© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

The past bites you in the ass

Τέτοιες ζέστες δεν είχες γνωρίσει στο νησί, τέτοια γυναίκεια καλοκαίρια που σε εξαφάνιζαν μαζί με την ψυχή και το κορμί σου μέσα σε έναν ιδρώτα χωρίς τέλος. Όχι, αυτά τα γνώρισες πρώτα στη Σαλονίκη το '08. Κάτω από το βαγόνι των ναυτοπροσκόπων, ανάμεσα στις πρασινάδες και τις βατσινιές, σκίσαμε τις γαλακτερές κνήμες και γεμίσαμε τα σωρτς μουλιασμένα ροκανίδια από δεντροφλοιούς, φύλλα και αραχνοϊστούς. Ο ήλιος βούλιαζε στη λάσπη του Καλοχωρίου, και γύρω του ο κόσμος τρεμόπαιζε απ'την κάψα. Θα κόντευε εννιά κι εννιά άρχιζε η προβολή στην Αύρα, και εκείνες τις φορές έπαιζε τον Ελ Γκρέκο που τον μάθαμε γραμμή ηλίθια γραμμή απ'έξω και ανακατωτά. Από το βέλο του διαχωριστικού μας έφταναν εκτός απ'την ταινία, το σούρσιμο των ποδιών πίσω από τους κισσούς, τα μπυροκούτια και το τσαφ, τα άσπρα ρούχα πάνω στις ηλιοθεραπείες της Χανιώτης, οι δαχτυλοκόφτες, η τσιτρονέλλα και οι γύφτικες καρέκλες. Το κυματάκι φιλούσε τα ζελεδόφυκα στην ακροθαλασσιά κι εσύ φιλούσες το λαιμό μου. Η άμμος όλη ίδρωνε και ξεφυσούσε. Ήμουν κωλοκαθισμένος στην ξηλωμένη παλέτα, τα πόδια απλωμένα εμπρός, τα παπούτσια χωμένα στη βρωμιάρα αμμουδιά, με κρεουργούσαν τα κουνούπια -δεν το έπαιρνα είδηση παρά μετά, όταν βγαίναμε πάνω στο δρόμο για το Παλατάκι και ανακαλύπταμε πως ήμασταν λεπροί. Ακουμπούσα την πλάτη μου στο φράχτη, τότε είχα ένα κεφάλι με την ψιλή παρμένο, με πλησίαζες και καταλάβαινα το ρουθούνισμα στο σκαλπ. Ο χρόνος ήταν ύφασμα περίτεχνα υφασμένο, όλες του οι αλλιώτικες παράξενες κλωστές περνούσαν και μ'αγγίζαν ράμμα ράμμα και οι δυο ώρες περιβούτημα εκεί πίσω απ'την Αύρα μετριώνταν σε χιλιάδες διαφορετικές ραφές, χιλιάδων αποχρώσεων, ο χρόνος ήταν διασταλμένος απ'τις ζέστες, μετά βίας στριμωχνόταν στη ζωή μου. Τα μουστάκια στα είκοσι και στα δεκαοχτώ είναι απαλά, λίγο πιο σκούρα ή λίγο πιο ξανθά απ'ό,τι είναι τώρα, τα φρύδια ασυνοφρύωτα, τα κεφάλια μας θύμιζαν ροδάκινα με μάτια και αυτιά. Αν ήμασταν αστεροσκεπείς ή όχι δύσκολο να το πω, αφού δε φορούσα τα γυαλιά μου, και όταν κοιτούσα κάπου πέρα από το γιακά σου ήμουν τυφλός και όλα ήταν σκοτάδι που δε με αφορούσε, όμως είχε μια φεγγαράδα σα λιωμένο ασημικό, και τα χύσια στα χέρια γίνονταν φω μαργαριτάρια, το ίδρωμα λεπτό, καθαρό σα δάκρυ υδατίδας κύστης, σαν ποταμός, σα λίμνη, καταστροφή μες στην κοιλιά, αμαρτία και διασπορά, ήμασταν σχεδόν παιδιά, και όταν σε ξαναείδα... όχι πια.

Να'σου Ιούνη μήνα απέναντι απ'την χειρουργική εταιρία όρθιος με άλλους δυο, εγώ πετσοκαιγόμουν απ'τον ήλιο και πέρασα εμπρός από την κομπανία αφηρημένος και ανέβηκα στα στενά. Διακόσια μέτρα πέρα, είχα μια επιφάνεια: έπρεπε να γυρίσω πίσω. Και γύρισα. Κι έριξα πάλι μια ματιά στην κομπανία, και είπα στο μαλάκα που έχω για εαυτό, αυτός ξέρει τι κάνει με την κιθάρα. Ξανάφυγα και στα μισά γύρισα πάλι πίσω. Τώρα οι άλλοι με κοιτούσαν παραξενεμένοι, ο τρίτος κοιτούσε το κενό και τραγουδούσε. Έβγαλα τα γυαλιά για να δω αν έβλεπα σωστά ή αν τα μάτια μου πίσω απ'τα σκιάστρα με γελούσαν, ο τρίτος έγινε εσύ, κι εσύ φόρτωσες την κιθάρα τη γνωστή από το '08 στην αγκαλιά του διπλανού και πιαστήκαμε σαν κονσιλιέροι. Με πήγες για μια σόδα στο μέρος με το αγιόκλημα, κάθισες απέναντι και χαμογελούσες και δεν αναρωτήθηκα τι στην ευχή έβλεπες, και αναρωτιέμαι τώρα. Ήμουν συγχυσμένος, ήθελα να στα πω όλα, και στα είπα. Βγαίνοντας οι ομολογίες από εντός μου φάνηκαν τόσο ασήμαντες μέσα στην παχειά λιακάδα του καλοκαιριού, αφέσιμες, ελαφριές. Μου έδωσες συγχώρεση σαν κοσμικός παπάς, μου έδωσες συγχώρεση για πληγώματα αλλωνών, και έπειτα αυτό, περιπλανήθηκα στο νησί αρκετά τα χρόνια μου αυτά που εσύ είχες χαθεί αλλά δεν ξέχασα ποτέ... και πάντα ήταν όλα ως εδώ, αλλά εσύ... και τώρα ξέρω πάλι θα χαθείς και δε θα σε ξαναφιλήσω. Η φθίση μας βρίσκει συν τω χρόνω, και ο χρόνος, χέσε τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά, ο χρόνος είναι οι νοσταλγίες.

