30 + 6. Α'
So dunkel ist keine Nacht, dass Gottes Auge nicht darüber wacht
Κύκλοι του Μιλάνκοβιτς
Επαγωγή
Το χέρι του Θεού φυτρώνει από ψηλά και ραίνει με ευλογίες. Η ομορφιά του κόσμου είναι στο δυϊσμό. Χωρίς αντιθέσεις το μάτι είναι τυφλό. Η πίστη φαίνεται δίπλα στην απιστία. Το χέρι του Θεού φυτρώνει από ψηλά και γίνεται δρεπάνι. Η χάμσα, η προστασία απ'το κακό. Το σκοτάδι αναβλύζει απ'το σώμα, το κακό είναι μέσα σου. Το παραμύθι που σε κάνει να κρατιέσαι με ό,τι έχεις, η φτηνή ελπίδα πως η ρόδα κάποτε θα σταματήσει να γυρίζει. Τα νύχια σου ξηλωμένα και μπηγμένα στο μαλακό χώμα, το χαρτάκι είναι στημένο έτσι ώστε να μη βγαίνει ποτέ ή έτσι λες. Τίποτα εκεί έξω δε μπορεί να σε θεραπεύσει, αλλά θα περάσεις τη ζωή σου γυρεύοντας. Είναι μοναχικό ταξίδι. Ο θάνατος είναι παιχνίδι για έναν.
Το χέρι του Θεού. Εκείνη η φωνή που χαϊδεύει το κεφάλι από μέσα, ένα κέρμα που πέφτει στο πηγάδι για ευχή. Ξυπνάς κι ό,τι σε πονάει είναι εκεί. Δεν υπάρχει λόγος για εντολές. Ξέρεις πότε ξεστρατίζεις. Ο ουρανός πλαταίνει όσο απομακρύνεσαι από τον ισημερινό. Ο αέρας αλλάζει, το νερό. Το αίμα ταξιδεύει πίσω από τους αμφιβληστροειδείς και η μέρα διαδέχεται τη νύχτα στο σφυγμό. Η αμαρτία και η τιμωρία παίζονται ταυτόχρονα. Το αθώο διάστημα της πέμπτης καθαρής, ένα ντο-σολ. Το φθίνον σώμα, το χώμα που υποχωρεί, οι βίαιες εναλλαγές από πλήμμη σε ρηχία, τίποτα δεν είναι φτιαγμένο για να αντέξει τέτοια εύρη. Από τη μια μεριά η τύχη και από την άλλη το στρατήγημα. Το χέρι του Θεού θα δέσει και θα λύσει. Δεν είναι μοιρολατρεία, είναι μια μαχαιριά που έρχεται λοξά. Οι φόβοι σου θα κρύβονται για πάντα στ'ανοιχτά. Οι εφιάλτες δεν περιμένουν να κοιμηθείς για να σε βρουν. Ο κόσμος είναι απλός, βουτιά στα άσπρα μαύρα. Να είσαι έτοιμος να λυγίσεις, να είσαι έτοιμος να σπάσεις. Το χέρι του Θεού δείχνει πού θα βρεις αυτό που ψάχνεις.
-
Αγαπημένε μου Άλμπερτ.
