© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Intermezzo

Δε βρίσκω ρούχα στο νούμερό μου στην ιματιοθήκη. Παίρνω τα λαρζ που με κάνουν να μοιάζω με πολύ πεινασμένο σκιάχτρο χωρίς πλάτη, αλλάζω στα γρήγορα και ανεβαίνω στα εξωτερικά. Κάποιος με αρπάζει απ'τον αγκώνα στις σκάλες μεταξύ δεύτερου και τρίτου.
-Πρέπει να σου μιλήσω.
-Τι έγινε;
-Πού ήσουν τρεις μέρες;
-Αναρρωτική.
-Γιατί; Κάτι σοβαρό; Είσαι άρρωστος;
-Όχι. Αυτό ήθελες να μάθεις;
-Σε χρειάζομαι.
-Στα ΤΕΠ;
-Παντού.
Έχω το ένα πόδι στο πλατύσκαλο, το άλλο δυο σκαλιά πιο πάνω και είμαι σε μια αστεία παύση κίνησης. Αυτός στέκεται στο πλατύσκαλο λίγο πιο κάτω. Πρόσωπο με πρόσωπο και κάπως σταυρωτά. Ακούω απ'το ισόγειο η πρωινή ενημέρωση έχει τελειώσει και οι άλλοι αρχίζουν να ανεβαίνουν προς τα πάνω.
-Ξέρω πως έχεις γυναίκα. Έχω κι εγώ τώρα μια φίλη, μετά από χρόνια.
Τον αγκαλιάζω σφιχτά, κι αυτός εμένα. Μου ζουλάει όλο τον αέρα απ'τα πνευμόνια. Γύρω μας γνωστοί συνάδερφοι μας προσπερνάνε ανεβαίνοντας για τις κλινικές που βρίσκονται στον τρίτο και τον τέταρτο ρίχνοντας ματιές δικαίως.
-Θα περάσει. Κάνε υπομονή.
Με φιλάει αργά στο μάγουλο.
Και ο καθένας στο πόστο του.

/

Το βράδυ ξυπνώ λούτσα στον ιδρώτα. Ανακάθομαι λαχανιασμένος. Έχω μπερδευτεί. Δε μπορώ να θυμηθώ αν αυτό ήταν γεγονός ή με ταλαιπώρησε μες στο κεφάλι μου. Μια φωνή από δίπλα μου λέει μαλακά
-Ησύχασε. Εδώ είμαι.
Ξαπλώνω προσεκτικά στο πλάι χωρίς να δω σε ποιον ανήκει. Ένα χέρι με τραβάει κοντά, και μένει γύρω μου. Αποκοιμιέμαι γρήγορα και δεν ξαναξυπνώ.

Περί θεραπειών




Περί θεραπειών

Χαμόγελο απ'άκρη σ'άκρη
το χώμα ξεδιψά

μια τρύπα στον ουρανίσκο
αρχαία τοιχογραφία στο υδρόχρωμα

η χορεία του απαγχονισμού
βαθιά στη νύχτα

ασθενές ολοσυστολικό φύσημα
δροσερή αύρα θαλασσινή

κάποια εστενωμένη μιτροειδής
κάποια ανεπαρκής

μια αργή ήσυχη φθίση.
Υπομονή. Υπομονή.

Ο Θεός δουλεύει το δρεπάνι




Κανείς δε δίνει μία

Οι μέρες διαδέχονται η μια την άλλη και όλες μαζί λιώνουν προς πουρέ και δεν ξέρω πότε ήταν χτες πότε είναι σήμερα. Κοιμάμαι σε ώσεις των σαράντα λεπτών, δουλεύω νύχτα μέρα, Σάββατα και Δευτέρες, γιορτές και αργίες, οχτάωρα, δεκάωρα, δεκαεπτάωρα και σαρανταοκτάωρα, σε ταχύ κυλιόμενο όπως το έχει βαφτίσει το τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, όπερ σημαίνει σπαστικά εναλασσόμενο, από μακρύ νυχτέρι σε νούμερο γερμανικό και πάλι πίσω. Απ'το μισθό που είτε γράψεις νύχτα είτε γράψεις μέρα είναι σταντέ, παίρνω ένα καλό σαράντα τα κατό χωρίς γκρίνια, τα υπόλοιπα τα παίρνει η εφορία για το κοινωνικό κράτος, κατά κύριο λόγο για να πληρώνει αποκλειστικούς παιδαγωγούς για εξηνταπεντάχρονους καθυστερημένους που δεν έχουν δει ποτέ μέρα έξω από το κρεβάτι τους, για τους πολυάριθμους ντόπιους που είναι πολύ αγχώδεις για να δουλέψουν οπότε βγαίνουν σε πρόωρη σύνταξη στα εικοσιδυό τους, για να ληστεύει τους πρόσφυγες από τα χρυσαφικά τους και να χρηματοδοτεί φυλακές σκουρόχρωμων μεταναστών, διότι είναι ακριβή ενασχόληση η κοινωνική πρόνοια άμα την εφαρμόζεις φορώντας τσίγκινο βρακί. Οι άνθρωποι αρρωσταίνουν και μ'αρρωσταίνουν. Η συναδερφική αλληλεγύη είναι ένα αστείο που λέω στον εαυτό μου για να γελάμε όταν κατουράω στο ελικοδρόμιο περιμένοντας να παραλάβω τη διακομιδή απ'την πλατφόρμα στ'ανοιχτά. Το κρύο είναι διουρητικό.

Σήμερα ξέχασα το δίπλωμα οδήγησης στην τσέπη των μπλε. Είχα ποδηλατίσει ήδη ένα τέταρτο προς το σπίτι υπό βροχήν όταν το θυμήθηκα. Έπρεπε να γυρίσω να το πάρω. Τα μπούτια μου ήταν κουρασμένα. Η επιστροφή πήρε ένα μισάωρο, σε κάθε πεταλιά έπρεπε να με εμψυχώνω. Ουφ και ουφ σαν χοντρός ασθματικός. Πέτυχα έναν Βιετναμέζο εμπρός στην κλειδωμένη είσοδο των εξωτερικών. Έμοιαζε με πρεζάκι, αλλά δεν ήταν αυτό, ήταν η φυματίωση. Τι θες; Είναι κλειστά. -Θέλω τα φάρμακά μου. -Δεν έχει τώρα, να'ρθεις αύριο. -Δε μπορώ, δεν έχω λεφτά. Μπήκα και τον έμπασα κι αυτόν. Εδώ οι γιατροί δεν έχουμε πρόσβαση στις φαρμακαποθήκες και στα φαρμακοψυγεία, γιατί για χρόνια πρεζωνόμασταν. Φώναξα μια νοσοκόμα απ'την κλινική. Πήρα το δίπλωμα οδήγησης απ'το φωριαμό στην άκρη του διαδρόμου και την άκουσα που έλεγε στο Βιετναμέζο να έρθεις αύριο, τώρα είναι κλειστά και δε μπορώ να σε εξυπηρετήσω. -Δε σε φώναξα για να τον ξαποστείλεις, τον ξαπόστελνα κι εγώ. -Μα γιατρέ, ξέρετε πως δεν επιτρέπεται εκτός των ωρών λειτουργίας.

Κρέμασα ένα τσιγάρο στο στόμα και έφυγα. Είχα να μαζέψω μπουτοκουράγιο για το δρόμο. Αυτό είναι το ΣΥΣΤΗΜΑ. Έχει ώρες λειτουργίας μόνο για τους βολεμένους, που πάνε σπιτάκι τους μόλις το ρολόι δείξει 1500 εξόν Παρασκευής, που όλες οι ανατομικές καρέκλες έχουν αδειάσει απ'τις 1400 για οικογενειακούς λόγους, έχει ώρες λειτουργίας βαρύνουσας σημασίας αποκλειστικά και μόνο για να βολεύει τους ήδη τρυφερόβυζους και να ξεβολεύει εκείνους που τους έχει έτσι κι αλλιώς χεσμένους. Σε αρπάζει απ'τις τιράντες, σε σέρνει κωλαρηδόν σ'ένα ξεχασμένο αποθηκάκι, σου κολλάει τη μούρη στο σπασμένο μωσαϊκό και σε πατάει με το άρβυλο ώσπου να φτύσεις 32 δόντια. Και το κτίριο έχει αναρίθμητα ξεχασμένα αποθηκάκια, κάθε ένα κι από έναν τσαλαπατημένο, και στη μόστρα έχει ένα Μεηντάνο*, μια τράπεζα και ένα νυχάδικο, και εκεί αράζουν οι σωστοί του κόσμου, και κανείς δε δίνει μία.


