© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα фото. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα фото. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

998.3 mB



Нет документа, нет и человека

it takes a lot of papers for it to make sense



"Нет документа, нет и человека," удовлетворенно говорил Коровьев. . . . 
"Вы правильно сказали," говорил мастер, пораженный чистотою работы Коровьева, "что раз нет документа, нету и человека. Вот именно меня-то и нет, у меня нет документа."  
"Я извиняюсь," вскричал Коровьев, "это именно галлюцинация, вот он, ваш документ," и Коровьев подал мастеру документ. 

М. Булгаков

Στη φόρα 11





Στο νοσοκομείο στο υπόγειο της προέκτασης έχουνε εγκαταστήσει καινούρια αποδυτήρια με όλα τα κομφώρ, ατομικές ντουζιέρες, χέστρες με νεροχύτη, παγκάκια ανάμεσα στους φωριαμούς. Τις προάλλες έπιανα να εφημερέψω, έδειξα την κάρτα στην ηλεκτρονική κλειδαριά, για να ξέρουν οι διοικητικοί και πότε έφτασα, κατευθύνθηκα προς το τέρμα του αποδυτηρίου, αλλά ξαφνικά είδα δυο κωλομέρια στρογγυλά σαν κολοκύθες και δονούμενα σαν ζελές από βιβλίο συνταγών του '70. Ήταν σαφώς αφορισμένα από ένα μπεζουλί στριγκάκι, δεν έχω ιδέα ποιανής ήταν ο κώλος, αλλά ήταν καθαρή υπερβολή. Τότε πήρα είδηση πως η αίθουσα δε μύριζε άπλυτη κάλτσα και ιδρωμένο αρχιδόσακο, αλλά οιστρογονικό μπούτι και γλυκερό αποσμητικό. Έκανα μεταστροφή και κίνησα προς τα έξω. Μια γριά εργαλειοδότρια με πέτυχε στην είσοδο: Καλημέρα. και κοντοστάθηκε, αβέβαιη κι αυτή αν ήταν εκείνη λάθος ή εγώ. Εγώ, εγώ μπήκα να πάρω μάτι. Της χαμογέλασα και βγήκα. 

Το ίδιο απόγευμα μια αγελαδινή πρώτη γραμμή με διπλό σκεμπέ και μακρουλή μούρη καθόταν στο διπλανό τραπέζι στο κυλικείο μαζί με άλλες δυο και έναν παθολόγο στα όψιμα σαράντα. Είναι καραφλός, έχει φλοκάτη στην πλάτη και κάνει μόνο upper body στο γυμναστήριο. Έλεγε βαρετές ιστορίες περιστατικών, η αγελαδινή και οι άλλες δυο τον παρακολουθούσαν γοητευμένες. Μετά η αγελαδινή άρχισε να αφηγείται πώς χτύπησε ένα παρκαρισμένο ξεπαρκάροντας επειδή είχε νεύρα που δεν είχε κοιμηθεί η κόρη της τη νύχτα, κοιτώντας με αγωνία να δει αν τα λόγια της θα έκαναν εντύπωση στον παθολόγο. Λένε για το ωραίο φύλο, αλλά το να έχεις θέση ψηλότερα στην ιεραρχία απ'το ωραίο φύλο είναι σαν να αλείφεις την πούτσα σου μέλι και το ωραίο φύλο να είναι στα πρόθυρα υπογλυκαιμικού σωκ.

Κάποιες μέρες αργότερα σε μια ενημέρωση για όλους τους τομείς η αγελαδινή ήταν πάλι με τις άλλες δυο, και αφηγιόταν πώς ο παθολόγος την είχε διώξει από το γραφείο για ν'αλλάξει ρούχα, Φυσικά και έφυγα, τι να μείνω; Να δω τον ... να αλλάζει; Όχι βέβαια, τέτοια πράγματα δεν κάνω. Δεν είναι σωστά πράγματα. Hue hue hue hue, τύποις σκανδαλισμένη, λες και δεν έχει δει γυμνό άντρα στη ζωή της, η παρθένος Μαρία με τα δυο παιδιά. Σκέφτηκα το μεικτό αποδυτήριο στο πανεπιστημιακό, το σταυρό με κομποσκοίνι στην ωμοπλάτη του Τ. που του πέθανε το παιδί και είχε αναρτήσει φωτογραφία του απ'την κάσα στην αίθουσα συναντήσεων, την απω ανατολίτικη μονοκόμματη μέση της Λβιν, τη Σούζαν που έλεγε στη Μέη για τα κοντά της πόδια, τη Μέη που με είχε πιάσει στη νεφραμιά και το είχε στο κεφάλι της σαν ιδέα για να με προσεγγίσει, τον Άλλαν που φορούσε πάντα μπλε βρακί, τον Γκ. τον Βερολινέζο με τις κάλτσες παραταίρι που ήταν το ίδιο μακρόστενος με μένα και μια μέρα δραματικής βροχής μου είχε δανείσει το αδιάβροχο παντελόνι για να ποδηλατίσω σπίτι -αυτός θα κοιμόταν στο αμάξι του έτσι κι αλλιώς. Το τηλέφωνο ήταν ακριβώς πίσω μου, δίπλα στο παράθυρο. Όταν η Ρ. το χρειαζόταν και με πετύχαινε μισόγυμνο έβγαινε αμέσως πάλι έξω σε βαθειά αμηχανία και περίμενε ώσπου να βγω αρματωμένος και να της πω εντάξει, έχω ντυθεί, το τηλέφωνο είναι πάλι προσβάσιμο, η απειλή της γυμνής μου πλάτης εξέπνευσε.

