© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη

11 Μαΐου

Κάθεται με το γυμνό κωλί της στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Απ'το παράθυρο έρχεται και βρίσκει τον ώμο και την κλείδα της το φως της μέρας του βραδιού. Τα φρύδια της έχουν σμίξει σαν ταξιδιώτες στο Βαρδάρη, κι ανάμεσά τους στενεύει άδεια η Λαγκαδά. Τα δάκρυά της βρίσκουν δρόμο και γλείφουν το λαιμό της. Οι λεπτές της φαβορίτες έχουν κολλήσει στα μάγουλα κι έχουνε σγουρύνει. Κάθομαι με το σώβρακο στην κουνιστή καρέκλα της απεναντινής γωνίας και πάω μπρος πίσω. Έχω πιάσει τα μαλλιά μου παραμάσχαλα. Σφίγγω τα χείλη, δαγκώνω το μουστάκι, ρίχνω ένα βλέμμα στα ποδοδάχτυλά μου πάνω στο χαλί, κι έπειτα πίσω σ'αυτήν, στα πόδια της τα διπλωμένα και χωμένα στο ύφασμα και στο ίδιο το κορμί της. Στο δέρμα της που μαρμαρώνει φαίνονται οι φυλλωσιές φαντάσματα σαν της λιακάδας στους εξάκλινους του Παπανικολάου, οι εφημερίες έχουν κι αυτές το τίμημά τους. Όλοι οι νεκροί της στις μυστικές πτυχές της, κι όλοι οι ζωντανοί στο διάολο. Στον άλλο ώμο που δε φωτίζεται βλέπω το βάρος των αγκίστρων και το παπαγαλάκι των εξωτερικών. Κανείς απ'όσους τη δοκίμασαν δε μπόρεσε να την ξεχάσει, ούτε εγώ. Καμιά απ'όσες με δοκίμασαν δε μπόρεσε να με ξεχάσει, ούτε αυτή. Κι έτσι γελαστήκαμε, χα - χα. Ρωτάω, πόσο μπορεί η ηλίθιά μου σάρκα να κοστολογηθεί; Στη δημοπρασία είχε ερημιά, αλλά έπεσε ένα χιλιάρικο και τρεις μέρες αναρρωτική, και να, και να! Ο γιατρός της ζεστός και ζωντανός και έκπληκτος εμπρός της. Τα πράματα έχουν έρθει τούμπα, είναι δύσκολο να πω ποιος είναι ο πάτρονας και ποιος η παλλακίδα, στο ράδιο Δεκέμβρη στη Σαλονίκη έπεσε εκ προμελέτης Από τις άκρες των δακτύλων της... και αυτή έπιασε εκείνον τον αργό χορό που μύριζε όπως η γη του Ισραήλ στη ντάλα του μεσημεριού μ'ένα χαμσίνι, και πίσω της έλαμπε ένας ήλιος περίλαμπρος κι αυτή ήταν σκιά. Τώρα το απέραντο ανέλπιδο σκοτάδι με τυφλώνει, διάσπαρτα ανάμεσα σ'εκείνα και σ'αυτά δε βλέπω παρά μόνο τους θανάτους, τους θανάτους, στο τραπέζι της νεκροτομής κάτω απ'το παρεκκλήσι ένας τριών ημερών σβηστός, το αίμα του έχει πήξει κι έχει βάψει τη μύτη και το στόμα, τα μάτια του ορθάνοιχτα ακόμα αγωνιούν κι έχουν αρχίσει να μαυρίζουν, ψηλαφώ τα παραστερνικά μην έχει βηματοδότη, και παίρνω πάνω μου λίγο απ'το θάνατό του, πέθανε ασφυκτιώντας μόνος του σε ένα άδειο σπίτι, όπως η σχιστομάτα με τα σκουλαρίκια μικρά τριαντάφυλλα, που όταν την έπιασα ήταν ακόμα μαλακή, στον κουβά με ρόδες γι'ασθενοφόρο το παιδί και η φρέσκια θωρακοτομή του υποχωρούν κάτω απ'τα χέρια μου και η ψυχή του θα φύγει σαν κομμάτι ξύλου που ξεφεύγει από την καρότσα φορτηγού, ο δύστροπος ο Ζ. και οι εστενωμένες του καρωτίδες που δεν υπάρχουν πια, τον έχω βάρος στη συνείδηση σα να τον έστειλα εγώ, ενώ πέθανε μήνες αφότου άφησα το πόστο, ο κολυμβηταράς μύριζε χλωρίνη και η καρδιά του παραδόθηκε μια στιγμή που είχα στρέψει το βλέμμα αλλού κι έμεινα με την απορία Από τι;, η μάνα του σπάραζε δίπλα στην πόρτα, η μάνα της χώθηκε σε μια σχισμή ανάμεσα στη μια και την άλλη επιληψία και εξαφανίστηκε, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα κάποτε στωικά της μάτια τότε με το σημείο του δύοντος ηλίου, τι σκεφτόμουν όταν πήγα να τη δω; η μάνα μου σύρθηκε δυόμισι μέτρα με το μισό σπλαγχνικό κρανίο της ζουμί, οι θάνατοι είναι όλοι τιμωρητικοί, το παλιό αίμα έχει στάξει κι έχει βάψει την άσπρη μου στολή. Κάθε κοκκίνισμα ντροπής είναι υποστάσεις, κάθε πείσμα είναι ακαμψία, και μερικές φορές από τη μυστήρια σιωπή τους είναι λες και όλοι αυτοί οι χαμένοι μουρμουρίζουν εξιστορώντας θανάτους που δεν έχω ακόμα δει αλλά είναι γραφτό και σίγουρο να δω, κι όλοι τριγύρω μου οι εν ζωή γράφουν στα μάτια μου μελλοθάνατοι. Το δέρμα των γοφών της το απαλό σαν ανθοπέταλο, τα δυο χαλίκια του νεφρίτη, το ύφασμα που τη φτιάχνει όπως τη φτιάχνει, όλα θα φθίνουν από τη θάλλη και θα φυλλοβολήσουν στη μέλαινα γη της ορεινής Χαλκιδικής. Αν τη σκότωνα τώρα δα θα τη μάζευε αχάλαστη το δρεπάνι, θα'πεφτε σαν εξωτικός καρπός στις ξανθωπές ακτές του Σλέσβιχ, και το αίμα της θα μ'έπλενε, θα με βάφτιζε και θα σούρωνε στις πλαγιές των αμμοθινών, ποτίζοντας τις δυνατές ρίζες της αρενάρια... και δε θα την ξανάβλεπα και δε θα με ξανάβλεπε ποτέ.

O rubor sanguinis,
qui de excelso illo fluxisti,
quod divinitas tetigit,

tu flos es,
quem hiems de flatu serpentis
num quam lesit.

My shell seeker




Η μέρα ήταν ζεστή σαν αγκαλιά και πάει τώρα. Η σκατά παραλία σου είδε το αναιμικό πετσί μου το πρωί, ξάπλωσα στην άμμο, οι συννεφιές κυλούσαν, έψαξα με τα δάχτυλα τα κομμάτια των οστράκων.

Η παλίρροια ανέβηκε στις τρεις, τα ξέπλυνε όλα.

Μπρούμυτος στον καναπέ πνίγομαι στα μαλλιά μου για να γράψω πέντε σειρές σαν φτηνός αισθηματίας, όπως

ένας κόκκος αλατιού αλάτι του κορμιού σου
ένα θρύψαλο πιασμένο κι αφημένο στα ρηχά
ασήμαντες αγωνίες κάθε ώρας
αργός βουβός χορός το μέτωπο σου ακουμπισμένο στο λαιμό μου
πάσο, πάσο! αλλιώς θα χάσω κι ό,τι μένει.

Παλίνδρομος και αναγεννηθείς

για σένα που με διαβάζεις ακόμα κι όταν δε γράφω λέξη

Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, νυχτερινό κυνηγητό. Λίγο πριν το χάραμα η άσπρη ρόμπα θα θροΐσει δίπλα στο ένοχο κρεβάτι. Lysstive pupiller. Ingen puls. Ingen respiratio. Patienten mors. Λίγο πριν το χάραμα, κάθε χάραμα. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'το τέλος. Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, ο φόβος του θανάτου. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'την αρχή.

Πίσω από τις επικλινείς στέγες, πίσω από τα λιγνά φουγάρα και τους ανεμόμυλους, πίσω από τις πλατφόρμες του πετρελαίου είναι μια ίνα κρύας θάλασσας που μου πλημμυρίζει το κεφάλι. Ο γιακάς είναι η λαιμητόμος. Γελάω μόνος μου στο κουζινέτο, ένας σακάτης στα γκουλάγκ σπάει πέτρες με το νευρολογικό σφυρί. Το ξινό τσάι κουνιέται στη ρηχή κούπα που έκλεψα από το ρεστωράν και με πιτσιλάει στη στολή, ανάθεμά το. Στο στόμα έχω ακόμα τη γεύση της σάπιας μπανάνας. Η ανάσα μου μυρίζει σκουπίδια. Οι συνεννοήσεις γίνονται με λέξεις των δυο συλλαβών και συναιρέσεις. Οι κουβέντες είναι προσωρινές, μετέωρες, ασήμαντες σαν άμμος. Προχτές στο σουπερμάρκετ βρήκα το φίλο μου τον ουρακοτάγκο και καθόταν με τα χέρια κρεμασμένα πάνω από το μισοάδειο σταντ. Τον χάιδεψα για λίγο. Ήταν κετσεδιασμένος. Το τρίχωμα είχε γίνει αψύ από τη σκόνη. Ένιωσα οίκτο. Ένιωσα, τι αρχέγονο σφάλμα, τι αυταπάτη.

Τα βλέφαρά μου καίνε. Οπισθοχωρώ και προσδοκώ να βρω κόντρα στη ζέστη ενός κορμιού. Αυτό είναι θετικό Ρόμπεργκ. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο βούτηξε δυο δάχτυλα στο αίμα της και μου'δωσε να φιλήσω. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο! Όλες οι αρρώστιες της, όλοι οι καημένοι περασμένοι απελπισμένοι εραστές της στα πληγιασμένα χείλια μου. Ό,τι πλύθηκε και ξεπλύθηκε μ'εκείνο το ιερό ζουμί κατέληξε δικό μου.

Στο ημερολόγιο του έτους, ημερολόγιο ευτυχίας, τραβάω μια γραμμή πάνω σε κάθε μέρα της καταδίκης για ζωή, και περιμένω πότε θα σε λιώσω στην αγκαλιά μου στο Μαντούκι στη ζέστη τη σεπτεμβριανή. Τα πριν και τα μετά είναι αδιαπέραστα, ύπουλα και απειλητικά όπως τα γαλάζια σκοτάδια του Ιονίου. Απέναντι ο Αρίλλας, η θάλασσα ως το λαιμό, τα πόδια θαμμένα στη λάσπη του νησιού, το βάρος της ιστορίας μου πλάκωσε το στέρνο, η θάλασσα ως το κούτελο, η δροσιά μέσα στ'αυτιά, εκείνο το σκαλί λευκής άμμου πάνω στο κεραμιδένιο κατακάθι, ο κόσμος πέρα, ο φόβος του θανάτου. Έχυσα άφθονα, άφθονα πηχτά δάκρυα πάνω στα πλακάκια από τερακότα του Άγιου Σπυρίδωνα, χωρίς λυγμούς, χωρίς άλλες αδυναμίες, δάκρυα που δε θα παραγραφούν ποτέ.

Η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία.
Ο παπάς Ροδίτης και τρελός όπως όλοι οι νησιώτες όταν έψελνε ήταν άλλος, μια σκιά Χριστού που μια φορά με κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια και με φαντάστηκε γυμνό. Είπε θα σου φέρω εκείνη την εικόνα που της μοιάζεις και θα προσευχηθώ για σένα. Έπειτα πέρασε όλη τη νύχτα στα γόνατα στο ξωκλήσι απέναντι απ'το γιατρείο και το άλλο πρωί συνήρθε. Κάποιος άλλος ίσως υπέφερε βδομάδες για λογαριασμό του, ποιος είμαι όμως για να πω; Η όστρια φέρνει κόλλα. Η βάρκα και το καράβι γράφουν παράξενους πλισέδες στα νερά. Στις δυο το μεσημεριανό, το δείπνο στις εννιά. Ο Ερωτόκριτος καπετανεύει ισόβια την κολοκύθα της γραμμής κι εγώ κρατώ σφιχτά το μυστικό του. Οι τοίχοι όλοι στικτοί απ'τα σαμιαμίδια. Οχτώ η ώρα του βραδιού και θα νυχτώσει. Ακούω τη φωνή της μάνας μου στο τηλέφωνο, πίσω απ'το βουητό των καλωδίων, και λέει τραγουδιστά, καλησπέεερα σου, πώς είιισαι; και με ζώνει η ερημιά, με σκίζει ο φόβος του θανάτου.

Νησί τρίμμα ιριδίζοντος οστράκου, μαϊστραλάδα, Ναυσικά γυναίκα του Σαββάτου
μονοπώλιο όλων μου των απιστιών, σύνοψη των λαθών μου,
σ'αγαπώ



Η ανακάλυψη της Αμερικής

--

Ο Μ. κάθισε απέναντί μου στην αρχή. Ήταν πιο αμήχανος ακόμα και από μένα. Σκούντηξε το τραπέζι κι έχυσε τον καφέ του μέσα στο πιατάκι. Λίγο πιο μετά με μια σαχλή δικαιολογία ήρθε δίπλα μου. Κρατήσαμε μισό κοινωνικό μέτρο ανάμεσά μας. Πριν δέκα χρόνια το έβαλα σκοπό να πάψω να είμαι αφοριστικός. Αφού απέτυχα, με άφησα να παραδοθώ: ό,τι γράφω είναι αφορισμός. Αν δεν είναι, δεν το γράφω.

