© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Αχαρτογράφητες ακτές

Πλύμα αρμύρας πρωινό
πέπλα που μυρίζουνε κλεισούρα στ'ανοιχτά
το μόνο που ακούγεται είναι το μικρό τρίξιμο της βάρκας που αιωρείται εδώ και πουθενά 
μια κεχριμπαρένια γλύκα ξημερώνει

έχω χαθεί

-

σβήνω απ'το χάρτη καθώς λιώνει στο νερό
προσεύχομαι ξανά
όπως τότε έτσι τώρα
ανθεκτική ανίατη απελπισία
και ο χρόνιος πυρετός της ερημιάς

αίμα δηλητήριο αίμα φαρμακωμένο και πικρό
απόσταγμα δάκρυ δάκρυ μια μυστήρια δροσιά
στα πλατιά φύκια που επιπλέουν ακίνητα στην άπνοια
μια πνιγμονή βραδεία και υπομονετική

ένας θάνατος κρυφός

-

το νερό ρηχαίνει και ρηχαίνει
και ζεσταίνει και ζεσταίνει
οι πρώτες πέτρες οι πρώτες καλαμιές
η λάσπη που ξύνει την καρίνα

αχαρτογράφητες ακτές
μες απ'το μυωπικό θάμβος της αυγής
αναδύεται το όπιο σαν αντικατοπτρισμός
τα μαλλιά περικοκλάδες υδρόβιου κισσού

Θεέ μου, έχω χαθεί

-






F32 επί F33
η σύνοψίς μου και
οι συντεταγμένες
ο χρόνιος πυρετός της ερημιάς

Næste station Lunderskov

Μακάρι να μπορούσα να σου πω γιατί, δέκα λέξεις παραταγμένες σε σειρά, δέκα λέξεις πιστολιά στο κούτελο, γιατί όταν καταλαβαίνεις χάνεται η ομίχλη του μυστηρίου και ξημερώνει ξαφνικά. Το τραίνο παίρνει το δρόμο του, τα λιβάδια ποτισμένα από την ασταμάτητη βροχή ξεχύνονται κι αφήνονται στους ορίζοντές μας και κυνηγώ το ένα μοναχικό σπιτάκι κάπου στους χαμηλούς λόφους γύρω απ'το Κόλινγκ ανάμεσα σε μια δεντροσυστάδα και μας παίρνω απ'τα μαλλιά (εσένα, γιατί εγώ τώρα είμαι καραφλός) και μας φυτεύω στην αυλή σαν πλεϋμομπιλένιους και ευτυχισμένους χωρίς χτες, χωρίς αύριο, χωρίς χρόνους εξακολουθητικούς, απλά στίγματα στο ραδιοεντοπιστή, τώρα όχι τώρα ναι, ένα ψήγμα Σαββατιάτικης σιωπής, μια στάλα αρχαίο λικεράκι αγριοφράουλας, μια κλεφτή ματιά του διψασμένου στη βρύση στην Κατάρα, ένα κάτι ελάχιστο, ανύπαρκτο απ'την προσωρινότητά του,  οι πρώτες δυο συγχορδίες του Clair de lune, χάδι στα βρύα στο ντουβάρι της εισόδου ένα βιαστικό απόγευμα, μακάρι να μπορούσα να σου πω γιατί και να σ'ελευθερώσω, αλλά δεν καταλαβαίνω, ψαύω σαν αμβλυωπικός στη νύχτα και ποτέ δεν ξημερώνει. Έτσι είναι τα πράγματα, έτσι κατηφορίζω, γράφοντας γκέλες ανάμεσα στις αγωνίες και μαρτυρώντας σιωπηλά, χωρίς να μπορώ ποτέ να σου εξηγήσω. Το δάχτυλό σου κολλάει στο ζυγωματικό μου, Μη, μέσα στο βαγόνι γκρι και μπλε ταπετσαρία, εμείς και δυο νοσοκόμες του γηροκομείου που δεν έχουν σταματήσει να κουτσομπολεύουν, να πάρει πόσο κουρασμένος είμαι.

511 Space rendezvous

Ο Κ. Σ. ήταν ένας χαρισματικός ορθοπεδικός από τότε που τον γνώρισα, εξωστρεφής και γελαστός. Πιο παλιά είχε φυσιοθεραπευτήριο αλλά δεν του ήταν αρκετό. Σπούδασε ξανά αργότερα, γύρω στα τριάντα. Πρωτοετής στη Σχολή γνώρισε τη νοσοκόμα γυναίκα του με την οποία έκαναν στα γρήγορα δυο τρία παιδιά. Τώρα ο Κ. Σ. ήταν ακριβώς σαρανταπέντε, απαράλλαχτα μυώδης, στιβαρός, με δυνατά χέρια. Είχε ρυτίδες στους έξω κανθούς, που όταν γελούσε γίνονταν γεροντικές και ομολογούσαν τα όσα έπονταν. Κουρεμένος ένα αστείο καπελάκι και μετά βίας λίγα ίχνη γκρίζου εδώ κι εκεί στο ξανθωπό του, με μεγάλα τετράγωνα γυαλιά, πάντα ξυρισμένος φράπα, δεν τον ξεχνούσες εύκολα. Το πρωί το κορίτσι πήγε και τον βρήκε στο εφημερείο 511. Η καφετιέρα έχεζε ζορισμένα λίγο λίγο στο γυάλινο περιέκτη. Ήπιαν καφέ απ'τη σακούλα με την αραπίνα. Ο Κ. Σ. της μίλησε για το διευθυντή που δεν πλήρωνε υπερωρίες και είχε μαζέψει όλους τους επικουρικούς ρόλους στο όνομά του για να αυτοεπιδοτείται ενώ έσκαγε μύτη δυο φορές τη βδομάδα και δεν έβλεπε ποτέ αρρώστους γιατί ήταν πολύ απασχολημένος με το διοικητικό του έργο. Είχε τραβήξει το θέμα στα άκρα, και ο διευθυντής έβαλε τους δικούς του στο σύλλογο για να του κλείσουν το στόμα και να θάψουν την υπόθεση. Την ιστορία αυτήν δεν την ήξερε σχεδόν κανείς γιατί ο Κ.Σ. δεν ανοιγόταν. Ήταν όμως φανερό πως ήταν στα μαχαίρια με το διευθυντή και θα του πήγαινε ανελέητη κόντρα ώσπου ένας από τους δυο να φύγει ντροπιασμένος, και ο σβέρκος του Κ.Σ. ήταν ο πιο χοντρός οπότε δεν έπαιζα τα λεφτά μου στον ξερακιανό πολύτεκνο τεμπέλη. 

