© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

The west is a promise



 

The west is the future, it's bright and metallic
the west is a fever, it's hot and hypnotic
the west is a promise, the west is a new land
the west isn't over, the west isn't ending

D. Jackson
///

"Well, love, the sun does indeed set in the west. Why does it surprise you every time so?"

Μ01

Δίπλα στο πόδι του κρεβατιού έχει πιαστεί ένα μάτσο πορτοκαλιές τρίχες. Το πάτωμα είναι σπαρμένο με μυριόποδα που πέσαν στον αγώνα. Τα σεντόνια δεν έχουνε αλλαχτεί από τότε που τα κοιμήθηκα τελευταία. Το βαθούλωμα που άφησε το σώμα μου είναι ακόμα ορατό, ή έτσι λέω. Έχουν περάσει έξι χρόνια και το δωμάτιο άβατο λες και είχα πεθάνει εκεί. Είσαι το τρίτο μας παιδί, λέει ο Τάτσης. Έχουν περάσει έξι χρόνια αλλά αυτός είναι ανέγγιχτος, όπως το δωμάτιο, φυλαγμένοι και οι δυο τους απ'τον καιρό στην εσοχή τoυς. Κάποτε σ'αυτό το δωμάτιο ένας νεαρός ξάπλωνε σε ένα παιδικό κρεβάτι κάτω από ένα κέντημα και γινόταν άντρας. Τον γνώρισα και τον ξέχασα γρήγορα όπως γίνεται με τις διάττουσες φιλίες. Τον γνώρισα καλά· το δέρμα του ήταν λερωμένο από τα στίγματα της φωτοπάθειας που κάνει η αμιωδαρόνη και τα μάτια του είχαν τη διαύγεια των ξυλοκόπων πριν τους τουμπάρει ο πυρετός του κάστορα. Είναι φυσικά εγώ, ο ίδιος.

Ο Τάτσης είναι αργός. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει, βραδύς σαν ποταμόπλοιο από τα ψυχοφάρμακα. Ο Τάτσης μπάρκαρε στα δεκαπέντε, κι εκείνη τη χρονιά η θάλασσα πρόλαβε και τον τρέλανε. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει, αν έχεις βούρλα μέσα σου θα φανεί στο κύμα. Θυμάμαι τον πατέρα του Τάτση άρρωστο από καρκίνο το '92 στο κρεβάτι των γονιών μου και τη μάνα μου χωρίς μαξιλάρι στο πάτωμα με μια πικεδοκουβέρτα. Δεν ήξερα τι ήταν ο καρκίνος αλλά μου φαινόταν πως τον έβλεπα στις μασχάλες του. Η Ν. η συνωνόματή σου, του Τάτση η γυναίκα, ξαγρυπνούσε δίπλα στον άρρωστο και ανησυχούσε για τη μάνα μου που θα τηνε βρει πάλαι νευρίδα, και η μάνα μου κουνούσε το χέρι και έλεγε Απ'το πανιόλο πιο καλά, θυμάμαι που έκανε τις θεραπείες ώσπου είπανε από το πανεπιστημιακό πως είχαν περάσει στη Linderung, θυμάμαι πόσο βαθουλωμένα ήταν τα μάτια της Ν. και τον πατέρα του Τάτση να μου χαμογελάει κίτρινος στο αναπηρικό καρότσι στο αεροδρόμιο, θυμάμαι που μια μέρα παγετού το κρεβάτι των γονιών ήταν άδειο, και το ηλιόφωτο ζέσταινε καινούρια στρωσίδια. Θυμάμαι που ρώτησα πού είχε πάει ο κύριος Δ. και ο πατέρας μου είπε πως ο κύριος Δ. είχε πεθάνει, gestorben. Φανταζόμουν πως κάτι είχε συμβεί με τις μασχάλες του.

Όταν βρίσκεστε ο Τάτσης κι εσύ στο ίδιο μέρος, όλα ηρεμούν, έτσι λες μικρή μου, η σιωπή μου και του Τάτση είναι αρμονικές, ξέρει το πρόγραμμά μου και ξέρω το πρόγραμμά του γιατί είναι πάντοτε τα ίδια, έχουμε την ίδια εμμονή με τον καιρό και το νερό και είμαστε και οι δυο στ'αλήθεια χέστες. Ο Τάτσης φοβάται τις νεράιδες όταν πέφτει το σκοτάδι. Στο μέρος αυτό το σκοτάδι είναι γεμάτο νάζια και εύκολα σε ξεγελάει. Ξέρω πως κάποιοι αιμομίχτες εδώ νυχτοπερπατάνε, τους άκουγα έξω απ'το κλειστό παντζούρι όταν ξάπλωνα στο γιατρείο, τα χόρτα θρόιζαν στην άπνοια και το πρωί οι αγριόμεντες που κάνανε καρπέτο ήταν ποδοπατημένες, ξέρω πως άνοιγα τα μάτια στο απόγειο της νύχτας στο υπνοδωμάτιο και έβλεπα τη σκιά κάποιου μες στο φεγγαρόφωτο σαν βουβή ταινία στα ντουλαπόφυλλα, ο Τάτσης ροχάλιζε και κάποιος έκοβε βόλτες στην αυλή μας. Άπαξ κι έκανα πως άναβα το τσακμάκι, η φιγούρα έμενε ακίνητη για λίγο κι έπειτα εξαφανιζόταν προς το λιμάνι. Ίσως και να είναι όντως νεράιδες, δεν κόβω το σβέρκο μου. 