Αυτοπαρατίθεμαι:


ΠΑΣΧΩΝ
(μανιφέστο)

Τα σκοτάδια των ανεξερεύνητων δασών
τα φίδια τους, η χολέρα, οι πυρετοί
κάθε κλήμα και μια κρυφή μας καταδίκη
κάθε πιθήκι που χαμογελά τέσσερεις λάμες δόντια

η σιωπή θανάτου της άπνοιας η σιωπή
το κύλισμα το στάλαγμα το αίμα
ο ίκτερος λιακάδα, η φθίση διαδοχή των εποχών
η απέραντη ομορφιά στα δυσδιάκριτα κορμιά

ιδρώτας στην εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών
ένα μελαχροινό βλέμμα όλο λάμψη ένα δέρμα όλο χρυσό
εστάδου πορτουγκές ντα ίντια νέα στέμματα για παλιά κεφάλια
σταφύλια χάντρες αλεξανδρίτη καταμεσιού Γενάρη

νόμος του Γιέντε, ευμάρεια και αρετή
η έπαρση των αποικιοκρατών συν Θεώ και φιλιόκβε
ο φόβος για τη μεσοποτάμια αναρχία, τις τιμωρίες της ερήμου
τα ανελέητα καλοκαίρια, η ξεδιαντροπιά, η σκληρή γη

ποιος είναι τελοσπάντων στο κουπί;
από τη γάστρα ανεβαίνει μια μπόχα ιστορική
εβραίοι Ινδοί και μουσουλμάνοι απολίτιστοι μελαμψοί
κάποιος ψάχνει πάλι να δει ποιος στάζει σάπιο αίμα

αλλά δεν είμαστε εμείς
contre vents et marées

είστε εσείς, οι καθαροί




*Μεηντάνο: Μακντόναλντς στα κερκυροαμερικάνικα

Pet the moss, the soft moss

Δυο μοναχικές παπαδίτσες σφυρίζουν στερεοφωνικά. Η άμπωτη είναι στο ζενίθ της, τα νερά είναι έξω, ακούγεται το απόκοσμο θρόισμα του βυθού που τραβάει το σεντόνι απ'την ακτή. Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα. Πιθανώς να μην ξυπνήσω και ποτέ, έτσι που πάει το πράγμα. Πριν μια τετραετία περίπου έπαιξα και έχασα μισό μύριο στα χαρτιά, και ούτε τότε το άκουσα το ξυπνητήρι. Δεν άλλαξαν πολλά, μα ξαφνικά η δουλειά έγινε αναγκαίο κακό - και τότε μες στο μόνιμο λήθαργό μου, δουλεύοντας άρχισα να κουράζομαι. Μεγάλωσα κάτι παραπάνω από ευκατάστατος δίπλα σε μαρμάρινο τζάκι, άργησα να πάρω είδηση πόσο κοστίζει ένας μισθός και πόσο μια χασούρα. Ως τα είκοσι μ'έλεγαν παιδάκι, έπειτα κάποιος μ'άρπαξε απ'τις βάτες και με κρέμασε με μανταλάκια από ένα απροσδιόριστο προσωπείο αντρός για μια δεκαετία, αλλά μέσα, μέσα γινόταν ο κακός χαμός. Τώρα σα να έκοψε ο αέρας που ίσιωνε τις μπούκλες των προβάτων, δε βλέπω ακόμα τίποτα, είναι η αργή ώρα που κατακάθεται το ντουμάνι. Κοίτα εμπρός σου, τι κοιτάς όλο κάτω εβραιόπαιδο κέρματα ψάχνεις; αυτή ήταν η γιαγιά όταν πηγαίναμε στο φούρνο τα πρωινά. Δε διορθώθηκα, ακόμα περπατώ με το κεφάλι κάτω, κυρίως γλιτώνω τα σκατά, δυο τρεις φορές το μήνα τιμώ τον τίτλο μου και βρίσκω κι από κάνα δεκαράκι. Οι άνθρωποι περνώντας από κοντά σου σε παλιώνουν, ο χρόνος δε μετράει άλλο παρά αυτούς. Σήμερα στο Μάρμπαικ ποδαράτος απ'το δάσος φτάνω στην ακτή, βλέπω τον ήλιο επιτέλους κατάφατσα, με λούζει και με κάνει μαγικό με πορτοκαλί φωτοστέφανο, μια ώρα δρόμος με το κεφάλι κάτω, και ξαφνικά είμαι ψηλός, η γη απομακρύνεται, τα μαλακά βρύα μικραίνουν και μικραίνουν, και τότε μια έμπνευση, κοιτώ εμπρός, κοιτώ απάνω, κοιτώ γύρω μου, μμ, γιατί όχι τόσα χρόνια; Τι στην ευχή περίμενα; Η άμπωτη, η βόρεια θάλασσα, οι λασπουριές του Βάττεν, η πεσιά η πεσουλίτσα, τα πευκώδη, η ξαστεριά, τα βρύα, κι ανάμεσα σ'όλα αυτά εγώ και όλοι αυτοί κι όλα αυτά που πέρασαν και με παρέσυραν στο τώρα, στο εδώ. 

Ι.

ΙΙ.

ΙΙΙ.



Άσπρο πάτο

Πορτοκάλια απ'τη Γιάφα όχι πια
ώμοι αδημονώντες ώμοι δυναμωμένοι
κι ο τένων του δικεφάλου θαμμένος λες στα μούσκλια
δάσος της μαύρης πεύκης στο λαιμό

βουτιά στο στέρνο ανάσα μάγουλα και γωνιές
γωνιές γωνιές του σαγονιού
αφρός θαλασσαφρός ιδρώτας πλύμμα
αμήν κι ανάθεμά με πού

αμήν κι ανάθεμά με που κρύβεσαι μες στη δική μου τύφλα
ζουμί χρυσό μέλι φιλί και περιποτάμια απελπισία
απ'τα οροπέδια του Γκολάν στους βάλτους του νότιου Σλέσβιχ
από τα θεοσκότεινα βάθη στις βάσεις των πνευμόνων

στο ξημέρωμα της μυδρίασης του φόβου της νόστιμης αγωνίας
δέκα μαλακές μιλιές σαν φρέσκια ψωμόψιχα στα δάχτυλα παιδιού
τραβάμε το κουπί εναλλάξ εγώ κι εσύ
και η βάρκα πλέει στο αίμα





In bocca al lupo

Κρέμομαι με τ'ακρόνυχα απ'το γκρεμό του λαρυγγιού
ένα γκουλπ και θα'μαι κι εγώ στην αδιάφορη μέση ηλικία
το σμαράγδι του δαχτυλιδιού στο μικρό δάχτυλο παραμονεύει κάτω απ'το γάντι
παραβιάζω τους κανόνες του εργασιακού χώρου ένας αληθινός επαναστάτης
η σύριγγα γεμίζει αιμοβαφές λεπτόρρευστο πλύμμα μιας ποδοκνημικής

ο μύλος κάνει όλες τις μέρες σκόνη πέτρα με πέτρα οστό με οστό
και στο κέντρο γλιστερό εκχύλισμα αίμα και πεθαίνεις στην παραγωγή
κι έπειτα κάποιος άλλος βαρυποινίτης θα σε φορτώσει στο σακί
για να θρέψεις έναν λαό σκουλήκια - μια δίαιτα ακριβή
στον πυροσίδηρο της δύσης δυο ελάφια πυροβολημένα στο λαιμό σέρνουν τ'αλέτρι
και λιώνουν προς το τίποτα τα καταπίνει η ρευστή φωτιά