Ο Κ. Σ. είχε μια σπάνια ιδιότητα. Σε έναν κλάδο πολιτικά ευνούχο και βαθύτατα συντηρητικό, ήταν αφοσιωμένος του εργατικού συνδικαλισμού με αγνές ρομαντικές ιδέες, ίσως ο μοναδικός αυτής της ράτσας που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια. Η σάρκα που κρυβόταν μέσα από το τσόφλι της ωριμότητάς του είχε μείνει παιδική, είχε μάθει από τα λάθη του αλλά δεν τον είχαν απελπίσει. Το κορίτσι ήταν υπαινιγμός, είχε εκείνη τη διαχρονική φωτεινή περιέργεια στο βλέμμα που είχε ρίξει στα γόνατα άντρες πολύ πιο ανένδωτους από τον Κ. Σ. Δεν ήθελε και πολύ. Ανάθεμα, δε θέλησε καθόλου. Αργότερα εκείνη τη μέρα του κράτησε ανοιχτή τη βαριά πόρτα για το κλιμακοστάσιο, αυτός κοντοστάθηκε και θυμήθηκε την καφετιέρα στο εφημερείο 511. Ανέβηκαν παρέα στον πέμπτο. Η καφετιέρα ξερόχεζε, το νερό κόντευε να σωθεί. Η νυχτοβάρδια θα αργούσε να φανεί, κάτω γινόταν της μουρλής. Το κορίτσι τον άγγιξε στον πονεμένο αριστερό καρπό που είχε επιδέσει με φυσιοθεραπευτική ταινία, τον τράβηξε πολύ απαλά κοντά της. Ο Κ. Σ. ένιωθε σα να τον είχε διαπεράσει το διάφανο κορμί ενός φαντάσματος σε ένα ήσυχο ξέφωτο, σα να τον είχαν ποτίσει δροσοσταλίδες ένα πρωί καλοκαιριού. Ο Κ. Σ. ήταν από εκείνους που πάντα ζεσταίνονται και ιδρώνουν κουβάδες αλλά ακτινοβολούσε ευρωστία. Αυτή υπερθερμαινόταν ξερά, το δέρμα της ήταν συχνά σαν αναμμένο μετάξι. Αυτός ήταν σταχυόχρους, αυτή ήταν φεγγαράδα. Τα σαρανταπέντε χρόνια εξαφανίστηκαν από τους έξω του κανθούς και έγινε όλος νέος. Η μυρωδιά του καφέ, ο απογευματινός ήλιος, το ολόλευκο εφημερείο, τα κολλαριστά σεντόνια, το ανένδωτο στρώμα το σχεδόν σαν πάγκος, τα πράσινά τους πεταμένα εδώ κι εκεί, οι σωρείτες, τα πεύκα και η θάλασσα, δυο ζευγάρια επιδέξια χέρια αγκιστρωμένα σφιχτά το ένα απ'τ'άλλο, κοσμογονία.

Το εφημερείο 511 ήταν γνωστό ως η σουΐτα. Ήταν το μοναδικό γωνιακό με βορειοδυτικό προσανατολισμό και πλατειά παράθυρα και στις δυο πλευρές, λουζόταν γλυκά στο φως και ήταν πάντα ευχάριστα ζεστό. Οργανωνόταν λοταρία κάθε χρόνο γιατί όλες οι ειδικότητες κωλοσκίζονταν για το 511 και πριν εφαρμοστεί αυτή η δίκαια μέθοδος, οι εφημερεύοντες έπαιζαν  ενίοτε σούτια στο διάδρομο. Εγώ εκείνο το διάστημα ήμουν εν πλω, συντεταγμένος πολύ μακρυά από το εφημερείο 511 και ό,τι διημειβόταν εκεί μέσα. Αλλά η εγκατάλειψη που σε ζώνει στην πλατφόρμα δίπλα στον αυτόματο πωλητή σνακς τις βουβές ώρες μου τράβαγε βιαίως τα βλέφαρα ανοιχτά και έβλεπα με ισχυρά κυάλια εντός μου και εκτός μου με τρομακτική ευκρίνεια. Το πρόσωπο του Κ. Σ. το φέρνω ακόμα στο νου μου. Δεν είχε τίποτα μεμπτό. Δεν τολμούσα καν να τον ζηλέψω. Ερωτεύτηκε τρυφερά και βραδυφλεγώς, έδωσε το όμορφο σώμα του θυσία και υπηρέτησε το κορίτσι σα μυστικός σταυροφόρος. Είχαν συναντηθεί στο αχανές κενό του διαστήματος υπό τη στιγμιαία απλάνεια αστεριών και πλανητών.

Death is nothing to fear



Περί ου ο λόγος
τα χρόνια του εσταυρωμένου 
οι μέρες του υπομονετικού θανάτου
βροχή και μισοξαστεριά μαζί

ο Θεός με το'να χέρι σε καρπαζώνει
και με τ'άλλο σ'αρπάζει από το σβέρκο να σταθείς

ο φόβος ήρθε και με βρήκε εκείνη τη φορά
ούτε δέκα μίλια ΒΑ απ'τη Σορροσουέλα
και όταν κακοδρασκέλισα απ'το ντόκο στο Normand Prosper 
και μετά μισή ώρα απ'τους Οθωνούς με το Σπύρο μπερδεμένο
και τότε που γύρισε η παλίρροια νωρίτερα στο Ούτερζουμ το '98
και τα παραμάζωσε όλα κι έτρεχα πλημμύρα στον ιδρώτα και η λάσπη μου ρούφαγε τα πόδια

ο φόβος ξέρει πού να σε βρει
πώς να σε δέσει πότε να σου κλείσει το στόμα
ο φόβος σε ξέρει καλύτερα από σένα

ο φόβος έπαιζε κι εκείνον τον αξημέρωτο έβενο χωρίς τα φώτα του Άη Στέφανου 
η θύελλα κουτάλιαζε το νησί κι άνοιξε πάνω απ'το κρεβάτι μου το διπλό παράθυρο και μπήκε μέσα όλη η θεομηνία με τα ξηλωμένα κλαδιά το χώμα κι όλο εκείνο το νερό ξύπνησα απ'τον κρασωμένο λήθαργο άνοιξα τα μάτια ανασηκώθηκα και είδα τη χερούκλα του Θεού που μ'έπιασε από το λαιμό και με ζύμωσε σα φιγούρα από μαρτσιπάν. 
Το τέλος δεν είναι μυστικό.

Το αίμα πνεύμα σταγόνα στον ωκεανό.

