© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα text. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα text. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

גן עדן

Καθόμαστε για πόκερ. Έχω πιει.
Για πότε κλείνω τα μάτια δυο στιγμές δυο νύχτες και με ξεβρακώνουν ούτε που το καταλαβαίνω. Κεκλεισμένων των θυρών για ένα πεντοχίλιαρο ο καθένας και είμαι δέκα μέσα, στωπ. Πίσω στη γυναίκα και τη νύχτα στο Ορεστιάς Καστοριάς: παρθενικά σεντόνια στο τετράκλινο, παράθυρο στο φωταγωγό, στάλες βροχής και ταπ ταπ ταπ, η κόλαση με τραβούσε απ'τα μαλλιά, ο κόσμος τέλειωνε στην πλάτη μου, τα χέρια μου βούλιαζαν στα σεντόνια, τ'αρχίδια μου πονούσαν, δε μου'φτανε ο αέρας στο ψηλοτάβανο, μ'έσπρωξε απ'το λαιμό σα να'μουν σκύλος, κάνε κράτει, μια φορά, δέκα μέσα, όλα μέσα, στωπ. Πίσω στην παρτίδα, το πάτωμα της κουζίνας είναι άφαντο απ'τα μπυρομπούκαλα. Είμαστε γκωλ, κανείς δε θα θυμάται τα χαμένα. Σαμπάτ Σαλόμ έρχεται το πρωί είμαι μόνος στο διαμέρισμα και με ξυπνάει το τρίξιμο του σωλήνα του καλοριφέρ, τα τζάμια είναι παχνισμένα. Η μαγεία είναι πως με τα μάτια μου κλειστά τα φλαμίνγκο τρέχουν πάνω στα σκουρωπά νερά με τα κόκκινά τους απλωμένα και γύρω τους αφρός κι αφήνουν χώρες πίσω κι αφήνονται και φεύγουν και δε φεύγουν κι η θάλασσα από κάτω πλέει αντίθετα απ'αυτά: βγάλ'τα ρούχα σου. Βγάλε μου τα ρούχα. Το καλώδιο του στηθοσκοπίου που ήταν κάποτε του πατέρα είναι αφύσικα κοντό και με φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με όλες τις μάσκες του θανάτου και πάντα βλαστημώ κρυφά - αλλά  δεν είναι όλα νόμος. Κοντανάσαινα κι η αναθυμίαση του φθίνοντος κορμιού της ήταν ο κήπος της Εδέμ το πανέρι τουμπάρει με μια σπρωξιά στα καταλάθως και κυλάνε οι ώριμοι λωτοί και πληγιάζουν κι αφήνουν τα ζουμιά τους στα σεντόνια ληστεία και λησμονιά κι η μυρωδιά, η μυρωδιά της σωτηρίας η μυρωδιά των λουλουδιών της ακακίας που κολλήσαν στον ιδρώτα της κοιλιάς της αίμα με αίμα. Ο Θεός κόβει και μοιράζει, ο Θεός ποτίζει πάθη, αλλά για όλα φταις εσύ. Η πολλή αψιθιά φέρνει νύστα και παράξενα γυάλινα όνειρα στον ύπνο κι οι ώρες συγκολλούνται. Στο κορφοβούνι στο τέλειωμα της χώρας με το ελάχιστο γαλακτόχρωμο νερό που αφρίζει απ'τον ασβέστη στέκεσαι με την πλάτη στο βορρά κι έχεις στο αριστερό σου χέρι μια νύχτα θεοσκότεινη και στο δεξί ένα ηλιοβασίλεμα λάβα στην Αδριατική κι όλη την Ιταλία δικιά σου ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣ.

Όταν πάτησα στην αμμούδα του Σταυρού ύστερα από ένα χρόνο
ξεφόρτωναν τζαμαρίες απ'τα δυο τζένεραλ κάργκο και γινόταν σαματάς
ο απογευματινός ουρανός σκοτείνιασε
φύσηξε ένα ξαφνικός λεβάντες
το κύμα γύρισε κόντρα στα τσιμέντα
τα γόνατά μου έγιναν ζελές
μεγάλη λίμα η νοσταλγία
εξαφανίζομαι σα σύννεφο από κωλοφωτιές σ'εκείνο το βράδυ μέσα στο Μεγκάν που περιμέναμε σταμπάη στην αυλή να παίξει το Σοδάδ

οι λέξεις στο στόμα μου ανεπαρκούν
οι λέξεις με προδίδουν
Έχεις χάσει τη λάμψη των ματιών σου.
Έχεις χάσει το χιούμωρ σου.
Έχω χάσει δέκα χιλιάδες σε μια νύχτα
κι εσύ ασχολείσαι με ψιλά;

Γιομ Κιπούρ

Γεννήθηκα παραμονή. Όπως λέμε γεννήθηκα ηλίθιος.
Μεγάλωνα μόνο τα καλοκαίρια. Περπάτησα, κολύμπησα στο Τζάβρο. Είδα πρώτα βυθό στην Παλιοκαστρίτσα. Αν δε μάθεις να βουλιάζεις τζάμπα κολυμπάς. Ψάρεψα δίπλα στο Διάπολο με θέα την εκκλησιά, νερά σκούρα και γλυκά, καλόπλωτα νερά έλεγε η μάνα, η βάρκα η Μαγδούλα, τσίμπησε μια βόπα κι ο κατσαμπρόκος φώναζε εύγε κάτω απ'τα μουστάκια του τα πίσσα σελίδα από παλιό αναγνωστικό. Έπιασα την πρώτη μου φίλη στην Τορώνη (παιδικό κόρτε σήμαινε την έπαιρνα απ'το χέρι και τρέχαμε μαζί όργωμα το στρέμα και την άλλη μέρα η μικρή είχε πυρετό απ'τη γερμανική τρεχάλα). Χάθηκα νύχτα στο δρόμο για το Προκόπι και ο πατέρας με ξυλοφόρτωσε και μου'σκισε μια τούφα από μαλλιά επειδή τον είχα ανησυχήσει κι έκλαψα από ντροπή γιατί μας είδαν όλοι. Η θλίψη με βρήκε τον Αύγουστο των δεκαεφτά στον Τορωναίο. Τα βράδια ήταν τόσο ζωντανά... και ανάσκελα στη βάρκα μ'έτρωγε η ησυχία. Θα σπουδάσω Θεσσαλονίκη, κι εννοούσα το σπούδαγμα της πόλης. -Bist du noch bei Sinnen? -Es ist beschlossen und verkündet. Στο διαμέρισμα στην Όλγας ξυρίστηκα αρχινώντας απ'το μουστάκι. Βγήκα απ'το μπάνιο ξαναμμένος γουλής και κομμένος στο δόξα πατρί. Η μικρή (το μικρή είναι ευφημισμός) ρουφήχτηκε στα σκοτάδια μια φορά που ήμασταν βόλτα κι έγραψα Κασσάνδρου Ακροπόλεως δυο στιγμές κι έναν κουβά ιδρώτα με την ψυχή στο στόμα νομίζοντας είχε φάει πέσιμο στα στενά και δεν είχα χαμπαριάσει. Ξυπόλυτος έψαχνα τις εβραίικες ταφόπλακες σ'όλη την Άνω Πόλη τρικυμιώδης στο κεφάλι και το επόμενο πρωί κοιτούσα τις πατούσες μου και δε θυμόμουν πώς και πότε είχα χάσει παπούτσια και κάλτσες. Νύχτες μαρτυρίου και η αγία κάψα λόγια Μοναστηρίου πηδήματα και ράγες το αλύχτισμα το γκρινιαραίο και τ'αστέρια σκόνη γυαλί στον ουρανό τρις ως το χάραμα με ίδρωνε ο εφιάλτης. Πίσω στην Κέρκυρα πίσω στο πρώτο καλοκαίρι στα πρώτα βήματά μου στην πρώτη βούλιαξή μου στα μπάσταρδα νερά τα λύσσα και τα μαλακά που ανακατεύονται σαν λάδι και σαν ξύδι σαν σάλια και σαν χύσια το λασποχώμα κι η τυρκουάζ θολούρα του μακρυά η άγρια σοροκάδα η μοναξιά του απαγορευτικού και η σιγή της διακοπής ηλεκτροδότησης οι γκιώνηδες οι νυχτερίδες το κόασμα των εκατό σαμιαμιδιών και η άγρυπνη αποδοκιμασία της σαμιαμιδομάνας και χρσσσ-χρσσσ ανάμεσα στην ανεμοβοή τα γυμνάγκαθα στο ντράφο.  Στο Πήλι καθόμουν εμπρός στο τζάκι στην ταβέρνα του θειού και οι προσκυνητές μ'έβγαζαν φωτογραφία και οι γριές μας συζητούσαν ως τα χριστούγεννα που στήσαμε τον καυγά πριν τρία καλοκαίρια και στο τέλος δεν πρόσεχα πού πήγαινε ο θυμός παρά χαιρόμουνα τις λέξεις υπομονή και οπορτούνης και βάλε στον-γκώλο σου χυλός Θερμαϊκού αλλά ολοκάθαρες χωρίς καμιά βιασύνη χωρίς μισό ψεγάδι εκφοράς λέξεις βγαλμένες απ'το στόμα που όταν με φίλησε μου'κλεψε την πίστη. Σεπτέμβρη έπεσε ο θειός στο χαντάκι στα πρώτα στροφιλίκια απ'τον Αγιάννη το Ρώσσο μετά που ζήτησε ένα σημάδι απ'το θεό και φίλησε το μοσχομυριστό κουτί και στ'αμάξι φούντωσε φωτιά ενώ έριχνε παχειά ψυχρή βροχή και η μάνα έλεγε καστίγιο του'καμε ο άγιος αλλά τόνε πέτυχε ξυπνόν. Σεπτέμβρη άρπαξε και η αλογοκαρότσα του σάντεκ όταν οδηγούσε Χάμπουργκ - Ντάγκεμπυλλ και τα πόδια της φοράδας καρβουνιάστηκαν και για να μην πληρώσει το φέρρυ βρήκε έναν κτηνίατρο απέναντι να την καλοσκοτώσει. Κάθε σούρουπο φέρνει νέα ναδίρ κάθε χαρτί καινούρια νοσταλγία η τράπουλα στα κομψά της δάχτυλα με τα νύχια τα ολοκόκκινα σαν αρτηριακό αίμα μοιράζει και με παίζει με τα μάτια κρεμάω ένα Σιλκάτ στο στόμα της κατεβάζω το χέρι μαζί με τη χεριά την ξαπλώνει κρυφά στο κεντητό τραπεζομάντηλο ακολουθώ τους εκτείνοντες με την αφή ώσπου φτάνω στα γυαλιστερά λιμαρισμένα ακρόνυχα το πουκάμισό της κουμπωμένο ως πάνω με το γιακά σφιχτό τα βυζιά της καλοκρυμμένα μια στο καρφί και μια στο πέταλο. -Αν δεν ήσουν αυτός που είσαι θα'σουν όμποε. -Αν δεν ήταν τα λεφτά θα σε γαμούσα κάθε μέρα. Χαμογέλασε καχύποπτα. Αν ήμουν ειλικρινής θα έκλαιγα μπροστά της αλλά όλα κι όλα! είμαι άντρας έχω τιμή κι ας τη σκέφτομαι συνέχεια και μου τρυπάει το μυαλό διατριβή κι ετυμολογία του πεθυμώ μικρή Ιερουσαλήμ μεγάλη μνήμη. Γύρισα η ώρα μιάμιση ποδαράδα λιμάνι Κορδελιό η πόρτα ξεκλείδωτη το διαμέρισμα άφωτο από μέσα τσούλησαν ήσυχα βογγητά σε συστάδες με ρυθμό -Είσαι καλά; ήμουν βραχνός επειδή φώναζα τρεις ώρες πάνω από τη μουσική στο Παλπ αγωνιούσε γονατιστή μες στη μπανιέρα γυμνή απ'τη μέση και κάτω ψευτοπιασμένη απ'το πλακάκι με το άνθος τα μπούτια συσπασμένα κι ανάμεσα στα βογγητά κι αυτά τλοπ και τλοπ και τλοπ τα φρύδια ξέσμιχτα κουρασμένα σήκωσα τα μανίκια έπλυνα τα χέρια παστρικά σα να ετοιμαζόμουν για σαφηνεκτομή έβαλα μια παλάμη στην πλάτη της και μια για να πιαστεί κι έτσι περίπου κάθε μήνα γινόμαστε γονείς της μοναξιάς μας.

