© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

die weiche Knie der Pilger

Μέρα 4. Τα αδύναμα γόνατα των προσκυνητών

Das Johannisfeuer springen wir
nicht über. Gott will es so

die kurze Nacht, die hohe Flammen
die kurze Lunte der Lust, die hohe Erwartungen
der Preis, den man zahlt für Zauberei
ist das Heißbrand man bekommt wenn man liebt
die weiche Knie der Pilger.

--- 

Στις ανοιχτωσιές ετοιμάζουν τα γαϊτανάκια. Παραμονή Μεσοκαλόκαιρου. Από το Ρίμπερσμποργκ φαίνεται η γέφυρα του Όερεσουντ το δόντι του φιδιού. Είναι νωρίς αλλά έχει ήλιο. Οι σανίδες είναι κρύες. Ξεγυμνωνόμαστε βιαστικά και τρέχουμε στο νερό. Είναι πιο κρύο απ'τις σανίδες. Ένας κύκνος κάνει τον ωραίο. Βουτάω ξανά και ξανά και πιάνω τις φυτρωμένες πέτρες του βυθού και τη λεπτή λάσπη ώσπου ζαλίζομαι. Αυτός κάνει απλωτές και ξεφυσάει σαν φώκια. Όταν βγαίνουμε έχουμε τις μικρότερες ψωλές της Σκανδιναβίας και ένας γέρος κάθεται παραδίπλα φορώντας μόνο την πετσέτα του. Καθόμαστε κάτω με τους γυμνούς κώλους και στεγνώνουμε στον ήλιο. Hei, tag et bilde av oss, vil du? λέει ξαφνικά στο γέρο. Ο γέρος απαντάει κάτι στα σουηδικά, αυτός του δίνει το κινητό του, και μας βγάζει δυο φωτογραφίες για καλό και για κακό. Είμαστε φοβερά χαρούμενοι. Τις εγκρίνει. For når jeg er gammel og rynkete som deg. (Για όταν θα είμαι γέρος και ρυτιδιάρης σαν κι εσένα.) Ο γέρος γελάει.

---

Στο σταθμό αναπνέουμε ακόμα τους υδρατμούς της πρωινής βουτιάς. Μου κρατάει το χέρι κοντά στην τσέπη μου, σχεδόν μέσα, και με σφίγγει. Το τραίνο ετοιμάζεται να φύγει, κάνω να φύγω και με σφίγγει πιο πολύ. -Vil du virkelig gå? -Nej. Jeg gider ikke togene uden dig. Τραβιέμαι και ανεβαίνω ενώ σφυρίζει το μπιπ-μπιπ-μπιπ. Τελευταία στιγμή ανεβαίνει κι αυτός. Έχει φρικόρτ όπως οι περισσότεροι εργαζόμενοι των σιδηροδρόμων. Τον βλέπω καχύποπτα, πού έχεις να πας, πονηριάρικο ζωάκι; -Hvor skal du hen? -Frem og tilbake bare. -Ærinde? -Tvert imot.

Κάνει τη διαδρομή μαζί μου μέχρι τη δυτική ακτή. Όταν φτάνουμε, αρχίζει η βροχή που υποσχέθηκαν, πρώτα μαλακή και μετά σεντόνια. Ο σταθμός είναι άδειος όπως πάντα, εδώ έχει ησυχία, είναι η κωλότρυπα της Δανίας, η άκρη του μικρού μας κόσμου. Η κοπελίτσα στο 7-11 ακουμπάει το πηγούνι στον πάγκο. Η Γροιλανδέζα κυρία της καθαριότητας καθαρίζει τα πλακάκια εμπρός από τις τουαλέτες. Κουμπώνω το φωσφορούχο μπουφάν της ναυτιλιακής και φοράω την κουκούλα. Ο ελεγκτής με φιλάει στο στόμα, βγάζει το κουτί με το σνους και ρίχνει μια ματιά στον πίνακα με τα δρομολόγια. Τον αφήνω να στέκεται δίπλα στην παλιά ξύλινη πόρτα του σταθμού, με τα στρωμένα του μαλλιά-πατέ-συκωτιού, πρωταγωνιστής εκείνης της ταινίας του Κάουρισμακι.

---



Schwankendes Gras

Μέρα 3. Χορτάρι που χορεύει στον αέρα

Sieh, das schwankende Gras
in mir schwanket es leise

Sieh, die Felder im Sommer
in mir liegen sie saftig

Sieh, die strahlende Sonne
in mir scheint sie schön

Warte nicht auf Gott
sprechen wird er nicht

außer durch mich.
Du bist wach.

