μια θάλασσα που καίει
22.1.21
Krimskrams
Έτσι μύριζαν τα γάντια της μαρεσιάλας της επιληπτικής γυναίκας του μαρκησίου της Ανκρ που της κόψαν το κεφάλι και της κάψαν το νεκρό κορμί γιατί είχε μαγική καρδιά και ισχνά νεύρα, έτσι μύριζε και το αιώνια σκιερό φαρμακείο της Χαρίκλειας όταν ήμουν παιδί, έτσι μύριζε το κατώι του παλιού σπιτιού με τη γούνινη στέγη στο νησί με τα μάτσα της σάλβιας κρεμασμένα εκατέρωθεν της πόρτας, τα βρύα στο πλατύσκαλο και την αχυρένια σκούπα ακουμπισμένη στο ντουβάρι, έτσι μυρίζει και το στέρνο σου
και πάνω στο στέρνο αυτό συνήθως το μικρό μαύρο χεράκι (חמסה) με τις χρυσές λεπτομέρειες και την κομψή αλυσίδα που σου δώρισε η μάνα σου πριν εξαφανιστεί επεισοδιακά από τη σκηνή ενώ έπαιζε το βαλς του Χόπκινς και ο κόσμος σκοτείνιαζε και σκοτείνιαζε ώσπου να έρθει το επόμενο πρωί
κάπνισα πρώτη φορά όταν έγινα δεκαοχτώ και ήταν δια της συγκεκριμένης δουβλινέζικης πίπας που μου'στειλε σε έναν σκατή φάκελο ο Μ., το επιστόμιο έχει χάσει τη γυαλάδα του και έχει τα ίχνη των δοντιών μου αλλά δεν το αλλάζω, τίποτα δεν πρέπει ν'αλλάξει σ'αυτήν την πίπα, είναι ιστορική. Στο φάκελο είχε ένα σημείωμα που έλεγε να τη μελώσω πριν τη βάλω μπρος, απομεσήμερο στο σπίτι στην ανατολική μεριά πίσω από τα παντζούρια με τα μισοκλεισμένα μάτια έβαλα το δάχτυλο στο βάζο και πήρα μια δαχτυλιά μέλι βελανιδιάς σχεδόν μαύρο σαν μελάσσα ενώ αναρωτιόμουν εντός μου τώρα αυτό είναι αρκετό ή πιο πολύ ή μήπως το παρακάνω, και οι πρώτες καπνισιές είχαν μια περίεργη ιδέα δάσους που καίγεται απ'τη ζέστη ένα μεσημέρι Αυγούστου που ξέχασε να τελειώσει
κάπως βρέθηκα να καπνίζω Τζέντλεμαν Κώλλερ που μυρίζει κάτι από την πούδρα της ελεύθερης πενηντάρας που απλώνεται σαν σύννεφο από την κρεβατοκάμαρά της έξω από το σπίτι και σε όλη τη γειτονιά και υπνωτίζει τον καλοντυμένο κύριο που οπλίζεται με ωραία ανθοδέσμη και πιθανώς ένα κουτί νουαζέττες και χτυπάει το κουδούνι που παίζει μια απλωμένη μείζονα συγχορδία και αφότου χαιρετήσει ευγενικά τους γηραλαίους γονείς βολεύεται στον μπαρόκ καναπέ του σαλονιού πίσω από τη διπλή πόρτα με το τζάμι και πιάνει μια βαριεστημένη κουβέντα με την κάπως σταφιδωμένη νύμφη ενώ τρίβει τις σκληρές του σόλες στο μωσαϊκό
στο χώρο αναψυχής του ναυτικού ξενώνα στο Σανταντέρ έχουν ανάψει λίγα κεριά και έχει ημίφως, ατμόσφαιρα και χαλαρουΐτα, στο μεγάλο τραπέζι που είναι κολλημένο στο ντουβάρι απέναντι από τα ασανσέρια ρίχνω πασιέντζα με την πορνοτράπουλα πάνω στο άσπρο τραπεζομάντηλο, πίνω σόδα, η λεμονόφετα κείτεται στη χαρτοπετσέτα, δυο φοιτητές περιμένουν το ασανσέρ και βλέπουν τους γυμνούς και ενθουσιάζονται, και βγάζουν ο καθένας από τη δική του πορνοτράπουλα και ενθουσιάζομαι κι εγώ, και έτσι ενθουσιασμένοι παίζουμε πινάκλ ως το πρωί και τρώμε μια μεγάλη σακούλα φυστίκια με πάπρικα και πίνουμε σόδες από το φρουτακάδικο που διανυκτερεύει