Αυτή είναι λοιπόν η αλήθεια για τον Μ., τον ακριβό ηθοποιό. Ο Μ. είναι όμορφα λεπτός, σαν χειμωνιάτικη ηλιαχτίδα. Είναι ψηλός, πολύ ψηλότερός μου, και όταν τον κοιτώ, βλέπω σε στιγμιότυπα το γήρας που τον περιμένει συν Θεώ. Έχει ένα ευάλωτο, κομψό σβέρκο, μια κάτω γνάθο φλεγματική σαν του Έγκμπερτ του βασιλιά. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ για τους άντρες με τη γυναίκεια γοητεία του κρυφού, ξέρω όμως πως μ'έχουν ταλαιπωρήσει κάπως. Είναι πολλά πράγματα κοσμικά που δεν καταλαβαίνω. Είναι πολλά που δε θα παραδεχτώ ποτέ και άρα δε θα καταφέρω να καταλάβω. Οι δυστυχίες του Μ. χάνονταν και ανθίζανε εμπρός μου τόσον καιρό. Ήμουν όμως τόσο κοντόφθαλμος που πίστεψα πως η μόνιμη ομίχλη δεν έντυνε τίποτε που δε θα μπορούσα να μαντέψω.

Λόγια που λέγονται και ξεχνιούνται, λόγια που λέγονται και αιωρούνται σαν φτερά, αυτές είναι οι σπάνιες σύντομες συναντήσεις. Σήμερα όμως, σαφώς πληγωμένος, μου είπε (sic) it was a long way to get here. Πήγα να απαντήσω αλλά μπερδεύτηκαν τα αγγλικά με τα δανέζικα και τα γερμανικά στο κωλόστομά μου και το μόνο που ακούστηκε εν τέλει ήταν ένα μμ. Now, είπε, I'm seeing a girl from Århus.
Συρροή, ο Έλβας, ο Αλιάκμωνας, ο Ω.
Τα λιπαρά ποταμίσια τους νερά δεν αφήνουν χώρο για ενοχή. Πόσο που αν σέρνεσαι μέσα τους ολόγυμνος και κόντρα. Και αν πηγαίνω κόντρα! Όσο για το άλλο, δε θα πω.

--

Βγήκα από το κτίριο Λ. Μισόχασα το φως μου από το φως. Δώδεκα ώρες στο προσεγμένο καταγώγι κάτω από τις λάμπες οικονομίας, μετά δεν ξέρω πού πέφτει η δύση και πού η ανατολή. Κούμπωσα το παλτώ και έστρωσα το γιακά. Έπιασα την τσέπη για να σιγουρευτώ για τα κλειδιά του αυτοκινήτου (τα κλειδιά της ελευθερίας). Η Ν. με περίμενε με τον κώλο ακουμπισμένο στα ποδηλατοπάλουκα. Περπατήσαμε ως το πάρκην, φορτωθήκαμε στο αμάξι και οδήγησα μέχρι το μέρος της ανακύκλωσης. Σουτάραμε τα χαρτόνια στον περιέχτη με την υδραυλική πρέσσα. Ρίξαμε τα προσμειγμένα φελιζόλια στο κουτί που έγραφε μόνο λευκό φελιζόλ, επαναστάτες, όχι αστεία. Στο ισιάδι απ'το Βάρντε για το Μπλώβεν έφαγε μισή ντουζίνα καραμέλες για το βήχα μονολογώντας Σκατά καραμέλες. Μόλις πάρκαρα πίσω απ'τους αμμόλοφους της μεγάλης παραλίας φάνηκε ένας ήλιος υπέρλαμπρος απογεματινός σκόνη διάσπαρτη ανάμεσα στις φτέρες της αρμύρας. Τι λες τώρα; τη ρώτησα. Σκατά παραλία. Πήρε τα καλτσοπάπουτσα στο χέρι, ανηφόρισε το λόφο και λίγο αφότου έφτασε στην κορφή, έπαψα να τη βλέπω.


--

Σφίγγω το ζεσταμένο τιμόνι. Καθώς βγαίνω στη Στόρεγκαιε το ηθικό μου με αφήνει εντελώς μόνο. Η πίπα μου φεύγει απ'το στόμα στο φανάρι και οι στάχτες χύνονται στα μπούτια. Στο ράδιο παίζει το 1492. Πίντα, Νίνια, Σάντα Μαρία.

Σε μια κοντή νύχτα πρόλαβαν και βάφτηκαν κίτρινοι οι αγροί απ'τα άνθη της ελαιοκράμβης.

ΠΑΣΧΩΝ

(μανιφέστο)

Τα σκοτάδια των ανεξερεύνητων δασών
τα φίδια τους, η χολέρα, οι πυρετοί
κάθε κλήμα και μια κρυφή μας καταδίκη
κάθε πιθήκι που χαμογελά τέσσερεις λάμες δόντια

η σιωπή θανάτου της άπνοιας η σιωπή
το κύλισμα το στάλαγμα το αίμα
ο ίκτερος λιακάδα, η φθίση διαδοχή των εποχών
η απέραντη ομορφιά στα δυσδιάκριτα κορμιά

ιδρώτας στην εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών
ένα μελαχροινό βλέμμα όλο λάμψη ένα δέρμα όλο χρυσό
εστάδου πορτουγκές ντα ίντια νέα στέμματα για παλιά κεφάλια
σταφύλια χάντρες αλεξανδρίτη καταμεσιού Γενάρη

νόμος του Γιέντε, ευμάρεια και αρετή
η έπαρση των αποικιοκρατών συν Θεώ και φιλιόκβε
ο φόβος για τη μεσοποτάμια αναρχία, τις τιμωρίες της ερήμου
τα ανελέητα καλοκαίρια, η ξεδιαντροπιά, η σκληρή γη

ποιος είναι τελοσπάντων στο κουπί;
από τη γάστρα ανεβαίνει μια μπόχα ιστορική
εβραίοι Ινδοί και μουσουλμάνοι απολίτιστοι μελαμψοί
κάποιος ψάχνει πάλι να δει ποιος στάζει σάπιο αίμα

αλλά δεν είμαστε εμείς
contre vents et marées

είστε εσείς, οι καθαροί

F32.2

Ανάσκελα στο κρεβάτι στη μέση του πουθενά, γιατί δε χύνομαι ζουμί σε ολόκληρο το σπίτι; Γιατί με κρατάει η πόρτα που είναι κλειστή και οι κούφιοι τοίχοι. Το σκοτάδι μου'χει χώσει δυο δάχτυλα σε κάθε μάτι και πιέζει. Βλέπω το φως το αγγειακό, το μόνο ίχνος μέρας σ'αυτόν τον ανίατο χειμώνα. Η μούρη μου φλασάρει. Τα αυτιά μου καίνε, τα μάγουλα παντζαριάζουν, ένας καυτός ιδρώτας με βρέχει σαν κύμα στην κυματοσκασιά και ύστερα μ'αφήνει. Στη μακρά σειρά με τα αγκίστρια ένα σφάγιο έχει ξεμείνει ζωντανό. Το αίμα στραγγίζει στις γαλάζιες κάλτσες μέσα στα μπλε τσόκαρα και ποτίζει το άσπρο παντελόνι της στολής της καταδίκης, το αίμα μου με σκαρφαλώνει σα να ήμουν βαρδατζέντα, το κεφάλι μου αδειάζει, η καρδιά χοροπηδά δυο προς μια στην ισοηλεκτρική, μόλις και μετά βίας σαράντα στο λεπτό.

Δεν έχω φράγκο ούτε για μια γουλιά καπνό, τα φύσηξα εχτές μέχρι το τελευταίο κέρμα, μέχρι το τελευταίο κέρμα, πόσο μάλλον για χαρτιά, δεν έχω μαζί την τράπουλα με τα μουνιά, άρα δεν είμαι εγώ, αλλά στη θέση μου είναι ένας τελειωμένος που δεν έπαιξε ποτέ μια βάρδια λανσκενέδες από τριακόσια τον καθέναν και όλους απ'το τραπέζι μέσα.

Η Σοφίε με παίρνει δεκατέσσερα τηλέφωνα στην ώρα, το υπηρεσιακό χτυπάει σαν εφιάλτης ενώ γονατιστός εξετάζω μια δεκάδα ποδοδάχτυλα με τα γυμνά μου χέρια, το καθήκον, το σωστό, αγάμητη κουφάλα με το κομποσκοίνι τατουάζ και με το σιτεμένο στόμα. Ο Π. Κ. στάθηκε έξω απ'το γραφείο φεύγοντας για το σπίτι, δεν ήθελε τίποτε να μου πει, μόνο να με εμψυχώσει με τα μάτια. Η αποικιοκρατία μας σκίζει απ'τα λαγόνια. Οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν. Στη σκάλα για τα αποδυτήρια ο Μ. Μ. που μοιάζει με ακριβός ηθοποιός με σταμάτησε για να με συμπονέσει, και τον κοίταξα τόσο προσβεβλημένος που μάσησε τα λόγια του κρατώντας την πόρτα ανοιχτή ανάμεσά μας. Η επιβίωσή μου παίζεται από λευκή αγκαλιά σε αγκαλιά δίπλα σε κλειδωμένα αυτοκίνητα στα υπαίθρια πάρκην, κλοπή και αμηχανία. Φεύγοντας σκάω ένα χαμόγελο σκέτο ψέμα και το ξέρουν. Δυο ώρες πιο μετά χωρίς καμία ενοχή η ζώνη με κρεμάει απ'το σωλήνα του καλοριφέρ και χαλαρώνω το χέρι γύρω απ'την ψωλή. Για να σβήσω δε θέλει να προσπαθήσω τόσο όσο για να χύσω, αλλά ο σωλήνας είναι απ'τις αρχές του '60 και δεν τον νιώθω σταθερό ή απλά φοβάμαι. 

Στην κούπα τα κλωνάρια του τσαγιού έχουν μουχλιάσει. Στο νεροχύτη κάθεται η μοναδική μου κατσαρόλα άπλυτη δυο βδομάδων. Ψίχουλα στον πάγκο ακίνητα το πρωί ακίνητα το βράδυ, μισό ψωμί έχει απολιθωθεί μέσα στο σακουλάκι, το τσαγερό η αλυκή, στο πάτωμα χαλί το γκρι τετράδιο σελίδα προς σελίδα, οι μυστήριές μου λέξεις είναι παντού. Αν δεν έπρεπε μετά να μαζέψω τη ζημία με τη μαλαστούπα, θα τις κατουρούσα, μα στο μαπομπούγελο δε χωράνε επαναστάσεις, μόνο συμβιβασμοί. Οι ώρες μου είναι μετρημένες στα λεφτά.

Οι νοσοκόμες λένε στο διάδρομο, αυτός είναι άνω κάτω, τάχα μου δεν ακούω, κάποιος ασθενής πεθαίνει όπως συμβαίνει και δέκα άτομα περιμένουν επειδή πληρώνομαι να τον αναστήσω. Το μόνο εφικτό είναι μια ενός λεπτού σιγή, κάνουν πως δε με καταλαβαίνουν που τους λέω ο Θεός αποφασίζει.

Το περασμένο Σάββατο ο φίλος μου έγραψε Φλένσμπουργκ - Βάρντε για να με κεράσει ένα ξινό κόκκινο τσάι κι ένα πρωινό. Αν σε δουν με τη χάμσα βράδυ έξω εδώ θα σε μαυρίσουν. Του έδωσα το δαχτυλίδι και μου έδωσε το σταυρό του, αυτόν που προηγουμένως έχω πολλές φορές μνημονεύσει καυλωμένος. Οι όμορφες από το διπλανό τραπέζι ήταν μάρτυρες του αρραβώνα.

Ο ιδρώτας του κορμιού μου έφυγε μαζί του για το Φλένσμπουργκ εκείνο το μεσημέρι
η ζέστη του λαιμού μου κάτω απ'το γένι είναι σε χέρια τρυφερά στη Σαλονίκη
είμαι χώμα προσμονής για την πρώτη ή τη δευτέρα παρουσία
τα χείλη μου εννοούν κάθε φιλί που δίνω, ως εκεί μας πάει εύκολα η λίγη ειλικρίνειά μου
για πιο μακρινές διαδρομές ψάχνω να βρω την πίστη...



Στιγμιότυπο

I want to take care of you, even if that means someday seeing you to the train.

MR



Ένας άντρας ψηλός λιγνός και καστανός μουρμούρισε στ'αυτί μου
γραμμές του Οδυσσέα χωρίς ίχνος στρογγυλάδας μέσα στη μούργα της νυχτός
στάθηκα εμπρός του και όπως αυτός ήταν καθιστός έγινα αρχηγός του
ξεκούμπωσα κουλός τα εφτά κουμπιά απ'το γιακά ως κάτω χωρίς ούτε μια ξαστοχιά
έπιασα το κεφάλι του μια χεριά και το έσφιξα πάνω στην κοιλιά μου

τα δέντρα πύκνωναν και γίνονταν στρατός το χιόνι ήταν ψιλό
ο αέρας έξω σ'έπνιγε στη φρέσκια κοπριά όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.
Τα χλωμά σανίδια ήταν λερωμένα απ'τα μαλλιά μου και μια δυο τρεις
στάλες σκούρο αίμα. Τα μουστάκια είχαν κολλήσει στα ρουθούνια κι ένα
κρεβάτι παρθενικό στην όψη στήριζε το βάρος των όσων είχαν γίνει.