Ένα μυστικό που δε μπορώ να κρατήσω άλλο


+



Οι βόλτες στα καντούνια στο τέλος του καλοκαιριού δύσκολα θα μ'αφήσουν. Θυμάμαι κάθε μια τρύπα και γυαλάδα του πλακοστρώτου εκεί στο στενό πριν το καπνοπωλείο το ίδιο καθαρά σα να είναι τώρα. Οι ρυτίδες των πολλών βροχών στα ντουβάρια των ταλαίπωρων κτιρίων, οι μικρές στενές αψίδες στο ένα πλαϊνό, ο κοσμηματοπώλης που ίδρωνε στο κατώι στη σκιά του. Το σούρουπο της φλόγινης εποχής που φεύγει, τα πρώτα νυχτοπούλια στις αναγνωριστικές τους πτήσεις, η εξαπλούμενη ερημιά. Σε εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα κοντοσταθήκαμε για να ανάψω την πίπα. Σάπιο Σκανδιναβίκ αρωμάτικ και ένας αναπτήρας που είχε ξεχάσει ένας από τους δύστροπους ασθενείς μου στο γραφείο. Τράβηξα δυο τζούρες, έσβησε ξανά. Έψαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου που έχουν και το πατητήρι στο μπρελώκ, στη δεξιά, στην αριστερή τσέπη, και ψάχνοντας με χτύπησε μια ξαφνική διαύγεια τόσο να και κατακούτελα σαν εμβολή. Εκεί σε εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα, δυο λεπτά ανηφορίτσα από την πλατεία με τα σύννεφα σαν ουρανό ανατολής φτιαγμένα από ανθοπέταλα (οι βουκαμβίλιες ολοστόλιστες και το δέντρο της υπομονής, η γιακαράντα), την τρίτη μέρα του Σεπτέμβρη, ήρθα πραγματικά στον ΚΟΣΜΟ.

Το σπίτι μας περίμενε στο Τζάβρο νταντεμένο στα έμπειρα χέρια της νοικοκυράς του, το ράθυμο βήμα του συζύγου, το γκαράζ με τα νεογέννητα γατιά μες στο κουτί τους, ο άλλοτε ένδοξος φοίνικας στο νεκροκρέβατό του, τα σεντόνια με τη δική τους μυρωδιά, η πολυλογία, η φασαρία της τηλεφωνογραμμής, το δίπορτο ψυγείο, το πλαστικό τραπεζομάντηλο, τα σουβενίρ απ'την Αμερική, οι φωτογραφίες εκατό παιδιών, οι μικρές άσπρες πετσέτες ρολλά στο πανεράκι, οι ροδαλές σατέν κουρτίνες, ο γρανίτης στις πατούσες, τα σκαλιά και οι σκύλοι των γειτόνων, η στρωματσάδα της αρετής, όλα στη θέση τους, το σπίτι μας περίμενε στο Τζάβρο σπίτι, σπίτι, σπίτι. Εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν αφοσιωμένος στο νησί, εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν ταγμένος, εικοσιοχτώ ολόκληρα χρόνια! Και πήρε μια στιγμή -μια κοντή στιγμή σ'εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα- για να σβηστούνε όλα. Όλα!

Τα χέρια της μικρής είχαν ροδίσει στις ράχες από τα ψαροντούφεκα και από κάτω ήταν χλωμά, Χαλκιδικιώτικα, κι ανέδιδαν τη μαλακιά θάλπη που έχει το πρωινό κρεβάτι όταν με έπιασαν από τα δυο πλάγια του λαιμού, και έφερε το πρόσωπό της βόλτα από όλες τις άκρες της Ελλάδας, και μ'έγλειψε στα χείλια δίπλα από την πίπα που κρεμόταν, και σταμάτησα να ψάχνω για τα κλειδιά, Θεέ μου κι αν σταμάτησα να ψάχνω για τα πάντα. Εικοσιοχτώ χρόνια ψυχή και σώμα δωσμένα στο νησί -τι βγήκε από αυτήν την ισόβια ιστορία; Το πρόδωσα βίαια, το πρόδωσα αμετανόητα, το πρόδωσα για πάντα. Το μόνο που θέλησα να κάνω, και το μόνο που έκανα τελικά, ήταν να πιάσω την πίπα και να τη βάλω στην τσέπη, για να έχω ελεύθερο το στόμα, σα να ετοιμαζόμουν να φάω το δρομάκι, τους περαστικούς, τα μαγαζιά και όλον τον Σεπτέμβρη. Ήμουν αδύναμος σα μωρό, σκέτη σκόνη, νερό. Δεν ήμουν άπειρος, αυτή δεν ήταν ένα αθώο κοριτσούλι όπως έμοιαζε στην όψη, δεν ήμασταν καμιάς φύσεως ξένοι, η Κέρκυρα δεν ήταν οι δυτικές Ινδίες, δεν ήμασταν εξερευνητές.