Εκείνος ο κώλος από τα γυναικεία αποδυτήρια έρχεται σαν ενοχλητικός συνειρμός όταν παραπατάω με τα ψωλαρχίδια ζαρωμένα στο σαγρέ μεταλλικό πάτωμα εμπρός από τα λαμαρινένια ντουλάπια που ανοιγοκλείνουν, μούσκεμα ως το μεδούλι, δίπλα σε κάποιον άλλον σε ανάλογη θάλλουσα κατάσταση, και όταν είναι να πιάσω πρωινή εφημερία και ο ενδοκρινολόγος με τα γκουρλωτά μάτια λούζεται Αντίντας κουλ σπρέη από την κωλοχαράδρα ως τα άκαμπτα μπουκλίδια. Μέσα στο κεφάλι μου εμπρός σε κάθε φωριαμό δεκάξι στη μια και δεκάξι στην άλλη πλευρά, και δέκα σειρές από δεκάξι και δεκάξι, στέκεται και από ένας κώλος, τα πάντα ανοξείδωτο ατσάλι, ακόμα και οι λάμπες, στη μια αίθουσα όλοι είναι σαν κολοκύθες με πανομοιότυπο στριγκάκι, στην άλλη όλοι είναι πλακέ με δασύτριχη νησίδα στον κόκκυγα όπως του ενδοκρινολόγου, η γραμμή παραγωγής, το εργοστάσιο εργασίας, το κάτεργο, η παρέλαση προς την ελευθερία, κώλοι γουρουνιών στις βιομηχανικές φάρμες, αλλεπάλληλοι, βρώμικοι, απελπιστικοί και όλοι τόσο ίδιοι.

-

Στο νοσοκομείο στο υπόγειο της προέκτασης έχουνε βάλει ρομπότ που σου δίνουν ρούχα από την ιματιοθήκη. Δείχνεις την κάρτα στην οθόνη, διαλέγεις από το μενού και μια φιξ κρεμάστρα αναδύεται από μια εγκοπή στον τοίχο με το εξάρτημα της προτίμησής σου, το ξεκρεμάς και έπειτα η κρεμάστρα εξαφανίζεται πάλι. Εκεί πετυχαίνουμε τη Σουκριγιέ σε μισοσταθερή βάση πλέον (το νοσοκομείο εδώ είναι πολύ μικρότερο από το πανεπιστημιακό) και κάθε φορά με καίει η παρόρμηση να κάνω τον ίδιο μου πλακέ σαν χαρτί και να με χώσω στην εγκοπή στον τοίχο, εκεί που αποσύρεται η κρεμάστρα του ρομπότ. Τις πρώτες δυο τρεις φορές έφυγα προς το κλιμακοστάσιο που βγάζει στην πνευμονολογική, παρατώντας τον Α. σαν γραφικός χέστης στην οργή της γυναίκας που δεν αγάπησε σωστά. Έκτοτε αυτός αναγνωρίζει τη συσπείρωση στο σώμα μου, με πιάνει απ'τον καρπό και λέει χωρίς φωνή Nej δηλαδή Όχι, σαν να είμαι σκύλος που ετοιμάζεται να ορμήσει στο τσιουάουα του γείτονα. Στεκόμαστε άβολα και ευθαρσώς στην ουρά για τα ρομπότ, και η Σουκριγιέ άλλοτε κάνει πως δε μας βλέπει, άλλοτε μας κερνάει κάποια ατάκα που μοιάζει να δούλευε στο νου της για μέρες, βγαλμένη από σαπουνόπερα θερμών χωρών.

Από την άνοιξη που της τα ξέρασε και μετακόμισε μαζί μας αναρωτιέμαι με έναν μικρό εκνευρισμό, γιατί δε μπορούσε να κάνει ντούκου όπως τον είχα συμβουλέψει; Θα ήταν πιο φτηνό. Κάνε ντούκου, θα περάσει. Δυο φορές το ίδιο σφάλμα. Λες κι αν κάνεις πως δεν έχεις αρπάξει γονόρροια, θα σταματήσει να στάζει η πούτσα σου πύο. Μα παίξαμε μια χαρά θεατράκι το '18 που είχα αποφασίσει να ζήσω προτεσταντικά με τη Σ. και ακόμα ήμουν μαλωμένος με την αλήθεια, παίξαμε μια χαρά θεατράκι την Πρωτοχρονιά, η Σουκριγιέ τον λάτρευε, οι αδερφές της Σουκριγιέ έψαχναν σύζυγο κατ' εικόνα και ομοίωσή του, οι γονείς της Σουκριγιέ τον είχανε θεό, οι νοσοκόμες δεν τον κουτσομπόλευαν, ζούσε όπως θέλει η κοινή γνώμη, κι εγώ τον γαμούσα με λύσσα με κάθε ευκαιρία. Εντάξει, ίσως τα ωραιοποιώ: παίξαμε κοπιώδες θεατράκι τραβώντας απελπισμένες μαλακίες στη ζούλα ενώ αναθεωρούσα τη στρεβλή μου ιδέα πως αυτοπειθαρχία σημαίνει ισόβιο μη, φάγαμε χώμα απ'τον τάφο του μοραλισμού του Μαρτίνου Λουθήρου, η Σουκριγιέ δοκίμαζε άλλο κρυφό ζόρι με έναν σύζυγο που έσβηνε σαν κίτρινο μελάνι στον ήλιο, ποιος να το φανταζόταν, για μένα ήταν κόκκος σκόνης. 