*

DEATH IS NOTHING TO FEAR

Σπινθηρισμοί




Μ'έπιασε σύγκρυο μόλις αναλογίστηκα πως δε μπορώ να αγγίξω το παρελθόν. Κάθε στιγμή και απώλεια δηλαδή. Βλέπω τα φαντάσματα της ζωής μου στις φωτογραφίες και είναι τόσο ζωντανά, και όταν απλώνω το χέρι να τα πιάσω να τα τραβήξω απ'τις εικόνες, να τραβήξω όλα τα σπλάγχνα εκείνης της ζωής στο τώρα, βρίσκω στο τζάμι, όλα αυτά είναι θάνατοι, το αγγειονευρώδες μάτσο της μέρας εκείνης έσβησε στον ορίζοντα, πίσω απ'τα μάτια έμεινε ένα φευγαλαίο ηλεκτρικό αποτύπωμα που θα χαθεί κι αυτό μαζί μου συν τω χρόνω.
Το κεφάλαιο του ηλεκτρισμού συνοψίζεται σε μια λέξη
Θ Υ Μ Α Σ Α Ι
;

Kuando muncho eskurese es para amaneser

Είμαι πολύ θυμωμένος, θέλω να πω. Αλλά δε βγαίνει λέξη. Το στόμα μου έχει κολλήσει. Το ένα μετά το άλλο τα αντικείμενα πετάνε προς διάφορες κατευθύνσεις. Αρπάζω ό,τι στέκεται πιο κοντά. Την τράπουλα, την πετσόδετη Σαρλότ Μπροντέ, την ψηλή κούπα, μια κάλτσα, ένα μικρό κουτί, ένα μεγαλύτερο κουτί, το σακούλι με τα αποξηραμένα βερύκοκα. Πετάω το ένα μετά το άλλο τα πράγματα εδώ κι εκεί στο ευήλιο σαλόνι. Είμαι τόσο πολύ θυμωμένος. Το σώμα είναι χαλαρό σαν ξεφούσκωτο ανεμούριο. Μόνο οι μύες του χεριού που κάνει τις ρίψεις δουλεύουν σπασμωδικά. Είμαι ηττημένος, με έχει νικήσει ο ίδιος μου ο εαυτός. Το πιατάκι με το σχέδιο στο κέντρο σπάει μόλις βρίσκει το καλοριφέρ απέναντι. Το μεγαλύτερο κουτί ανοίγει και ξερνάει πάνω στην πολυθρόνα μπίλιες που κυλούν στο πάτωμα και κάθονται ανάμεσα στα σανίδια και δίπλα στο σοβατεπί. Ο αναπτήρας ξεκουνάει τη μικρή χρυσή κορνίζα με το μπλουμπόνετ και αφήνει ένα σημάδι στο υδρόχρωμα. Τα κλειδιά πέφτουν πίσω απ'τον καναπέ. Παίρνω τον κάδο, τον πετάω κι αυτόν, ψίχουλα, στάχτες, σκισμένα χαρτιά, κάνα δυο μπανανόφλουδες, σκορπίζονται παντού. Αγγίζω το ανθοδοχείο με τα ψεύτικα μικρά λουλούδια. Παύση. Στέκομαι δίπλα στο τραπέζι σαν ηλίθιος. Γύρω το διαμέρισμα μπουρδέλο. Kuando muncho eskurese es para amaneser...

Κακό ύφασμα, όπως η μιτροειδής βαλβίδα χαίνει πλαδαρή στην αριστερή κοιλία μέσα στην καρδιά μου, όπως οι φτηνές φλέβες στα χέρια και στα πόδια, όπως η μούρη μου που θα κρεμάσει στραβοχυμένα σε λίγα χρόνια, ένας ελεεινός χαρακτήρας, ένα κομμάτι κακό ύφασμα σε μια πελαγωμένη περιπέτεια για την ανακάλυψη αυτού που θα καταφέρει να με παρηγορήσει. 

---

Από ανθοφορία σε ανθοφορία το νησί αρμυρό βρεγμένο από το πελαγίσιο κλάμα το κουβαλήσαμε στους ώμους. Όπου να'ναι επιστέφω, σκορβουτιασμένος, ξεμαλλιασμένος, βρώμικος, αναιμικός, αναξιοπρεπής και ενηλικιωμένος, δεν είναι λίγο πράμα, να κουβαλάς ολόκληρο νησί όπου πηγαίνεις. Κουρεύομαι στο νεροχύτη του μπάνιου με το μαχαίρι και το ψαλίδι της κουζίνας. Τίποτα δεν είναι όπως χτες, τίποτα δεν είναι όμως και έκπληξη - μπορεί να μυρίζω νιβέα αφροντούζ και καλαμπόκι (Μυρίζεις καλαμπόκι., σ'αρέσει να λες), αλλά είμαι ακόμα εγώ, όπως με ξέρεις, με τα μελαγχολικά μου μάτια, με τα απαλά ροζ αυτιά μου, με το δερμογραφισμό και τις ξερές πισωγαμπίδες, με το χλωμό κωλαράκι, με όλες τις αμαρτίες μου παραμάσχαλα, τις παλιές, τις τωρινές και όλες αυτές που έπονται, πάντα διχασμένος κι όμως τόσο σταθερός και τόσο αφοσιωμένος. Η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία, είναι το καθαρτήριο των ψυχών.

Ξαπλώνω δίπλα της. Είναι ξεσκέπαστη, το λείο της δέρμα αναδίδει μυρωδιά ροδακινιάς. Χαϊδεύω το στέρνο, τα πλευρά και το παλλόμενο στομάχι και σηκώνεται γύρη από τις πικροδάφνες του Άγιου Μάρκου. Τα κλειστά της βλέφαρα τα'χω δει πια τόσες φορές ν'αποκαλύπτουν το μυθικό πλάσμα με το αργό τους άνοιγμα που δίνει χώρο στη ματιά του μεγάλου αιλουροειδούς, που τα βλέπω και τώρα με τη φαντασία μου να ξυπνούν ξανά και ξανά ενώ κοιμάται του καλού καιρού και να φανερώνουν ένα σούρουπο στους Έρμονες με ψιλό κύμα. Στις χαλαρές παλάμες οι φρέσκιοι κάλοι συναντάνε τους παλιούς και το δέρμα αλλάζει αποχρώσεις κι εκεί με βρίσκουν τα άσπρα μαύρα μετά το σύγκρυο της Παλαιοκαστρίτσας. Κάτω από το μαξιλάρι μισοφαίνεται το βιβλίο που διάβαζε πριν κοιμηθεί, ένα που αγόρασα για δυο κορώνες απ'τα μεταχειρισμένα του Στρατού του Κυρίου, και στην πρώτη σελίδα λέει Τα ξώφυλλα τ'άφηκες λιμπρέττο κι όλοι μας εδιαβάσανε. Τα ρούχα της είναι στο πάτωμα σε ένα μικρό σωρό. Η ώρα είναι τέσσερεις και κάτι, το μαρτυράνε τα κελαηδήματα. Το παράθυρο είναι ανοιχτό και μέσα βλέπει στην πλατεία Θεοτόκη έναν Ιούλιο. Είναι τα μεθεόρτια της Walpurgisnacht. Πιο όμορφη νύχτα δεν έχει η χρονιά. Μάλιστα, σα να'ρχεται καλοκαίρι. Είμαι μισοντυμένος, κουρεμένος και ξυρισμένος, φτωχός χωρίς το στέμμα αλλά κύριος και σαμιαμίδης. Είπαμε θα μπουν τα πράγματα από μόνα τους σε τάξη και η ποινή ποινή... Αλλά η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία, και οι ώμοι τόσο μπορούν να σηκώσουν, πού να το πάμε ολόκληρο νησί; Η ζωή είναι κοντή.