-

The past bites you in the ass

Τέτοιες ζέστες δεν είχες γνωρίσει στο νησί, τέτοια γυναίκεια καλοκαίρια που σε εξαφάνιζαν μαζί με την ψυχή και το κορμί σου μέσα σε έναν ιδρώτα χωρίς τέλος. Όχι, αυτά τα γνώρισες πρώτα στη Σαλονίκη το '08. Κάτω από το βαγόνι των ναυτοπροσκόπων, ανάμεσα στις πρασινάδες και τις βατσινιές, σκίσαμε τις γαλακτερές κνήμες και γεμίσαμε τα σωρτς μουλιασμένα ροκανίδια από δεντροφλοιούς, φύλλα και αραχνοϊστούς. Ο ήλιος βούλιαζε στη λάσπη του Καλοχωρίου, και γύρω του ο κόσμος τρεμόπαιζε απ'την κάψα. Θα κόντευε εννιά κι εννιά άρχιζε η προβολή στην Αύρα, και εκείνες τις φορές έπαιζε τον Ελ Γκρέκο που τον μάθαμε γραμμή ηλίθια γραμμή απ'έξω και ανακατωτά. Από το βέλο του διαχωριστικού μας έφταναν εκτός απ'την ταινία, το σούρσιμο των ποδιών πίσω από τους κισσούς, τα μπυροκούτια και το τσαφ, τα άσπρα ρούχα πάνω στις ηλιοθεραπείες της Χανιώτης, οι δαχτυλοκόφτες, η τσιτρονέλλα και οι γύφτικες καρέκλες. Το κυματάκι φιλούσε τα ζελεδόφυκα στην ακροθαλασσιά κι εσύ φιλούσες το λαιμό μου. Η άμμος όλη ίδρωνε και ξεφυσούσε. Ήμουν κωλοκαθισμένος στην ξηλωμένη παλέτα, τα πόδια απλωμένα εμπρός, τα παπούτσια χωμένα στη βρωμιάρα αμμουδιά, με κρεουργούσαν τα κουνούπια -δεν το έπαιρνα είδηση παρά μετά, όταν βγαίναμε πάνω στο δρόμο για το Παλατάκι και ανακαλύπταμε πως ήμασταν λεπροί. Ακουμπούσα την πλάτη μου στο φράχτη, τότε είχα ένα κεφάλι με την ψιλή παρμένο, με πλησίαζες και καταλάβαινα το ρουθούνισμα στο σκαλπ. Ο χρόνος ήταν ύφασμα περίτεχνα υφασμένο, όλες του οι αλλιώτικες παράξενες κλωστές περνούσαν και μ'αγγίζαν ράμμα ράμμα και οι δυο ώρες περιβούτημα εκεί πίσω απ'την Αύρα μετριώνταν σε χιλιάδες διαφορετικές ραφές, χιλιάδων αποχρώσεων, ο χρόνος ήταν διασταλμένος απ'τις ζέστες, μετά βίας στριμωχνόταν στη ζωή μου. Τα μουστάκια στα είκοσι και στα δεκαοχτώ είναι απαλά, λίγο πιο σκούρα ή λίγο πιο ξανθά απ'ό,τι είναι τώρα, τα φρύδια ασυνοφρύωτα, τα κεφάλια μας θύμιζαν ροδάκινα με μάτια και αυτιά. Αν ήμασταν αστεροσκεπείς ή όχι δύσκολο να το πω, αφού δε φορούσα τα γυαλιά μου, και όταν κοιτούσα κάπου πέρα από το γιακά σου ήμουν τυφλός και όλα ήταν σκοτάδι που δε με αφορούσε, όμως είχε μια φεγγαράδα σα λιωμένο ασημικό, και τα χύσια στα χέρια γίνονταν φω μαργαριτάρια, το ίδρωμα λεπτό, καθαρό σα δάκρυ υδατίδας κύστης, σαν ποταμός, σα λίμνη, καταστροφή μες στην κοιλιά, αμαρτία και διασπορά, ήμασταν σχεδόν παιδιά, και όταν σε ξαναείδα... όχι πια.

Να'σου Ιούνη μήνα απέναντι απ'την χειρουργική εταιρία όρθιος με άλλους δυο, εγώ πετσοκαιγόμουν απ'τον ήλιο και πέρασα εμπρός από την κομπανία αφηρημένος και ανέβηκα στα στενά. Διακόσια μέτρα πέρα, είχα μια επιφάνεια: έπρεπε να γυρίσω πίσω. Και γύρισα. Κι έριξα πάλι μια ματιά στην κομπανία, και είπα στο μαλάκα που έχω για εαυτό, αυτός ξέρει τι κάνει με την κιθάρα. Ξανάφυγα και στα μισά γύρισα πάλι πίσω. Τώρα οι άλλοι με κοιτούσαν παραξενεμένοι, ο τρίτος κοιτούσε το κενό και τραγουδούσε. Έβγαλα τα γυαλιά για να δω αν έβλεπα σωστά ή αν τα μάτια μου πίσω απ'τα σκιάστρα με γελούσαν, ο τρίτος έγινε εσύ, κι εσύ φόρτωσες την κιθάρα τη γνωστή από το '08 στην αγκαλιά του διπλανού και πιαστήκαμε σαν κονσιλιέροι. Με πήγες για μια σόδα στο μέρος με το αγιόκλημα, κάθισες απέναντι και χαμογελούσες και δεν αναρωτήθηκα τι στην ευχή έβλεπες, και αναρωτιέμαι τώρα. Ήμουν συγχυσμένος, ήθελα να στα πω όλα, και στα είπα. Βγαίνοντας οι ομολογίες από εντός μου φάνηκαν τόσο ασήμαντες μέσα στην παχειά λιακάδα του καλοκαιριού, αφέσιμες, ελαφριές. Μου έδωσες συγχώρεση σαν κοσμικός παπάς, μου έδωσες συγχώρεση για πληγώματα αλλωνών, και έπειτα αυτό, περιπλανήθηκα στο νησί αρκετά τα χρόνια μου αυτά που εσύ είχες χαθεί αλλά δεν ξέχασα ποτέ... και πάντα ήταν όλα ως εδώ, αλλά εσύ... και τώρα ξέρω πάλι θα χαθείς και δε θα σε ξαναφιλήσω. Η φθίση μας βρίσκει συν τω χρόνω, και ο χρόνος, χέσε τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά, ο χρόνος είναι οι νοσταλγίες.

Ένα μυστικό που δε μπορώ να κρατήσω άλλο


+



Οι βόλτες στα καντούνια στο τέλος του καλοκαιριού δύσκολα θα μ'αφήσουν. Θυμάμαι κάθε μια τρύπα και γυαλάδα του πλακοστρώτου εκεί στο στενό πριν το καπνοπωλείο το ίδιο καθαρά σα να είναι τώρα. Οι ρυτίδες των πολλών βροχών στα ντουβάρια των ταλαίπωρων κτιρίων, οι μικρές στενές αψίδες στο ένα πλαϊνό, ο κοσμηματοπώλης που ίδρωνε στο κατώι στη σκιά του. Το σούρουπο της φλόγινης εποχής που φεύγει, τα πρώτα νυχτοπούλια στις αναγνωριστικές τους πτήσεις, η εξαπλούμενη ερημιά. Σε εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα κοντοσταθήκαμε για να ανάψω την πίπα. Σάπιο Σκανδιναβίκ αρωμάτικ και ένας αναπτήρας που είχε ξεχάσει ένας από τους δύστροπους ασθενείς μου στο γραφείο. Τράβηξα δυο τζούρες, έσβησε ξανά. Έψαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου που έχουν και το πατητήρι στο μπρελώκ, στη δεξιά, στην αριστερή τσέπη, και ψάχνοντας με χτύπησε μια ξαφνική διαύγεια τόσο να και κατακούτελα σαν εμβολή. Εκεί σε εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα, δυο λεπτά ανηφορίτσα από την πλατεία με τα σύννεφα σαν ουρανό ανατολής φτιαγμένα από ανθοπέταλα (οι βουκαμβίλιες ολοστόλιστες και το δέντρο της υπομονής, η γιακαράντα), την τρίτη μέρα του Σεπτέμβρη, ήρθα πραγματικά στον ΚΟΣΜΟ.

Το σπίτι μας περίμενε στο Τζάβρο νταντεμένο στα έμπειρα χέρια της νοικοκυράς του, το ράθυμο βήμα του συζύγου, το γκαράζ με τα νεογέννητα γατιά μες στο κουτί τους, ο άλλοτε ένδοξος φοίνικας στο νεκροκρέβατό του, τα σεντόνια με τη δική τους μυρωδιά, η πολυλογία, η φασαρία της τηλεφωνογραμμής, το δίπορτο ψυγείο, το πλαστικό τραπεζομάντηλο, τα σουβενίρ απ'την Αμερική, οι φωτογραφίες εκατό παιδιών, οι μικρές άσπρες πετσέτες ρολλά στο πανεράκι, οι ροδαλές σατέν κουρτίνες, ο γρανίτης στις πατούσες, τα σκαλιά και οι σκύλοι των γειτόνων, η στρωματσάδα της αρετής, όλα στη θέση τους, το σπίτι μας περίμενε στο Τζάβρο σπίτι, σπίτι, σπίτι. Εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν αφοσιωμένος στο νησί, εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν ταγμένος, εικοσιοχτώ ολόκληρα χρόνια! Και πήρε μια στιγμή -μια κοντή στιγμή σ'εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα- για να σβηστούνε όλα. Όλα!

Τα χέρια της μικρής είχαν ροδίσει στις ράχες από τα ψαροντούφεκα και από κάτω ήταν χλωμά, Χαλκιδικιώτικα, κι ανέδιδαν τη μαλακιά θάλπη που έχει το πρωινό κρεβάτι όταν με έπιασαν από τα δυο πλάγια του λαιμού, και έφερε το πρόσωπό της βόλτα από όλες τις άκρες της Ελλάδας, και μ'έγλειψε στα χείλια δίπλα από την πίπα που κρεμόταν, και σταμάτησα να ψάχνω για τα κλειδιά, Θεέ μου κι αν σταμάτησα να ψάχνω για τα πάντα. Εικοσιοχτώ χρόνια ψυχή και σώμα δωσμένα στο νησί -τι βγήκε από αυτήν την ισόβια ιστορία; Το πρόδωσα βίαια, το πρόδωσα αμετανόητα, το πρόδωσα για πάντα. Το μόνο που θέλησα να κάνω, και το μόνο που έκανα τελικά, ήταν να πιάσω την πίπα και να τη βάλω στην τσέπη, για να έχω ελεύθερο το στόμα, σα να ετοιμαζόμουν να φάω το δρομάκι, τους περαστικούς, τα μαγαζιά και όλον τον Σεπτέμβρη. Ήμουν αδύναμος σα μωρό, σκέτη σκόνη, νερό. Δεν ήμουν άπειρος, αυτή δεν ήταν ένα αθώο κοριτσούλι όπως έμοιαζε στην όψη, δεν ήμασταν καμιάς φύσεως ξένοι, η Κέρκυρα δεν ήταν οι δυτικές Ινδίες, δεν ήμασταν εξερευνητές.

Τα σκουπίδια που λιάζονταν τρεις μήνες και είχαν βρέξει όλα τα πεζοδρόμια και όλα τα στενά με τα βρωμερά ζουμιά τους, οι αυξομειώσεις τάσης, η επικίνδυνη στροφή στο ύψος του Λαζαρέτου, η ζέστη που πίνει όλες σου τις ανάσες, ο δαχτυλοκόφτης στο γκάζι, το αλάτι της Παλιοκαστρίτσας στα ρούχα και στο κορμί, ο Σαλονικιός, η αυτοκτονία στους Περουλάδες, το σκοτείνιασμα της βλάστησης στα βορειοδυτικά, η κρητική έρημος του νότου, οι γύφτοι της Λευκίμμης, το Φύκι του μικρού νησιού και όλα τα βουνά από φύκια στα λιμάνια, ο Παντοκράτορας, τα κύματα στα ρηχά του Αρίλλα, οι ομίχλες που δεν τις κόβει ούτε φωτιά, ο ήλιος που βουτάει στο πούσι της Ηγουμενίτσας, οι ατέρμονες στροφές, το στριμωξίδι στο χωριό αυτών που τρων βατράχια, όλοι οι κόκκοι του μαύρου χώματος όλων των αγρών στους Κυνοπιάστες, η νύχτα στο Μαντούκι με άμμο τα πεφταστέρια, το κουμκουάτ, το τουρισταριό, οι γεωτρήσεις, ο άγιος τους Σπυρίδωνας άγιος Σπυρίδωνάς τους, όλες οι υφές και οι ραφές όλου αυτού του κόσμου τρίφτηκαν πάνω στα γυμνά μου σωθικά

και πάνω στα υγρωμένα μάτια, εμπρός από τη θέρμη των αμφιβληστροειδικών αρτηριών που έσφυζαν σφυγμό γεμάτο και αργό, με έγδαρε τυφλό η γυναίκα του Θερμαϊκού, το αραιό της αίμα, οι διαλεγμένες λέξεις, οι βρισιές της, η παραλίμνια προφορά της, τα καστανά μαλλιά με τις χρυσές κλωστές τους, το μπλε φουστάνι με τα μικρά λουλούδια, το νευρικό βήμα με εκείνα τα ποδαράκια, οι απαλές γάμπες, τα ασύμμετρα βυζιά της πάνω από τις γνήσιες πλευρές, ο παλμός της αορτής της στην κοιλιά της, το τρυφερό μουνί της που φτάνει να χαϊδέψεις με φτερό, το βραχιόλι μου στον καρπό της, ο πορσελάνινος λαιμός, η δροσερή της γλώσσα, το τέλος μου, η μικρή αγάπη της ζωής μου,
η Κέρκυρα κυπαρισσιά και μόνιμα δακρυσμένη από δροσιά 
αν μπορούσε θα με σκότωνε η πεθύμια.