Από την άνοιξη που ο Α. έκανε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που τον είχα συμβουλέψει, είναι σαν να έβγαλε μια πρόκα απ'την πατούσα του. Μπορούσε να κάνει ντούκου, αλλά δεν ήθελε. Θα ήταν πιο φτηνό, αλλά όχι γι'αυτόν. Αν άφηνε τα πράγματα στα δικά μου χέρια, θα υπέφερε μέχρι να με μισήσει, όπως έκανα με τη Ν. (που μπορεί να με μισεί χωρίς να σταματά να μ'αγαπάει). Η Σουκριγιέ τη ρώτησε με οίκτο πώς το ανέχεται όλο αυτό. Και αυτή της είπε δυο ψωλές είναι καλύτερες από μια, σίγουρα αποφθεγματικά, όπως της αρέσει να παραθέτει και το αγαπημένο της τσιτάτο Η πούτσα του πεθαμένου είναι γλυκειά. Η Σουκριγιέ ζει ένα πυρετικό παραλήρημα που σα να ξεφύτρωσε από τα φρύδια του Νικ Κέητζ. Πού πηγαίνω με την ιστορία, ε, στις βιομηχανικές φάρμες, στους κώλους των γουρουνιών, στα σωστά, στα ίδια τα γνωστά. Ο Α. ένας ροδαλός ξανθός χωρίς φρύδια και μαλλιά, με αόρατες βλεφαρίδες, άψογος ντόπιος, καλός μαθητής, καλός φοιτητής, καλός γιατρός, τέως καλός σύζυγος... γελάει που τον λέω δανέζικο γουρούνι. Τα τίναξε όλα στον αέρα για να γελάει με έναν ασθενικό Πάκη* που τον λέει δανέζικο γουρούνι. Τα πάντα για τη θεραπεία της μοναξιάς. Είναι τρυφερός και σε ξεγελάει, κάπως σαν τη φωνή του που ακούγεται χοντρού. Μη με διώξεις. Μοιάζει παράκληση από αδυναμία, ενώ στην πραγματικότητα είναι επισήμανση: Δε θα με διώξεις. 

-

Σε ένα διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία του '50 δίπλα στα άλλα τρία του ορόφου δίπλα στα πολλά της γειτονιάς σε κάποιο αποδυτήριο σε κάποιο κάτεργο σε ένα από τα κελιά μιας φάρμας κάπου μπανάλ κάτι γνωστό κάτι χιλιοκαμωμένο, δεν έχει σημασία, κόκκοι σκόνης, κώλοι παραταγμένοι - alles, was wir sind, alles, was wir haben.

-

*στη Σκανδιναβία όλοι οι ξένοι είμαστε Πάκηδες μέχρι αποδείξεως του εναντίου

lost and loved / lost and found



The art of losing isn’t hard to master;
so many things seem filled with the intent
to be lost that their loss is no disaster.

Lose something every day. Accept the fluster
of lost door keys, the hour badly spent.
The art of losing isn’t hard to master.

Then practice losing farther, losing faster:
places, and names, and where it was you meant
to travel. None of these will bring disaster.
[...]

E. Bishop

Μούφα συναγερμός

Μια στα γρήγορα: ο Μαλαισιανός ξεμπουκώνει σωλήνες διαφυγής. Λούζεται με διαλυτικό. Τον ξεβρακώνουμε άρον άρον, τον πετάμε κάτω από τη χοάνη και τρώει το κρύο της ζωής του. Το ένα του μάτι βγάζει ένα αιφνίδιο εκτρόπιο, κόκκινο σαν φραουλόζουμο. Το παστώνω με θεαλόζ και κορτιζόνες. Κρέμεται σαν χαχολιασμένη σακούλα. Γράφει για το ατύχημα και βγάζει φωτογραφίες του ίδιου του από την καλή μεριά, για να μη δει η αρραβωνιαστικιά τα χάλια του και ανησυχήσει.

Κάνω να δω την ώρα, εκείνη τη στιγμή έρχεται στο τελεγράμ jeg tror fandeme min anden lunge er punkteret. Προτιμώ να πίνω κομμένο γάλα παρά να παίρνω τηλέφωνα, αλλά κάνω να πάρω τηλέφωνο. Μετά θυμάμαι πως θα βγάλω γραμμή αλλά δε θα ακούγεται τίποτα εξόν από παράσιτα και σπασμένες φωνές ενδοεπικοινωνίας. Ήρεμες αναπνοές κατέβα στο ακτινολογικό. Χώνω το κινητό στην τσέπη. Στέκομαι, θέλω ακίνητος αλλά το μπότζι δεν αφήνει. Ξανά τα ίδια σκηνικά στην ενδοκράνια τηλεόραση, η γνωστή λο-μπάτζετ επανάληψη. Τώρα είμαι έξω απ'την κορνίζα. Κάποιου άλλου τα βρωμόχερα θα καταπιαστούν με το εργόχειρο. Οι εσωτερικές δοκιμασίες μου είναι άνευ σημασίας.

Οι ντουλάπες, οι χέστρες και η αίθουσα συναντήσεων είναι δίπλα στην πετρελαιοδεξαμενή της Q8. Η πόρτα είναι σκουριάρα και βρίσκει. Τη βοηθάμε όλοι με το πόδι, βλέπε φωτογραφία. Σκέφτομαι τον Α., είναι η σωστή στιγμή να τον σκεφτώ, ενώ είμαι με το σώβρακο με τους κάκτους και το τησέρτ με το σήμα της Έσβακτ πάνω από το αριστερό βυζί, εταιρική λατρεία στο μέρος της καρδιάς, ναι μικρή μου, ξέρω, ο καπιταλισμός βγάζει κέρδος από την αδικία. Είμαι βρώμικος και κρύος και κολλώδης, αλλά πολύ συνοφρυωμένος για νεκρός. Ο υπεύθυνος βαρδιών βάζει το χέρι του στη δεξιά μου ωμοπλάτη. Θα έρθεις την Κυριακή; -Τι ώρα; -0350. -ΟΚ.

Το ποδήλατο είναι ξαπλωμένο στο απάγκιο των μεγάλων δεξαμενών. Η σέλα έχει πετάξει ραγάδες και το αφρολέξ ρουφάει τη βροχή και όταν κάθομαι κάνει πφουίιι πφστσσ και μου βρέχει τα κωλαρχίδια. Ανηφορίζω απ'το λιμάνι, βγάζω το κινητό και βλέπω ανάμεσα στ'άλλα ένα alt vel. Ανάσα και παίρνω τηλέφωνο, να ξέρω αν είναι να πάω προς το νοσοκομείο ή προς το σπίτι. Μια γυναίκα-πέτσινος-καναπές-απ'το-σολάριουμ που καβαλάει ηλεκτρικό ποδήλατο με αναθεματίζει επειδή πηγαίνω στο ρεύμα της. -Τι έγινε; -Έκανα ακτινογραφία, δεν ήταν τίποτα. Καλά είσαι; -Εγώ γιατί να μην είμαι; Σπίτι είστε; -Ναι. -Θα φέρω λουκάνικα. -Gøl, όχι πάλι από τα φτηνά. -ΟΚ.