Μου αρέσει να έχω το ράδιο να παίζει, εκπέμπει ένα σύννεφο προστασίας, ξορκίζει το κακό, και όταν ήμουν εδώ, πότε βάζαμε τρίτο, πότε πρώτο πρόγραμμα για να μην αδικείται κανείς, και όταν είχε καιρό και έπιανε μόνο παράσιτα ίδρωνε λίγο το αυτί μας αλλά μόκο, καθόμασταν δίπλα δίπλα στο τραπέζι και ακούγαμε τους εαυτούς μας να μασουλάνε και τη βροχή να δέρνει τη θάλασσα και τον αέρα να μουγκρίζει. Όταν ο Τάτσης ήταν μικρός το ράδιο ήταν η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο, οι εφημερίδες δεν τους έφταναν, μεγάλωσε με το ράδιο σαν παρηγοριά, σαν μια μάνα που ήταν κάπου πέρα και αγρυπνούσε για το καλό του. Όταν ήμουν μικρός το ράδιο όριζε τις εποχές, NDR τους χειμώνες, ΕΡΑ τα καλοκαίρια, μεγάλωσα με το ράδιο σαν παρηγοριά, κι όταν έφυγε η μάνα μου, οι μνήμες από εκείνα τα ζεστά μεσημέρια που έπαιζε το σήμα του ΕΡΑ 2 κι εγώ ξάπλωνα δίπλα της στο ντιβάνι στην αυλή ήταν σαν μια μάνα που δεν έφυγε ποτέ, αυτό είναι με τον Τάτση κι εμένα, όλα στη ζωή μας μοιάζουν να εξαφανίζονται όπως αφήνει κανείς τα αστέρια πίσω σε μια διαστημική πτήση, και αυτό μας σακατεύει, γι'αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κάποια κομμάτια να σταθούν. Αφού καβάλα στο μουλάρι των θνητών τροχάζουμε χωρίς σταματημό, πώς να μη μένουν όλα πίσω; Ε;


Soap opera truths


 

I put my soap on, the tea in the enamel cup is coming up to the lip, then disappearing, then coming to the lip again. A stray pen is rolling back and forth, stopping at its holder. Late summer weather. The silhouette of the castle of Dunnottar could show any minute now, every minute now. Yet the only thing to be seen is a vague horizon, marinating in its own sweat. We'll roll and then we'll yaw, we'll dance on the water, whatever's customary, but we'll never reach the other side. The berth is fixed, the world might be moving but I'm surely not. Stonehaven will remain a ghost, and we'll stay where we must, by the oil fields.

No one can beat me at the sport of reticence, but give me a spark and I'll make you glisten with shame. Gunpowder tea with a dash of milk from the can, the moustache takes a dive, the pen rolls off the desk onto the floor, it could be easy like that, but you are so stubborn, who'd dare stand in your way? You struck me like lightning, I made you ruin your life, a man of his word. Now I'm near Gannet and you're out there in the mud, standing in my unorthodox footsteps, where the receding waters revealed the fallen crabs and jellies. I think of you in every language I know. I think of you in my flesh, there's no thought to this thinking.

Μ Ε Σ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ο

גלות

Το ικτερικό φως κάνει τα μαλλιά του να μοιάζουν με φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Η πόλη και το βράδυ της. Τα πετσιά μας γυαλίζουν. Η άσφαλτος είναι μαλακωμένη. Δεν κουνιέται φύλλο. Τον ακολουθώ, με οδηγεί πέρα από τον κεντρικό. Τα κτίρια πυκνώνουν, οι αποστάσεις μεταξύ τους μικραίνουν. Κάτι σοκάκια που δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις από πρασιές και πισωαύλια, με τα λεχρά ρυάκια τους στην άκρη του τσιμέντου.