---

Σταματάμε πάνω στο δρόμο έξω από το Γκίλλαστι για να ξεπιαστούμε, έχει ερημιά. Γύρω χωράφια με ξανθοπράσινα σπαρτά και πιο πέρα δάσος. Ανοίγει ένα Φάξε Κόντι που λιαζόταν στο πίσω κάθισμα μαζί με το κουβερτάκι.
-Du vet hvordan... se hvordan... Markerne om sommeren. Solen skinner. Gress svaier hit og dit i vinden. Sånn har jeg det.
-Hej, P. Må jeg spørge dig noget?
-Absolut.
-Tager du pis på mig, mand?
-For en tosk!

(-Ξέρεις πώς... δες πώς... Τα λιβάδια το καλοκαίρι. Ο ήλιος λάμπει. Το χορτάρι χορεύει πέρα δώθε στον αέρα. Έτσι αισθάνομαι.
-Έι, Π. Να σε ρωτήσω κάτι;
-Φυσικά.
-Με δουλεύεις ρε;
-Για δες έναν ηλίθιο!)

Το στόμα του έχει γεύση Φάξε Κόντι, το πρόσωπό του μυρίζει σκόνη, τα μάτια του είναι σχεδόν κλειστά απ'το φως. Είναι ζεστός και όπου τον βλέπει ο ήλιος πιο ζεστός ακόμα. Τα μάγουλά μου έχουν καεί. Για τις αμαρτίες κανείς δεν κρατάει λογαριασμό. Το ραβδί βρίσκει την πλάτη ολωνών. Η τιμωρία του χειμώνα σ'αυτά τα μέρη διαρκεί πολύ και είναι σκληρή, το χρώμα χάνεται απ'τον κόσμο. Μετά έρχεται μια μέρα σαν κι αυτή και συγχωρούνται όλα.

---

Το βράδυ η Καρολίνα μας πηγαίνει στην παμπ Ρεξ που έχει φρουτάκια, μπιλιάρδα και πίτσα με διακοσμητική πρασινάδα. Την ώρα που στεκόμαστε στο μπαρ για να πάρουμε τις μπύρες, βρίσκει ένα πάκο λιωμένα περιοδικά με σταυρόλεξα δίπλα στα σκουπίδια. Τα κουνάει θριαμβευτικά. Αυτός ρωτάει γύρω γύρω για κανένα στυλό, και αναλαμβάνουμε να λύσουμε: είναι στα σουηδικά, αφορμή για χαβά.

Η Καρολίνα δουλεύει σε μαγαζί με ξύλινα παιχνίδια και μπεζ ρούχα για τα μωρά των πλουσίων. Είναι η τροφός-κολλητή, μια σαρανταπεντάρα με σιδερωμένα μαλλιά και χελιδόνια τατουάζ στις κλείδες. Είναι κι αυτή κομπάρσος. Είναι η μόνη από τον κύκλο που ξέρει πως ο ελεγκτής πειραματίζεται, τώρα και με ποιον. Στην τρίτη μπύρα, η Καρολίνα μας δείχνει το ίνστα-στόρυ που ανέβασε: ο φίλος της κι εγώ σκυμμένοι σαν επιμελείς μαθητές πάνω από το διπλωμένο περιοδικό με τα σταυρόλεξα. Η λεζάντα λέει gav dom korsord, får nu ingen kontakt. (τους έδωσα σταυρόλεξα, τώρα δεν έχω καμία επαφή.) Με αιφνιδιάζει που μας βλέπω από ξένη οπτική. Φαίνομαι τσονταρισμένος σαν εισβολέας σε ένα σκηνικό από άλλη ταινία, καθόμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον αλλά όχι χωρίς δικαιολογία, φαίνεται ευτυχής και ανέμελος παρότι δε χαμογελάει, πάλι μικρό παιδί και θέλω να τον πάρω αγκαλιά και να τον λιώσω. Δεν ανήκω εδώ, στη θέση αυτή έπρεπε να ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που πηγαίνει στο κουρείο μια φορά το μήνα, που τη μέρα δουλεύει σε ένα μεγάλο μεσιτικό, που βγαίνει πάντα τις Παρασκευές και τα Σάββατα, και που το καλοκαίρι κάνει γουήντ-σερφ. Κι όμως είμαι εδώ, ένα ισχνό αδηφάγο τέρας, έχω κλέψει τη θέση εκείνου που θα ήταν σωστό να είναι εδώ, τον έχω κατασπαράξει και τον έχω χέσει και δεν υπάρχει πουθενά, ίσως να μην υπήρξε και ποτέ.