η έξυπνη γατοκαρφίτσα από σκούρο ξύλο κρατάει τη γιαγιάκεια εσάρπα σου στη θέση της ενώ κλείνεις τα μάτια σαν χαλαρωμένο αιλουροειδές και αντί να κοιτάζω τον Ουγκόρσκι να δίνει το μάστερκλάςς του παρατηρώ εσένα, γελάω πολύ σιγανά αλλά με παίρνεις είδηση και επιστρέφεις στη συνήθη σου επαγρύπνηση, δεν είχα ιδέα τι με περίμενε, πού να το φανταζόμουν, χρόνια αργότερα θα τραβήξεις την ουρά της γατοκαρφίτσας από το σώμα και θα στρώσεις τη γιαγιάκεια εσάρπα πάνω στο κλαβιέ για να μη σκονίζεται, θα φτιάξω άλλη, είσαι η Σόφι από το Κινούμενο Κάστρο, και νέα και γριά, είμαι ο σαμιαμιδοπρίγκιπας
βιβλία γύρωθεν του κρεβατιού, είναι υπναγωγά γι'αυτό μάλλον κοιμάμαι πιο καλά τώρα, και μέσα στον Παράκελσο είναι ο περίεργος σελιδοδείχτης που ανέσυρε κάποτε η μάνα μου από ένα εγχειρίδιο της σχολής της και μου είπε εγώ τον έφτιαξα αυτόν, μη νομίζεις, φρόντισε η γιαγιά να με κάνει νοικοκυρά αλλά με τα χρόνια ξέχασα, και μου τον έδωσε σα να ήταν πλάσμα, και δεν τον αποχωρίστηκα έκτοτε, ήμουν υλιστής από μικρός, βλέπω το Θεό σε όλα τα μικρά πράγματα, πώς τον έφτιαξες; είχα ρωτήσει και δε θυμάμαι καθαρά τι απάντησε -νομίζω είπε με το βελονάκι, αλλά εσύ είπες όταν τον είδες πως είναι προφανώς κεντητός
και ξέρεις απ'αυτά γιατί είσαι γρήγορη και ακριβής με το βελονάκι (η γιαγιά σε είχε δει και είχε απορήσει, μα αριστερό βελονάκι; -Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ανεπίτρεπτο) και αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση σαν περίπλοκο εκκρεμές με υπνωτίζει, είναι εντυπωσιακό πως οι κόμποι ο ένας μετά τον άλλον αφήνουν τα δάχτυλά σου ίδιοι ή διαφορετικοί κατά το δοκούν και μοιάζει να μην αλλάζει τίποτα παρά η πρόθεσή σου, ξέρεις πως κανένα μηχάνημα δε μπορεί να μιμηθεί το πλέξιμο με το βελονάκι; Είναι η μόνη μέθοδος ύφανσης που δε μπορεί να αυτοματοποιηθεί, δεν το ήξερα, δε με είχε απασχολήσει παρ'ότι η τύχη τα'φερε και οι σημαντικές γυναίκες που έχω γνωρίσει έχουν ανοιχτές υποθέσεις με το βελονάκι, ίσως η πάστα μου έχει πέραση στις βελονακούδες, επειδή λοιπόν είναι τόσο αποκλειστικά και ευγενικά ανθρώπινο είναι μαγκιά και όσες πλέκουν με βελόνες είναι παρακατιανές όπως λέει και η φίλη σου η Σοράγια, έχεις ένα βουνό βελονάκια διαφόρων διαμετρημάτων για δαντέλες και κάλτσες και κουβέρτες και σεμέν και εσάρπες και κουρτίνες και ό,τι άλλο, με το νούμερο 3,5 μου έφτιαξες μια μικρή καποτίτσα για τη λέζελάμπε που τύλιγα