Πες μου γιατί δε σ'έβλεπα μέσα από τα μάτια εκείνου του αναθεματισμένου Κερκυραίου;
Και τι στην ευχή να κάνω με αυτό το μισό και βάλε τάληρο χιλιάδες χωρισμού
τι στην ευχή






Ενδονοσοκομειακά (τα εν οίκω)

Τα δάκρυα τρυπώνουνε στ'αυτιά
αιμόπλυμα όλες οι αφές ξεχνιούνται πέρα
δάχτυλα φτιαγμένα από τη μάνα τους λεπτά
για τα εφτά, τα έξη μηδέν και την ψιλή βελόνα

το άφταστο ταβάνι στους θαλάμους
κάνει την παθολογία να φαίνεται μικρή
και τους αρρώστους λίγους
τα λάθη, το ξεπλήρωμα, τους υγρούς αργούς θανάτους

και όλες τις ιστορίες που παίρνουνε μαζί
η μέρα και το φως της το υγιές στέρνο μαρμάρου
οι ώμοι της σκυμμένης Αφροδίτης της γωνίας
ρίχνουν μεταξωτή σκιά στο μόνιμο βράδυ του μαντείου

κορμί από κορμί, μαρτύριο, μαρτυρία
αλήθεια κατά λάθος σε μια γουλίτσα δορμ
κακή στιγμή το γλίστρημα στη φλέβα, στην αρτηρία
δεν έχει μείνει ίντσα κόσμου που δε λούστηκε στη φθίση

χους αλς σκόνη σκοτάδι απέραντης αβύθιστης σιωπής
από τις βάσεις ως τις κορυφές των δυο βουνών
και όλων των ανέμων, πνεύμα πνεύμων πόδια ζύμης βήμα που σε γκρεμίζει
οι γροθιές σφιγμένες τα γόνατα λυγά και η στέλλα, στέλλα μάρις

η μια ώρα, οι πολλές, το σούρσιμο του δείκτη. Πότε; πότε
παράταση εκπνοής και ορθόπνοια νομοθέτις
γράφει επ'ακριβώς επί πνευμονικού οιδήματος ανίατη απελπισία
και επί θλίψης θλίψη.

Χώρια

απ'το νησί μου στο νησί
η θάλασσα μακραίνει και μακραίνει και ρηχαίνει
τι ομίχλη πίνει την ησυχία, από σκόνη λάσπη και ψυχή
κάτω από τη στέγη των κλαδιών ανθίζουν οι χαμένοι

οι κορμοί είναι πετρωμένοι τους σπρώχνεις και δεν τρίζουν
τα φύλλα χύνουν ζουμί παράξενο σα μέλι
ζώα δεμένα απ'το λαιμό ξερνούν τα σωθικά τους
ζώα μεταναστευτικά διψώντας μαθαίνουν τη χολέρα

οι κυνηγοί στήνουν χορό ντέφι βαράν οι ρόγχοι των αρρώστων τους στις ρίζες
σε κάθε κνήμη και από ένα ηλιοβασίλεμα και από ένας πυρετός
στα μάγουλα ντροπή και κάψα ερυσιπελατοειδής
ένα κομμάτι παραδείσου σε μια πνοή μαϊστραλάδας τον Ιούλη
γρήγορη λήθη και η έβδομη εντολή μαζί και μια σταγόνα στον κουβά

λερό νερό γουλιές βρύα και κουνούπια πέτσα στην ποτίστρα
ο αέρας αέρας εγκλεισμού οι τοίχοι λαμαρίνα σαγρέ λαδομπογιά
ακόμα κι εδώ στα σκοτεινά μάνα σε παρτίδα με έναν παίχτη όλα μέσα
μπλόφα και απελπισία ξέπλυμα ντροπές και μαλακίες το θαλασσί των σεντονιών

δίχρωμη πορσελάνη σκιές στην αορτή το χρώμα αδειάζει χείλη μάτια αμμοβολή
μια παροδική βροχή μια ξαφνική φουσκονεριά κάνε υπομονή κι άσε ό,τι έχεις να βραχεί




Πούντα και βασκανία

Λίγο πριν το φανάρι στο μαγαζί με τους κουλοχέρηδες η ρόδα έγλειψε το κράσπεδο του πεζοδρομίου και βούτηξα στις πλάκες. Πάνω μου έπεσε το ποδήλατο. Το δεξί γόνατο στήριξε όλο μου το βάρος και η αριστερή κνήμη βρήκε στην κόψη του τσιμέντου, υποπεριοστικό αιμάτωμα. Δυσκολεύομαι να κάτσω οκλαδόν και να ανέβω σκάλες. Όταν χτυπάει το αλάρμ για τις ανακοπές μισοτρέχω κουτσαίνοντας στο κελί εκείνου που τολμάει να το σκάσει απ'το μπουρδέλο. Είμαι ο πιο γρήγορος στην αναγγελία των θανάτων. Κανείς δε θέλει να γυρίσει πίσω και να ξαναγεννηθεί λίγο πριν το μόνιμο φευγιό του. Κι αν δεν ήμουν υποχρεωμένος δε θα έπιανα ούτε απινιδωτές ούτε αδρεναλίνες.

Αυτές τις μέρες η θάλασσα στεγνώνει και μένουμε αποκλεισμένοι ανάμεσα σε δυο στεριές από στεριά. Περιμένω όρθιος στην ψωλοπαγωνιά με τα χέρια μες στα γάντια μες στις τσέπες κρυμμένος σε ένα μαξιλάρι γούνα της κουκούλας. Δε φυσάει αν δεν ισιώνουν οι μπούκλες των προβάτων αλλά να σου πω, τα πρόβατα όλων των νησιών της Βόρειας θάλασσας έχουν μαλλί σιδερωμένο από τον αέρα που σταυρώνει (όπου κι αν γυρίσεις τον τρως μετωπικά). Τα χείλη μου ματώνουν σταθερά, δεν τρώω ξινά, δεν τρώω αρμυρά, το δέρμα στο κούτελό μου ξεπετσιάζει, η μύξα ρέει λεπτή, το μάλλινο κασκώλ που μου φέρνει αλλεργία στο λαιμό ποτίζει από σάλια.

Δε μπορείς να διανοηθείς την ησυχία στο νεκροθάλαμο, ούτε τη μπόχα. Στο χωλ έχουν στήσει ένα τραπέζι με ένα βάζο ψεύτικα λουλούδια κι εκεί αφήνω το τσάι μου να αχνίζει πρώτο πράγμα το πρωί όταν μπαίνω να χαιρετήσω τον ναό και πάντα με την ίδια προσευχή: pallor algor rigor livor. Μερικές φορές έχουν ήδη καλοντύσει τα κουφάρια και τους έχουν βάλει ένα τριαντάφυλλο στο χέρι, δεν ξέρουν όμως πως τα ξεντύνω εκεί στη μοναξιά και ρίχνω το αλλοιώσιμο δώρο στο καλάθι με τα χρησιμοποιημένα γάντια. Κάποιοι είναι ψημένοι κατάστερνα και άλλοι είναι σκουληκιασμένοι ως το μυαλό. Ώσπου να τελειώσει η βάρδια, ακόμα σκέφτομαι το βάζο και τα ψεύτικα λουλούδια.

Ανεβαίνω τα σκαλιά για το κατάστρωμα 1 και κρατιέμαι και από τις δυο πλευρές. Στο στένωμα το πολύ πολύ να πιάσει ένας μικρός αφρός, όμως μέσα στο αδιάσταλτο κρανίο ο κόσμος πηγαίνει πέρα δώθε. Ένα μικρό παιδί κάνει να περάσει από εμπρός μου για να χωθεί εμπρός στη τζαμαρία. Σπρώχνει το πόδι μου και το κρατάω σταθερό. Σπρώχνει πάλι, δεν ενδίδω. Από τη φάτσα του είναι φανερό πως είναι η πρώτη φορά που γνωρίζεται με το όχι. Μένει παραδίπλα να με βλέπει επίμονα προδωμένο. Μετά σκέφτομαι πως θα φωνάξει τη μάνα του. Δεν αντέχω το ρίσκο, οπότε περνάω το υπόλοιπο δρομολόγιο δίπλα στον εργάτη του κάβου έξω. Στο τραίνο μια πρεζού θέλει κουβέντα. Μιλάει αλλά δεν την καταλαβαίνω. Λέω nå, ja, της χαμογελώ και από τα χείλη που μισανοίγουν και σκίζονται, νιώθω να κυλάει μέσα μου το αστικό δηλητήριο. Τουρτουρίζω απ'τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών, εγώ που στους -26°C μετά τη χιονοθύελλα στο Τάλλινν ξάπλωνα στο χιονόλουστο παγκάκι με τη φανέλα και το σώβρακο, αυτός ακριβώς (ποιος ήμουν τότε; Δεν ξέρω πια. Πίναμε βάνα τάλλινν και καφέ, τρεις μέρες στο πόδι, με πήρε ο ύπνος στην τουαλέτα του καφενείου της Ματίλντε και μου έφαγες το κέηκ με τα μύρτιλλα.).

Το πάρκην είναι γεμάτο οικογενειάρχες, καρότσια και παιδιά, μια αξιοσέβαστη φασαρία, σκληροί και ενάρετοι πελάτες που πηδάνε υπαλλήλους τις αργίες. Βγαίνω από το Πεζώ, παίρνω βαθειά ανάσα και αγκαλιάζω τον τεράστιο άντρα βιαστικά για να ξεμπερδεύω και μ'αυτή την υποχρέωση, τεχνική του κωλοδαχτυλώματος και ευχές να μην είναι σκάρτο το γάντι, αλλά τελικά το δύσκολο έπεται, και είναι να τον αφήσω. Πώς; που αυτό σημαίνει παλούκωμα στην αποβάθρα του Γήσινγκ για 55 λεπτά, και όλα τους τραβάνε δυο ώρες το καθένα, και κρυώνω ασταμάτητα. Ένα ηλίθιο γυμνό δέντρο που δε δίνει, ένα δέντρο που θα έκανε τον Σελ Σιλβερστάην να κλάψει ξεραίνεται δίπλα στο γλιτσερό ποτάμι του Βάρντε. Τι στην ευχή; θα πει ο τεράστιος άντρας, αφού έχει τις μισές ρίζες μέσα στο νερό! Και άντε να του εξηγήσω... ευτυχώς κανείς από τους δυο μας δεν έχει χρόνο να μιλήσει περισσότερο, η μέρα τρέχει.

Θα ήθελα πολύ να ξυπνήσω ένα αργό ηλιόλουστο πρωί στο ζεστό μου δωμάτιο όπως το ήξερα παλιά, να γυρίσω πλευρό και να δω το μικρό στρογγυλό αυτί σου, τους χαλαρούς σου ώμους, την ξεκούραστή σου πλάτη, θα ήθελα πολύ να μην ξυπνήσω άλλη φορά.

Ο γιατρός σας

Κάθε μέρα είναι μια μέρα πιο κοντά
ανεβαίνω δέκα σκαλιά, κάνω στάση, ανεβαίνω άλλα δέκα, κάνω στάση, δέκα ακόμα,...
ξεκλειδώνω το φωριαμό, ντύνομαι τη στολή της φιλανθρωπίας και κατεβαίνω τρεις ορόφους δυο δυο και τρία τρία, αυτό θα πει όρεξη για δουλειά
23 χρονών πολλά παιδιά και μεθαμφεταμίνη κόλλησε γρίπη
40 χρονών πεθαίνει από καρκίνο του τραχήλου και έχει ημικρανία
60 χρονών δε μπορεί να γυμναστεί να κάνει μάουντεν μπάηκ βάζει τα κλάματα μέσα στο γιατρείο και ανάθεμά με αν θέλω να τη βαρέσω να ξυπνήσει
70 χρονών τα χέρια και τα πόδια λεπρά από τις μυρμηγκιές, α είναι έτσι 40 χρόνια τώρα
80 χρονών ματώνει απ'τον κώλο αλλά το μόνο που έχει σημασία είναι το ποτό

Ζήτησα από το γιατρό να με εξετάσει για μπορρέλια και δεν το έκανε. Να αλλάξεις αμέσως γιατρό!
Εγώ γιατρέ πιστεύω πως έχω μικροσκοπική κολίτιδα.
Δε βλέπω κάτι παθολογικό στο υπέρηχο. Δε γίνεται όμως να έχει ρευματοειδή αρθρίτιδα χωρίς να υπάρχει εύρημα στο υπέρηχο; Είσαι σίγουρος πως κοίταξες καλά; Μήπως να ρωτήσεις έναν πιο έμπειρο; Δεν έχει τίποτα η χοντρή σου σύζυγος, πήδα την συχνά, χύσε άλλα τρια τέσσερα μικρά για να ξεχνιέστε και όλα θα πάνε κατ'ευχήν και σύμφωνα με τα υψηλά ιδανικά.
Με πονάει το γόνατο, η μασχάλη, μουδιάζει μια περιοχή σε σχήμα μονοκατοικίας στο αριστερό κωλομέρι, έχω λίγη ναυτία, λίγο πονοκέφαλο, πιστεύω πως έχω σκλήρυνση κατά πλάκας. Και ο συνάδερφος σου έγραψε μαγνητική σπονδυλικής, δε γαμιέται το τριακοσάρι; Το πληρώνουμε δουλεύοντας κάνοντας δηλαδή τον καραγκιόζη για να γυρνάς το απόγευμα στο σπίτι στο σύζυγο που σε κερατώνει και στα δυο ανάγωγα παιδιά και να παίρνεις το ασθενοφόρο γιατί παθαίνεις κρίση υστερίας. Στερνή μου γνώση ε; Αλλά βιάστηκες να παντρευτείς γαμώ το ξινό μουνί σου.