Η Καρολίνα με βολιδοσκοπεί όλο το βράδυ. Ξέρω πως όταν φύγω θα συναντηθούν για να του δώσει το πόρισμά της. Ξέρω επίσης πως ό,τι κι αν πει το πόρισμα, ο ελεγκτής δεν έχει σωτηρία. Είμαι τυχερός. Είναι στο όνομά μου. Κάθε άλλο ενδεχόμενο θα με έσπαγε σε εκατομμύρια θρύψαλα. Είμαστε τραγικά τρωτοί, είναι αυτό που διασκεδάζει περισσότερο από κάθε τι τα θεία. Τώρα δε φαίνεται ούτε ένα μικρό ράγισμα. Κάποτε θα χειμωνιάσει πάλι, αλλά όταν στέκεσαι στον ήλιο και χαζεύεις το χορτάρι που χορεύει, δε θέλει πολύ για να πειστείς πως αυτή τη φορά, ανάθεμα, πέτυχες το αιώνιο καλοκαίρι.

---


Spiele der Wanderer

Μέρα 2. Παιχνίδια των περιπλανωμένων

Über uns das Irrlicht hängt
von der Hand Gottes

Mir nach! eine Stimme klingt
und kleinlaut folgen wir

gleich danach gibt es
kein Irrlicht mehr

im Dunkel unser's Wahnsinns
verschwinden die Schritte der Reihe nach
 
Was raschelt, Tierchen? Bist es du?
frage ich soeben blind

Gott, hilf mir, Gott!
du schreist vor Furcht

Mir nach! die Stimme klingt nochmal
Dir nach? Wie denn dann?

Ihr Narren, sagt nun Gott,
gebt ihr der Begier nach.

Du weinst um mich
du leidest wie du sollst

deine Tränen, schimmernder Tau
Leuchtkäfer führen mich hin zu dir

deine Wärme, dein Blut, dein Atem
führen mich hin zu dir

erst als wir uns an die Hände fassen
geht das Irrlicht aus deinen Augen hervor
es ist jetzt heller Tag, was raschelt so?

Vipern um uns herum
werden jäh zu Erde.

Spiele der Wanderer, lacht Gott
Ihr verirrt euch, ihr findet euch zurecht
aber der Sehnsuchtsort liegt immer in dem dunklen Herz.

---

Στο Πίλνταμμσπαρκ ξαπλώνουμε στο γρασίδι και ο ουρανός έρχεται κατά πάνω μας χωρίς να μας συναντά ποτέ. Με πήγε στο σαντουητσάδικο που λέγεται σκανδιναβιτσάδικο και με υπερηφάνεια μου ανακοίνωσε πως έχει Φριτς Κόλα, που είναι γνωστή τοπική μάρκα του Αμβούργου (πώς καλύτερα να ευχαριστήσει κανείς έναν Βορειογερμανό), και ξαφνικά φάνηκε τόσο νέος δίπλα στην ταμπέλα που έλεγε Φριτς Κόλα. Του ρίχνω τέσσερα χρόνια, όσα ρίχνω και στη μικρή, αλλά αυτός με ξεγελάει και κάθε φορά που το θυμάμαι με πιάνει εξαπίνης.

Στο Πίλνταμμσπαρκ τα λουλούδια είναι ανθισμένα. Δεν έχει τις δακτυλίτιδες και τις ψιλές παπαρούνες που έχουμε στη δυτική ακτή, έχει άλλα που δεν τα ξέρω και μυρίζουν ωραία. Από παρανοημένη αβρότητα τις άλλες φορές του μιλούσα νορβηγικά και μου μιλούσε δανέζικα, τώρα μου μιλάει νορβηγικά και του μιλάω δανέζικα. Τις άλλες φορές βρισκόμασταν και χανόμασταν μέσα σε λίγες ώρες στο μικρό διαμέρισμα μιας νοσοκόμας φίλης του στο Κόλινγκ, σαν σφήνα, δε μιλούσαμε πολύ, τα στοιχειώδη αρκούσαν. Το μόνο που έβλεπα ανάμεσά μας ήταν διαφορές και το γλιτσόνημα της καύλας. Ερχόταν από έναν κόσμο ξένο για μένα, κι εγώ από έναν κόσμο ξένο γι'αυτόν, οτιδήποτε άλλο απειλούσε την ξώφαλτση συνεννόηση.