με τεϊοσακούλα για να μη με τυφλώνει το βράδυ και επειδή είναι υπόλευκη όπως κάθε κοινή καπότα μαλακώνει και την ψυχρή απόχρωση του ΛΕΝΤ, φυλάς την πέτσινη κασετίνα με τα βελονάκια από το ψιλότερο στο πιο χοντρό που σου έκανε δώρο ο Γ. ως κόρην οφθαλμού (ξέρω πως δε θα πάψεις να τον αγαπάς, έχουμε κι άλλα πολλά ψήγματα του Γ. και τον έχω αγαπήσει και τα έχω αγαπήσει μέσα από σένα), και στην ξύλινη συρταρίτσα (να θυμηθώ να σε ρωτήσω από πού στην πήραν) έχεις τα ορφανά, που τα χρησιμοποιείς πιο πολύ για να μη φθείρονται τα κασετινάτα,
από πάνω εμείς σε μια πολύ κινηματογραφική φωτογραφία εντός φτηνής κορνίζας που με υπερηφάνεια μου ανακοίνωσες πως είχες αναρτήσει στο τούβλινο ντουβάρι, πιο πάνω κρέμεται άλλο ένα ενσταντανέ από την ίδια μέρα, που κι αυτό έχει γεύση άλλης εποχής, ίσως είναι το παμπάλαιο κτίριο που χτίστηκε λίγο αφότου κάηκε η μαρεσιάλα, ίσως είναι τα μαλλιά σου, ίσως είναι εκείνο το χτένι που δε φαίνεται στη φωτογραφία αλλά μπορούσα να το δω καθισμένος πισωδίπλα σου με τους ταριχευμένους κόκκινους καρπούς της Υπερβορείας και τα σκούρα τυρκουάζ φύλλα, είσαι το κόκκινο και είμαι το τυρκουάζ, έτσι ακριβώς, λες και όλες οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις όλων αυτών των χρόνων του ατέρμονου βερμπαλισμού βρήκαν η καθεμιά τη θέση τους και καθίστηκαν τόσο βολικά και τώρα ό,τι λέξη ξεπηδάει από εντός μου ταιριάζει με την προηγούμενη, ένας φυσικός ειρμός, μια ομαλή συνοχή, εγώ κι εσύ και τα μικροπράγματά μας στο ταξίδι της επιστροφής στο χώμα.
15.1.21
Μικρό νησί, μεγάλη φυλακή
08.2020
Tell her this
And more,—
That the king of the seas
Weeps too, old, helpless man.
The bustling fates
Heap his hands with corpses
Until he stands like a child
With surplus of toys.
S. Crane
11.1.21
Σχήμα κύκλου
x2 + y2 = ρ2
Τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο. Από την τσάκιση του ορίζοντα αναδύεται το σπίτι με την ανθισμένη είσοδο μέσα από ένα σύννεφο σκόνης στη λιακάδα του μεσημεριού, μέσα από ένα σύννεφο σιωπής στη φούστα του νησιού και με προγκίζει στα πλευρά το σπιρούνι της λατρείας κι ανοίγεται μια τρύπα, μέρες άφεσης και μέρες αμαρτίας. Από τα σκούρα μαλακά γένια στα μάγουλα γραμμή για το λαιμό και κάτω το τρίχωμα δεν κάνει παύσεις η ανελέητη τελεσιδικία της ήβης το μαστίγωμα του βήματος του χαλαζία στο κάθε τικ και τακ του δευτερολεπτοδείκτη έτσι φτιαγμένος έτσι σταλμένος από το χέρι του Θεού διά του μουνιού της μάνας του, από τις ρίζες των λεπτότατων μαλλιών ως τα αντιληπτικά μου ακροδάχτυλα, γλίστρημα στα σκαλιά πρωί του παγετού και η αυλή έχει εξαφανιστεί και δεν προσγειώνομαι ποτέ, από τις πυκνές