© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Σκόνταψες, ε και;

 Maybe
there is no love on earth
except the one we imagine

A A S Esber

31.07

Στη μικρή εσωτερική καμπίνα με το εξεταστικό κρεβάτι κάθεται κάποιος που μασάει τα δόντια του. Μια σταγόνα ξένο αίμα στο ντουβαράκι. Η βιδωμένη λάμπα με το βραχίονα που κουμπώνει, το δεμένο καρεκλί, ο μόνιμος θόρυβος του μηχανοστασίου που πνίγει τη φασαρία μέσα στο κρανίο. Τρίβω το μουστάκι, βλέπω τη σκιά μου και τη βάτο πάνω στους ώμους μου στο ντουβαράκι. Ξέχασα τη χτένα στα αποδυτήρια στο λιμάνι, έχω να στρωθώ απ'την Πέμπτη, και είναι Κυριακή, αλλά δε βρισκόμαστε πια στα περασμένα χρόνια εκείνης της σεβάσμιας τυπολατρείας. Ακούω τα δόντια του Πολωνού που τρίβονται και τρίβονται γρέζι προς γρέζι, ακούω τις μηχανές, ακούω την ανάσα μου, τα εργαλεία από τα χέρια μου στο νεφροειδές και πίσω στα χέρια μου, τα δόντια του Πολωνού. Θέλω να δω τσιμέντο. -Θα δούμε όλοι τσιμέντο αύριο. -Παντού τσιμέντο! Οι κήποι και τα γκαζόνια είναι πεταμένα λεφτά. Το τσιμέντο το πλένεις με το πιεστικό μια φορά το χρόνο και έχει καθαρίσει. Ούτε ζωΰφια ούτε λάσπες ούτε μαλακίες. Θέλω να δω τσιμέντο, να σου γαμήσω!

Στη μικρή εσωτερική καμπίνα με το εξεταστικό κρεβάτι. Καμιά σταγόνα ξένο αίμα, έχω κάνει πάστρα. Η βιδωμένη λάμπα με το βραχίονα που κουμπώνει σβηστή, ξημερώνει Δευτέρα, το τσιμέντο έρχεται, αλλά όχι τόσο μπρουταλιστικό ώστε να καυλώσει ο Πολωνός. Σκέφτομαι το Λαρς που τρύπωσε στα ΤΕΠ πριν τρία χρόνια, ρούφηξε όσο νοσοκομειακό οινόπνευμα βρήκε και τα τίναξε στο πάτωμα του διαδρόμου του τμήματος 1. Την περασμένη βδομάδα χτύπησε το αλάρμ για ανακοπή, και όταν έφτασα στο τμήμα 1, είδα μια ξερακιανή γριά που έμοιαζε με μάγισσα πεσμένη στο πάτωμα του διαδρόμου, εκεί που τα είχε τινάξει ο Λαρς. Είχε σκουπίσει το οινόπνευμα από όλους τους γύρω θαλάμους αλλά δεν τα είχε τινάξει ακόμα. Τη διασωλήνωσα απρόθυμα και ανέβηκε στη ΜΕΘ όπου κείτεται με σηψαιμία από πνευμονία εξ εισροφήσεως. Το τι έκανα εγώ και όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι δεν έχει σημασία. Δεν έχει έρθει η ώρα της. Τα πας πιο καλά με τη μοίρα αν είσαι μοιρολάτρης. Πάνω στο σκοτάδι της νύχτας πέφτει ένα μαύρο πυκνότερο, σέρνεται σαν κουβέρτα, σαν πέπλο. Πάνω στο αχτένιστο κεφάλι μου πέφτει σαν πάχνη η ανάσα του και ραίνει τις τρίχες με τρίμμα από χιόνι. Το κρύο είναι βαρύ σαν αμόνι και με ρίχνει στα γόνατα.

Έξι χρόνια πριν μια καλοκαιρινή Δευτέρα σαν κι αυτήν έπεσε η ίδια πάχνη στο αχτένιστο κεφάλι μου, και εκείνα τα ελαφριά κρύσταλλα από σκόνη κατρακύλησαν στο σβέρκο μου. Περίμενα να αλλάξει ο κόσμος, περίμενα να εξαφανιστώ. Στάθηκα προσοχή, πρόσκοπος με Κόκα Κόλα σφηνωμένη στον καβάλο και γύρω μια αόρατη ομήγυρη γελούσε. Έπειτα ένας χαζός κρότος με έστειλε κάτω στις σκάλες. Όταν έπιασα το κεφάλι και το σβέρκο μου ήταν παγωμένα και σκληρά, σαν να τα είχε τρυπήσει αστροπελέκι φτιαγμένο από χειμώνα. Ήταν η μοίρα που με κλώτσησε στ'αρχίδια, μ'άρπαξε απ'τα μαλλιά και μου'σπρωξε το κεφάλι κάτω. Δεν είναι ώρα καριολάκο. Δεν ήταν ώρα, μα το θέλησα πολύ. H παροδική ισχαιμία με έσπασε στα ευπαθή σημεία. Το οστό αρχίζει να επουλώνεται μαλακό. Ενίοτε περνάνε μήνες ώσπου να γίνει σχεδόν όπως πριν -ποτέ ακριβώς όπως πριν. Η δυστυχία είναι καλό ζουμί, ταιριάζει με το αίμα. Φεύγω, αλλά όχι κυνηγημένος.


https://basslauf.blogspot.com/2017/07/

Ο ελεγκτής

Η ίδια ιστορία ξανά και ξανά και ξανά
όπως οι μέρες γίνονται νύχτες και πάλι μέρες.

