für Herrn .,
Γύρω απ'το τραπέζι ήμασταν καθισμένοι οι πιο πρόσφατοι από εφτά, δέκα οικογένειες. Οι αγκώνες όλων βρίσκονταν εκεί που δεν έπρεπε κι όπου έπιανε τη ζέστη το τραπεζομάντηλο απλώνονταν γύρω χάρτες ταννινικοί. Τα φαγητά ήταν γυαλιστερά κι από ρητίνη, μα η συνάντηση δεν ήταν για να φάει κανείς έτσι κι αλλιώς. Η κουβέντα ήταν τα βογγητά των επιτόκων στ'αυτιά του μαιευτήρα, εκεί αλλά ισχνή. Η κουβέντα ήταν από εκείνες που δεν κατάλαβα ποτέ. Η προσοχή μου είχε όλη χαριστεί στους μήνες που είχα να σε δω, γιατί μήνες και όχι χρόνια λες; γιατί οι μήνες καίνε πιο καλά. Απ'το σπίτι μου στο κελί σου δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο, ήταν εφτακόσια μέτρα, πέντε λεπτά για να'ρθω στον κατήφορο κι ένα τέταρτο ιδρώτα για να φύγω. Απ'το σπίτι μου στο κελί σου δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο, ήταν όσο ν'αφήσω τις αρχές τις πατρικές για μια άλλη, κρυφή ιστορία, το μέτρημα το'παψα τότε, δεν ήταν πια γεγονότα γραμμικά, δεν ήταν εφτακόσια μέτρα, ήταν η μια φορά που έκανες εσύ τον επισκέπτη κι είχες μούσκεμα το μέτωπο κι ήταν σα να μην ήξερα τι ήταν κάματος, κι έπιανα το ζουμί ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείχτη: θαλασσόνερο.
Η γυναίκα σου στο τραπέζι ήταν κάποια που ποτέ δεν είχες, η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, κάποια που τώρα ονειρευόμουν για δικιά σου. Το κρανίο της σκεπαζόταν από θαμπά παχειά μαλλιά από λευκό κριθάρι που ετοιμάζεται να σκύψει στον αγρό, και πάνω καλοκαίρι. Ήθελα να σε πιάσω, δεν ήταν πράγματα αυτά για το τραπέζι, δεν ήταν για να βλέπει η γυναίκα σου, διψούσα εκεί στον ουρανίσκο όπως μου συμβαίνει, διψούσα τόσο που μου έρχονταν λυγμοί πίσω απ'τα δόντια. Κι όταν έφτασα να μην αντέχω άλλο πια, η γυναίκα σου, η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, σηκώθηκε και με πήρε απ'το χέρι, το τραπέζι παρέμεινε απαράλλαχτο, τα φαγητά γυαλιστερά κι από ρητίνη. Με οδήγησε προς τα δυτικά, γιατί είχα τον ήλιο τον απογευματινό στο πρόσωπο, γιατί στο σβέρκο της είχε ήδη σουρουπώσει, κι η πλάτη της και τα πόδια της που μ'έβαζαν να πειθαρχήσω- περπατήσαμε για ώρα σ'ένα μονοπάτι που χωρούσε μοναχά το ένα βήμα εμπρός από το άλλο. Γύρω φύτρωναν βάτα και χορτάρι ψηλό μέχρι τη μέση των μηρών, στο χώμα παραφύλαγαν πέτρες κοφτερές στραμμένες έτσι για το σκόνταμα, και στο ένα πλαϊνό βρισκόταν πάντα η πεσιά.
Οι πέτρες αύξαιναν και έγιναν σκόρπια σκαλιά κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε κι η βλάστηση αραίωνε κι αραίωνε ώσπου φτάσαμε να στεκόμαστε στην άκρη, πιο 'κει ήταν το λιμανάκι της Αγίας Παρασκευής, πιο 'κει ήταν το δέλτα του θανάτου, εμείς στεκόμασταν αλλού και τα βλέπαμε όλα. Η γυναίκα, η γυναίκα σου, ισορροπούσε σίγουρη σαν κατσίκι με τις πατούσες μισές έξω μισές στο γκρέμι της κοψιάς.
-Δεν είναι για να φοβάσαι, η θάλασσα θα είναι μαλακιά., κι η φωνή της ήταν ο φόβος μου κι η θάλασσα μαζί. Με τράβηξε λίγο, όπως τραβά κανείς το σκοινί για να πλησιάσει η βάρκα, έκανα μια δρασκελιά με τα γόνατα λυμένα κι είδα κάτω και πέρα την ακτή ξάστερη νύχτα του Γενάρη, άπνοια, τη δύση που γυρνούσε μέσα σε μια λεπτή λευκή αχλή, η παλλαισθησία του αργού ρυθμού που έχει κι είναι πάντα εν ζωή, που σκαρφάλωνε κι έφτανα να την ακούω για φωνή. Ανοιγόκλεισε τα αυγουλένια βλέφαρά της, άνθισε ένα χαμόγελο κάτω απ'τη μύτη της που έμοιαζε με γδούπο. Έκανα ένα ακόμα βήμα, μια ώση για το σάλτο, έπεφτα και το κεφάλι θα'βρισκε πρώτο,
έπεφτα όπως στο Λιμιώνα, έπεφτα όπως στην Παναγιά, ήταν όλες αναμνήσεις του Ιονίου, τώρα που το σκέφτομαι, όλες μου τις βουτιές τις έχω κάνει σ'εκείνες τις μεριές,
κι η θάλασσα ήταν όπως είχε πει
η θάλασσα ήταν
απ'το παράθυρο έριξα μια ματιά κι είδα το τραπέζι, κι όλη τη συντροφιά, στην αυλή, στο κέντρο της ανοιχτωσιάς. Μες στο δωμάτιο που ανάβλυζε δροσιά υπήρχε στρωμένο ένα σατζάντα προσευχής, μες στο δωμάτιο ήσουνα κι εσύ. Ήταν η ώρα των κουνουπιών, το συζητούσαν κάτω, το συζητούσε κι η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, εσύ έκανες την κίνηση πως δε μας νοιάζει εμάς, με πήρες απ'το χέρι όπως είχε κάνει η γυναίκα σου, μα όχι για να με οδηγήσεις, με πήρες απ'το χέρι γιατί ήταν σα να στο ζητούσα, έσφιξα το στρογγυλό σου θέναρ, τα τρυφερά δάχτυλα που είχαν φουσκωτές φάλαγγες καλώς ξεχωρισμένες, να'ξερες πόσο είχα επιθυμήσει το ροδαλό δέρμα των Θεσσαλών, το αίμα που μαζεύτηκε κουβά κουβά απ'το Ληθαίο, το ήξερες, το ξέρεις. Δεν ήμουν παρά χέρια, δεν ήμουν παρά μια δουλειά από παλιά, δεν ήθελα να είμαι άλλο, τα θυμάμαι όλα κεντημένα με τη βελόνα των αγγείων, με κάθε ελάχιστη λεπτομέρεια, θυμάμαι κι όσα δεν ήταν, σε βλέπω όταν κοιμάμαι και σε θυμάμαι μόνο το πρωί, το ήξερες, το ξέρεις,
φιλώ τα μάγουλά σου, το βρέγμα, τη σφαγή,
,,,