Λησμονιά το πέρασμα του χρόνου.
Η γλάστρα που είχε μέσα την πιπερίτσα που σου'δωσε ένα πιπεράκι, η γλάστρα που είχε μέσα τα πεσμένα φύλλα, η γλάστρα που τώρα έχει το άδειο χώμα.
Η μια μετά την άλλη πόλη, ο χάρτης που έχει λιώσει στις διπλωσιές, ο ακροβάτης και το τεντωμένο σκοινί και από κάτω άδειο χώμα.
Τα πόδια, τα μαρμάρινα σκαλιά, η πόρτα που ανοίγει μόνο από έξω, απ'το παράθυρο το πιο μαύρο σκοτάδι, κι αυτό το σπίτι είναι γεμάτο άδειο χώμα.
Οι νύχτες οι καλοκαιρινές, τα ντροπαλά φεγγάρια, αστέρια και βροχή να παίζουν σαν νεράιδες από το ένα φύλλο στο άλλο, και να τρέμουν οι φυλλωσιές, να τρέμουν σαν από κρύο σταλμένο από αλλού.
Τα επίγεια πάθη θαμμένα και σωστά, και πάνω το άδειο χώμα.
Δε θυμάμαι την τελευταία φορά, σε πήρε ο καιρός.
---
Ο γέρος με τη μισή μούρη λιωμένη, κουφός και μισανάπηρος, κάθεται στο εορταστικό τραπέζι. Γύρω τιμάμε τον ανηψιό του που πρόλαβε τα εξήντα. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ, ο καλός φίλος, ο έτσι, ο αλλιώς, ένας ξένος, ένας περαστικός, τι δουλειά έχουμε όλοι. Πίσω μου το παλιό ρολόι με το εκκρεμές που πηγαίνει μόνο πέρα χτυπάει ένα βήμα το δευτερόλεπτο, βήμα σίγουρο, το βήμα του θανάτου. Ο γέρος χαίρεται κάθε περίσταση που τον βρίσκει ακόμα εδώ. Ο ήλιος βουλιάζει στο υφάρμυρο ποτάμι ανάμεσα στους μαλακούς λόφους και τα πράσινα λιβάδια, ο διάβολος και ο θεός γελάνε και το γέλιο τους είναι σε αρμονικές, οι προσκυνητές πιστεύουν όχι από πίστη αλλά από παρηγοριά. Τα ελάφια τρέχουν να περάσουνε το δρόμο, το παλιό ρολόι χτυπάει ένα βήμα το δευτερόλεπτο, κι όλοι στεκόμαστε ακίνητοι, αγάλματα στο χρόνο, και ο θάνατος οπλίζει κυνηγός.
---
Στο καντράν του ρολογιού με το εκκρεμές είναι σκαλισμένη η ειλικρινής επιγραφή, κόντρα στις καλβινιστικές ευγένειες και το βέλο που κρύβει την άσχημη μούρη της στεναχώριας. Το ποτήρι έχει κρασί χάρη στους κλέφτες που κλέβουνε τ'αμπέλια και τρέχουνε με σταφύλια στις τσέπες που ματώνουν σ'όλη τη διαδρομή και βρέχουνε τους δρόμους και έτσι τώρα στους Άσπρους Κύκνους έχουμε το Ρίσλινγκ που δεν τελειώνει, έχουμε την αχόρταγη κοιλιά, έχουμε αράχνες που υφαίνουν σκοτάδια στις γωνίες, και στο κέντρο του τραπεζιού έχουμε λουλούδια που πεθαίνουν, όλα χάρη στους κλέφτες που κλέβουνε τ'αμπέλια, από εκεί ξεκινάει η ζεστασιά, αυτοί είναι η φωτιά στο τζάκι.
Παίζει ένας περίεργος συρτός, τα φαντάσματα χορεύουν στην ομίχλη, πίσω από το ύφασμα της πραγματικότητας κρύβεται κάτι μαγικό σαν όμορφο κορίτσι, μάτια φωτεινά προστασία απ'τη βασκανία, μάτια γυαλιστερά που βλέπουνε τα πάντα, ο συρτός τρέχει, ο χρόνος τρέχει. Σε πήρε ο καιρός, σε έπιασε απ'το χέρι και δεν πήρε είδηση κανείς. Μερικοί χοροί πηγαίνουν μόνο προς μια μπάντα και δεν έχουν γυρισμό.
---
Ξάστερη νύχτα, η τελευταία ζεστή νύχτα. Τον κύκλο κλείνει η λησμονιά, το πέρασμα του χρόνου. Όπως περνάει το αίμα απ'την καρδιά, απ'την αορτική στο γρήγορο ταξίδι πέρα και πίσω ξανά, από το καλοκαίρι στο χειμώνα, από το φως στη σκοτεινιά, από εδώ στο πουθενά. Μια ψιλή χορδή πίσω απ'τα σπαρτά στραβώνει το ειδύλλιο, κάτι αστράφτει σαν καθαρό γυαλί. Ανάμεσα στα δέντρα σέρνεται σεντόνια η ομίχλη εδώ κι εκεί, μια υγρασία που μοσχοβολά, μάτια επίβουλα καθρεφτίζουν τα φανάρια, μικρά καταραμένα πλάσματα που μαρτυρούν και μαρτυρούν. Στη σκιά που ρίχνουν οι αχυρόμπαλες τα πόδια βουλιάζουνε και η λάσπη φτάνει ως τη μέση. Το σκοινί έχει μπλεχτεί, στον κόμπο μέσα έχουν πιαστεί καύκαλα από λάππα. Ώσπου να λύσουμε το γόρδιο δεσμό θα μας έχει κόψει το δρεπάνι. Έτσι έρχεται για όλους το πρωί. Το δρεπάνι πέρα δώθε εκρεμμές και πέφτουν τα σπαρτά, το χέρι τα μαζεύει, η λάσπη τραβιέται και τραβιέται, ξάστερη νύχτα, η τελευταία ζεστή νύχτα, μικρό αηδόνι κελαηδά, η δροσιά πέφτει από την άκρη του κλαδιού και βρίσκει το γιακά, ο ένας κόκκος σέρνεται πάνω στον άλλο, η άμμος κατρακυλά. Tempus fugit και πίσω μένει άδειο χώμα.