Έξω από το ρεγκιονάλ στέκεται ένας ελεγκτής. Στη διπλανή αποβάθρα κάνει τη μοναδική του στάση το τραίνο αστραπή. Ένας επιβάτης κατεβαίνει, διασχίζει το τσιμέντο, κοιτάζει το μπιλιέτο του και ανεβαίνει στο ρεγκιονάλ. Ο ελεγκτής τον ακολουθεί, ανεβαίνει στο πρώτο σκαλί, γυρνάει το κλειδί του στη μια και στην άλλη ασφάλεια. Δίπλα στις ασφάλειες αναβοσβήνουν τετράγωνα λαμπιά. Αυτό πυροδοτεί την κόρνα της ειδοποίησης. Τη στιγμή που τελειώνει ο ήχος, ο ελεγκτής δρασκελίζει τα δυο σκαλιά που μένουν. Οι πόρτες κλείνουν.

Ο επιβάτης κάθεται στη θέση του διαδρόμου απέναντι από το μικρό κουπέ του ελεγκτή. Ο ελεγκτής λέει στον άδειο διάδρομο nye rejs-nde με μικρό ερωτηματικό στο τέλος. Είναι Νορβηγός, τον δίνει η προφορά. Ο επιβάτης τείνει το μπιλιέτο. Ο ελεγκτής κόβει δεύτερη τρύπα στη γωνία και χάνεται στα πίσω βαγόνια.

Είναι μια μέρα σαν βγαλμένη από τον κουβά της νοσταλγίας. Όνειρο που μισοθυμάσαι όταν ξυπνάς ένα ήσυχο πρωί. Μαλακή λιακάδα, αεράκι, αγριολούλουδα στα χωράφια που είναι σε αγρανάπαυση, μια ελαφίνα τρέχει στο λιβάδι με τα δυο μικρά της, όλα χάνονται γρήγορα, όλα μένουν πίσω, το ρεγκιονάλ φεύγει δυτικά. Ο επιβάτης επιστρέφει. Στα αχτένιστα μαλλιά και στο τσαλακωμένο πουκάμισο δεν υπάρχει καμία προσδοκία.

Ο ελεγκτής εμφανίζεται ξανά. Κάθεται στο μικρό κουπέ. Ρίχνει μια ματιά στον επιβάτη, ο επιβάτης ρίχνει μια ματιά στον ελεγκτή. Ένα ζευγάρι φωτεινά γαλάζια μάτια και ένα ζευγάρι σκοτεινά, μια και μια πλευρά της γηραιάς ηπείρου. Ο ελεγκτής τραβάει τη συρόμενη πόρτα να ανοίξει εντελώς. Στο τραπεζάκι του μικρού κουπέ ξαπλώνει ένα κουτί σνους και ένα μπουκάλι νερό. Αφήνει τα μαραφέτια τα ελεγκτικά και βγάζει να χαζέψει το κινητό του. Ο επιβάτης χαζεύει το δικό του. Ο ένας βλέπει τον κατάλογο του μαγαζιού με ηλεκτρολογικά. Ο άλλος διαβάζει τα νέα από την Κοζμοπόλ.

Ξαφνικά ο επιβάτης αφήνει το κινητό στο μπούτι και μένει ακίνητος, όπως τα άγρια ζώα στο δάσος όταν παίρνουν πρέφα τον παρατηρητή. Σηκώνει το κεφάλι, ο ελεγκτής είναι που τον βλέπει. Έχει τη μουσούδα πονηρού ζώου. Βγάζει το τζόκεϋ. Τα μαλλιά του κάθονται πειθαρχημένα χτενισμένα πίσω, πάστα από κάστανο. Τα στρώνει παρολαυτά.

Πλησιάζει ο επόμενος σταθμός. Ο ελεγκτής θα σηκωθεί, θα βάλει το κλειδί στις ασφάλειες της πόρτας, θα κατέβει δίπλα στο τραίνο, θα χαιρετήσει κάποιον από το προσωπικό της καθαριότητας, θα περιμένει. Το τραίνο θα ξεκινήσει πάλι, ο ελεγκτής θα κάνει τη γύρα λέγοντας nye rejs-nde με μικρό ερωτηματικό στο τέλος και θα επιστρέψει στο κουπέ.

Θα σπρώξει τη συρόμενη πόρτα ανοιχτή, θα πάρει το κινητό στο χέρι αλλά θα τον απασχολεί ο επιβάτης. Το τραίνο ακολουθεί την κλίση των γραμμών και η πόρτα σέρνεται μισόκλειστη. Η σιλουέττα του ελεγκτή ξεχωρίζει από τις ρίγες στο τζάμι. Φαίνεται το χέρι του που ανοίγει το κουτί του σνους, παίρνει ένα πουγκάκι, το ζουλάει αφηρημένα, το φέρνει στο στόμα. Τα δάχτυλά του είναι λιγνά και μακρυά. Η πόρτα ξανανοίγει. Ο ελεγκτής λέει Så? με μεγάλο ερωτηματικό στο τέλος.

-Hva?
-Er du norsk?
-Nej. Hvor er du fra?
-Budal. Trondheim.
-Nå.
-Men du taler norsk?
-Det gjør jeg også. Du har vakre fingre.
-Takk. Du har vakre øyne.