κάτω μένει μόνο χώμα

-

Στο σκιάδιο του αμαξιού κρύβεται ακόμα η καρτ-ποστάλ απ'το Μονπελιέ
the formative years η νεαρή καμηλοπάρδαλη τα χλωροκλάδια για πόδια 
ν'ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες των δοντιών ένα τρομερά χρωματιστό σκοτάδι
κοπάδια άντρες με τα μικρά σκούρα μάτια των ζεστών κλιμάτων
δουλεύουν τ'άγονα χωράφια στη σαβάννα

τα νερά υποχωρούν και υψώνεται το χώμα. Η λίμνη που άλλοτε ήταν έγινε λασποβροχή ένα καλοκαίρι.
Προσεύχομαι το καστανό του παλιού Ισραήλ που μου'χει μείνει
να με βοηθήσει να τα βγάλω πέρα, αλλά προσεύχομαι σαν ετοιμοθάνατος
βλέπω τον κρεμασμένο μπλαβή και ολόπρηστο να λικνιέται απ'την οξιά στο φύσημα του αέρα
βλέπω το κουφάρι που μ'έφερε στον κόσμο μασημένο απ'τα μυστήρια του βυθού
με κόβει ένας κοντός ιδρώτας και μετά κάνω να δω τι χεριά κρατάω τόσην ώρα

καλά χαρτιά δυο χούφτες χώμα

Gott ist Liebe


Δευτέρα βράδυ στην ουρά του κάψωνα εσωτερική εφημερία στην Εξοχή, γρύλλοι χορωδιακοί και τέτοια ησυχία που άκουγες τις πευκοβελόνες να πέφτουν μια εδώ και μια εκεί, πήγα απ'την παραπηγμένη πύλη με τη λουκεταριά για να μη μας δει ο θυρωρός. Μας παρέλαβε με ξένα πράσινα με όνομα αλλουνού στο γείσο της βυζοτσέπης με τα μαλλιά ξανά στις περασμένες δόξες. Πιάσαμε την ψιλή κουβέντα στο ελεεινό γραφείο. Το μαστίγιο του ΕΣΥ η θεότητα του τόπου, οι καμτσικιές παντού, στους χαρτονένιους φακέλους, στα σαμπώ των νοσοκόμων, στο παλιομοδίτικο τηλέφωνο με καντράν, στο πράσινο μωσαϊκό με τους σεληνιακούς κρατήρες, αυτή η ιδιωτική μας οικειότητα, η πριβέ μας παρακμή στο ναΐσκο της κλινικής. Έχει μετανιώσει. Το γήρας σα να επισημοποιείται μόλις περάσεις το διακριτικό σύνορο του ενός ανήκεστου σφάλματος. Μοιάζει ολοένα στον πατέρα της. Και ο πατέρας της τώρα βετεράνος της ορθοπεδικής κάθεται παρέα με την κοιλιά και το κρασί του  στο λιτό ντιβάνι της φωτογραφίας, μια φανταστική σύνοψη της βορειοελλαδίτικης επαρχίας που κλείνει με το μάλλινο σκούρο κεραμιδί ριχτάρι. Η γοητεία είναι κληρονομική και, αν είσαι τυχερός, διαχρονική. Από τις αρχές του '90 έχω στη Σαλονίκη μια φωτογραφία με μένα νήπιο βολεμένο στο στιβαρό μπράτσο του πατέρα της, που χαμογελάει λοξά κάτω από ένα λεπτοφροντισμένο μουστάκι, με την ίδια πονηριά στο βλέμμα. Της γνωρίζω τη γυναίκα, από εδώ η γυναίκα, τι δουλειά κάνεις, τράσμαν λέει, γυρνάει και με κοιτάει, σκουπιδιάρης δηλαδή, σωστά; Σωστά. Κάθεται πίσω στη σάπια καρέκλα που της φυτρώνουνε τα σφουγγαρογεμίδια στην κωλήθρα, το πρόσωπό της γίνεται αφηρημένο, κλασσική στιγμή αμπελοφιλοσοφίας, και με το τσιγάρο στο στόμα λέει, καθαρή, ειλικρινής δουλειά, όχι σαν τη δική μας λέρα. Το ΕΣΥ έχωσε στομίδα στο ατίθασο παιδί της Χαλκιδικής, και τώρα το αόρατο χέρι τραβάει τα λουριά, ανάθεμα πόση πίκρα φέρνει ο καιρός. 
-Σ'ακούω, πες μου.
-Δεν ανήκες ποτέ εδώ, χαίρομαι για σένα τώρα. Όχι, αλήθεια. Ντάζεντ χι λουκ ντένις; Χι λουκς βέρυ ντένις., γυρνάει στη γυναίκα.
-No, not really. He doesn't look Greek though either.
-Ω γιες, εγκζότικ μπιούτυ, ε;
Ρουφάει μαύρο καφέ από τη βρώμικη κούπα, γκλουπ γκλουπ η γουλιά κατεβαίνει ζεστή μέσα στη ζέστη, έτσι έκανε πάντα.

Οι αρχαίοι σατανάδες όλοι δίνουν αναφορά σε έναν στρατηγό, και κόβουμε δρόμο μήπως και δε μας πάρει είδηση εκείνο το αχ-και-δάγκωμα-του-δείκτη αλλά θες δε θες η σκέψη θα σε βρει γυμνό και θα σου τσιμπήσει τα καπουλάκια. Κανένας τόπος δε σε χωράει παρά αυτός, ούτε στην κωλο-Βέροια δεν άντεξες έξη μήνες, και εκεί στην Εξοχή σα σκυλί με κοντό σκοινί δε βλέπεις την ώρα να γυρίσεις στο Σταυρό, κι εγώ δε βλέπω την ώρα να σε φαντάζομαι εκεί να καλαμπουρίζεις στην προβλήτα με τους Ρώσους απ'το εμπορικό που ξεφορτώνει τζάμια, να ξέρω πως βρήκες τη θεραπεία της μοναξιάς
Ναυσικά, αλάτι της πληγής μου,
Ναυσικά, αλάτι της ζωής μου.

Συναδερφικότητα

Έναστρη γλυκιά νύχτα αρχές καλοκαιριού. Έξω από το πλουσιόμερος αμαξοσυρροή. Έδωσα τα κλειδιά σε έναν κυστικά ακμαίο παρκαδόρο με κάθε επιφύλαξη. Στο φουαγιέ ίσα που χωρούσε να σταθείς. Όλοι οι ρευματολόγοι της χώρας καλεσμένοι, σπουδαίο γεγονός. Από τα όψιμα είκοσι ως τα χρόνια της βετερανίας, καλοπλυμένοι, καλοντυμένοι και ευδιάθετοι. Φορούσα κάλτσες πάκμαν και ξεκούμπωτη ζακέτα και ήμουν πιθανώς ο πρωταθλητής του κάζουαλ εκεί μέσα. Είχα όμως περάσει κεδρόλαδο τις τρίχες και είχα πλύνει τα γυαλιά, είχε γίνει μια προσπάθεια. Σερβιτόροι τριγυρνούσαν με ψηλόκωλα σαμπανοπότηρα. Η τιμώμενη τροφαντή θεία έκανε εντυπωσιακή εμφάνιση από τις κύριες σκάλες με ολόκληρο επιτελείο σφουγγοκωλάριων, της δίνανε ανθοδέσμες, τις πέρναγε υπηρεσιακά στα χέρια του επιτελείου, έκλεινε τόσα χρόνια πρόεδρος της ένωσης, είχε συνεισφέρει πολλά, τώρα θα αποσυρόταν αλλά όλοι ήταν ευγνώμονες και θα τους έλειπε και τα λοιπά. Ήξερα πολλές φάτσες, αλλά κατά το σύνηθες δε θυμόμουν ονόματα και ιστορίες, και αγαρμπωνόμουν κάθε φορά που έπρεπε να απαντήσω στη φιλοσοφικά φορτισμένη ερώτηση τι κάνεις. Αιωρούμουν με μια συνεχή μικρή γουλιά σαμπάνιας στο στόμα. Είχανε προσλάβει λευκοντυμένη τζαζ μπάντα στη μια άκρη, κάποτε παίξανε και ένα παρένθετο βαλσάκι για να χορέψει η θεία με τους υποστηρικτές. Μας σέρβιραν ωμό γουρούνι και περίεργα λαχανικά, κάποιος χτύπησε το κρασοπότηρο με το κουτάλι και έβγαλε λόγο. Κάπου εκεί, μετά το ελαφρύ γκουρμεδοδείπνο, αρχίζει το μπέρδεμα. Είχα πιει τρεις σαμπάνιες και μισό ποτήρι κρασί όταν μαζέψανε τα πιατικά και εμφανίστηκαν οι μπάρμεν. Πήρα μια μπύρα την οποία κατέβασα πολύ διψασμένος και μέσα σε ένα τέταρτο κάτι με χτύπησε κατακούτελα. Αποφάσισα να μου δώσω μια ευκαιρία στην τουαλέτα, δε μπορούσα να ξεκουμπώσω το παντελόνι, μετά χρειάστηκα μια αιωνιότητα για να ξεκλειδώσω την πόρτα από το μοντέρνο σύρτη. Έψαξα μέσα στον κόσμο το διευθυντή. Ενοχλήθηκε, τι στην ευχή; Αύριο το πρωί έχετε την ανακοίνωση. Πάνε σπίτι να το κοιμηθείς. -Πού να οδηγήσει έτσι; Ο συνάδερφος Α. προσφέρθηκε ιπποτικά να με πάει σπίτι με το Νισσάν. Πάντον και ξαναέλα. 