and ahh that full bellied moon she's a shinin' on me
yeah she pulls on this heart like she pulls on the sea

and those broken hearted lovers
they got nothing on me

Akutstue 2

Ο ιδρώτας λιμνάζει στα σπορτέξ μέσα στην αίθουσα της ανάνηψης. Το μολυβένιο στρατιωτάκι, δηλαδή η στολή της ακτινοπροστασίας, βγαίνει μόνο σε γουάν σάηζ. Μόλις διπλοσακουλιαστούμε και με τον προστατευτικό εξοπλισμό για την πανούκλα, πέφτει το ρελέ και αρχίζει ο ιδρώτας. Η αρματωσιά είναι βαριά και όταν στέκεσαι μισολυγισμένος με τις ώρες πάνω απ'το τραπέζι για να περνάς Ζέλντιγκερ ή να ψάχνεις ζουμιά με τον υπέρηχο, όλα τα πλατομουσκουλάκια πιάνονται. Είμαι πιασμένος εδώ και δυο μήνες. Είναι Παρασκευή απόγεμα, δηλαδή εχτές. Στέκομαι στο κεφάλι του τραπεζιού ως Ηγούμενος της Ανάνηψης, είναι ένα σπουδαίο οφίκιο στη μονή, καλά τα έχω καταφέρει ως τώρα, πατ πατ στην πλάτη. Έχω την καθαρή και τη βρώμικη νοσοκόμα και τον καθαρό μου βοηθό που κρατάει πρακτικό παραπίσω. Οι τραυματιοφορείς φτυαρίζουν τον ασθενή απ'το φορείο στο τραπέζι. Είναι δεν είναι καμιά τριανταριά κιλά. Είναι όλος καλυμμένος από ένα βαρύτατο έκζεμα το οποίο τον κάνει να ξεπετσιάζει σύσσωμο και αηδιαστικό. Βρωμάει, φυσικά, όπως όλοι. Το ένα πόδι έχει πεθάνει πριν αρκετές μέρες. Τον ορθοπεδικό στο τηλέφωνο. Ακούγεται ξεφύλλισμα, κάποιος ψάχνει τον αριθμό στο καταλογάκι. Ο καθαρός μου βοηθός μου βάζει το τηλέφωνο στ'αυτί. Χτυπάει δυο φορές. -Άλμπερτ, ορθοπεδικός της πίσω γραμμής. -Μα ανάθεμά σε! Πάει ένας μήνας και. Έστρωσαν τα πράγματα; -Φίλε μου! Έστρωσαν, μια χαρά. Πήρε εξιτήριο ο μικρός. Ο κήπος θα'ναι έτοιμος από βδομάδα για να'ρθεις να ψήσουμε. Εσύ πού είσαι καθικάκι; -Στην ανάνηψη δύο, έχω ένα πόδι για την αυτού μεγαλειότητά σου. -Έρχομαι μωρό μου. Η βρώμικη νοσοκόμα που στέκεται είκοσι πόντους δίπλα και βιδώνει το Βεντολίν στη μάσκα χαμογελάει πίσω απ'το ράσο του χτικιού.

Ο άρρωστος πεθαίνει, αλλά όχι πολύ βιαστικά. Έχει κλωσήσει αυτό το πόδι απ'τη Δευτέρα, ίσως, δεν είναι ούτε κι ο ίδιος σίγουρος. Κρεμάμε ορούς με τις πιέστρες από εδώ κι από εκεί, του εξηγώ τι πρόκειται να γίνει, τον ετοιμάζω για το ξεπόδιασμα. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, το πόδι έχει χαθεί, και σε περίπτωση που πάθει ανακοπή, δε θα γίνει προσπάθεια να τον επαναφέρουμε. Έχει δηλητηριαστεί από το σάπιο κρέας του και είναι σε μια μουδιασμένη κατάσταση, τα νεφρά του έχουν καταρρεύσει, έχει μουλιάσει στην αμμωνία, και δεν ξέρω πόσα απ'αυτά που του λέω πιάνουν στόχο, συμφωνεί σε όλα.

Ο μηχανισμός της διπλής πόρτας γουργουρίζει, και εμφανίζεται ο Άλμπερτ, ντυμένος και ετοιμασμένος. Τα λαμπερά παιδικά του μάτια μου χαμογελάνε πίσω απ'το βιζίρι και τις μάσκες. Είναι κουρασμένος, τα βλέφαρά του είναι πρησμένα. Περνάω το υπέρηχο πάνω απ'τη μηριαία και την ιγνυακή, μηδέν ροή, να, δες, του λέω, το πόδι είναι σιτεμένο, το χουφτώνει, το ζουλάει, Ε ναι, πρέπει να φύγει. Είναι για γενική; -Ψιλοναί. Σε ένα τέταρτο. Α, και είναι μείον μείον*. -Ε, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Ανέβασ'τον στο Ο4 σε είκοσι λεπτά. -Θα σε δω εκεί. -Φιλιά ως τότε.

Απεξάρθρωση ισχίου και ημιπυελεκτομή αριστερά, μας παίρνει η νύχτα. Πλενόμαστε για έξω μετά τα μεσάνυχτα, μέσα συμμαζεύουν οι βοηθοί, ο Θεός να τους έχει καλά να κάνουν λάντζα. Ψιλοκουβέντα ενώ πετάμε όλη τη στολή και μένουμε με τα σώβρακα. Τα πάντα είναι μουλιασμένα απ'τον ιδρώτα. Ο αέρας είναι ιδρωμένος. Το πάτωμα κολλάει. Διψάω λες και σερνόμουν στην έρημο όλη μέρα. Με φρέσκα μπλε και οι δυο πηγαίνουμε στο κουζινέτο για δείπνο. Ανοίγω το παράθυρο που βλέπει στην πίσω αυλή. Ο Άλμπερτ ζεσταίνει ένα τάπερ ρύζι με κάρυ, εγώ αδειάζω μια κονσέρβα ρέγγες πάνω από δυο φέτες σικαλόψωμο. Γεμίζει μια κανάτα νερό με παγάκια. Τη βάζει ανάμεσά μας στον πάγκο, καθόμαστε δίπλα δίπλα στο μακρύ τραπέζι. Είναι μισοσκότεινα. Πίνουμε εναλλάξ απ'την κανάτα. Όταν έχουμε αποφάει, ανεβάζει τα πόδια του στο μπούτι μου. Του ζουλάω τις γάμπες προς τα πάνω για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας. -Θα πετάξω κιρσούς σ'αυτό το πόστο. -Μια απ'τις ευλογίες του επαγγέλματος. Κλείνει τα μάτια του και βάζει τα χέρια πίσω από το σβέρκο. Τον παρατηρώ καλά. Τα βλέφαρα με τις διαφανείς βλεφαρίδες είναι κόκκινα σα φετούλες ντομάτας. -Ρε συ Άλμπερτ; -Τι; -Τα μάτια σου ρε. Κάτσε λίγο. Σηκώνομαι, βρέχω ένα βαμβακερό πετσετάκι από τη ντουλάπα των εφοδίων. Σκουπίζω τα μάτια του απαλά, το πετσετάκι ροδίζει. -Ρε συ Άλμπερτ; ξανά. Με παίρνει αγκαλιά. -Ναι, ξέρω.