F32 επειδή είμαστε ποντίκια που τρέχουμε σε τροχό;
F32 τιμωρία;

Πότε θα βρω το θάρρος σου;

Η σκάφη του Μηνά στην πυραμίδα πίσω

Όποτε συναντιόμαστε στην πόρτα του κλιμακοστασίου, παίρνω μια ανάσα που σχεδιάζω για ώρες κάθε μέρα απ'το πρωί. Μυρίζει κάτι μαγικό, οι αρχέγονοι φλοιοί αστράφτουν όσο διαρκεί η διασταύρωσή μας. Στην αίθουσα των ενημερώσεων ενημερώνομαι για αυτούς που αυταπατώνται. Δεν καταλαβαίνω λέξη αλλά γνέφω παρολαυτά. Πάνω σ'εκείνο το τραπέζι με το πλαστικό τραπεζομάντηλο χύνονται ντυτοί αφορισμοί και ένοχες και εχθρικές ματιές και φευγαλαίες εξομολογήσεις: Έχω κάνει λάθη στη ζωή μου επειδή δεν έχω σκεφτεί. Δε σήκωσα το βλέμμα απ'το βιβλίο, λες και η κατά γόνυ είχε πιο πολλά να πει από το ολίσθημά του, αλλά ευτυχώς το βάρος των σαράντα του χρονών κράτησε μια στιγμή και δε θα ξαναρθεί. Η αλήθεια βρίσκεται υγρή μέσα στα μεγάλα αγγεία. Είναι μεσόκοπος σχεδόν, κλεισμένος σε ένα σώμα που οδηγείται από ό,τι οδηγούνται τα σώματα που στέκονται προσοχή στο λόγο του κυρίου, άρτι πατέρας και Δαυίδ, όσα του συμβαίνουν είναι σπίθες που πετάνε οι τροχοί. Το δέρμα του είναι δυο ή τρεις φυλές λιγότερο καθαρό απ'το δικό μου, κι όμως ο γύφτος είμαι εγώ και πίσω απ'τη χλωμάδα παίρνω βράση. Οι μετακαρποφαλαγγικές του πρώτου κόσμου βρίσκουν τη σκάφη του Μηνά στην πυραμίδα πίσω στα χωριά. Στη θεωρία βυθίζομαι μέσα σε ένα παρήγορο κορμί. Υποφέρει κι αυτός ύπουλα και απαλά, με την ευγένεια που έχει για να δίνει και να δίνει και να δίνει... ένα μικρό όχι, ένα μικρό ναι, Θέλετε ένα χέρι; και έπιασε με τη σταθερή παλάμη του το χέρι της γριάς ενώ γλίστρησα τη βελόνα από περιόστεο σε περιόστεο, ρούαχ αντί για αέρα μέσα στο ιατρείο, ρούαχ και μέσα μου προσευχή, ελεύθερος σκοπευτής ελεύθερα σκοπεύει με την κάνη πρώτη στον ουρανίσκο, η ευτυχία είναι μεταναστευτική. Είμαι ο Μίδας στα σκατά, ο πόνος του μεσαρθρίου ταξιδεύει κατακόρυφα κατά μήκος των οστών, τον νιώθεις πίσω από το κούτελο σαν αντιμάμαλο σε κακό λιμάνι. Η μάνα των παιδιών του, ανάμεσα σ'αυτήν κι αυτόν το άγονο παραπέτο, το ρούαχ, η επισκοπή, οι μέρες που χάνονται παραλλήλως, οι αστοχίες, οι παραβολές, είναι το παρασκήνιο που θα μας καταπιεί, αλλά προς το παρόν σπρωχνόμαστε κεφάλι με κεφάλι, σαν άλκες που παλεύουν. Το πλήρωμα καταπίνεται ολοένα σε βίους κοινούς και ανθοσπαρμένους, η βάρκα ελαφραίνει και μένουμε πάνω εγώ, οι μέρες της κι αυτή. Στο δεύτερο κατάστρωμα κοιμάμαι οχτώ και οχτώ λεπτά με το ρολόι. Στη δουλειά φοράω άσπρη στολή και γίνομαι λευκό σακί των λάθος ιδεών, βουβός και βλοσυρός, φωτεινή σκιά πίσω από την ευπροσήγορη πλάτη του Νιμρώδ. Το κρεβάτι φέρει ό,τι έτυχε να ρίξουν οι μάχιμοι από τη διαλογή, οι φάκελοι είναι όλοι ψηφία της ατέρμονης ανακύκλωσής μας, οι νοσοκόμες έγιναν γιατροί, όλα στηρίζονται στα λόγια, οι κουβέντες δεν έρραψαν ποτέ καμιά πληγή και ίσως να φταίει που δεν ξέρω να μιλώ. Η θέα της ακτής όταν θολώνει την περνάς για μεσογείου. Η γλύκα της ζωής μου χωράει στα οχτώ και οχτώ λεπτά της δύσης και της ανατολής. Οι ρόλοι μοιράζονται τυφλά, άλλα σώματα τραβάνε άλλο κουπί, η βάρκα δεν κινείται. Κυκλώνω τη μέση της, κάτω από τα δάχτυλά μου σφύζουν τα μυστικά της. Ανδρώνει άλλους, πολύ πιο δειλούς από μένα, γιατί λοιπόν να πέσω εγώ έξω; Ο κόσμος σταματά στην ανάνηψη ώσπου να ξυπνήσει ο εκάστοτε φουκαράς. Ο ιδρώτας λιμνάζει στην οσφύ, εκείνο το κατούρημα περιμένει απ'το πρωί, τι δίνουν και δε δίνουν οι παροχετεύσεις, το ράμμα και η κλωστή, μια μέσα και δυο έξω, το ταλκ, ο οξυζενές, το καροτσάκι της αλλαγής κρίκι-κρίκι-κρικ και ζέχνει από τη βρώμα, τα γάντια σκίζονται στον καρπό αν τα τραβήξεις βιαστικά. Ο κόσμος σταματά για οχτώ και οχτώ λεπτά. H γλύκα της ζωής μου είναι αυτή. Τα νερά χόρεψαν έναν ισπανικό χορό, ήρθε πάλι το μεσημέρι και πλημμύραμε στο αίμα.

La reina Ester

Το παιδί της καθαριότητας είναι ένα αδύνατο κλαδί
κάθε πρωί με βρίσκει στην κλινική την ώρα που αδειάζει τα σκουπίδια
και μου λέει κοιτώντας χαμηλά
God morgen, Herre.

Μέσα στην κούπα του τσαγιού είναι πάντα νύχτα
η κάπνα που βγαίνει απ'τα φουγάρα είναι γάλα και αφρός
κάθε φορά του απαντώ σπαστά
Dav, dreng.

--

Στις έντεκα το κατακάθι έχει πήξει
από το κατράμι αναδύεται η καστανή εκδοχή του μαρτυρίου
με πρόσωπο ταλαίπωρο, μαλλιά πιασμένα κότσο
και με το πανανθρώπινό της σώμα παλιό όσο ο κόσμος
γελάει και κοροϊδεύει Shir lashir...

και όσο με πλησιάζει σοβαρεύει ως τα χείλη της να αγγίξουν το αυτί μου
ναι, άκουσα καλά
Θέλω μέσα μου το ζεστό καυλί σου.
Πολλοί θα πλήρωναν για τέτοια ιπτάμενα λόγια κι εγώ που με λένε τυχερό
τ'ακούω με μόνο τίμημα το φέσι της περιαγωγής.

--

Skov

Το ποδήλατο μου πέφτει μικρό. Ο κώλος μου ακουμπάει στο καλάθι μέσα στο οποίο έχω φορτώσει δυο μηλοχυμούς και μια σκουπιδοσακούλα που θα πάει βόλτα τρία χιλιόμετρα κόντρα στον πουνέντε. Είναι το φωτεινό παράθυρο της μέρας, οι δυο ώρες που δε βρέχει. Πριν αρχίσουν οι λόφοι να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, υπάρχει μια πλατεία με ένα ξύλινο τραπέζι εκδρομής και έναν κάδο. Εκεί πετάω τα σκουπίδια της βδομάδας γιατί η σπιτονυκοιρά δε θέλει να πληρώσει τα εφτά ψιλά το χρόνο τέλη της σκουπιδιάρας. Η άμμος καταρρέει στις άκρες της ασφάλτου, ο δρόμος υποχωρεί, στο τέρμα της κατηφόρας βρίσκεται η ακτή, το αρμυρό πλατώ, τα μπητς μπάγκυ, οι ταμπέλες για το γουίντσέρφ, οι πατημασιές των επισκεπτών, η γλίτσα, τα σκουλήκια, τα πανάκριβα σκυλιά και οι φτηνοί τους αφέντες, όλα θολά από το σπρέη του αλατιού. Γύρω αντηχεί στους λόφους και τα βαφτισμένα σπίτια το γουργουρητό του σχεδόν Ατλαντικού, και εκεί, στην κωλοτρυπίδα του νησιού στέκομαι εγώ, με το ένα πόδι στο πετάλι και το άλλο καταγής, κατακτητής του κόσμου.

-

Στα γόνατα με το κεφάλι κάτω, στη θέση μου κάτω από τις νοσοκόμες, ελέγχω τις CRP και τις αιμοσφαιρίνες, ενώ ταυτόχρονα κρυφοκοιτώ τις λευκοντυμένες γάμπες που κουράζονται γράφοντας άσκοπες διαδρομές. Οι κομψές αυτές γάμπες ανεβάζουν τη ματιά σε μπούτια που ενώνονται σε περίνεα που έχουν τσιτωθεί, εξιδρώσει και σκιστεί μια και δυο και τρεις και πιο πολλές φορές για να γεννήσουν παιδιά της χρηστής φυλής. Το τέταρτο παιδί του διευθυντή της ενδοκρινολογικής είναι καθυστερημένο. Δεν ήταν οιωνός, ήταν στραβοκοντυλιά, ε και; Τώρα η γυναίκα του είναι γκαστρωμένη έκτη φορά. Οι άντρες εδώ χύνουν πάντα μέσα, τι λέει γι'αυτό ο λουθηρανισμός σου; Τι λέει η μια και η άλλη πλυμένη θρησκεία του βορρά; Εγώ διαφωνώ, αλλά ορίστε το αστείο, είμαι σταγόνα γκέττο στο νερό του ενυδρείου με τα (γ)κόυ. Οι ζωές τους φέγγουν για λίγο και ασθενικά, τα μουνιά ξηλώνονται, τα ζουμιά σκουπίζονται σα να μην έτρεξαν ποτέ και έτσι κλείνει ο κύκλος.

-

Το δάσος έχει παραλύσει. Τα σύννεφα τρέχουν, κάτω εδώ στα χαμηλά δεν πνέει ούτε φιλί. Με σκεπάζει η κουβέρτα του πλανήτη, το μάγουλό μου ζουλιέται στα σάπια φύλλα, οι μύξες έχουν παγώσει στο μουστάκι. Το ποδήλατο με περιμένει δίπλα στο δρόμο. Ετοιμάζομαι να κοιμηθώ δυο ώρες με τα πόδια από εκεί, άγνωστος και κρυφός στο δάσος με την άμμο για στρωμάτσα, γιος μιας Σάρρας που έσβησε μόνη στην έρημο Νεγκέβ πριν βρει την άκρη της κλωστής. Είπα πολλές φορές πράγματα που τώρα παίρνω πίσω. Όμως υπήρξαν και στιγμές επιθανάτιας ειλικρίνειας για τις οποίες δε δικαιούμαι να αναθεωρήσω. Η επιστροφή είναι μια μυστήρια κατηφόρα, γεμάτη λαγότρυπες που καραδοκούν να σου καταπιούν τους αστραγάλους. Στο τέλος θα βρεις το παλιό παρατηρητήριο και τις τέσσερεις ταμπέλες, στο τέλος θα βρεις και τη στάχτη του Ισραήλ.

-

Ξαπλώνω στο παράξενο κρεβάτι και ξαπλώνω στη σοφίτα του κτιρίου της Χόλμπεργκσπλαςς, σβήνω το φως και σβήνει μια μακρά εγκόσμια ιστορία. Τα τζάμια τρόμαζαν από το τραμ κάθε είκοσι λεπτά. Ανάμεσά μας ζεσταινόταν εκείνος ο χρυσός σταυρός σου, η αληθινή θρησκεία, η πίστη της σαρκός.

-

ἅλς



-Μωρίς - είμαι ηλίθιος.
-Μείνε ηλίθιος, είπε ο Μωρίς και τον μετέφερε πάνω, τον έγδυσε και τον έβαλε στο κρεβάτι.


Forster

καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς..., καὶ διεχώρισεν...

Το ανεμούριο του καμπαναριού δείχνει πού θα πάμε όταν μας θερίσει ο Θεός (κάτω). Τις άπνοες μέρες βρέχει. Από την πόλη απέναντι δεν ξεχωρίζει τίποτα παρά η λάμπα του ψηλού φουγάρου, το φως της βιομηχανίας, το θαύμα της ανάπτυξης. Ο ύποπτος ατμός του σβήνει στην αρμυρή αχλή και λέμε ο αέρας είναι τόσο καθαρός, απάτη και αυταπάτη. Η θάλασσα στο στενό είναι το πλύμα της βρωμιάς όλου του κόσμου, πρόσεξε τις γωνίες στις προβλήτες και τα χέρια σου απ'τους κάβους. Η άμμος στα στεγνά είναι ξανθωπή, αλλά δε με γελάει, είναι το ψέμα της λασπουριάς την ώρα που τραβιούνται τα νερά.

Οι σκούρες ώρες λιγοστεύουν. Στον πάτο του πηγαδιού η μέρα με τυφλώνει: δεν έχει άλλη κατρακύλα. Ο αέρας είναι τόσο καθαρός, τι μαλακίες. Ο αέρας μας σκοτώνει. Ένα ένα τα έργα της γενέσεως προχωρούν και πίσω μένει μούργα. 

Ρίχνω βραστό νερό στην κούπα. Τα κλαδάκια του τσαγιού έχουν ταριχευτεί, δε δίνουν άλλο. Η σακούλα που έχει μέσα τις πράσινες πατάτες θροΐζει, ένα μικρό καφετί ποντίκι κάνει ανασκαφή. Θέλω να καπνίσω μια βδομάδα τώρα. Μια βδομάδα τώρα! Σε μια βδομάδα χτίστηκε ολόκληρος κόσμος δυστυχίας από τα θεμέλια ως την κορφή...