30 στα 16

Είμαστε ανάσκελοι στο πάτωμα βλέπω τις σόλες των παπουτσιών μας στο ραφάκι τις σανίδες στο ταβάνι δίπλα μου έχω το ξύλινο μπωλ με τις φράουλες και ένα πιατάκι με τα πράσινα περούκια τους έχω φάει πολλές τα χείλια μου τσούζουν το αφράτο χαλί η ζωντανή του ζέστη ένα απ'τα άνθη της ορχιδέας ξεκόλλησε και ξάπλωσε μαλακά δίπλα από τα χέρια που έχει για μαξιλάρι θέλω να του πω κεκλεισμένων των θυρών το τι μπορεί να γίνει το τι μπορεί να γίνεται το ποτάμι φουσκώνει σαν ξεχασμένο γάλα στο κατσαρολί κι η δροσιά και η ιλύς ποτίζει την καταχνιά και όλα κρύβονται και απ'τα μεγάλα ακούρτινα παράθυρα δε φαίνεται κανείς παρά τα ελαφοκέρατα στον τοίχο -Schlag mich. -Ne. -Schlag mich! και μου αλφαδιάζει μια στα πλευρά που καίει και γρήγορα μπλαβιάζει. Αύριο στ'αποδυτήρια στη δουλειά ο Χένρικ με κόβει επικριτικά ή έτσι μοιάζει και αφουγκράζεται με τα πεταχτά αυτιά του κι έπειτα κουμπώνει το παντελόνι και μου γυρνάει την πλάτη, τον σπρώχνω, Hvad kigger du på? όποιος έχει τη μύγα, ε ναι έχω τη μύγα, με σπρώχνει, τον πιάνω απ'τα μπράτσα, με πιάνει σαν καθρέφτης, ο καινούριος πνευμονολόγος μπαίνει να μας χωρίσει και σπρώχνεται κι αυτός, τα πισωχτένιστα καστανά στιλπνά μαλλιά του Χένρικ τώρα πέφτουν εμπρός, χνωτίζουμε νομίζουμε σαν ταύροι, στ'αλήθεια κοντανασαίνουμε παιδικά, παραπατάω, η κνήμη βρίσκει στην καθίστρα, ένα κινητό πέφτει στα μπάμπαλα στη γωνία, κανείς δε θέλει να συνεχίσει, ο πνευμονολόγος λέει ξανά και ξανά Hold op, hold op nu, hold op., τρίτος στο επεισόδιο, ψηλός και μισοκάραφλος, και μόλις βάζει δύναμη μας λυγίζει στους αγκώνες και τους δυο, ντυνόμαστε βιαστικά, έχουμε αργήσει για την ενημέρωση, είναι οχτώ και εφτά.

/

Μόκο του σκασμού μέρες μέρη οδηγώ καπνίζω και θυμάμαι να μην κοιμηθώ στην πέμπτη περιμένω το τρίτο χέρι στο λεβιέ και το γόνατο στην άκρη αλλά είναι τραβηγμένος πέρα και χαζεύει τα λειβάδια θυμωμένος. Το ράδιο σβηστό (όλοι κι όλοι δυο σταθμοί για τα παιδιά των χοιροτρόφων κι ένας του κηρύγματος), ο κινητήρας στο ισιάδι ίσα που μουρμουρίζει, στο βάθος ένας λεκές από πουλιά περνάει από τη μια στην άλλη, το πρώτο σκούραιμα του δάσους όπως μπαίνουμε στη Midtjylland. -Steh dazu! -Niemals. -Kom schon. -Lass es sein. -Wenn du groß bist, sag mal offen, was du meinst, red nicht drumherum. Darin liegt der Unterschied zwischen Männern und Jungs. -Hör auf damit du Tunte. και μου αλφαδιάζει μια στα πλευρά πάνω στην προηγούμενη μια μπάτσα στο αυτί και η κουβέντα μένει εκεί πηγαίνουμε 30 στα 16 χορός στα πείσματα ζήλεια κόντρα φίλα με και μην το συζητάς.