Στο σχόλασμα το πρωί τίποτα δεν ήταν όπως χτες, τίποτα δεν ήταν όμως και έκπληξη. Ο άρρωστος πέθανε λίγες ώρες μετά το χειρουργείο. Ο Άλμπερτ κι εγώ δε γυρίσαμε εκεί που έπρεπε να γυρίσουμε. Αντ'αυτού, πήραμε το Ρενώ και πήγαμε σπίτι του. Αυτός τσάπισε τους πανσέδες του, και εγώ ξεράθηκα στην ξύλινη ξαπλώστρα κάτω απ'το χλωμό ήλιο.



*minus minus  = όχι καρδιοανάνηψη, όχι εντατική

El amor en los tiempos del cólera

Los síntomas del amor son los mismos del cólera.
-GGM

Κατεβήκαμε εχτές το απόγευμα στο ποτάμι. Είχε απονεριά και το μονοπάτι ήταν ανοιχτό σχεδόν μέχρι το δέλτα. Περπατήσαμε μέσα στις λασπουριές. Τα χόρτα ως το μπούτι, τσουκνίδες, καλέντουλες και χαμομήλια. Οι αγελάδες έβοσκαν στην απέναντι μεριά. Είχε ήλιο, φυσούσε ένας μικρός ψυχρός πουνέντες. Κάποιοι λιάζονταν στα ποταμοβαρκάκια τους αρόδο, το νερό ήταν σκέτη μούργα. Σύννεφα από μυγάκια εδώ κι εκεί κολλούσανε στα χείλια αν δεν πρόσεχες. Σταθήκαμε στην τελευταία σκάλα πριν το άνοιγμα, έβλεπες ακριβώς πού τέλειωνε η λάσπη και πού άρχιζε η θάλασσα. Όταν ο ήλιος άρχισε να πέφτει πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πάνω που άρχιζαν τα κράσπεδα μετά τη μαρινούλα, ένας θείος στεκότανε με το τσιγάρο στο στόμα δίπλα σε έναν πεσμένο καταγής. Σπαστά ρώτησε αν τον ξέρουμε. Δε φαινόταν καν η φάτσα του, ήταν πεσμένος μπρούμυτα, τα πόδια ακόμα πιασμένα στα πετάλια, ένα ποδήλατο με βαγονάκι γεμάτο μπυροκούτια, ένας αναγεννησιακός πίνακας. Η Ν. γονάτισε και τον τραβολόγησε απ'τον ώμο του μπουφάν. Ε, μπάρμπα! Μπάρμπα! Είσαι ξύπνιος; Ο πεσμένος δεν αντέδρασε. Τον έπιασε απ'το μπουφάν και τον ανασήκωσε. Σιελορροούσε, ήταν τύφλα. Μπάρμπα, ξύπνα να πας σπίτι. Αυτός μούγκρισε πνιχτά. Τον σήκωσε να σταθεί, αυτός ήταν σακί, όχι τόσο γρήγορα. -Σήκω ρε δεν έχω όλη μέρα! Σήκω να μην αρχίσω τις σφαλιάρες. Και μετά γυρνώντας σε μένα: Έχει ένα σάπιο πλεούμενο στη μαρίνα παρακάτω. Θα'ρθει η μέρα που θα τον βρούμε με τα πόδια πάνω δίπλα στο παλούκι της δέστρας. Έχει χέσει και το βρακί του, πουχά, πουχά. Ο πεσμένος άρχιζε τώρα σαν παγωμένο ερπετό να προσπαθεί να κινηθεί. Ρέγχαζε κάθε τόσο χωρίς να βγάζει τίποτ'άλλο παρά φτύμα. Η Ν. του'ριξε δυο και δυο χαστούκια, αυτός άνοιξε δυο μάτια υπεραιμικά και θολωμένα, δεν ήταν καν ενοχλημένος, ήταν πίτα, έμοιαζε εβδομηντακαί αλλά μ'αυτούς ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να'ταν και πενήντα. Σύρε σπίτι να το κοιμηθείς. Και άλλαξε και κάνα βρακί. -Ναιιι κυρία... Του φόρεσα το κασκέτο που'χε παραπέσει, έστησα το ποδήλατο, το πήρε σαν περπατούρα κι έφυγε σέρνοντας τα πόδια του. Ο θείος θεατής κάπνιζε δεύτερο τσιγάρο, και ρώταγε ακόμα αν τον ξέραμε. Άντ'από 'δω κι εσύ... ήταν η απάντησή της. Μπήκαμε στ'αμάξι, καθάρισε τα χέρια της με οινόπνευμα, μου'δωσε και μένα, έβαλε μπρος, έβαλε να παίζει κάντρυ και φύγαμε.


...και τότε ο νεκρός μίλησε από τη μόνιμή του κλίνη, και είπε, σε βαφτίζω τώρα, σε χρήζω τώρα, άντρα της Ντάγκμαρ. Σήκω! 
Και σηκώθηκα.

Live by the sword, die by the sword

νυκτὸς ἀπερχομένης γεννώμεθα ἦμαρ ἐπ᾽ ἦμαρ,
τοῦ προτέρου βιότου μηδὲν ἔχοντες ἔτι,
ἀλλοτριωθέντες τῆς ἐχθεσινῆς διαγωγῆς,
τοῦ λοιποῦ δὲ βίου σήμερον ἀρχόμενοι.
μὴ τοίνυν λέγε σαυτὸν ἐτῶν, πρεσβῦτα, περισσῶν
τῶν γὰρ ἀπελθόντων σήμερον οὐ μετέχεις.

Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς


Περνώ έξω απ'το τσιμεντοκούτι στα ρεπώ και με λούζει κρύος ιδρώτας και δεν προλαβαίνω την ανάσα μου. Όταν έχω υπηρεσία, είμαι συνήθως σε μια κατάσταση αποπροσωποποίησης. Παλιά κατέρρεα στα κρυφά αλλά όχι πια, έχω σκευρώσει. Όταν λυγάς το μαρκούτσι συνεχώς το τσακίζεις και χάνει τη συνοχή του. Χρόνια αυτό το βιολί. Προσδοκούσα πως θα σκλήραινα σαν τις προπονημένες γροθιές σου, μου είχες πει τότε λίγο πριν ορκιστώ: πολλά μικρά τραύματα κάνουν το οστό να επουλώνεται στιβαρότερο, ήταν κάτι που έλεγε ο πατέρας σου πριν από σένα. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για τη νευρασθενική μου ιδιοσυγκρασία και τα έκανα ακόμα δυσκολότερα προσπαθώντας να την απαρνηθώ. Έσπασα στα δυο εκείνη την πρώτη Αυγούστου του '17. Τα βράδια ταλαιπωρούμαι από εφιάλτες. Συχνά ξυπνάω τρομοκρατημένος. Μερικές φορές χτυπάω τον διπλανό μου, ή το ντουβάρι, χωρίς να το καταλαβαίνω, παρά όταν είναι ήδη αργά. Κάποια πρωινά σηκώνομαι με μυστήριες μελανιές και εκδορές που την προέλευσή τους δε θυμάμαι ακριβώς. Φοβάμαι να πέσω για ύπνο γιατί φοβάμαι τους εφιάλτες. Δουλεύω όταν είμαι ξυπνητός και δουλεύω και κοιμισμένος και η αλήθεια του πόστου μου ασήκωτα με βαραίνει. Ανήκω στο φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη. Ο θάνατος και το χτικιό ξεσκίζουν κάθε στρατό στη μάχη. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό.