Τα σκουπίδια που λιάζονταν τρεις μήνες και είχαν βρέξει όλα τα πεζοδρόμια και όλα τα στενά με τα βρωμερά ζουμιά τους, οι αυξομειώσεις τάσης, η επικίνδυνη στροφή στο ύψος του Λαζαρέτου, η ζέστη που πίνει όλες σου τις ανάσες, ο δαχτυλοκόφτης στο γκάζι, το αλάτι της Παλιοκαστρίτσας στα ρούχα και στο κορμί, ο Σαλονικιός, η αυτοκτονία στους Περουλάδες, το σκοτείνιασμα της βλάστησης στα βορειοδυτικά, η κρητική έρημος του νότου, οι γύφτοι της Λευκίμμης, το Φύκι του μικρού νησιού και όλα τα βουνά από φύκια στα λιμάνια, ο Παντοκράτορας, τα κύματα στα ρηχά του Αρίλλα, οι ομίχλες που δεν τις κόβει ούτε φωτιά, ο ήλιος που βουτάει στο πούσι της Ηγουμενίτσας, οι ατέρμονες στροφές, το στριμωξίδι στο χωριό αυτών που τρων βατράχια, όλοι οι κόκκοι του μαύρου χώματος όλων των αγρών στους Κυνοπιάστες, η νύχτα στο Μαντούκι με άμμο τα πεφταστέρια, το κουμκουάτ, το τουρισταριό, οι γεωτρήσεις, ο άγιος τους Σπυρίδωνας άγιος Σπυρίδωνάς τους, όλες οι υφές και οι ραφές όλου αυτού του κόσμου τρίφτηκαν πάνω στα γυμνά μου σωθικά

και πάνω στα υγρωμένα μάτια, εμπρός από τη θέρμη των αμφιβληστροειδικών αρτηριών που έσφυζαν σφυγμό γεμάτο και αργό, με έγδαρε τυφλό η γυναίκα του Θερμαϊκού, το αραιό της αίμα, οι διαλεγμένες λέξεις, οι βρισιές της, η παραλίμνια προφορά της, τα καστανά μαλλιά με τις χρυσές κλωστές τους, το μπλε φουστάνι με τα μικρά λουλούδια, το νευρικό βήμα με εκείνα τα ποδαράκια, οι απαλές γάμπες, τα ασύμμετρα βυζιά της πάνω από τις γνήσιες πλευρές, ο παλμός της αορτής της στην κοιλιά της, το τρυφερό μουνί της που φτάνει να χαϊδέψεις με φτερό, το βραχιόλι μου στον καρπό της, ο πορσελάνινος λαιμός, η δροσερή της γλώσσα, το τέλος μου, η μικρή αγάπη της ζωής μου,
η Κέρκυρα κυπαρισσιά και μόνιμα δακρυσμένη από δροσιά 
αν μπορούσε θα με σκότωνε η πεθύμια.




Πες μου γιατί δε σ'έβλεπα μέσα από τα μάτια εκείνου του αναθεματισμένου Κερκυραίου;
Και τι στην ευχή να κάνω με αυτό το μισό και βάλε τάληρο χιλιάδες χωρισμού
τι στην ευχή






Ενδονοσοκομειακά (τα εν οίκω)

Τα δάκρυα τρυπώνουνε στ'αυτιά
αιμόπλυμα όλες οι αφές ξεχνιούνται πέρα
δάχτυλα φτιαγμένα από τη μάνα τους λεπτά
για τα εφτά, τα έξη μηδέν και την ψιλή βελόνα

το άφταστο ταβάνι στους θαλάμους
κάνει την παθολογία να φαίνεται μικρή
και τους αρρώστους λίγους
τα λάθη, το ξεπλήρωμα, τους υγρούς αργούς θανάτους

και όλες τις ιστορίες που παίρνουνε μαζί
η μέρα και το φως της το υγιές στέρνο μαρμάρου
οι ώμοι της σκυμμένης Αφροδίτης της γωνίας
ρίχνουν μεταξωτή σκιά στο μόνιμο βράδυ του μαντείου

κορμί από κορμί, μαρτύριο, μαρτυρία
αλήθεια κατά λάθος σε μια γουλίτσα δορμ
κακή στιγμή το γλίστρημα στη φλέβα, στην αρτηρία
δεν έχει μείνει ίντσα κόσμου που δε λούστηκε στη φθίση

χους αλς σκόνη σκοτάδι απέραντης αβύθιστης σιωπής
από τις βάσεις ως τις κορυφές των δυο βουνών
και όλων των ανέμων, πνεύμα πνεύμων πόδια ζύμης βήμα που σε γκρεμίζει
οι γροθιές σφιγμένες τα γόνατα λυγά και η στέλλα, στέλλα μάρις

η μια ώρα, οι πολλές, το σούρσιμο του δείκτη. Πότε; πότε
παράταση εκπνοής και ορθόπνοια νομοθέτις
γράφει επ'ακριβώς επί πνευμονικού οιδήματος ανίατη απελπισία
και επί θλίψης θλίψη.