/

Ορισμένα σφάλματα δεν παλιώνουνε ποτέ: το μουστάκι μου στα γένεια, η γλώσσα σου στα χείλη, εκείνα τα αλησμόνητα μάτια του βαρισκίτη. Άφησα την πρώτη μου γυναίκα και όσες με βρήκαν έπειτα απ'αυτή, χαμογελώ, θα περιαυτολογήσω, ήταν αρκετές. Άφησα δυο πατρίδες και ανάθεμά με αν ήξερες, πώς το ν'αφήνεις σε σκίζει και σε ξαναγεννά.

Οι άγκυρες μαϊνάρονται ήσυχα, τα λιμάνια πιάνονται χωρίς πολλά πολλά. Το φυλαγμένο στένωμα και οι ήμεροι καιροί κάνουν τη γκρίνια ακριβή, το κλίμα δε σηκώνει τσιριμόνιες, παρά το γκέμι και το βήμα, απετάλωτα στις πέτρες με τα βρύα, κλιπ, κλωπ, κλιπ, κλωπ, και τις στάλες της βροχής που στραγγίζουν από το κεφάλι στα μανίκια, πλιπ, πλωπ, πλιπ, πλωπ. Οι μέρες μπαινοβγαίνουν ομαλά, και η ζωή χάνεται σαν ατμομηχανή σε ράγες που μακραίνουν.

/

Για να σε ξαναμυρίσω σπρώξε τη μούρη μου στο χώμα
και δοκίμασε να πεις: Θυμάσαι μήπως; Η γη είναι χωρισμός.
Η γη είναι οι θάνατοι, η θάλασσα οι γέννες
και στις ακτές στεκόμαστε λιγνοί σκυφτοί και προδωμένοι
ζητώντας ρέστα απ'το Θεό.

Ήμουν άπιστος, θα απαντήσω,
αλλά όχι πια.

/



the dust, the spray of the salt
the fog, the mist, the sand

the foam, the fish, the weeds
the pebbles on the shore

the clouds, the fleeting sun
the feet, the shoes, the stead

oh I know you'll make me sad
but I don't mind at all

Urd



Δακρύζω από τον αέρα. Πηγαίνω σκυφτός για να του πάω κόντρα. Ό,τι και να φορέσω το κρύο με ξεντύνει. Η δισδιάστατη γεωγραφία εξηγεί τα δυο μέτρα της ζωής. Η θάλασσα θα καταπιεί τα πάντα. Όλο της το νερό θα είναι στενοχώρια και όλο της το αλάτι, όλο της το αλάτι θα είναι το αίμα που με μύησε στο μικρό, στρογγυλωπό της σώμα.

Προχτές έκοψα την απτική επιφάνεια του δείκτη κόβοντας το ψωμί. Το επόμενο πρωί, πέρασα την πληγή πάνω από τις ρώγες της, κάτω από τα σκεπάσματα. Με αγκάλιασε από το λαιμό, τράβηξε το χέρι μου και το'βαλε στη θέση για να πιάσω αυτό που έμελλε να γεννήσει αργά και μαλακά, τη νέα ζέστη του μηνός.

Μου πήρε την ιδεολογία, μου πήρε τις αρχές. Δεν πονούσε όπως τις προηγούμενες φορές. Ήταν μια σιωπηλή εμμηναρχή, ένα γλίστρημα από τα εκεί στα εδώ.

Από γυναίκες σαν αυτή γεννιούνται μόνο απαντήσεις.

Πετέχειες χιονιού

῾Ηδὺ θέρους διψῶντι χιὼν ποτόν, ἡδὺ δὲ ναύταις ἐκ χειμῶνος ἰδεῖν εἰαρινὸν Στέφανον·
ἥδιον δ᾿, ὁπόταν κρύψιη μία τοὺς φιλέοντας χλαῖνα καὶ αἰνῆται Κύπρις ὑπ᾿ ἀμφοτέρων.


Το ψιλόχιονο πέφτει και λιώνει αμέσως πάνω στους λεπτούς της ώμους. Ξεπλένει σταλάζοντας το αίμα. Αυτή η χειμωνιάτικη σιωπή δεν αποκαλύπτει τις ώρες της ακατανόητης αγωνίας της που σχεδόν με παραλύουν. Της έχω κρατήσει τα χέρια στα σιωπηλά ώσπου οι συσπασμένοι μύες της να παραιτηθούν. Έχει σκουπίσει τις μύξες της στο στέρνο μου. Είναι μια ατίθαση μικρή και μου αρέσει ανυπόφορα.

-

Γιατί τόσο μίσος για το ασήμαντο κορμί; Γιατί τόσο μίσος για αυτή την ημιτέλεια;
Η φλόγα της ζωντάνιας μου είναι ο θυμός, η πρώτη ύλη όλων των λίγων συναισθημάτων σου, όπως μου είχε πει κάποτε μια διάττουσα γυναίκα. Μια θαμπή φωτογραφία 35χιλ. από το 1987 ενώ εκκολαπτόμουν μέσα στη θυμωμένη κοιλιά που μ'έφερε στον κόσμο ήταν το πρώτο μου πορτραίτο. Η γύρα του κόσμου μέσα από τις γέφυρες των κρουαζιέρων ήταν μια ζωή ατέρμονης οργής, θεέ μου πόσα κώμπλεξ έχω κι έγινα μεταναστευτικός όχι για να..., αλλά επειδή... Ο θυμός είναι κι αυτός κληρονομήσιμος: η μάνα μου πολύ πριν από εμένα έκαιγε τις φωτογραφίες μιας ξεχασμένης γκόμενας του πατέρα μου στην αυλή του σπιτιού που τότε νοίκιαζε στο Στάντε χορεύοντας σαν πνεύμα γύρω από τη φωτιά, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Η ζήλεια είναι μια άλλη αμαρτία, από την οποία με έσωσε ευτυχώς το πρώιμο τελετουργικό. Η ζήλεια της χωρούσε στη φωτιά, ενώ ο θυμός της ξεχείλισε στις δυο χαρακιές που αλφάδιασε με το αντικλείδι του σπιτιού στον πήχη του τότε εραστή της (τώρα εκείνος μετανιώνει που δεν έμεινε σημάδι). 

Τα γυαλιά μου κόστισαν μισό χιλιάρικο. Το θυμάμαι όταν προσπαθείς να με αγκαλιάσεις, αλλά πάντα το ξεχνώ όταν με τιμωρώ. Πέφτουν στο πάτωμα και αναπηδούν χλιαρά ή ξεκρεμιώνται από το ένα αυτί και μισοκάθονται στο μάγουλο που έχει παντζαριάσει. Το δεξιό αυτί, αυτό από το οποίο συνήθως ξεκρεμιώνται, αντιστοιχεί στο δεξιό το χέρι που είναι πιο δυνατό. Ακούω ένα βουητό και ζαλίζομαι και παραπατώ. Κάθομαι πάνω στη ράχη του καναπέ, κοιτιέμαι στον καθρέφτη και δε βλέπω καθαρά, αλλά γελώ με ό,τι μαντεύω και μου ρίχνω άλλη μια, ή δυο, ή τόσες μέχρι να κουραστώ ή να σκοτεινιάσουν όλα. Στο βάθος κάπου ανησυχώ νευρωτικά αν έσπασε ένα μικρό αγγείο στα κροταφικά εδάφη, γιατί σ'αυτήν την περίπτωση θα με χωρίσει η γλώσσα, και τι θα είμαι, αν είμαι στερεμένος από λόγια;

Είμαι ντυμένος με αυτή τη "συναινετική" βία. Γιατί το ίδιο σάλιο που καταπίνει κάποιος όλη μέρα, γίνεται βρωμιά όταν το φτύσει στο πρόσωπο ενός άλλου; Μετά απ'όλα και μέσα στη βραδινή μου ησυχία, όταν παίζει το βινύλιο του 1977 για τη ζούγκλα της Μαλαισίας και έχω ήδη πιει τη σόδα μου, ανακαλώ το πώς τραβιέσαι φοβισμένη όταν κινώ τα χέρια μου για να σε πιάσω, για να σε χαϊδέψω. Κάποτε, όχι μια φορά ή δυο, με τα ίδια χέρια, στο ίδιο κρεβάτι, σε έχω πονέσει έστω λίγο. Hei, ich hau dich mal nicht., σου λέω προς μαλακισμένη υπεράσπισή μου, και γελάς, γιατί γελάς; Du tust's einfach so, langsam, denn es gefällt dir so sehr, wenn ich Angst hab'. Το παράπονο στη φωνή σου... Μπορεί να έχω καιρό να σε χτυπήσω, αλλά δεν είναι πως δεν το επιθυμώ πολύ, δεν είναι πως δε βρίσκω άλλους δρόμους για τη "συναινετική" μας βία (αν και πάντα είναι υπέροχα να επιστρέφω στα παλιά). Η βία πίσω από τα καθαρά σιδερωμένα ρούχα και τη μάσκα του πολιτισμού, δηλαδή το ότι ακούω μόνο τρίτο πρόγραμμα και NDR Kultur και διαβάζω όλα εκείνα τα βιβλία που διαβάζουν μόνο οι πούστηδες και οι γκόμενες, μαγειρεύω, δεν έχω τρίχες στην κοιλιά, μιλάω λίγο, γράφω πήματα και γοητεύομαι από αμελητέες αηδίες, είναι το ίδιο γελοία με την "απρόσμενη" βία, δηλαδή τη βία που ζει τους δημοσιογράφους και τους ήρωες του κώλου, και το ίδιο τρομοκρατική: ένα ανάξιο ζώο που μ'ένα κρακ του λαιμού δε θα είναι ποτέ πια, να αποκτά τόση σημασία.

Η συμπάθειά μου για τη βία λερώνει τα πάντα σαν το μελάνι της σουπιάς, αλλά δεν είναι τίποτε άλλο παρά απάτη. Το ίδιο μου το σώμα είναι απάτη. Όφειλε να ομολογεί ειλικρινά τα όσα κρύβει, δηλαδή τις ασύμφορες ιδεολογίες, τις διαστροφές, την εγωπάθεια, την πλαδαρή βαλβίδα και το νευροστόμαχο. Σπάνια μόνο καταρρέει λίγο και διακριτικά: όταν έπαιρνα τα αντιπηκτικά στο δεύτερο έτος, συνειδητοποίησα πως ο λαιμός και το ένα μου μάγουλο ήταν στικτά από μικροσκοπικές σκούρες φακίδες. Μα εγώ δεν είχα ποτέ φακίδες. Δεν ήξερα ακόμα πολλά από ιατρική, και ο Β. Ε., που τότε ήταν έκτο έτος και νεοναζί, και τώρα είναι νεοναζί και καρδιολόγος, μου είπε, Αυτά ρε συ είναι πετέχειες. Χτύπησες πουθενά; Για λίγους μήνες αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τις αγαπητές μου πρακτικές. Η εποχή εκείνη συνέπεσε με μια ατυχή συγκυρία (ξέρεις καλά ποιος είσαι και σε χαιρετώ) που με σύστησε στο νέο κόσμο της μεταβατικής βίας, μια αληθινή Αμερική. Οι σανίδες του διαμερίσματος της παλιάς πολυκατοικίας στο παράκεντρο της πόλης ήρθαν κοντά στο πρόσωπό μου. Ήμουν τόσο πολύ θυμωμένος που απομνημόνευσα με ακρίβεια τα νερά, τις πληγές και τους λεκέδες των σανιδιών που χωρούσαν στο οπτικό μου πεδίο. Πιαστήκαμε μουγκρίζοντας στα χέρια. Στο τέλος είχαμε και οι δυο τα ρούχα μας σκισμένα. Έφυγα τρεχάτος και ο άλλος βρόντηξε πίσω μου την πόρτα. Κατεβαίνοντας τη σκάλα τον άκουσα που φώναξε Καριόλη!. Αγόρασα μια μπύρα ΚΕΟ από το μαγαζάκι της γωνίας που τώρα έχει κλείσει και την ήπια μονορούφι. Το επόμενο απόγευμα ξαναβρεθήκαμε στο διαμέρισμα με καλύτερες διαθέσεις. Μ'αρέσει πολύ να υπονοώ... τι; Ό,τι υπονόησα κι εδώ. Αυτό το κείμενο είναι παραδοχή συστηματικού λάθους. Η μάνα μου ήταν έγκυος το καλοκαίρι του 1987 και τράβηξε αυτή τη θαμπή φωτογραφία με την Κάνον που έχω τώρα εγώ, χωρίς να έχω καταφέρει να βγάλω ούτε μια με την ίδια τρυφεράδα.

-

Η κακοκαιρία στο μικρό νησί μπορεί να σε στραγγαλίσει. Ο αέρας σκίζει το αλάτι απ'το νερό και το πετάει σαν άμμο πάνω στα θολωμένα τζάμια. Στη σκοτεινιά δεν ξεχωρίζει το χιόνι από τις στάλες του ιδρώτα. Τα λίγα δέντρα προσκυνάνε. Η λάμπα τρεμοπαίζει. Ο δρόμος είναι κολυμπήθρα. Το κατώι έχει κρυφτεί. Οι κουβάδες κάτω από τις γνώριμες τρύπες της σκεπής σιγοντάρουνε το χάος. Κι έπειτα βρισκόμαστε στο μάτι. Μια ανάπαυλα σιωπής, μια ιστορία αγάπης.



Delirium σκέτο

τρικυμία αδιαπέραστο σκοτάδι πυκνότατη βροχή
τραμπάλα σε μια σκάφη χωρίς κουπιά χωρίς φανάρι
ο Χριστός κατέβηκε και μου'δωσε φωτιά νερό κι ένα τραπέζι
-Γιατί με βοηθάς; Υπάρχουν πολλοί καλύτεροι από μένα.
-Το μόνο που έχει σημασία είναι να μετανιώνεις.
















?

Som regel

“'You have to let other people be right' was his answer to their insults. 'It consoles them for not being anything else'.” 


















Wêr wennest do dan?

