© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

"Holy water is just water. The intention makes it holy."


---

[...]

“Why don’t you fit in?”
“I have always struggled, with everything.”
“Why?”
“Two left hands.”
“I’ll write something for two left hands.”
“Wouldn’t that be something for a left and a right hand? A normal piece?”
“The intention will be different. And this changes everything. Holy water is just water. The intention makes it holy.”

[...]


---

[...]

“Close your eyes.”
I closed my eyes.
“What do you see?”
“I see a heron taking off. Not very elegant, with each foot tapping the water. A heron is a heavy bird. Needs his time. Now, now. He’s in the air, and he’s folded his legs to his body. His shadow glides on the lake. Now he’s the most elegant bird you’ll ever see.”
“How can you see him at all with closed eyes?
“Say, I see him with my ears.”
“What root is he on?”
“F.”
“F on the Aeolian scale?”
“Right so. Every time he hovers between movements, he’s a downwards brisé on a concert harp. One of those golden ones, with a mythical woman-dragonfly on the pillar.”

[...]

---

Between the big city and the small island, between the thumb and the index finger of God, between a rock and a hard place. But there is 1100km between the big city and the small island, there is a sense of security between the thumb and the index finger of God, there is no rolling and pitching between a rock and a hard place. This is the natural order, even when the world is upside down, nothing ever stays. He's where he's supposed to be, I am where I'm supposed to be, going back and forth like pendulums. The clock sings on the half hour, the half hour slides through a tear from our universe to somewhere unknown, how fast it goes, the clock sings, the half hour slides through the tear and disappears. Before we know it, we've crossed, and before we are to cross again, it will be many half hours, half hours of another make, that don't go nearly as fast, this is the natural order, this is how things are, when it's all a mess and when it's all tidy all the same. He suffers it with the elegance of the big city, I suffer it with the plainness of the small island, and when we meet at the narrowing of the hourglass once a turn, we cherish it with base joy, so rare and yet so very much the same among people from all walks of life.

Στη φόρα 16

Κατεβαίνω στο Φλένσμπουργκ με καινούριο συμπλέχτη και κάθε φορά που πατάω το πεντάλ για να κατεβάσω από πέμπτη τρίτη πριν τις κυκλικές διαδρομές κάνει γρουκ σαν να ξύνει κάποιος το κωλομέρι του πάνω από το τζην. Έχει ασυνήθιστη ερημιά, φυσάει ένας τρελός αέρας και σηκώνει τέτοια σκόνη που το τοπίο θυμίζει Βόρειο Τέξας τη δεκαετία του '30. Ο ουρανός είναι σαν σταξιά από νερουλό καφέ. Η αναβροχιά του τελευταίου μήνα έχει αφυδατώσει τα χωράφια και η γη στα μέρη αυτά δεν έχει αντοχές για ξεραΐλα, διαλύεται με την πρώτη ευκαιρία προς σκόνη. Καλωσήρθατε στο Σλέσβιχ - Χόλστειν, το γνήσιο Βορρά, λέει η πινακίδα στα σύνορα. Θα μπορούσε να'ναι ψέμα.

Το Γκάλβικ είναι άδειο. Παρκάρω δίπλα από το μεγάλο θάμνο στη λασπογωνία και το κόβω ποδαράτο από'κει για την παραλιακή. Έχουμε ραντεβού στου Μπεν. Εκεί συνήθως έχει ουρά που διαρκεί μια δυο ώρες. Οι ντόπιοι περιμένουν υπομονετικά για μπάκφις ή Μπίσμαρκχέρινγκ, ευδιάθετοι και ορεξάτοι. Από την ώρα που έφυγα σκέφτομαι τα δυο μάτσες που θα φάω και μου τρέχουνε τα σάλια. Μετά το μουσείο του ναυπηγείου συνήθως βλέπω τους πρώτους κώλους της ουράς, αλλά σήμερα ο ψήστης στου Μπεν βαράει μύγες. Ο Μ. είναι ακουμπισμένος στον πάγκο μπροστά στο μαγαζάκι και τα λέει με τον υπάλληλο της μόστρας. Δε μπορώ ακόμα να δω ποιος έχει τη βάρδια, αλλά από τη στάση του φίλου μου μαντεύω πως είναι ο Κένο, ναι, Κένο όπως το τυχερό παιχνίδι. Ο Κένο με το γυαλιστερό δέρμα και το σκουλαρίκι, ο αγαπημένος άνθρωπος του Μ. στο Φλένσμπουργκ όταν λείπω, δηλαδή ο αγαπημένος άνθρωπος του Μ. στο Φλένσμπουργκ τον περισσότερο καιρό. Ο Κένο με το πιο καθαρό δέρμα σε όλο το Σλέσβιχ - Χόλστειν, ίσως και σε όλη τη Γερμανία. Ναι, βέβαια, είναι εκεί, με το πιγούνι-κωλαράκι και το έξυπνο χαμόγελο. Ξέρω ακριβώς τι θα πει, γιατί το λέει κάθε φορά που με βλέπει τα τελευταία χρόνια:

-Na, da kommt der Besuch aus Frankfurt!*
Και ξέρω ακριβώς τι θα πω, και ο Μ. θα πιάσει τη φράση απ'τη μέση για να την πούμε χορωδιακά, σε σωστή νησιωτική διάλεκτο, με σωστή νησιωτική προφορά:
-Joo, her bin ik, a ferliker faan Frankfurt, üüb heel min Hääsisk stråål.** 
Το αστειάκι με τη Φρανκφούρτη ξεκίνησε πριν τρία - τέσσερα χρόνια, όταν ένα καλοκαίρι είχαμε πάει στου Μπεν με το Μ. και ο Κένο εκπαίδευε έναν καινούριο στη μόστρα. Ο καινούριος ήταν νευρικός αλλά προσπαθούσε να είναι ευχάριστος. Μου πήρε παραγγελία και ενώ έψαχνα τα ψιλά, μου είπε: Ωραία προφορά έχεις. Από πού είσαι; Φρανκφούρτη;
Η μαντεψιά του με έπιασε αδιάβαστο. Στάθηκα με τα ψιλά στο χέρι και το πορτοφόλι ανοιχτό, και ρώτησα μόνο Frankfurt? εμβρόντητος. Ο Κένο και ο Μ. είχαν κατουρηθεί στα γέλια. Frankfurt? Nee du, der is’ von Föhr!*** 