Χώρια

απ'το νησί μου στο νησί
η θάλασσα μακραίνει και μακραίνει και ρηχαίνει
τι ομίχλη πίνει την ησυχία, από σκόνη λάσπη και ψυχή
κάτω από τη στέγη των κλαδιών ανθίζουν οι χαμένοι

οι κορμοί είναι πετρωμένοι τους σπρώχνεις και δεν τρίζουν
τα φύλλα χύνουν ζουμί παράξενο σα μέλι
ζώα δεμένα απ'το λαιμό ξερνούν τα σωθικά τους
ζώα μεταναστευτικά διψώντας μαθαίνουν τη χολέρα

οι κυνηγοί στήνουν χορό ντέφι βαράν οι ρόγχοι των αρρώστων τους στις ρίζες
σε κάθε κνήμη και από ένα ηλιοβασίλεμα και από ένας πυρετός
στα μάγουλα ντροπή και κάψα ερυσιπελατοειδής
ένα κομμάτι παραδείσου σε μια πνοή μαϊστραλάδας τον Ιούλη
γρήγορη λήθη και η έβδομη εντολή μαζί και μια σταγόνα στον κουβά

λερό νερό γουλιές βρύα και κουνούπια πέτσα στην ποτίστρα
ο αέρας αέρας εγκλεισμού οι τοίχοι λαμαρίνα σαγρέ λαδομπογιά
ακόμα κι εδώ στα σκοτεινά μάνα σε παρτίδα με έναν παίχτη όλα μέσα
μπλόφα και απελπισία ξέπλυμα ντροπές και μαλακίες το θαλασσί των σεντονιών

δίχρωμη πορσελάνη σκιές στην αορτή το χρώμα αδειάζει χείλη μάτια αμμοβολή
μια παροδική βροχή μια ξαφνική φουσκονεριά κάνε υπομονή κι άσε ό,τι έχεις να βραχεί




Πούντα και βασκανία

Λίγο πριν το φανάρι στο μαγαζί με τους κουλοχέρηδες η ρόδα έγλειψε το κράσπεδο του πεζοδρομίου και βούτηξα στις πλάκες. Πάνω μου έπεσε το ποδήλατο. Το δεξί γόνατο στήριξε όλο μου το βάρος και η αριστερή κνήμη βρήκε στην κόψη του τσιμέντου, υποπεριοστικό αιμάτωμα. Δυσκολεύομαι να κάτσω οκλαδόν και να ανέβω σκάλες. Όταν χτυπάει το αλάρμ για τις ανακοπές μισοτρέχω κουτσαίνοντας στο κελί εκείνου που τολμάει να το σκάσει απ'το μπουρδέλο. Είμαι ο πιο γρήγορος στην αναγγελία των θανάτων. Κανείς δε θέλει να γυρίσει πίσω και να ξαναγεννηθεί λίγο πριν το μόνιμο φευγιό του. Κι αν δεν ήμουν υποχρεωμένος δε θα έπιανα ούτε απινιδωτές ούτε αδρεναλίνες.

Αυτές τις μέρες η θάλασσα στεγνώνει και μένουμε αποκλεισμένοι ανάμεσα σε δυο στεριές από στεριά. Περιμένω όρθιος στην ψωλοπαγωνιά με τα χέρια μες στα γάντια μες στις τσέπες κρυμμένος σε ένα μαξιλάρι γούνα της κουκούλας. Δε φυσάει αν δεν ισιώνουν οι μπούκλες των προβάτων αλλά να σου πω, τα πρόβατα όλων των νησιών της Βόρειας θάλασσας έχουν μαλλί σιδερωμένο από τον αέρα που σταυρώνει (όπου κι αν γυρίσεις τον τρως μετωπικά). Τα χείλη μου ματώνουν σταθερά, δεν τρώω ξινά, δεν τρώω αρμυρά, το δέρμα στο κούτελό μου ξεπετσιάζει, η μύξα ρέει λεπτή, το μάλλινο κασκώλ που μου φέρνει αλλεργία στο λαιμό ποτίζει από σάλια.

Δε μπορείς να διανοηθείς την ησυχία στο νεκροθάλαμο, ούτε τη μπόχα. Στο χωλ έχουν στήσει ένα τραπέζι με ένα βάζο ψεύτικα λουλούδια κι εκεί αφήνω το τσάι μου να αχνίζει πρώτο πράγμα το πρωί όταν μπαίνω να χαιρετήσω τον ναό και πάντα με την ίδια προσευχή: pallor algor rigor livor. Μερικές φορές έχουν ήδη καλοντύσει τα κουφάρια και τους έχουν βάλει ένα τριαντάφυλλο στο χέρι, δεν ξέρουν όμως πως τα ξεντύνω εκεί στη μοναξιά και ρίχνω το αλλοιώσιμο δώρο στο καλάθι με τα χρησιμοποιημένα γάντια. Κάποιοι είναι ψημένοι κατάστερνα και άλλοι είναι σκουληκιασμένοι ως το μυαλό. Ώσπου να τελειώσει η βάρδια, ακόμα σκέφτομαι το βάζο και τα ψεύτικα λουλούδια.

Ανεβαίνω τα σκαλιά για το κατάστρωμα 1 και κρατιέμαι και από τις δυο πλευρές. Στο στένωμα το πολύ πολύ να πιάσει ένας μικρός αφρός, όμως μέσα στο αδιάσταλτο κρανίο ο κόσμος πηγαίνει πέρα δώθε. Ένα μικρό παιδί κάνει να περάσει από εμπρός μου για να χωθεί εμπρός στη τζαμαρία. Σπρώχνει το πόδι μου και το κρατάω σταθερό. Σπρώχνει πάλι, δεν ενδίδω. Από τη φάτσα του είναι φανερό πως είναι η πρώτη φορά που γνωρίζεται με το όχι. Μένει παραδίπλα να με βλέπει επίμονα προδωμένο. Μετά σκέφτομαι πως θα φωνάξει τη μάνα του. Δεν αντέχω το ρίσκο, οπότε περνάω το υπόλοιπο δρομολόγιο δίπλα στον εργάτη του κάβου έξω. Στο τραίνο μια πρεζού θέλει κουβέντα. Μιλάει αλλά δεν την καταλαβαίνω. Λέω nå, ja, της χαμογελώ και από τα χείλη που μισανοίγουν και σκίζονται, νιώθω να κυλάει μέσα μου το αστικό δηλητήριο. Τουρτουρίζω απ'τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών, εγώ που στους -26°C μετά τη χιονοθύελλα στο Τάλλινν ξάπλωνα στο χιονόλουστο παγκάκι με τη φανέλα και το σώβρακο, αυτός ακριβώς (ποιος ήμουν τότε; Δεν ξέρω πια. Πίναμε βάνα τάλλινν και καφέ, τρεις μέρες στο πόδι, με πήρε ο ύπνος στην τουαλέτα του καφενείου της Ματίλντε και μου έφαγες το κέηκ με τα μύρτιλλα.).

