© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ

Αστικά και εορταστικά

b.)

Είμαστε στο Τίππελ ΙΙ, κάπνα και φουλ κόσμος. Δε θυμάμαι την τελευταία φορά που ήμουν έξω με τέτοια μεγάλη παρέα (οχτώ). Κάθομαι δίπλα στο σφίχτη που από την άλλη του μεριά έχει το Μπέρτι και τον Κ. τον παλιό πρεζάκη, φίλο του Μπέρτι. Χαζεύω τη μπαργούμαν που φοράει ένα μαύρο γιλέκο. Της είναι μικρό. Ετοιμάζεται να εκραγεί στα βυζιά. Όμορφα βυζιά, σαν κινέζικα αχλάδια. Πίνω μερικές γουλιές από τη μπύρα μου. Κάτι δεν είναι σωστό. Τι στην ευχή, κατακάθι μέσα στην IPA; Αυτά παθαίνω που κάνω χιψτεριές. Εξετάζω το ποτήρι στο ημίφως. Ο Μπέρτι, ο σφίχτης και ο Κ. ο παλιός πρεζάκης γελάνε χιχιχι. Δεν είναι το δικό μου ποτήρι, είναι η κόκκινη μαλακία του Κ. Δε μ'αρέσουν οι κόκκινες μπύρες.
-Θα σου ρίξουνε ρούφι στο ποτό και δε θα πάρεις είδηση.
-Όποιος θέλει γαμήσι να το πει ευθέως και θα το διευθετήσω. 
-Να μην πηγαίνουν και τζάμπα τα ρούφις, ε;
-Μαζί του δε χρειάζεται ρούφις. Είναι εύκολος.
-Πιο χαμηλά στάνταρ και από τα Μακ Ντις όταν προσλαμβάνουν φριτεζάδες. 
Κλείνω το μάτι ντεμέκ πονηρά στον Μπέρτι και μου στέλνει ένα αεροπορικό φιλί. Στο καπάκι με λέει και Scheißkerl μέσα από τα δόντια του, δεν το ακούω από τη φασαρία αλλά το βλέπω. Η ιστορία είναι πως το καλοκαίρι του Αμπιτούρ επιχείρησε να δουλέψει σε ένα Μακ Ντις και τον έπαψαν μέσα στη βδομάδα επειδή δε μπορούσε τις φριτέζες. Ο Κ. ο παλιός πρεζάκης κάνει Ωωωωω και δίνει αγκωνιά στο σφίχτη, που ως πρόσφατη προσθήκη δεν καταλαβαίνει την προσβολή, και τότε σαν να ακούω το μήνυμα στον τηλεφωνητή, αργήσατε μαλάκες, το μαγαζάκι έκλεισε, τώρα δε θα μεγαλώνετε άλλο παρά μόνο απ'έξω.

-

Πηγαίνουμε στη μαρίνα στη Νοϋμύλεν, σουρωμένοι όλοι. Η ποδαράδα μες στο υγρό κρύο κάτι θα έκανε για να συνέρθουμε αν ο Γιονάταν δεν είχε το χειροκίνητο βαγονάκι του γεμάτο Τουρμμπλέζα που τις είχε το Νέττο προσφορά ένα δεκάρικο την εικοσάδα. Ο Σ. μας παίρνει στο σκάφος του πατέρα του που το νοικιάζει τα καλοκαίρια σε τουρίστες, ένα μικρό ποταμίσιο ορθογώνιο πλεούμενο σαν κουτί. Ο Άλεξ αποφασίζει να κατουρήσει στο νερό και πάει στην άκρη εκεί που τελειώνει το κράσπεδο.
-Έλα πιο κοντά, έλα να πέσεις μέσα, φωνάζει ο Σ. από το σκάφος.
-Πες τι σας μάθαν στη σχολή για τους μεθυσμένους στις μαρίνες, Φ.
-Είναι αυτοί που βρίσκουνε πνιγμένους το πρωί.
-Είναι εμείς!
Όταν φορτωνόμαστε όλοι στο σκαφίδιο κάθεται ως τα μπούνια, όλα γλιστράνε απ'το σταμάτα ξεκίνα της βροχής και το υφάρμυρο πούσι του Έλμπε, λίγο πολύ το ίδιο, ανθεκτικό στο χρόνο, και σ'ένα βαθμό, ανθεκτικό για μένα και στο χώρο. Έχω χρόνια να δω τους άλλους και έχουνε όλοι τους αλλάξει, μόνο ο Μπέρτι είναι όπως τον ξέρω, αλλά αυτόν τον βλέπω συχνά και ίσως γι'αυτό ακριβώς είμαι τυφλός στις δικές του αλλαγές. Ο Κ. κάνει πλέον σνους για να μην καπνίζει, ο Γιονάταν, ο ίδιος Γιονάταν που έχει τον ουροβόρο τατουάζ στο κωλομέρι, τώρα έχει τους φίλους του απ'το γυμναστήριο, το σφίχτη ένα και το σφίχτη δύο, και δυο γάτες στο σπίτι με τη γυναίκα του, ο Σ. δεν έχει μαλλιά πατέ-συκωτιού αλλά σταχτιά, ο Άλεξ κατουράει κάθε μισή ώρα από προστατισμό επακόλουθο της μακράς συλλογής πουλολοιμώξεων. Το περιτύλιγμα λιώνει από την υγρασία, δεν είναι παρά εμπορικό τερτίπι. Γι'αυτό ο κόσμος είναι μπουρδέλο. Το δέμα γράφει άντρες αλλά μέσα τα ίδια χαζά παιδιά.