Ο συνάδερφος Α. είναι για μένα μια ιδιαίτερη ιστορία. Πριν τον γνωρίσω έμαθα πως χώρισε τη γυναίκα του, με την οποία οι γονείς του τον πάντρεψαν συστημένο στα δεκατέσσερα για να έρθει απ'την Καμπούλ στο Ώρχους. Έχουν κι ένα παιδί στην αρχή της εφηβείας. Περνούσε ζόρι και επιδώθηκε σε ανεύθυνες επενδύσεις, ακριβό σπίτι με αυλή, τρία αυτοκίνητα, έξη βδομάδες το χρόνο στον Καναδά και την Ελβετία για σκι. Όταν δεν ήταν εκτός, δούλευε βάρδιες σε τρία διαφορετικά νοσοκομεία. Τον γνώρισα τελικά ένα Πάσχα, πριν επιστρέψει στην κλινική, σε ένα μπάρμπεκιου του διευθυντή. Εγώ ήμουν χτεσινός από εφημερία, αυτός φρεσκαδούρα διακοπίσια, του έκανα κάποια εντύπωση αλλά δεν είπε πολλά, κι εγώ ζήτημα να είπα δέκα λέξεις όλο το απόγευμα. Η επόμενη φορά που τον είδα ήταν στην κλινική, να λέει μαλακίες για το Ντόναλντ Τραμπ με το διευθυντή, και επιδεικτικά εγκατέλειψα το γραφείο γιατί μου καίγανε το χρόνο. Ο διευθυντής ένιωσε τότε την ανάγκη να με πιάσει πριβέ να με ρωτήσει αν είχα προσβληθεί, και εξήγησε πως ο Α. είναι καλαμπουρτζής. Δεν είχα προσβληθεί, αλλά την επόμενη ο Α. με πέτυχε στο διάδρομο και απολογήθηκε που καταχράστηκε την ενημέρωση για τις μαλακίες του. Έκτοτε συνεργαζόμαστε πολύ ομαλά, είναι καλός γιατρός και χρήσιμος συνάδερφος, και οι μαλακίες την ώρα της ενημέρωσης έχουν περιοριστεί όταν ο πάρτυ πούπερ είναι παρών.  Ο Α. είναι άθεος, τρώει γουρούνι αντιδραστικά και έχει μεσόκοπου τύπου καραφλίαση την οποία ξυρίζει ευλαβικά, αλλά όταν είναι ζορισμένος, μπορείς να δεις τα γκριζομελαχροινά μαλλιά της περιφέρειας να κάνουν πιεστικά την εμφάνισή τους. Έχει σχήμα Σπάηκ, εικάζω λόγω μονοπαντίασης στο γυμναστήριο, μιλάει αργά με απροσδιόριστο αξάν, φοράει διαννοουμενίστικα γυαλιά και έχει ένα χαρακτηριστικό βήμα, σα να ακροπατάει φοβισμένα αλλά να μη θέλει να το παραδεχτεί. 

Με πήρε προστατευτικά και με φόρτωσε στο Νισσάν, έβαλε ήπιο ράδιο και με ρώτησε αν μ'ενοχλούσε στο κεφάλι, οδήγησε τα ογδόντα χιλιόμετρα για το διαμέρισμά μου σταθερά είκοσι πάνω από το όριο. Θυμάμαι πολύ καθαρά την έναστρη νύχτα της διαδρομής, τη θαύμαζα μισοξαπλωμένος από τη θέση του συνοδηγού, τόσα πολλά αστέρια, αφέγγαρη νύχτα, γλυκιά νύχτα με μυρωδιά φρέσκιας χλόης. Όταν φτάσαμε, με ανέβασε τους δυο ορόφους, περάσαμε τα γείτονα διαμερίσματα, πού μένεις; Εδώ δε μένεις; Είναι κανείς στο σπίτι; Η γυναίκα σου είναι στο σπίτι; Δε μπορούσα να απαντήσω. Πήγαμε πόρτα πόρτα, μ'εμένα κρεμασμένο απ'τις μασχάλες και τον Α. να κοιτάει τα ονόματα στις πόρτες πάνω από το κεφάλι μου. Τελικά το βρήκε, 2ΤΒ. Έψαξε αργά αργά στις τσέπες μου, έβγαλε τα κλειδιά, η αντίληψή μου είχε στενέψει τρομερά, χέρι, τσέπη, δάχτυλα, κλειδιά, κλειδιά, κλειδαριά, χέρι, στέρνο, χέρι, τι γλυκιά ζέστη, μπήκαμε στο διαμέρισμα που φωτιζόταν από τις πορτοκαλιές οδολάμπες. Με το που έκλεισε η εξώπορτα ήταν σα να άλλαξαν οι νόμοι της φυσικής του κόσμου εκείνου, και βούλιαξα σε μια πολύ περίεργη ησυχία, στην οποία άκουγα μονωμένα και διαδοχικά την ανάσα του Α., τον ήχο του φάρυγγά του καθώς κατάπινε το σάλιο του, το δέρμα των χεριών του που μ'έπιανε πιο καλά από τις μασχάλες, τα γένια του που τρίβονταν στην κορυφή του κεφαλιού μου, και μετά δεν άκουγα τίποτα. Ένιωθα τη θέρμη του κορμιού του να πλησιάζει παράδοξα, ήμουν ντυμένος ακόμα γιατί έβλεπα τις άκρες της μπλε ζακέτας μου, τα γόνατά μου μέσα στο παντελόνι, τις κάλτσες πάκμαν, αλλά ο Α. ήταν εντελώς γυμνός. Γύρισα και τον φίλησα εδώ κι εκεί, δε θυμάμαι τη μυρωδιά του στόματός του, θυμάμαι μόνο τη στιβαρή κατασκευή του που με έκανε να φαίνομαι ακριβά εύθραυστος, με μεταχειριζόταν σα να ήμουν ακριβά εύθραυστος, και ήμουν, ήμουν ένα πολύ ραγισμένο διακοσμητικό πιάτο με πορτοκαλί ανθάκια. Με έπιανε πολύ τρυφερά, σα να με αγαπούσε, ήμουν αφημένος με όλη μου την εμπιστοσύνη, σα να τον αγαπούσα, έριξα κατά λάθος το βασιλικό από το περβάζι με το πόδι μου, είπε με τα χείλη θα το μαζέψω εγώ, χωρίς ήχο, πάνω στα δικά μου.