Ο ελεγκτής έχει ένα ταττουάζ περιστέρι στο δεξιό τρικέφαλο, που το κρύβει το κοντό μανίκι της στολής. Ο επιβάτης έχει ένα ταττουάζ άγκυρα στον αριστερό δελτοειδή και ένα θυρεό στη νεφραμιά. Στα μαλλιά του ελεγκτή κάθεται ο ζελές κι όμως είναι μαλακά. Τα μαλλιά του επιβάτη κάνουν μπούκλες εδώ κι εκεί αλλά είναι αδρά. Η μια και μια πλευρά της γηραιάς ηπείρου. Ο ελεγκτής φιλάει απαλά, ο επιβάτης δαγκώνει πιο πολύ παρά φιλά. Ο ελεγκτής ιδρώνει εύκολα και πολύ, ο επιβάτης είναι κρύος σαν νεκρός.

Στο μικρό διαμέρισμα στο Κόλινγκ που μύριζε χώμα και υγρασία από τις γλάστρες, έβαλα την καπότα βιαστικά ενώ ο Νορβηγός με κάρφωνε με το βλέμμα, έφτυσα και ετοιμάστηκα να τον πονέσω, πάντα ήμουν έτσι στην αρχή, απότομος, ανυπόμονος, θυμωμένος σχεδόν, αλλά όταν τον τράβηξα κοντά μου και έβαλα το χέρι μου στον ώμο του, κάτι με σταμάτησε. Χάιδεψα το δέρμα του, λεπτό, κάπως σκούρο, τόσο ομαλό, χάιδεψα το λαιμό του, ψηλάφισα τον κρικοειδή, έπιασα το αίμα του που ταξίδευε βιαστικό στην καρωτίδα, και έγινα ξανά προσκυνητής, τι φοβερό δώρο, το μόνο φως ανάμεσα στα δυο σκοτάδια που αφορίζουν τη ζωή, ο Θεός με έπιασε πάλι απ'το σβέρκο, το φρένο δούλεψε καλά.

-

There was a boy
a very strange enchanted boy
they say he wandered very far
very far
over land and sea
a little shy
and sad of eye
but very wise was he
and then one day
one magic day he passed my way
and while we spoken of many things
fools and kings
this he said to me
the greatest thing
you'll ever learn
is just to love
and be loved in return.

Ribes uva-crispa

Φτάνω στο Φλένσμπουργκ αργά το απόγευμα. Βρίσκω πάρκην μπροστά στην προμενάντε. Ο Ε., μόνιμος κάτοικος της περιοχής άστεγος και πολύ σοφιστικέ, κάθεται με περιποιημένη την άσπρη κοτσίδα και καλοξυρισμένος όπως πάντα στο κόκκινο στράντκορμπ πίσω απ'το θάμνο. Το ποδήλατό του φορτωμένο με την περιουσία του σαν μικρό βουνό στέκεται δίπλα. Στο διαμέρισμα δεν είναι κανείς. Μυρίζει λαδομελάνια και καπνό. Ανοίγω τα παράθυρα πίσω μπρος για Stoßlüften, έχει ζέστη, το διαμέρισμα έχει φάτσα δυτικά και ψήνεται. Από τη μαρίνα ακούγεται το μικρό κουδούνισμα των ιστιοφόρων στην αύρα. Ξεφορτώνω ένα μισόκιλο χαρτοπεριέκτη λαγοκέρασα από τη σάκα μου. Έχουν ιδρώσει λίγο μέσα στη σακούλα. Τα βάζω σε ένα μπωλ να κολυμπήσουν σε ξύδι και νερό. Στο ψυγείο κάτω από κόκκινες πιπεριές και μοσχολέμονα ξαπλώνουν δυο Ντιτμάρσερ Μποκ. Κάθομαι στο μπαλκονάκι γυμνός απ'τη μέση και πάνω σαν συνταξιούχος, χαζεύω το δρόμο, τα πλεούμενα που έρχονται και φεύγουν αθόρυβα στο φιορδ, τα μαυροπούλια που τραγουδάνε δυνατά αυτήν την εποχή. Είναι η καλή μεριά της καλής μεριάς της πόλης, καθωσπρέπει γύρω από τη ναυτική ακαδημία και το άλσος του Όσμπεκταλ, με αρχιτεκτονικά γραφεία, ψηλοτάβανα κομμωτήρια, ακριβά διαμερίσματα και διακριτικά μπαρ, όλα ταχτοποιημένα και πολύ γερμανικά, σε αντίθεση με δυο τρία χιλιόμετρα προς τα πίσω, που όλα είναι χαοτικά και πολύ γερμανικά, με γκράφιττι και αφίσες για τα Κακά Παιδιά και την επόμενη έκθεση ερωτικών παιχνιδιών. Δεν έχω δουλέψει ποτέ στο Φλένσμπουργκ, αυτό κρατάει την πόλη άσπιλη. Όταν σουρουπώνει παίρνω τη μισοτελειωμένη μπύρα στο κομοδίνο και ξαπλώνω, με πλάνο να σηκωθώ σε κανένα μισάωρο και να εξέλθω, αλλά συνεχίζεται το μοτίβο του συνταξιούχου και τελικά φτάνει το πρωί. Με ξυπνάει ο Μ. που αφήνει τα κλειδιά επί τούτου με θόρυβο στο κομοδίνο της μεριάς μου.
-Τι έγινε αρχίδι; Σου'δωσε άδεια το χαρέμι;
-Πού ήσουνα γερομπινέ; Στης Κουασιμόδας;
-Ναι, σχεδόν το κάναμε.
Δε ρωτάω περαιτέρω. Τον έχω ακούσει να ξεστομίζει την ίδια φράση από τότε που ήμασταν έφηβοι, πάντα κάπως απολογητικά, λες και θα με απογοητεύσει που δε γάμησε την εκάστοτε γκόμενα. Δεν του σηκώνεται πάντα, είναι διαχρονικό φαινόμενο. Ο άνετος, εξωστρεφής, κάπως παράξενος γόης με τα ζεστά καστανά μάτια και τα ηλίθια αστεία, κι όμως με μια κρυφή αναστολή.