και κεκιρσωμένας έχων τας πέριξ φλέβας

Γενική χειρουργική για το σωσμό του κόσμου οι ώμοι περσινοί οκλαδόν μετέωρη στη χέστρα πίσω απ'τα ΤΕΠ κοιτάς μην κατουρήσεις τον ποδόγυρο της ρόμπας το δάχτυλο σε πονάει απ'το κωλοδαχτύλωμα οι γύφτοι σε αναταραχή ένας κοιλαράς έφυγε μαινόμενος εμείς τι περιμένουμε τόσες ώρες η νοσοκόμα δε βρίσκει φλέβα ο καθετήρας δεν περνάει τη συμπληγάδα φέρε Τήμαν φέρε τζελ φέρε τον πούτσο βόλτα φλωπ θα πέσουν τα πήγματα στη σάκα από προχτές το γιατρείο δεν έχει ξεμποχίσει και η ωραία γκόμενα και ο ωραίος κόκκυγάς της σ'εκδικούνται έξω περιμένουν τριακόσιοι πικραμένοι ο επιμελητής κοιμάται στο δεύτερο και να σου πέσει το κωλί μα δε θα τον ξυπνήσεις τα πεύκα τα πευκάκια κρατάν την ορμή της νύχτας απ'τ'αυτιά κι όταν το άλλο μεσημέρι αναδυθείς θα είσαι τυμβωρύχος, τα λέω σωστά; Το μυστικό είναι κάτω το κεφάλι το στόμα σφαλιστό κέρμα το μάτι και θα βγεις στην άλλη όχθη κολυμπώντας μ'εκείνα και μ'αυτά η φιλανθρωπία πληρώνεται φτηνά σαν πίπα πρεζούς στο πόδι κι εκείνη η μέρα η Κυριακή σε σταυρώνει στην πλατεία του Δεντροποτάμου και οι γύφτοι σου σε βλέπουν χωρίς να σε θυμούνται αλλά εσύ τους έχεις ανοίξει στα δυο τα κωλομέρια μια νύχτα με φεγγάρι κι έκανες ρομαντζάδα από ραγάδα σε ραγάδα ό,τι φαινότανε σαφές τώρα είναι και δεν είναι στην ώρα την εννιά στην ώρα του σκισίματος τα μερομήνια των σκατών το λίγο και το πολύ σάπιο μουνί τα άχρηστα αρχίδια η χιλιοπρόσωπη αγέλαστη νυχτιάτικη μιζέρια που ξέρεις καλά πως θα σε βρει και θα σε εξαφανίσει κι εκεί που υπέφερες όλα σου τα χρόνια τα χρυσά εκεί θα σβήσεις ένα λεπτό πρωί στάγδην και προσοχή γάμμα νι πι και δέλτα χει μια μικρή κρεμαστή κοιλιά μια γραμμή ανάμεσα στα φρύδια κρύος ιδρώτας το παντελόνι πέφτει πράσινο φαρδύ βρακί του Οβελίξ στο μωσαϊκό μια λίμνη τέλος μέση και αρχή μια λίμνη ψωλή και παρθενιά κι εκείνη η μέρα η Κυριακή ρίχνει για το κεφάλι, κάτσε σκυφτή, ο κόσμος την έκανε κι έμεινες κατακάθι σαν επιληπτικό παιδί ένα τίποτα και κάτι παραπάνω ανάγαπη χωρίς γονείς χωρίς αδέρφια χωρίς άλλη ιστορία παρά αυτή που γράφεις σε κάθε βάρδιά σου οχτώ κι οχτώ ένα γαμήσι στα κλεφτά δεκάξι όρκοι αγάπης γελάς το ξέρω που γελάς και γλείφεις τα δάκρυά σου η θεία ανθρώπινη ηθική απαγορεύει να μετανιώσεις απ'την απελπισία και μετά είναι ισιάδι στο βάθος κακό συννεφομάζεμα και λόφοι βλοσυροί εμπρός εσύ δεν έχεις πίσω εμπρός κοίτα πόσες γαμωτρύπες σε περιμένουν με χαρά!

/

Τα πέρασα κι αυτά και είναι ξεχασμένα πεταμένα λεφτά εξήντα πέντε κιλά πεταμένα λεφτά το βαμβακερό κουβερτάκι το μαξιλάρι με το ελάφι γυρισμένο ανάποδα ξαπλώνω στο δεξί πλευρό για να μην πέφτει το συκώτι και μου ζορίζει την καρδιά το επίμονο σκηνικό της ήττας είμαι επικίνδυνος όταν είμαι μόνος η μελαγχολία δεν κάνει χωρίς μνήμη αναλώθηκα σ'αυτά που ήμουν και εξαφανίστηκα. Ήταν Μάιος έβρεχε χειμωνιάτικη βροχή η μικρή με όλη τη σχιζοφρένειά της έχυνε μου'πιανε τους αγκώνες την χαζόβριζα γελώντας κι έλεγε θέλω να μπω μες στο κεφάλι σου θέλω να θέλω να δε θυμάμαι τι άλλο έλεγε όμως χαιρόμουν που ήμουν τόσο κάποιος και τώρα τώρα δα έρχεται από τότε από εκεί η τρέλα αναλλοίωτη ανεβαίνει σα ρεύμα ξέρω ποιος είσαι ξέρω τι σκέφτεσαι ξέρω πού έχεις χαθεί έχεις χαθεί στο επίμονο σκηνικό της ήττας στα αχτένιστα μαλλιά στο ακίνητο κορμί στη μπλούζα με το βε στο σωρτς που το βρήκε η χλωρίνη και το ξέβαψε στην τσέπη η νύχτα στο μυαλό μια άπνοη αρκτική νύχτα πλημμύρα στην ομίχλη χωρίς ουρανό χωρίς χάραμα μια σκέτη νύχτα ένα κακέτυπο των κακών του Περσικού ένας κάποιος που χλωμιάζει στην όψη του θερμός ναι εγώ είμαι αυτός μήνες τώρα κάθε μέρα φέρνει τέλος και παίρνει αναβολή. Ποιος όρκος του Ιπποκράτη ποια ηθική ποιος ο σωσμός του κόσμου πληρώνομαι για να ξεπροβοδίζω το ίδιο κι εσύ και όλοι οι επίδοξοι χρηστοί.

Αντίφαση κι αστάθεια

-

Όταν αραίωσε η ομίχλη μέσα μας κυρήχτηκε πόλεμος.
Ξαπλώναμε στο πλάι και βλεπόμασταν μες στα μάτια και το θέαμα δεν τέλειωνε ποτέ.
Τις μέρες της άπνοιας τα κανάλια γύρω απ'το Μίντλουμ μυρίζουν σαν πλυμμένα νεροπότηρα
το χώμα η άμμος η λασπουριά στα μέρη αυτά κανείς δεν ξέρει από δίψα.
Περίκλειστη ερημιά περίκλειστη πλημμύρα
να'βλεπα που θα'μασταν αν η θάλασσα δε μας χαριζόταν.

-

Τότε που κομματιάστηκε η Γιουγκοσλαβία ένας χειμώνας όλος καρβουνιά
ένα αμάξι με τα πάντα του θολά στα σύνορα στρατός ζντράβο χνώτα γκρίζα σύννεφα
η γυναίκα με το τσιγάρο στο στόμα έστριψε τη μανιβέλα κατέβασε το παράθυρο και είπε
πραβοσλάβατς πραβοσλάβατς κι όλα ήταν καλά κι όλα τα ήξερε εκείνη η γυναίκα

στη Φλώρινα το ανάθεμα ο σταυρός η αιθαλομίχλη
λίγη ακόμα υπομονή
φτάνουμε
φτάνουμε.

Τα θυμάμαι αυτά, το κωλοχώρι αυτό το κωλονήσι να φύγεις από 'δω, Μά-λμπουρο κόκκινο μαλακό και γαμώ το Χριστό σου και την Παναγιά και το ίδιο κραγιόν πάντα και φούσκωνε τα μαλλιά της με το φυσερό και έπαιρνε τηλέφωνο κι έλεγε εδέσαμε αυτού στη Σινγκαπόρ τι κάνεις μπάμια.

-

Κάθε πρωί αναρωτιέμαι γιατί είμαι ακόμα ζωντανός
κάθε πρωί σου γράφω σκότωσέ με και λες όχι
λίγη ακόμα υπομονή

-

Правда не зависит от вашей воли

Του έπιασα το χέρι ενώ ακροαζόμουν την αορτική. Ο άχρηστος καρπός του με βρήκε απροετοίμαστο. Έσκυψα από πάνω του επίορκος και τον ρώτησα φοβάσαι; και είπε όχι.
Αυτό έγινε το χάραμα.

Το πρωί με φώναξαν στο 3-69 για σπασμούς. Μπήκα μέσα κι ήταν στα λογικά του αλλά το σώμα τον γελούσε. Το στόμα του δεν άνοιγε αλλά μέσα απ'το σάρκινο χαντάκι μούγκριζε πονάω, πονάω, τα μάτια του δεν άνοιγαν αλλά έκλαιγε ολόκληρος άντρας ολόκληρο ερείπιο. Έσκυψα από πάνω του επίορκος και του είπα μη φοβάσαι εγώ είμαι εδώ. Σε μισό λεφτό δούλεψε το στεντόν κι έμεινε σέκος. Είχα σχολάσει από μισή ώρα. Τον άφησα στους επόμενους, φόρεσα τα πολιτικά, άναψα τσιγάρο και έφυγα για το σπίτι.