Το επόμενο πρωί το ξυπνητήρι που δεν είχα βάλει εγώ χτύπησε στις εφτά, ο Α. περίμενε ξυρισμένος και παρφουμαρισμένος με τη δικιά μου κολώνια στο σαλόνι πίνοντας καφέ που δεν ήξερα καν πως είχαμε στο διαμέρισμα. Πήγαμε με το Νισσάν πίσω στο πλουσιόμερος, δώσαμε την ανακοίνωση για τη ρευματική πολυμυαλγία και τη γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα και ο διευθυντής ήταν ικανοποιημένος. Ο Α. κι εγώ δε μιλάμε πολύ, αλλά κάθε φορά που συναντιόμαστε σε κάποιο διάλειμμα, με χαιρετάει πολύ ντροπαλά και πολύ τρυφερά με ένα χαμηλόφωνο, μαλακό hej που με καυλώνει τρομερά, μετά βγάζει το κινητό του, το χαζεύει για δυο τρία λεπτά, και μετά με τη συνηθισμένη αντρώδη φωνή του, σε αλλαγμένο τόνο, σίγουρο και αυτοπεποιθησάτο, μου παραπονιέται για ό,τι τον ενοχλεί, και τον ακούω, και το διάλειμμα σα να κρατάει μια στιγμή.

Κοντή ενδοσκόπηση


Ώρα χέσε μας το πρωί η αναστήλωση της πλάτης από το μικρούλη λήθαργο της νύχτας. Τρώω γουήταμπηξ με ξινόγαλο ρομποτικά, σαπουνίζω τα κρουστιασμένα βλέφαρά μου, βουρτσίζω την κώμη και περνάω πέντε λάστιχα για να μη φεύγει τρίχα. Ντυμένος εισέρχομαι στα φωσφορούχα ποδοβράκια, αμπαρώνω το μπουφάν και φορτώνω τις γαλότσες. Πιο έτοιμος από ποτέ κατηφορίζω τα διακόσια μέτρα απ'το σπίτι στην προβλήτα. Με παίρνει το S&S για Γκορμ. Στο καμπούνι διαβάζω το δελτίο καιρού. Τέσσερεις με δώδεκα, σποραδικές βροχές, εφτά οχτώ μποφώρ Δ-ΒΔ, στανταριές. Το ξέρω πως δε γράφω όπως παλιά. Η νιότη μου έδινε μια φανταστική πολυχρωμία στις σκέψεις. Τώρα γύρω στο ζενίθ μου οι μπογιές έχουν ξεπλυθεί. Δεν τα έχω δει όλα, η γραφική παράσταση αυτής της διαδικασίας είναι ασύμπτωτη, αλλά πλησιάζω και θα πλησιάζω και θα πλησιάζω χωρίς ποτέ να αγγίξω τα όλα αυτά, τελεολογικά και πάντα προλαβαίνει ο θάνατος. Ο περιέχτης μου λικνιέται δώθε κείθε μες στο πλεούμενο και τα γόνατά μου βρίσκουν στα γόνατα του Σόφους του αυτοματιστή που κάθεται αντίκρυ και παίζει ποδοσφαιράκι στο κινητό του. Πίσω μας χαράζει, εμπρός ομιχλοσκόταδο. Τρεις μέρες στη μεταλλοσημαδούρα με το βραδύ της βόμβο, με τον ύπουλο σφυγμό της, με το μόνιμο τικ τοκ τακ τικ τοκ τακ της πινγκπονγκιέρας και το σσσσσς των αυτόματων πωλητών Μαρς, Σνίκερς και πατατακίων. Υπηρετώ απρόθυμα τους πάντες απ'τα δεκαοχτώ τους και μετά, μετέφηβα πρεζούλια, δύστυχα λιγνά δράματα, καθωσπρέπει κύριους και κυρίες, γηραλέα κατάλοιπα, επισκόπηση, ακρόαση, επίκρουση, ψηλάφηση, διάγνωση και θεραπεία ή διάγνωση και αναγγελία, η δουλειά μου είναι να υπηρετώ όποιον κακοτύχησε τη μέρα της υπηρεσίας μου, αλλά η εξειδίκευσή μου είναι αυτή: ο άτυχος εργάτης. Πρόκειται περί πολιτικής δήλωσης, η διαιώνιση του είδους μου είναι μια ιδέα απορριπτέα - ο έντιμος θάνατος και η εν ζωή παρηγορία όμως είναι μια άλλη ιστορία, και η συμπόνια μου αφορά αποκλειστικά τα μπλε κολάρα και το χειρονάκτη, όπου και εκεί εξαντλείται. Μεγαλώνοντας μεγάλωσε και η αποστροφή μου για τη διανόηση, τους σοσιετέδες και τους μαξιλαρωμένους κώλους, ως εκπρόσωποι της κάστας του συμβιβασμένου γλείφτη του συστήματος μου είναι αηδείς. Ναι, διακρίνω βάσει επαγγέλματος, δυο άλλωστε κατάρες σε βρίσκουν κατάσβερκα, κάποιος που σε πετάει στη ζωή απ'το πουθενά και μετά κάποιος που σου ζητάει νοίκι ώσπου να γίνεις σκόνη. Οι τυχεροί που τους γέννησε μουνί λουσάτο είναι χωριστή κατηγορία και απογειώνονται αλλιώς, οι μακρογλώσσηδες σκαρφαλώνουν χρησιμοποιώντας το φτύμα τους για κόλλα, κάτω μένουν αυτοί που πάνε μήνα μήνα, και θέλω να σου πω, δε φταις εσύ που είσαι εδώ, δε φταίω εγώ που είμαι εδώ, αλλά ανάθεμά με φταίμε για όλα τα υπόλοιπα. Κάπου στο βάθος κρύβεται ένας σαδομαζοχισμός. Η ζωή που σώζω με όρεξη είναι μονάχα η ζωή της βιοπάλης, η ζωή στο ζόρι, και όταν αδειάζει η αίθουσα της ανάνηψης και μένω μόνος με τον κύριο της καθαριότητας και τα μηχανήματα ρεύομαι μια πίκρα, έζησε άλλη μια μέρα για να δουλέψει άλλη μια μέρα, γιατί; Και με πιάνω απ'το γιακά-αγιακά του Μάο και με ταρακουνάω: έζησε άλλη μια μέρα για να χαρεί άλλη μια μέρα, κάποια μέρα, ίσως, όπως εσύ όταν ξυπνάς δίπλα μου ένα Σάββατο πρωί με ένα χαμόγελο απ'το ένα στο άλλο αυτί. Ίσα που έφυγα και δε βλέπω την ώρα να γυρίσω. Τα γνωστά.