Ξεντύνεται ως το σώβρακο, στρίβει τσιγάρο, πηγαίνει στην κουζίνα, Haach, Prima! Stachelbeeren, bitch! Επιστρέφει με μια χούφτα λαγοκέρασα. Πίνει μια γουλιά απ'τη χτεσινή μπύρα, μισοξαπλώνει στη μεριά του με το τασάκι κινέζικη κούπα, ανάβει το τσιγάρο. Ξύνει το βυζί που έχει τη ροζέττα, επισκοπεί το μπανταρισμένο μου δάχτυλο. Τρώει και καπνίζει. Έχει σακούλες κάτω από τα μάτια που μοιάζουν με ταϋλανδέζικες γαρίδες, αλλά τα μάγουλά του είναι φράπα. Μου ζουλάει το στομάχι και στάχτες πέφτουν στο σεντόνι.
-Αδυνάτισες. ("Du hast abgespeckt.")
-Η μάνα σου μου τρώει το φαΐ.
Μου ρίχνει μπουνιά στον ώμο. Ζητάει τη μπύρα, πίνει και χώνει άλλο ένα λαγοκέρασο στο στόμα. Μου προσφέρει, νεύω όχι. Είναι θεόξινα, μου φέρνουν δάκρυα. Έχουμε πει τα πάντα ήδη στο τηλέφωνο και στις λοιπές τηλεπικοινωνίες αλλά θα τα περάσουμε όλα δεύτερο και τρίτο χέρι. Από τότε που γνώρισε την Κουασιμόδα δεν είναι τόσο τσιτωμένος. Η Κουασιμόδα, κατά κόσμον Μαγκνταλένα, έχει μια συγγενή ημιπληγία, που φαίνεται πιο πολύ στη μισή της μούρη. Το χέρι και το πόδι τα έχει προπονήσει και αν δεν είσαι ψυλλιασμένος δεν το παίρνεις είδηση, η μούρη της όμως είναι στραβή. Αυτή η εκ γενετής ατυχία ρυθμίζει τις προσδοκίες της: είναι σε σχέση με το Μ. από τον περασμένο Σεπτέμβρη και τον δέχεται όπως είναι και με όλα αυτά που έχει κρυμμένα κάτω απ'το χαλί, χωρίς σκηνές και δράματα. Παρότι τη λέμε Κουασιμόδα μεταξύ μας, είναι ομορφούλα, με μικρά τροφαντά χείλια, σταχτόξανθα μαλλιά, ωραίο δέρμα, στρογγυλό κώλο που πάντα ντύνει πολύ επισταμένα. Όταν πηγαίνουνε στους σινεμάδες για τις αρτχάουζ μαλακίες που κυνηγάει ο Μ., κάνει σχόλια της αρεσκείας του, είναι έξυπνη, χιουμορίστα, τρώει βιεννέζικο σνίτσελ με αγοράκι (σνίτσελ με μια αντζούγια από πάνω) και πίνει Geist από λαγοκέρασο, που είναι το αγαπημένο φρούτο του Μ. Το ελλειπές γαμήσι δεν είναι θέμα για την Κουασιμόδα, όπως δεν ήταν και για καμιά άλλη πριν απ'αυτήν. Σημεία τριβής υπήρχαν, αλλά ποτέ δεν αφορούσαν στο υποτροπιάζον μαλακό πουλί του, ίσως γιατί οι γκόμενές του ήταν πολύ απασχολημένες με άλλα, πιο επιβλητικά προβλήματα. Ο Μ. όμως από την πρώτη του σχέση επιδόθηκε σε αναζήτηση λύσης, δοκιμάζοντας κατά καιρούς ανορθόδοξες ιδέες, να μην τραβάει μαλακία για τρεις μήνες, να τρώει μπρόκολο μέρα παρά μέρα, να κάνει πιο πολλά βάρη και να κόψει τις αεροβικές ασκήσεις, τα πάντα τελοσπάντων παρά το προφανές. Κάποτε κουράστηκε, το πήρε απόφαση και η στιχομυθία βρήκε την τελική μορφή της: -Ναι, σχεδόν το κάναμε. -Γιατί πάλι σχεδόν; -Ε, ξέρεις τώρα πώς είμαι εγώ.

Πηγαίνουμε στο Ρόσσμανν, το καλό, εκείνο προς το Τάστρουπ. Ο Μ. μου παραστέκεται ενώ μυρίζω όλα τα σαπουνικά σαν αποπροσανατολισμένος κοκάκιας. Μου μιλάει για την Κουασιμόδα και τις σπουδές της στη βιβλιοθηκονομία και το μεταπτυχιακό στην ανάλυση δεδομένων. Κάνω μμμ. Το βράδυ πριν κατέβω, ενώ κοιμόμουν στο εφημερείο, είδα το Μ. και την Κουασιμόδα να πηδιούνται στο σαλόνι του και τα μελάνια λιθογραφίας του να χύνονται παντού και το ανακάτεμά τους να δίνει ένα ανοιχτό πράσινο ζουμί που πλημμύρισε το διαμέρισμα, το δρόμο, το Ζόνβικ, είδα το στόμα της Κουασιμόδας να αναβλύζει ένα αρωματικό υγρό που ήξερα πως ήτανε λικέρ από λαγοκέρασο, και τότε αυτή γύρισε προς το μέρος μου και μου έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά. Κάποτε μια πρώην του Μ. μας είχε πει σε μια αναρχομπυραρία στο Ζανκτ Πάουλι με βαθιά αγανάκτηση Δεν έχετε ιδέα από φιλία! Και είχα αρπαχτεί Τι ξέρει μια γκόμενα από φιλία; Είχε γυρίσει στο Μ. -Τι λες εσύ; Δεν είσαι φεμινιστής τώρα; -Δε θα σώσω εγώ τον κόσμο, μωρό μου., και μου έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά όπως συνηθίζει, ίσως από εκεί να το έκοψε και το επικόλλησε ο νους μου πάνω στη μούρη της Κουασιμόδας στο όνειρο.