Όταν γνωριστήκαμε είχα εισιτήριο Νύχαβν - Έσμπιεργκ αλλά κατέβηκα μαζί του στο Κόλινγκ. Κάθισα στα σκαλιά του σταθμού, ενώ αυτός στεκόταν δίπλα μου με τη χαζή στολή μισοχτεσινός και σχολασμένος, προσπαθώντας να σκεφτεί πού θα πηγαίναμε. Του πρότεινα φρόκοστ στο Κόμγουελλ που ήταν κοντά, αλλά γέλασε σαν να ήμουν ηλίθιος: Hva? Nei. Άφησε το αντίθετο ιντερσίτυ που θα τον γυρνούσε Σουηδία να περάσει, έκανε κοινωνικότητες με μια συνάδερφό του που δεν καταλάβαινε την προφορά του και απαντούσε συνέχεια με ένα ενθουσιώδες που δεν έβγαζε πάντα νόημα, και τελικά πήρε τηλέφωνο τη νοσοκόμα. Ήταν ένα ντροπιαστικό τηλεφώνημα, και ενώ την περίμενε να απαντήσει, έβαζε κι έβγαζε το τζόκεϋ μηχανικά, αλλά τίποτα δεν άλλαξε στην υπηρεσιακή του ευδιαθεσία.

Στο Πίλνταμμσπαρκ ακούω για τον παπά Μοέλλερ και την εκκλησία του χωριού του στη συμβολή δυο ποταμιών, για το πλακοστρωμένο μονοπάτι στην αυλή που γινόταν μαύρο όταν έβρεχε, για το φόβο που είχε για το δάσος μικρός. Μεγαλώνοντας ήθελε να φύγει από εκεί για να βρει τα ίχνη αυτού που κυνηγούσε. Δοκίμασε το Τρόντειμ, το Όσλο όπου σπούδασε τεχνολογία πληροφοριών, δοκίμασε σαιζόν σε ένα σικέ ρεστοράν στις Κάννες, σαιζόν σε ένα μπιτσόμπαρο στην Πάρο (!), ένα παραλίμνιο κουτσοχώρι βόρεια από το Γιοενκοέπινγκ, το Γιοενκοέπινγκ, το Λονδίνο, το Πήτερσμπορο, τη Στοκχόλμη κ.λπ., κ.λπ.... Στο Πίλνταμμσπαρκ ακούει για τα μαθήματα πιάνου και το φέρρυ στο νησί, για τη θάλασσα που έφευγε κι ερχόταν και τις αναθυμιάσεις της λάσπης όταν έκοβε ο αέρας. Μεγαλώνοντας ήθελα να φύγω από εκεί για να χάσει τα ίχνη μου αυτό που με κυνηγούσε. Δοκίμασα τη Σαλονίκη, το Τάλλινν και το Όσλο με τις ανταλλαγές, ένα χρόνο κλινικών στο Αμβούργο, ξανά τη Σαλονίκη, δοκίμασα να πηγαινοέρχομαι στο Χούζουμ, τα οφφσόρ στο Μπέργκεν, το Σανταντέρ, την Κέρκυρα, το Φάνοε, την Όδενσε κ.λπ., κ.λπ....

Στο Πίλνταμμσπαρκ ξαπλώνουμε στο γρασίδι και το χλωμό πετσί μου και το σκουρωπό πετσί του χάνονται σε μια ανάμνηση σαν γάλα και δε μπορώ να τα ξεχωρίσω. Σκοτώνουμε χρόνο στην αντιπαραβολή, στα προϋπαντήματα και τους αποχαιρετισμούς, στα παιχνίδια των περιπλανωμένων. Μας λείπεται η πίστη. Τα φωτεινά μάτια του και τα σκοτεινά δικά μου, τα μαλλιά-πατέ-συκωτιού και τα μαλλιά-σκουριά, τα νύχια με τα μισοφέγγαρα και τα νύχια του παραλίγο πεθαμένου, το δάσος και το γλυκό νερό, η άμμος και το αλατόνερο, ο Θεός μέσα του, ο Θεός μέσα μου και ο Θεός ανάμεσά μας. 

Κάθε φορά που ερωτεύομαι, κάποιος με καταλαβαίνει με έναν καινούριο τρόπο.

---

Η εξομολόγηση είναι σωστή μόνο αν γίνει στη γλώσσα την πιο κοντινή του αμαρτωλού. Αλλιώς μιλάς πάντα πίσω από ένα πέπλο, και κατά βάθος μένεις αμετανόητος.