Dagmars mand

Πήγαμε στην εκκλησία την προτεσταντική όπως μας είχαν διατάξει, κανείς μας δεν ήξερε τι με περίμενε. Ήμουν ντυμένος κυριακάτικα, πουκάμισο ριγέ και μάλλινο πουλόβερ και καλό πανταλόνι, από κάτω κρυμμένες οι κάλτσες με τις μπυρίτσες, φαίνονταν μόνο όταν καθόμουν και κόνταινε το μπατζάκι. Η εκκλησία από τα χίλια εξακόσα τόσα, και μέσα έμοιαζε ολόκληρη σαν κιβωτός από υπερώριμο μελωμένο ξύλο, αλλά ήταν στ'αλήθεια μαυσωλείο. Τα ντουβάρια όλα είχαν ράφια ράφια και στις εσοχές κοιμόντουσαν αιωνίως χίλιοι πεθαμένοι. Ο παπάς, μια παραδοσιακή στιβαρή Σκανδιναβή ντυμένη με λευκά πλεχτά, μας υποδέχτηκε σε παλιομοδίτικα νοτιοδανέζικα - βορειογερμανικά. Με οδήγησε ενώπιον ενός ξύπνιου νεκρού που είχε τα μάτια ανοιχτά και παρακολουθούσε. Ήταν καλυμμένος ως τη μέση του στήθους με ένα βαθύ κόκκινο βελούδο. Όλα τα μαλακά μέρη του προσώπου ήταν φύλλα χρυσού, και τα μαλλιά ήταν συστάδες ιξού σε πλήρη  εντυπωσιακή ζουμερή καρποφορία. Τα μάτια ήταν μάτια νεκρού, το στόμα ήταν στόμα νεκρού, το σώμα, υποψιαζόμουν, ήταν σώμα νεκρού. Εξηγούσε ο παπάς, εκτελούσα εγώ. Κρύος πηλός απ'τον κουβά, βουλιαγμένα τα πόδια μου ως τους μηρούς, ένα απόγευμα άμφω φλαμίνγκο να στεγνώσει το μείγμα, κι έπειτα με το βαρύ εκείνο εξάρτημα, ξάπλωσα ανάσκελα πάνω στο νεκρό, με προσοχή να μη μετακινήσω το βελούδο, κι ο νεκρός δεν κουνήθηκε τρίχα, μα έβγαλε έναν αναστεναγμό που με πάγωσε ολόκληρον, και ένα, μόνο ένα καρδιοχτύπι, με πέταξε βίαια στο λιωμένο μάρμαρο, και το εκμαγείο έσπασε σε τέσσερα - πέντε μεγάλα αδρά κομμάτια, και τα πόδια μου από μέσα χωρίς δέρμα πια πότισαν τους πόρους και τα χαραγμένα ονόματα και ημερομηνίες από τις ταφόπλακες του πατώματος με αίμα εβραϊκό, με αίμα μακρυνό. Ο παπάς στάθηκε από πάνω μου, μια τεράστια Σκανδιναβή με το έμφυτο θάρρος της φυλής της να πέφτει σαν ηλιόπεπλο στο πρόσωπό μου που ακουμπούσε καταγής, και τότε ο νεκρός μίλησε από τη μόνιμή του κλίνη, και είπε, σε βαφτίζω τώρα, σε χρήζω τώρα, άντρα της Ντάγκμαρ. Σήκω! 
Και σηκώθηκα.
Η Ντάγκμαρ στεκόταν στο κέντρο του ιερού, το πρωινό χειμωνιάτικο φως αναδείκνυε κάθε κόκκο αρχαίας σκόνης στον αέρα, η ανάσα της καπνός μέσα στο κρύο του ναού, φόρεμα λευκό με κεντήματα αιματιά, η αυθόρμητη, φυσική θέρμη του κορμιού που φυτρώνει σε άδεντρα, επίπεδα, χαμηλά λιβάδια που τα ξυρίζει η παγωνιά, η φλόγα τυλιγμένη στον ατέλειωτο Δεκέμβρη, τα παγερά μάτια, τα χλωμόχρυσα μαλλιά, το λείο, ήπια στάχυνο δέρμα, το πιο απαλό δέρμα που φτιάχτηκε ποτέ. Άπλωσε το χέρι, με τράβηξε μαλακά, πλησίασα, το μουσούδι της μύριζε ζεστό βούτυρο, ολόκληρο το σώμα της κέρας της Αμάλθειας, μου'πε στ'αυτί κάτι που δεν αφορά κανέναν παρά εμάς, με την κομψή, σταθερή φωνή της, και δάκρυα σαν από λιωμένο χιόνι κύλησαν στα μάγουλά της, και από τα δάκρυα αυτά ήπια κι έπαψα να αιμορραγώ-

24-08-19

Τα γεγονότα του Χολομώντα

Μια καλύβα στην πλαγιά κρυμμένη ανάμεσα στα μαύρα πεύκα, το πατρικό μου σπίτι. Ύστερα από χρόνια αποχής απ'το βουνό, επέστρεψα στα τριαντακάτι. Οι γονείς μου ήταν το ζευγάρι που θα γίνονταν αν δεν αυτό και δεν εκείνο, και ήταν σκαλωμένοι στα σαράντα. Δεν το αμφισβήτησα, ήταν η φυσική τάξη του κόσμου, οι κανόνες με συμπαθούσαν πάντα. Ίσως ήταν βράδυ του Σαμπάτ, ίσως ήταν και χειμώνας, κρύο υγρό σε αιώρηση, γάλα σε ροδακινοζούμι. Καθόμασταν γύρω απ'το βαρύ τραπέζι καρυδιάς, πιατάκια με κάθε λογής νοστιμιές από όλες μας τις χώρες, και χτύπησε η πόρτα, και η μάνα μου άνοιξε για να μπει η γυναίκα που δε γνώρισα ποτέ. Ήμασταν κάποτε συμμαθητές, δεν τη θυμάσαι από παιδί; ρωτούσαν οι γονείς με δικιολογημένη απορία στα σιωπηλά χωρίς ν'ανοίγουν τα στόματά τους, κι εγώ κοιτούσα σαν ηλίθιος, μπερδεμένος ως το μεδούλι. Η γυναίκα αναθάρρησε μόλις με είδε δίπλα στο τραπέζι, τα σφιχτοδεμένα μαλλιά δεν άφηναν πολύ μπόσκο στα φρύδια, φάνηκε όμως που δεν ενέκρινε το θέαμα. Στρογγυλά αυτιά σαν πεταλίδες, μάγουλα με γλυκές καμπύλες, αποσπασματικές μαρτυρίες, οι αργές μου αισθήσεις μ'άφησαν πρώτα να χρονοτριβήσω με τα ψιλά, προτού να δω την έγκαστρη κοιλιά. Δεν υπήρχαν περιστροφές στον κόσμο μας, δεν υπάρχουν περιστροφές στον κόσμο μου, βραχνοκόκκορας απ'το λαιμό ξεραμένο απ'το μελτέμι δεν έχασα λεπτό: Ποιανού; Κι αυτή παίζοντας επιδέξια το σκάκι του μυαλού μου, απάντησε αμέσως. Του Μπέρτι. Έκλεισα τα μάτια μου, το αριστερό ημιθωράκιο με τις ζωγραφιές που είχε φιλοξενήσει το δεξί μου μάγουλο ξανά και ξανά, εκείνο το ζεστό ημιθωράκιο είχε αγγίξει τις ροζέτες της των άλλων εποχών, τώρα οι κόσμοι μου κατέρρεαν ο ένας μέσα στον άλλο. Ο πατέρας μου είχε τη φαεινή ιδέα να οδηγήσουμε στο χάνι, ψηφίδα άλλης περιοχής, στην προκειμένη σκαρφαλωμένο στο βουνό αντί για το λάκκωμα της άλοφης πατρίδας. Τους φόρτωσα όλους στο 19 και τότε η γυναίκα που δε γνώρισα ποτέ ανακοίνωσε πως γεννάει. Κουβάλησε τον εαυτό της στο άδειο πορτ μπαγκάζ, ξάπλωσε πάνω στο κιλίμι που έχω για τους υπνάκους στις ερημιές, τα φιλντισένια πόδια της κρεμασμένα έξω από το αμάξι, το μακρύ μάλλινο φουστάνι ανεβασμένο ίσα ίσα. Ο πατέρας στάθηκε δίπλα, άναψε τσιγάρο και είπε έλα λοιπόν, γιατρός δεν είσαι; Στερέωσα τις πατούσες μου στη γη, μισόσκυψα και περίμενα τη γυναίκα να κάνει ό,τι ήτανε να κάνει. Ο πόνος της ακουγόταν σα μακρυνό τριζόνι, οξύς τοκετός, γλίστρησε στα έτοιμα χέρια μου ένα μωρό διαφανές, ένα μεδουσομωρό. Δια της ζελεδένιας σάρκας το μόνο περιεχόμενο εκείνου του κορμιού που διακρινόταν ήταν ένα ζευγάρι πλακέ ατροφικά πνευμόνια. Το γύρισα ανάποδα και το ταρακούνησα κρατώντας το απ'το ένα πόδι. Θεός του κεφαλιού μου του έδωσα πνοή στόμα με τσουχτροστόμα και του μασάζωσα το στήθος, δεν έμοιαζε ν'αλλάζει, ήμουν έτοιμος να το βαφτίσω νεκρογέννητο, για μια στιγμή, το'βαλα πάνω στην κοιλιά της, κάτω από τη σκέπη του φουστανιού, και τότε πήρε χρώμα, τότε πήρε δέρμα, αίμα, οστά, τότε ανάσανε και τότε ήρθε στη ζωή. Αυτή το άρπαξε αμέσως και το πέταξε πάνω μου, κι έτρεξε ξεβράκωτη μέσα στο δασένιο πούσι. Η μάνα μου, δυνατή όπως τη θυμάμαι, την πήρε στο κατόπι, την κεφαλοκλείδωσε και ριχτήκανε στο κρεβάτι από κοκκινόχωμα και πευκοβελόνες, ο πατέρας μου, αδύνατος ακόμα, βοήθησε στο κουβάλημα και τήνε φέραν πίσω, την κάτσανε στο πίσω κάθισμα, σφάδαζε, οδυρόταν. Η μάνα κάλεσε τους ασθενοφορτζήδες απ'το μαρμάρινο τηλέφωνο στο σπίτι, που ήρθαν σε ένα δεκάλεπτο και πήραν το μωρό, και μου είπε, οδήγα στο νοσοκομείο. Καβάλησα το αμάξι, συνοδηγός ο πατέρας μου, και πίσω η μάνα μπράτσωνε τη γυναίκα να μη συστρέφεται πολύ. Πάρε τηλέφωνο το Μπέρτι. Πήρα τηλέφωνο το Μπέρτι. Κι εκεί ήρθε επιτέλους η στιγμή η ίδια διψασμένη γουλιά φρέσκο νερό, η βαθειά φωνή του το ανθρώπινό του πάθος
-Τι θες;
-Γέννησε η γυναίκα σου.
-Α, ναι;
-Θέλεις να της μιλήσεις;
-Όχι.
Το είδωλο της μάνας μου στον κεντρικό καθρέφτη έγειρε στο αυτί της τρελαμένης γυναίκας και της ψιθύρισε κάτι θεραπευτικό, και την έστειλε κάπου κάτω από τους κώνους της πυκνής ελάτης πιο ψηλά στο βουνό, την σκέπασε μ'ένα σαγρέ πλεχτό σκοτάδι, την έβαλε για ύπνο, και τότε οι τρεις τους χάθηκαν. Οδηγούσα κατηφόρα φουρκετίδι ομίχλη μες στο δάσος κατάβαση προς Αδάμ τιμονιά με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσα το τηλέφωνο στο αυτί χωρίς κανείς μας να μιλάει.