Για αυτούς που μένουν


φεύγω πρώτος για να μην προλαβαίνει κανένας να με παρατήσει
κανένας κανείς

1/3
με δυο φγιορδ στ'όνομά μας
και το 7-11 στην Χόλμπεργκσπλαςς
το τρέμουλο του κομοδίνου απ'το τραμ
το πάρκο με τ'αγάλματα
τα παγωμένα γάντια

έτριβες τις βλεφαρίδες σου στις δικές μου
κι αυτό ήταν ένα κάτι ψιλό απ'όλο το τρίψιμο που ρίξαμε εκείνη την εποχή
οι γκόμενές μας ζηλεύουν ακόμα

2/3
τι που δεν έχω πει και θα'ρθει τώρα
σ'έπιασα κορόιδο στο μπλατζά κι έκανες το σταυρό σου
αν ο Θεός έδινε μια θα μου'κοβε τα χέρια αλλά για δες 
μόκο
και τώρα δεν ξέρεις αν πιστεύεις

3/3
το αλάτι στο δέρμα σου τρίμμα γυαλί
οι στάλες στα μάγουλά σου νάζια στο μαντολίνο
το είπες όπως το είπε ο Galeano miedo de morir / miedo de vivir
από το στόμα σου στο αίμα μου
ανήκεις σε όλες μου τις αισθήσεις

Περπέτουα

/

Μια απαλή πνοή χαϊδεύει το τοπίο, τα λιόφυλλα τα ασημιά, τα δύσκολα σπαρτά. Στέκομαι στη μικρή βεράντα με το σωρτς. Καπνίζω έναν Άσσο που θα κρατήσει όλο το καλοκαίρι. Απέναντι το φάντασμα του Γρίβα μια σταλίδα. Η Άγια Κυριακή, τα τσιμέντα στη γωνία. Η θάλασσα που ενώνει τα δυο μεριά είναι μολύβι. Στον πάτο βότσαλα και γύρω κοπάδια από μέδουσες καφετιές. Την έχω κολυμπήσει και μ'έχει κατακτήσει. Το πρώτο σούρουπο εκεί έπεσα ανάσκελος κι άνοιξα τα μάτια κι επάνω στον ουρανό απλώνονταν οι νύχτες βελούδινες, η φεγγαράδα, η δροσιά. Κάπου κάπου ακουμπιόμουν με μια μέδουσα απαλά. Απ'τα λιμνία μου εξατμίστηκε η ψυχή αλλά είμαι ακόμα στη ζωή να καπνίζω αυτόν τον Άσσο τον τριμηνίτη. Φτύνω τα τρίμματα του καπνού στα κεραμίδια. Η κουρτίνα σέρνεται μέσα έξω.

/

Έχεις χάσει τη λάμψη των ματιών σου, μου είπε στο αεροδρόμιο, θέλω να σε βλέπω ζωντανό. Χαμογέλασα και της έπιασα το κεφάλι. Δεν το πήρα και κατάκαρδα. Αργότερα στο ενοικιαζόμενο στο πουθενά άνοιξα το επικλινές παράθυρο της οροφής. Με θέρισε το κρύο. Όλη η κακία του χειμώνα τρύπωσε από τα μάτια μου εντός μου. Σχεδόν τριάντα χρόνια που έριξαν το Τείχος και τώρα μόλις μπήκαν όλα σε σειρά.

/

Λείπω. Έχω εγκαταλείψει το κορμί. Δεν υπάρχει αίμα παρά μέλαινα χολή. Το ρολόι του Πολυκάστρου δείχνει ώρα στάχτη και νερό.

Tienes que sacarlo desde la raíz

Tienes que sacarlo desde la raíz.
Sé firme, y tienes que decir "sufrimos".
—Sufrimos.

Το σούρουπο δεν προχωρά δε μετανιώνει. Η ελαιογραφία που κρέμεται πάνω από το γραφείο, το καλοκαίρι του βορρά τα καταπράσινα μαλλιά των λόφων η ανίατη υγρασία οι πνευμονίες οι φθισικοί. Ο χειμώνας είναι ισοβίτης στα παλιά σπίτια. Όλοι από το 1890 πίσω από τα χοντρά ντουβάρια, οι πνιγμένοι στ'ανοιχτά. οι χαμένοι στις Αμερικές, οι τελειωμένοι, οι χρεωμένοι, οι τυχεροί.
Νεκρή φύση: ένα χέρι κρέμεται από το πλάι της καρέκλας. Τα δάχτυλα είναι σε ελαφριά κάμψη. Μια βδομάδα έτσι και το ρολόι δεν εδέησε να πάψει και ο χρόνος του δε χορταίνει να τελειώνει. Το παράθυρο είναι ανοιχτό και μανταλωμένο στο σκουριασμένο ποδαράκι, και απ'το ποδαράκι στο περβάζι πρόλαβε και κρέμασε ένας ιστός αράχνινος σαν τριχωτό σεντόνι. Τώρα θα φύγω, ετοιμάζει και βροχή.

Η γη ανακατεύεται, αλλού θεοσκότεινη, κολλώδης και υγρή, κι αλλού λεπτή, πανάλαφρη, ξανθή, κάπου πάντα της γκαστρωμένη, κάπου πάντα της στείρα. Διώχνω μια τούφα που έχει πιαστεί στο στόμα. Έχω ψηλώσει τριάντα μέτρα έχω ψηλώσει τριάντα χρόνια. Τρέχω. Τα δέντρα στο νεκροταφείο τρώνε τις στάχτες του έθνους και ψηλώνουνε κι αυτά. Το επιτύμβιο είναι για όλους ίδιο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Πέφτουν οι πρώτες στάλες πέφτουν οι πρώτες στάλες δηλητήριο απ'το λαβούρνο που έχει φούντωση. Τα νερά γύρω του ποταμού και των παραποτάμων τα υπόγλυκα τα υφάλμυρα τα σάπια τα νερά χύνονται στην αμμουδιά, τρέχω λίγο ακόμα και τώρα που έχω φύγει θα σταθώ.
Ωπ! ο κόλπος της Εσπεράντζας ανοιχτός ευθύς εκτεθειμένος στους δυτικούς καιρούς ο τόσο λίγο κόλπος, το σύνορο του σύμπαντος.

Από ψηλά εκεί που έχω ανεβεί από τα αγκίστρια που αναρτώνται απ'το σβέρκο τους τα κυνήγια στρέφω το βλέμμα κάτω. Στην άμμο γράφονται μια, τρεις, πέντε, εφτά μικρές λερωματιές και η άμμος τις εξαφανίζει στη στιγμή κι έτσι κανείς μας δε ματώνει. Ένα κύμα αφρίζει παραδίπλα και ανασταίνει ό,τι έχει ξεβραστεί. Πέθανα κάποτε στο νησί, ακόμα με ψάχνουν τα σκουλήκια, α, και θα με βρουν, έχε υπομονή.

Τι τρέχει

Η λόξα στο μυαλό
καθαρό κούτελο ούτε τύψη
λαιμός εκχυμωμένος δουλειά ή αναψυχή
γιακάδες Μάο Παναγία Φανερωμένη

πεθαίνω πεθαίνεις κάθε πρωί
πτήσεις πλεύσεις
κινούμενη άμμος λάσπη κόλλα
σούρσιμο στο μουσαμά πέντε και χάραξε

στο πλάι το βάρος των βημάτων σε χρυσό
δε βγαίνει το χαρτί δε βγαίνει το χούι
συννεφόκαμα νησί για νησί χώρα για χώρα
αυτή η άλλη η ανελέητη επαρχία αυτή η απομεριά

καρφί κέφι στο κέρατο
εμπύρετα μάγουλα του Γκόττρον οι κηλίδες
φτερά της πεταλούδας ηλιοτρόπια
φθίση και ζωή αυτή είσαι εσύ

σκοτάδι και χαίνει πάντα μισό
ούτε μία ντροπή στον κόσμο δεν είχα ποτέ
αφέγγαρες θλίψεις ανάλατες χαρές
και ίσιος και στραβός και πούστης και σωστός

το χέρι μου ψηνόταν κάτω απ'τη φούστα σου τα μάγουλά μου στις φλόγες σαν εφημερίδες σε ρωτούσα αφελής Τι τρέχει γυναικάκι; για να με χτυπήσεις με την ανάποδη του χεριού στο παραλαίμι και να μου πεις να μη σε ξαναπώ έτσι.

Εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη

11 Μαΐου

Κάθεται με το γυμνό κωλί της στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Απ'το παράθυρο έρχεται και βρίσκει τον ώμο και την κλείδα της το φως της μέρας του βραδιού. Τα φρύδια της έχουν σμίξει σαν ταξιδιώτες στο Βαρδάρη, κι ανάμεσά τους στενεύει άδεια η Λαγκαδά. Τα δάκρυά της βρίσκουν δρόμο και γλείφουν το λαιμό της. Οι λεπτές της φαβορίτες έχουν κολλήσει στα μάγουλα κι έχουνε σγουρύνει. Κάθομαι με το σώβρακο στην κουνιστή καρέκλα της απεναντινής γωνίας και πάω μπρος πίσω. Έχω πιάσει τα μαλλιά μου παραμάσχαλα. Σφίγγω τα χείλη, δαγκώνω το μουστάκι, ρίχνω ένα βλέμμα στα ποδοδάχτυλά μου πάνω στο χαλί, κι έπειτα πίσω σ'αυτήν, στα πόδια της τα διπλωμένα και χωμένα στο ύφασμα και στο ίδιο το κορμί της. Στο δέρμα της που μαρμαρώνει φαίνονται οι φυλλωσιές φαντάσματα σαν της λιακάδας στους εξάκλινους του Παπανικολάου, οι εφημερίες έχουν κι αυτές το τίμημά τους. Όλοι οι νεκροί της στις μυστικές πτυχές της, κι όλοι οι ζωντανοί στο διάολο. Στον άλλο ώμο που δε φωτίζεται βλέπω το βάρος των αγκίστρων και το παπαγαλάκι των εξωτερικών. Κανείς απ'όσους τη δοκίμασαν δε μπόρεσε να την ξεχάσει, ούτε εγώ. Καμιά απ'όσες με δοκίμασαν δε μπόρεσε να με ξεχάσει, ούτε αυτή. Κι έτσι γελαστήκαμε, χα - χα. Ρωτάω, πόσο μπορεί η ηλίθιά μου σάρκα να κοστολογηθεί; Στη δημοπρασία είχε ερημιά, αλλά έπεσε ένα χιλιάρικο και τρεις μέρες αναρρωτική, και να, και να! Ο γιατρός της ζεστός και ζωντανός και έκπληκτος εμπρός της. Τα πράματα έχουν έρθει τούμπα, είναι δύσκολο να πω ποιος είναι ο πάτρονας και ποιος η παλλακίδα, στο ράδιο Δεκέμβρη στη Σαλονίκη έπεσε εκ προμελέτης Από τις άκρες των δακτύλων της... και αυτή έπιασε εκείνον τον αργό χορό που μύριζε όπως η γη του Ισραήλ στη ντάλα του μεσημεριού μ'ένα χαμσίνι, και πίσω της έλαμπε ένας ήλιος περίλαμπρος κι αυτή ήταν σκιά. Τώρα το απέραντο ανέλπιδο σκοτάδι με τυφλώνει, διάσπαρτα ανάμεσα σ'εκείνα και σ'αυτά δε βλέπω παρά μόνο τους θανάτους, τους θανάτους, στο τραπέζι της νεκροτομής κάτω απ'το παρεκκλήσι ένας τριών ημερών σβηστός, το αίμα του έχει πήξει κι έχει βάψει τη μύτη και το στόμα, τα μάτια του ορθάνοιχτα ακόμα αγωνιούν κι έχουν αρχίσει να μαυρίζουν, ψηλαφώ τα παραστερνικά μην έχει βηματοδότη, και παίρνω πάνω μου λίγο απ'το θάνατό του, πέθανε ασφυκτιώντας μόνος του σε ένα άδειο σπίτι, όπως η σχιστομάτα με τα σκουλαρίκια μικρά τριαντάφυλλα, που όταν την έπιασα ήταν ακόμα μαλακή, στον κουβά με ρόδες γι'ασθενοφόρο το παιδί και η φρέσκια θωρακοτομή του υποχωρούν κάτω απ'τα χέρια μου και η ψυχή του θα φύγει σαν κομμάτι ξύλου που ξεφεύγει από την καρότσα φορτηγού, ο δύστροπος ο Ζ. και οι εστενωμένες του καρωτίδες που δεν υπάρχουν πια, τον έχω βάρος στη συνείδηση σα να τον έστειλα εγώ, ενώ πέθανε μήνες αφότου άφησα το πόστο, ο κολυμβηταράς μύριζε χλωρίνη και η καρδιά του παραδόθηκε μια στιγμή που είχα στρέψει το βλέμμα αλλού κι έμεινα με την απορία Από τι;, η μάνα του σπάραζε δίπλα στην πόρτα, η μάνα της χώθηκε σε μια σχισμή ανάμεσα στη μια και την άλλη επιληψία και εξαφανίστηκε, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα κάποτε στωικά της μάτια τότε με το σημείο του δύοντος ηλίου, τι σκεφτόμουν όταν πήγα να τη δω; η μάνα μου σύρθηκε δυόμισι μέτρα με το μισό σπλαγχνικό κρανίο της ζουμί, οι θάνατοι είναι όλοι τιμωρητικοί, το παλιό αίμα έχει στάξει κι έχει βάψει την άσπρη μου στολή. Κάθε κοκκίνισμα ντροπής είναι υποστάσεις, κάθε πείσμα είναι ακαμψία, και μερικές φορές από τη μυστήρια σιωπή τους είναι λες και όλοι αυτοί οι χαμένοι μουρμουρίζουν εξιστορώντας θανάτους που δεν έχω ακόμα δει αλλά είναι γραφτό και σίγουρο να δω, κι όλοι τριγύρω μου οι εν ζωή γράφουν στα μάτια μου μελλοθάνατοι. Το δέρμα των γοφών της το απαλό σαν ανθοπέταλο, τα δυο χαλίκια του νεφρίτη, το ύφασμα που τη φτιάχνει όπως τη φτιάχνει, όλα θα φθίνουν από τη θάλλη και θα φυλλοβολήσουν στη μέλαινα γη της ορεινής Χαλκιδικής. Αν τη σκότωνα τώρα δα θα τη μάζευε αχάλαστη το δρεπάνι, θα'πεφτε σαν εξωτικός καρπός στις ξανθωπές ακτές του Σλέσβιχ, και το αίμα της θα μ'έπλενε, θα με βάφτιζε και θα σούρωνε στις πλαγιές των αμμοθινών, ποτίζοντας τις δυνατές ρίζες της αρενάρια... και δε θα την ξανάβλεπα και δε θα με ξανάβλεπε ποτέ.

O rubor sanguinis,
qui de excelso illo fluxisti,
quod divinitas tetigit,

tu flos es,
quem hiems de flatu serpentis
num quam lesit.

My shell seeker




Η μέρα ήταν ζεστή σαν αγκαλιά και πάει τώρα. Η σκατά παραλία σου είδε το αναιμικό πετσί μου το πρωί, ξάπλωσα στην άμμο, οι συννεφιές κυλούσαν, έψαξα με τα δάχτυλα τα κομμάτια των οστράκων.

Η παλίρροια ανέβηκε στις τρεις, τα ξέπλυνε όλα.

Μπρούμυτος στον καναπέ πνίγομαι στα μαλλιά μου για να γράψω πέντε σειρές σαν φτηνός αισθηματίας, όπως

ένας κόκκος αλατιού αλάτι του κορμιού σου
ένα θρύψαλο πιασμένο κι αφημένο στα ρηχά
ασήμαντες αγωνίες κάθε ώρας
αργός βουβός χορός το μέτωπο σου ακουμπισμένο στο λαιμό μου
πάσο, πάσο! αλλιώς θα χάσω κι ό,τι μένει.

Παλίνδρομος και αναγεννηθείς

για σένα που με διαβάζεις ακόμα κι όταν δε γράφω λέξη

Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, νυχτερινό κυνηγητό. Λίγο πριν το χάραμα η άσπρη ρόμπα θα θροΐσει δίπλα στο ένοχο κρεβάτι. Lysstive pupiller. Ingen puls. Ingen respiratio. Patienten mors. Λίγο πριν το χάραμα, κάθε χάραμα. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'το τέλος. Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, ο φόβος του θανάτου. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'την αρχή.

Πίσω από τις επικλινείς στέγες, πίσω από τα λιγνά φουγάρα και τους ανεμόμυλους, πίσω από τις πλατφόρμες του πετρελαίου είναι μια ίνα κρύας θάλασσας που μου πλημμυρίζει το κεφάλι. Ο γιακάς είναι η λαιμητόμος. Γελάω μόνος μου στο κουζινέτο, ένας σακάτης στα γκουλάγκ σπάει πέτρες με το νευρολογικό σφυρί. Το ξινό τσάι κουνιέται στη ρηχή κούπα που έκλεψα από το ρεστωράν και με πιτσιλάει στη στολή, ανάθεμά το. Στο στόμα έχω ακόμα τη γεύση της σάπιας μπανάνας. Η ανάσα μου μυρίζει σκουπίδια. Οι συνεννοήσεις γίνονται με λέξεις των δυο συλλαβών και συναιρέσεις. Οι κουβέντες είναι προσωρινές, μετέωρες, ασήμαντες σαν άμμος. Προχτές στο σουπερμάρκετ βρήκα το φίλο μου τον ουρακοτάγκο και καθόταν με τα χέρια κρεμασμένα πάνω από το μισοάδειο σταντ. Τον χάιδεψα για λίγο. Ήταν κετσεδιασμένος. Το τρίχωμα είχε γίνει αψύ από τη σκόνη. Ένιωσα οίκτο. Ένιωσα, τι αρχέγονο σφάλμα, τι αυταπάτη.

Τα βλέφαρά μου καίνε. Οπισθοχωρώ και προσδοκώ να βρω κόντρα στη ζέστη ενός κορμιού. Αυτό είναι θετικό Ρόμπεργκ. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο βούτηξε δυο δάχτυλα στο αίμα της και μου'δωσε να φιλήσω. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο! Όλες οι αρρώστιες της, όλοι οι καημένοι περασμένοι απελπισμένοι εραστές της στα πληγιασμένα χείλια μου. Ό,τι πλύθηκε και ξεπλύθηκε μ'εκείνο το ιερό ζουμί κατέληξε δικό μου.