Το πάρκην είναι γεμάτο οικογενειάρχες, καρότσια και παιδιά, μια αξιοσέβαστη φασαρία, σκληροί και ενάρετοι πελάτες που πηδάνε υπαλλήλους τις αργίες. Βγαίνω από το Πεζώ, παίρνω βαθειά ανάσα και αγκαλιάζω τον τεράστιο άντρα βιαστικά για να ξεμπερδεύω και μ'αυτή την υποχρέωση, τεχνική του κωλοδαχτυλώματος και ευχές να μην είναι σκάρτο το γάντι, αλλά τελικά το δύσκολο έπεται, και είναι να τον αφήσω. Πώς; που αυτό σημαίνει παλούκωμα στην αποβάθρα του Γήσινγκ για 55 λεπτά, και όλα τους τραβάνε δυο ώρες το καθένα, και κρυώνω ασταμάτητα. Ένα ηλίθιο γυμνό δέντρο που δε δίνει, ένα δέντρο που θα έκανε τον Σελ Σιλβερστάην να κλάψει ξεραίνεται δίπλα στο γλιτσερό ποτάμι του Βάρντε. Τι στην ευχή; θα πει ο τεράστιος άντρας, αφού έχει τις μισές ρίζες μέσα στο νερό! Και άντε να του εξηγήσω... ευτυχώς κανείς από τους δυο μας δεν έχει χρόνο να μιλήσει περισσότερο, η μέρα τρέχει.

Θα ήθελα πολύ να ξυπνήσω ένα αργό ηλιόλουστο πρωί στο ζεστό μου δωμάτιο όπως το ήξερα παλιά, να γυρίσω πλευρό και να δω το μικρό στρογγυλό αυτί σου, τους χαλαρούς σου ώμους, την ξεκούραστή σου πλάτη, θα ήθελα πολύ να μην ξυπνήσω άλλη φορά.

Ο γιατρός σας

Κάθε μέρα είναι μια μέρα πιο κοντά
ανεβαίνω δέκα σκαλιά, κάνω στάση, ανεβαίνω άλλα δέκα, κάνω στάση, δέκα ακόμα,...
ξεκλειδώνω το φωριαμό, ντύνομαι τη στολή της φιλανθρωπίας και κατεβαίνω τρεις ορόφους δυο δυο και τρία τρία, αυτό θα πει όρεξη για δουλειά
23 χρονών πολλά παιδιά και μεθαμφεταμίνη κόλλησε γρίπη
40 χρονών πεθαίνει από καρκίνο του τραχήλου και έχει ημικρανία
60 χρονών δε μπορεί να γυμναστεί να κάνει μάουντεν μπάηκ βάζει τα κλάματα μέσα στο γιατρείο και ανάθεμά με αν θέλω να τη βαρέσω να ξυπνήσει
70 χρονών τα χέρια και τα πόδια λεπρά από τις μυρμηγκιές, α είναι έτσι 40 χρόνια τώρα
80 χρονών ματώνει απ'τον κώλο αλλά το μόνο που έχει σημασία είναι το ποτό

Ζήτησα από το γιατρό να με εξετάσει για μπορρέλια και δεν το έκανε. Να αλλάξεις αμέσως γιατρό!
Εγώ γιατρέ πιστεύω πως έχω μικροσκοπική κολίτιδα.
Δε βλέπω κάτι παθολογικό στο υπέρηχο. Δε γίνεται όμως να έχει ρευματοειδή αρθρίτιδα χωρίς να υπάρχει εύρημα στο υπέρηχο; Είσαι σίγουρος πως κοίταξες καλά; Μήπως να ρωτήσεις έναν πιο έμπειρο; Δεν έχει τίποτα η χοντρή σου σύζυγος, πήδα την συχνά, χύσε άλλα τρια τέσσερα μικρά για να ξεχνιέστε και όλα θα πάνε κατ'ευχήν και σύμφωνα με τα υψηλά ιδανικά.
Με πονάει το γόνατο, η μασχάλη, μουδιάζει μια περιοχή σε σχήμα μονοκατοικίας στο αριστερό κωλομέρι, έχω λίγη ναυτία, λίγο πονοκέφαλο, πιστεύω πως έχω σκλήρυνση κατά πλάκας. Και ο συνάδερφος σου έγραψε μαγνητική σπονδυλικής, δε γαμιέται το τριακοσάρι; Το πληρώνουμε δουλεύοντας κάνοντας δηλαδή τον καραγκιόζη για να γυρνάς το απόγευμα στο σπίτι στο σύζυγο που σε κερατώνει και στα δυο ανάγωγα παιδιά και να παίρνεις το ασθενοφόρο γιατί παθαίνεις κρίση υστερίας. Στερνή μου γνώση ε; Αλλά βιάστηκες να παντρευτείς γαμώ το ξινό μουνί σου.