ή Όταν το ομολογήσεις, παύει να είναι σύμπλεγμα

Στην κοιλιά μιας φάλαινας στην άμμο μιας ρηχής ακτής περιμένοντας τη φουσκονεριά να πλύνει τα ζουμιά που καίνε τα πάντα εκτός απ'τα οστά, ποιο ταξίδι απέτυχε απ'όλα;

Το δεύτερο νησί: εκεί που η λάσπη κολλάει στις πατούσες και κάθε βήμα βεντουζώνεται στη γη, εκεί χώνοντας την παλάμη στο χυλό δεν ήξερα τι κρυβόταν από κάτω, ένα σκουλήκι, ένα φαγωμένο χτένι, μια δράκαινα, ή απλά μια σούπα σαπισμένα φύκια. Το νερό με περίκλειε σφιχτά και σκοτείνιαζε αμέσως. Η θολούρα γύρω ήταν μια πρόσοψη θανάτων. Τα ψάρια που ενδιαφέρονται μυρίζουν αν ματώνεις από δεκατέσσερα μίλια μακρυά, τα ψάρια που ενδιαφέρονται βρίσκουν γρήγορα τα κουφάρια. Από το ύψωμα η θάλασσα φαινόταν εξωτική σαν καλλαΐτης. Από κοντά ήταν όπως οι αιθέριες γυναίκες, πυκνή, αδιαπέραστη. Το σύγκρυο που μ'έπιανε μόλις μου'γλειφε το λαιμό μου έλεγε χωρίς να μου μιλήσει πως είμαι ξεχασμένος. Η ομίχλη έκοβε τον κόσμο καθαρά, και δεν υπήρχε άλλο νησί, άλλη στεριά, παρά εκείνη η σταγόνα στενοχώριας. Και δεν υπάρχει άλλο νησί, άλλη στεριά... Το χνούδι των καρπών μου και των εγγύς φαλάγγων έλαμπε όταν στεκόμουν στον ήλιο, σχεδόν σα να κόστιζε κάτι, όμως πιο ακριβό ήταν το αλάτι απ'όλα. Το μάζευα στην πετσέτα, μου το νόθευε το χώμα και λυπόμουν, και λυπόμουν.

Το πρώτο νησί: έχω άλλοτε γράψει άλλα γι'αυτό που δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να φτάσω, που σήμερα όταν θυμάμαι δυσπιστώ, πώς βρήκα τόσες και τέτοιες λέξεις; Πού; Ποιος ήμουν τότε κι έγραψα, και είπα, και σκέφτηκα αυτά; Στη μεγάλη παραλία με τη "ζαχαρένια άμμο" (εδώ παραθέτω τον ίδιο μου τον εαυτό) ξαπλώσαμε, ο φίλος μου κι εγώ, ανάσκελοι δίπλα δίπλα, όπως κάναμε συχνά. Δεν ήταν όμως μια μέρα θλίψης, δεν είχε συννεφιά, δεν έπεφτε ψιλοβρόχι, μα φυσούσε μια ήσυχη πνοή, κι έφεγγε ένα όμορφο καλοκαιρινό φως, και ακούγαμε την άμμο που κατρακυλούσε από τους αμμολόφους, και τις φτέρες της αρμύρας, και το κύμα εκείνο το βαθύ, το κύμα της ανοιχτής θαλάσσης. Τότε μου είπε κόπηκα στη γραμμική άλγεβρα (ik hab V-Algebra nicht bestanden), η πρώτη από πολλές φορές, και τα μαλλιά σου μοιάζουν με κριθάρι την ώρα της δύσης (dein Haar sieht wie Koarn bei Sinneundergong aus). Γέλασα κοροϊδευτικά κι έκαψα μια τούφα με τον αναπτήρα, δε θα ζούσα στην παρένθεση μιας γλυκερής ταινίας. Πιο δίπλα ένα τεράστιο γλαρί έσκουζε kruwwk, kruwwk. Αν δεν κάνουν οι άνθρωποι το σπίτι, το κάνει η μαρτυρία. Η θάλασσα εκεί δεν ήταν χωρισμός. δεν ήταν τιμωρία.

Εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν ερωτευμένος με το νησί. Εικοσιοχτώ χρόνια!

Wêr wennest do dan?
Στην κοιλιά μιας φάλαινας στην άμμο μιας ρηχής ακτής.


O, mam an aatj sat uun de blä dörnsk bi de letj trinj boosel
an iidj marig an braaset eerpler mä kniiwer, furken an skaaia...


Keineswegs


Manchmal vergesse ich wo ich hingehöre
unter einer Menge Sprachen Stummer, unter Brüdern Einzelkind
immer noch erinnert mich das Meer an dies:
nur dem Tod gehören wir

x



Η αθώα σταθερά

Το ανυπόφορο δάκρυμα των Ιονίων Νήσων και οι πέντε ξύπνιες νύχτες που πέρασα στα γόνατα στίβοντας τις πετσέτες μέσα στον κουβά μου έδωσαν να καταλάβω πως δεν είναι όλα τα νησιά νησιά, και όλα τα σπίτια σπίτια. Όσο οι φακοί απροθυμούν ολοένα να ενδώσουν, και επιτάσσουν να βγάλω τα γυαλιά για να ράψω ή να διαβάσω, οι αδυναμίες μου γίνονται ιδιοσυγκρασιακά μυστικά, και η απρόσφορη επιθυμία να φανώ σκληρός σαν εφηβικό καυλί σβήνει (dim.). Μετά τη δύση του ηλίου γίνομαι φωτοφοβικός. Τα φανάρια του αμαξιού φέγγουν ένα αχνό κίτρινο φως. Ο Μ. στο συνεργείο, που έχει μείνει χωρίς φρύδια από τη χημειοθεραπεία, πρότεινε να δώσω τα εκατόν πενήντα για να έχω μια μόνιμη μέρα εμπρός από το καπώ, και του είπα την αλήθεια, πως τα αποκαλυπτικά φώτα με κάνουν νευρικό. Δε λυπάμαι τα λεφτά. Προτιμώ να μαντεύω, παρά να αναγκάζομαι να δω.

Εξετάζω τις γωνίες του ξένου κρεβατιού, και έπειτα σαν υστερική κυρία ξαπλώνω τελείως ντυμένος και άκρη άκρη, γιατί το στρώμα είναι πηγάδι βουρκωμένο. Κάθε απόγευμα δίνω μια αστεία μάχη ενάντια στο ξερατό, και στις πιο πιεστικές ώσεις της ναυτίας, εστιάζω στα χέρια μου που έχουν μεταμορφωθεί σε χέρια κάποιου άλλου, και ό,τι έχουν παλαιότερα πράξει έχει σβηστεί από τη μνήμη τόσο τη δική μου, όσο και αυτωνών, το άδειασμα αυτό το συναντάς μαζί με τα άλλα βάτα και αγριόχορτα στη διαδρομή. Η Πολωνέζα από το ανθηρό μου παρελθόν μου στέλνει κάθε χρόνο κάτι νοσταλγικό για τα γενέθλια και κάθε φορά η γλύκα της με βρίσκει πιο μακρυά από εκείνη την τυφλή αφοσίωση στο χλωμό κορμί και τις χαρές που είχε να δώσει. Παντρεύτηκε το φυσιοθεραπευτή, της εύχομαι τα καλύτερα αλλά δε θα το πω ποτέ γιατί δε θέλω να απαντήσω σε ό,τι γράφει.

Ξόδεψα τη συντροφιά σου σκεπτόμενος τη στενοχώρια των μεγάλων αποστάσεων. Παραπατούσα μια στο νερό και μια στις πέτρες. Δίπλα ήταν μια συστάδα αχινοί. Ο πουνέντες σφύριζε ανάμεσα στο φάρο και στο βράχο, μια βδομάδα αποκλεισμένοι στον τόπο της εξορίας αγκαζέ με τα πνευμονικά οιδήματα και τη φυάλη του οξυγόνου, δε σε άγγιξα ούτε για να σε καλωσορίσω, ούτε δα. Σε μύριζα δίπλα μου και σχεδόν σε σιχαινόμουν. Είπες αυτολεξεί γίνεσαι βήμα βήμα λιγότερο ερωτικός. Κι ενώ ξεστόμιζες αυτή τη σαχλαμάρα, η όρασή μου εξαντλιόταν στα βρεφικά σου βλέφαρα, και όλο το υπόλοιπό μου σώμα είχε μείνει κάπου πίσω, είχε ξεχαστεί. Έχω μόλις περάσει το δεύτερό μου μπρις, οι θάνατοι ξεχώρισαν το αίμα μου από την πνοή όπως η μαγείρισσα στο φτηνοφαγάδικο ξεχώρισε το κρέας απ'το κόκκαλο την Κυριακή που είχατε νηστεία. Ξέσυρα σε κλίματα που με αρρωσταίνουν, είναι όλα στροφές του τιμονιού, έχω δική μου την ευθύνη, δεν είμαι στάλα ενοχικός, δεν είμαι και πολλά, αρχίζω και τελειώνω στη μια μου ιδιότητα, κι αν πέρασα χρόνια απαρνούμενός την, κακώς, γιατί της έχω ορκιστεί. Είμαι έτοιμος, σχεδόν αδημονών, για περισσότερους πάσχοντες, για περισσότερους νεκρούς, για νέες ευγνωμοσύνες που ξεχνιούνται στο λεπτό. Μια γκόμενα με έγλειψε νιώθοντας υπόχρεη που δεν είχα χύσει, τα σάλια της μου βρέξαν το βρακί, την έσπρωξα πέρα γελώντας από την αηδία. Αυτό με κάνει λιγότερο ερωτικό; Κάποτε θηλυκώνω το λαιμό μου τραβώντας μαλακία. Αυτό; Σε σκέφτομαι συχνά, γρήγορα σε ξεχνώ, στο τρίωρο αλλάζει ο καιρός. Δε με απασχολεί το μεγαλείο των παθών, με απασχολεί το βολόδερμα ανάμεσα στις συγκινήσεις. Αν γίνομαι... ας γίνομαι. Έχω κάπως βρεθεί με το προνόμιο. Εσύ είσαι που δεν αλλάζεις, δε γίνεσαι μα είσαι, είσαι η αθώα σταθερά.

Η χαρά της νιτρογλυκερίνης

ο σκώρος αφήνει ταλκ κεραμιδιού στο μέσο και το δείκτη
αίμα λαμπρό στάλες βροχής τα ματοβόλβια έξω απ'το κρανίο
η λάσπη της αργύλου γλείφει το κουφάρι της δεύτερής μου γάτας

ποντίκια σαύρες σούρτα φέρτα όλο αυτό το γελοίο ενδιαφέρον
δεν είπαμε στο γιατρό πως είχε πέσει κουφάλες δε σας έχει τιμωρία
δε σας έχει και ευτυχία παρά τα βρώμικα λεφτά

κάποιος γκάζωσε στα τριάντα μέτρα για αυτόν μόνο το λόγο
η θάλασσα τραβιέται συνωμοτικά τρεις μέρες τώρα
το μέτωπο του καιρού τρέχει προς την ανατολή και αύριο

θα ξημερώσει νύχτα, χαλάζι και αχλή
οι γονείς που μ'έβγαλαν από το τότε του θανάτου
πλήρωσαν για να τριγυρνώ τον κόσμο πότε λογικός και πότε ψεύτης

αυτή ήταν η τιμή του μπανάλ θαύματος της γέννας
το χέρι στο στέρνο η χλέπα αυτή του Πριντσμετάλ
αίμα θαμπό στάλες ξερές οι μύγες κόβουν κύκλους

η μοναξιά είναι στενή και πνιγηρή όπως και η κρεμάλα
αλλά το χύσιμό της είναι αλλιώς και αν η μόνη σου αναστολή
είναι η ατίμωση του τι θα πούνε οι λεχρίτες

όταν σε βρουν γυμνό μαλακισμένο κρεμαστό από το πομολάκι
ε γάμησέ τα μια γουλιά κονιάκ για κάθε όνομα σωστό
ξεπλένει τη ντροπή και δώσε να τους δω πίσω από το παραβάν

δε φτάνει μια διαστροφή δε φτάνουν δυο
δε φτάνει ο καιρός για να γυρίσω πίσω

συνάδερφε που θα μου φτιάξεις τη βαλβίδα στρίψε μου δυο γύρες και τ'αρχίδια
στο μεταξύ περνάμε χαλινάρι στην καρδιά
πέφτω ανάσκελος τρυπάει την πλάτη μου και βγαίνει στο κρεβάτι

Ε Π Ι Σ Κ Ε Π Τ Η Ρ Ι Ο Ν

Η ήπειρος που κείται ανάμεσά μας είναι η ετοιμοθάνατη χοντρή που ξεψυχάει στα χέρια μου κι εγώ δε βρίσκω φλέβα. Ο θεός με βλέπει και με γαργαλά με τον ιδρώτα ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Το σώμα της θα το φυλάξουμε εγώ και η σκόνη του σπιτιού μου σομερίμ ώσπου να έρθει ο γείτονάς μου ο παπάς και να τη στείλει να βρει το χώμα πάλι. Οι συγγενείς της είναι όλοι στις Αμερικές και θα έρθουνε μετά. Στο μεταξύ ένα εικοστετράωρο θα την έχω πεθαμένη να κοιτά την αφίσα με τα καράβια της ναυτικής εκπαίδευσης.