μελαχροινές βλεφαρίδες στις τρυφερές πατούσες, αργή, σκεπτική διαδρομή πάνω στα πλακάκια της σκακιέρας. Ένα νυχτερινό έντομο αθάνατο νεκρό σε ρητίνη μέσα στο φυαλίδιο θυσία του κυνηγού στα πόδια του θηράματος λάφυρο του πολεμιστή και δώρο αντί δώρου και στάγδην στάγδην στάγδην η σπονδή, δίπλα αυτός και τα μαθηματικά του και ένα μπουκάλι ανώνυμο ποτό, όλοι οι άλλοι σβηστοί και θολωμένοι στην ασημαντότητά τους, στο αριστερό ημιστήθιο η ροζέττα που έχω κι αν έχω ασπαστεί γλείφει τη λαιμόκοψη, παίζει τα μαύρα, παίζω τα άσπρα, από τα δάχτυλα στον ξύλινο ίππο στην πράσινη τσόχα της βάσης στα άσπρα και στα μαύρα στην κόκκινη τσόχα της βάσης στον ξύλινο βασιλιά στα δάχτυλα γραμμή από τη φλέβα της καρδιάς στο λείο δέρμα μπλόκο στην αδρή κοκκινωπή γενειάδα και στα ισχνά κρυμμένα μάγουλα και μπαμ ανάμεσα στα μάτια προμετωπιαία λευκοτομή με το δρεπάνι των εσώτερων παθών. Δυτικός προσανατολισμός σουρουπωμένη παρηγορία, το ζεσταμένο, κουρασμένο φως κι ο κάματος της μέρας που ξεφεύγει από την τσάκιση του ορίζοντα πτήσεις βιαστικές πάνω απ'τις λάσπες και τα έλη και τις επίπεδες ακτές στο σπίτι με την ανθισμένη είσοδο στο στόμα μου με όλες του τις μικρές πληγές στον ενυδατωμένο φάρυγγα στην εύκαμπτη τραχεία στα πνευμόνια στους υπεζωκότες στα πλευρά στην τρύπα τη σπιρουνιάρα και την εκκλησιαστική και έξω πάλι, κόκκοι σκόνης παντοτινά αιωρούμενοι κειμήλια αρχαία, ίππος ορθός και ξαπλωμένος βασιλιάς. Τα σύνορα που περνώ για τη φτηνή βενζίνα, τα σύνορα που περνά για τ'ακριβά μου μάτια, κορμί επί κορμιού, λόξα επί λόξας και χέρια πόδια εντός εντός επί τα αυτά, κι αυτά κι αυτός και τα μαθηματικά του, κι αυτά κι εγώ και όλα μου τα λεξικά, ασύμπτωτες ευθείες και τα όριά μας και ένα μπουκάλι ανώνυμο ποτό, τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο.
5.1.21
Στους ώμους του Haldane
Κλειστή σταυροφορία.
Πεθαίνουμε προς το φως, δηλαδή η νευρωνική μάζα συνοψίζεται σε εκφορτίσεις που συγκεντρώνονται σε ένα σημείο που μικραίνει και μικραίνει ώσπου πέφτει το σκοτάδι για πάντα.
Έβγαλε ξερό παγετό και μετά από λίγο βοριαδάκι, ακινησία. Ψιλό κύμα, η άμμος είναι τραγανή, τα φύκια σιωπηλά, κάνει πολύ κρύο ακόμα και για τις μυρωδιές. Φορώ τη στεγανή στολή καθοδηγούμενος από την αυθεντία της, με παρατηρεί επισταμένα.
-Πέρασα κι εγώ τις εξετάσεις, τι με κοιτάς;
-Όταν τις πέρασες ήταν καλοκαίρι.
Επί του πρακτέου, στολή αστροναύτη στη δουλειά, στολή αστροναύτη και στη σχόλη. Το νερό είναι σίδερο, βουτάμε και πέφτει η διαθλαστική νύχτα. Κρατάμε τους μεγάλους φακούς και φέγγουμε στο τίποτα για ώρα, ώσπου αποκαλύπτεται ένα λαμπερό κοπάδι παπαλίνες σαν σύννεφο ασημόσκονης.