-
Balfour vs. דאיקייט
Οι Εγγλέζοι είχαν ιστορικά κλίση στο παιχνίδι της αποικιοκρατίας. Σαν ένας Μίδας της σκακιέρας είναι φοβερή ικανότητα να μετατρέπεις ό,τι αγγίζεις σε πιόνια. Ό,τι δεν ήταν Ευρώπη, ήταν για τους δυτικούς terre sauvage. Και αν έπαιξαν! Με την ψυχή τους. Εμείς από την άλλη είχαμε ιστορικά ροπή στη μετανάστευση, και αυτό δεν είναι και κανένα αξιοθαύμαστο ταλέντο. Ο σιωνισμός εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί δυο μέτωπα και κάτι: αυτούς που δε γουστάρουν τους εβραίους στην αυλή τους, τους ματαιόδοξους εβραίους και τους ουτοπιστές σαν υποσημείωση. Η λαμπρή ιδέα μιας πατρίδας για τους εβραίους ήταν ισοδύναμη με το να φυτρώνουν οι αποικιοκράτες ένα τρίτο χέρι, το οποίο θα γινόταν τόσο μακρύ, ώστε να τους χώσει ως τον αγκώνα στις δίπλες της μέσης Ανατολής, την οποία είχαν κάθε επιθυμία να μοχλεύσουν. Για τους σιωνιστές ήταν δικαίωση. Ο Χερτσλ γεννήθηκε στην Αυστριακή Αυτοκρατορία και πέθανε στην Αυστρουγγαρία. Πέθανε εβραίος αλλά όχι Ισραηλινός.
Είχε παρατηρήσει εύστοχα πως όπου μαζευόμαστε, εμφανίζονται διώκτες. Δεν ήταν παρανοϊκή καχυποψία. Είμαστε εργατικοί και όχι ηλίθιοι. Είμαστε κλειστοί και καθώς λίγοι, συχνά διαφορετικοί. Μέναμε αφοσιωμένοι στη διαφορετικότητά μας, ενίοτε με μια πεποίθηση ανωτερότητας. Δε θέλει περισσότερα για να εκλυθεί το μίσος. Η κοινωνία αρρωσταίνει από την φυσική τάξη των πραγμάτων, φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά στα παιδιά μιας σχολικής τάξης: ο πιο χοντρός ή ο πιο μυταρόλας ή ο αλλήθωρος, όλοι αυτοί πρέπει να τιμωρηθούν για τη διαφορετικότητά τους. Όταν ο Θρασύβουλος ο Μιλήσιος έκοβε τους πιο ψηλούς βλαστούς του σιταριού, κάπου ένα παιδί ησύχαζε ικανοποιημένο. Είναι το ΥΦΑΣΜΑ του ανθρώπου. Από αυτήν την πραγματικότητα, ο Χερτσλ ονειρεύτηκε ένα μέρος όπου θα ήμασταν εμείς τα αφεντικά. Μια επανόρθωση. Και ανοίγοντας τα ιερά βιβλία, βρίσκει κανείς και το μέρος, βγαλμένο από τα παραμύθια, όπως αρμόζει σε μια φαντασίωση. Ένας κουβάς με εβραίικο αίμα, καλά καπακωμένος, που να μη χρειάζεται να εκτεθεί στις τραυματικές καταστάσεις που συνοδεύουν τις μεγάλες διαφορές εντροπίας.
Η ένσταση σ'αυτό το όνειρο θερινής νυκτός είναι η *דאיקייט, το να είσαι εδώ, που γεννήθηκε από την εργατική εβραϊκή ένωση (אלגעמיינער יידישער ארבעטער בונד אין), αρκετά πριν αρχίσουν οι φρίκες του Β' ΠΠ. Το να είσαι εδώ, να δουλέψεις για να στρώσεις τα πράγματα όπου βρίσκεσαι, αντί να σηκωθείς ακόμη μια φορά και να φύγεις. Είναι η εξύψωση της Διασποράς. Η εναντίωση στο σιωνισμό