Ο Κένο λέει πως από τότε που σήκωσε αυτόν τον αέρα με τη σκόνη έχει πέσει η κίνηση λες και είναι πάλι κορωνοπεριορισμοί. Βγαίνει από την καντίνα έξω και καθόμαστε στα ξύλα της προβλήτας με τα πόδια να κρέμονται πάνω από το νερό. Η παλίρροια έχει μόλις πάρει, οι κοτρώνες του βυθού είναι ακόμα μισές έξω και μυρίζει εκτεθειμένη γλίτσα απ'το φγιορδ. Ο Κένο στρίβει τσιγάρο, ο Μ. κι εγώ μασουλάμε μάτσες και μοιραζόμαστε ένα Φριτς-Σπριτς ραβέντι.
-Συναντήθηκες με την Κουασιμόδα;
-Ναι, σήμερα το πρωί. Ήθελε να πάμε σ'εκείνη την καφετέρια στο Βάηχε.
-Στη Φρίντα;
-Όχι, σ'εκείνη τη μαλακία που είναι δίπλα στη Φρίντα που μοιάζει με καφετέρια σε βενζινάδικο.
-Το φούρνο του Τζιοβάννι λες, λέει ο Κένο με σιγουριά. Γυαλιστερά πατώματα, ψεύτικος γρανίτης, γυναίκες με παιδιά.
-Ναι, εκεί. Τελοσπάντων, τη συνάντησα. Είναι πολύ γκαστρωμένη τώρα. Πηγαίνει σαν πιγκουίνος. Μου είπε πως έχει πάθει διάσταση... διάσταση...
-Διάσταση ηβικής σύμφυσης.
-Ναι, αυτό. Εξ'αιτίας αυτού περνάει πολλές ώρες στο κρεβάτι. Δε μπορεί να περπατάει πολύ, δε μπορεί να στέκεται πολύ, δε μπορεί το ένα, το άλλο. Και πρέπει να πηγαίνει για κατούρημα κάθε μισή ώρα.
-Σαν τον Άλεξ δηλαδή, μόνο που αυτηνής είναι προσωρινό.
-Ο Άλεξ είναι ηλίθιος, εντάξει.
-Ποιος ήταν ο σκοπός της συνάντησης τελικά;
-Λοιπόν, η Κουασιμόδα είναι πολύ γκαστρωμένη τώρα, ναι; Θα γεννήσει δηλαδή από στιγμή σε στιγμή. Εγώ όταν ήμασταν εκεί στη μαλακία-
-Το φούρνο του Τζιοβάννι-
-Ναι, όταν ήμασταν στο φούρνο του Τζιοβάννι, ανησυχούσα μήπως ακουστεί ένα κλατς και μου πει, "Ωχ, έσπασαν τα νερά μου!" Αλλά αυτό ευτυχώς δε συνέβη. Μου είπε όμως πως είναι μόνη της, και σε δυο μέρες είναι το τερμίνο της, και ο Σλοβάκος είναι στης μάνας του στη Σλοβακία και θα έρθει όταν ευκαιρήσει, και αυτή μάλλον θα πρέπει να γεννήσει μόνη της, και επειδή είναι όλο μόνη της στο σπίτι, φοβάται πως θα έρθει η ώρα ή θα γίνει κάτι ξαφνικό και με ρώτησε αν ήταν ΟΚ να με πάρει τηλέφωνο αν γίνει αυτό, για να μην είναι μόνη της στο ασθενοφόρο και όταν θα γεννάει, και αν γίνει τίποτα, να πάρω αποφάσεις για κείνην.
Πίνω τις τελευταίες γουλιές Φριτς-Σπριτς ραβέντι και είναι πολύ ξινές. Ο Κένο σμίγει τα φρύδια και κάνει ένα αποδοκιμαστικό τσκ. Κοιτάζομαι με τον Κένο, ο Μ. ατενίζει απέναντι το Μούρβικ. Σκέφτομαι πυρετωδώς για κάποια λύση. Με προλαβαίνει ο Κένο.
-Δε μπορεί να πάρει τη μάνα της να της πει να έρθει;
-Είπε πως η μάνα της δουλεύει και δε θέλει να πάρει άδεια. Αλλά βασικά νομίζω ντρέπεται γιατί της είχε πει πως δεν ήθελε βοήθεια.
-Στη μούνα της που η κόρη της θα ξεγεννάει μόνη της σαν να είναι δέκατος έβδομος αιώνας;
-Ε, ναι.

Είναι σειρά του Μ. να στρίψει τσιγάρο. Στρίβει ένα και μου το δίνει. Δεν το αρνούμαι, η κατάσταση το απαιτεί. Στρίβει και για τον ίδιο του. Τραβάει μια τζούρα, δυο.
-Της είπα ναι κανένα πρόβλημα να με πάρει τηλέφωνο σήμερα και αύριο. Αλλά της είπα, αύριο είναι να ανέβω μαζί σου Δανία και θα μείνω για καιρό, οπότε δυστυχώς δε θα μπορώ να τη βοηθήσω από αύριο.

Τώρα καπνίζουμε και οι τρεις, και είμαστε σαν τις μαϊμούδες, δε βλέπω-δεν ακούω-δε μιλώ.

Θα έπρεπε να αισθάνομαι οίκτο για την Κουασιμόδα, αλλά εντός μου βρίσκω σκουπιδοσακούλες με αποστροφή. Όχι γιατί η κατάστασή της δεν είναι θλιβερή, αλλά γιατί μπορούσε να είχε προληφθεί με λιγοστή κοινή λογική. Δε μπορώ να κατανοήσω γιατί την κατέλαβε έτσι αυτή η έμμονη ιδέα η οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί το γρηγορότερο, ανεξαρτήτως συνθηκών. Είχε και καλά στοιχεία, δεν ήταν όλη η ιστορία σκάρτη, κι αν δεν την έπιανε αυτή η έπειξη προς αναπαραγωγή, θα μπορούσαν και οι δυο να ευδοκιμήσουν επ'αόριστον. Θα έπρεπε να αισθάνομαι οίκτο για την Κουασιμόδα, αλλά είμαι θυμωμένος μαζί της, πώς τόλμησε να είναι τόσο νορμαλάκω, είμαι θυμωμένος που ο φίλος μου έπεσε έτσι έξω, είμαι θυμωμένος που δεν είμαστε κι εμείς νορμαλάκες, γιατί τότε όλα αυτά τα προβλήματα θα ήταν προβλήματα για άλλους αλαφροΐσκιωτους, περίεργους, περιθωριακούς και όχι για μας. Αντ'αυτού είμαστε εμείς που πάμε ανάποδα στο ρεύμα, μια ζωή ανάποδα στο ρεύμα.