Ήταν επάγγελμα, τώρα είναι ίδιον του χαρακτήρα μου. Όταν τα πράγματα μοιάζουν να σκουραίνουν, το χέρι κάνει να με πιάσει, ακόμα κι αν είμαι στου διαόλου τον κώλο. Επαγγελματίας παριστάμενος. Κι όταν οι άλλοι ξεχνάνε πως είμαστε όλοι αβοήθητοι, εγώ είμαι εκεί να το θυμάμαι, και να κάνω πως βοηθάω.




Nunca foi, nunca será


And so it stays just on the edge of vision,
a small unfocused blur, a standing chill
that slows each impulse down to indecision.
Most things may never happen: this one will

P Larkin


Still wind, no rush
stand quiet for the forecast
then a few shy drops

we know where to
the deep darkness ahead
sunrise brewing abaft

here is no
justice of the doldrums
no hostages held

time has a point to make
to sail east to west
is to follow it start to end

a life within a life
a death within a death
not to be spoken of

not to be named
but to be kept
a hand we're dealt

never more than
come, suffer, go
no one will remember

ESVAGT לאה



הַבֹּטְחִים בַּה' כְּהַר צִיּוֹן לֹא יִמּוֹט לְעוֹלָם יֵשֵׁב.
יְרוּשָׁלַ‍ִם הָרִים סָבִיב לָהּ וַה' סָבִיב לְעַמּוֹ מֵעַתָּה וְעַד עוֹלָם.
כִּי לֹא יָנוּחַ שֵׁבֶט הָרֶשַׁע עַל גּוֹרַל הַצַּדִּיקִים 
לְמַעַן לֹא יִשְׁלְחוּ הַצַּדִּיקִים בְּעַוְלָתָה יְדֵיהֶם.
הֵיטִיבָה ה' לַטּוֹבִים וְלִישָׁרִים בְּלִבּוֹתָם.
וְהַמַּטִּים עֲקַלְקַלּוֹתָם יוֹלִיכֵם ה' אֶת פֹּעֲלֵי הָאָוֶן 






The west is a promise



 

The west is the future, it's bright and metallic
the west is a fever, it's hot and hypnotic
the west is a promise, the west is a new land
the west isn't over, the west isn't ending

D. Jackson
///

"Well, love, the sun does indeed set in the west. Why does it surprise you every time so?"

Μ01

Δίπλα στο πόδι του κρεβατιού έχει πιαστεί ένα μάτσο πορτοκαλιές τρίχες. Το πάτωμα είναι σπαρμένο με μυριόποδα που πέσαν στον αγώνα. Τα σεντόνια δεν έχουνε αλλαχτεί από τότε που τα κοιμήθηκα τελευταία. Το βαθούλωμα που άφησε το σώμα μου είναι ακόμα ορατό, ή έτσι λέω. Έχουν περάσει έξι χρόνια και το δωμάτιο άβατο λες και είχα πεθάνει εκεί. Είσαι το τρίτο μας παιδί, λέει ο Τάτσης. Έχουν περάσει έξι χρόνια αλλά αυτός είναι ανέγγιχτος, όπως το δωμάτιο, φυλαγμένοι και οι δυο τους απ'τον καιρό στην εσοχή τoυς. Κάποτε σ'αυτό το δωμάτιο ένας νεαρός ξάπλωνε σε ένα παιδικό κρεβάτι κάτω από ένα κέντημα και γινόταν άντρας. Τον γνώρισα και τον ξέχασα γρήγορα όπως γίνεται με τις διάττουσες φιλίες. Τον γνώρισα καλά· το δέρμα του ήταν λερωμένο από τα στίγματα της φωτοπάθειας που κάνει η αμιωδαρόνη και τα μάτια του είχαν τη διαύγεια των ξυλοκόπων πριν τους τουμπάρει ο πυρετός του κάστορα. Είναι φυσικά εγώ, ο ίδιος.

Ο Τάτσης είναι αργός. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει, βραδύς σαν ποταμόπλοιο από τα ψυχοφάρμακα. Ο Τάτσης μπάρκαρε στα δεκαπέντε, κι εκείνη τη χρονιά η θάλασσα πρόλαβε και τον τρέλανε. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει, αν έχεις βούρλα μέσα σου θα φανεί στο κύμα. Θυμάμαι τον πατέρα του Τάτση άρρωστο από καρκίνο το '92 στο κρεβάτι των γονιών μου και τη μάνα μου χωρίς μαξιλάρι στο πάτωμα με μια πικεδοκουβέρτα. Δεν ήξερα τι ήταν ο καρκίνος αλλά μου φαινόταν πως τον έβλεπα στις μασχάλες του. Η Ν. η συνωνόματή σου, του Τάτση η γυναίκα, ξαγρυπνούσε δίπλα στον άρρωστο και ανησυχούσε για τη μάνα μου που θα τηνε βρει πάλαι νευρίδα, και η μάνα μου κουνούσε το χέρι και έλεγε Απ'το πανιόλο πιο καλά, θυμάμαι που έκανε τις θεραπείες ώσπου είπανε από το πανεπιστημιακό πως είχαν περάσει στη Linderung, θυμάμαι πόσο βαθουλωμένα ήταν τα μάτια της Ν. και τον πατέρα του Τάτση να μου χαμογελάει κίτρινος στο αναπηρικό καρότσι στο αεροδρόμιο, θυμάμαι που μια μέρα παγετού το κρεβάτι των γονιών ήταν άδειο, και το ηλιόφωτο ζέσταινε καινούρια στρωσίδια. Θυμάμαι που ρώτησα πού είχε πάει ο κύριος Δ. και ο πατέρας μου είπε πως ο κύριος Δ. είχε πεθάνει, gestorben. Φανταζόμουν πως κάτι είχε συμβεί με τις μασχάλες του.