Στο ημερολόγιο του έτους, ημερολόγιο ευτυχίας, τραβάω μια γραμμή πάνω σε κάθε μέρα της καταδίκης για ζωή, και περιμένω πότε θα σε λιώσω στην αγκαλιά μου στο Μαντούκι στη ζέστη τη σεπτεμβριανή. Τα πριν και τα μετά είναι αδιαπέραστα, ύπουλα και απειλητικά όπως τα γαλάζια σκοτάδια του Ιονίου. Απέναντι ο Αρίλλας, η θάλασσα ως το λαιμό, τα πόδια θαμμένα στη λάσπη του νησιού, το βάρος της ιστορίας μου πλάκωσε το στέρνο, η θάλασσα ως το κούτελο, η δροσιά μέσα στ'αυτιά, εκείνο το σκαλί λευκής άμμου πάνω στο κεραμιδένιο κατακάθι, ο κόσμος πέρα, ο φόβος του θανάτου. Έχυσα άφθονα, άφθονα πηχτά δάκρυα πάνω στα πλακάκια από τερακότα του Άγιου Σπυρίδωνα, χωρίς λυγμούς, χωρίς άλλες αδυναμίες, δάκρυα που δε θα παραγραφούν ποτέ.

Η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία.
Ο παπάς Ροδίτης και τρελός όπως όλοι οι νησιώτες όταν έψελνε ήταν άλλος, μια σκιά Χριστού που μια φορά με κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια και με φαντάστηκε γυμνό. Είπε θα σου φέρω εκείνη την εικόνα που της μοιάζεις και θα προσευχηθώ για σένα. Έπειτα πέρασε όλη τη νύχτα στα γόνατα στο ξωκλήσι απέναντι απ'το γιατρείο και το άλλο πρωί συνήρθε. Κάποιος άλλος ίσως υπέφερε βδομάδες για λογαριασμό του, ποιος είμαι όμως για να πω; Η όστρια φέρνει κόλλα. Η βάρκα και το καράβι γράφουν παράξενους πλισέδες στα νερά. Στις δυο το μεσημεριανό, το δείπνο στις εννιά. Ο Ερωτόκριτος καπετανεύει ισόβια την κολοκύθα της γραμμής κι εγώ κρατώ σφιχτά το μυστικό του. Οι τοίχοι όλοι στικτοί απ'τα σαμιαμίδια. Οχτώ η ώρα του βραδιού και θα νυχτώσει. Ακούω τη φωνή της μάνας μου στο τηλέφωνο, πίσω απ'το βουητό των καλωδίων, και λέει τραγουδιστά, καλησπέεερα σου, πώς είιισαι; και με ζώνει η ερημιά, με σκίζει ο φόβος του θανάτου.

Νησί τρίμμα ιριδίζοντος οστράκου, μαϊστραλάδα, Ναυσικά γυναίκα του Σαββάτου
μονοπώλιο όλων μου των απιστιών, σύνοψη των λαθών μου,
σ'αγαπώ



F32.2

Ανάσκελα στο κρεβάτι στη μέση του πουθενά, γιατί δε χύνομαι ζουμί σε ολόκληρο το σπίτι; Γιατί με κρατάει η πόρτα που είναι κλειστή και οι κούφιοι τοίχοι. Το σκοτάδι μου'χει χώσει δυο δάχτυλα σε κάθε μάτι και πιέζει. Βλέπω το φως το αγγειακό, το μόνο ίχνος μέρας σ'αυτόν τον ανίατο χειμώνα. Η μούρη μου φλασάρει. Τα αυτιά μου καίνε, τα μάγουλα παντζαριάζουν, ένας καυτός ιδρώτας με βρέχει σαν κύμα στην κυματοσκασιά και ύστερα μ'αφήνει. Στη μακρά σειρά με τα αγκίστρια ένα σφάγιο έχει ξεμείνει ζωντανό. Το αίμα στραγγίζει στις γαλάζιες κάλτσες μέσα στα μπλε τσόκαρα και ποτίζει το άσπρο παντελόνι της στολής της καταδίκης, το αίμα μου με σκαρφαλώνει σα να ήμουν βαρδατζέντα, το κεφάλι μου αδειάζει, η καρδιά χοροπηδά δυο προς μια στην ισοηλεκτρική, μόλις και μετά βίας σαράντα στο λεπτό.

Δεν έχω φράγκο ούτε για μια γουλιά καπνό, τα φύσηξα εχτές μέχρι το τελευταίο κέρμα, μέχρι το τελευταίο κέρμα, πόσο μάλλον για χαρτιά, δεν έχω μαζί την τράπουλα με τα μουνιά, άρα δεν είμαι εγώ, αλλά στη θέση μου είναι ένας τελειωμένος που δεν έπαιξε ποτέ μια βάρδια λανσκενέδες από τριακόσια τον καθέναν και όλους απ'το τραπέζι μέσα.

Η Σοφίε με παίρνει δεκατέσσερα τηλέφωνα στην ώρα, το υπηρεσιακό χτυπάει σαν εφιάλτης ενώ γονατιστός εξετάζω μια δεκάδα ποδοδάχτυλα με τα γυμνά μου χέρια, το καθήκον, το σωστό, αγάμητη κουφάλα με το κομποσκοίνι τατουάζ και με το σιτεμένο στόμα. Ο Π. Κ. στάθηκε έξω απ'το γραφείο φεύγοντας για το σπίτι, δεν ήθελε τίποτε να μου πει, μόνο να με εμψυχώσει με τα μάτια. Η αποικιοκρατία μας σκίζει απ'τα λαγόνια. Οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν. Στη σκάλα για τα αποδυτήρια ο Μ. Μ. που μοιάζει με ακριβός ηθοποιός με σταμάτησε για να με συμπονέσει, και τον κοίταξα τόσο προσβεβλημένος που μάσησε τα λόγια του κρατώντας την πόρτα ανοιχτή ανάμεσά μας. Η επιβίωσή μου παίζεται από λευκή αγκαλιά σε αγκαλιά δίπλα σε κλειδωμένα αυτοκίνητα στα υπαίθρια πάρκην, κλοπή και αμηχανία. Φεύγοντας σκάω ένα χαμόγελο σκέτο ψέμα και το ξέρουν. Δυο ώρες πιο μετά χωρίς καμία ενοχή η ζώνη με κρεμάει απ'το σωλήνα του καλοριφέρ και χαλαρώνω το χέρι γύρω απ'την ψωλή. Για να σβήσω δε θέλει να προσπαθήσω τόσο όσο για να χύσω, αλλά ο σωλήνας είναι απ'τις αρχές του '60 και δεν τον νιώθω σταθερό ή απλά φοβάμαι. 

Στην κούπα τα κλωνάρια του τσαγιού έχουν μουχλιάσει. Στο νεροχύτη κάθεται η μοναδική μου κατσαρόλα άπλυτη δυο βδομάδων. Ψίχουλα στον πάγκο ακίνητα το πρωί ακίνητα το βράδυ, μισό ψωμί έχει απολιθωθεί μέσα στο σακουλάκι, το τσαγερό η αλυκή, στο πάτωμα χαλί το γκρι τετράδιο σελίδα προς σελίδα, οι μυστήριές μου λέξεις είναι παντού. Αν δεν έπρεπε μετά να μαζέψω τη ζημία με τη μαλαστούπα, θα τις κατουρούσα, μα στο μαπομπούγελο δε χωράνε επαναστάσεις, μόνο συμβιβασμοί. Οι ώρες μου είναι μετρημένες στα λεφτά.

Οι νοσοκόμες λένε στο διάδρομο, αυτός είναι άνω κάτω, τάχα μου δεν ακούω, κάποιος ασθενής πεθαίνει όπως συμβαίνει και δέκα άτομα περιμένουν επειδή πληρώνομαι να τον αναστήσω. Το μόνο εφικτό είναι μια ενός λεπτού σιγή, κάνουν πως δε με καταλαβαίνουν που τους λέω ο Θεός αποφασίζει.

Το περασμένο Σάββατο ο φίλος μου έγραψε Φλένσμπουργκ - Βάρντε για να με κεράσει ένα ξινό κόκκινο τσάι κι ένα πρωινό. Αν σε δουν με τη χάμσα βράδυ έξω εδώ θα σε μαυρίσουν. Του έδωσα το δαχτυλίδι και μου έδωσε το σταυρό του, αυτόν που προηγουμένως έχω πολλές φορές μνημονεύσει καυλωμένος. Οι όμορφες από το διπλανό τραπέζι ήταν μάρτυρες του αρραβώνα.

