά τα μέρη διαρκεί πολύ και είναι σκληρή, το χρώμα χάνεται απ'τον κόσμο. Μετά έρχεται μια μέρα σαν κι αυτή και συγχωρούνται όλα.

---

Το βράδυ η Καρολίνα μας πηγαίνει στην παμπ Ρεξ που έχει φρουτάκια, μπιλιάρδα και πίτσα με διακοσμητική πρασινάδα. Την ώρα που στεκόμαστε στο μπαρ για να πάρουμε τις μπύρες, βρίσκει ένα πάκο λιωμένα περιοδικά με σταυρόλεξα δίπλα στα σκουπίδια. Τα κουνάει θριαμβευτικά. Αυτός ρωτάει γύρω γύρω για κανένα στυλό, και αναλαμβάνουμε να λύσουμε: είναι στα σουηδικά, αφορμή για χαβά.

Η Καρολίνα δουλεύει σε μαγαζί με ξύλινα παιχνίδια και μπεζ ρούχα για τα μωρά των πλουσίων. Είναι η τροφός-κολλητή, μια σαρανταπεντάρα με σιδερωμένα μαλλιά και χελιδόνια τατουάζ στις κλείδες. Είναι κι αυτή κομπάρσος. Είναι η μόνη από τον κύκλο που ξέρει πως ο ελεγκτής πειραματίζεται, τώρα και με ποιον. Στην τρίτη μπύρα, η Καρολίνα μας δείχνει το ίνστα-στόρυ που ανέβασε: ο φίλος της κι εγώ σκυμμένοι σαν επιμελείς μαθητές πάνω από το διπλωμένο περιοδικό με τα σταυρόλεξα. Η λεζάντα λέει gav dom korsord, får nu ingen kontakt. (τους έδωσα σταυρόλεξα, τώρα δεν έχω καμία επαφή.) Με αιφνιδιάζει που μας βλέπω από ξένη οπτική. Φαίνομαι τσονταρισμένος σαν εισβολέας σε ένα σκηνικό από άλλη ταινία, καθόμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον αλλά όχι χωρίς δικαιολογία, φαίνεται ευτυχής και ανέμελος παρότι δε χαμογελάει, πάλι μικρό παιδί και θέλω να τον πάρω αγκαλιά και να τον λιώσω. Δεν ανήκω εδώ, στη θέση αυτή έπρεπε να ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που πηγαίνει στο κουρείο μια φορά το μήνα, που τη μέρα δουλεύει σε ένα μεγάλο μεσιτικό, που βγαίνει πάντα τις Παρασκευές και τα Σάββατα, και που το καλοκαίρι κάνει γουήντ-σερφ. Κι όμως είμαι εδώ, ένα ισχνό αδηφάγο τέρας, έχω κλέψει τη θέση εκείνου που θα ήταν σωστό να είναι εδώ, τον έχω κατασπαράξει και τον έχω χέσει και δεν υπάρχει πουθενά, ίσως να μην υπήρξε και ποτέ.

Η Καρολίνα με βολιδοσκοπεί όλο το βράδυ. Ξέρω πως όταν φύγω θα συναντηθούν για να του δώσει το πόρισμά της. Ξέρω επίσης πως ό,τι κι αν πει το πόρισμα, ο ελεγκτής δεν έχει σωτηρία. Είμαι τυχερός. Είναι στο όνομά μου. Κάθε άλλο ενδεχόμενο θα με έσπαγε σε εκατομμύρια θρύψαλα. Είμαστε τραγικά τρωτοί, είναι αυτό που διασκεδάζει περισσότερο από κάθε τι τα θεία. Τώρα δε φαίνεται ούτε ένα μικρό ράγισμα. Κάποτε θα χειμωνιάσει πάλι, αλλά όταν στέκεσαι στον ήλιο και χαζεύεις το χορτάρι που χορεύει, δε θέλει πολύ για να πειστείς πως αυτή τη φορά, ανάθεμα, πέτυχες το αιώνιο καλοκαίρι.

---


Spiele der Wanderer

Μέρα 2. Παιχνίδια των περιπλανωμένων

Über uns das Irrlicht hängt
von der Hand Gottes

Mir nach! eine Stimme klingt
und kleinlaut folgen wir

gleich danach gibt es
kein Irrlicht mehr

im Dunkel unser's Wahnsinns
verschwinden die Schritte der Reihe nach
 
Was raschelt, Tierchen? Bist es du?
frage ich soeben blind

Gott, hilf mir, Gott!
du schreist vor Furcht

Mir nach! die Stimme klingt nochmal
Dir nach? Wie denn dann?