a.)

Πίσω στη Δανία, στο διαμέρισμα δίπλα στο λιμάνι. Ακούγονται οι μηχανές του Γουήντ Ιννοβέησον που ετοιμάζεται να φύγει. Ξαπλώνουμε δίπλα και οι δυο με τα χέρια κάτω από το κεφάλι για μαξιλάρι, τους αγκώνες τρίγωνα. Το ταβάνι, οι διακόπτες, η ντουλάπα και η πόρτα έχουνε λάβει τη θεραπεία του σπιτονοικοκύρη, όλα βαμμένα άσπρα, η σφραγίδα του ενοικίου. Βλέπω με την άκρη του ματιού μου τις τρίχες της δεξιάς μασχάλης του. Μυρίζω το αποσμητικό του. Γελάω δυνατά χα-χρρ-χα (με ενδιάμεσο ροχαλητό).
-Τι γελάς;
-Με το Μπρούνο Μπανάνι.
-Πάλι;
-Αφού είναι αστείο.
Πιάνει τη βέρα μου και την σπρώχνει πέρα δώθε για να φανεί το κενό ανάμεσα στο κρέας και το μέταλλο.
-Ναι, έχει χώρο, μη φοβάσαι. Δεν την πήρα τσίμα τσίμα, δεν είμαι ηλίθιος.

-

Στο Ν. Φάλστερ στεκόμασταν στο πεζοδρόμιο έξω από το φράχτη δίπλα στο μικρό σπιτάκι στους πρόποδες του εργοστασίου με τα ζαχαρότευτλα. Ξεκούμπωσε την πιάστρα βάζοντας το χέρι πάνω απ'την πόρτα, η αυλή ήταν θάλασσα από γλάστρες. Χτύπησε την πόρτα της κουζίνας παρότι έχει κλειδί. Το ένα τζάμι δίπλα το είχαν αντικαταστήσει με νοβοπάν. Ληστεία; ρώτησα ψιθυριστά, κι έκανε ναι χωρίς φωνή. Μας άνοιξε η μάνα του. Φορούσε χριστουγεννιάτικο πουλόβερ και χριστουγεννιάτικα σκουλαρίκια. Τον πήρε αγκαλιά και ταξίδεψαν και οι δυο είκοσι χρόνια πίσω για δέκα δευτερόλεπτα. Μετά όμως αυτός ήταν πάλι τριάντα τέσσερα και αυτή εξήντα έξι, και τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Ένιωθα διαπεραστικά γερασμένος, σαν να τα είχα δει όλα αυτά κάποτε πιο παλιά, το βλέμμα της στα δάχτυλά μου στο τραπέζι, τις προσεκτικές τους ερωτήσεις, την καθολική αμηχανία μας όταν τους ξεβράκωσα οικογενειακώς στο ραφφλ και τα κωλοζάρια δεν έκοβαν να προσγειώνονται στα ίδια και στα ίδια και είχα μαζέψει ένα βουνό δώρα που δεν ήταν για μένα, τις δικές τους υποθέσεις, τις ξένες παραδόσεις, το ρισαλαμάν και το πελώριο κομμάτι τρεϊφά, τι δουλειά είχα εκεί λοιπόν; Ως τι, ως ποιος; Ο καλός μου φίλος Φ., η ίδια σύσταση που είχε σκάσει και στη Σουκριγιέ πέρσυ τέτοιο καιρό. Τα πλάνα τα είδα να καταστρώνονται και περίμενα να δω τι χαρτάκι θα πέσει πάλι, η ρόδα κυλάει, η κατηφόρα μας παίρνει όλους ανεξαιρέτως, δεν είμαι απ'αυτούς που θ'αρπαχτούνε απ'τα χόρτα, τι περίμενες; 
-Λοιπόν, πόσα χρόνια μένεις στη Σόνεργιούλλαντ; 
-Εννοείς στο Βόρειο Σλέσβιχ.
Ο πατέρας του γέλασε, ο Α. μου έριξε ένα βλέμμα από εκείνα του σκυλοϊδιοκτήτη, αυτή τη φορά σαν να με είχε πιάσει με το μισομασημένο πορτοφόλι του στο στόμα. Ο γκόμενος της αδερφής του, παντρεμένος και χωρισμένος δυο φορές, σχεδόν συνομήλικος της μάνας τους, ενέστη.
-Είναι Σόνεργιούλλαντ ως τα σύνορα στο Πάδμπορ!
Ο Α. τελεσιδίκησε αυστηρά: 
-Είναι απλά γερμανικό χιούμωρ. 
Εξεπλάγην. Δεν πρόσθεσε κάτι του τύπου "δεν είναι έτσι;" ενώ το προσδοκούσα και ήμουν πανέτοιμος να πω πως δεν αστειεύομαι καθόλου. Όχι, είδε πού το πήγαινα και μου έσπρωξε τη μούρη στο ντουβάρι. Δεν ήταν διατεθειμένος να μ'αφήσει να παίξω με το εθνικό συναίσθημα των δικών του. Συν τω χρόνω γίνομαι ολοένα και πιο διαφανής, είναι γεγονός.

Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ

...καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.


Ο Κνουτ δεν κοίταξε ποτέ τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ποτέ δεν αναλογίστηκε πώς στην ευχή ήταν έτσι, καμπούρης, κουτσός, αλλήθωρος, με το κρέας στον αριστερό κρόταφο και στο ζυγωματικό λιωμένο από κάποια προηγούμενη λοίμωξη των μαλακών μορίων, με τη μύξα να τρέχει σαν κλωστές, με το βλέφαρο γυρισμένο μέσα έξω επειδή το ελαστικό πετσί είχε αντικατασταθεί από ανένδοτη ουλή. Δεν τον είχε απασχολήσει ποτέ πώς είχε καταντήσει έτσι, κατουρημένος και στεγνωμένος και ξανακατουρημένος στα λιγδερά του ρούχα που είχε να αλλάξει τουλάχιστον από τετραετίας, δεν έπαιρνε καν πρέφα πως μύριζε σαν ψοφίμι μαριναρισμένο σε φτηνό κρασί. Δεν τον είχε ανακόψει η φτώχεια της αγροτικής του οικογένειας, η μισοτελειωμένη του τεχνική σχολή, η αποτυχία του στις εξετάσεις του διπλώματος οδήγησης, η χρόνια ανεργία του, η καθολική του αδεξιότητα, τα χρέη του, η μίζερη σκουπιδοζωή του. Τέτοιες ασημαντότητες δεν απασχολούσαν τον Κνουτ. Τον διασκέδαζε να λέει μαλακισμένα αστειάκια του τύπου δώσ'της μια στον πισινό από μένα, χα χα χα, και πού να σε τρώει ο κώλος σου και να μη φτάνεις να τον ξύσεις, του άρεζε να πίνει φτηνά και να καπνίζει φτηνά. Γκάστρωσε την αγελαδινή γυναίκα του που πιστεύει πως ο άνθρωπος δεν πάτησε ποτέ στο φεγγάρι αλλά ήταν ένα θεατράκι που σκηνοθέτησαν κάποιοι για ακατανόητους λόγους. Τη γκάστρωσε τέσσερεις συναπτές φορές και αυτή ξεπέταξε τέσσερεις διαδόχους, δυο λιγνούς και δυο χοντρούς, ισάξιους της γοητείας του Κνουτ, τον έναν χειρότερον από τον άλλον, με τα σκατένια γονίδια του Κνουτ και τα λιαλιαδιασμένα ποντικίσια μαλλιά της μάνας τους. Κνουτ, ηλίθιε χιμπατζή, δε βλέπεις πώς είσαι; Δε βλέπεις πώς η ύπαρξή σου ευλογεί τον κόσμο; 


Το μόνο που έκανε ο Κνουτ ήταν να χύσει σε ένα σακί. Έτσι κατάφερε να εξασφαλίσει την παράταση της κυκλοφορίας του φανταστικού του κρεατοϋφάσματος στον κακόμοιρο πλανήτη. Έτσι ακολούθησε τις λέξεις του Κυρίου κατά γράμμα. Ποιος; Ο Κνουτ, ένας άχρηστος.