Ο Κένο είναι πούστης από εκείνους τους περήφανους. Μεγάλωσε σε ένα προοδευτικό σπίτι στο κέντρο του Φλένσμπουργκ, οι γονείς του είναι ανοιχτόμυαλοι και καλλιεργημένοι. Αισθάνεται άνετα μέσα στη σάρκινη φυλακή του, είναι ικανοποιημένος με τη ζωή του κι ας μην είναι ικανοποιημένος με τον κόσμο. Πηγαίνει κι αυτός ανάποδα στο ρεύμα, αλλά δε θυμώνει, και έτσι κάνει καλή οικονομία δυνάμεων. Ο Κένο έχει κάτι καθησυχαστικό, μια στοϊκή ωριμότητα, κάτι παρμένο από τη θεά Σνότρα, φυσικά έχει και αυτό το πεντακάθαρο μεταξωτό δέρμα και χαίρεσαι να τον βλέπεις. Ο Κένο τρέφει ειδική συμπάθεια για το Μ. Νομίζω πως μυρίζεται την καταπίεση παρά την περίτεχνη στολή του ζεν ραντικαλιστή σχεδόν στερεότυπο φρούτο του Ζανκτ Πάουλι, πόγκο-αναρχικός και στ'αρχίδια μας το κατεστημένο, όπως την τελειοποίησε τα χρόνια που σπούδαζε στο Αμβούργο. Ίσως και να είναι δική μου προβολή. Εγώ δε μυρίζομαι την καταπίεσή του, την ξέρω πολύ καλά, έχω κολυμπήσει μέσα της, την έχω γευτεί, σαν να ήταν η γλίτσα του φγιορδ, την έχω πιάσει με τα χέρια μου, και είναι ένα με το αίμα του, είναι ένα και το αυτό. Από το Φλένσμπουργκ στο νησί είναι δυο ωρίτσες, συμπεριλαμβανομένου του φέρρυ. Αλλά από την πραγματικότητα του Κένο όταν ήταν παιδί στη δική μου και του Μ. είναι περίπου πενήντα χρόνια. Ιδίως του Μ., με την κυρία Ζίλκε για μάνα, τη φρίκη της όταν τη βρήκανε εκείνα τα ελεεινά κουτσομπολιά, το πώς ήταν έτοιμη να καταρρεύσει στη σκέψη πως ο μοναχογιός θα μπορούσε να μην είναι σωστός, την ανακούφισή της όταν πείστηκε πως αυτό το ενδεχόμενο ήταν ένας αδιανόητος εφιάλτης και τίποτε παραπάνω, το πώς στήριξε όλη της την καλή γνώμη για τον ίδιο της το γιο πάνω σε μένα (και το πως είμαι παντρεμένος). Σκέφτομαι τον επαρχιώτικο κόσμο μας και στεναχωριέμαι γι'αυτόν, επειδή ο Μ. ήταν πάντα μαγικός και ο κόσμος του ήταν τόσο μονολιθικός, ένας μελισσοφάγος καταμεσιού της λάσπης του W A T T E N.

-Η Κουασιμόδα μου είπε πως ο Σλοβάκος δε θέλει να πάρει άδεια για να τη βοηθήσει τουλάχιστον τις πρώτες μια δυο βδομάδες που θα είναι ξεμουνιασμένη και θα είναι δύσκολα, επειδή πιστεύει μπορεί να συνεχίσει να δουλεύει. Και θέλει να έρθει με το αμάξι δυο βδομάδες αφότου γεννήσει για να την κατεβάσει Σλοβακία.
-Γιατί να την κατεβάσει Σλοβακία;
-Για να κάνει χαρτιά στο παιδί του επειδή θέλει να πάρει την υπηκοότητα και τέτοια.
-Λοιπόν, θα σου πω τι θα γίνει. Και αυτό που θα σου πω, αυτό ακριβώς θα γίνει, αλλιώς θα σου μαυρίσω τη μούρη. Αν σε πάρει τηλέφωνο όσο είμαστε εδώ, θα πάμε μαζί να τη βοηθήσουμε. Από αύριο θα κάνεις πως δεν υπήρξε ποτέ. Εξόν αν θες να παίζεις τον πατέρα και σύντροφο στο μπάσταρδο για να απαλλάξεις το Σλοβάκο. Δε σηκώνεις τηλέφωνα, δεν απαντάς μηνύματα, κόψε. Ακούς; τον σκούντηξα στα παΐδια.
-Σ'ακούω.
-Θεέ μου, είσαι μεγάλο καθίκι, λέει ο Κένο. Ετοιμάζομαι ν'αρπαχτώ, αλλά σπεύδει να συμπληρώσει: Αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει περιθώριο για συμβιβαστικές λύσεις.
-Το ολλανδικό μάτσες, επειδή φτιάχνουνε την άρμη τους γλυκειά, μπορεί να σε κολλήσει ανισακίαση, ξέρετε, λέω σαν μικρός καθηγητής και μαζεύω τα άδεια ζουμιασμένα περιτυλίγματα με το λεπτό άσπρο καρώ.
-Γι'αυτό τρώμε μόνο σωστό Γερμανικό μάτσες.
-Να το βάλω ταμπέλα έξω από το μαγαζί.

Το βράδυ στο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου στο Μούρβικ επικρατεί κατάνυξη. Μισοξαπλώνουμε στο κρεβάτι με το ανένδοτο στρώμα, με τις πλάτες στο ντουβάρι. Είδαμε ένα ντοκυμανταίρ για τη Γκάμπυ Πετίτο κι εκείνον τον καριόλη χιμπατζογκόμενό της, ξελαρυγγιαστήκαμε να βρίζουμε σα να βλέπαμε ποδόφτερο, τώρα είμαστε ξεφούσκωτοι. Από το δυτικό παράθυρο φαίνεται το σκονισμένο ηλιοβασίλεμα, τα δέντρα που λυγάνε, τα κύματα στο φγιορδ, οι σημαίες του ξενοδοχείου απλωμένες.
-Λέω να πάω να κάνω τατσάπ τη ροζέττα.
-Γιατί; Μια χαρά κρατάει.
-Έχουνε χάσει τη σαφήνεια τα περιγράμματα.
-Μετά από τόσα χρόνια λογικό δεν είναι;
-Είκοσι χρόνια.
-Έχουν περάσει τόσα;
-Ναι, τι νόμισες;