Ο Μ. θα πεθάνει με τη ροζέττα του τετραδίου μου πάνω από το αριστερό βυζί του. Εκεί βρέθηκε το συγγραφικό μου αστέρι στο ζενίθ του, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος αντίκτυπος που θα έχουν ποτέ αυτά τα άχρηστα κατεβατά. Όλα τα υπόλοιπα είναι υποσημειώσεις, κωλόχαρτα για σκατωμένο κώλο. Όταν είχα γράψει το πρώτο μου βιβλίο, καθίσαμε ένα βράδυ στο διαμέρισμα που νοίκιαζε στο Μπάρενφελτ, έκανε πολλή ζέστη, ήμασταν και οι δυο γυμνοί, ο καπνός καθόταν ακίνητος κοντά στο ταβάνι. Ο Μ. έκοψε τα χαρτόνια για τα εξώφυλλα στο χαμηλό τραπέζι του σαλονιού που έχει ακόμα. Ήταν πολύ περήφανος που είχα καταφέρει να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Ράψαμε τα κουάρτα με κλωστή και βελόνα σε ένα υπόγειο εργαστήριο τέχνης και τυπογραφίας στο κέντρο. Σκάλισε τις μήτρες για να τυπώσουμε τον τίτλο, κολλούσαμε τις ράχες, τα βάζαμε στην πρέσα, ήταν στο στοιχείο του, χαιρόμουν να τον βλέπω να δουλεύει. -Αλλά γιατί δεν το βγάζεις με το αληθινό σου όνομα; -Δε θέλω να πάρω ρίσκα με την πουριτανίλα. -Ντρέπεσαι παθολογικά. -Με ξέρεις ντροπαλό; -Μερικές φορές δε σε ξέρω καθόλου. Και όταν θα παίρνεις τα βραβεία, πώς θα συστήνεσαι; -Ποια βραβεία ρε καθυστερημένο; Δεν καταλάβαινε. Ούτε κι εγώ καταλάβαινα. Βρεθήκαμε στο νησί αργότερα, στο παρκάκι του Löwenhöhle, ξαπλώσαμε στο γρασίδι κοντά στις ξύλινες φιγούρες. Κάποια στιγμή σοβάρεψε και είπε: Διάβασα το βιβλίο σου. Είσαι πούστης δηλαδή; Πάνω που ετοιμαζόμουν να επαναστατήσω άρχισε να γελάει, ε, να μη λέμε τα αυτονόητα.

Η κυρία Silke, η μάνα του Μ., άκουσε από κάποιον που άκουσε από κάποιον πως ο Μ. μπορεί να έχει πέσει θύμα διαφθοράς. Το αργκουμέντο; Τα βαμμένα νύχια του. Πώς δεν το είχε πάρει είδηση νωρίτερα, για όνομα. Το βουλοκέρι του εγκλήματος, κάποιος που δουλεύει με τα χρώματα, σκοτώνει χρόνο με τα χρώματα. Η κυρία Silke έκλαιγε ένα χειμωνιάτικο βράδυ πάνω από τα λογιστικά της και ρωτούσε τον εμβρόντητο Μ. πόσο φίλοι είμαστε. Πόσο φίλοι είστε; και τα δάκρυα ποτάμια. Ένα ανάλογο χειμωνιάτικο βράδυ ο πατέρας μου έλεγε με εκείνη την υπηρεσιακή φωνή του ψυχιάτρου ενώ η τηλεόραση έπαιζε μεταγλωττισμένη αστυνομική περιπέτεια Viel wird geredet. Die Klatschtanten lassen sich darüber aus, dass ihr zu eng befreundet seid. Ναι, zu eng befreundet, και όπως πάντα με ρωτούσε χωρίς να με ρωτάει. Δεν ήμασταν δεκαπέντε, είχαμε πατήσει τα τριάντα, τόσο άργησε το υποτιθέμενο μαντάτο να φτάσει στο νησί. Ο Μ. μεταχειρίστηκε τη μάνα του όπως κάνει από τότε που θυμάμαι, μισοσοβαρά μισοαστεία, σαν να είναι και λίγο χαζή. Το επόμενο βράδυ του περιστατικού πέρασα απ'το σπίτι τους, και όταν μας είδε ξανά παρέα η κυρία Silke κατάλαβε πόσο ηλίθια ήταν η φρίκη της. Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ τόσο μικροαστός. Περιορίστηκε στα πρακτικά και όταν έλυσε τις απορίες του επέστρεψε στην αστυνομική περιπέτεια και στα αλατισμένα πήνατς, που του πέφτουν και τα ψάχνει στις χαράδρες του καναπέ.

