© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Κρύβε λόγια

Πας για ύπνο κάθε βράδυ με γεμάτη την κοιλίτσα. Όταν το αχτένιστο κεφάλι σου πέφτει μαλακά στο μαξιλάρι μ'ένα φουπ το μέτωπο της κούρασης κουτουλάει το μέτωπό σου. Άλλα χέρια άλλα όπλα, καμιά συγχώρεση για τους αμάχους, χωρίς τις μουνιές αυτές καύσιμο γιοκ. Σε λίγο θ'αρχίσει ένα γατίσιο χρίπισμα στο μπάντζο και θα ξημερώσει μια Δευτέρα. Ο άγιος Βικέντιος χαράζει ένα επαμφοτερίζον χαμόγελο, ξημέρωμα και σούρουπο μαζί, μισό υπομονή, μισό διαπλοκή. Η σκόνη η αιωρούμενη στην εκκλησία οστέινο τρίμμα. Το ένα πόδι στην αφηρημένη παπαρολογία και ένα στα μαθηματικά.

Όλη νύχτα τσουλήθρα απ'τον έναν στον άλλο εφιάλτη. Σε είδα στο φυσικό σου περιβάλλον, στα αμπέλια της βόρειας Χαλκιδικής, με τη σκληρή σου μούρη, τσιγαράκι, άσπρη αμάνικη Μινέρβα, ψάθινο καπέλο, γύρω σου σωροί από φίδια, όλα γραμμένα στ'αρχίδια σου, χάρηκα. Μόλις πλησίασα και είδα πιο καλά, φανερώθηκε στο γλυκό φως, τα μάτια σου ήταν ξηλωμένα, το αίμα είχε πήξει, σ'έτρωγαν οι μύγες και τα παιδιά τους μέσα στις ματότρυπες, τ'αμπέλια είχαν τυλιχτεί και σου'χαν μπηχτεί στα πόδια. Το στόμα ήταν χαμογελαστό και κοχλάζοντας μου είπε να κρύβω λόγια.

Εδώ στη γουρνοχώρα όταν οι μαθητές τελειώνουν το σχολείο καβαλάνε ένα τρύπιο φορτηγό, κρεμάνε ένα πανό με κάποια ηλίθια εξυπνάδα, γίνονται γκωλ και περιφέρονται στην περιοχή κορνάροντας, χορεύοντας, τραγουδώντας και φωνάζοντας ενώ παίζει αισιόδοξο ντουμπουντάμπα. Τα θυμάμαι αυτά από παιδί, τα κάνουνε και στο νησί. Εχτές περίμενα μες στ'αμάξι ένα τέταρτο να μπω σε μια κυκλική πορεία χαζεύοντας αποφοίτους να τρέχουνε γύρω γύρω κρατώντας το καπεταναίικο καθίκι πάνω απ'τα ψωλαρχίδια τους που φλαπώνονταν πέρα δώθε έτσι κι αλλιώς, τριχωτοί κώλοι σε διάφορα προπονητικά στάδια, και οι μαλτέζες γκόμενες με αναψοκοκκινισμένα αλογομάγουλα χαχάνιζαν απ'το φορτηγό που ήταν παρκαρισμένο παραδίπλα, και οργιζόμουν ολοένα.

Βράζω και στο κατσαρολί αχνίζει ο θυμωμένος μου χυλός. Στον πάτο έχουν κολλήσει τα αναιμικά πετσιά μου. Δουλεύω 82 ώρες τη βδομάδα ο δόκτωρ καραγκιόζης, κυρίως απογεύματα και νύχτες,  πληρώνομαι μισά, και έχω κρεμάσει μπαμπακοσακιά απ'τα κάτω βλέφαρα, και δεν έχει ούτε πίσω ούτε μπρος, μόνο επί τόπου το τσαπί και τον ολόδικό μου λάκκο. Το μουνί απ'τις Φερόες με ξύπνησε να κατέβω να κάνω τη δουλειά της γιατί δεν είχε κοιμηθεί πολύ, και αντί να χέσω στην παλάμη μου και να της κολλήσω τα σκατά στη μούρη, έκλεισα το τηλέφωνο και κατέβηκα να δω τον εγκεφαλικάριο μαλάκα φουκαρά, γιατί στατιστικά ίδια μαλακισμένη στόφα θα ήταν κι αυτός, αλλά αν δεν ήταν, να τον άφηνα να ξεροσταλιάσει;

Ένα μεσημέρι δως μου να σε πάρει η ευχή, ξάπλα δίπλα δίπλα στο Στρατόνι. Έχω πεθάνει προ πολλού, πέθανες κι εσύ, και τώρα να, τώρα σαπίζουν τα κρέατά μας, ησυχία δε βρίσκεις αν δε φας πρώτα την ξεφτίλα. Κόλαση επί γης και επί γης ειρήνη και όλα τα καλά, η θεία τιμωρία δεν έρχεται μετά, η τιμωρία είναι να σου λείπουν τα παλιά, η τιμωρία είναι τώρα, πάντα, ώσπου να σβήσεις απ'αυτήν.