Η ροζέττα πάνω από το αριστερό βυζί του στα μάτια μου δεν έχει αλλάξει από εκείνο το βράδυ που του τη χτύπησε ο Άλεξ, ναι, ο ίδιος Άλεξ που τώρα πηγαίνει για κατούρημα κάθε μισή ώρα επειδή πέρασε μια ντουζίνα προστατίτιδες. Ποιον θα κάνω μετά; είχε ρωτήσει ενώ χτυπούσε στο κωλομέρι του Γιονάταν με την τατουαζιέρα που είχε δανειστεί από μια σαραντάρα που πηδούσε εκείνο το φεγγάρι, η οποία δούλευε σε κάποιο υπόγειο τατουατζίδικο στο Ζανκτ Πάουλι. Τη θέλω πάνω απ'την καρδιά μου, για να ξέρεις πόσο σ'αγαπώ, αρχίδι! είχε πει ο Μ. κραδαίνοντας το τετράδιο που είχε βγάλει απ'το σάκο, ένα τετράδιο με άγουρες φλυαρίες που σέρβιρα για ποίηση, που δεν ξέρω καν πού βρίσκεται πια. Όταν ο Άλεξ σκούπισε τα αίματα και τα οροζούμια με χαρτί κουζίνας είπα, Ρε μαλάκες η καρδιά είναι πιο χαμηλά, αλλά ως εκεί έφτασε η εξυπνάδα μου, με έκοψε η αποκάλυψη, η μαύρη ροζέττα λοιπόν, παρεμφερής μ'εκείνη στο τετράδιο, που εμφανίστηκε ξαφνικά αλλά έμοιαζε να βρισκόταν πάντα εκεί. Ήταν η πρώτη δήλωση αγάπης που μου'γινε ποτέ, και τότε, επειδή ήμασταν μικροί και ήταν πολύ σημαντικό να είμαστε σκληροί, ήταν χρέος μου να γελάω και να κάνω καλαμπούρι.

Αφήνω την πλάτη μου να γλιστρήσει από το ντουβάρι και ακουμπάω τη μούρη μου στον ώμο του. Η ροζέττα είναι πολύ καλοχτυπημένη για ερασιτέχνη τατουατζή. Το έχουμε πει στον Άλεξ πως αν βαρεθεί τους καυστήρες και τα κλιματιστικά έχει λαμπρό μέλλον ως τατουατζής, αλλά αυτός δε θέλει, τον έχει βολέψει η σαλοπέτα. Ακόμα πάντως αν ψάχνεται κάποιος για φτηνά τατουαζάκια ο Μ. τον παραπέμπει στον Άλεξ, ο οποίος τώρα έχει δικιά του τατουαζιέρα και ιστορίες, αλλά επάγγελμα δε θέλει να το κάνει, για να μη χαλάσει το χόμπυ. Έχει χτυπήσει σε μερικούς φουκαράδες κάτι αστεία ορνιθοσκαλίσματα, κάτι αηδίες που κακοφόρμισαν και μετά έπρεπε να τους νταντεύω με μαντζούνια, αλλά η ροζέττα είναι καλώς καμωμένη. Την έχω παρατηρήσει πολλές φορές και την έχω ψηλαφήσει πολλές φορές, είκοσι χρόνια τώρα, άκου είκοσι χρόνια, και με κλειστά μάτια όταν περνάω τα δάχτυλά μου από πάνω της, καταλαβαίνω που αρχίζουν και πού τελειώνουν τα σχέδια, γιατί έχουν μια διακριτική αναγλυφή, που δε φαίνεται όταν την κοιτάς.

-Γιατί δε μπορούν όλα να είναι τόσο απλά όσο αυτό εδώ;
-Δεν ξέρω.
-Δεν ήταν τίμια η προσπάθεια με την Κουασιμόδα, γαμώ;
-Αυτό σε καίει τώρα; Τίμια ήταν. Εσύ το είπες, έστρωσε το κρεβάτι της, δεν της το'στρωσες εσύ.
-Κοίτα, τώρα θα κάνω ένα διάστημα έτσι το μελισσάκι, από λουλούδι σε λουλούδι. Έβαλα πάλι τίντερ.
-Μμμ.
-Τι;
-Θα μπορούσες να έχεις τον Κένο αν δεν ήσουν ηλίθιος.
-Πάλι τα ίδια; Αυτός σε βάζει να μου πρήζεις τ'αρχίδια;
-Ο Κένο; Εγώ μιλάω με τον Κένο δυο φορές το χρόνο.
-Ισχυρίζεσαι δηλαδή πως είσαι ο ίδιος σου τόσο μαλάκας; Αυτοδημιούργητος;
-Ο Κένο τουλάχιστον δε θα γκαστρωθεί όσο και να γαμιέστε. 
-Γάμα με τώρα με τον Κένο. Με βαρέθηκες;
-Ξεκάθαρα. Γι'αυτό σου λύνω τα ψυχολογικά στις τρεις το χάραμα όπου κι αν είμαι με όποιον κι αν είμαι, γι'αυτό έρχομαι όποτε χτυπάς την καμπανούλα.
-Λες να πάρει τηλέφωνο;
-Ο Κένο;
-Όχι μωρέ μαλάκα, η Κουασιμόδα.
-Όχι, μην αγχώνεσαι. Όλα σε μας θα τύχουν;

*Να, έρχεται ο επισκέπτης απ'τη Φρανκφούρτη!
**Ναι, είμαι εδώ, ο επισκέπτης από τη Φρανκφούρτη με όλη μου τη δόξα από την Έσση.
***Ποια Φρανκφούρτη καημένε, αυτός είναι απ'το Φοερ.