Περιμένουμε στην ουρά να πληρώσω στο Ρόσσμανν. Τρίβω τα μάτια και τη μύτη και ζουμιάζω από τα αρωματικά. Ίσως και να το παράκανα. Ο Μ. κρατάει τον περίεργο πλαστικό περιέκτη με τα καθαριστικά και το κοψοχρονιά αντιηλιακό ενώ φυσάω τη μύτη μου. Κοιτάει τα πολύχρωμα αναψυχτικά στα ψυγεία κοντά στο ταμείο. Με ρωτάει κάτι αλλά δεν ακούω, για μια στιγμή νομίζω μου μιλάει δανέζικα (που δεν ξέρει).
-Τι;
-Αν ο Καπιτέν σου έδινε εντολή να γαμήσεις στο πλεούμενο, πόσους θα γαμούσες; Τους μισούς; Τα δυο τρίτα;
Η μάνα και η κόρη που στέκονται εμπρός μας στην ουρά γυρνάνε και ρίχνουνε ένα μάτι και στους δυο μας, και μετά βλέπουν η μια την άλλη.
-Κανέναν.
-Γιατί; Δεν έχει εμφανίσιμους ο κλάδος;
-Γιατί δεν είμαι πούστης.
-Τον καινούριο Μ. πώς τον δικαιολογείς;
-Εσένα πώς σε δικαιολογείς; Στην Κουασιμόδα είπες τίποτα για τον κώλο σου;
-Τι αρχίδης είσαι! ("Was für ein Scheißkerl!")
Σήμερα δεν είναι καζουρίτσα όπως συνήθως. Οι τόνοι ανέβηκαν και έχουμε γίνει θέαμα. Ο ταμίας με το πιο κοντό κούτελο στο Σλέσβιχ - Χόλστειν περιμένει αμήχανος. Ο Μ. είναι θυμωμένος, πληρώνει τιμωρητικά τα καθαριστικά και το κοψοχρονιά αντιηλιακό μου και δε λέει τίποτα σε όλη τη διαδρομή. Κατεβαίνει από το αμάξι και βροντάει την πόρτα. Του φωνάζω απ'το παράθυρο:
-Wo Rauch ist, da ist auch Feuer!
-Verpiss dich!
-Wo Rauch ist, da ist auch Feuer, nicht wahr?
-Hier is' nur Scheiß. Fahr vorsichtig.
-Moin.

Όταν φτάνω σπίτι στη Δανία, μου'χει γράψει das wollte ich nicht και ένα κατεβατό απολογίας. Ο Μ. θα πεθάνει με τη ροζέττα του τετραδίου μου πάνω από το αριστερό βυζί του, το οποίο έχω ασπαστεί πολλές φορές, τόσες που μπορώ να τη σχεδιάσω από μνήμης. Δε μιλάω για πουστλίκια, μιλάω για τον αδερφό μου.

Περί ομολογίας

& is that not the holiest
love ― a love you must
survive for

G Abraham


Τ'αγγεία στα φτερά της νυχτερίδας
στα πέταλα του γερανιού
στα φύλλα της λαχανίδας
στο έσω των χειλιών

το αίμα που κινεί τον κόσμο
κουβαλάει το φόβο
 το θυμό τη ζήλεια την προσμονή
βάφει τις παρειές βάφει τ'αυτιά βάφει τα χνώτα

ντροπή κι επιθυμία
κάτι κρυφό θαμμένο στο χώμα
με ό,τι είχα και όπως μπορώ
τα δόντια στη λάσπη τα πόδια γυμνά η γη τους ταμπούρλο

αλλά επίμονη κακιά ανελέητη σιωπή στη σπηλιά
ληστεμένη φωλιά, άδειο γλαστρί, ψάλιο περασμένο λοξά 
ακινησία στις πεδιάδες
το στόμα κλειστό

γιατί τίποτα δεν ήταν ποτέ αρκετό;
Έλειπε μια γουλιά πικρό νερό.

Έλειπε η ομολογία.
(σ'αγαπώ)