Το νήμα

1956 σωτήριον έτος μεσοχείμωνο στον Αρίλλα Κέρκυρας γεννιέται η μάνα μου από μάνα Ισπανοεβραία και πατέρα αιμομιγμένο Παρακερκυραίο. Σπουδάζει μηχανικός στον Ασπρόπυργο. Το '80, αφού έχει μαζέψει άγνωστο αριθμό εραστών, γνωρίζει τον στοϊκό πατέρα μου σ'ένα σάπιο στέκι στην Άλτονα. Είναι η πρώτη και τελευταία της αγάπη. Παντρεύονται εβραϊκό γάμο στο Αμβούργο με δυο καλεσμένους. Δουλεύει 9 μήνες το χρόνο κάθε χρόνο και καπνίζει μαλμπουριά αρειμανίως. Το '87 ανάμεσα σε δυο συμβόλαια με πετάει στο νησί και φεύγει. Ο πατέρας μου κι εγώ μεγαλωνόμαστε μεταξύ μας εν τη απουσία της προσμένοντας τα τρίμηνα και ζούμε μια μικροεπαρχιώτικη ζωή που μυρίζει προτεσταντίλα. Το Μάρτη του '96 μια Τετάρτη απόγευμα πηδάει απ'το κατάστρωμα του αλιευτικού στ'ανοιχτά του Σταβάνγκερ και δεν την ξαναβλέπουμε. Αφήνει σημείωμα στον πατέρα μου πως τον αγαπάει.


Στιγματικός

Θέλω μια φορά να μου φερθεί κάποιος όπως μου αξίζει. Και όπως ξέρεις, δεν είναι επειδή με πουλώ κοψοχρονιά. Έχουν περάσει από τα χέρια μου πολλοί, στρατιές. Αυτό το πέρασμα με ζει. Κανείς όμως δε μου φέρθηκε όπως μου αξίζει. Εγώ φέρθηκα σε αρκετούς καλύτερα απ'όσο τους άξιζε -τόσο πολύ καλύτερα, που ορισμένοι με κοιτούσαν με απορία, κοιτούσαν και τον εαυτό τους στον καθρέφτη και προσπαθούσαν να χωνέψουν αυτό που συνέβαινε, κι εγώ τους τιμούσα σα να είχαν μια ζωή πράξει αγαθοεργήματα, σα μια ζωή να είχαν σκεφτεί μόνον ευγενικές σκέψεις. Έτσι σταμάτησα να πιστεύω στη δικαίωση και την τιμωρία. Αυτά είναι για τους θεούσους. Δεν περιμένω αντάλλαγμα. Φέρομαι έτσι επειδή δε μπορώ να προδώσω την ιδεολογία μου. Δεν έχω πίστη κι όμως ευλαβικά περιμένω να εκτιμηθεί το νόστιμο αίμα μου, κι ας είναι ποταπό. Επιθυμώ μια αιφνίδια, τυχαία παρηγορία στη μοναξιά μου. Θέλω, όπως παραστέκεται κανείς σιωπηλά στον ετοιμοθάνατο, να παρασταθεί και στο ζωντανό.
Αυτό όμως δε θα συμβεί ποτέ, γιατί λείπει το καλό από τον κόσμο.

fēlix, felicis

Κυριακή απόγεμα στο Γιένερουπ στη σκάλα 
παλίρροια ως τα μπούνια 
μια απαλή πνοή απ'το δέλτα και 
ηλιόλουσμα σαν ροδακινοζούμι. 

Ένας κούκος κρυμμένος στις καλαμιές
πλάτη στέρνο ζέστα ζωής
μάγουλα χείλη βλέφαρα μαλλιά μαλλιά
σταθήκαμε άκρη άκρη

και τσέπωσα την παρηγοριά
που θα με ξεπροβοδίσει όταν η ώρα έρθει.



Ο θάνατος είναι δωρεάν

Τη συνάντησα σ'ένα χωράφι έξω απ'το Τόντερ ίδια κι απαράλλαχτη φαρμακερή κυρία
άφησα τ'αμάξι και μπήκα στο δικό της τα παράθυρα ήταν όλα κλειστά θα βλέπαμε
το ηλιοβασίλεμα πίσω απ'τα ψηλά χόρτα και τις καλαμποκιές άπνοια κι υγρασία
μέσα χτίστηκε γρήγορα ομίχλη από Σιλκάτ κι όταν έσβησαν τα ρεμπέτικα κατάλαβα
πως τα πράγματα ήταν σοβαρά

έκλεισα τα μάτια ακούμπησα πίσω απλώθηκα ώσπου τα γόνατά μου βρήκαν στο ταμπλώ
μέσα στο αίμα της βρήκα την αληθινή πατρίδα μέσα στο αίμα της βούλιαξε ολόκληρο νησί
μεγάλο ρημαδιό, η μάνα μου πεθαίνοντας άφησε όλα της τα μισθά της ναυτοσύνης κι εγώ
μέσα σε λίγα χρόνια ψυχασθένειας τα έπαιξα λίγα λίγα στα χαρτιά ώσπου έφτασε η ιστορία
στο αμήν

τώρα από μήνα σε μήνα, νοίκι σε νοίκι, θυμό σε θυμό, δε μετανιώνω
μαζί σε όλα τα σκοτάδια
ο θάνατος είναι δωρεάν
.