Όταν βρίσκεστε ο Τάτσης κι εσύ στο ίδιο μέρος, όλα ηρεμούν, έτσι λες μικρή μου, η σιωπή μου και του Τάτση είναι αρμονικές, ξέρει το πρόγραμμά μου και ξέρω το πρόγραμμά του γιατί είναι πάντοτε τα ίδια, έχουμε την ίδια εμμονή με τον καιρό και το νερό και είμαστε και οι δυο στ'αλήθεια χέστες. Ο Τάτσης φοβάται τις νεράιδες όταν πέφτει το σκοτάδι. Στο μέρος αυτό το σκοτάδι είναι γεμάτο νάζια και εύκολα σε ξεγελάει. Ξέρω πως κάποιοι αιμομίχτες εδώ νυχτοπερπατάνε, τους άκουγα έξω απ'το κλειστό παντζούρι όταν ξάπλωνα στο γιατρείο, τα χόρτα θρόιζαν στην άπνοια και το πρωί οι αγριόμεντες που κάνανε καρπέτο ήταν ποδοπατημένες, ξέρω πως άνοιγα τα μάτια στο απόγειο της νύχτας στο υπνοδωμάτιο και έβλεπα τη σκιά κάποιου μες στο φεγγαρόφωτο σαν βουβή ταινία στα ντουλαπόφυλλα, ο Τάτσης ροχάλιζε και κάποιος έκοβε βόλτες στην αυλή μας. Άπαξ κι έκανα πως άναβα το τσακμάκι, η φιγούρα έμενε ακίνητη για λίγο κι έπειτα εξαφανιζόταν προς το λιμάνι. Ίσως και να είναι όντως νεράιδες, δεν κόβω το σβέρκο μου. 

Μου αρέσει να έχω το ράδιο να παίζει, εκπέμπει ένα σύννεφο προστασίας, ξορκίζει το κακό, και όταν ήμουν εδώ, πότε βάζαμε τρίτο, πότε πρώτο πρόγραμμα για να μην αδικείται κανείς, και όταν είχε καιρό και έπιανε μόνο παράσιτα ίδρωνε λίγο το αυτί μας αλλά μόκο, καθόμασταν δίπλα δίπλα στο τραπέζι και ακούγαμε τους εαυτούς μας να μασουλάνε και τη βροχή να δέρνει τη θάλασσα και τον αέρα να μουγκρίζει. Όταν ο Τάτσης ήταν μικρός το ράδιο ήταν η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο, οι εφημερίδες δεν τους έφταναν, μεγάλωσε με το ράδιο σαν παρηγοριά, σαν μια μάνα που ήταν κάπου πέρα και αγρυπνούσε για το καλό του. Όταν ήμουν μικρός το ράδιο όριζε τις εποχές, NDR τους χειμώνες, ΕΡΑ τα καλοκαίρια, μεγάλωσα με το ράδιο σαν παρηγοριά, κι όταν έφυγε η μάνα μου, οι μνήμες από εκείνα τα ζεστά μεσημέρια που έπαιζε το σήμα του ΕΡΑ 2 κι εγώ ξάπλωνα δίπλα της στο ντιβάνι στην αυλή ήταν σαν μια μάνα που δεν έφυγε ποτέ, αυτό είναι με τον Τάτση κι εμένα, όλα στη ζωή μας μοιάζουν να εξαφανίζονται όπως αφήνει κανείς τα αστέρια πίσω σε μια διαστημική πτήση, και αυτό μας σακατεύει, γι'αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κάποια κομμάτια να σταθούν. Αφού καβάλα στο μουλάρι των θνητών τροχάζουμε χωρίς σταματημό, πώς να μη μένουν όλα πίσω; Ε;


Μ Ε Σ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ο

גלות

Το ικτερικό φως κάνει τα μαλλιά του να μοιάζουν με φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Η πόλη και το βράδυ της. Τα πετσιά μας γυαλίζουν. Η άσφαλτος είναι μαλακωμένη. Δεν κουνιέται φύλλο. Τον ακολουθώ, με οδηγεί πέρα από τον κεντρικό. Τα κτίρια πυκνώνουν, οι αποστάσεις μεταξύ τους μικραίνουν. Κάτι σοκάκια που δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις από πρασιές και πισωαύλια, με τα λεχρά ρυάκια τους στην άκρη του τσιμέντου.

Είμαστε σε ένα δωμάτιο που βλέπει το άλσος. Ο ουρανός χτυκιάρης, άναστρος, χαμηλοκώλης και βαρύς, και το άλσος σαν μελανιά μες στο σκοτάδι. Τα πόδια του κρεβατιού είναι στραμμένα στο παράθυρο. Αυτός μισοξαπλώνει πάνω στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μαξιλάρι στον τοίχο. Το στρώμα είναι αρχαίο, από εκείνα που σε καταπίνουν. Γονατίζω στην άκρη και βρίσκω τις τάβλες κατευθείαν.

Η κλεισούρα του δωματίου περνάει στο παρασκήνιο. Το ντουβάρι πίσω από το κεφάλι του είναι γκριζωπό, δεν ξέρω αν είναι από βρώμα ή επειδή δεν καλοβλέπω. Μυρίζει πευκίλα στον καύσωνα, ρετσίνι και οινόπνευμα. Μυρίζει κάτι αποστειρωμένο, όπως οι καλές γωνιές του νοσοκομείου: το γραφείο της Σάσι της νευροοφθαλμιάτρου, το παρασκευαστήριο της κλινικής, το δωματιάκι των μικροσκοπήσεων, η βιβλιοθήκη. 