/

    Μια κοπελίτσα κάθεται με το χέρι στο στατώ, σε ένα στρωσίδι από αποστειρωμένο ντύμα. Το εξεταστήριο δε φαίνεται σωστό. Ψάχνω στο καροτσάκι των αλλαγών, αλλά όλα τα συρτάρια έχουν ηλεκτρονική κλειδαριά με τα οχτώ κουμπιά και δεν ξέρω τον κωδικό. Προσπαθώ διάφορους συνδυασμούς στο ένα ή στο άλλο καντράν χωρίς επιτυχία. Δε μπορώ να θυμηθώ. Το ένα ντουβάρι είναι όλο παράθυρα και έξω πέφτει βροχή από γύρη. Την άρρωστη την έχω ξαναδεί. Έχει ένα μικρό τατουάζ κάτω από το δεξιό βυζί. Μα δεν είναι γυμνή. Την άρρωστη την έχω πηδήξει στο παρελθόν. Δεν ήταν ποτέ δικιά μου ασθενής. Με τον καιρό τα όρια ξεπλένονται και μαζί τους ξεπλένονται και οι ηθικές μου αρχές. Δεν είναι αληθινό περιστατικό. Ρίχνω μια ματιά στο χέρι της: έχει τον αντίχειρά μου με το νύχι που μισοκρέμεται. Κάποιος έχει κολλήσει τον αντίχειρά μου στο ξένο χέρι. Εκείνη η σγουρομάλλα νοσοκόμα με το προσεκτικό βήμα κρατάει έναν δίσκο με κλαδιά. Τα σύνεργα, γιατρέ. Ποια σύνεργα; Ποιος είναι ο κωδικός; -Τέσσερεις φορές εννιά. -Μα εδώ έχει μόνο οχτώ κουμπιά. Πάνω που αρχίζω να θυμώνω, αλλάζει το σκηνικό.
    Μυρίζω τις πρώτες σταγόνες της βροχής. Ο κόσμος είναι σκονισμένος αλλά ήρθε η ώρα να ξεδιψάσει. Γύρω πλανήτες από δίψα και στο κέντρο είναι μια γούρνα που θα γεμίσει με βροχή. Ο βοσκός σπρώχνει αστέρια με μια λεπτή μεταλλική βέργα στο βαθύ σκοτάδι του διαστήματος. Όλα μπαίνουν σε γραμμή. Μυρίζω τις πρώτες σταγόνες της βροχής πάνω σε ένα ηλιοκαμένο σβέρκο, πάνω σε εκείνους τους ψιλούς δελτοειδείς που έχουν σαφρακιάσει από το αλάτι. Ο κόσμος είναι μαντρωμένος. Το ορυχείο στο Στρατόνι βγάζει φωτιά, τα σκάφη έρχονται και φεύγουν φορτωμένα. Σκέφτομαι τους ναύτες που τους καίει το φορτίο αλλά δεν είναι δική μου δουλειά. Δεν είμαι στη δουλειά. Είμαι σπίτι, στο κρεβάτι. Είναι ίσως πέντε, μπορεί εφτά. Αυτές τις μέρες ξημερώνει σχεδόν από εχτές. Τέσσερεις και σαράντα ήταν η ώρα της ανατολής στο δελτίο καιρού. Μετά ως το μεσημέρι οι ώρες είναι αξεχώριστες, επίμονα φωτεινές.
    Με τρίβει ένα χέρι που ξέρει ακριβώς πώς. Δεν παίρνει πολύ. Χύνω ήσυχα και ανοίγω τα μάτια. Το χέρι του είναι ακόμα γύρω απ'το καυλί μου και τα ζουμιά είναι σαν βέλο ανάμεσα στα δάχτυλά του.
-Είσαι πολύ εύκολος. Αρκεί να ρίξεις τις άμυνές σου. Γι'αυτό σ'αγαπάω λίγο περισσότερο το πρωί. Όταν κοιμάσαι είναι η μόνη ώρα που δεν είσαι σε επιφυλακή.
-Μμμ. Τι ώρα είναι;
-Εφτά και κάτι.
    Τα αυτιά μου καίνε. Τα αυτιά μου θα καίνε περιοδικά και σε όλη μου τη βάρδια ενώ θα είμαι ο δέων επαγγελματίας. Θα τον σκέφτομαι στον τομέα Β ενώ θα οργώνω τον τομέα Γ σαν πειθαρχημένο κτήνος. Κάτω από τα άσπρα και τα μπλε θα κρύβεται το δέρμα μου απ'το πρωί, θα κρύβεται η πάλη: εγώ κόντρα σ'εμένα ερωτευμένο. Η σιωπή πρόσωπο με πρόσωπο με την ομολογία. Αυτά κι αυτά και η αγάπη του που είναι διαπεραστική σαν λεπτό ξίφος και με κόβει πέρα πέρα, μπροστά στον άνθρωπο ωχριά η μηχανή.

/

OUT OF THE CRADLE ENDLESSLY ROCKING.

Out of the cradle endlessly rocking,
Out of the mocking-bird's throat, the musical shuttle,
Out of the Ninth-month midnight,
Over the sterile sands and the fields beyond, where the child
leaving his bed wander'd alone, bareheaded, barefoot,
Down from the shower'd halo,
Up from the mystic play of shadows twining and twisting as if
they were alive,
Out from the patches of briers and blackberries,
From the memories of the bird that chanted to me,
From your memories sad brother, from the fitful risings and fall-
ings I heard,
From under that yellow half-moon late-risen and swollen as if with
tears,
From those beginning notes of yearning and love there in the mist,
From the thousand responses of my heart never to cease,
From the myriad thence-arous'd words,
From the word stronger and more delicious than any,
From such as now they start the scene revisiting,
As a flock, twittering, rising, or overhead passing,
Borne hither, ere all eludes me, hurriedly,
A man, yet by these tears a little boy again,
Throwing myself on the sand, confronting the waves,
I, chanter of pains and joys, uniter of here and hereafter,
Taking all hints to use them, but swiftly leaping beyond them,
A reminiscence sing.

Once Paumanok,
When the lilac-scent was in the air and Fifth-month grass was
growing,
Up this seashore in some briers,
Two feather'd guests from Alabama, two together,
And their nest, and four light-green eggs spotted with brown,
And every day the he-bird to and fro near at hand,
And every day the she-bird crouch'd on her nest, silent, with
bright eyes,
And every day I, a curious boy, never too close, never disturbing
them,
Cautiously peering, absorbing, translating.

Shine! shine! shine!
Pour down your warmth, great sun!
While we bask, we two together.

Two together!
Winds blow south, or winds blow north,
Day come white, or night come black,
Home, or rivers and mountains from home,
Singing all time, minding no time,
While we two keep together.

Till of a sudden,
May-be kill'd, unknown to her mate,
One forenoon the she-bird crouch'd not on the nest,
Nor return'd that afternoon, nor the next,
Nor ever appear'd again.

And thenceforward all summer in the sound of the sea,
And at night under the full of the moon in calmer weather,
Over the hoarse surging of the sea,
Or flitting from brier to brier by day,
I saw, I heard at intervals the remaining one, the he-bird,
The solitary guest from Alabama.

Blow! blow! blow!
Blow up sea-winds along Paumanok's shore;
I wait and I wait till you blow my mate to me.

Yes, when the stars glisten'd,
All night long on the prong of a moss-scallop'd stake,
Down almost amid the slapping waves,
Sat the lone singer wonderful causing tears.