F32 επειδή είμαστε ποντίκια που τρέχουμε σε τροχό;
F32 τιμωρία;

Πότε θα βρω το θάρρος σου;

Η σκάφη του Μηνά στην πυραμίδα πίσω

Όποτε συναντιόμαστε στην πόρτα του κλιμακοστασίου, παίρνω μια ανάσα που σχεδιάζω για ώρες κάθε μέρα απ'το πρωί. Μυρίζει κάτι μαγικό, οι αρχέγονοι φλοιοί αστράφτουν όσο διαρκεί η διασταύρωσή μας. Στην αίθουσα των ενημερώσεων ενημερώνομαι για αυτούς που αυταπατώνται. Δεν καταλαβαίνω λέξη αλλά γνέφω παρολαυτά. Πάνω σ'εκείνο το τραπέζι με το πλαστικό τραπεζομάντηλο χύνονται ντυτοί αφορισμοί και ένοχες και εχθρικές ματιές και φευγαλαίες εξομολογήσεις: Έχω κάνει λάθη στη ζωή μου επειδή δεν έχω σκεφτεί. Δε σήκωσα το βλέμμα απ'το βιβλίο, λες και η κατά γόνυ είχε πιο πολλά να πει από το ολίσθημά του, αλλά ευτυχώς το βάρος των σαράντα του χρονών κράτησε μια στιγμή και δε θα ξαναρθεί. Η αλήθεια βρίσκεται υγρή μέσα στα μεγάλα αγγεία. Είναι μεσόκοπος σχεδόν, κλεισμένος σε ένα σώμα που οδηγείται από ό,τι οδηγούνται τα σώματα που στέκονται προσοχή στο λόγο του κυρίου, άρτι πατέρας και Δαυίδ, όσα του συμβαίνουν είναι σπίθες που πετάνε οι τροχοί. Το δέρμα του είναι δυο ή τρεις φυλές λιγότερο καθαρό απ'το δικό μου, κι όμως ο γύφτος είμαι εγώ και πίσω απ'τη χλωμάδα παίρνω βράση. Οι μετακαρποφαλαγγικές του πρώτου κόσμου βρίσκουν τη σκάφη του Μηνά στην πυραμίδα πίσω στα χωριά. Στη θεωρία βυθίζομαι μέσα σε ένα παρήγορο κορμί. Υποφέρει κι αυτός ύπουλα και απαλά, με την ευγένεια που έχει για να δίνει και να δίνει και να δίνει... ένα μικρό όχι, ένα μικρό ναι, Θέλετε ένα χέρι; και έπιασε με τη σταθερή παλάμη του το χέρι της γριάς ενώ γλίστρησα τη βελόνα από περιόστεο σε περιόστεο, ρούαχ αντί για αέρα μέσα στο ιατρείο, ρούαχ και μέσα μου προσευχή, ελεύθερος σκοπευτής ελεύθερα σκοπεύει με την κάνη πρώτη στον ουρανίσκο, η ευτυχία είναι μεταναστευτική. Είμαι ο Μίδας στα σκατά, ο πόνος του μεσαρθρίου ταξιδεύει κατακόρυφα κατά μήκος των οστών, τον νιώθεις πίσω από το κούτελο σαν αντιμάμαλο σε κακό λιμάνι. Η μάνα των παιδιών του, ανάμεσα σ'αυτήν κι αυτόν το άγονο παραπέτο, το ρούαχ, η επισκοπή, οι μέρες που χάνονται παραλλήλως, οι αστοχίες, οι παραβολές, είναι το παρασκήνιο που θα μας καταπιεί, αλλά προς το παρόν σπρωχνόμαστε κεφάλι με κεφάλι, σαν άλκες που παλεύουν. Το πλήρωμα καταπίνεται ολοένα σε βίους κοινούς και ανθοσπαρμένους, η βάρκα ελαφραίνει και μένουμε πάνω εγώ, οι μέρες της κι αυτή. Στο δεύτερο κατάστρωμα κοιμάμαι οχτώ και οχτώ λεπτά με το ρολόι. Στη δουλειά φοράω άσπρη στολή και γίνομαι λευκό σακί των λάθος ιδεών, βουβός και βλοσυρός, φωτεινή σκιά πίσω από την ευπροσήγορη πλάτη του Νιμρώδ. Το κρεβάτι φέρει ό,τι έτυχε να ρίξουν οι μάχιμοι από τη διαλογή, οι φάκελοι είναι όλοι ψηφία της ατέρμονης ανακύκλωσής μας, οι νοσοκόμες έγιναν γιατροί, όλα στηρίζονται στα λόγια, οι κουβέντες δεν έρραψαν ποτέ καμιά πληγή και ίσως να φταίει που δεν ξέρω να μιλώ. Η θέα της ακτής όταν θολώνει την περνάς για μεσογείου. Η γλύκα της ζωής μου χωράει στα οχτώ και οχτώ λεπτά της δύσης και της ανατολής. Οι ρόλοι μοιράζονται τυφλά, άλλα σώματα τραβάνε άλλο κουπί, η βάρκα δεν κινείται. Κυκλώνω τη μέση της, κάτω από τα δάχτυλά μου σφύζουν τα μυστικά της. Ανδρώνει άλλους, πολύ πιο δειλούς από μένα, γιατί λοιπόν να πέσω εγώ έξω; Ο κόσμος σταματά στην ανάνηψη ώσπου να ξυπνήσει ο εκάστοτε φουκαράς. Ο ιδρώτας λιμνάζει στην οσφύ, εκείνο το κατούρημα περιμένει απ'το πρωί, τι δίνουν και δε δίνουν οι παροχετεύσεις, το ράμμα και η κλωστή, μια μέσα και δυο έξω, το ταλκ, ο οξυζενές, το καροτσάκι της αλλαγής κρίκι-κρίκι-κρικ και ζέχνει από τη βρώμα, τα γάντια σκίζονται στον καρπό αν τα τραβήξεις βιαστικά. Ο κόσμος σταματά για οχτώ και οχτώ λεπτά. H γλύκα της ζωής μου είναι αυτή. Τα νερά χόρεψαν έναν ισπανικό χορό, ήρθε πάλι το μεσημέρι και πλημμύραμε στο αίμα.

