Τα φανάρια περιμένουν ακόμα
στην άκρη του δρόμου
πάνω στα χρώματα
αξεχώριστα νύχτες γαλάζιες λουσμένες στο κρύο
πόδια ανεμώνες
στο μαξιλάρι
δίψα απ'τ'αλάτι
δεν πιστεύω πια σε σας. Χιλιάδες ώρες πέρασαν από τη μέρα που
με δείραν στα χαρτιά.
Τα χέρια της μαυριδερής με το περίεργο όνομα που τώρα δε θυμάμαι έγλειφαν κάθε πρόβλεψη. Επτά γράμματα, είπε με τη βραδυγλωσσία της σιχασιάς.
Δε συνθέτω πια
τι άδειασμα κι αυτό
σάματι περνώντας ο καιρός κάνει φιλανθρωπίες.
Από εκείνο το κοινωνικό απόγευμα στο σπίτι του λουλουδιού
τότε ήταν τουλίπα
καπνού
τώρα είναι γαρύφαλλο
έχουν περάσει αρκετές σκυλούδες απ'τη μαρκίζα.
Οι γόπες στιβαγμένες σε ένα ζεμπρέ σταχτοδοχείο μέσα στο συρτάρι και
τα Επτά γράμματα με τη βαθειά φωνή τραγουδούσανε επιτυχίες που σε όλους εκτός μου
είχανε πετύχει.
Θερμοπληχτικό απόγευμα έφεγγε η υπολειμματική βουβή λιακάδα
της σκατένιας πόλης μου όπως λέτε
(μόνο εδώ έχει ζέστη μόνο εδώ βρέχει μόνο εδώ η ζωή ξοδεύεται)
θα είχε σίγουρα και κουνούπια στην πλαζ
είχε όντως κουνούπια στην πλαζ
τρεις τέσσερις παραπάνω προβολές του μεγάλου ξενιτεμένου ζωγράφου τις είδα
πίσω από τον κισσωμένο φράχτη όσο παίζανε στο θερινό σινεμά
στα πρώτα πρόθυρα του κοινού μικρού θανάτου.
Γυρνούσα σπίτι γεμάτος πέρα ως πέρα βουζούνια ροζ και κόκκινα που με φαγούριζαν μέχρι τα σπλάγχνα.
Το επόμενο πρωί τα ξεχνούσα και οι προβολές μια τρεις τέσσερις παραπάνω ήταν μακρινές σαν ύπνου. Έφτασα καιρό μετά να το πάρω απόφαση να δω την ταινία που έπαιζε.
Δε μου άρεσε
ακουγόταν καλύτερη τότε κάτω απ'τον υγρό θόλο μέσα στα κουνούπια δίπλα στα τοξικά κύμματα.
Τα Επτά γράμματα τα ταχυδρόμησα
στο τέλος του τριμήνου
μουσκεμένοι φάκελοι δηλητηριάστηκαν όλες οι
ταχυδρομικές αποστολές εκείνες τις ημέρες.
Η πιο σφιχτή αγκαλιά που παρέλαβα ποτέ
σε κάποια αδιάφορη πυλωτή ακουμπισμένη η πλάτη μου στον τοίχο φουλ ιδρώτας
γλίστρησα
το κεφάλι έσκασε στο κράσπεδο
και από τότε γυρνάω στις αρρώστιες
ο ιδρώτας δε στέγνωσε ποτέ
η αφοσίωση των ιοντικών δεσμών
η ένωση ενζύμου και υποστρώματος
Ευγενή αέρια; Ποια ευγενή αέρια
δεν πιστεύω πια
δε διψάω κιόλας
-