Είμαστε σε ένα δωμάτιο που βλέπει το άλσος. Ο ουρανός χτυκιάρης, άναστρος, χαμηλοκώλης και βαρύς, και το άλσος σαν μελανιά μες στο σκοτάδι. Τα πόδια του κρεβατιού είναι στραμμένα στο παράθυρο. Αυτός μισοξαπλώνει πάνω στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μαξιλάρι στον τοίχο. Το στρώμα είναι αρχαίο, από εκείνα που σε καταπίνουν. Γονατίζω στην άκρη και βρίσκω τις τάβλες κατευθείαν.

Η κλεισούρα του δωματίου περνάει στο παρασκήνιο. Το ντουβάρι πίσω από το κεφάλι του είναι γκριζωπό, δεν ξέρω αν είναι από βρώμα ή επειδή δεν καλοβλέπω. Μυρίζει πευκίλα στον καύσωνα, ρετσίνι και οινόπνευμα. Μυρίζει κάτι αποστειρωμένο, όπως οι καλές γωνιές του νοσοκομείου: το γραφείο της Σάσι της νευροοφθαλμιάτρου, το παρασκευαστήριο της κλινικής, το δωματιάκι των μικροσκοπήσεων, η βιβλιοθήκη. 

-Είναι ώρα να με φιλήσεις, δε νομίζεις;
Είναι ευπροσήγορος και ήρεμος, χαμογελαστός. Το σκέφτομαι και δε διαφωνώ, ναι, είναι ώρα να την κάνουμε τη μαλακία, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
-Ναι, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Προσπαθώ να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Πιάνω το μάγουλό του αλλά δεν αφήνει καμιά αίσθηση, η αφή μου κοιμάται, φυσικά. Πρέπει να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Αλλά τα χείλια του είναι πολύ δροσερά, πολύ λεία, χαμογελάνε ακόμα, τα νιώθω με ακρίβεια, και δεν ξέρω τι σκατά παιχνίδι παίζουμε η αφή μου κι εγώ. Μετακινώ το χέρι μου, και τα μαλλιά του ακουμπάνε στα δάχτυλά μου, είναι υγρά. Φυσικά και είναι υγρά, αφού ονειρεύεσαι. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι μούσκεμα στον ιδρώτα.
 
Σκέφτομαι τους κάδους κάτω στο δρόμο, με τα τσίγκινα κεπέγκια τους ανοιχτά, κάδοι παλιού τύπου, ασήκωτοι, τις ψωριασμένες γάτες να κάνουν ανασκαφή στα σκουπίδια, σκέφτομαι το βόμβο της ησυχίας, τη γυαλισμένη άσφαλτο, το βήμα μας, και ξαφνικά δε σκέφτομαι άλλο, φούσκο στο δόξα πατρί, το άλσος μελανιά, η ζέστη του κορμιού του. Ο πυρετός του θέρους. Οι πόλεις γίνονται όλες κόρες της ίδιας μάνας τέτοιες νύχτες.

Το κρεβάτι βρίσκει στο ντουβάρι, νταπ νταπ νταπ, το στομάχι του κάνει γκλουπ γκλουπ, τα χέρια μου ιδρώνουν κόντρα και όταν τ'απομακρύνω αποκαλύπτεται πως το χρώμα είναι βρώμα που ξεβάφει στις παλάμες μου. Τα σκουπίζω απ'τη χακιά πόλο του και του ρίχνω μια στο στήθος χωρίς να το εννοώ. Είναι εύθυμος, νομίζω τον διασκεδάζω, όπως είθισται αυτός που χώνει είναι ο γελωτοποιός, αυτός που τον παίρνει είναι ο γαλαζοαίματος, μένει να φανεί αν θα νέψει στους φρουρούς να μ'αποκεφαλίσουν.

Πίσω από την πλάτη μου πάνω απ'το άλσος παίζουνε σαν σε γιγαντοοθόνη οι ταινίες της ρουτίνας, η τιμωρία μου απ'το Θεό, ο γέρος σε παροξυσμό οργανικού ψυχοσυνδρόμου, λαμπόγυαλο, έχει ξηλώσει καθετήρες και ορούς και τα έχει κόψει κομματάκια, έχει διαλύσει το κρεβάτι, έχει σπάσει την αναπηρική καρότσα, γλιστράει στους ιδρώτες του, ο Λούκας κι εγώ τον αρπάζουμε, χέρια αυτός, πόδια εγώ, η Σουζάννε του καρφώνει το αλοπεριντίν στο μπούτι, Κάν'του κι άλλη μια! Άλλη μια! Η βετεράνα νοσοκόμα οπλίζει γρήγορα, ο γέρος γαυγίζει σαν μπαμπουΐνος, δυο νέοι άντρες και ίσα που τον κρατάμε ένα πουρό ενενήντα παρά, καίει την κηροζίνη της τρέλας, είναι τούρμπο, νιώθω κάτω απ'τη λαβή μου ένα κρακ, η κνήμη του σπάει, ο Λούκας με κοιτάει έντρομος, κρακ, ο γέρος ούτε που παίρνει πρέφα, τρελόγερε να σου γαμήσω, ο πυρετός του θέρους, ένα γνήσιο παραλήρημα. Απ'το διάδρομο η Ίμπεν μου κουνάει κάτι χαρτιά, πότε θα γράψετε τις συνταγές για τα εξιτήρια γιατρέ; Όταν τελειώσουμε με την ελληνορωμαϊκή πάλη. 