Στα οχτώ ολόκληρά της χρόνια της χηρείας, είχε προλάβει και είχε δοκιμάσει όλους τους παντρεμένους του νησιού. Είχε να δείχνει ένα μουστάκι τουρκικό και δυο μπράτσα ένα μπούτι έκαστο μοσχαρίσιο. Δεν πένθησε ποτέ αλλά τίμησε τον φυτεμένο ζηλευτά, ξέρει αυτή πώς και εσωτερικά. Έπλεκε ζακέτες για τον τεράστιο εαυτό της για να είναι μακρυές και μου είχε φέρει λουκουμάδες δυο φορές. Αυτή ήταν η ετοιμοθάνατη χοντρή, νυν νεκρή. Η χηρεία της ξεκίνησε εκείνον το Σεπτέμβρη που έτυχε κι έπαιξες το κακό χαρτί και έχασες τέσσερα χιλιάρικα κορώνες και την αξιοπρέπειά σου, στα οχτώ ολόκληρά της χρόνια χηρεμένη, εμείς προχωρήσαμε αργά προς τα ενδότερα του κώλου. Όσα συνέβαιναν εκεί, στο νησί, στο Φλένσμπουργκ, στο Όσλο, στη Σαλονίκη, κι όσα συνέβαιναν εδώ, στην Κέρκυρα, στη βραχονησίδα, στο κατωχώρι, στο "ντράφο" από πίσω, στο σπίτι της με τις πέτρες, ήταν από το '87 γραμμένο να ανακατευτούν και να μη βρίσκουμε άκρη.

Οι φασιανοί έχουν φωλιάσει πίσω από το γιατρείο. Τουφέκισέ τους να φάμε δείπνο μυστικό! Τουφέκισέ τους αλλιώς θα τους τουφεκίσω εγώ! μου λέει ο αλογατζής στο καφενείο. Το πρωί οι κοτοπουλίσιοι γείτονές μου κρώζουν και κορδώνονται με το γυαλιστερό τους φτέρωμα και μου ρίχνουν βλέμματα τόσο αθώα και περίεργα πίσω από τη τζαμαρία που θέλω να τους πάρω έναν σε κάθε μασχάλη και να φύγω τρέχοντας για την Ιταλία και από εκεί το τραίνο και γραμμή για το διαμέρισμα στο Χάμπουργκ - Φέντελ όπου θα είμαστε εγώ και οι φασιανοί μου. Πριν συμβούν όμως αυτά, πρέπει να μεσολαβήσουν άλλα, απρόσμενα, και κάποια σχεδιασμένα μα κρυφά. Πρέπει να αφήσεις το αρκουδάκι σου στην ακριβή σπηλιά που έχετε υποθήκη και να μου φέρεις τα καπνά και να σε κεράσω μπράντυ Πιλάβα με καφέ και άλλα τέτοια φιλικά και αντρικά αρκεί να το θέλει και ο καιρός αρκεί να το θέλει και ο θεός
γαμώ, γαμώ, γαμώ...



Χρόνια νοσήματα

one day you'll be a boy too old to have a dad
fear prepares you every day for that

x

zwischen Wind und Wasser liegt ein Dingi ja liegt nur da mal bewegungslos
du, hilflos, fisperst irgendwas aber es verschwindet den Wellen zwischen
verloren schon?

x

το γήρας σε βρίσκει μέσα από τους θανάτους των άλλων
μείνε μόνος μη δίνεις στόχο


Περί εντοπιότητος

ΕΧΤΕΣ τις ώρες τις νυχτερινές έμεινα ξυπνός κοιτώντας σε στα μάτια. Ήσουν καθισμένος μόνος σε έναν από τους πάγκους της εκκλησίας από όπου ξεκίνησε ο λαισταδιανισμός. Κάτω από τη στεγανή σκεπή, στη ζέστη που μύριζε από το μοναδικό κερί, ήμασταν ομόθρησκοι και ομοεθνείς. Η ιστορία μας περίμενε έξω, με τα μνημεία της, τους νεκρούς, τους επιζώντες, μάλιστα, έφτανε ως εκεί, στου διαόλου τον κώλο, δεν τολμούσε όμως να πλησιάσει παραπάνω εκείνους που αμαρτάνουν στον κόρφο του προτεσταντισμού, θέλει να είσαι ξεχασμένος για να οργίσεις έτσι αυτόν τον ολιγαρκή θεό.

Η γυναίκα μου είπε πίνοντας το κονιάκ πως η ιστορία έχει τελειώσει. Έψαξα τον αναπτήρα στην τσέπη του πουκαμίσου. Αν η ιστορία έχει τελειώσει, εγώ τι θα έχω για να περηφανεύομαι; Μια σύντομη ευημερία; Αυτό;

Δεν είμαστε ό,τι έχει προηγηθεί, δε μας ορίζουν οι διαδοχικές οργανωμένες συνευρέσεις που έτυχε να καρποφορήσουν. Έτσι ήθελα να πιστεύω, αλλά το βούτυρο στα χείλη σου είναι το Βόρειο Σέλας, και στα δικά μου απόδειξη ενοχής, οι λάσπες στα πόδια της πικρής κυρίας είναι ταυτόσημες με τα λεπτά μαλλιά της, και τις νύχτες το πρόσωπό της μοιάζει με πανσέληνο υπερκορτιζολική πάνω από το νησί, εγώ είμαι περαστικός της. Οι γονείς της είναι γηγενείς, το αίμα τους απρόσμεικτο, βρασμένο είναι ίδιο με το συρόπι από τα μούρα των θάμνων της πίσω αυλής του πατρικού σπιτιού της. Πάνω από το τζάκι τους έχουν το πορτραίτο δυο γέρων από δυο αιώνες πριν, και ξέρουν πως μουνί μουνί τους έχουν φέρει από εκεί σ'αυτό το μέρος, σ'αυτό το παρόν. Όλα τα χρόνια ζήλευα τις οικογένειες της κλειστής επιμειξίας. Τώρα έμαθα πως είναι προτιμότερο να είσαι μπάσταρδο σκυλί παρά καθαρόαιμος κρετίνος. Δεν υπάρχει τίποτε ανάξιο στον παππού που γλίτωσε κρεμασμένος κάτω από το βαγόνι χίλια χιλιόμετρα δρόμο μόνο και μόνο για να πεθάνει καθιστός υπνωτισμένος από τη φωτιά που έκαιγε μέσα στη σόμπα όταν τα πράγματα είχαν στρώσει. Δεν υπάρχει τίποτε ανάξιο στον πατέρα που πεθαίνει κάθε μέρα από λίγο καθιστός σύμφωνα με τη σύντομη ιστορία μας. Δεν είναι μεμπτό που γράφουμε παράδοση που ξεχνιέται κάθε δυο γενιές, γιατί έτσι τα λάθη τα οικογενειακά είναι εφήμερα και προσωρινά όπως και εμείς.

Η γυναίκα υπήρξε κάποτε δική μου, μα τώρα τα οξυγονωμένα νύχια και ο τρυφερός λαιμός της δε με αφορούν. Η ιστορία μπορεί να έχει τελειώσει αλλά θα επιμείνω. Ο αναπτήρας άφαντος, καλύτερα, να γυρίσω και στα σπίρτα.

Στην είσοδο του γιατρείου κρέμασα μια άδεια μεζουζά, δεν την παίρνει είδηση κανείς αλλά και που τη φιλώ δε με παρηγορεί. Θα ήθελα να ντυθώ χασιδιστής και να εξαφανιστώ πίσω από επτά άψυχα παιδιά στο Ισραήλ και να δω τη Μέση Ανατολή καμένη γη τόπο νεκρών. Αλλά αυτό θα ήταν αυταπάτη, το ανήκειν δεν επιτρέπεται στους γύφτους. Ντύνομαι άγαμος κόρη της αρετής χωρίς άποψη και πίστη, και εξαφανίζομαι ανάμεσα σε Ελληνοϊταλούς και Ιλλυρίους, μέσα στο πηχτό σκοτάδι της ελλειπώς ηλεκτροδοτούμενης περιοχής.

φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ

(το πλατώ)

Sprich nicht!
Du redest in den Wind...

Είδα τον ήλιο που το έσκαγε για την Ιταλία. Και τώρα ξεκινάει το δύσκολο τρίτο της ζωής.

Ένα κιβώτιο βιβλία στέκεται δίπλα στο κρεβάτι για παρηγοριά. Από την κρεμάστρα στο απέναντι ντουβάρι, εκείνο που έχει και την αφίσα από τους αγώνες ιστιοπλοΐας, κρέμεται η σάκα μου και ένα φουστάνι της μικρής. Ντυμένος στα μαύρα από το σώβρακο ως τις κάλτσες, είμαι εγώ όπως με ξέρεις, μισοκαθιστός, ακουμπισμένος σε δυο μαξιλάρια, χωρίς καμιά βιασύνη. Στο στρώμα κάπου χωνιασμένα βρίσκονται τα γυαλιά μου, τα γκρίζα, όχι τα χρυσά, τα σπίρτα, ο Βίκτωρας Ουγκώ και τα ρυθμονόρμ. Αυτή η κομπανία δεν κάνει φασαρία. Το μόνο που ακούγεται είναι τα άρουρα που μπαινοβγαίνουν στις φωλιές τους, κάτω ακριβώς από τα παράθυρα. Σε λίγο, μόλις καλοσκοτεινιάσει, θα ανάψω το κερί.

Ένας άντρας που παραλίγο να πεθάνει στα χέρια μου ήρθε εχτές και μου έρραψε τον αγκώνα στη μασχάλη με ράμμα συρματόρραμμα. Με χαιρέτησε και έφυγε από τη σκηνή. Έμεινα ξαπλωμένος στο εξεταστήριο. Πού στην ευχή έμαθε να ράβει;

Κάνω γιατρείο με τα ίδια ρούχα που κοιμάμαι και το βράδυ. Δε φοράω ρόμπα, δε φοράω μάσκα, τις μισές φορές υποδέχομαι τους ασθενείς με κάλτσες και φλιφλόπια, αλλά για να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου, είμαι ευλαβικός με τα γάντια από το Λιντλ. Τα αποστειρωμένα είναι μόνο για τα Σάββατα. Η μελλόνυμφη που της λείπει το κωλάντερο και έχει κιρσούς από τους αστραγάλους ως τα μουνόφυλλα παραπονέθηκε. Η προηγούμενη γιατρός ήταν καθωσπρέπει. Ο τωρινός; Έτσι έκανε όταν ήταν στη Γερμανία; Εκεί η πίπα έσταζε κοστούμι και γραβάτα και ο φλόμος έδινε κι έπαιρνε στα ευγενικά. Κι εκεί κι εδώ το στόμα μόνιμα κλειστό, τα λεφτά είναι έτσι κι αλλιώς λειψά.

Την ερχόμενη βδομάδα θα ορκιστώ στα ισπανικά. Δε θα ψευδορκήσω. Θα γίνω σένιος και θα φωτογραφηθώ με τον καινούριο μου σκοπό από στομάχι κατσικίσιο. Δε θα είσαι εκεί για να με δεις. Θα προσπαθήσω να σε θυμηθώ.

Στην κίτρινη σακκούλα από τα αφορολόγητα του Ντύσσελντορφ κρύβονται εικοστρείς καπότες που δε θα χρειαστώ, το Βε-Ντε-Φίρτσικ, ένα μπουκάλι υγρό για αναπτήρες, τα ζάναξ και σαπούνια υποαλλεργικά μέσα στα κουτιά τους. Σκέφτομαι κάθε μέρα πότε θα μ'επισκεφτείς. Σχεδιάζω από τώρα πώς θα σε... και πώς μετά θα σου ζητήσω ήσυχα μια φορά αυτό που είναι να σου ζητήσω, και θα με χτυπήσεις χωρίς αναστολή μέχρι να αρχίσω το παρακαλητό, και την επομένη τούμπα. Έχεις μετρήσει πόσα λέγονται και πόσα εννοούνται, το ξέρω που κρατάς λογαριασμό. Είμαστε τόσο ειλικρινείς για όλα εκτός απ'το γιατί.

-

Είναι ένα ξέφωτο στην ανατολική πλαγιά, χωμένο στα πεύκα και τις οξιές, στο οποίο φτάνεις με γλίστρημα και κωλοτσούλημα σε ένα μονοπάτι μονίμως γλιτσερό που έχει το πλάτος μιας πατούσας. Στο ξέφωτο αυτό υπάρχει μια οικογένεια αιωνόβιες ελιές που μοιάζουν με σεκόγιες. Εκεί, ανάμεσα σ'εκείνες τις ελιές, βγαίνουν βόλτα οι μπεκάτσες. Δεν πάω εκεί τα απόβραδα για να τις τουφεκίσω. Πάω για να κρυφτώ.

-

Τα πόδια του κρεβατιού, του γραφείου, της καρέκλας είναι φουσκωμένα. Η μεταλλική ντουλάπα που προοριζόταν για τα μητρώα έχει αναρριχόμενη σκουριά. Οι κάλτσες και οι πετσέτες στα κάτω ράφια μυρίζουν ρουφιάνα γη. Το κιβώτιο με τα βιβλία λερώνει το σεντόνι στο κρεβάτι. Το πάτωμα είναι όπως η ακτή μας το πρώτο δίωρο της άμπωτης. Χωματοσκούληκα, ισόποδα, ακρίδες και κουνούπια πλέουν και βυθίζονται πνιγμένα στο ανάλατο νερό, ανάμεσα σε λάσπη λευκή, χαλίκια και ξηλωμένα χόρτα. Στο κέντρο της γελοίας μικρής καταστροφής είμαι εγώ όπως δε με έχεις ξαναδεί, άπλυτος, γυμνός, σκεπασμένος μέχρι τη μέση με το πράσινο κουβερτάκι, καθιστός, τελείως νικημένος, με τα τραπουλόχαρτα να βόσκουν ανάμεσα και πάνω στις ζάρες. Δε σου είπα βέβαια κουβέντα για το θέμα, η ήττα είναι πάντα μυστική.

(Δεν ήταν η βροχή, ούτε η απομόνωση, ούτε η αργομισθία, ούτε η κρίση της στηθάγχης Πριντσμετάλ, ούτε τα νιτρώδη που δανείστηκα από το φαρμακείο του μαγαζιού μου, ούτε το όταν έρθω θα σε βοηθήσω. Δε νικιέμαι από τέτοιες μαλακίες. Αυτό που με έκανε κομμάτια ήταν που δεν έβγαινε η πασιέντζα.)