© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Πούντα και βασκανία

Λίγο πριν το φανάρι στο μαγαζί με τους κουλοχέρηδες η ρόδα έγλειψε το κράσπεδο του πεζοδρομίου και βούτηξα στις πλάκες. Πάνω μου έπεσε το ποδήλατο. Το δεξί γόνατο στήριξε όλο μου το βάρος και η αριστερή κνήμη βρήκε στην κόψη του τσιμέντου, υποπεριοστικό αιμάτωμα. Δυσκολεύομαι να κάτσω οκλαδόν και να ανέβω σκάλες. Όταν χτυπάει το αλάρμ για τις ανακοπές μισοτρέχω κουτσαίνοντας στο κελί εκείνου που τολμάει να το σκάσει απ'το μπουρδέλο. Είμαι ο πιο γρήγορος στην αναγγελία των θανάτων. Κανείς δε θέλει να γυρίσει πίσω και να ξαναγεννηθεί λίγο πριν το μόνιμο φευγιό του. Κι αν δεν ήμουν υποχρεωμένος δε θα έπιανα ούτε απινιδωτές ούτε αδρεναλίνες.

Αυτές τις μέρες η θάλασσα στεγνώνει και μένουμε αποκλεισμένοι ανάμεσα σε δυο στεριές από στεριά. Περιμένω όρθιος στην ψωλοπαγωνιά με τα χέρια μες στα γάντια μες στις τσέπες κρυμμένος σε ένα μαξιλάρι γούνα της κουκούλας. Δε φυσάει αν δεν ισιώνουν οι μπούκλες των προβάτων αλλά να σου πω, τα πρόβατα όλων των νησιών της Βόρειας θάλασσας έχουν μαλλί σιδερωμένο από τον αέρα που σταυρώνει (όπου κι αν γυρίσεις τον τρως μετωπικά). Τα χείλη μου ματώνουν σταθερά, δεν τρώω ξινά, δεν τρώω αρμυρά, το δέρμα στο κούτελό μου ξεπετσιάζει, η μύξα ρέει λεπτή, το μάλλινο κασκώλ που μου φέρνει αλλεργία στο λαιμό ποτίζει από σάλια.

Δε μπορείς να διανοηθείς την ησυχία στο νεκροθάλαμο, ούτε τη μπόχα. Στο χωλ έχουν στήσει ένα τραπέζι με ένα βάζο ψεύτικα λουλούδια κι εκεί αφήνω το τσάι μου να αχνίζει πρώτο πράγμα το πρωί όταν μπαίνω να χαιρετήσω τον ναό και πάντα με την ίδια προσευχή: pallor algor rigor livor. Μερικές φορές έχουν ήδη καλοντύσει τα κουφάρια και τους έχουν βάλει ένα τριαντάφυλλο στο χέρι, δεν ξέρουν όμως πως τα ξεντύνω εκεί στη μοναξιά και ρίχνω το αλλοιώσιμο δώρο στο καλάθι με τα χρησιμοποιημένα γάντια. Κάποιοι είναι ψημένοι κατάστερνα και άλλοι είναι σκουληκιασμένοι ως το μυαλό. Ώσπου να τελειώσει η βάρδια, ακόμα σκέφτομαι το βάζο και τα ψεύτικα λουλούδια.

Ανεβαίνω τα σκαλιά για το κατάστρωμα 1 και κρατιέμαι και από τις δυο πλευρές. Στο στένωμα το πολύ πολύ να πιάσει ένας μικρός αφρός, όμως μέσα στο αδιάσταλτο κρανίο ο κόσμος πηγαίνει πέρα δώθε. Ένα μικρό παιδί κάνει να περάσει από εμπρός μου για να χωθεί εμπρός στη τζαμαρία. Σπρώχνει το πόδι μου και το κρατάω σταθερό. Σπρώχνει πάλι, δεν ενδίδω. Από τη φάτσα του είναι φανερό πως είναι η πρώτη φορά που γνωρίζεται με το όχι. Μένει παραδίπλα να με βλέπει επίμονα προδωμένο. Μετά σκέφτομαι πως θα φωνάξει τη μάνα του. Δεν αντέχω το ρίσκο, οπότε περνάω το υπόλοιπο δρομολόγιο δίπλα στον εργάτη του κάβου έξω. Στο τραίνο μια πρεζού θέλει κουβέντα. Μιλάει αλλά δεν την καταλαβαίνω. Λέω nå, ja, της χαμογελώ και από τα χείλη που μισανοίγουν και σκίζονται, νιώθω να κυλάει μέσα μου το αστικό δηλητήριο. Τουρτουρίζω απ'τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών, εγώ που στους -26°C μετά τη χιονοθύελλα στο Τάλλινν ξάπλωνα στο χιονόλουστο παγκάκι με τη φανέλα και το σώβρακο, αυτός ακριβώς (ποιος ήμουν τότε; Δεν ξέρω πια. Πίναμε βάνα τάλλινν και καφέ, τρεις μέρες στο πόδι, με πήρε ο ύπνος στην τουαλέτα του καφενείου της Ματίλντε και μου έφαγες το κέηκ με τα μύρτιλλα.).