Στη φόρα 15

11/2024

-Η Κουασιμόδα είναι έγκυος.
-Από σένα;
-Όχι.
-Τότε στ’αρχίδια μας.
    Έχουμε μια σακούλα φυστίκια και ένα μπουκάλι σόρλε ανάμεσά μας. Έχει κρύο στο μπαλκονάκι και ο Μ. είναι τυλιγμένος με το φλις κουβερτίνι. Μοιάζει με κουκούλι. Εγώ φοράω το φωσφορούχο μπουφάν της ναυτιλιακής. Τα δέντρα έχουνε μείνει γυμνά. Ένας γέρος γλιστροκοπάει κάτω στο δρόμο, κατηφόρα, η άσφαλτος είναι μούσκεμα. Το φιορδ έχει τη χειμωνιάτικη όψη του, θολερό και άδειο. Τα ιστιοφόρα που κόβουν βόλτες το καλοκαίρι, τώρα είναι δεμένα. Το Μούρβικ είναι ήσυχο, μόνο τα κοτσύφια ακούγονται πού και πού.
    Έχουν περάσει μήνες από τότε που ο Μ. χώρισε την Κουασιμόδα. Αυτή βρήκε γρήγορα αντικαταστάτη, έναν Σλοβάκο που κουρεύεται με την ψιλή και κάνει σοβαρά ποδηλασία. Τόσο σοβαρά, που έχει μια ειδική βάση στο σπίτι του, πάνω στην οποία βάζει το ποδήλατο, για να ποδηλατεί επί τόπου και να διατηρεί τη σωστή αίσθηση. Αυτό το ξέρω επειδή μου το είπε ο Μ.
    Ο Σλοβάκος δουλεύει στην τηλεόραση, σε ένα κανάλι. Είναι καθωσπρέπει, με καθαρό κούτελο, ντύνεται σωστά, είναι έτσι ώστε τη στιγμή που τον βλέπεις, τον έχεις ξεχάσει κιόλας. Κι αυτό μου το είπε ο Μ. Εγώ έχω δει μόνο φωτογραφίες και δικαιολογούμαι που τον ξέχασα αμέσως.
-Είναι του Σλοβάκου;
-Ναι.
-Πόσο έγκυος είναι;
-Τεσσάρων μηνών ή κάπου τόσο.
    Λίγο καιρό αφότου χώρισαν, η Κουασιμόδα πήρε το Μ. τηλέφωνο και του είπε πως είχε ανάγκη να συναντηθούν. Συναντήθηκαν σε μια καφετέρια, όπου η Κουασιμόδα του ανακοίνωσε πως είχε γκαστρωθεί αλλά η εγκυμοσύνη δεν ευωδόθηκε, και ήταν σε κρίση. Φοβόταν πως είχε ελαττωματικό σύστημα και πως δε θα κατάφερνε να πραγματοποιήσει την αιφνίδια επιθυμία της. Ο Μ. την είχε ρωτήσει ποιανού ήταν, και τότε του είπε για το Σλοβάκο. Τον αγαπώ πραγματικά, του είπε συγκεκριμένα.
    Μαζεύω ψίχουλα από φυστικόπετσα από τις δίπλες του παντελονιού μου και σκέφτομαι, αφού η αποβολή και η κρίση της Κουασιμόδας ήταν το καλοκαίρι, δεν πέρασε ούτε μήνας και είχε ήδη γκαστρωθεί εκ νέου.
-Και γιατί μας νοιάζει αυτή η υπόθεση;
-Με πήρε προχτές τηλέφωνο και ήταν πάλι σε κρίση. Μου είπε πως έχει μετανιώσει. Περνάει πολύ δύσκολα με τις ορμόνες και αυτά και τώρα δε θέλει.
-Νωρίς το θυμήθηκε.
-Της είπα, τώρα έκατσες στην τσουλήθρα, θα πρέπει να περιμένεις να σταματήσει το τσούλημα. Και μου έλεγε πως δεν κοιμάται τα βράδια, επειδή δε μπορεί από τις ορμόνες, και είναι όλο κουρασμένη, και ο Σλοβάκος λείπει με το κανάλι. Την είχα ρωτήσει, τότε που μου έσκασε το παραμύθι, πριν χωρίσουμε, γιατί θες να κάνεις παιδί; Και δε μου είχε απαντήσει. Την ξαναρώτησα προχτές, και μου είπε, δεν το είχε σκεφτεί ως τώρα, αλλά τώρα που το σκέφτηκε, συνειδητοποίησε πως ήθελε να κάνει παιδί για να δώσει στους γονείς της κάτι να ασχολούνται.
Γέλασα, αλλά ο Μ. έμοιαζε σοβαρός.
-Τώρα το πλάνο της είναι να το γεννήσει και να το δώσει στους γονείς της να το μεγαλώσουν. Οι γονείς της κοντεύουν εξήντα, δεν τους πήραν τα χρόνια, οπότε αυτό τουλάχιστον βγάζει νόημα.
-Όλα ταχτοποιημένα, λοιπόν. Εσένα γιατί σε πρήζει;
-Δεν ξέρω. Αν δεν ήταν σε αυτήν την κατάσταση θα την είχα βρίσει. Αλλά τώρα που είναι έτσι όπως είναι, δεν ξέρω, σαν να της έχει στρίψει λίγο. Μπορεί να είναι από τις ορμόνες. Της είπα, αγάπη, τα κανόνισες όπως τα κανόνισες, ("Liebe, du hast dir dein Bett gemacht, jetzt mach’s dir gemütlich." - κλασσικός εικονογραφημένος Μ.) κοίτα τη δουλειά σου τώρα και σταμάτα να με παίρνεις τηλέφωνο.
-Έκλαψε;
-Ε, ναι. Με ενοχλεί, το καταλαβαίνεις;
-Ναι. Το θέμα είναι να το καταλάβει αυτή.
-Ήμουν στο γυμναστήριο εχτές και έκανα πόδια. Και έτσι που ήμουν ξαπλωμένος στο μηχάνημα και ζούλαγα για να κάνω έξω μπούτια, άνοιγα έκλεινα τα πόδια, ναι; Και σήκωσα λίγο το κεφάλι και σκέφτηκα, φαντάσου τώρα μαλάκα, από κει ανάμεσα να αρχίσει να πετάγεται ένα μωρουδιακό χέρι. Ζαλίστηκα, είπα θα λιποθυμήσω, σηκώθηκα, έκανα μπρέηκ. Ήμουν τόσο χάλια που ήρθε ένας από δίπλα και μου έφερε ένα Λουκοζέιντ. Πώς στην ευχή τις φαίνεται καλή ιδέα; Αν είσαι ζωάκι εντάξει, να γαμήσεις θες, δεν ξέρεις τα επακόλουθα. Δεν κάνουν τη σύνδεση. Αλλά εμείς, ανώτερα όντα, sapiens και τέτοια;
-Το καλύτερο γιατροσόφι είναι να μη σκέφτεσαι. Sapiens και ιστορίες. Κόψε την υπερανάλυση. Είδες τι παθαίνεις με το να σκέφτεσαι. Κυκλοφορεί ακόμα Λουκοζέιντ;
-Ναι, έχει στον αυτόματο πωλητή στο Φλενσφίτνεςς.
-Πορτοκαλί;
-Ναι. Θα σου πάρω όταν ξαναπάω.

E → C

Fourth step: major third

Behind the veil of reverence
smiles justice. She sees everything
without ever being seen, sword
in hand, a steady grip.

Two men bow before her,
a grain of salt on her golden scale,
a grain of sand, four half-steps from
her blade to their necks.

"Hereby I seal your promise 
to remember, with blood. A promise then,
now an oath. As the beginning, so the end. 
Punishment you shall have, payment in advance!"