Ihr Narren, sagt nun Gott,
gebt ihr der Begier nach.

Du weinst um mich
du leidest wie du sollst

deine Tränen, schimmernder Tau
Leuchtkäfer führen mich hin zu dir

deine Wärme, dein Blut, dein Atem
führen mich hin zu dir

erst als wir uns an die Hände fassen
geht das Irrlicht aus deinen Augen hervor
es ist jetzt heller Tag, was raschelt so?

Vipern um uns herum
werden jäh zu Erde.

Spiele der Wanderer, lacht Gott
Ihr verirrt euch, ihr findet euch zurecht
aber der Sehnsuchtsort liegt immer in dem dunklen Herz.

---

Στο Πίλνταμμσπαρκ ξαπλώνουμε στο γρασίδι και ο ουρανός έρχεται κατά πάνω μας χωρίς να μας συναντά ποτέ. Με πήγε στο σαντουητσάδικο που λέγεται σκανδιναβιτσάδικο και με υπερηφάνεια μου ανακοίνωσε πως έχει Φριτς Κόλα, που είναι γνωστή τοπική μάρκα του Αμβούργου (πώς καλύτερα να ευχαριστήσει κανείς έναν Βορειογερμανό), και ξαφνικά φάνηκε τόσο νέος δίπλα στην ταμπέλα που έλεγε Φριτς Κόλα. Του ρίχνω τέσσερα χρόνια, όσα ρίχνω και στη μικρή, αλλά αυτός με ξεγελάει και κάθε φορά που το θυμάμαι με πιάνει εξαπίνης.

Στο Πίλνταμμσπαρκ τα λουλούδια είναι ανθισμένα. Δεν έχει τις δακτυλίτιδες και τις ψιλές παπαρούνες που έχουμε στη δυτική ακτή, έχει άλλα που δεν τα ξέρω και μυρίζουν ωραία. Από παρανοημένη αβρότητα τις άλλες φορές του μιλούσα νορβηγικά και μου μιλούσε δανέζικα, τώρα μου μιλάει νορβηγικά και του μιλάω δανέζικα. Τις άλλες φορές βρισκόμασταν και χανόμασταν μέσα σε λίγες ώρες στο μικρό διαμέρισμα μιας νοσοκόμας φίλης του στο Κόλινγκ, σαν σφήνα, δε μιλούσαμε πολύ, τα στοιχειώδη αρκούσαν. Το μόνο που έβλεπα ανάμεσά μας ήταν διαφορές και το γλιτσόνημα της καύλας. Ερχόταν από έναν κόσμο ξένο για μένα, κι εγώ από έναν κόσμο ξένο γι'αυτόν, οτιδήποτε άλλο απειλούσε την ξώφαλτση συνεννόηση.

Όταν γνωριστήκαμε είχα εισιτήριο Νύχαβν - Έσμπιεργκ αλλά κατέβηκα μαζί του στο Κόλινγκ. Κάθισα στα σκαλιά του σταθμού, ενώ αυτός στεκόταν δίπλα μου με τη χαζή στολή μισοχτεσινός και σχολασμένος, προσπαθώντας να σκεφτεί πού θα πηγαίναμε. Του πρότεινα φρόκοστ στο Κόμγουελλ που ήταν κοντά, αλλά γέλασε σαν να ήμουν ηλίθιος: Hva? Nei. Άφησε το αντίθετο ιντερσίτυ που θα τον γυρνούσε Σουηδία να περάσει, έκανε κοινωνικότητες με μια συνάδερφό του που δεν καταλάβαινε την προφορά του και απαντούσε συνέχεια με ένα ενθουσιώδες που δεν έβγαζε πάντα νόημα, και τελικά πήρε τηλέφωνο τη νοσοκόμα. Ήταν ένα ντροπιαστικό τηλεφώνημα, και ενώ την περίμενε να απαντήσει, έβαζε κι έβγαζε το τζόκεϋ μηχανικά, αλλά τίποτα δεν άλλαξε στην υπηρεσιακή του ευδιαθεσία.