-Είναι ώρα να με φιλήσεις, δε νομίζεις;
Είναι ευπροσήγορος και ήρεμος, χαμογελαστός. Το σκέφτομαι και δε διαφωνώ, ναι, είναι ώρα να την κάνουμε τη μαλακία, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
-Ναι, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Προσπαθώ να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Πιάνω το μάγουλό του αλλά δεν αφήνει καμιά αίσθηση, η αφή μου κοιμάται, φυσικά. Πρέπει να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Αλλά τα χείλια του είναι πολύ δροσερά, πολύ λεία, χαμογελάνε ακόμα, τα νιώθω με ακρίβεια, και δεν ξέρω τι σκατά παιχνίδι παίζουμε η αφή μου κι εγώ. Μετακινώ το χέρι μου, και τα μαλλιά του ακουμπάνε στα δάχτυλά μου, είναι υγρά. Φυσικά και είναι υγρά, αφού ονειρεύεσαι. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι μούσκεμα στον ιδρώτα.
 
Σκέφτομαι τους κάδους κάτω στο δρόμο, με τα τσίγκινα κεπέγκια τους ανοιχτά, κάδοι παλιού τύπου, ασήκωτοι, τις ψωριασμένες γάτες να κάνουν ανασκαφή στα σκουπίδια, σκέφτομαι το βόμβο της ησυχίας, τη γυαλισμένη άσφαλτο, το βήμα μας, και ξαφνικά δε σκέφτομαι άλλο, φούσκο στο δόξα πατρί, το άλσος μελανιά, η ζέστη του κορμιού του. Ο πυρετός του θέρους. Οι πόλεις γίνονται όλες κόρες της ίδιας μάνας τέτοιες νύχτες.

Το κρεβάτι βρίσκει στο ντουβάρι, νταπ νταπ νταπ, το στομάχι του κάνει γκλουπ γκλουπ, τα χέρια μου ιδρώνουν κόντρα και όταν τ'απομακρύνω αποκαλύπτεται πως το χρώμα είναι βρώμα που ξεβάφει στις παλάμες μου. Τα σκουπίζω απ'τη χακιά πόλο του και του ρίχνω μια στο στήθος χωρίς να το εννοώ. Είναι εύθυμος, νομίζω τον διασκεδάζω, όπως είθισται αυτός που χώνει είναι ο γελωτοποιός, αυτός που τον παίρνει είναι ο γαλαζοαίματος, μένει να φανεί αν θα νέψει στους φρουρούς να μ'αποκεφαλίσουν.

Πίσω από την πλάτη μου πάνω απ'το άλσος παίζουνε σαν σε γιγαντοοθόνη οι ταινίες της ρουτίνας, η τιμωρία μου απ'το Θεό, ο γέρος σε παροξυσμό οργανικού ψυχοσυνδρόμου, λαμπόγυαλο, έχει ξηλώσει καθετήρες και ορούς και τα έχει κόψει κομματάκια, έχει διαλύσει το κρεβάτι, έχει σπάσει την αναπηρική καρότσα, γλιστράει στους ιδρώτες του, ο Λούκας κι εγώ τον αρπάζουμε, χέρια αυτός, πόδια εγώ, η Σουζάννε του καρφώνει το αλοπεριντίν στο μπούτι, Κάν'του κι άλλη μια! Άλλη μια! Η βετεράνα νοσοκόμα οπλίζει γρήγορα, ο γέρος γαυγίζει σαν μπαμπουΐνος, δυο νέοι άντρες και ίσα που τον κρατάμε ένα πουρό ενενήντα παρά, καίει την κηροζίνη της τρέλας, είναι τούρμπο, νιώθω κάτω απ'τη λαβή μου ένα κρακ, η κνήμη του σπάει, ο Λούκας με κοιτάει έντρομος, κρακ, ο γέρος ούτε που παίρνει πρέφα, τρελόγερε να σου γαμήσω, ο πυρετός του θέρους, ένα γνήσιο παραλήρημα. Απ'το διάδρομο η Ίμπεν μου κουνάει κάτι χαρτιά, πότε θα γράψετε τις συνταγές για τα εξιτήρια γιατρέ; Όταν τελειώσουμε με την ελληνορωμαϊκή πάλη. 

Τα χέρια του στ'αυτιά μου, ακινητοποιεί το κεφάλι μου, με κρατάει σταθερά.
-Πού είσαι; Ε; Εδώ! Εδώ. Εδώ είσαι. Εδώ.
Εδώ, στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μισό κώλο έξω, στηριγμένος στο στήθος του επειδή δε θέλω το ντουβάρι, εδώ στη ζέστη.
-Έτσι μπράβο. Το βλέπω στα μάτια σου όταν δεν είσαι εδώ.
Κάνω πίσω, η ζώνη μου βρίσκει στο ζυμαρόστρωμα και βγάζει ένα δειλό κλανκ. Ψαύω τα δροσερά του χείλια, τη γλώσσα του, τα δόντια του, εμφανίζεται κάτι κοροϊδευτικό στο πρόσωπό του, το βλέπω δια της αφής πριν το δω κανονικά, τραγουδάει.
-There's a lucky man who'll take you far away, so very very far away,...
Γελάω ρεγχάζοντας σαν γουρούνι και δε με ξυπνάω, άρα δεν κοιμάμαι, αυτός τραγουδάει πιο δυνατά. Δεν ήρθε οξέως η κολούμπρα. Πρώτα μας χτύπησε ένα βέλος διαμπερώς, μας χτύπησαν οι υπερωρίες, μας χτύπησε το θερμό κύμα απ'τη Βρετανία σαν καυτό σεντόνι, μας χτύπησε το υδρόμελο απ'το πανηγύρι του Οέρμπεκ, κι έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.



From the creative process


Like taking a picture while taking a shit.
Behold.

05.07.22

“Who said that love was fire? 
I know that love is ash. 
It is the thing which remains 
when the fire is spent, 
the holy essence of experience.”