Ο ιδρώτας του κορμιού μου έφυγε μαζί του για το Φλένσμπουργκ εκείνο το μεσημέρι
η ζέστη του λαιμού μου κάτω απ'το γένι είναι σε χέρια τρυφερά στη Σαλονίκη
είμαι χώμα προσμονής για την πρώτη ή τη δευτέρα παρουσία
τα χείλη μου εννοούν κάθε φιλί που δίνω, ως εκεί μας πάει εύκολα η λίγη ειλικρίνειά μου
για πιο μακρινές διαδρομές ψάχνω να βρω την πίστη...



Στιγμιότυπο

I want to take care of you, even if that means someday seeing you to the train.

MR



Ένας άντρας ψηλός λιγνός και καστανός μουρμούρισε στ'αυτί μου
γραμμές του Οδυσσέα χωρίς ίχνος στρογγυλάδας μέσα στη μούργα της νυχτός
στάθηκα εμπρός του και όπως αυτός ήταν καθιστός έγινα αρχηγός του
ξεκούμπωσα κουλός τα εφτά κουμπιά απ'το γιακά ως κάτω χωρίς ούτε μια ξαστοχιά
έπιασα το κεφάλι του μια χεριά και το έσφιξα πάνω στην κοιλιά μου

τα δέντρα πύκνωναν και γίνονταν στρατός το χιόνι ήταν ψιλό
ο αέρας έξω σ'έπνιγε στη φρέσκια κοπριά όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.
Τα χλωμά σανίδια ήταν λερωμένα απ'τα μαλλιά μου και μια δυο τρεις
στάλες σκούρο αίμα. Τα μουστάκια είχαν κολλήσει στα ρουθούνια κι ένα
κρεβάτι παρθενικό στην όψη στήριζε το βάρος των όσων είχαν γίνει.

-

The past bites you in the ass

Τέτοιες ζέστες δεν είχες γνωρίσει στο νησί, τέτοια γυναίκεια καλοκαίρια που σε εξαφάνιζαν μαζί με την ψυχή και το κορμί σου μέσα σε έναν ιδρώτα χωρίς τέλος. Όχι, αυτά τα γνώρισες πρώτα στη Σαλονίκη το '08. Κάτω από το βαγόνι των ναυτοπροσκόπων, ανάμεσα στις πρασινάδες και τις βατσινιές, σκίσαμε τις γαλακτερές κνήμες και γεμίσαμε τα σωρτς μουλιασμένα ροκανίδια από δεντροφλοιούς, φύλλα και αραχνοϊστούς. Ο ήλιος βούλιαζε στη λάσπη του Καλοχωρίου, και γύρω του ο κόσμος τρεμόπαιζε απ'την κάψα. Θα κόντευε εννιά κι εννιά άρχιζε η προβολή στην Αύρα, και εκείνες τις φορές έπαιζε τον Ελ Γκρέκο που τον μάθαμε γραμμή ηλίθια γραμμή απ'έξω και ανακατωτά. Από το βέλο του διαχωριστικού μας έφταναν εκτός απ'την ταινία, το σούρσιμο των ποδιών πίσω από τους κισσούς, τα μπυροκούτια και το τσαφ, τα άσπρα ρούχα πάνω στις ηλιοθεραπείες της Χανιώτης, οι δαχτυλοκόφτες, η τσιτρονέλλα και οι γύφτικες καρέκλες. Το κυματάκι φιλούσε τα ζελεδόφυκα στην ακροθαλασσιά κι εσύ φιλούσες το λαιμό μου. Η άμμος όλη ίδρωνε και ξεφυσούσε. Ήμουν κωλοκαθισμένος στην ξηλωμένη παλέτα, τα πόδια απλωμένα εμπρός, τα παπούτσια χωμένα στη βρωμιάρα αμμουδιά, με κρεουργούσαν τα κουνούπια -δεν το έπαιρνα είδηση παρά μετά, όταν βγαίναμε πάνω στο δρόμο για το Παλατάκι και ανακαλύπταμε πως ήμασταν λεπροί. Ακουμπούσα την πλάτη μου στο φράχτη, τότε είχα ένα κεφάλι με την ψιλή παρμένο, με πλησίαζες και καταλάβαινα το ρουθούνισμα στο σκαλπ. Ο χρόνος ήταν ύφασμα περίτεχνα υφασμένο, όλες του οι αλλιώτικες παράξενες κλωστές περνούσαν και μ'αγγίζαν ράμμα ράμμα και οι δυο ώρες περιβούτημα εκεί πίσω απ'την Αύρα μετριώνταν σε χιλιάδες διαφορετικές ραφές, χιλιάδων αποχρώσεων, ο χρόνος ήταν διασταλμένος απ'τις ζέστες, μετά βίας στριμωχνόταν στη ζωή μου. Τα μουστάκια στα είκοσι και στα δεκαοχτώ είναι απαλά, λίγο πιο σκούρα ή λίγο πιο ξανθά απ'ό,τι είναι τώρα, τα φρύδια ασυνοφρύωτα, τα κεφάλια μας θύμιζαν ροδάκινα με μάτια και αυτιά. Αν ήμασταν αστεροσκεπείς ή όχι δύσκολο να το πω, αφού δε φορούσα τα γυαλιά μου, και όταν κοιτούσα κάπου πέρα από το γιακά σου ήμουν τυφλός και όλα ήταν σκοτάδι που δε με αφορούσε, όμως είχε μια φεγγαράδα σα λιωμένο ασημικό, και τα χύσια στα χέρια γίνονταν φω μαργαριτάρια, το ίδρωμα λεπτό, καθαρό σα δάκρυ υδατίδας κύστης, σαν ποταμός, σα λίμνη, καταστροφή μες στην κοιλιά, αμαρτία και διασπορά, ήμασταν σχεδόν παιδιά, και όταν σε ξαναείδα... όχι πια.

Να'σου Ιούνη μήνα απέναντι απ'την χειρουργική εταιρία όρθιος με άλλους δυο, εγώ πετσοκαιγόμουν απ'τον ήλιο και πέρασα εμπρός από την κομπανία αφηρημένος και ανέβηκα στα στενά. Διακόσια μέτρα πέρα, είχα μια επιφάνεια: έπρεπε να γυρίσω πίσω. Και γύρισα. Κι έριξα πάλι μια ματιά στην κομπανία, και είπα στο μαλάκα που έχω για εαυτό, αυτός ξέρει τι κάνει με την κιθάρα. Ξανάφυγα και στα μισά γύρισα πάλι πίσω. Τώρα οι άλλοι με κοιτούσαν παραξενεμένοι, ο τρίτος κοιτούσε το κενό και τραγουδούσε. Έβγαλα τα γυαλιά για να δω αν έβλεπα σωστά ή αν τα μάτια μου πίσω απ'τα σκιάστρα με γελούσαν, ο τρίτος έγινε εσύ, κι εσύ φόρτωσες την κιθάρα τη γνωστή από το '08 στην αγκαλιά του διπλανού και πιαστήκαμε σαν κονσιλιέροι. Με πήγες για μια σόδα στο μέρος με το αγιόκλημα, κάθισες απέναντι και χαμογελούσες και δεν αναρωτήθηκα τι στην ευχή έβλεπες, και αναρωτιέμαι τώρα. Ήμουν συγχυσμένος, ήθελα να στα πω όλα, και στα είπα. Βγαίνοντας οι ομολογίες από εντός μου φάνηκαν τόσο ασήμαντες μέσα στην παχειά λιακάδα του καλοκαιριού, αφέσιμες, ελαφριές. Μου έδωσες συγχώρεση σαν κοσμικός παπάς, μου έδωσες συγχώρεση για πληγώματα αλλωνών, και έπειτα αυτό, περιπλανήθηκα στο νησί αρκετά τα χρόνια μου αυτά που εσύ είχες χαθεί αλλά δεν ξέχασα ποτέ... και πάντα ήταν όλα ως εδώ, αλλά εσύ... και τώρα ξέρω πάλι θα χαθείς και δε θα σε ξαναφιλήσω. Η φθίση μας βρίσκει συν τω χρόνω, και ο χρόνος, χέσε τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά, ο χρόνος είναι οι νοσταλγίες.