The sword comes down, a steady grip,
runs through the necks and clangs
against the block. The sound travels like pain
from their heads to their toes and out in the world.

Imperfect consonance, a wickedness in the cut,
the blood has marked the field. Justice made
two headless knights and she made them thus:
major third, going down.

Batignolles / Clichy

take in the sights, mess around on the L line, be afraid of time,
sleep in, sleep with our heads on the balcony floor and our bodies in the room,
wake up with frozen noses, be glad to wake up,
sleep too little or not at all, drink all the jardin bleu of the country,
make you old, make me young, meet in the middle, 
lie through the teeth to everyone we see,
learn new words like "tu me fais perdre mes moyens",
teach new words like "du verdrehst mir den Kopf" ,
hold hands, forget the world, forget to care,
maybe be seen, maybe get caught,
come together, then part, first light, then dark,
act tough, put on a mask, wipe the tears, stiff upper lip,
on se reverra, then regret, worry more, reviens vers moi, s'il te plaît,
melt my heart, poor little scarecrow, how could I not,
ich finde dich wieder,
forget-me-not, worry-not,
the sun rises and sets and rises again, lanky bird

so busy looking at you, I shot the entire roll out of focus







D → F

 Third step: minor third

Day after day it is winter still. The mud is cold,
cracks with the steps. Behind each heavy leaf there is 
yet another one. The trudge is not a test
it is the only way.

"I want to tell you everything," the hermit said,
"I want to talk until you learn
my heart by heart."

Day after day it is winter still. The air is glass,
shatters when touched. The trees appear like waves 
that froze in time. This forest has no path,
this valley is too deep for light to reach.

The hanged man, his rope a rosary, his turn 
to pray. "There is in me, amidst it all, something holy.
But it is impossible to find in the dark.
Look for it in my blood, please, god."

Day after day it is winter still. The sun is far,
the nights long, the streams trapped in ice.
There is enough savagery in the world.
The first little saffron shoots came through the snow,

tore through it like spears and on its corpse
they'll bloom. "You need no light. This is an altar
where you'll place your offering. Love is loss.
It is pilgrimage." Thus spoke god.

In impenetrable gloom the disciples
kneeled under the burden. The altar creaked. 
Minor third, looking down
going up, losing hope and finding it.

D → G

Second step: perfect fourth

Hidden in the smallest of hours
where no god's big hand can reach
an evil witch under a drape of lead
is laying down the cards

the future appears drop by drop
like beads of sweat on a forehead I touched once
"The future, the present and the past," roars the witch, "are a shadow that's cast."
Released by night's soft grasp

the hermit's face emerged a darker dark
his tight hermit's mouth whispered forbidden words
his bony hermit's hand reached for another man
his tired hermit's eyes closed shut.
It was a ritual, the summoning of a ghost

leaves rustled, branches creaked, birds took flight
and there he was, the hanged man, on his feet
holding his rope as if it were a tail

the evil witch drew her last
"The tower is change", she said, while melting into fog, 
"Lightning strikes, time is flame, nothing stays.
And Only love and death change all things*
I played my best hand, 
for they are a perfect fit, the hermit and the hanged man.
Now jump, go ahead. Let me rest."

In the smallest of hours we took the longing stride, 
perfect fourth, going down
like a dive.


*K Gibran

D → C

 First step: major second

The sun, the winter sun, distance, patience
the coldest stream, a turquoise vein, barely blood, mostly tears
the haze of dreams, the first spring dew

a man is fire, a man is earth
a quiet unison. The fire, as it does, lunges and spreads
until the earth's command:
"Here fire stands."

The sun, the winter sun, king to all but not to us
distance, patience, his devout daughters, have finally met
a prince, a prince to carry the crown when death
sweeps the sky. Hold your applause.

"A two-month long knife in my heart."
"Two months I burned and turned 
to ash."

The streets weep, a golden glaze, a turn, a change
of pace, quick steps, we're in a rush, cut through
the crowds, street after street, the big city, a prince,
a prince, and in the dusty shade of the building's hall
apostates

what a monster of a thirst, how desperate the hands
to take the longing stair, major second, going down
like a sigh.

Λειτουργός στο κάτεργο

 Ι Π Π Ο Κ Ρ Α Τ Η Σ


Όταν ήμουν μικρός έπεσα μέσα σε μια τρύπα στο δρόμο που με πήγε γραμμή στον κύριο οχετό του κόσμου. Από εκεί δεν υπήρχε επιστροφή. Είναι μια λούμπα πολύ βαθειά και με γλιστερά τοιχώματα που νύχι δεν υπάρχει να μπορεί να γαντζωθεί, έτσι που είναι καλυμμένα από μια πηχτή βλεννώδη λέχρα που μοιάζει να είναι φτιαγμένη από αλεσμένα χαρτονομίσματα, ανακατεμένα με κάτι άλλο που δε θέλω να ξέρω τι είναι. Στη λούμπα αυτήν είναι και άλλοι, αλλά οι περισσότεροι δε μοιάζουν να υποφέρουν. Παίρνουν τη λέχρα και την κάνουν μπριγιαντίνη για τα μαλλιά, ή κοιτάν εκείνη την τρύπα στην οροφή από την οποία κάποτε μπαίνει λίγο φως, και βλέπουν το θεό και άλλα τέτοια. Το πιο ενδιαφέρον είναι δε, πως αν κάποιος σκύψει απ'έξω και ρίξει μια ματιά στην τρύπα, πολλοί κάνουνε ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τον πείσουνε να φουντάρει μέσα.

