© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Tienes que sacarlo desde la raíz

Tienes que sacarlo desde la raíz.
Sé firme, y tienes que decir "sufrimos".
—Sufrimos.

Το σούρουπο δεν προχωρά δε μετανιώνει. Η ελαιογραφία που κρέμεται πάνω από το γραφείο, το καλοκαίρι του βορρά τα καταπράσινα μαλλιά των λόφων η ανίατη υγρασία οι πνευμονίες οι φθισικοί. Ο χειμώνας είναι ισοβίτης στα παλιά σπίτια. Όλοι από το 1890 πίσω από τα χοντρά ντουβάρια, οι πνιγμένοι στ'ανοιχτά. οι χαμένοι στις Αμερικές, οι τελειωμένοι, οι χρεωμένοι, οι τυχεροί.
Νεκρή φύση: ένα χέρι κρέμεται από το πλάι της καρέκλας. Τα δάχτυλα είναι σε ελαφριά κάμψη. Μια βδομάδα έτσι και το ρολόι δεν εδέησε να πάψει και ο χρόνος του δε χορταίνει να τελειώνει. Το παράθυρο είναι ανοιχτό και μανταλωμένο στο σκουριασμένο ποδαράκι, και απ'το ποδαράκι στο περβάζι πρόλαβε και κρέμασε ένας ιστός αράχνινος σαν τριχωτό σεντόνι. Τώρα θα φύγω, ετοιμάζει και βροχή.

Η γη ανακατεύεται, αλλού θεοσκότεινη, κολλώδης και υγρή, κι αλλού λεπτή, πανάλαφρη, ξανθή, κάπου πάντα της γκαστρωμένη, κάπου πάντα της στείρα. Διώχνω μια τούφα που έχει πιαστεί στο στόμα. Έχω ψηλώσει τριάντα μέτρα έχω ψηλώσει τριάντα χρόνια. Τρέχω. Τα δέντρα στο νεκροταφείο τρώνε τις στάχτες του έθνους και ψηλώνουνε κι αυτά. Το επιτύμβιο είναι για όλους ίδιο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Πέφτουν οι πρώτες στάλες πέφτουν οι πρώτες στάλες δηλητήριο απ'το λαβούρνο που έχει φούντωση. Τα νερά γύρω του ποταμού και των παραποτάμων τα υπόγλυκα τα υφάλμυρα τα σάπια τα νερά χύνονται στην αμμουδιά, τρέχω λίγο ακόμα και τώρα που έχω φύγει θα σταθώ.
Ωπ! ο κόλπος της Εσπεράντζας ανοιχτός ευθύς εκτεθειμένος στους δυτικούς καιρούς ο τόσο λίγο κόλπος, το σύνορο του σύμπαντος.

Από ψηλά εκεί που έχω ανεβεί από τα αγκίστρια που αναρτώνται απ'το σβέρκο τους τα κυνήγια στρέφω το βλέμμα κάτω. Στην άμμο γράφονται μια, τρεις, πέντε, εφτά μικρές λερωματιές και η άμμος τις εξαφανίζει στη στιγμή κι έτσι κανείς μας δε ματώνει. Ένα κύμα αφρίζει παραδίπλα και ανασταίνει ό,τι έχει ξεβραστεί. Πέθανα κάποτε στο νησί, ακόμα με ψάχνουν τα σκουλήκια, α, και θα με βρουν, έχε υπομονή.