— Patience Worth

And something bland along the lines of:

Πίστη στις καρωτίδες
πίστη και στις σφαγές
πόδια λεχέμ μισνέ
το αλάτι του ιδρώτα

η καρβουνιά του κόπου
το ήσυχο βράδυ
το μόνο καταφύγιο 
η γωνία του ακρωμίου

τα σώματα άδεια σε παράταξη
ξεχασμένα απ'το θεό
ώσπου ήρθε η μεγάλη φωτιά 
κι έγιναν όλα στάχτη.

I'm a headless captain steering a sinking ship. I can't shed this feeling that I've been living on borrowed time since that summer day of 2017, when I tied a noose around my neck with a fabric belt that had been left in my apartment in a sleepy town in south-west Denmark, walked out to the hallway, picked a spot along the railing of the staircase and tied a boom hitch knot. I lowered my body as I had done many a time before. It's called partial hanging in forensics. The partiality refers to the body not losing contact with the ground, thus not being completely suspended by the neck, something I am experienced at. But this was not with intent to cum harder, it was with intent to die; and it would've done nobody any good for me to die inside an apartment, rotting in the summer heat till I be found, all too late, a vile meaty mush. No, it had to happen somewhere more public, so I'd be found fast, shipped to Germany and burned. When I relaxed my back the belt stiffened around my neck for a familiar long moment before it snapped. Funny thing I was already hard, diligently conditioned through the years. But I was not yet gone. That was not a turning point. It was a ghost death. Not because of hesitation, but of mere material failure. The belt had choked me before, of course; it was material fatigue. I sat still for a few minutes, drenched in greasy misery, a sad excuse for a man, a fucking wimp. My defiance was spent, there was nothing left in me that would make me go for it again for good, I was a lich, something more wretched than just dead. Then I got up, went back to the apartment and time evaporated until I was woken by the phone ringing the next day, first of August 2017. They had been calling from the hospital, asking whether I'd show up for the shift I was two hours late for. I said no, I was pretty hoarse, I said I was down with a bad cold. Make sure this does not turn into a repeat offense, or else you will be fired. All my days since have been on a theoretical timeline, that was not supposed to be. It is, too, part of the creative process, part of a gray biography of some man. Read on:
some man who is prince to some.

Oderint, dum metuant

You can put your strength down. I'm sitting here with you at your kitchen table. You don't need to say anything.

E. Robinson


1
2
3

Σαβουώτ στο πατρικό

Η πίστη είναι συνειδητή. Μπαίνω στο σπίτι, χαστούκι σε αργή κίνηση η γνωστή μυρωδιά
η σκόνη στα νησιώτικα σπίτια είναι πυκνή γλυκειά και νωπή
τα ντουβάρια το ταβάνι μέσα καινούριο και έξω παλιό
οι πλάκες στο ισόγειο τα σανίδια πάνω
φωτιά στην εστία την οικογενειακή
το βάρος του χρόνου

Ο πατέρας καπνίζει στην αυλή, οι γείτονες τρέχουν το πριβέ τους Flohmarkt
το νησί είναι καταπράσινο κάθε αρμός και ευχή. Χαμηλό αεράκι
η ένθεη επαρχία η φασαρία της σιωπής η ασπίδα του νερού
κρατάω την ψυχή με τα δόντια παντού παρά εδώ
εδώ βουλιάζει στα σπλάγχνα μου
όφις ουροβόρος, τέλος, αρχή
κοινό μυστικό

Ο έξω κόσμος σταματάει στο πορθμείο. Στο νησί φτάνει μόνο μια αχλή
παλιά γερμανικά στο βιβλίο μαγειρικής μια διακριτική μενορά
τα αρχικά της μάνας μου στις πετσέτες αθώο ανάθεμα
το φάντασμά μου απ'το τότε μωρό η ματιά πονηρή
άντρας διάττων, ζενίθ και ναδίρ
ο κυνηγός σημαδεύει
ώρα για προσευχή.








Du Häuschen dort am Bergesrand,
Wo einstmals meine Wiege stand.
So jugendlich und unbeschwert,
Hier lebt‘ ich an des Vaters Herd.

Heut lauter Stimmen fremder Klang,
Wo damals mir die Mutter sang.
Ein‘ feste Burg für mich erbaut,
Wie bist du mir noch so vertraut.

Vor feindlich Welt den Schutz ich fand,
Du meine Heimat – Vaterland.
Oh Elternhaus geliebtes Heim,
Wirst nie mehr meine Zuflucht sein.

H. R. Menzel




Η πίστη είναι συνειδητή. Τη θυμάσαι όταν γονατίζεις. Η μυρωδιά του πατρικού μου με βρίσκει μόνο μια στιγμή όταν επιστρέφω και αστράφει σαν λάμα πριν τη σφαγή. Έπειτα εξαφανίζεται ως την επόμενη επιστροφή. Ο Μπέρτι είχε πει πως όλα μου τα πράγματα μυρίζουν ευγενική παλιατζούρα, ακόμα και αυτά που απέκτησα μακρυά απ'το νησί. Δεν τη μυρίζω ποτέ, μάλλον επειδή τη μυρίζω πάντα. Κάποτε ήμουν καθαρός, αυτό δεν κρατάει πολύ. Σε βρίσκει ο θάνατος και σε σημαδεύει με πυρωμένη στάμπα στο κούτελο. Τη λέρα αυτή θα την κουβαλήσεις δια βίου. Το σώμα πλένεται αλλά το σημάδι επιμένει. 1898, τα ντουβάρια με τα αόρατα αυτιά έχουν ακούσει ιστορίες κι ιστορίες. Ο αέρας αραιώνεται από τότε σταθερά με νέο αέρα, όπως το αίμα αραιώνεται με νέο αίμα σε κάθε γενιά. Η ράτσα ξεθωριάζει. Η τιμωρία είναι διαχρονική, περασμένη σαν σκυτάλη από τον έναν στον άλλον. Ο πατέρας μου κάθεται στην αυλή πίσω και καπνίζει. Η μούρη και το στέρνο του είναι ντοματιά απ'τον ήλιο. 