Δουλειά και εκπομπή

Το σκάψιμο μέρα νύχτα το σκάψιμο του λάκκου
κάποιος σκαρφίστηκε την αιώνια τιμωρία μετά την ισόβια δοκιμή
κι οι απελπισμένοι τρώνε τη μούφα γενιές τώρα

σκολιωτική πλάτη ψηλοκάβαλος κώλος λεπτός
κακοποιημένος λαιμός τρίγωνα αυτιά χορολαβές
χορεύεις; -Χορεύω
στην κρεμάλα μόλις το βάλει στα πόδια το σκαμνί

η πιο ένδοξη ώρα σου ίσως είναι αυτή
τα μετέπειτα λεκές στο χαλί σακί με φερμουάρ
κουβάς στην υπόγα έξη ώρες με το φυσερό και μετά
ψυγείο και μετά εις χουν κι οι σκηνές παίζουν σ'επανάληψη

σε όλες όλες όλες όλες όλες τις τηλεοράσεις
το σκάψιμο μέρα νύχτα το σκάψιμο του λάκκου
το S1-S2 και οι δώδεκα αναπνοές σου το λεπτό 
η καημένη σου καρδιά τα καημένα σου πνευμόνια

και αυτά τα καημένα σου μαλλιά κι ο καημένος σου γιακάς
μη χολοσκάς. Το πένθος σπάνια επιμένει, κι αν αυτό συμβεί
το πολύ πολύ να κρατήσει λίγο, ας πούμε μια ζωή.

Κρύβε λόγια

Πας για ύπνο κάθε βράδυ με γεμάτη την κοιλίτσα. Όταν το αχτένιστο κεφάλι σου πέφτει μαλακά στο μαξιλάρι μ'ένα φουπ το μέτωπο της κούρασης κουτουλάει το μέτωπό σου. Άλλα χέρια άλλα όπλα, καμιά συγχώρεση για τους αμάχους, χωρίς τις μουνιές αυτές καύσιμο γιοκ. Σε λίγο θ'αρχίσει ένα γατίσιο χρίπισμα στο μπάντζο και θα ξημερώσει μια Δευτέρα. Ο άγιος Βικέντιος χαράζει ένα επαμφοτερίζον χαμόγελο, ξημέρωμα και σούρουπο μαζί, μισό υπομονή, μισό διαπλοκή. Η σκόνη η αιωρούμενη στην εκκλησία οστέινο τρίμμα. Το ένα πόδι στην αφηρημένη παπαρολογία και ένα στα μαθηματικά.

Όλη νύχτα τσουλήθρα απ'τον έναν στον άλλο εφιάλτη. Σε είδα στο φυσικό σου περιβάλλον, στα αμπέλια της βόρειας Χαλκιδικής, με τη σκληρή σου μούρη, τσιγαράκι, άσπρη αμάνικη Μινέρβα, ψάθινο καπέλο, γύρω σου σωροί από φίδια, όλα γραμμένα στ'αρχίδια σου, χάρηκα. Μόλις πλησίασα και είδα πιο καλά, φανερώθηκε στο γλυκό φως, τα μάτια σου ήταν ξηλωμένα, το αίμα είχε πήξει, σ'έτρωγαν οι μύγες και τα παιδιά τους μέσα στις ματότρυπες, τ'αμπέλια είχαν τυλιχτεί και σου'χαν μπηχτεί στα πόδια. Το στόμα ήταν χαμογελαστό και κοχλάζοντας μου είπε να κρύβω λόγια.

Εδώ στη γουρνοχώρα όταν οι μαθητές τελειώνουν το σχολείο καβαλάνε ένα τρύπιο φορτηγό, κρεμάνε ένα πανό με κάποια ηλίθια εξυπνάδα, γίνονται γκωλ και περιφέρονται στην περιοχή κορνάροντας, χορεύοντας, τραγουδώντας και φωνάζοντας ενώ παίζει αισιόδοξο ντουμπουντάμπα. Τα θυμάμαι αυτά από παιδί, τα κάνουνε και στο νησί. Εχτές περίμενα μες στ'αμάξι ένα τέταρτο να μπω σε μια κυκλική πορεία χαζεύοντας αποφοίτους να τρέχουνε γύρω γύρω κρατώντας το καπεταναίικο καθίκι πάνω απ'τα ψωλαρχίδια τους που φλαπώνονταν πέρα δώθε έτσι κι αλλιώς, τριχωτοί κώλοι σε διάφορα προπονητικά στάδια, και οι μαλτέζες γκόμενες με αναψοκοκκινισμένα αλογομάγουλα χαχάνιζαν απ'το φορτηγό που ήταν παρκαρισμένο παραδίπλα, και οργιζόμουν ολοένα.