Στο Πίλνταμμσπαρκ ακούω για τον παπά Μοέλλερ και την εκκλησία του χωριού του στη συμβολή δυο ποταμιών, για το πλακοστρωμένο μονοπάτι στην αυλή που γινόταν μαύρο όταν έβρεχε, για το φόβο που είχε για το δάσος μικρός. Μεγαλώνοντας ήθελε να φύγει από εκεί για να βρει τα ίχνη αυτού που κυνηγούσε. Δοκίμασε το Τρόντειμ, το Όσλο όπου σπούδασε τεχνολογία πληροφοριών, δοκίμασε σαιζόν σε ένα σικέ ρεστοράν στις Κάννες, σαιζόν σε ένα μπιτσόμπαρο στην Πάρο (!), ένα παραλίμνιο κουτσοχώρι βόρεια από το Γιοενκοέπινγκ, το Γιοενκοέπινγκ, το Λονδίνο, το Πήτερσμπορο, τη Στοκχόλμη κ.λπ., κ.λπ.... Στο Πίλνταμμσπαρκ ακούει για τα μαθήματα πιάνου και το φέρρυ στο νησί, για τη θάλασσα που έφευγε κι ερχόταν και τις αναθυμιάσεις της λάσπης όταν έκοβε ο αέρας. Μεγαλώνοντας ήθελα να φύγω από εκεί για να χάσει τα ίχνη μου αυτό που με κυνηγούσε. Δοκίμασα τη Σαλονίκη, το Τάλλινν και το Όσλο με τις ανταλλαγές, ένα χρόνο κλινικών στο Αμβούργο, ξανά τη Σαλονίκη, δοκίμασα να πηγαινοέρχομαι στο Χούζουμ, τα οφφσόρ στο Μπέργκεν, το Σανταντέρ, την Κέρκυρα, το Φάνοε, την Όδενσε κ.λπ., κ.λπ....

Στο Πίλνταμμσπαρκ ξαπλώνουμε στο γρασίδι και το χλωμό πετσί μου και το σκουρωπό πετσί του χάνονται σε μια ανάμνηση σαν γάλα και δε μπορώ να τα ξεχωρίσω. Σκοτώνουμε χρόνο στην αντιπαραβολή, στα προϋπαντήματα και τους αποχαιρετισμούς, στα παιχνίδια των περιπλανωμένων. Μας λείπεται η πίστη. Τα φωτεινά μάτια του και τα σκοτεινά δικά μου, τα μαλλιά-πατέ-συκωτιού και τα μαλλιά-σκουριά, τα νύχια με τα μισοφέγγαρα και τα νύχια του παραλίγο πεθαμένου, το δάσος και το γλυκό νερό, η άμμος και το αλατόνερο, ο Θεός μέσα του, ο Θεός μέσα μου και ο Θεός ανάμεσά μας. 

Κάθε φορά που ερωτεύομαι, κάποιος με καταλαβαίνει με έναν καινούριο τρόπο.

---

Η εξομολόγηση είναι σωστή μόνο αν γίνει στη γλώσσα την πιο κοντινή του αμαρτωλού. Αλλιώς μιλάς πάντα πίσω από ένα πέπλο, και κατά βάθος μένεις αμετανόητος.