---

Το βράδυ κοιμάμαι ξερός, με ξυπνάει ξαφνικά με ένα σκούντημα: Fy, du har fuktet puten min! -Hva'? -Du har siklet på puten min. -Ej, klamt. Γελάμε, αφού είμαι έτσι σιχαμένος. Έχω φτιάξει μια λιμνούλα από σάλια στο μαξιλάρι. Τα μούσια στη μια μεριά είναι βρεγμένα και μυρίζουν φτύμα. Τον ρωτάω πού έχει τις μαξιλαροθήκες. Μου δείχνει. Φέρνω μια φρέσκια, την αλλάζω και πηγαίνω στο μπάνιο να κάνω σαπουνάδα με το χεροσάπουνο με τη θαλάσσια χελώνα που κολυμπάει στη συσκευασία. Με ακολουθεί, κλείνει τη χέστρα και κάθεται ενώ σκύβω στο νεροχύτη. -Hva venter du på? -Hvad skal jeg nu? -Si det. -Sige hvad? -Jeg er forelsket i deg. -Er du sikker? -Sikker. -Na ja. Στέκομαι αμήχανος με τη γενειάδα να στάζει. Η βρύση τρέχει. Αυτός με καρφώνει με το βλέμμα, σαν να προσπαθεί να μου τραβήξει την ψυχή έξω απ'τους κόγχους. -Er alle tyskere så jævla stive? -Det ved du jo allerede. -Leg med. Jeg vil høre deg si det. -Ich bin in dich verliebt. Jeg er forelsket i dig. Δε λέει τίποτα. Είναι το καθιστό άγαλμα της χέστρας, ένας Χόλγκερ Ντάνσκε - Χόλγκερ Νόρμαν από κεχριμπαρένιο κρεατοζελέ. Κλείνω τη βρύση, ασχολούμαι με την πετσέτα πολύ ενδελεχώς για να του δώσω χρόνο, μήπως αποφασίσει να πει κάτι, όπως "τι ωραία" ή "κορόιδο, χα-χα" ή "ώρα να φύγεις". Τελικά μιλάω ξανά εγώ: -Jeg går i seng. Με ακολουθεί με τα μάτια, τα αισθάνομαι να μου τρυπάνε την πλάτη, τον αφήνω στο μπάνιο. 

Όταν έρχεται έχω ξανακοιμηθεί και με ξυπνάει εκ νέου. -Hei, F. -Hej, hr. togfører. Γυρίζω στο πλάι για να είμαστε αντικρυστά. Το χάραμα ρίχνει θολό φως από το παράθυρο πίσω μου. Οι ώμοι του είναι ομαλοί, το διάγραμμά του κόντρα στον κόσμο δεν είναι κοφτερό. Όταν νοσηλευόμουν τον πήρα τηλέφωνο να τον ενημερώσω πως ήμουν μέσα και σαν παλιός χαρτοπαίχτης είχα μια στις δυο να βγω ή να μη βγω. Έμεινε σιωπηλός στην άλλη άκρη της γραμμής να με ακούει να ταχυπνοώ. Du dør ikke, for faen. (Δε θα πεθάνεις, διάολε.) Μετά μου το'κλεισε. Δεν ήταν έτοιμος να πεθάνω. Η άρνησή του είχε το ίδιο πείσμα που έδειξαν όσοι με αγαπούσαν. Ένα χαλίκι είχε πέσει στο νερό και τα κύματα είχαν φτάσει μακρυά. Την επομένη εμφανίστηκε στο θάλαμο με ένα περίεργο τάπερ με καουτσουκένια βάση που μέσα είχε ένα βουνό από εκείνα τα μπισκότα που ανάμεσά τους έχουν μαρμελάδα, που τα έφαγα δυο βδομάδες αργότερα στεγνά απ'το ψυγείο. Ο πατέρας μου ήταν εκεί αλλά δεν είχαν κοινή γλώσσα. Μου κράτησε το αντιβράχιο και μου μίλησε αλλά δεν άκουγα τι έλεγε. Ήθελα να του μιλήσω αλλά με έπαιρνε συνέχεια ο ύπνος. Ήθελα να τον ρωτήσω για το ηλίθιο όνομά του, ήθελα να μάθω για τον Μπούα και τον Ένα, ήθελα να βρεθούμε ξανά στο Κόλινγκ, στο σπίτι που μυρίζει χώμα, ήθελα να τον δω αφηρημένο στα κλεφτά, ήθελα την αίσθηση του κορμιού του, το μαλακό τρόπο που έχει για να φιλάει, ήθελα να ξέρει, δεν είχα βαρεθεί ακόμα, δεν είχα βαρεθεί καθόλου. Ένιωθα έτοιμος να πεθάνω, αλλά δεν είχα εξομολογηθεί αρκετά. Βέβαια τίποτα απ'όλα αυτά δεν είχε σημασία, εκεί έγκειται όλη η δυστυχία. Τα χαρτιά τα έριχνε ο Θεός. 

Η νύχτα έχει κοντύνει και ξημερώνει από τις τέσσερεις. Φαίνεται ταλαίπωρος από την αγρύπνια. Βάζω την παλάμη μου στη μούρη του, την ξεκολλάει και την κάνει πέρα. Δεν ξέρω τι προσπαθεί να διαβάσει μέσα στο κεφάλι μου, δεν ξέρω τι νομίζει πως κρύβω. -Det var ikke en lek. -Ved godt. 