Βράζω και στο κατσαρολί αχνίζει ο θυμωμένος μου χυλός. Στον πάτο έχουν κολλήσει τα αναιμικά πετσιά μου. Δουλεύω 82 ώρες τη βδομάδα ο δόκτωρ καραγκιόζης, κυρίως απογεύματα και νύχτες,  πληρώνομαι μισά, και έχω κρεμάσει μπαμπακοσακιά απ'τα κάτω βλέφαρα, και δεν έχει ούτε πίσω ούτε μπρος, μόνο επί τόπου το τσαπί και τον ολόδικό μου λάκκο. Το μουνί απ'τις Φερόες με ξύπνησε να κατέβω να κάνω τη δουλειά της γιατί δεν είχε κοιμηθεί πολύ, και αντί να χέσω στην παλάμη μου και να της κολλήσω τα σκατά στη μούρη, έκλεισα το τηλέφωνο και κατέβηκα να δω τον εγκεφαλικάριο μαλάκα φουκαρά, γιατί στατιστικά ίδια μαλακισμένη στόφα θα ήταν κι αυτός, αλλά αν δεν ήταν, να τον άφηνα να ξεροσταλιάσει;

Ένα μεσημέρι δως μου να σε πάρει η ευχή, ξάπλα δίπλα δίπλα στο Στρατόνι. Έχω πεθάνει προ πολλού, πέθανες κι εσύ, και τώρα να, τώρα σαπίζουν τα κρέατά μας, ησυχία δε βρίσκεις αν δε φας πρώτα την ξεφτίλα. Κόλαση επί γης και επί γης ειρήνη και όλα τα καλά, η θεία τιμωρία δεν έρχεται μετά, η τιμωρία είναι να σου λείπουν τα παλιά, η τιμωρία είναι τώρα, πάντα, ώσπου να σβήσεις απ'αυτήν.

Το νήμα

1956 σωτήριον έτος μεσοχείμωνο στον Αρίλλα Κέρκυρας γεννιέται η μάνα μου από μάνα Ισπανοεβραία και πατέρα αιμομιγμένο Παρακερκυραίο. Σπουδάζει μηχανικός στον Ασπρόπυργο. Το '80, αφού έχει μαζέψει άγνωστο αριθμό εραστών, γνωρίζει τον στοϊκό πατέρα μου σ'ένα σάπιο στέκι στην Άλτονα. Είναι η πρώτη και τελευταία της αγάπη. Παντρεύονται εβραϊκό γάμο στο Αμβούργο με δυο καλεσμένους. Δουλεύει 9 μήνες το χρόνο κάθε χρόνο και καπνίζει μαλμπουριά αρειμανίως. Το '87 ανάμεσα σε δυο συμβόλαια με πετάει στο νησί και φεύγει. Ο πατέρας μου κι εγώ μεγαλωνόμαστε μεταξύ μας εν τη απουσία της προσμένοντας τα τρίμηνα και ζούμε μια μικροεπαρχιώτικη ζωή που μυρίζει προτεσταντίλα. Το Μάρτη του '96 μια Τετάρτη απόγευμα πηδάει απ'το κατάστρωμα του αλιευτικού στ'ανοιχτά του Σταβάνγκερ και δεν την ξαναβλέπουμε. Αφήνει σημείωμα στον πατέρα μου πως τον αγαπάει.


Στιγματικός

Θέλω μια φορά να μου φερθεί κάποιος όπως μου αξίζει. Και όπως ξέρεις, δεν είναι επειδή με πουλώ κοψοχρονιά. Έχουν περάσει από τα χέρια μου πολλοί, στρατιές. Αυτό το πέρασμα με ζει. Κανείς όμως δε μου φέρθηκε όπως μου αξίζει. Εγώ φέρθηκα σε αρκετούς καλύτερα απ'όσο τους άξιζε -τόσο πολύ καλύτερα, που ορισμένοι με κοιτούσαν με απορία, κοιτούσαν και τον εαυτό τους στον καθρέφτη και προσπαθούσαν να χωνέψουν αυτό που συνέβαινε, κι εγώ τους τιμούσα σα να είχαν μια ζωή πράξει αγαθοεργήματα, σα μια ζωή να είχαν σκεφτεί μόνον ευγενικές σκέψεις. Έτσι σταμάτησα να πιστεύω στη δικαίωση και την τιμωρία. Αυτά είναι για τους θεούσους. Δεν περιμένω αντάλλαγμα. Φέρομαι έτσι επειδή δε μπορώ να προδώσω την ιδεολογία μου. Δεν έχω πίστη κι όμως ευλαβικά περιμένω να εκτιμηθεί το νόστιμο αίμα μου, κι ας είναι ποταπό. Επιθυμώ μια αιφνίδια, τυχαία παρηγορία στη μοναξιά μου. Θέλω, όπως παραστέκεται κανείς σιωπηλά στον ετοιμοθάνατο, να παρασταθεί και στο ζωντανό.
Αυτό όμως δε θα συμβεί ποτέ, γιατί λείπει το καλό από τον κόσμο.

fēlix, felicis

Κυριακή απόγεμα στο Γιένερουπ στη σκάλα 
παλίρροια ως τα μπούνια 
μια απαλή πνοή απ'το δέλτα και 
ηλιόλουσμα σαν ροδακινοζούμι. 

Ένας κούκος κρυμμένος στις καλαμιές
πλάτη στέρνο ζέστα ζωής
μάγουλα χείλη βλέφαρα μαλλιά μαλλιά
σταθήκαμε άκρη άκρη

και τσέπωσα την παρηγοριά
που θα με ξεπροβοδίσει όταν η ώρα έρθει.



Ο θάνατος είναι δωρεάν

Τη συνάντησα σ'ένα χωράφι έξω απ'το Τόντερ ίδια κι απαράλλαχτη φαρμακερή κυρία
άφησα τ'αμάξι και μπήκα στο δικό της τα παράθυρα ήταν όλα κλειστά θα βλέπαμε
το ηλιοβασίλεμα πίσω απ'τα ψηλά χόρτα και τις καλαμποκιές άπνοια κι υγρασία
μέσα χτίστηκε γρήγορα ομίχλη από Σιλκάτ κι όταν έσβησαν τα ρεμπέτικα κατάλαβα
πως τα πράγματα ήταν σοβαρά

έκλεισα τα μάτια ακούμπησα πίσω απλώθηκα ώσπου τα γόνατά μου βρήκαν στο ταμπλώ
μέσα στο αίμα της βρήκα την αληθινή πατρίδα μέσα στο αίμα της βούλιαξε ολόκληρο νησί
μεγάλο ρημαδιό, η μάνα μου πεθαίνοντας άφησε όλα της τα μισθά της ναυτοσύνης κι εγώ
μέσα σε λίγα χρόνια ψυχασθένειας τα έπαιξα λίγα λίγα στα χαρτιά ώσπου έφτασε η ιστορία
στο αμήν

τώρα από μήνα σε μήνα, νοίκι σε νοίκι, θυμό σε θυμό, δε μετανιώνω
μαζί σε όλα τα σκοτάδια
ο θάνατος είναι δωρεάν
.

Never read, never written

1. Wheel of fortune

The hourglass blood-letter
ruby dust stained linen
soft lively leather of Mediterranean mist
hammered thin as a bat's wing

a head full of pine honey hair
sea in the flesh
weeping sores, innocent folds
lips suture them shut

relentless keeper
of time waning quietly like
a flowing moon on a snow melt stream

so she turns, the wheel of fortune
and there goes the blood
drip, drop
drip, drop.

1. Temperance

Steady stead words mouthed as
surely woven arpeggios
ionic order planted in northern marsh

magnificent lanky neck
so frail in frail hands yet
never giving on the watch
butter made of gold to love and to not

as the boreal knight awakens
the shine of his tears
dawns a distant day in midwinter
estuary eyes

where all the waters even
mortal beauty, timeless poise
now the blood (in these thirsty veins of cold)
now the fiery temperance.

2.

Two
wings spread, the mythical creature of
everything in nothing
only love and death change all things.

ΜΕΤΑΞΑ 5

Άδειο σούρσιμο στους διαδρόμους
το σούρουπο μ'όλη του τη γλύκα
η ανάμνηση της σκούρης θάλασσας
ο ξινός αέρας του βουνού

το πρωινό κερκυραϊκό στάλαγμα
τα κυπαρίσσια
το ΚΤΕΛ
δέκα μποφώρ στα στενά της Ηγουμενίτσας

οι αργές αργές Δευτέρες
λούφα στο νοσοκομείο
η φούστα η χαλκιδικιώτικη και το μικρούλι χιόνι
χωρίς πολλά πολλά

άδειο σούρσιμο χωρίς την αυταπάτη
το απόσταγμα του ανθρώπου