---

Το βράδυ κοιμάμαι ξερός, με ξυπνάει ξαφνικά με ένα σκούντημα: Fy, du har fuktet puten min! -Hva'? -Du har siklet på puten min. -Ej, klamt. Γελάμε, αφού είμαι έτσι σιχαμένος. Έχω φτιάξει μια λιμνούλα από σάλια στο μαξιλάρι. Τα μούσια στη μια μεριά είναι βρεγμένα και μυρίζουν φτύμα. Τον ρωτάω πού έχει τις μαξιλαροθήκες. Μου δείχνει. Φέρνω μια φρέσκια, την αλλάζω και πηγαίνω στο μπάνιο να κάνω σαπουνάδα με το χεροσάπουνο με τη θαλάσσια χελώνα που κολυμπάει στη συσκευασία. Με ακολουθεί, κλείνει τη χέστρα και κάθεται ενώ σκύβω στο νεροχύτη. -Hva venter du på? -Hvad skal jeg nu? -Si det. -Sige hvad? -Jeg er forelsket i deg. -Er du sikker? -Sikker. -Na ja. Στέκομαι αμήχανος με τη γενειάδα να στάζει. Η βρύση τρέχει. Αυτός με καρφώνει με το βλέμμα, σαν να προσπαθεί να μου τραβήξει την ψυχή έξω απ'τους κόγχους. -Er alle tyskere så jævla stive? -Det ved du jo allerede. -Leg med. Jeg vil høre deg si det. -Ich bin in dich verliebt. Jeg er forelsket i dig. Δε λέει τίποτα. Είναι το καθιστό άγαλμα της χέστρας, ένας Χόλγκερ Ντάνσκε - Χόλγκερ Νόρμαν από κεχριμπαρένιο κρεατοζελέ. Κλείνω τη βρύση, ασχολούμαι με την πετσέτα πολύ ενδελεχώς για να του δώσω χρόνο, μήπως αποφασίσει να πει κάτι, όπως "τι ωραία" ή "κορόιδο, χα-χα" ή "ώρα να φύγεις". Τελικά μιλάω ξανά εγώ: -Jeg går i seng. Με ακολουθεί με τα μάτια, τα αισθάνομαι να μου τρυπάνε την πλάτη, τον αφήνω στο μπάνιο. 

Όταν έρχεται έχω ξανακοιμηθεί και με ξυπνάει εκ νέου. -Hei, F. -Hej, hr. togfører. Γυρίζω στο πλάι για να είμαστε αντικρυστά. Το χάραμα ρίχνει θολό φως από το παράθυρο πίσω μου. Οι ώμοι του είναι ομαλοί, το διάγραμμά του κόντρα στον κόσμο δεν είναι κοφτερό. Όταν νοσηλευόμουν τον πήρα τηλέφωνο να τον ενημερώσω πως ήμουν μέσα και σαν παλιός χαρτοπαίχτης είχα μια στις δυο να βγω ή να μη βγω. Έμεινε σιωπηλός στην άλλη άκρη της γραμμής να με ακούει να ταχυπνοώ. Du dør ikke, for faen. (Δε θα πεθάνεις, διάολε.) Μετά μου το'κλεισε. Δεν ήταν έτοιμος να πεθάνω. Η άρνησή του είχε το ίδιο πείσμα που έδειξαν όσοι με αγαπούσαν. Ένα χαλίκι είχε πέσει στο νερό και τα κύματα είχαν φτάσει μακρυά. Την επομένη εμφανίστηκε στο θάλαμο με ένα περίεργο τάπερ με καουτσουκένια βάση που μέσα είχε ένα βουνό από εκείνα τα μπισκότα που ανάμεσά τους έχουν μαρμελάδα, που τα έφαγα δυο βδομάδες αργότερα στεγνά απ'το ψυγείο. Ο πατέρας μου ήταν εκεί αλλά δεν είχαν κοινή γλώσσα. Μου κράτησε το αντιβράχιο και μου μίλησε αλλά δεν άκουγα τι έλεγε. Ήθελα να του μιλήσω αλλά με έπαιρνε συνέχεια ο ύπνος. Ήθελα να τον ρωτήσω για το ηλίθιο όνομά του, ήθελα να μάθω για τον Μπούα και τον Ένα, ήθελα να βρεθούμε ξανά στο Κόλινγκ, στο σπίτι που μυρίζει χώμα, ήθελα να τον δω αφηρημένο στα κλεφτά, ήθελα την αίσθηση του κορμιού του, το μαλακό τρόπο που έχει για να φιλάει, ήθελα να ξέρει, δεν είχα βαρεθεί ακόμα, δεν είχα βαρεθεί καθόλου. Ένιωθα έτοιμος να πεθάνω, αλλά δεν είχα εξομολογηθεί αρκετά. Βέβαια τίποτα απ'όλα αυτά δεν είχε σημασία, εκεί έγκειται όλη η δυστυχία. Τα χαρτιά τα έριχνε ο Θεός. 

Η νύχτα έχει κοντύνει και ξημερώνει από τις τέσσερεις. Φαίνεται ταλαίπωρος από την αγρύπνια. Βάζω την παλάμη μου στη μούρη του, την ξεκολλάει και την κάνει πέρα. Δεν ξέρω τι προσπαθεί να διαβάσει μέσα στο κεφάλι μου, δεν ξέρω τι νομίζει πως κρύβω. -Det var ikke en lek. -Ved godt. 

---