---

die Pietät der Treulosen

Μέρα 1. Η ευλάβεια των απίστων

Von dir hab' ich geträumt
kniefällig beim Gottesdienst
versunken im Gebet 

es regnete in der Kirche
heilige Tränen

über dich flog ein kleiner Amarant
eine flüchtige Flamme

Gottes Fluch, was sonst
du gottesfürchtiger
du redlicher Rohling

deine Schulter tippte ich an:
Wir fahren zur Hölle, Tierchen
sagte ich

Hier bestimme ich, sagte Gott
Ich beobachte mit den Augen des Amarants
Ich durchschaue euch

die Pietät der Treulosen strafe ich nicht.

Du blickte auf und sagtest: Weiter bete ich nicht.
Nehm mich, auf Gottes Befehl.
Und mit großem Eifer nahm ich dich.
Mit der Pietät der Treulosen.

---

Ένας χοντρός γλάρος πέθανε στη στέγη του γκαράζ. Λίγες μέρες μετά τον πήραν δυο ζευγάρια μαυροπούλια μυρωδιά, μαζεύτηκαν και έκαναν συμπόσιο. Λίγες μέρες πιο μετά, δυο μαυροπούλια πέθαναν δίπλα στο γλάρο.

Τρίβω τα δάχτυλά μου μεταξύ τους. Τα νύχια έχουν μισοξεκολλήσει από τις κοίτες και έχουν κάτι διακριτικές γραμμές του Mührcke ή του Mees ή ίσως και ανώνυμες δικές μου.

--- 

Lyst å møtes?

Βλέπω τις λέξεις από ψηλά ενώ είμαι στο δεύτερο σετ και ο ιδρώτας κυλάει από το στέρνο κατευθείαν μέσα στον κομμένο αφαλό μου. Δεν ξέρω τι να κάνω με αυτό το σώμα και τις καινούριες του πληγές, και ο μόνος τρόπος που έχω βρει για να βγαίνω απ'το κλουβί είναι να γίνομαι κρεατοκέφαλος του γυμναστηρίου όπως όταν ήμουν νέος και ήθελα να είμαι σε ετοιμότητα για ξύλο. Κάνω μπάνιο διεκπεραιωτικά, είμαι παρατημένος, για πρώτη φορά από τα 18 φάνηκε η μοκέτα που ακόμα πάει με τις κουρτίνες. Αποφεύγω το άγγιγμα σα δαρμένο σκυλί, το δικό μου και πιο πολύ των άλλων. Θέλω να τον δω, αλλά δε θέλω να με δει, μόνο τη σκιά μου. Δε θέλω να δει την άγρια μάσκα του Νο, δε θέλω να με δει να τον φοβάμαι. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε στο Κόλινγκ ήμουν ήδη άρρωστος αλλά έκανα μόκο. Είχα αποφασίσει πως δεν τον αφορούσε. Η σκιά μου έσκυβε πάνω απ'τη δικιά του στο ντουβάρι και ήταν η σκιά ενός άντρα που άξιζε τον κόπο, όχι κάποιου φυματικού που ξερνούσε αίμα στο νεροχυτάκι της πλατφόρμας. Είχα τα μαλλιά πιασμένα πάνω για να μην του δίνουνε λαβή, φρόντιζε τα πρόσωπά μας να μην έρχονται πολύ κοντά, προσκυνητές προσκυνητές αλλά το τάγμα δε θα μας έκανε κουμάντο. Ήταν η μόστρα που είχαμε να συντηρούμε, μια συμφωνία σιωπηρή, κι ας κρατιόταν από τους ώμους μου σαν πίσω του να ήταν ο ντράφος του διαόλου και μπορούσα να ονομάσω έναν έναν όλους τους μύες στο λαιμό του, παραλλαγή στο γνωστό θέμα.

---

Πίστευα πως ο κόσμος στηριζόταν με ένα από τα άπειρα πόδια του πάνω μου. Οι προσδοκίες των άλλων με κρατούσαν έτσι, όπως μια κοτρώνα σηκώνει το βάρος των άλλων σφηνωμένη στο σωρό. Ένα παιδί φάντασμα με κλώτσησε και όταν βρέθηκα στο χαλικόδρομο πέρα απ'το σωρό φάνηκε το αίμα. Δεν απογοητεύτηκε κανείς, όλοι οι άλλοι ήταν ακόμα πέτρες: τους έβλεπα στιβαγμένους στο σωρό, να στέκονται καλά. Οι προσδοκίες των άλλων; Οι προσδοκίες κανενός. Ηλίθιος και παραπλανημένος. Ο κόσμος δε χρειάζεται γελοίες καρικατούρες του Άτλαντα για να σταθεί.