Τα χέρια του στ'αυτιά μου, ακινητοποιεί το κεφάλι μου, με κρατάει σταθερά.
-Πού είσαι; Ε; Εδώ! Εδώ. Εδώ είσαι. Εδώ.
Εδώ, στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μισό κώλο έξω, στηριγμένος στο στήθος του επειδή δε θέλω το ντουβάρι, εδώ στη ζέστη.
-Έτσι μπράβο. Το βλέπω στα μάτια σου όταν δεν είσαι εδώ.
Κάνω πίσω, η ζώνη μου βρίσκει στο ζυμαρόστρωμα και βγάζει ένα δειλό κλανκ. Ψαύω τα δροσερά του χείλια, τη γλώσσα του, τα δόντια του, εμφανίζεται κάτι κοροϊδευτικό στο πρόσωπό του, το βλέπω δια της αφής πριν το δω κανονικά, τραγουδάει.
-There's a lucky man who'll take you far away, so very very far away,...
Γελάω ρεγχάζοντας σαν γουρούνι και δε με ξυπνάω, άρα δεν κοιμάμαι, αυτός τραγουδάει πιο δυνατά. Δεν ήρθε οξέως η κολούμπρα. Πρώτα μας χτύπησε ένα βέλος διαμπερώς, μας χτύπησαν οι υπερωρίες, μας χτύπησε το θερμό κύμα απ'τη Βρετανία σαν καυτό σεντόνι, μας χτύπησε το υδρόμελο απ'το πανηγύρι του Οέρμπεκ, κι έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.



Ο σινεμάς της φυλακής

O λόφος κυλάει σαν διάδρομος κάτω από τα πόδια σου κι εσύ τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις. Οι ιδρώτες πιτσιλάνε τον ιμάντα, απάνω ένας ήλιος ανελέητος σαν λάμπα σε αίθουσα ανάκρισης. Τα παπούτσια έχουν ξεσολιαστεί και κρέμονται απ'τους αστραγάλους. Οι τσέπες είναι βαριές και κουδουνίζουν, τα εργαλεία της δουλειάς χορεύουν και αποδράνε, τα ακούς που τα παίρνει η κατηφόρα, αλλά δε γυρνάς να δεις, συνεχίζεις να τρέχεις.

Το πορτάκι του κουρδιστού ρολογιού είναι ανοιχτό, μέσα φαίνεται ο μηχανισμός, ένα δαχτυλίδι γράφει μισή στροφή δεξιά μισή αριστερά και χτυπάει τα δευτερόλεπτα, οι νύχτες γίνονται μέρες και πάλι νύχτες, το φυσικό λιπαντικό οξειδώνεται και γίνεται δηλητήριο. Το ρολόι χάνει πέντε λεπτά στο εικοστετράωρο, και ένα χέρι ανοίγει το πορτάκι και σπρώχνει το λεπτοδείκτη κάθε πρωί πέντε λεπτά εμπρός, και το δαχτυλίδι γράφει μισή στροφή δεξιά μισή αριστερά σαν βετεράνα μπαλαρίνα και τα δευτερόλεπτα μένουν πίσω όπως οι γραμμές στην άσφαλτο όταν οδηγάς το βραδινό Αμβούργο Βερολίνο.

Μες στο κεφάλι σου παίζει χωρίς διακοπή ο σινεμάς της φυλακής, τα φαντάσματα που στέλνει το αίμα σου για την παρηγοριά, μορφές που αλλάζουν σχήματα και χρώματα σαν πετρέλαιο στην επιφάνεια του αρμυρού νερού, έναστροι ουρανοί, το ροδομάγουλο φεγγάρι, σκυλιά με γυμνωμένα δόντια, φυλλωσιές που τουρτουρίζουν, η μουσική των σκοταδιών. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στο κελί παρά εσύ που τρέχεις κόντρα στην ατέρμονη ανηφόρα. Δεν είσαι εδώ για να συνετιστείς, είσαι εδώ για να πεθάνεις.