Σε θαυμάζω γιατί δεν έσπασες ποτέ. Τα κομψά σου χέρια κρύβουν μαρμάρινα κόκκαλα από χρόνια επιμονής. Δε θα σπάσεις ποτέ. Υποφέρεις αξιοπρεπώς χωρίς να φανερώνεις αδυναμία, σα ζώο. Όσο πιο πολύ ζορίζει η κατάσταση, τόσο πιο ζόρικη γίνεσαι κι εσύ. Το πρόσωπό σου γεμίζει γωνίες και τριγυρνάς με μια πέτρινη συνοφρύωση. Στην ανάπαυλα ανάβεις τσιγάρο, φτιάχνεις καφέ στο κόκκινο μαραφέτι, βάζεις να παίξει Κερομύτης και σε κατευνάζεις, κι έπειτα τα μάτια σου γίνονται τόσο γλυκά. Πέφτεις για ύπνο πάντα κατά παραγγελία. Μετράς αναπνοές και κοιμάσαι στρατιωτικά. Ξυπνάς σε πλήρη διαύγεια, δίνεις οδηγίες από τηλεφώνου και κοιμάσαι ξανά σε ένα πεντάλεπτο. Είσαι η αρχή μέσα σ'εκείνο το κρανίο. Οι σκέψεις βαράνε προσοχή, όταν είναι ώρα της σιωπής δεν τολμούν πολλά πολλά. Έχεις προικιστεί με την καρτερία των βουκώλων. Πέφτεις και τρως το ποδοπάτημα με τη μούρη μες τη λάσπη αδιαμαρτύρητα. Και μόλις περάσει η διμοιρία, ορθώνεσαι ξανά και τους παίρνεις στο κατόπι. Δάκρυα ποτέ - παρά μόνο για μένα, τη φρικτή σου αδυναμία, τι κάκιστη, τι σπάνια τιμή. Είσαι κι εσύ, όπως κι εγώ, όπως και τόσοι άλλοι καταραμένοι, ορκισμένη στο σπαθί. Ανήκεις στο φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη. Είσαι κι εσύ ένα από τα πρόσωπα της ήττας, είσαι κι εσύ ένα κοκκίο του πολέμου που δε μπορεί να κερδηθεί. Ο θάνατος και το χτικιό ξεσκίζουν κάθε στρατό στη μάχη. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό.

Η λευκωπή ομίχλη που αργοπορεί πάνω απ'τα αιμοβαφή πεδία το χάραμα μετά τη σφαγή
η δροσιά στο βελονένιο ντύμα των δασών την πρώιμη άνοιξη που γλείφει τα κουφάρια
το πούσι το άπνοο πρωί πριν την κακοκαιρία που κάνει το κατάστρωμα να γλιτσιάζει
η αχλή της παγωνιάς στα πλακόστρωτα της μαύρης πόλης
το χνώτο του αλόγου που το'τρεξες μέχρι τα όριά του
το υπερχειλίζον ήσυχο κλάμα
ο θάνατος και το χτικιό
η μαρτυρία
ο πόνος
το φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη.

Εσπερία

    A woman in the shape of a monster
a monster in the shape of a woman
the skies are full of them

a woman      ‘in the snow
among the Clocks and instruments
or measuring the ground with poles’

in her 98 years to discover
8 comets

she whom the moon ruled
like us
levitating into the night sky
riding the polished lenses

Galaxies of women, there
doing penance for impetuousness
ribs chilled
in those spaces    of the mind

An eye,

          ‘virile, precise and absolutely certain’
          from the mad webs of Uranusborg

                                                            encountering the NOVA

every impulse of light exploding

from the core
as life flies out of us

             Tycho whispering at last
             ‘Let me not seem to have lived in vain’

What we see, we see
and seeing is changing

the light that shrivels a mountain
and leaves a man alive

Heartbeat of the pulsar
heart sweating through my body

The radio impulse
pouring in from Taurus

         I am bombarded yet         I stand

I have been standing all my life in the
direct path of a battery of signals
the most accurately transmitted most
untranslatable language in the universe
I am a galactic cloud so deep      so invo-
luted that a light wave could take 15
years to travel through me       And has
taken      I am an instrument in the shape
of a woman trying to translate pulsations
into images    for the relief of the body
and the reconstruction of the mind.

A. Rich



Stella splendens

Τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στον πάτο του βραδιού ο κοκκινολαίμης κελαηδά. Στο υπόγειο η λάμψη λευκή κατάλευκη λευκή σπρώχνει πέρα το σκοτάδι, ο θάνατος σαν έντομο στη λάμπα και γύρω σύννεφο νεκροί. Τσαλαβουτώ στο αίμα και οι λακκούβες γεμίζουν στα στεγνά, ντουβάρια υποπράσινα με μάτια με αυτιά - από χρόνια, από χρόνια στο Ασκληπιείο οι βαρυποινίτες ψάχνουν φτερά θεραπειών, από χρόνια απελπισμένοι γεννιούνται, γεννάνε και πεθαίνουν, κι ο κύκλος συνεχίζει να κυλά σα σκευρωμένη κακή ρόδα. Παλουκωμένοι σ'όλες τις τρύπες και ξαπλωμένοι στην κοιλιά, τα ψυγεία ροχαλίζουν από τα μέσα τους, και οι νοσοκόμες που ήξεραν οι άρρωστοι παλιά με τα ψιλά χεράκια και τις πέρλες νύχια είναι τώρα αγριεμένες στιβαρές κυρές με χαρτοπλαστικές ποδιές και αρκουδοπούστηδες με καθαρά κούτελα και πόδια πύργους και γδέρνουν ανελέητα κώλους εκτεθειμένους. Και στο κεφάλι του ιερού λόχου των Θηβών στέκομαι για τη νύχτα εγώ, με έναν ηλίθιο λιωμένο ακινάκη, διπλά γυαλιά και φωτοστέφανο από τρίχες. Επιθεωρώ περπατώντας νωθρά απ'τον τεκέ της αιμοκάθαρσης ως την τέντα των εξεταστηρίων, η λάμα χτυπάει στα κλειδιά, με ανακοινώνει η τρομπέτα του ασυρμάτου που βαραίνει το τελειωμένο λάστιχο του παντελονιού. Θα σας ξαποστείλουμε όλους, ζώα καταραμένα, έναν έναν, υπομονετικά με ωρομίσθια μέθοδο, και οι μούρες σας θα κολλήσουνε στον κατουρλιάρη μουσαμά και η γαλότσα η ποδοναριασμένη θα σπάσει δόντια, θα αλέσει ζυγωματικά, θα συνθλίψει σαγόνια αδηφάγα, και τελειώνοντας τη μάχη θα βάλουμε φωτιά τόσο πικρή που τα παλιοτσίμεντα θα λιώσουν σαν ώριμες ντομάτες στη χούφτα της γριάς.