---

'93 πέρα απ'τον Αρίλλα στα ανοιχτά, απάνω στη Μαγδούλα. Στεκόμουν άκρη άκρη και κοιτούσα το σκοτάδι που έκρυβε το νερό. Κλείσε τα μάτια και βούτα. Άντε. Η μάνα μου ήταν ή εσύ; Φοβόμουν εκείνες τις μεγάλες μέδουσες που είχα δει στη διαδρομή, φοβόμουν το νερό που δεν ομολογούσε. Έλα, χέστη! Με έσπρωξε και έπεσα με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά από τη μέρα στη νύχτα και ήπια απ'το στόμα και απ'τη μύτη, και το νερό με έκαιγε σαν οινόπνευμα. Sei ein Mann! Η μάνα μου και το πώς έπρεπε να γίνονται τα πράγματα, πάντα με μια γρήγορη μαχαιριά. Η μάνα μου ή εσύ;

---

Sei ein Mann, η ενδέκατη εντολή. Ταμπάκο τοσκάνο στη γενειάδα, λάδι στα μαλλιά και χτένα, πλυμένα γυαλιά, βουρτσισμένα νύχια, φρέσκα ρούχα. Στο Λίμχαμν σε μια γκρίζα πολυκατοικία μοιράζεται το διαμέρισμα με τον Μάρκους, ένα Σουηδό ποδοσφαιρόφιλο. Από την ανοιχτή πόρτα ακούγεται η τηλεόραση που δείχνει μπαλόνι. Ο Μάρκους είναι κομπάρσος, δεν ήρθα γι'αυτόν. Ο ελεγκτής είναι εκεί, με τα μαλλιά στρωμένα πίσω, πρωταγωνιστής κάποιας ταινίας του Κάουρισμακι που είδα φοιτητής.

Vi må være diskrete til han drar, μου ψιθυρίζει κολλητά στο μάγουλο, λες και ακούω από το μάγουλο. Jamen, jeg har ikke været indiskret indtil videre, vel? Hvad siger du, Markus? -Inget potatisspråk, tack. -Værsgo. Roligt.

Μου δείχνει το ρολόι με το υφασμάτινο λουρί και δείχνει με τα δάχτυλα ''δύο''. Ja, de vakre fingre. -Hold kjeft vær så snill, hva sa jeg akkurat nå? Κατεργάρικη μούρη, όλα τα δάχτυλα στο μέλι. -Jaja, jaja... Κάθε φορά που τον βλέπω είναι σαν να τον πετυχαίνω σε μια στιγμή ανάπαυλας κλεμμένη, σαν να τον κοιτάζω πάλι πίσω από το φιμέ τζάμι της συρόμενης πόρτας που κυλούσε πίσω μπρος ανάμεσά μας όταν γνωριστήκαμε στο τραίνο. Ο ελεγκτής είναι από εκείνους τους εξωστρεφείς κοινωνικούς τύπους που ζουν σε μια μόνιμη φασαρία αλλά όταν βρισκόμαστε βάζει τη ζωή του στο ψυγείο κι εγώ γίνομαι ηδονοβλεψίας.

---

Κουνάει το πόδι νευρικά, κοιτάζει κάθε τόσο το ρολόι με το υφασμάτινο λουρί, κάνει σνους και πιάνουμε κουβέντα δίπλα στο Μάρκους που βλέπει το μπαλόνι. Μου λέει για τα ψάρια που έπιασε στο Κριστιανσάντ και για την πρώην του τη Σοφίε που είναι πολύ γκαστρωμένη από έναν Σέρβο, μου τους δείχνει στο ίνστα, fy for fa'en hun ligner et luftskib (ανάθεμα μοιάζει με ζέππελιν) λέω και ο Μάρκους γελάει δυνατά και ανεβαίνει σε ένα περίεργο τελεφερίκ που τον πηγαίνει αστραπή από την ψυχαγωγία στην αγανάκτηση, Vem är den här killen? Vad är det för fel på dig? När jag säger något är jag den onde, σταματάει ξαφνικά, ρίχνει μια καλή ματιά και στους δυο μας, κι έπειτα γυρίζει στο μπαλόνι.