He call'd on his mate,
He pour'd forth the meanings which I of all men know.

Yes my brother I know,
The rest might not, but I have treasur'd every note,
For more than once dimly down to the beach gliding,
Silent, avoiding the moonbeams, blending myself with the shadows,
Recalling now the obscure shapes, the echoes, the sounds and
sights after their sorts,
The white arms out in the breakers tirelessly tossing,
I, with bare feet, a child, the wind wafting my hair,
Listen'd long and long.

Listen'd to keep, to sing, now translating the notes,
Following you my brother.

Soothe! soothe! soothe!
Close on its wave soothes the wave behind,
And again another behind embracing and lapping, every one close,
But my love soothes not me, not me.

Low hangs the moon, it rose late,
It is lagging—O I think it is heavy with love, with love.

O madly the sea pushes upon the land,
With love, with love.

O night! do I not see my love fluttering out among the breakers?
What is that little black thing I see there in the white?

Loud! loud! loud!
Loud I call to you, my love!

W Whitman

God's lonely man

Το αίμα δε γίνεται νερό. Αν θέλω το πιστεύω. Κάποτε οι ανηφοροκατηφόρες στο Σβένμποργκ θα μαλακώσουν και το νερό θα σκεπάσει τα πλακόστρωτα. Κάποτε το νησί θα βυθιστεί, η λάσπη θα γίνει μόνιμος βυθός. Κάποτε το ντουβάρι στο Φανό θα είναι πολύ χαμηλό και δε θα έχει σημασία, και η επόμενη Sturmflut θα είναι ειλικρινής πλημμύρα. Κάποτε το φιορδ στο Φλένσμπουργκ θα πάρει την πόλη αγκαλιά. Αυτά θα συμβούν τόσο σταδιακά, που κανείς δε θα προλάβει να πει τους αποχαιρετισμούς του. Όλα γίνονται νερό, αρκεί να περιμένω.

Τα ψίχουλα από το σπασμένο τζάμι σέρνονται ακόμα έξω από την πόρτα. Ένας χλωμός κοκκινοτρίχης σκούπισε επισταμένα. Το πέρα δώθε σήκωνε ένα μικρό αρμυρό ντουμάνι και τα ψίχουλα τιτίβιζαν στο τσιμέντο αλλά ήταν πολύ βαριά για να τα φέρει βόλτα η σκούπα και χορεύανε σαν μπίλιες. Από το σάπιο μπαλκονάκι μια γυναίκα όλη μαλλιά σφύριζε ένα σκοπό. Ένας γέρος έκανε ηλιοθεραπεία. Δυο νεγράκια έτρεχαν στο μπαουγκό με τα πατίνια. Τα σύννεφα ταξίδευαν από τη μια στην άλλη θάλασσα, οι μέρες του Ιούνη στο βορρά είναι ψηλές με σίγουρη δρασκελιά και ζουν για πάντα.

Οι ανάσες μας είναι ρόδες και κυλάνε. Κανείς δεν περνάει απ'το φράγμα της μοναξιάς. Βουτάμε στα θολά σκοτάδια. Δε βλέπω τα δάχτυλά μου, αλλά το αίμα, μελάνι στο μελάνι. Μολύβι γύρω από τη μέση, όπως μάτι της τίγρης και νεφρίτες γύρω απ'τη μέση της Μάτα Χάρι, αλλά για άντρες. Δεν ισορροπώ καλά. Μικρή σουπιά, μη βιάζεσαι, μην τρέχεις. Εδώ κάτω ο χρόνος είναι το κατακάθι, εδώ ο χρόνος δεν τελειώνει.

Στο τραπέζι οι αισιόδοξοι χτυπάνε τα δάχτυλά τους με ανυπομονησία. Η τσόχα που φυτρώνει από τις εκφύσεις του κλαβιέ είναι κόκκινη σαν από λάθος. Το ελεφαντόδοντο είναι πάντα ζεστό από την αγωνία του ζώου. Το αίμα χύνεται γιατί το θέλησε ο Θεός, το αίμα χύνεται για να γίνει μουσική στα χέρια του μοναχογιού. Είμαι έτοιμος να χάσω, δεν είμαι σχοινοβάτης και το σχοινί είναι χαλαρό. Οι ασκήσεις του Ανώ, μια ώρα απ'την αρχή στο τέλος, μια ισόβια συνήθεια, πέφτοντας θα γίνομαι κομμάτια, μια φωνή Εμπρός λοιπόν, ανέβα. Σήκω! το τρέξιμο από τα μπάσα στα πρίμα, τρίτα τέταρτα δάχτυλα και οι αλλαγές, να μην ξεχνώ, το χαρτάκι το κόβει και το μοιράζει ο Θεός.

Σε μια σκιά σε ένα κακό χέρι σε μια παρτίδα στραβωμένη σε ένα σκαμπώ που τρίζει κάθεται ένας γνωστός, Πρόσεχε τους αγκώνες, ένας αδύνατος λαιμός, Λύσε τους καρπούς, ένα ζευγάρι κάλτσες παραταίρι, οι θάνατοι σαν σήματα Μορς στο ταχυδρομείο ενός μακρυνού οικισμού στην Άγρια Δύση, η σκόνη της ερήμου, γκρίζα μάτια χωρίς ψυχή, ισιάδια που τα καταπίνει ο ορίζοντας, η παρηγοριά στα πράγματα, μια επίμονη σιωπή, ένας ασταμάτητος εσωτερικός μονόλογος, ξανά και ξανά πίσω σε όσα έχουν χαθεί από τον κόσμο, γράφω για μένα, God's lonely man.