Δε θέλει σκέψη, δε θέλει δουλειά, δε θέλει τίποτα παρά ένα μουνί και μια πούτσα, όπως προέβλεψε ο Κύριος. Και ευτυχώς για το θείο πλάνο, ο κόσμος είναι γεμάτος Κνουτ. Έτσι συνεχίζεται και συνεχίζεται και συνεχίζεται το πανηγύρι της ζωής και του θανάτου, και κάθε φορά ο κάθε Κνουτ και η κάθε αγελάδα του συγκλονίζονται από το θαύμα της ζωής και από το δράμα του θανάτου, ακριβώς γιατί δε θέλει τίποτα παρά ένα μουνί και μια πούτσα, και ό,τι μπανάλ είναι μαγεία.

Διόραση

Από τον αριστερό παράμεσο
όλοι οι δρόμοι και η Ρώμη

οι στάλες τρίζουν σαν σπίθες 
οι πόρτες ανοίγουν στην ίδια χαβούζα

ανάμεσα στις δυο μείζονες πράξεις
επαιτεία και χαρτοβούνι

γεννημένος στη ζούλα τελειωμένος στη ζούλα
χωρίς τίτλους και χρόνους

αγνώστου μητρός
γνωστές ιστορίες

τι μέρες τι νύχτες τι μήνες τι χρόνια
τι μικρός που είναι ο κόσμος

κουβέρτα απλωμένη
στα πόδια του δρυΐδη

σακάτης σακάτης αλλά
βλέπει καθαρά σε μεγάλα βάθη

λερός εντός κι εκτός
μοναδικός

ίδιο πετσί σάρκα πεζή
μάτι μέσα στο στόμα
μαύρο αίμα

ούτε πρόβατο ούτε λύκος
αλλά κάτι πολύ, πολύ χειρότερο:
όχι όπως οι άλλοι

τα πόδια βουλιάζουν στη γη
ο σταυρός της διόρασης
το βάρος του να μην είσαι κανείς

άπαξ και πέσεις στο βούρκο
το μούλιασμα που κάνει το πανί!
ασήκωτος ο μανδύας του νεκρού.

Άπαξ και πέσεις στο βούρκο
το μούλιασμα που κάνει το πανί!
ασήκωτος ο μανδύας του ξεχασμένου.

Alp

Το μεγάλο παράθυρο φέρνει μέσα νύχτα μέρα-νύχτα. Ξαπλώνω ανάσκελος με το κουτάκι του καπνού στο στέρνο. Gentleman caller για την ιστορία. Ο αναπτήρας έχει μείνει από ζουμί. Το ψιλό χαλάζι βρίσκει το τζάμι. Στις σκιές στο ντουβάρι φαίνεται μια φιγούρα ψηλοκάβαλη με ξεχειλωμένα άκρα και κεφάλι σαν διαμάντι. Είναι πιο σκοτεινή από τις σκιές. Ένα υγρό σαν λιωμένος όνυχας στάζει από το ταβάνι στο ξυλοπάτωμα και φτιάχνει λίμνη. Στη λίμνη βλέπω το πρόσωπο του πλάσματος με κάθε λεπτομέρεια. Βλέπω ακόμα και πίσω από τη μάσκα. Ο πατέρας του πατέρα μου ο Ε. Λ. ήξερε πολλά γι'αυτές τις δοξασίες και διηγιόταν. Τη φιγούρα την ταΐζει ο πόνος μου. Βρίσκει δυστυχισμένους και αγκιστρώνεται πάνω τους σαν βδέλλα και πίνει το δυστυχισμένο αίμα τους. Ο δυστυχής δε μπορεί ποτέ να δει τι τον έχει τσακίσει. Είναι η φύση της κατάρας τέτοια. Αλλά εγώ τη βλέπω και όταν τη βλέπεις σημαίνει πως μπορείς να την ξεφορτωθείς με κοφτερό μαχαίρι. Στο στρόγγυλο τραπεζάκι δίπλα μου στέκεται το Τίφφανυς λαμπατέρ, τα γυαλιά μου, το πολύμπριζο και ένα ασημένιο μαχαιράκι. Βολική σκηνοθεσία, ε; Τι δουλειά έχει το μαχαιράκι στο υπνοδωμάτιο; Μη χρονοτριβείς με φιλοσοφίες. Τεντώνω το χέρι να πιάσω το εργαλείο, μόλις αγγίζω το κρύο μέταλλο με διαπερνά μια αίσθηση σαν να έχω δαγκώσει πάγο, τα δάχτυλά μου γίνονται λιωμένος όνυχας και χύνονται στο πάτωμα.

-