Το πάρκην είναι γεμάτο οικογενειάρχες, καρότσια και παιδιά, μια αξιοσέβαστη φασαρία, σκληροί και ενάρετοι πελάτες που πηδάνε υπαλλήλους τις αργίες. Βγαίνω από το Πεζώ, παίρνω βαθειά ανάσα και αγκαλιάζω τον τεράστιο άντρα βιαστικά για να ξεμπερδεύω και μ'αυτή την υποχρέωση, τεχνική του κωλοδαχτυλώματος και ευχές να μην είναι σκάρτο το γάντι, αλλά τελικά το δύσκολο έπεται, και είναι να τον αφήσω. Πώς; που αυτό σημαίνει παλούκωμα στην αποβάθρα του Γήσινγκ για 55 λεπτά, και όλα τους τραβάνε δυο ώρες το καθένα, και κρυώνω ασταμάτητα. Ένα ηλίθιο γυμνό δέντρο που δε δίνει, ένα δέντρο που θα έκανε τον Σελ Σιλβερστάην να κλάψει ξεραίνεται δίπλα στο γλιτσερό ποτάμι του Βάρντε. Τι στην ευχή; θα πει ο τεράστιος άντρας, αφού έχει τις μισές ρίζες μέσα στο νερό! Και άντε να του εξηγήσω... ευτυχώς κανείς από τους δυο μας δεν έχει χρόνο να μιλήσει περισσότερο, η μέρα τρέχει.

Θα ήθελα πολύ να ξυπνήσω ένα αργό ηλιόλουστο πρωί στο ζεστό μου δωμάτιο όπως το ήξερα παλιά, να γυρίσω πλευρό και να δω το μικρό στρογγυλό αυτί σου, τους χαλαρούς σου ώμους, την ξεκούραστή σου πλάτη, θα ήθελα πολύ να μην ξυπνήσω άλλη φορά.

Ο γιατρός σας

Κάθε μέρα είναι μια μέρα πιο κοντά
ανεβαίνω δέκα σκαλιά, κάνω στάση, ανεβαίνω άλλα δέκα, κάνω στάση, δέκα ακόμα,...
ξεκλειδώνω το φωριαμό, ντύνομαι τη στολή της φιλανθρωπίας και κατεβαίνω τρεις ορόφους δυο δυο και τρία τρία, αυτό θα πει όρεξη για δουλειά
23 χρονών πολλά παιδιά και μεθαμφεταμίνη κόλλησε γρίπη
40 χρονών πεθαίνει από καρκίνο του τραχήλου και έχει ημικρανία
60 χρονών δε μπορεί να γυμναστεί να κάνει μάουντεν μπάηκ βάζει τα κλάματα μέσα στο γιατρείο και ανάθεμά με αν θέλω να τη βαρέσω να ξυπνήσει
70 χρονών τα χέρια και τα πόδια λεπρά από τις μυρμηγκιές, α είναι έτσι 40 χρόνια τώρα
80 χρονών ματώνει απ'τον κώλο αλλά το μόνο που έχει σημασία είναι το ποτό