-

Τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στον πάτο του βραδιού ακούμε τα αηδόνια στο Σταυρό. Στο μάρμαρο του περβαζιού παίζεις με μια κωλοφωτιά. Δίπλα σου στέκομαι απόστρατος εγώ, το κεφάλι μου ακουμπά τις σανίδες της δρυός του ταβανιού που γέρνει, απέναντι στην άλλη μεριά του δρόμου η λεύκα ψιθυρίζει, η λεύκα τραγουδά και ρίχνει μια χούφτα φύλλα στη βάρκα που μας περιμένει να τη σύρουμε την Κυριακή στη σκάλα. Οι μυρωδιές... οι μυρωδιές του κήπου της Εδέμ, η ψιλοδακρυσμένη χλόη, τα κρυψίνοα βουνά, το χώμα που μου'δωσε το χαλκό του, οι πέτρες του σπιτιού, της μάνας σου η απαλή φωνή και το χλωμό της δέρμα φάντασμα στο φως του φεγγαριού, το μυστήριο του Στρυμονικού και τα λουλούδια της Ρεντίνας, και παρελθόν και μέλλον, θυμάμαι και σιωπώ, να ελπίσω δεν τολμάω. Στο Γιέλλερουπ τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στη χυλωμένη ζέστη του Ιουλίου στο μπάνιο του Χόλτεγκααρντ σου ζήτησα να με παντρευτείς κι έπειτα βγήκαμε στη νύχτα. Κάπνιζα ακόμα τη μπαγιάτικη Αμφορά που κρατούσα στο ψυγείο, άπνοια, ξαστεριά και ο καπνός κοντοστεκόταν. Το πρωί μας ξύπνησαν οι φασιανοί. Οι κυρίες έπιναν μαύρο τσάι στην αυλή. Από τότε υπομονή, λίγη ακόμα υπομονή, να τελειώσει ο πόλεμος και να σε ξαναδώ.

-

Stella splendens in monte
ut solis radium /



ΜΙ

Δε θα ξεχάσω ποτέ τον Τάτση να λέει όλοι περαστικοί είμαστε, όλοι περαστικοί. Τρώγαμε την ίδια ώρα κάθε μέρα με στρατιωτική πειθαρχία. Αν δεν πήγαινα στο γιατρείο επειδή ήταν Σάββατο μερικές φορές ξεχνούσε και μπερδευόταν. Οτιδήποτε δεν ακολουθούσε το πρόγραμμα τον τάραζε όπως ακριβώς κι εμένα. Ήθελε κάθε μέρα να έχει τις ίδιες τελετουργίες, να ξέρει τι να περιμένει, και να μην τον ενοχλεί κανείς, όπως κι εγώ. Η δική μου παρουσία δεν τον ενοχλούσε, με ζητούσε πάντα όταν ήταν στο νησί. Όταν έλειπε μου άφηνε τα κλειδιά για το μεγάλο σπίτι. Εκεί θυμόμουν τα παιδικά μου καλοκαίρια, με το μόνιμο φλοίσβο και τους μπούφους τα βράδια. Μπορούσα να διαλέξω όποιο κρεβάτι ήθελα, ακόμα και το υπέρδιπλο με τα αρχαία κομοδίνα που είχανε μέσα τα Ρισπερντάλια, αλλά κοιμόμουν πάντα στο κρεβάτι εκείνο που κοιμόμουν και μικρός. Τα ίδια σεντόνια στις ντουλάπες, το ίδιο απαράλλαχτο ντεκόρ, οι ίδιες οικοσκευές, η ίδια σκόνη, η ίδια μυρωδιά. Οι αναμνήσεις με ταράζουν πλέον περισσότερο από ό,τι δεν ακολουθεί το πρόγραμμα. Φοβάμαι να θυμάμαι, γιατί φοβάμαι πως θα πιάσω πράγματα που δε θα ξαναδώ. Και έτσι τις περισσότερες φορές με ξαπλώνω αυστηρά στο σημερινό χαράκωμα με σφιχτές τις παρωπίδες και όλα παίρνουν το δρόμο τους. Αλλά κατάλαβέ με, για ένα πλάσμα της συνήθειας είναι δύσκολο να κάνει συνέχεια καινούριες διαδρομές.



TERRAFORMING




Βοριαδάκι, οι κουρτίνες φούσκωναν και ξεφούσκωναν, μύριζε ψωμί. Το Ντεπώ και οι αρχές του '90, στην ακτή της λίμνης της δυστοπίας, στις αμμουδιές της σκοτεινής συνείδησης. Τα δωμάτια στις άκρες με τα πέτρινα ντουβάρια είχαν ένα παρήγορο φως, ακτίνες μέσα απ'τις γρίλλιες των πατζουριών και ο χορός της σκόνης. Ο λευκός γρανίτης μου'λεγε πως οι πατούσες μου δεν ήταν πάνω από 3-4 χρονών, ήμουν για μια ακόμα φορά παιδί. Αν υπήρχε παράδεισος και μετά θάνατον ζωή, θα ήταν εκεί, ξαπλωμένοι σαν πάχνη πάνω απ'το γρανίτη του σπιτιού, το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνεις θα ήταν ν'αφήσεις τα πόδια σου να σ'εγκαταλείψουν. Η χοντρή γάτα τρίφτηκε στις γάμπες μου και με αποσταθεροποίησε. Η θεία έστρωνε τραπέζι, σε μια καρέκλα καθόταν το φουσκωτό σοβιετικό κουνέλι, σε μιαν άλλη ο θείος έπινε τσίπουρο χωρίς, έφερα την πορτοκαλιά μου πιρούνα. Κανένας δε μιλούσε, αλλά η θεία ήταν χαμογελαστή, ήταν η ΕΣΤΙΑ. Δίπλα στο τραπέζι που στεκόμουν είδα στο χέρι μου το γνώριμο δαχτυλίδι, και είχα τα δυο καμένα δάχτυλα απ'το προχτεσινό ατύχημα, ο χρόνος δίπλωσε και συναντήθηκαν τα τότε και τα τώρα δα, έστρωσα το γιακά μου, και τότε είπα στα πόδια μου Αρκετά!, τα γόνατα λύγισαν και μ'ένα μαλακό παφ έγινα ανάμνηση