---

Όταν ο Μάρκους φεύγει για της γκόμενάς του, το διαμέρισμα μένει ήσυχο σαν να φύγαμε κι εμείς μαζί του. Ακούγεται ο δευτερολεπτοδείχτης του ρολογιού του ελεγκτή, και ο αέρας έξω. Βγάζει το σνους από το στόμα και το κρύβει στο καπάκι. Hva venter du på? Jeg er din. -Din fucking løgnhals, τον φοβάμαι και θέλω να τον χτυπήσω. Θα μπορούσα να ματώσω τη γροθιά μου στο κρανίο του. Αλλά το τάγμα μας έχει γονατίσει. Με συναντάει με το βλέμμα και όπως βγαίνει μια γάζα που ήταν χωμένη σε βαθειά πληγή, η αγριάδα χύνεται από τους κόγχους, τους κροτάφους, το κούτελο, τα φρύδια, τα ζυγωματικά, την ακούω που πέφτει στο πάτωμα, άμμος από τρύπιο σακί. Βλέπω το Θεό μέσα του να λέει με τη φωνή του και το νορβηγικό ρυθμό אנכי יהוה אלהיך (I am the lord thy God), αλλά δε χρειάζομαι πίστη για να υποταχτώ. Η υφή από το μπλε πουκάμισο που είναι από κείνα τα ζεστά που δεν τσαλακώνονται, ο ανοιχτός γιακάς, το άσπρο κοντομάνικο, τα βυζιά του, τα γένεια στο λαιμό, τα κλοπιμαία μου. Βάζει το χέρι του κάτω απ'τα ρούχα μου, βρίσκει τη χειρουργημένη μεριά. Το άγγιγμα με καίει. Μένω και μένει ακίνητος και σιγά σιγά τα νεύρα θυμούνται. Θα μπορούσε να χώσει δυο νύχια σε κάθε τομή και να με ανοίξει όπως τα μαυροπούλια ανοίξαν το κουφάρι του χοντρού γλάρου. Όμως επιμένει να κρέμεται με τα μάτια απ'τα δικά μου, τον καταπίνει ολοένα η προσευχή, και καθώς η προσήλωση ξεπλένεται από μια τρυφερή έκπληξη, ξέρω πως βλέπει το Θεό μέσα μου.

---

Εβέρ

 


Ο Φόρρεστ Κάρτερ έγραψε την Εκπαίδευση του Μικρού Δέντρου. Ένας μικρός Τσεροκί μεγάλωνε με τον παππού και τη γιαγιά σύμφωνα με τις αξίες και τις παραδόσεις της φυλής, τσιτάτα όπως Take only what ye need. When ye take the deer, do not take the best. Take the smaller and the slower and then the deer will grow stronger and always give you meat. Pa-koh, the panther, knows and so must ye. Τα λόγια είναι σαν μακρυές βελόνες και σε βρίσκουν κατευθείαν στο ψαχνό.

Ο Έηζα Ερλ Κάρτερ ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της Κου Κλουξ Κλαν και έγραφε πολιτικούς λόγους για ρατσιστές πολιτικούς. Το απόγειο της καριέρας του ήταν το σύνθημα που παπαγάλισε ο Τζωρτζ Γουώλλας segregation now, segregation tomorrow, segregation forever. Τα λόγια είναι σαν μακρυές βελόνες και σε βρίσκουν κατευθείαν στο ψαχνό.

Ο Φόρρεστ Κάρτερ και ο Έηζα Ερλ Κάρτερ ήταν ο ίδιος άντρας.

---

Με τον Εβέρ είμαστε φίλοι από όταν ήταν μωρό. Όταν παίρνω τη στροφή από το δάσος προς το σπίτι, μόλις με παίρνει πρέφα έρχεται τροχάζοντας χαλαρά. Ο סנדק είχε κατά καιρούς πολλά άλογα αλλά εμένα ποτέ δε με ενδιέφεραν πολύ. Συμπαθώ μόνο τον Εβέρ. Όταν ο Εβέρ σακατεύτηκε, έβαλα φράγκα για να κάνει φυσιοθεραπείες. Τώρα που είμαι κι εγώ σακάτης κάνουμε ακόμα πιο καλή παρέα. Τώρα καταλαβαίνω τον Εβέρ καλύτερα από όλους τους άλλους, και ο Εβέρ με καταλαβαίνει καλύτερα από ό,τι με καταλαβαίνω εγώ. Είναι θήραμα και η αδυναμία του τον κάνει πιο ευάλωτο, γι'αυτό την κρύβει όσο καλύτερα μπορεί. Όμως δεν έγινε πικρός και δεν τσινάει.

Suffering, in great abundance

While I was in the hospital, I was lucky to get a bed by the window. I spent my time looking at the sky through that window. I kept it open all the time, because life was out there. Death was out there, too. I needed the air to dilute my helplessness. I used to spend a lot of time in my head before I got sick. Being at the hospital pulled that habit out like a bad tooth. The real world came into focus. The soft apricots of Cádiz. Lilacs in bloom. The sweat of the sea in Saloniki during the days of suffocating heat. The sand of North Frisia, like fine cane sugar, a whip to the legs, the sand of my home. The wind through my hair. The salty mist on my face. The sticky banisters of some companionways. The vibrations on the steel net when someone’s in a hurry. Holding hands. And of course suffering, in great abundance.

That’s all there is to it.