La reina Ester

Το παιδί της καθαριότητας είναι ένα αδύνατο κλαδί
κάθε πρωί με βρίσκει στην κλινική την ώρα που αδειάζει τα σκουπίδια
και μου λέει κοιτώντας χαμηλά
God morgen, Herre.

Μέσα στην κούπα του τσαγιού είναι πάντα νύχτα
η κάπνα που βγαίνει απ'τα φουγάρα είναι γάλα και αφρός
κάθε φορά του απαντώ σπαστά
Dav, dreng.

--

Στις έντεκα το κατακάθι έχει πήξει
από το κατράμι αναδύεται η καστανή εκδοχή του μαρτυρίου
με πρόσωπο ταλαίπωρο, μαλλιά πιασμένα κότσο
και με το πανανθρώπινό της σώμα παλιό όσο ο κόσμος
γελάει και κοροϊδεύει Shir lashir...

και όσο με πλησιάζει σοβαρεύει ως τα χείλη της να αγγίξουν το αυτί μου
ναι, άκουσα καλά
Θέλω μέσα μου το ζεστό καυλί σου.
Πολλοί θα πλήρωναν για τέτοια ιπτάμενα λόγια κι εγώ που με λένε τυχερό
τ'ακούω με μόνο τίμημα το φέσι της περιαγωγής.

--

Skov

Το ποδήλατο μου πέφτει μικρό. Ο κώλος μου ακουμπάει στο καλάθι μέσα στο οποίο έχω φορτώσει δυο μηλοχυμούς και μια σκουπιδοσακούλα που θα πάει βόλτα τρία χιλιόμετρα κόντρα στον πουνέντε. Είναι το φωτεινό παράθυρο της μέρας, οι δυο ώρες που δε βρέχει. Πριν αρχίσουν οι λόφοι να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, υπάρχει μια πλατεία με ένα ξύλινο τραπέζι εκδρομής και έναν κάδο. Εκεί πετάω τα σκουπίδια της βδομάδας γιατί η σπιτονυκοιρά δε θέλει να πληρώσει τα εφτά ψιλά το χρόνο τέλη της σκουπιδιάρας. Η άμμος καταρρέει στις άκρες της ασφάλτου, ο δρόμος υποχωρεί, στο τέρμα της κατηφόρας βρίσκεται η ακτή, το αρμυρό πλατώ, τα μπητς μπάγκυ, οι ταμπέλες για το γουίντσέρφ, οι πατημασιές των επισκεπτών, η γλίτσα, τα σκουλήκια, τα πανάκριβα σκυλιά και οι φτηνοί τους αφέντες, όλα θολά από το σπρέη του αλατιού. Γύρω αντηχεί στους λόφους και τα βαφτισμένα σπίτια το γουργουρητό του σχεδόν Ατλαντικού, και εκεί, στην κωλοτρυπίδα του νησιού στέκομαι εγώ, με το ένα πόδι στο πετάλι και το άλλο καταγής, κατακτητής του κόσμου.

-

Στα γόνατα με το κεφάλι κάτω, στη θέση μου κάτω από τις νοσοκόμες, ελέγχω τις CRP και τις αιμοσφαιρίνες, ενώ ταυτόχρονα κρυφοκοιτώ τις λευκοντυμένες γάμπες που κουράζονται γράφοντας άσκοπες διαδρομές. Οι κομψές αυτές γάμπες ανεβάζουν τη ματιά σε μπούτια που ενώνονται σε περίνεα που έχουν τσιτωθεί, εξιδρώσει και σκιστεί μια και δυο και τρεις και πιο πολλές φορές για να γεννήσουν παιδιά της χρηστής φυλής. Το τέταρτο παιδί του διευθυντή της ενδοκρινολογικής είναι καθυστερημένο. Δεν ήταν οιωνός, ήταν στραβοκοντυλιά, ε και; Τώρα η γυναίκα του είναι γκαστρωμένη έκτη φορά. Οι άντρες εδώ χύνουν πάντα μέσα, τι λέει γι'αυτό ο λουθηρανισμός σου; Τι λέει η μια και η άλλη πλυμένη θρησκεία του βορρά; Εγώ διαφωνώ, αλλά ορίστε το αστείο, είμαι σταγόνα γκέττο στο νερό του ενυδρείου με τα (γ)κόυ. Οι ζωές τους φέγγουν για λίγο και ασθενικά, τα μουνιά ξηλώνονται, τα ζουμιά σκουπίζονται σα να μην έτρεξαν ποτέ και έτσι κλείνει ο κύκλος.