Ένα μυστικό που δε μπορώ να κρατήσω άλλο


+



Οι βόλτες στα καντούνια στο τέλος του καλοκαιριού δύσκολα θα μ'αφήσουν. Θυμάμαι κάθε μια τρύπα και γυαλάδα του πλακοστρώτου εκεί στο στενό πριν το καπνοπωλείο το ίδιο καθαρά σα να είναι τώρα. Οι ρυτίδες των πολλών βροχών στα ντουβάρια των ταλαίπωρων κτιρίων, οι μικρές στενές αψίδες στο ένα πλαϊνό, ο κοσμηματοπώλης που ίδρωνε στο κατώι στη σκιά του. Το σούρουπο της φλόγινης εποχής που φεύγει, τα πρώτα νυχτοπούλια στις αναγνωριστικές τους πτήσεις, η εξαπλούμενη ερημιά. Σε εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα κοντοσταθήκαμε για να ανάψω την πίπα. Σάπιο Σκανδιναβίκ αρωμάτικ και ένας αναπτήρας που είχε ξεχάσει ένας από τους δύστροπους ασθενείς μου στο γραφείο. Τράβηξα δυο τζούρες, έσβησε ξανά. Έψαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου που έχουν και το πατητήρι στο μπρελώκ, στη δεξιά, στην αριστερή τσέπη, και ψάχνοντας με χτύπησε μια ξαφνική διαύγεια τόσο να και κατακούτελα σαν εμβολή. Εκεί σε εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα, δυο λεπτά ανηφορίτσα από την πλατεία με τα σύννεφα σαν ουρανό ανατολής φτιαγμένα από ανθοπέταλα (οι βουκαμβίλιες ολοστόλιστες και το δέντρο της υπομονής, η γιακαράντα), την τρίτη μέρα του Σεπτέμβρη, ήρθα πραγματικά στον ΚΟΣΜΟ.

Το σπίτι μας περίμενε στο Τζάβρο νταντεμένο στα έμπειρα χέρια της νοικοκυράς του, το ράθυμο βήμα του συζύγου, το γκαράζ με τα νεογέννητα γατιά μες στο κουτί τους, ο άλλοτε ένδοξος φοίνικας στο νεκροκρέβατό του, τα σεντόνια με τη δική τους μυρωδιά, η πολυλογία, η φασαρία της τηλεφωνογραμμής, το δίπορτο ψυγείο, το πλαστικό τραπεζομάντηλο, τα σουβενίρ απ'την Αμερική, οι φωτογραφίες εκατό παιδιών, οι μικρές άσπρες πετσέτες ρολλά στο πανεράκι, οι ροδαλές σατέν κουρτίνες, ο γρανίτης στις πατούσες, τα σκαλιά και οι σκύλοι των γειτόνων, η στρωματσάδα της αρετής, όλα στη θέση τους, το σπίτι μας περίμενε στο Τζάβρο σπίτι, σπίτι, σπίτι. Εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν αφοσιωμένος στο νησί, εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν ταγμένος, εικοσιοχτώ ολόκληρα χρόνια! Και πήρε μια στιγμή -μια κοντή στιγμή σ'εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα- για να σβηστούνε όλα. Όλα!

Τα χέρια της μικρής είχαν ροδίσει στις ράχες από τα ψαροντούφεκα και από κάτω ήταν χλωμά, Χαλκιδικιώτικα, κι ανέδιδαν τη μαλακιά θάλπη που έχει το πρωινό κρεβάτι όταν με έπιασαν από τα δυο πλάγια του λαιμού, και έφερε το πρόσωπό της βόλτα από όλες τις άκρες της Ελλάδας, και μ'έγλειψε στα χείλια δίπλα από την πίπα που κρεμόταν, και σταμάτησα να ψάχνω για τα κλειδιά, Θεέ μου κι αν σταμάτησα να ψάχνω για τα πάντα. Εικοσιοχτώ χρόνια ψυχή και σώμα δωσμένα στο νησί -τι βγήκε από αυτήν την ισόβια ιστορία; Το πρόδωσα βίαια, το πρόδωσα αμετανόητα, το πρόδωσα για πάντα. Το μόνο που θέλησα να κάνω, και το μόνο που έκανα τελικά, ήταν να πιάσω την πίπα και να τη βάλω στην τσέπη, για να έχω ελεύθερο το στόμα, σα να ετοιμαζόμουν να φάω το δρομάκι, τους περαστικούς, τα μαγαζιά και όλον τον Σεπτέμβρη. Ήμουν αδύναμος σα μωρό, σκέτη σκόνη, νερό. Δεν ήμουν άπειρος, αυτή δεν ήταν ένα αθώο κοριτσούλι όπως έμοιαζε στην όψη, δεν ήμασταν καμιάς φύσεως ξένοι, η Κέρκυρα δεν ήταν οι δυτικές Ινδίες, δεν ήμασταν εξερευνητές.

Τα σκουπίδια που λιάζονταν τρεις μήνες και είχαν βρέξει όλα τα πεζοδρόμια και όλα τα στενά με τα βρωμερά ζουμιά τους, οι αυξομειώσεις τάσης, η επικίνδυνη στροφή στο ύψος του Λαζαρέτου, η ζέστη που πίνει όλες σου τις ανάσες, ο δαχτυλοκόφτης στο γκάζι, το αλάτι της Παλιοκαστρίτσας στα ρούχα και στο κορμί, ο Σαλονικιός, η αυτοκτονία στους Περουλάδες, το σκοτείνιασμα της βλάστησης στα βορειοδυτικά, η κρητική έρημος του νότου, οι γύφτοι της Λευκίμμης, το Φύκι του μικρού νησιού και όλα τα βουνά από φύκια στα λιμάνια, ο Παντοκράτορας, τα κύματα στα ρηχά του Αρίλλα, οι ομίχλες που δεν τις κόβει ούτε φωτιά, ο ήλιος που βουτάει στο πούσι της Ηγουμενίτσας, οι ατέρμονες στροφές, το στριμωξίδι στο χωριό αυτών που τρων βατράχια, όλοι οι κόκκοι του μαύρου χώματος όλων των αγρών στους Κυνοπιάστες, η νύχτα στο Μαντούκι με άμμο τα πεφταστέρια, το κουμκουάτ, το τουρισταριό, οι γεωτρήσεις, ο άγιος τους Σπυρίδωνας άγιος Σπυρίδωνάς τους, όλες οι υφές και οι ραφές όλου αυτού του κόσμου τρίφτηκαν πάνω στα γυμνά μου σωθικά

και πάνω στα υγρωμένα μάτια, εμπρός από τη θέρμη των αμφιβληστροειδικών αρτηριών που έσφυζαν σφυγμό γεμάτο και αργό, με έγδαρε τυφλό η γυναίκα του Θερμαϊκού, το αραιό της αίμα, οι διαλεγμένες λέξεις, οι βρισιές της, η παραλίμνια προφορά της, τα καστανά μαλλιά με τις χρυσές κλωστές τους, το μπλε φουστάνι με τα μικρά λουλούδια, το νευρικό βήμα με εκείνα τα ποδαράκια, οι απαλές γάμπες, τα ασύμμετρα βυζιά της πάνω από τις γνήσιες πλευρές, ο παλμός της αορτής της στην κοιλιά της, το τρυφερό μουνί της που φτάνει να χαϊδέψεις με φτερό, το βραχιόλι μου στον καρπό της, ο πορσελάνινος λαιμός, η δροσερή της γλώσσα, το τέλος μου, η μικρή αγάπη της ζωής μου,
η Κέρκυρα κυπαρισσιά και μόνιμα δακρυσμένη από δροσιά 
αν μπορούσε θα με σκότωνε η πεθύμια.




Πες μου γιατί δε σ'έβλεπα μέσα από τα μάτια εκείνου του αναθεματισμένου Κερκυραίου;
Και τι στην ευχή να κάνω με αυτό το μισό και βάλε τάληρο χιλιάδες χωρισμού
τι στην ευχή






Ενδονοσοκομειακά (τα εν οίκω)

Τα δάκρυα τρυπώνουνε στ'αυτιά
αιμόπλυμα όλες οι αφές ξεχνιούνται πέρα
δάχτυλα φτιαγμένα από τη μάνα τους λεπτά
για τα εφτά, τα έξη μηδέν και την ψιλή βελόνα

το άφταστο ταβάνι στους θαλάμους
κάνει την παθολογία να φαίνεται μικρή
και τους αρρώστους λίγους
τα λάθη, το ξεπλήρωμα, τους υγρούς αργούς θανάτους

και όλες τις ιστορίες που παίρνουνε μαζί
η μέρα και το φως της το υγιές στέρνο μαρμάρου
οι ώμοι της σκυμμένης Αφροδίτης της γωνίας
ρίχνουν μεταξωτή σκιά στο μόνιμο βράδυ του μαντείου

κορμί από κορμί, μαρτύριο, μαρτυρία
αλήθεια κατά λάθος σε μια γουλίτσα δορμ
κακή στιγμή το γλίστρημα στη φλέβα, στην αρτηρία
δεν έχει μείνει ίντσα κόσμου που δε λούστηκε στη φθίση

χους αλς σκόνη σκοτάδι απέραντης αβύθιστης σιωπής
από τις βάσεις ως τις κορυφές των δυο βουνών
και όλων των ανέμων, πνεύμα πνεύμων πόδια ζύμης βήμα που σε γκρεμίζει
οι γροθιές σφιγμένες τα γόνατα λυγά και η στέλλα, στέλλα μάρις

η μια ώρα, οι πολλές, το σούρσιμο του δείκτη. Πότε; πότε
παράταση εκπνοής και ορθόπνοια νομοθέτις
γράφει επ'ακριβώς επί πνευμονικού οιδήματος ανίατη απελπισία
και επί θλίψης θλίψη.