δεν ήταν ανέκαθεν αντιεβραϊκό "προνόμιο". Υπήρχαν και υπάρχουν εβραίοι που δεν ασπάστηκαν τις κατευθυνόμενες υλοποιήσεις της φαντασίωσης του Χερτσλ. Ο Χερτσλ είναι συνεκδοχή. Πίσω από τον Χερτσλ είναι όλοι οι κατατρεγμένοι εβραίοι της Διασποράς, όλα τα κυνηγητά και όλες οι φυγές, ο κατακερματισμός και οι δυσκολίες μιας κουλτούρας με μακρά ιστορία, είμαστε όλοι εμείς, ξεκινώντας από τα αναθεματισμένα βιβλία, ξεκινώντας από έναν περίτεχνο μύθο. Οι συνθήκες έκατσαν στο κεφάλι αυτής της μυθοπλασίας σαν σκούφος. Η דאיקייט ξεθώριασε, καθώς η μπογιά του Ισραήλ άρχισε σιγά σιγά να ποτίζει και εκείνο το πανί, όχι αδικαιολόγητα, αφενός γιατί το ήθελαν εξ αρχής πολλοί, εβραίοι και μη, η κάθε πλευρά για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς, και αφετέρου γιατί η πληγή που χαίνει από το Ολοκαύτωμα έσπειρε μια άλλη επιφυλακή μέσα σε κάθε εβραίο. Είναι ένα τραύμα που δεν περιορίστηκε στους επιβιώσαντες, οι οποίοι σταδιακά εκλείπουν. Είναι ένα τραύμα κληρονομικό. Τα συμβάντα εκείνα καθόρισαν τον τρόπο που γαλουχήθηκε η κάθε επόμενη εβραϊκή γενιά. Θέλει σιδερένια ραχοκοκκαλιά για να μείνεις Γερμανός στην ίδια Γερμανία δίπλα στους ίδιους γείτονες που αγκάλιασαν το ναζισμό, ή να γυρίσεις από την κόλαση για να βρεις τα υπάρχοντά σου εξαφανισμένα από τα όρνια που έμειναν πίσω. Θέλει ελαστική υπερηφάνεια για να συνυπάρχεις με το χτυκιό των αρνητών. Είναι μια τελετή ενηλικίωσης. Η αποδοχή του να είσαι άπατρις τῇ καρδίᾳ. Η ασυγκινησία. Απαιτεί κάποια ωριμότητα να διαχωρίσεις την πολιτιστική από τη θρησκευτική και από την εθνική σου ταυτότητα. Πόσω μάλλον να αποκτήσεις ταυτότητα απογαλακτισμένη από αυτόν τον αρχαίο τρικέφαλο βραχνά.
Αυτό το πλοίο έχει σαλπάρει για πολλούς, η דאיקייט. Το Ισραήλ είναι γεγονός, ξεπήδησε από παλιές αράδες, από τα νύχια των πολιτικών, των διπλωματών και του πιστού λομπίστα, από τα νύχια κάθε ασήμαντου εβραίου που πέρασε κάποιο βράδυ ακούγοντας τις ειδήσεις σε άλλη γλώσσα απ'αυτήν που σκεφτόταν. Όλοι μαζί έπαιξαν με τα εβραίικα ψήγματα που είχαν μείνει από χιλιάδες χρόνια στην πολύπαθη περιοχή σαν να ήταν ψίχουλα στο τραπεζομάντηλο, έπαιξαν με τους μουσουλμάνους, έπαιξαν με τους εβραίους της Διασποράς, έπαιξαν με την ψυχή τους, και κάπως έτσι το Ισραήλ έγινε αιχμή. Ο Γιούσεφ αλ-Χαλίντι, κάποτε δήμαρχος της Ιερουσαλήμ, έγραφε στον Χερτσλ ως αδερφός του. Ο σιωνισμός ήταν ευγενής σκέψη και δίκαιη. Αλλά το να αναστηθούν τα αρχαία φαντάσματα στα πάτρια χώματά τους δε θα ήταν εφικτό παρά μόνο με κανόνια και πολεμικά πλοία. Στα γράμματά του φαίνεται μια απόπειρα να εμπνεύσει σύνεση. Τώρα η Διασπορά έχει άλλο χαρακτήρα, με ένα μαλακό αχυρένιο υπόστρωμα, τη γνώση πως η αλιγιά (και το Ισραήλ) είναι εκεί και σε περιμένει, αρκεί να το θελήσεις. Ο ραββίνος Β. Β. που γεννήθηκε και μεγάλωσε Αμερικάνος στη Βαλτιμόρη, έκανε την αλιγιά και τώρα ζει στο Ισραήλ. Μιλάει γίντις και εβραϊκά, όλα με αμερικάνικη προφορά, κυρίως μιλάει αμερικάνικα αγγλικά. Η κόρη του επιστρατεύτηκε στη Δυτική Όχθη και ο γιος του στη Γάζα. Οι μέρες του ξοδεύονται σε προσευχές για να γυρίσουν τα παιδιά του σπίτι ζωντανά και ιδανικά, ολόκληρα. Ο ραββίνος Β. Β. αισθάνεται και εβραίος και Ισραηλινός. Ζει το όνειρο του Χερτσλ;
Κάτω από όλα τα στρώματα του πολιτισμού και των ιδεών, βρίσκω ξανά και ξανά κατασκευασμένα, ανώφελα παιχνίδια με τις λέξεις. Η πίστη, η θρησκεία, τα ιερά βιβλία, η γλώσσα, το γιάρμουλκε και το χιτζάμπ, τα σύνορα και τα χαρτιά. Όλα τόσο τιποτένια κι όμως τόσο ακριβά, που πληρώνονται με αίμα. Ο άνθρωπος εξαντλεί ενδελεχώς τη δημιουργικότητά του στο να εφευρίσκει τρόπους να φέρει δυστυχία. Ο άνθρωπος είναι πολύ δεινός δημιουργός δυστυχίας. Πράγμα τόσο περίεργο, αφού η ίδια η κλωστή της ζωής είναι πλεγμένη με δυστυχία. Βλέπω με τη διαχρονική εβραίικη ανωτερότητα, κοιτώντας μέσα από άθρησκα μάτια αλλά εβραίικα παρολαυτά. Πιθανώς να είναι αυταπάτη. Δεν αποκλείεται να αγνοώ κάτι σημαντικό μέσα στις έννοιες της αρετής, μέσα στα σύμβολα, στις περούκες των Χασιδίμ, στις μεζουζότ δίπλα στην πόρτα, στα σαζάζιτ, στα κρυμμένα βυζιά, στους ραββίνους, τους παπάδες και τους ιμάμηδες, στην αβασάνιστη παιδοποιία, στους ύμνους και στις προσευχές, στα πολλά πρόσωπα των πολλών μοναδικών θεών, στις πολλές σπάνιες αλήθειες, κάθε μια από τις οποίες είναι ο μόνος δρόμος... αλλά αυτήν την τιμή αρνούμαι να την πληρώσω.
Επιμένω στη דאיקייט. Η φύση μου είναι τέτοια, είμαι παιδί της Διασποράς. Ούτε αλιγιά ούτε γεριντά δεν υπάρχει για μένα. Αλλά αν οι περισσότεροι συμφωνούσαν με τέτοιες προβληματικές απόψεις, η ιστορία θα ήταν κοντή και βαρετή, χωρίς δόξες και ηρωισμούς.
*doikayt
Σκόνταψες, ε και;
Maybe
there is no love on earth
except the one we imagine
Ο ελεγκτής
There was a boya very strange enchanted boythey say he wandered very farvery farover land and seaa little shyand sad of eyebut very wise was heand then one dayone magic day he passed my wayand while we spoken of many thingsfools and kingsthis he said to methe greatest thingyou'll ever learnis just to loveand be loved in return.