Η μόνη φασαρία είναι του εργοστασίου που έχω για κορμί, η ανάσα και το καρδιοχτύπι και το ρούφηγμα και ξερούφηγμα των τυμπανικών μεμβρανών και το λίγο υγράκι στο δεξιό μέσο ους που άφησε πίσω το τελευταίο κρυολόγημα, και τώρα κυλάει μπερδεμένο πέρα δώθε ενώ αιωρούμαι πανάλαφρος και ασήκωτος υπό το βάρος του διαστήματος. Έχω την αίσθηση πως κοιμάμαι. Κοιτάζω το ρολόι, κοιτάζω το σύννεφο της ασημόσκονης, και όταν ξανακοιτάζω το ρολόι η ώρα είναι αλλιώτικη, αλλά ίσως και να μην πρόσεξα πολύ στο πρώτο τσεκ. Η φέξη του φακού της λίγα μέτρα πιο πάνω μοιάζει ολόγιομο φεγγάρι σε χαμηλή μουντάδα. Το σύννεφο κάνει μια πεπερασμένη αιωνιότητα να χαθεί. Και όταν τελικά χάνεται, αλλάζει το τοπίο, το ταξίδι στενεύει. Ο άγνωστος πλανήτης, μια σκόνη λασπένια και αργή, απάτητη, μυστική, αχόρταρη, μουλιασμένη στον αστρικό φοινικίτη.
Στον πάτο κάθονται μεγαλοδράκαινες.
Δεν έχω ξεχάσει τον πόνο που κάνει το κεντρί τους.
Όρθιος στους ώμους του Haldane έχω την πλήρη εποπτεία των σημείων μου.
-
Ποτέ κατάδυση χωρίς σύντροφο, είναι φοβερό το κατά μόνας αμάρτημα, μπορεί να το πληρώσεις με ό,τι έχεις. Αναγκάζεται να ρυθμίσει τους χρόνους βάσει του ασθενέστερου, δηλαδή εμού, με παίρνει γρήγορα το κρύο και οι μύες μου είναι στο πάνω πόδι να με δαγκώσουν, ασυνήθιστοι σε τέτοιες επιχειρήσεις. Προτιμώ να στέκομαι στο κατάστρωμα, προτιμάει να είναι μέσα στο ζουμί, αλλά δε λέω όχι στα λημέρια της, όπως δε λέει όχι στα δικά μου. Οι πίνακες της αποσυμπίεσης βρίσκονται συνήθως στο μαρμάρινο περβάζι δίπλα στη χέστρα, μαζί με το παπί και το εφεδρικό σαπούνι, είναι ανάγνωσμα φανταστικό για την ευχεσία κατά τη γνώμη της.
-
Μασουλάω ένα κομμάτι ψωμί με κύμινο, στο άλλο χέρι έχω το αλουμινόχαρτο με το κασέρι, διαχρονικό Käsebrot, δεν αλλάζει πολύ ο άνθρωπος από την αρχή ως το τέλος του. Στο κελί του αναπνευστήρα κάθεσαι φυλακή με τα χνώτα σου και τους φόβους σου, κι αυτό ισχύει είτε στον έχωσες οικειοθελώς, είτε σε παλούκωσαν αναγκιωμένα. Είναι ευτυχία ο καθαρός αέρας και μια μουτσούνα και δυο πνευμόνια που μπορούν να στον ταΐσουν ανεμπόδιστα. Το φως γλυκαίνει κι όμως μένει παγερό, και από το φως γεννιέμαι στο σκοτάδι, αφήνω πίσω την ακτή και χώνομαι στο δάσος, αυτή είναι η γωνιά μου σ'αυτήν την αχανή καταστροφή και δημιουργία. Έχω την αίσθηση πως κοιμάμαι επειδή είναι όλα υπνωμένα, ήσυχα και ακίνητα, δε βάζουν καμιά κόντρα, δε δίνονται κιόλας, υπάρχουν για μένα και για σένα, και τα χαίρομαι που υπάρχουν, ο κόσμος αμφιφανής σε παύση, γλιστρώ αναίμακτα σαν φάντασμα ανάμεσα στα μόρια του σύμπαντος χωρίς καμιά βιασύνη, έτσι ακριβώς όπως πρέπει να γίνεται, με βλέμμα αγνό και στη σιωπή.
Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος.