© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

From the creative process


Like taking a picture while taking a shit.
Behold.

05.07.22

“Who said that love was fire? 
I know that love is ash. 
It is the thing which remains 
when the fire is spent, 
the holy essence of experience.”

— Patience Worth

And something bland along the lines of:

Πίστη στις καρωτίδες
πίστη και στις σφαγές
πόδια λεχέμ μισνέ
το αλάτι του ιδρώτα

η καρβουνιά του κόπου
το ήσυχο βράδυ
το μόνο καταφύγιο 
η γωνία του ακρωμίου

τα σώματα άδεια σε παράταξη
ξεχασμένα απ'το θεό
ώσπου ήρθε η μεγάλη φωτιά 
κι έγιναν όλα στάχτη.

I'm a headless captain steering a sinking ship. I can't shed this feeling that I've been living on borrowed time since that summer day of 2017, when I tied a noose around my neck with a fabric belt that had been left in my apartment in a sleepy town in south-west Denmark, walked out to the hallway, picked a spot along the railing of the staircase and tied a boom hitch knot. I lowered my body as I had done many a time before. It's called partial hanging in forensics. The partiality refers to the body not losing contact with the ground, thus not being completely suspended by the neck, something I am experienced at. But this was not with intent to cum harder, it was with intent to die; and it would've done nobody any good for me to die inside an apartment, rotting in the summer heat till I be found, all too late, a vile meaty mush. No, it had to happen somewhere more public, so I'd be found fast, shipped to Germany and burned. When I relaxed my back the belt stiffened around my neck for a familiar long moment before it snapped. Funny thing I was already hard, diligently conditioned through the years. But I was not yet gone. That was not a turning point. It was a ghost death. Not because of hesitation, but of mere material failure. The belt had choked me before, of course; it was material fatigue. I sat still for a few minutes, drenched in greasy misery, a sad excuse for a man, a fucking wimp. My defiance was spent, there was nothing left in me that would make me go for it again for good, I was a lich, something more wretched than just dead. Then I got up, went back to the apartment and time evaporated until I was woken by the phone ringing the next day, first of August 2017. They had been calling from the hospital, asking whether I'd show up for the shift I was two hours late for. I said no, I was pretty hoarse, I said I was down with a bad cold. Make sure this does not turn into a repeat offense, or else you will be fired. All my days since have been on a theoretical timeline, that was not supposed to be. It is, too, part of the creative process, part of a gray biography of some man. Read on:
some man who is prince to some.

Oderint, dum metuant

You can put your strength down. I'm sitting here with you at your kitchen table. You don't need to say anything.

E. Robinson


1
2
3

Στη φόρα 10

“THE BODY was found
      haloed by flies—& I looked beautiful

in their thousands of eyes.
             Didn’t I?”
 
M. Wasson


Ο Μίκαελ Σ. έχει περάσει τρεις φορές σύφιλη και πέρσυ είχε γονόρροια στον κώλο. Έχει τη γυαλάδα της πολύχρονης οροθετικότητας στο πετσί και η μύτη του στάζει λεπτό ζουμί. Το κασκώλ είναι προσεχτικά διαλεγμένο για να ταιριάζει με το σακάκι και τις κάλτσες, τα παπούτσια είναι βερνικωμένα, είναι καλοντυμένος. Δεν έχει την αγελαδινή έκφραση που έχουν οι περισσότεροι, είναι εύγλωττος και αυτοκαταστροφικός. Ανάταση εκατέρωθεν.

Η μούρη μου στην κάρτα του εργαζόμενου που κρέμεται απ'τη βυζοτσέπη είναι σβησμένη από μίσος. Από κάτω φαίνεται το άσπρο πλαστικό. Ένας ανίκητος εχθρός. Μισοαναίσθητος στον καναπέ και τα σάλια σε σταθερή ροή, είμαι ξύπνιος αλλά με ακούω που ροχαλίζω, οι τραγωδίες ρουτίνας. Φαινοβαρβιτάλη και ουησκάκι σαν καλός αστός. Ο Άλμπερτ πιάνει τη λαιμόκοψη του τησέρτ. Οι μετακαρπιοφαλαγγικές και οι εγγύς φαλαγγοφαλαγγικές του μου ζουλάνε το μήλο του προπάτορος. -Γιατί; με ειλικρινή απορία. Και η γυναίκα θα του πει: -Τα ήθελες και τα'παθες κι εσύ.

Ο Μπεντ Ν. αγωνίζεται λοξά στο κρεβάτι. Αν η κατάντια είχε πρόσωπο, θα ήταν το δικό του. Τα μαλλιά και η γενειάδα γνώριμο κόκκινο σύννεφο και στη μέση ένα χαντάκι απελπισίας. Τι βλέπεις; -Ποντίκια. Παντού. Και τώρα έρχονται κι άλλοι δυο. -Τους ξέρεις; -Όχι. Τρέμει από μέσα ως τα νύχια. Γύρω το σκοτάδι γραμμές από σινική μελάνη και στο κέντρο η σκηνή από εγχειρίδιο του 1800. Σε όλες τις προηγούμενες ζωές μας ήμουν ο γιατρός του και ήταν άρρωστος απ'το ποτό.

Στο σχόλασμα βγαίνω απ'την οφθαλμολογική. Είναι πιο κοντά στα αποδυτήρια. Καπνίζω στο πλατύσκαλο. Από κάτω σέρνει το ηλεκτρικό ποδήλατό της η διευθύντρια. -Σοβαρά τώρα, καπνίζεις; -Έτσι φαίνεται. Καλό απόγευμα. -Καλό απόγευμα. Με αηδιάζει τόσο που με κάνει να θέλω να πυροβοληθώ. Εδώ έγκειται και το βραχυκύκλωμα. Θα έπρεπε να είναι: με αηδιάζει τόσο που με κάνει να θέλω να την πυροβολήσω. Το σφάλμα είναι δομικό.

Μια μαύρη τρύπα που τα εξαφανίζει όλα, ein schwarzes Loch. Ένα απίστευτο κενό, ένα πεινασμένο στόμα, μια πριαπισμένη πούτσα, ένα απλωμένο χέρι, χρεία και επιθυμία. Ο άνθρωπος σε όλη τη σκατένια δόξα του. Το αίμα σαν μικρό ξερατό από τη μύτη ίσα που προλαβαίνω το χαλί. -Κι άλλο. -Όχι άλλο. -Κι άλλο, ανάθεμα! Η γυναίκα με πιάνει απ'τη γενειάδα και μου τραντάζει το κεφάλι. Η λύσσα αραιώνει και ξαφνικά θυμάμαι, υπάρχει και κόσμος έξω από εδώ, έξω από το κρανίο, ο κόσμος: ο απογευματινός ήλιος, η ανθισμένη πασχαλιά, η αύρα από τα δυτικά, ο λαιμός της, οι ώμοι της, τα βυζιά της, τα σεντόνια, το χαλί, τα ρούχα βουνό, η θέση που μέχρι προχτές στεκόταν η ντουλάπα.

Οι γκόμενες βλέπουν τα ωραία μαλλιά και το μηρυκασμό για τέχνη και σκέφτονται θα είμαστε όπως στα βιπεράκια. Η αλήθεια είναι πάντα φανερή, αλλά το μάτι συχνά την παρακάμπτει. Η αλήθεια είναι σκουπιδερή, μελανιασμένη, βαμμένη στη γλίτσα απ'το αίμα, και με τρίχες παντού, τρίχες στο πάτωμα, σε κάθε γωνία, στο φαγητό, στις οδοντόβουρτσες, με πολλά γονατίσματα, με απουσίες και εμμονές, με τις μέρες της καταστολής που τις ακολουθούνε οι μέρες του αποπάτου. Gekauft wie besichtigt.

Την επομένη οι νευροδιαβιβαστές είναι πάντα ζαρωμένοι. Τελευταία ακούω μόνιμα το σφυγμό μου στη μια μεριά. Κάποια απ'όλες τις μικρές κρεμάλες χάλασε τη ροή στη σφαγίτιδα δια παντός. Να θυμάμαι πως είμαι ζωντανός. Τικ, τοκ, το ρολόι της καρδιάς, και χουυ το φύσημα, και τα λεπτά περνάνε, και η ποινή κονταίνει.

Διαβάζω σέρβικες συνταγές από το βιβλίο που έφερε ο Μπέρτι από το ταξίδι του, το εξώφυλλο είναι σκληρό και ματ, με στρογγυλές γωνίες, σαν να αφήνει ταλκ στα ξερά χέρια. Το ψωμί του Αγίου, η συνταγή ζητάει ένα ντεσιλίτρ wholly water, ρωτάω τη γυναίκα μου, τι πάει να πει wholly water, -Αγιασμός, λέει, όταν πιστεύεις ποιος τη γαμάει την ορθογραφία

Δεν έχω ούτε έναν λεκέ, είμαι ανθεκτικός στη λάσπη, με διατηρούνε λαμπίκο τα πλυσίματα, ο μυστικισμός του επαγγέλματος, η ιερή ενδοσκόπηση, γάντια λάτεξ και γάντια νιτριλίου, η στολή και τα ελεεινά της λάστιχα, το ύφασμα που είναι πάντα τόσο αψύ. Η ιστορία του παλιού κτιρίου, ο ξερός αέρας του χειρουργικού τομέα, το κατακάθι του υπογείου, οι φαρμακοκλέφτες και οι φαρμακαστυνόμοι, οι συγγενείς, οι ασθενείς, οι αδερφές, οι προϊσταμένες, το σινάφι το κακοσίναφο, οι τραυματιοφορείς, οι κυρίες της καθαριότητας, η μιζέρια, αυτή η διαβρωτική στάμπα της δουλειάς κρυμμένη μέσα στα καθαρά.

Είμαι κουρελιασμένος, αλλά όχι απ'έξω. Απ'έξω παίζει ακόμα βιπεράκι. Η Ίρμελιν κάθεται απέναντί μου με το μεσημεριανό της χωρίς να με ρωτήσει. Όταν με πετυχαίνει μόνο πάντα έρχεται να κάτσει κοντά. Αν έρθει και τρίτος, παίρνει το πιάτο με τα σαλατικά της και εξαφανίζεται. Την έχω δει που με κοιτάει. Έχει χαμογελαστά μάτια και τους αρέσει να ψάχνουν τα δικά μου. Έχει ψωρίαση, είναι εκείνος ο φαινότυπος με τις συρρέουσες νομισματοειδείς αλλοιώσεις που πάει πακέτο με κάποια υποκλινική ιδρωταδενίτιδα και μαλλιά που δεν ξέρουν αν θέλουν να είναι λιγδερά ή αχυρένια. Δεν έχω δει την πλάτη της αλλά εμφανίζεται σαν φωτογραφία από άτλαντα δερματολογίας στο νου μου, θέλω δε θέλω να τη δω. Είσαι πολύ ανοιχτόχρωμος για μισός Έλληνας. -Υπάρχουν και χλωμιάρηδες στο Nότο. -Σου λείπει φως, λέει, το βλέμμα αμετακίνητο, αντλεί κάποια εφηβική ευχαρίστηση από το θέαμα. Τι λόγος μου πέφτει; Δεν απαγορεύεται να χαζεύει κάποιος τις βιτρίνες.

Περνάμε τα σύνορα και ο δρόμος αλλάζει. Δεν υπάρχει φυλάκιο από Πάττμπουργκ προς Χάντεβιττ, αλλά ξέρω ακριβώς πότε δεν είναι πια Δανία ακόμα και με κλειστά μάτια. Η άσφαλτος έχει αλλιώτικη αίσθηση. Ετοιμάζεται μπόρα. Ο Μπέρτι με αφήνει έξω από την κλινική. Ώρες μετά με παραλαμβάνει εκεί που με άφησε με μπανταρισμένο αυτί. Όταν κουνάω το κεφάλι μου ακούω το αίμα που έχει λιμνάσει πίσω απ'τα γαζοταμπόνια. Du blutest, du blutest unendlich και Wie manches Blut! έλεγε ο Κριστόφ ο ωριλάς και γυρίζοντας στην άλλη μεριά με αγνώριστη φωνή Bitte absaugen, Schwester, weiter, weiter κι όσο αυτός πασπάτευε επικίνδυνα κοντά στο μυαλό μου και η νοσοκόμα έβαζε κι έβγαζε την αναρρόφηση, εμένα ίδρωνε το χέρι μου που ακουμπούσε στο πετσί του τραπεζιού, και προσπαθούσα να θυμηθώ αν ήταν μπλε ή πράσινο ή γκρι και δε γινόταν.

Ο Κριστόφ μου έδειξε το ματσαλιασμένο αυτί στο βίντεο, με ρώτησε αν ζαλίζομαι, μου έγραψε δυο συνταγές και η βλάβη επισκευάστηκε. Πήγα στο dm και μύρισα τα φτηνά αφρόλουτρα, μετά πήγα στο φαρμακείο, όταν βγήκα έξω μύριζε βροχή και όλα ήταν μούσκεμα αλλά ήταν πάλι καλοκαίρι. Στην Τορπέντοστράσε ξάπλωσα ανακουφισμένος, έστω προσωρινά. Πονούσα σαν να είχα φάει κλωτσιά μέσα στο στόμα και από την ευσταγχιανή άκουγα, μύριζα και γευόμουνα το αίμα. Η μούρη αγκριμάτσιαστη και τα ρούχα σιδερωμένα και στεγνά, η αγκράφα της ζώνης γυαλιστερή, μαλλιά χτενισμένα και βουρτσισμένα ενδελεχώς, Encre Noire και αλυσίδα στο λαιμό, βέρα χρυσή και σεβαλιές, what a catch! Μέσα το μαγαζί μπορεί να είναι άνω κάτω, αλλά η μόστρα μόστρα.

Σαβουώτ στο πατρικό

Η πίστη είναι συνειδητή. Μπαίνω στο σπίτι, χαστούκι σε αργή κίνηση η γνωστή μυρωδιά
η σκόνη στα νησιώτικα σπίτια είναι πυκνή γλυκειά και νωπή
τα ντουβάρια το ταβάνι μέσα καινούριο και έξω παλιό
οι πλάκες στο ισόγειο τα σανίδια πάνω
φωτιά στην εστία την οικογενειακή
το βάρος του χρόνου

Ο πατέρας καπνίζει στην αυλή, οι γείτονες τρέχουν το πριβέ τους Flohmarkt
το νησί είναι καταπράσινο κάθε αρμός και ευχή. Χαμηλό αεράκι
η ένθεη επαρχία η φασαρία της σιωπής η ασπίδα του νερού
κρατάω την ψυχή με τα δόντια παντού παρά εδώ
εδώ βουλιάζει στα σπλάγχνα μου
όφις ουροβόρος, τέλος, αρχή
κοινό μυστικό

Ο έξω κόσμος σταματάει στο πορθμείο. Στο νησί φτάνει μόνο μια αχλή
παλιά γερμανικά στο βιβλίο μαγειρικής μια διακριτική μενορά
τα αρχικά της μάνας μου στις πετσέτες αθώο ανάθεμα
το φάντασμά μου απ'το τότε μωρό η ματιά πονηρή
άντρας διάττων, ζενίθ και ναδίρ
ο κυνηγός σημαδεύει
ώρα για προσευχή.








Du Häuschen dort am Bergesrand,
Wo einstmals meine Wiege stand.
So jugendlich und unbeschwert,
Hier lebt‘ ich an des Vaters Herd.

Heut lauter Stimmen fremder Klang,
Wo damals mir die Mutter sang.
Ein‘ feste Burg für mich erbaut,
Wie bist du mir noch so vertraut.

Vor feindlich Welt den Schutz ich fand,
Du meine Heimat – Vaterland.
Oh Elternhaus geliebtes Heim,
Wirst nie mehr meine Zuflucht sein.

H. R. Menzel




Η πίστη είναι συνειδητή. Τη θυμάσαι όταν γονατίζεις. Η μυρωδιά του πατρικού μου με βρίσκει μόνο μια στιγμή όταν επιστρέφω και αστράφει σαν λάμα πριν τη σφαγή. Έπειτα εξαφανίζεται ως την επόμενη επιστροφή. Ο Μπέρτι είχε πει πως όλα μου τα πράγματα μυρίζουν ευγενική παλιατζούρα, ακόμα και αυτά που απέκτησα μακρυά απ'το νησί. Δεν τη μυρίζω ποτέ, μάλλον επειδή τη μυρίζω πάντα. Κάποτε ήμουν καθαρός, αυτό δεν κρατάει πολύ. Σε βρίσκει ο θάνατος και σε σημαδεύει με πυρωμένη στάμπα στο κούτελο. Τη λέρα αυτή θα την κουβαλήσεις δια βίου. Το σώμα πλένεται αλλά το σημάδι επιμένει. 1898, τα ντουβάρια με τα αόρατα αυτιά έχουν ακούσει ιστορίες κι ιστορίες. Ο αέρας αραιώνεται από τότε σταθερά με νέο αέρα, όπως το αίμα αραιώνεται με νέο αίμα σε κάθε γενιά. Η ράτσα ξεθωριάζει. Η τιμωρία είναι διαχρονική, περασμένη σαν σκυτάλη από τον έναν στον άλλον. Ο πατέρας μου κάθεται στην αυλή πίσω και καπνίζει. Η μούρη και το στέρνο του είναι ντοματιά απ'τον ήλιο. 

Εχτές έκανα διάλειμμα στη δουλειά και βγήκα να καπνίσω. Καθόμουν στο παγκάκι του πικνίκ εμπρός απ'την καντίνα. Είχε τέτοια όμορφη λιακάδα. Ο Πήτερ ο Αυστριακός, ένας αναισθησιολόγος που δουλεύει μόνιμα στα επείγοντα, ήρθε και έκατσε απέναντί μου. Άναψε τσιγάρο. Είναι απ'αυτούς που κάνουν πάντα καλαμπουράκι με τις νοσοκόμες, αλλά όχι απ'το πεσιματικό, το άλλο, του οικογενειάρχη. Έχει κίτρινα νύχια και λίγα κατσιασμένα σγουρά μαλλιά και λίγη κατσιασμένη σγουρή γενειαδίτσα. Είναι βαρύς αλλά όχι χοντρός ακριβώς. -Ήσουν στο τμήμα όταν πέθανε ο Νταν; τον ρώτησα. -Ναι. Ο ήλιος τον τύφλωνε. Εμένα με έκαιγε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. -Τώρα βλέπω τα πρακτικά του και δεν υπάρχει πια. Αυτό είναι, σκέφτομαι, μια μέρα πεθαίνεις και αυτό είναι. Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Δυο βδομάδες πριν το περιστατικό είχαμε το καλοκαιρινό σουαρέ. Ο Νταν μας είπε πως ήταν χωρισμένος με δυο παιδιά. Όταν πέθανε, έπρεπε να πάρω τηλέφωνο τους δικούς του, σωστά; Λοιπόν, δεν ήταν ούτε χωρισμένος, ούτε είχε παιδιά. Είχε μια αδερφή στην Κοπεγχάγη με την οποία δε βλέπονταν συχνά. Αυτή μου είπε πως ήταν πολύ μόνος. Δούλευε, και όταν δε δούλευε έμενε σπίτι και έβλεπε βίντεο για ενδοσκοπήσεις. -Ο φουκαράς, είπα, γιατί δεν ήθελα να είμαι αντιδραστικός. -Ναι. Γι'αυτό εγώ έχω παιδιά. Λες θα έκανε διαφορά; Ο Νταν θα πέθαινε σαν το σκυλί στ'αμπέλι έτσι κι αλλιώς. Ήταν γραφτό.

Οι τουρίστες μαζεύονται γύρω από το εποχιακό παγωτατζίδικο στο βαγονάκι. Μια φωτογραφία στο φάρο και μια στην ακτή, το χρέος πληρώθηκε. Τους ακούω να περνάνε έξω απ'το πατρικό γελαστοί όπως τους άκουγα όταν ήμουν παιδί. Στέκομαι στο σαλόνι και προσπαθώ εις μάτην να δω το μέρος σαν να είναι η πρώτη φορά. Η μνήμη έχει βελόνες μπηγμένες τόσο βαθειά στο μυαλό μου που έχουν θαφτεί στον πουρέ, πλέον αδύνατο να τις βρω χωρίς να με σπάσω σαν αυγό. Ο πατέρας μου κάθεται στην αυλή και βλεπόμαστε από τα παράθυρα. Καπνίζει την πίπα του έξω και καπνίζω την πίπα μου μέσα. Ο πατέρας κι εγώ, στο σπίτι, στο νησί. Δε θέλω να είμαι πουθενά αλλού παρά εδώ, πάντα, για πάντα. Το μόνο μέρος που ανήκω, το μόνο μέρος που θυμάμαι καθαρός. Κι όμως χρόνια τώρα από χώρα σε χώρα, εβραίος κοσμοπολίτης, στ'αλήθεια ένας σφιχτόκωλος νομάς. Και χρόνια τώρα τα χρόνια περνούν, και χρόνια τώρα από χώρα σε χώρα ταΐζω τη νοσταλγία μου αίμα. Αυτό που με σπρώχνει να φεύγω είναι ο φόβος του θανάτου.

Οι μεγάλες μέρες, ο γενναιόδωρος ήλιος του Σαβουώτ, το φέρρυ, η θάλασσα σ'ένα κέφι ασυνήθιστο, η άμμος ζεστή, οι παπαρούνες δίπλα στο δρόμο, η βλάστηση φουντωμένη, το αμάξι στο χαλίκι του στάβλου με τις αγελάδες, οι γείτονες που τρέχουν το πριβέ τους Flohmarkt, ο φάρος, οι γλάροι, η άμπωτη, η λάσπη, το νησί, το σπίτι, ο πατέρας κι εγώ, κανένα σπουδαίο γεγονός, καμιά καταστροφή. Όλα κυλάνε όπως κυλάνε, θα φάμε μπαγιάτικο ψωμί και θα πιούμε μπύρα και θα έρθει η νύχτα και θα ακούσω τα κουτσομπολιά της γειτονιάς και θα ακούσει τα νέα του πέρα κόσμου και θα μου πει πως σε δέκα μήνες θα βγει στη σύνταξη κι αυτός, εμπνευσμένος από τον συμπέθερό του (που τον λέει έτσι με χαρά), και θα κατέβει όλο το καλοκαίρι στο Σταυρό να το περάσουνε μαζί, και θα καπνίσουμε πολύ και μετά θα κοιμηθώ στο αρχαίο μου κρεβάτι και όταν ξυπνήσω θα είναι Δευτέρα και θα βρέχει.