Λίγο πριν το χάραμα ένας γέρος ξήλωσε όλα τα καλώδια και έχεσε στο περβάζι. Πριν τον προλάβουν οι αδερφές είπε να γίνει και δημιουργικός. Οι συνθαλαμίτες του είχαν την τύχη να απολαύσουν τη θέα στο φαρδύ φωταγωγό φιλτραρισμένη μέσα από σκατοβιτρώ. Τα δεσμά που με υποχρεώνει η φρουρά να φοράω στο κάτεργο / τα σαμπώ που με υποχρεώνει να φοράω ο κανονισμός του νοσοκομείου είναι σκληρά σαν πέτρα και ανένδοτα. Με κάθε βήμα μια σφυριά ξεκινάει απ'τη φτέρνα μου και φτάνει κατευθείαν στο μυαλό, όπως εκείνα τα παιχνίδια δύναμης στα πανηγύρια, που ανάλογα πόσο ισχυρό θα είναι το χτύπημα που θα ρίξεις, θα δεις ν'ανεβαίνει μια στήλη που θα σου πει το σκορ σου. Όταν είχα αρχίσει το τελευταίο μέρος του μακρού μου συμβολαίου, είχα επιστρέψει από άλλο νοσοκομείο, με άλλο κανονισμό. Ο διευθυντής μου είπε Θα ξοδευτεί η κλινική για να σου δώσει καινούρια σαμπώ, βλέπεις πόσο φροντίζουμε τους εργαζομένους μας; Ο ίδιος διευθυντής που με πήρε τηλέφωνο εκτός υπηρεσίας να μου πει, Πήρες μισθό από την κλινική, τώρα έχεις χρέος να κάνεις ό,τι σου πω. Τα μισθά είναι μια ιδιαίτερη ευεργεσία, μια δανεική ελεημοσύνη, όπως και τα υποχρεωτικά σαμπώ, και όταν έρχεται η ώρα, πρέπει να ξεχρεώσω. -Τι έγινε πάλι; -Έχουμε ντράβαλα στο θάλαμο Δ18. Ήταν ο θάλαμος στην πέρα άκρη της δυτικής πτέρυγας, ακριβώς αποφασισμένος από τη μοίρα για να χρειαστεί το μέγιστο σφυροκόπημα από τα αναθεματισμένα σαμπώ, μην τολμήσω και ξεχάσω πως εδώ πρόκειται για Κ Α Τ Ε Ρ Γ Ο. Ο γέρος ούρλιαζε ακατάληπτα και χοροπηδούσε γυμνός, πασαλειμένος αίματα, σκατά και διάφορα άλλα. Οι νοσοκόμες της νυχτερινής βάρδιας ήταν στα τελευταία μέτρα της διαδρομής τους και έσπευδαν βρίζοντας μέσα απ'τα δόντια τους να διευθετήσουν τη σκατοκατάσταση. Η προϊσταμένη μου είπε κουρασμένα: Πες να δώσω λίγο Αλοπεριντίν. -Γέμισε μια καραμπίνα με Αλοπεριντίν και Στεντόν και ρίχ'του.

Λίγο πριν το χάραμα κάποια ισόβια αλκώλα πνίγηκε στο αίμα από ανεπανόρθωτη ρήξη κιρσών οισοφάγου. Όταν έφτασα στο θάλαμο, σέρνοντας τα δεσμά, μια ντουζίνα μαλάκες στέκονταν πάνω από το κιτρινιάρικο σαμπρελιασμένο σώμα και έκαναν ΚΑΡΠΑ. Η γραμμή ανάμεσα στην ΚΑΡΠΑ και τη βεβήλωση νεκρού είναι λεπτή και οι περισσότεροι κάνουν πως δεν τη βλέπουν. -Σταματήστε ρε, δε βλέπετε πως έχει αποδημήσει εις κύριον; -Μα ο κύριος αρχίατρος Τ. Τ. είπε το μεσημέρι να κάνουμε τα πάντα! -Τα κάνατε ήδη, δεν απέδωσαν, στοπ. -Μα δεν έχουμε κλείσει 45'! Κοίταξα το ρολόι πάνω απ'την πόρτα, έλεγε 0430. -Ναι, εγώ είδα πως αρχίσατε ΚΑΡΠΑ 0340. Κλείσατε και με το παραπάνω. Μετά από 50 λεπτά μέγιστων προσπαθειών, δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Ώρα θανάτου, 0430. Μαζεύτε τα, δε θα στεκόμαστε εδώ μέχρι την αλλαγή.

Λίγο πριν το χάραμα κολλάω το βρωμοτηλέφωνο στο ιδρωμένο και ξεϊδρωμένο αυτί μου και περιμένω να ξυπνήσει η κόρη ή ο γαμπρός της αλκώλας για να τους σκάσω το μαντάτο. Έχω πονοκέφαλο και δεν ξέρω αν είναι από το ντάπα - ντούπα απ'τα σαμπώ, ή από εκείνο το νουμπέτι που έκανα με το κεφάλι κρεμασμένο στο στέρνο κατά τις δυο σκευρός από το κρύο στο εφημερείο, ή από το φαρμακερό αέρα  του κεντρικού κλιματισμού που ξύνει τα μέσα μου σαν γυαλόχαρτο. Τα βλέφαρά μου έχουνε τη γνωστή κόλλα του νυχτεριού, γιατί ένα νυχτέρι ποτέ δεν είναι μόνο νυχτέρι, αλλά έχει κεφάλι και ουρά, και είναι μακρύ σα φίδι. Ο γέρος καθηγητής χειρουργικής που είχε ο πατέρας μου όταν πήγαινε στη Σχολή τη δεκαετία του '70 θα έλεγε Δεν έχεις κάκκαλα, δεν κάνεις για την ιατρική, δεν είσαι λειτουργός. Κι εγώ θα έπιανα τ'αρχίδια μου και θα έλεγα Για δες πώς τα φέρνει η ζωή, μουστόγερε.

Λίγο πριν το χάραμα... κ.λπ. κ.λπ.

Οι περισσότεροι εφιάλτες ενσκύπτουν λίγο πριν το χάραμα, τις μικρές ώρες που το σκοτάδι είναι αδιαπέραστο, που ακόμα και ο θεός κοιμάται. Το κάτεργο δουλεύει πάντα, αλλά λίγο πριν το χάραμα είναι που περνάει το σωφρονιστικό του μήνυμα στους καταδικασμένους, λίγο πριν το χάραμα γίνεται η εμπέδωση, λίγο πριν το χάραμα συμβαίνουν τέρατα και σημεία που γράφονται στην άμμο και τα σβήνει το πρώτο κύμα που θα γλείψει την ακτή. Η νυχτερινή βάρδια των υφιστάμενων θα πάει να κοιμηθεί, η πρωινή βάρδια θα έρθει φρέσκια με αχνιστό καφέ στο χέρι και κουτσομπολιό από το σχολείο της κόρης της Μαλένε ή τις περιπέτειες του πατσαβουρόσκυλου της Γκίτε που κατούρησε το χαλί και τελοσπάντων, όλα μπαίνουν πάλι σε σειρά, ο κύκλος ξαναρχίζει, ο γκασμάς ανεβαίνει και κατεβαίνει όπως ένα στήθος που αναπνέει.