Ribes uva-crispa
Περί ομολογίας
God's lonely man
Το αίμα δε γίνεται νερό. Αν θέλω το πιστεύω. Κάποτε οι ανηφοροκατηφόρες στο Σβένμποργκ θα μαλακώσουν και το νερό θα σκεπάσει τα πλακόστρωτα. Κάποτε το νησί θα βυθιστεί, η λάσπη θα γίνει μόνιμος βυθός. Κάποτε το ντουβάρι στο Φανό θα είναι πολύ χαμηλό και δε θα έχει σημασία, και η επόμενη Sturmflut θα είναι ειλικρινής πλημμύρα. Κάποτε το φιορδ στο Φλένσμπουργκ θα πάρει την πόλη αγκαλιά. Αυτά θα συμβούν τόσο σταδιακά, που κανείς δε θα προλάβει να πει τους αποχαιρετισμούς του. Όλα γίνονται νερό, αρκεί να περιμένω.
Τα ψίχουλα από το σπασμένο τζάμι σέρνονται ακόμα έξω από την πόρτα. Ένας χλωμός κοκκινοτρίχης σκούπισε επισταμένα. Το πέρα δώθε σήκωνε ένα μικρό αρμυρό ντουμάνι και τα ψίχουλα τιτίβιζαν στο τσιμέντο αλλά ήταν πολύ βαριά για να τα φέρει βόλτα η σκούπα και χορεύανε σαν μπίλιες. Από το σάπιο μπαλκονάκι μια γυναίκα όλη μαλλιά σφύριζε ένα σκοπό. Ένας γέρος έκανε ηλιοθεραπεία. Δυο νεγράκια έτρεχαν στο μπαουγκό με τα πατίνια. Τα σύννεφα ταξίδευαν από τη μια στην άλλη θάλασσα, οι μέρες του Ιούνη στο βορρά είναι ψηλές με σίγουρη δρασκελιά και ζουν για πάντα.
Οι ανάσες μας είναι ρόδες και κυλάνε. Κανείς δεν περνάει απ'το φράγμα της μοναξιάς. Βουτάμε στα θολά σκοτάδια. Δε βλέπω τα δάχτυλά μου, αλλά το αίμα, μελάνι στο μελάνι. Μολύβι γύρω από τη μέση, όπως μάτι της τίγρης και νεφρίτες γύρω απ'τη μέση της Μάτα Χάρι, αλλά για άντρες. Δεν ισορροπώ καλά. Μικρή σουπιά, μη βιάζεσαι, μην τρέχεις. Εδώ κάτω ο χρόνος είναι το κατακάθι, εδώ ο χρόνος δεν τελειώνει.
Στο τραπέζι οι αισιόδοξοι χτυπάνε τα δάχτυλά τους με ανυπομονησία. Η τσόχα που φυτρώνει από τις εκφύσεις του κλαβιέ είναι κόκκινη σαν από λάθος. Το ελεφαντόδοντο είναι πάντα ζεστό από την αγωνία του ζώου. Το αίμα χύνεται γιατί το θέλησε ο Θεός, το αίμα χύνεται για να γίνει μουσική στα χέρια του μοναχογιού. Είμαι έτοιμος να χάσω, δεν είμαι σχοινοβάτης και το σχοινί είναι χαλαρό. Οι ασκήσεις του Ανώ, μια ώρα απ'την αρχή στο τέλος, μια ισόβια συνήθεια, πέφτοντας θα γίνομαι κομμάτια, μια φωνή Εμπρός λοιπόν, ανέβα. Σήκω! το τρέξιμο από τα μπάσα στα πρίμα, τρίτα τέταρτα δάχτυλα και οι αλλαγές, να μην ξεχνώ, το χαρτάκι το κόβει και το μοιράζει ο Θεός.
Σε μια σκιά σε ένα κακό χέρι σε μια παρτίδα στραβωμένη σε ένα σκαμπώ που τρίζει κάθεται ένας γνωστός, Πρόσεχε τους αγκώνες, ένας αδύνατος λαιμός, Λύσε τους καρπούς, ένα ζευγάρι κάλτσες παραταίρι, οι θάνατοι σαν σήματα Μορς στο ταχυδρομείο ενός μακρυνού οικισμού στην Άγρια Δύση, η σκόνη της ερήμου, γκρίζα μάτια χωρίς ψυχή, ισιάδια που τα καταπίνει ο ορίζοντας, η παρηγοριά στα πράγματα, μια επίμονη σιωπή, ένας ασταμάτητος εσωτερικός μονόλογος, ξανά και ξανά πίσω σε όσα έχουν χαθεί από τον κόσμο, γράφω για μένα, God's lonely man.
The disappearance of self
(testimonials, could be obituaries)
O1:
"иногда смотрю на тебя и не понимаю. ты выглядишь так, словно из стали. но боюсь даже коснуться, будто тоньше скла. слежу за каждым словом, делая тихие шаги. и каждый раз я отгоняю, чьи-то грязные руки. но ты не смотришь ни на меня, ни на других. в глазах темнее ночи, но на лице всё та же глупая улыбка, что ещё долго вспоминали глаза."
O2:
"Wie es manchmal der Fall ist, habe ich etwas magisches in Banalität gefunden. Ich bin deinem Charme erlegen, darf ich es sogar Charme nennen? Du bist mir schädlich, und doch will ich mich hinknien und dich bewundern. In der Nacht weine ich mich in den Schlaf, aber wenn ich fest eingeschlafen bin, träume ich von dir und lächle meine Tränen weg. Niemals gibst du dich mir hin, nie völlig."
B:
"Kein Schwein kann dich haben. Kein Schwein kann dich rühren. Feueranbetung, Abgötterei, gegen den Strom zu schwimmen... dazu braucht es Mut. Schweine sind feige, mein Milchbart. Wie ich."
A:
"du er dygtig. jeg så det i dine øjne første gang vi mødtes. det er ikke svært at finde den skarpeste kniv i skuffen, så længe man er opmærksom nok. man behøver bare kigge, jo. man finder hurtigt ud af, at du har været endnu længere frem, end man regnede med. så føler man sig som en idiot. du får folk til at hade dig, fordi du minder dem om deres egen ubegavethed. du er stædig, du er sikker, du er seriøs, du gemmer på noget så blidt, det gør mig liderlig."
N:
"Με αυτά τα βρωμερά γυαλιά λες τα βλέπεις όλα. Καθάρισ'τα επιτέλους να δούμε τι θα δεις. Όχι, μην τα καθαρίζεις, δε θέλω να σε βλέπω. Με αυτά τα άχρηστα μάτια με κάνεις ό,τι θες."
---
B L Å M E J S E
Ο δύτης κορεσμού
ΘΑΛΠΩΡΕΣ
M04
I ask God to send a swordsman
and God says: "Look at your hands"
M. Broder
Κάποτε τα νέα από μακρυά αργούσανε να φτάσουν, ήταν φυσικό. Η δύναμη φαινόταν αλλού, στον καταπιώνα που τα εξαφάνιζε όλα στη σιωπή του στομαχιού, στην υπομονή. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα ταξίδια κόντυναν σαν μπατζάκια κακού παντελονιού, οι αγγαρείες ξεπετιούνται στο φτερό, μένεις μια κοντή μέρα στο λιμάνι και δεν προλαβαίνεις ούτε τις σόλες σου να σκονίσεις, και τα νέα... τα νέα σε βρίσκουν σαν χαστούκι. Όσο μακρυά κι αν πας, δε θα φτάσεις ποτέ πιο πέρα από ένα τηλεφώνημα. Ένα ζώο βραδύ δεν έχει το σθένος να χωνέψει την αστραπή. Αυτό το ξέρουμε καλά ο Τ. κι