Εχτές έκανα διάλειμμα στη δουλειά και βγήκα να καπνίσω. Καθόμουν στο παγκάκι του πικνίκ εμπρός απ'την καντίνα. Είχε τέτοια όμορφη λιακάδα. Ο Πήτερ ο Αυστριακός, ένας αναισθησιολόγος που δουλεύει μόνιμα στα επείγοντα, ήρθε και έκατσε απέναντί μου. Άναψε τσιγάρο. Είναι απ'αυτούς που κάνουν πάντα καλαμπουράκι με τις νοσοκόμες, αλλά όχι απ'το πεσιματικό, το άλλο, του οικογενειάρχη. Έχει κίτρινα νύχια και λίγα κατσιασμένα σγουρά μαλλιά και λίγη κατσιασμένη σγουρή γενειαδίτσα. Είναι βαρύς αλλά όχι χοντρός ακριβώς. -Ήσουν στο τμήμα όταν πέθανε ο Νταν; τον ρώτησα. -Ναι. Ο ήλιος τον τύφλωνε. Εμένα με έκαιγε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. -Τώρα βλέπω τα πρακτικά του και δεν υπάρχει πια. Αυτό είναι, σκέφτομαι, μια μέρα πεθαίνεις και αυτό είναι. Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Δυο βδομάδες πριν το περιστατικό είχαμε το καλοκαιρινό σουαρέ. Ο Νταν μας είπε πως ήταν χωρισμένος με δυο παιδιά. Όταν πέθανε, έπρεπε να πάρω τηλέφωνο τους δικούς του, σωστά; Λοιπόν, δεν ήταν ούτε χωρισμένος, ούτε είχε παιδιά. Είχε μια αδερφή στην Κοπεγχάγη με την οποία δε βλέπονταν συχνά. Αυτή μου είπε πως ήταν πολύ μόνος. Δούλευε, και όταν δε δούλευε έμενε σπίτι και έβλεπε βίντεο για ενδοσκοπήσεις. -Ο φουκαράς, είπα, γιατί δεν ήθελα να είμαι αντιδραστικός. -Ναι. Γι'αυτό εγώ έχω παιδιά. Λες θα έκανε διαφορά; Ο Νταν θα πέθαινε σαν το σκυλί στ'αμπέλι έτσι κι αλλιώς. Ήταν γραφτό.

Οι τουρίστες μαζεύονται γύρω από το εποχιακό παγωτατζίδικο στο βαγονάκι. Μια φωτογραφία στο φάρο και μια στην ακτή, το χρέος πληρώθηκε. Τους ακούω να περνάνε έξω απ'το πατρικό γελαστοί όπως τους άκουγα όταν ήμουν παιδί. Στέκομαι στο σαλόνι και προσπαθώ εις μάτην να δω το μέρος σαν να είναι η πρώτη φορά. Η μνήμη έχει βελόνες μπηγμένες τόσο βαθειά στο μυαλό μου που έχουν θαφτεί στον πουρέ, πλέον αδύνατο να τις βρω χωρίς να με σπάσω σαν αυγό. Ο πατέρας μου κάθεται στην αυλή και βλεπόμαστε από τα παράθυρα. Καπνίζει την πίπα του έξω και καπνίζω την πίπα μου μέσα. Ο πατέρας κι εγώ, στο σπίτι, στο νησί. Δε θέλω να είμαι πουθενά αλλού παρά εδώ, πάντα, για πάντα. Το μόνο μέρος που ανήκω, το μόνο μέρος που θυμάμαι καθαρός. Κι όμως χρόνια τώρα από χώρα σε χώρα, εβραίος κοσμοπολίτης, στ'αλήθεια ένας σφιχτόκωλος νομάς. Και χρόνια τώρα τα χρόνια περνούν, και χρόνια τώρα από χώρα σε χώρα ταΐζω τη νοσταλγία μου αίμα. Αυτό που με σπρώχνει να φεύγω είναι ο φόβος του θανάτου.

Οι μεγάλες μέρες, ο γενναιόδωρος ήλιος του Σαβουώτ, το φέρρυ, η θάλασσα σ'ένα κέφι ασυνήθιστο, η άμμος ζεστή, οι παπαρούνες δίπλα στο δρόμο, η βλάστηση φουντωμένη, το αμάξι στο χαλίκι του στάβλου με τις αγελάδες, οι γείτονες που τρέχουν το πριβέ τους Flohmarkt, ο φάρος, οι γλάροι, η άμπωτη, η λάσπη, το νησί, το σπίτι, ο πατέρας κι εγώ, κανένα σπουδαίο γεγονός, καμιά καταστροφή. Όλα κυλάνε όπως κυλάνε, θα φάμε μπαγιάτικο ψωμί και θα πιούμε μπύρα και θα έρθει η νύχτα και θα ακούσω τα κουτσομπολιά της γειτονιάς και θα ακούσει τα νέα του πέρα κόσμου και θα μου πει πως σε δέκα μήνες θα βγει στη σύνταξη κι αυτός, εμπνευσμένος από τον συμπέθερό του (που τον λέει έτσι με χαρά), και θα κατέβει όλο το καλοκαίρι στο Σταυρό να το περάσουνε μαζί, και θα καπνίσουμε πολύ και μετά θα κοιμηθώ στο αρχαίο μου κρεβάτι και όταν ξυπνήσω θα είναι Δευτέρα και θα βρέχει.

Erwartungsgemäß


Because you were foolish enough to love one place,
now you are homeless, an orphan
in a succession of shelters.

L. Glück 

 

Dinestrup Strand

Your gods in my hands
totems of salt and the end

your keen eye behind my lens
jealous of my women but never of my men

the wind lingers by the foredune at Dinestrup Strand
a sheltered little patch of sand

your boiling blood, your seeking heart
your brave lungs, your patient guard

my freediving muse
up for a breath
down for a glance
hell, what a dance

I stand by your can't-leave-behinds
you stand by my can't-press-forwards

a still war that will never be won
but don't say it hasn't been fair

give me your crabs
I'll pass them along.