Τη λέχρα που καλύπτει τα τοιχώματα της λούμπας και γλιστράει σα λάδι μόνο ένα πράγμα μπορεί να της αντιταχθεί, ζεστά, στεγνά φράγκα. Λειτουργούν όπως ο χαρτοβάμβακας, ρουφάνε τα υγρά και τότε τα νύχια και τα δόντια αρχίζουνε να έχουν πρόσφυση, και ίσως μπορέσω ν'αρχίσω το σκαρφάλωμα. Αλλά τα λαμπρά μυαλά του βασιλείου σχεδίασαν τη λούμπα με προοπτική, και τα φράγκα που θα μπορούσε να δώσει οποιοδήποτε ευλογημένο συμβόλαιο για πληβείους είναι ίσως αρκετά για ν'αρχίσεις το σκαρφάλωμα, αλλά ποτέ αρκετά για να καταφέρεις να το τελειώσεις. Και έτσι φτάνεις ως ένα σημείο για να γλιστρήσεις πάλι κάτω, πίσω μαζί με τους βλαμμένους που κάνουν τη λέχρα μπριγιαντίνη, μαζί με τους βλαμμένους που γαμιούνται σαν τα κουνέλια και ξεπετάνε φυλακισμένους εκ γενετής, μαζί με τους βλαμμένους που μέσα σε όλη αυτήν τη φρίκη ασχολούνται με πληθυντικό ευγενείας, με κανονισμούς υγιεινής, με το πού βλέπουν τους εαυτούς τους μετά από πέντε χρόνια, με εθελοντισμό και σκουώς, αυτοί, η ρακέτα της απύθμενης βλακείας τους και το λεχρό ντουβάρι, για πάντα.

Όχι στην ενεργή βοήθεια για το θάνατο, ναι στην ενεργή βοήθεια για τη ζωή, λέει το νέο τσιτάτο του ιατρικού συλλόγου, επειδή ο γιατρός δεν είναι για να μοιράζει θάνατο, είναι για να χαρίζει ζωή, λέει η θεούσα μούμια που ψήφισαν οι υπόλοιποι σωτήρες για επικεφαλής. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων κι ένας μονόφθαλμος στη χώρα των τυφλών. Οι σωτήρες φοβούνται φρικτά το θάνατο, επειδή περνάνε καλά στη λούμπα, τα έχουνε ταχτοποιήσει με τους πνευματικούς τους, Arbeit macht frei, lifescript™, εκλογές, γιορτές, Πάσχατα και Χριστούγεννα, σημαίες και σταυροκόπημα, κώλοι που κουνιούνται, ψωλές, μουνιά, μωράκια, σκυλάκια, γατάκια, παπαράκια, επιστήμη και ζωή. Οι τελειωμένοι φοβούνται τον πόνο.

Με το γκασμά στον ώμο και τα πέτρινα σαμπώ, είμαι ποντίκι δεμένο στον τροχό που αψηφά κάθε νόμο της φυσικής και περιστρέφεται με μηδέν τριβή, με ατέρμονη επιτάχυνση, και ξέρω πως θα πεθάνω και ο τροχός θα συνεχίσει αυτήν την τρελή κίνηση, Έτσι είναι η ζωή, καλέ μου. Να σας γαμήσω, αυτό δεν είναι ζωή, είναι οχετός και είστε σκατά.

Juniper berries I

Lush spider plants and peace lilies were hanging from rods and shelves all over the loft. There were no rooms. As soon as you stepped inside, the entire space revealed itself to you. The area by the entrance was a few steps higher than the rest. It was humid. A few candles and some floor lamps cast a gleam over everything. He walked noiselessly in his woolen socks. His pants were rolled up at the cuffs to stay above the ankle. He greeted me timidly.

He wound up the Victrola and an old swing came on from the dusty record. He took me by the hand and started dancing. He wasn't bad, save a bit rigid, a tad shy. I was much worse, but it was fun. We weren't humans. Two lanky trees had gotten up and out from the soil and danced. Small blues fluttered around the peace lily flowers. I swear I saw fireflies in the dark corners of the loft. It was an enchanted forest, there was no loft. Through the opening between the leaves there was no ceiling to be seen, but the sky at dusk. The tune never seemed to end. We danced and danced, he kept a smile on his lips and something tender in his eyes. Then there were no lips and no eyes, there were star shakes and ridges and lizards in hiding. We became less rigid and less shy. Two tree spirits danced and it was a dance of leaf veins and fresh green branches. A soft wind, a sough, a sway.

I glanced at the Victrola; I knew it. It was identical to the one I had at home. It had the same cast handles and the same rosewood lid. The felt was even curling the same way mine was.
"Where did you get the Victrola from?"
"Jack Black's clone sold it to me for peanuts a few years back."
"In Skibhuskvarteret?"
"Yes!"
"Was it because his girl was kicking him out?"
"Yes."

The music faded, but not to the scratch of the spinning record. The music faded to the sounds of moving water and rustling leaves. He led me to the bed. We fell in it as if we were falling in a well. Our bodies never found a mattress, but warm water and a blanket of duckweed. We were weightless. We never broke the surface tension. He rested on his elbows, on top of the tiny green plants that floated on the lake.
He brought a vial before my face.
""Smell this," he said. I sniffed.
"What is it?" he asked.
"A flower," I answered.
"What flower?"
"I don't know."
"Passion flower."
He handed me the vial. Until then, he’d been playful. But now he grew serious.
"The passion of Christ became this flower. Five petals and five sepals, one for each loyal apostle. Do you know who's missing?"
"No."
"You and I."
"Are you a dream?"
"Yes."

I held on to the vial and swam up, up, up until it was morning and I was in my own bed. The tenements around the harbor were shrouded in fog. The world was real, cold and gray. The window was half-open and the fog was crawling into the room like a beastly breath. On the bonsai elm I kept on the windowsill, a small blue was resting. Where did you come from? I reached out to touch the butterfly, see if it was there at all. From my open hand fell not the vial, but a few juniper berries.

The hermit over the hanged man

 IX x XII

Cross the hermit over the hanged man
cross them to make a cross.
Then take this cross up on your back
and climb Mount Tabor.

Carry the cross and count the drops
of blood you shed on the way
to the top of Mount Tabor.

Carry the cross and keep a secret
it's tears of longing, not regret
keep a secret, I miss you so,
that all the salt of the Dead Sea

is not enough to lace these tears. 
At the end of the ascent the moon will speak:
"Sacrifice is proof of love."

And the sun will laugh:
"See how the hermit is crossed over the hanged man?
Love is the cross. The rest is lost.
Carry the cross and die on it."

Dusk and dawn will be one
time will turn into a ghost
I'll kiss you on the lips, nine no more

You'll cut my noose, twelve no more
but you and I
mere men before the cross
mere men then, now gods.


x


// Marigold Tarot Print