εγώ. Ο Τ. επιβραδύνθηκε μετά το πρώτο του μπάρκο. Έτσι όπως το αλατόνερο τρώει τη γυαλάδα και γεννάει τη σκουριά, έτσι έφαγε και τον Τ. και έφερε το αλαφροΐσκιωμά του. Κάθε ώση τρέλας σε σπρώχνει ένα σκαλί πιο κάτω, ώσπου είσαι πια ολόκληρος κάτω απ'το νερό, κι εκεί όλα κινούνται στους ρυθμούς του άλλου κόσμου. Κάποιοι δίνουνε μάχη και βγαίνουν νικητές. Ανεβαίνουν πάλι στα τσιμέντα, μούσκεμα, ντυμένοι φυκιάδες και τρυπημένοι από δεκάδες αχινούς, και τρέχουν τρομάζοντας τις θειές και τα παιδιά. Άλλοι δίνουν τη μάχη τους και χάνουν, όπως εγώ. Και μερικοί παραδίνονται χωρίς να πάνε κόντρα, όπως ο Τ. Μ'αυτό το τέμπο, θα ζήσετε για πάντα, έλεγες το περασμένο καλοκαίρι, ενώ έπαιρνες τα σύνεργά σου και κατέβαινες βολίδα στην ακτή ενώ εγώ έπλενα ακόμα πιάτα και ο Τ. ψαχούλευε τη ντάνα με τις σακούλες για τα ψάρια που θα έβγαζες, και ήταν σαν να'χες δίκιο.
Πριν εφτά χρόνια, έκλεινα το γιατρείο το μεσημέρι, κατέβαινα στο σπίτι, ετοιμάζαμε δυο ψιλές μερίδες από το φαΐ που είχε πακετάρει η συνονόματή σου η Ν., του Τ. η γυναίκα, μια φέτα ψωμί έκαστος, ένα ουζάκι εγώ, ο Τ. δεν έπινε σε καθημερινή βάση. Είχαμε ο καθένας τις μοναχικές ιεροτελεστίες του, το πρόγραμμα, τα κολλήματα, τις ανορθόδοξες ιδέες, κατά σύμπτωση πολύ παρεμφερείς, όχι ίδιες αλλά κοινές, σαν πηρούνια από άλλο σετ στο συρτάρι που ξαπλώνουν βολικά το ένα δίπλα στο άλλο. Όταν είχε καλό καιρό, καθόμασταν στη βεράντα, μασουλούσαμε το φαΐ μας με λακωνική ψιλή κουβέντα (-Ήρθε ο Χ. από απέναντι; -Ήρθε, τονε πήρε ο αδερφός του από κάτω. [...] -Άνοιξες τη βάνα; -Θα'χει νερό; -Το βράδυ. [...] -Κόλλα σήμερα. -Κόλλα.), και όταν αποτρώγαμε, ο Τ. έσπρωχνε πίσω τη γυφτοκαρέκλα, χαλάρωνε το σώμα του και έπαιρνε τα κυάλια ενώ εγώ έβαζα να καπνίσω.
...
Δε θέλω να γράψω άλλο.
///
Το μεσημέρι ανέβαινα απ'τα αποδυτήρια φορώντας πολιτικά, καθαρός πλυμένος στην κοινόχρηστη ντουζιέρα. Με απασχολούσε που την Παρασκευή είμαι στο πλάνο για να βγω οφφσόρ και δεν έχω αποφασίσει τι να πάρω να διαβάσω. Χτύπησε το τηλέφωνο, το αγνόησα, αφού σας έβλεπα στο φουαγιέ με τον Άλμπερτ να με περιμένετε. Αλλά χτύπησε πάλι, ήταν ο πατέρας μου: Πάρε τηλ. τη Ν. να τη στηρίξεις, ο Τ. είναι στο νοσοκομείο. Δε θα βγάλει καλαμάρια φέτος. Ο Τ. ήταν στο χειρουργείο εκείνη την ώρα, μπήκε με ειλεό και όταν ανοίξανε βρήκανε τα σπλάγχνα του κολλημένα μεταξύ τους σαν μπόγο από έναν καρκίνο.
Κανείς δε ζει για πάντα.