Τι τρέχει

Η λόξα στο μυαλό
καθαρό κούτελο ούτε τύψη
λαιμός εκχυμωμένος δουλειά ή αναψυχή
γιακάδες Μάο Παναγία Φανερωμένη

πεθαίνω πεθαίνεις κάθε πρωί
πτήσεις πλεύσεις
κινούμενη άμμος λάσπη κόλλα
σούρσιμο στο μουσαμά πέντε και χάραξε

στο πλάι το βάρος των βημάτων σε χρυσό
δε βγαίνει το χαρτί δε βγαίνει το χούι
συννεφόκαμα νησί για νησί χώρα για χώρα
αυτή η άλλη η ανελέητη επαρχία αυτή η απομεριά

καρφί κέφι στο κέρατο
εμπύρετα μάγουλα του Γκόττρον οι κηλίδες
φτερά της πεταλούδας ηλιοτρόπια
φθίση και ζωή αυτή είσαι εσύ

σκοτάδι και χαίνει πάντα μισό
ούτε μία ντροπή στον κόσμο δεν είχα ποτέ
αφέγγαρες θλίψεις ανάλατες χαρές
και ίσιος και στραβός και πούστης και σωστός

το χέρι μου ψηνόταν κάτω απ'τη φούστα σου τα μάγουλά μου στις φλόγες σαν εφημερίδες σε ρωτούσα αφελής Τι τρέχει γυναικάκι; για να με χτυπήσεις με την ανάποδη του χεριού στο παραλαίμι και να μου πεις να μη σε ξαναπώ έτσι.

Εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη

11 Μαΐου

Κάθεται με το γυμνό κωλί της στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Απ'το παράθυρο έρχεται και βρίσκει τον ώμο και την κλείδα της το φως της μέρας του βραδιού. Τα φρύδια της έχουν σμίξει σαν ταξιδιώτες στο Βαρδάρη, κι ανάμεσά τους στενεύει άδεια η Λαγκαδά. Τα δάκρυά της βρίσκουν δρόμο και γλείφουν το λαιμό της. Οι λεπτές της φαβορίτες έχουν κολλήσει στα μάγουλα κι έχουνε σγουρύνει. Κάθομαι με το σώβρακο στην κουνιστή καρέκλα της απεναντινής γωνίας και πάω μπρος πίσω. Έχω πιάσει τα μαλλιά μου παραμάσχαλα. Σφίγγω τα χείλη, δαγκώνω το μουστάκι, ρίχνω ένα βλέμμα στα ποδοδάχτυλά μου πάνω στο χαλί, κι έπειτα πίσω σ'αυτήν, στα πόδια της τα διπλωμένα και χωμένα στο ύφασμα και στο ίδιο το κορμί της. Στο δέρμα της που μαρμαρώνει φαίνονται οι φυλλωσιές φαντάσματα σαν της λιακάδας στους εξάκλινους του Παπανικολάου, οι εφημερίες έχουν κι αυτές το τίμημά τους. Όλοι οι νεκροί της στις μυστικές πτυχές της, κι όλοι οι ζωντανοί στο διάολο. Στον άλλο ώμο που δε φωτίζεται βλέπω το βάρος των αγκίστρων και το παπαγαλάκι των εξωτερικών. Κανείς απ'όσους τη δοκίμασαν δε μπόρεσε να την ξεχάσει, ούτε εγώ. Καμιά απ'όσες με δοκίμασαν δε μπόρεσε να με ξεχάσει, ούτε αυτή. Κι έτσι γελαστήκαμε, χα - χα. Ρωτάω, πόσο μπορεί η ηλίθιά μου σάρκα να κοστολογηθεί; Στη δημοπρασία είχε ερημιά, αλλά έπεσε ένα χιλιάρικο και τρεις μέρες αναρρωτική, και να, και να! Ο γιατρός της ζεστός και ζωντανός και έκπληκτος εμπρός της. Τα πράματα έχουν έρθει τούμπα, είναι δύσκολο να πω ποιος είναι ο πάτρονας και ποιος η παλλακίδα, στο ράδιο Δεκέμβρη στη Σαλονίκη έπεσε εκ προμελέτης Από τις άκρες των δακτύλων της... και αυτή έπιασε εκείνον τον αργό χορό που μύριζε όπως η γη του Ισραήλ στη ντάλα του μεσημεριού μ'ένα χαμσίνι, και πίσω της έλαμπε ένας ήλιος περίλαμπρος κι αυτή ήταν σκιά. Τώρα το απέραντο ανέλπιδο σκοτάδι με τυφλώνει, διάσπαρτα ανάμεσα σ'εκείνα και σ'αυτά δε βλέπω παρά μόνο τους θανάτους, τους θανάτους, στο τραπέζι της νεκροτομής κάτω απ'το παρεκκλήσι ένας τριών ημερών σβηστός, το αίμα του έχει πήξει κι έχει βάψει τη μύτη και το στόμα, τα μάτια του ορθάνοιχτα ακόμα αγωνιούν κι έχουν αρχίσει να μαυρίζουν, ψηλαφώ τα παραστερνικά μην έχει βηματοδότη, και παίρνω πάνω μου λίγο απ'το θάνατό του, πέθανε ασφυκτιώντας μόνος του σε ένα άδειο σπίτι, όπως η σχιστομάτα με τα σκουλαρίκια μικρά τριαντάφυλλα, που όταν την έπιασα ήταν ακόμα μαλακή, στον κουβά με ρόδες γι'ασθενοφόρο το παιδί και η φρέσκια θωρακοτομή του υποχωρούν κάτω απ'τα χέρια μου και η ψυχή του θα φύγει σαν κομμάτι ξύλου που ξεφεύγει από την καρότσα φορτηγού, ο δύστροπος ο Ζ. και οι εστενωμένες του καρωτίδες που δεν υπάρχουν πια, τον έχω βάρος στη συνείδηση σα να τον έστειλα εγώ, ενώ πέθανε μήνες αφότου άφησα το πόστο, ο κολυμβηταράς μύριζε χλωρίνη και η καρδιά του παραδόθηκε μια στιγμή που είχα στρέψει το βλέμμα αλλού κι έμεινα με την απορία Από τι;, η μάνα του σπάραζε δίπλα στην πόρτα, η μάνα της χώθηκε σε μια σχισμή ανάμεσα στη μια και την άλλη επιληψία και εξαφανίστηκε, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα κάποτε στωικά της μάτια τότε με το σημείο του δύοντος ηλίου, τι σκεφτόμουν όταν πήγα να τη δω; η μάνα μου σύρθηκε δυόμισι μέτρα με το μισό σπλαγχνικό κρανίο της ζουμί, οι θάνατοι είναι όλοι τιμωρητικοί, το παλιό αίμα έχει στάξει κι έχει βάψει την άσπρη μου στολή. Κάθε κοκκίνισμα ντροπής είναι υποστάσεις, κάθε πείσμα είναι ακαμψία, και μερικές φορές από τη μυστήρια σιωπή τους είναι λες και όλοι αυτοί οι χαμένοι μουρμουρίζουν εξιστορώντας θανάτους που δεν έχω ακόμα δει αλλά είναι γραφτό και σίγουρο να δω, κι όλοι τριγύρω μου οι εν ζωή γράφουν στα μάτια μου μελλοθάνατοι. Το δέρμα των γοφών της το απαλό σαν ανθοπέταλο, τα δυο χαλίκια του νεφρίτη, το ύφασμα που τη φτιάχνει όπως τη φτιάχνει, όλα θα φθίνουν από τη θάλλη και θα φυλλοβολήσουν στη μέλαινα γη της ορεινής Χαλκιδικής. Αν τη σκότωνα τώρα δα θα τη μάζευε αχάλαστη το δρεπάνι, θα'πεφτε σαν εξωτικός καρπός στις ξανθωπές ακτές του Σλέσβιχ, και το αίμα της θα μ'έπλενε, θα με βάφτιζε και θα σούρωνε στις πλαγιές των αμμοθινών, ποτίζοντας τις δυνατές ρίζες της αρενάρια... και δε θα την ξανάβλεπα και δε θα με ξανάβλεπε ποτέ.

O rubor sanguinis,
qui de excelso illo fluxisti,
quod divinitas tetigit,

tu flos es,
quem hiems de flatu serpentis
num quam lesit.