-

Το δάσος έχει παραλύσει. Τα σύννεφα τρέχουν, κάτω εδώ στα χαμηλά δεν πνέει ούτε φιλί. Με σκεπάζει η κουβέρτα του πλανήτη, το μάγουλό μου ζουλιέται στα σάπια φύλλα, οι μύξες έχουν παγώσει στο μουστάκι. Το ποδήλατο με περιμένει δίπλα στο δρόμο. Ετοιμάζομαι να κοιμηθώ δυο ώρες με τα πόδια από εκεί, άγνωστος και κρυφός στο δάσος με την άμμο για στρωμάτσα, γιος μιας Σάρρας που έσβησε μόνη στην έρημο Νεγκέβ πριν βρει την άκρη της κλωστής. Είπα πολλές φορές πράγματα που τώρα παίρνω πίσω. Όμως υπήρξαν και στιγμές επιθανάτιας ειλικρίνειας για τις οποίες δε δικαιούμαι να αναθεωρήσω. Η επιστροφή είναι μια μυστήρια κατηφόρα, γεμάτη λαγότρυπες που καραδοκούν να σου καταπιούν τους αστραγάλους. Στο τέλος θα βρεις το παλιό παρατηρητήριο και τις τέσσερεις ταμπέλες, στο τέλος θα βρεις και τη στάχτη του Ισραήλ.

-

Ξαπλώνω στο παράξενο κρεβάτι και ξαπλώνω στη σοφίτα του κτιρίου της Χόλμπεργκσπλαςς, σβήνω το φως και σβήνει μια μακρά εγκόσμια ιστορία. Τα τζάμια τρόμαζαν από το τραμ κάθε είκοσι λεπτά. Ανάμεσά μας ζεσταινόταν εκείνος ο χρυσός σταυρός σου, η αληθινή θρησκεία, η πίστη της σαρκός.

-

ἅλς



-Μωρίς - είμαι ηλίθιος.
-Μείνε ηλίθιος, είπε ο Μωρίς και τον μετέφερε πάνω, τον έγδυσε και τον έβαλε στο κρεβάτι.


Forster

καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς..., καὶ διεχώρισεν...

Το ανεμούριο του καμπαναριού δείχνει πού θα πάμε όταν μας θερίσει ο Θεός (κάτω). Τις άπνοες μέρες βρέχει. Από την πόλη απέναντι δεν ξεχωρίζει τίποτα παρά η λάμπα του ψηλού φουγάρου, το φως της βιομηχανίας, το θαύμα της ανάπτυξης. Ο ύποπτος ατμός του σβήνει στην αρμυρή αχλή και λέμε ο αέρας είναι τόσο καθαρός, απάτη και αυταπάτη. Η θάλασσα στο στενό είναι το πλύμα της βρωμιάς όλου του κόσμου, πρόσεξε τις γωνίες στις προβλήτες και τα χέρια σου απ'τους κάβους. Η άμμος στα στεγνά είναι ξανθωπή, αλλά δε με γελάει, είναι το ψέμα της λασπουριάς την ώρα που τραβιούνται τα νερά.

Οι σκούρες ώρες λιγοστεύουν. Στον πάτο του πηγαδιού η μέρα με τυφλώνει: δεν έχει άλλη κατρακύλα. Ο αέρας είναι τόσο καθαρός, τι μαλακίες. Ο αέρας μας σκοτώνει. Ένα ένα τα έργα της γενέσεως προχωρούν και πίσω μένει μούργα. 

Ρίχνω βραστό νερό στην κούπα. Τα κλαδάκια του τσαγιού έχουν ταριχευτεί, δε δίνουν άλλο. Η σακούλα που έχει μέσα τις πράσινες πατάτες θροΐζει, ένα μικρό καφετί ποντίκι κάνει ανασκαφή. Θέλω να καπνίσω μια βδομάδα τώρα. Μια βδομάδα τώρα! Σε μια βδομάδα χτίστηκε ολόκληρος κόσμος δυστυχίας από τα θεμέλια ως την κορφή...

/

Ορισμένα σφάλματα δεν παλιώνουνε ποτέ: το μουστάκι μου στα γένεια, η γλώσσα σου στα χείλη, εκείνα τα αλησμόνητα μάτια του βαρισκίτη. Άφησα την πρώτη μου γυναίκα και όσες με βρήκαν έπειτα απ'αυτή, χαμογελώ, θα περιαυτολογήσω, ήταν αρκετές. Άφησα δυο πατρίδες και ανάθεμά με αν ήξερες, πώς το ν'αφήνεις σε σκίζει και σε ξαναγεννά.

Οι άγκυρες μαϊνάρονται ήσυχα, τα λιμάνια πιάνονται χωρίς πολλά πολλά. Το φυλαγμένο στένωμα και οι ήμεροι καιροί κάνουν τη γκρίνια ακριβή, το κλίμα δε σηκώνει τσιριμόνιες, παρά το γκέμι και το βήμα, απετάλωτα στις πέτρες με τα βρύα, κλιπ, κλωπ, κλιπ, κλωπ, και τις στάλες της βροχής που στραγγίζουν από το κεφάλι στα μανίκια, πλιπ, πλωπ, πλιπ, πλωπ. Οι μέρες μπαινοβγαίνουν ομαλά, και η ζωή χάνεται σαν ατμομηχανή σε ράγες που μακραίνουν.

/

Για να σε ξαναμυρίσω σπρώξε τη μούρη μου στο χώμα
και δοκίμασε να πεις: Θυμάσαι μήπως; Η γη είναι χωρισμός.
Η γη είναι οι θάνατοι, η θάλασσα οι γέννες
και στις ακτές στεκόμαστε λιγνοί σκυφτοί και προδωμένοι
ζητώντας ρέστα απ'το Θεό.

Ήμουν άπιστος, θα απαντήσω,
αλλά όχι πια.

/



the dust, the spray of the salt
the fog, the mist, the sand

the foam, the fish, the weeds
the pebbles on the shore

the clouds, the fleeting sun
the feet, the shoes, the stead

oh I know you'll make me sad
but I don't mind at all