Τώρα είσαι δίπλα μου για πάντα, πέρα από τους φυσικούς περιορισμούς του PQRST
ηλεκτρικές αναλαμπές και στίγματα άνθρακα γράφουμε ο ένας στον άλλον από ΤΕΠ σε ΤΕΠ
από κελί σε κελί από αγωνία σε αγωνία από πλανήτη σε πλανήτη από τότε σε άλλοτε
προσωρινά πάθη, προσωρινές ανωμαλίες, προσωρινές παθολογίες
Ναυσικά, τώρα για λίγο είσαι δίπλα μου για πάντα
και είμαι ξεχωρισμένος απ'το σώμα, είμαι το φάντασμα και το σακί του
πανέτοιμος να σβήσω μες στην πάχνη

Ο ΑΡΗΣ ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΓΗ ΟΣΟ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝ ΖΩΗ
ΟΠΩΣ ΤΟΣΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΡΙΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ

Ρεπώ #3


Μια βρέχει μια δε βρέχει, τα ρεπώ περνάνε ταχέως, πότε στέκομαι πάλι στην αίθουσα της ανάνηψης με τ'ακουστικά στ'αυτιά ούτε που το παίρνω πρέφα, αλλά σήμερα κρύβομαι στο ωραίο νοικιασμένο μου διαμέρισμα σε έναν ωραίο ήσυχο παράλληλο κόσμο, με το σωρτς που ξέβαψε σε δυο σημεία από κάποια παλιά χλωρίνη, λουσμένος και μοσχομυριστός.

Ρεπώ #2


η λέζελάμπε τυλιγμένη με τεϊοσακούλα για να μην τυφλώνομαι το χάραμα

ῥίζα

Ο προπαππούς μου Ν.Λ. γεννήθηκε το 1886 σε ένα κωλοχώρι της σημερινής Λευκορωσίας, το Ανανίτσι, τέταρτος από έξη αδέρφια. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Οδησσό. Πρόσφυγας στη Γερμανία απ'την ΕΣΣΔ και ο μόνος που έφυγε. Έχασε τρία αδέρφια από αυτοχειρία και ένα από καρκίνο. Παντρεύτηκε το 1924, έκανε ένα παιδί και χώρισε, αλλά συνέχισε να μένει με τη σύζυγο και μετά το διαζύγιο. Μιλούσε καλά αρκετές γλώσσες και δε δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά. Όταν τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, η γυναίκα και το παιδί του φυγαδεύτηκαν στο Σλέσβιχ Χόλστειν. Μόνο το παιδί τα κατάφερε, η γυναίκα σβήνεται από το χάρτη. Το πήρε υπό την προστασία της μια καλή οικογένεια στο νησί. Αυτός συνελήφθη στο Βερολίνο και πέρασε ένα μήνα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ζάχζενχάουζεν στο Ορανίενμπουργκ, από όπου διέφυγε με άγνωστες τακτικές. Παρέμεινε όμως στο Βερολίνο, κρυμμένος εδώ κι εκεί, μέχρι το τέλος του πολέμου. Τελικά εμφανίστηκε πάλι στα χαρτιά στο βρετανικό τομέα της πόλης. Μετακόμισε στο Αμβούργο, ελπίζοντας να ξαναδεί το παιδί. Εκεί έζησε άνεργος για κάποια χρόνια. Συναντήθηκε με το γιο του δυο φορές μεταξύ 1948 και 1950. Το 1950 μετανάστευσε στη Βοστώνη και λίγα χρόνια αργότερα πέθανε καθιστός στην καρέκλα μπροστά στη σόμπα από εγκεφαλικό.

Ο παππούς μου Ε.Λ. γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1924. Κατάφερε να γλυτώσει από τον πόλεμο σαν μια υποσημείωση στον ποδόγυρο εκτενούς κειμένου, περνώντας στην ασημαντότητα. Δε μιλούσε ποτέ πολύ γι'αυτό, παρότι μιλούσε πολύ γενικώς. Στο Νορντφρήσλαντ, στη μέση του πουθενά, υπήρχε υψηλή καθαρότητα στον πληθυσμό. Παλιοί γηγενείς, το τοπικό μείγμα Ολλανδών, Γερμανών και Δανών, περικυκλωμένοι και ταυτόχρονα φυλαγμένοι από τις λάσπες για αιώνες, κάθε νησί τη δική του διάλεκτο, προτεσταντισμός και ομοιομορφία. Ο Ε.Λ. είχε έναν εντυπωσιακό στόμφο και μια αδιάκριτη αυτοπεποίθηση, καταπιανόταν με κάθε λογής ασχολία χωρίς να τα καταφέρνει ιδιαίτερα σε τίποτα, αλλά δεν καμπτόταν ποτέ. Παρότι μεγάλωσε σε μια ομίχλη ανυπαρξίας, δεν ξέχασε ποτέ τα γίντις, και οι προτεστάντες που τον υιοθέτησαν τύποις δεν προσπάθησαν να τον κάνουν να ξεχάσει, απεναντίας τον έφεραν σ'έπαφή με την κοινότητα στο Αμβούργο. Δούλεψε αρχικά ως τραπεζοκόμος, και μετά ως νοσοκόμος στο Αμβούργο, έπειτα στο μικρό νοσοκομείο του Χούζουμ και τελικά στην κλινική του νησιού, το οποίο θεωρούσε επίγειο παράδεισο, μάλλον γιατί του έσωσε τη ζωή. Παντρεύτηκε μια γνήσια νησιώτισσα, πολύ έξυπνη, δημιουργική και με αγάπη για την αισθητική, η οποία σοκάροντας την τακτική της οικογένεια αλλαξοπίστησε, ίσως η μόνη επαναστατική κίνηση στη στωική ζωή της, το 1956 απέκτησαν τον πατέρα μου και δέκα χρόνια αργότερα την αδερφή του, που ήταν επιληπτική αλλά το ξεπέρασε. Ο παππούς ήταν κακός χαρακτήρας, αντιπαθής, αυταρχικός, ξερόλας και ξεροκέφαλος και δε φερόταν καλά στη γυναίκα του, την οποία μείωνε διαρκώς, πιθανώς γιατί ένιωθε μειονεκτικά. Τα τελευταία χρόνια ακολούθησε μια κατιούσα πορεία, ώσπου έφτασε να βράζει ακτινίδια αντί για πατάτες, να νομίζει πως τα ρολόγια το βράδυ πήγαιναν προς τα πίσω, στο τέλος μιλώντας μόνο γίντις, αρνούμενος κάθε βοήθεια. Τον είδα τελευταία φορά το 2016, στο σπίτι του στο νησί, πλέον βρώμικο, θλιβερό και παραμελημένο, δε με αναγνώρισε, του προκαλούσα αμηχανία, και ρωτούσε ξανά και ξανά τον πατέρα μου ver iz der har (ποιος είναι ο κύριος). Καυγάδιζε αχόρταγα με τον πατέρα μου μέχρι που πέθανε πέρσι, σε πλήρη αποδιοργάνωση, από βαριά καρδιακή ανεπάρκεια.


Ν.Λ., από τα αρχεία των επιβιωσάντων του Ολοκαυτώματος