Ζήτησα από το γιατρό να με εξετάσει για μπορρέλια και δεν το έκανε. Να αλλάξεις αμέσως γιατρό!
Εγώ γιατρέ πιστεύω πως έχω μικροσκοπική κολίτιδα.
Δε βλέπω κάτι παθολογικό στο υπέρηχο. Δε γίνεται όμως να έχει ρευματοειδή αρθρίτιδα χωρίς να υπάρχει εύρημα στο υπέρηχο; Είσαι σίγουρος πως κοίταξες καλά; Μήπως να ρωτήσεις έναν πιο έμπειρο; Δεν έχει τίποτα η χοντρή σου σύζυγος, πήδα την συχνά, χύσε άλλα τρια τέσσερα μικρά για να ξεχνιέστε και όλα θα πάνε κατ'ευχήν και σύμφωνα με τα υψηλά ιδανικά.
Με πονάει το γόνατο, η μασχάλη, μουδιάζει μια περιοχή σε σχήμα μονοκατοικίας στο αριστερό κωλομέρι, έχω λίγη ναυτία, λίγο πονοκέφαλο, πιστεύω πως έχω σκλήρυνση κατά πλάκας. Και ο συνάδερφος σου έγραψε μαγνητική σπονδυλικής, δε γαμιέται το τριακοσάρι; Το πληρώνουμε δουλεύοντας κάνοντας δηλαδή τον καραγκιόζη για να γυρνάς το απόγευμα στο σπίτι στο σύζυγο που σε κερατώνει και στα δυο ανάγωγα παιδιά και να παίρνεις το ασθενοφόρο γιατί παθαίνεις κρίση υστερίας. Στερνή μου γνώση ε; Αλλά βιάστηκες να παντρευτείς γαμώ το ξινό μουνί σου.

F32 επειδή είμαστε ποντίκια που τρέχουμε σε τροχό;
F32 τιμωρία;

Πότε θα βρω το θάρρος σου;

Η σκάφη του Μηνά στην πυραμίδα πίσω

Όποτε συναντιόμαστε στην πόρτα του κλιμακοστασίου, παίρνω μια ανάσα που σχεδιάζω για ώρες κάθε μέρα απ'το πρωί. Μυρίζει κάτι μαγικό, οι αρχέγονοι φλοιοί αστράφτουν όσο διαρκεί η διασταύρωσή μας. Στην αίθουσα των ενημερώσεων ενημερώνομαι για αυτούς που αυταπατώνται. Δεν καταλαβαίνω λέξη αλλά γνέφω παρολαυτά. Πάνω σ'εκείνο το τραπέζι με το πλαστικό τραπεζομάντηλο χύνονται ντυτοί αφορισμοί και ένοχες και εχθρικές ματιές και φευγαλαίες εξομολογήσεις: Έχω κάνει λάθη στη ζωή μου επειδή δεν έχω σκεφτεί. Δε σήκωσα το βλέμμα απ'το βιβλίο, λες και η κατά γόνυ είχε πιο πολλά να πει από το ολίσθημά του, αλλά ευτυχώς το βάρος των σαράντα του χρονών κράτησε μια στιγμή και δε θα ξαναρθεί. Η αλήθεια βρίσκεται υγρή μέσα στα μεγάλα αγγεία. Είναι μεσόκοπος σχεδόν, κλεισμένος σε ένα σώμα που οδηγείται από ό,τι οδηγούνται τα σώματα που στέκονται προσοχή στο λόγο του κυρίου, άρτι πατέρας και Δαυίδ, όσα του συμβαίνουν είναι σπίθες που πετάνε οι τροχοί. Το δέρμα του είναι δυο ή τρεις φυλές λιγότερο καθαρό απ'το δικό μου, κι όμως ο γύφτος είμαι εγώ και πίσω απ'τη χλωμάδα παίρνω βράση. Οι μετακαρποφαλαγγικές του πρώτου κόσμου βρίσκουν τη σκάφη του Μηνά στην πυραμίδα πίσω στα χωριά. Στη θεωρία βυθίζομαι μέσα σε ένα παρήγορο κορμί. Υποφέρει κι αυτός ύπουλα και απαλά, με την ευγένεια που έχει για να δίνει και να δίνει και να δίνει... ένα μικρό όχι, ένα μικρό ναι, Θέλετε ένα χέρι; και έπιασε με τη σταθερή παλάμη του το χέρι της γριάς ενώ γλίστρησα τη βελόνα από περιόστεο σε περιόστεο, ρούαχ αντί για αέρα μέσα στο ιατρείο, ρούαχ και μέσα μου προσευχή, ελεύθερος σκοπευτής ελεύθερα σκοπεύει με την κάνη πρώτη στον ουρανίσκο, η ευτυχία είναι μεταναστευτική. Είμαι ο Μίδας στα σκατά, ο πόνος του μεσαρθρίου ταξιδεύει κατακόρυφα κατά μήκος των οστών, τον νιώθεις πίσω από το κούτελο σαν αντιμάμαλο σε κακό λιμάνι. Η μάνα των παιδιών του, ανάμεσα σ'αυτήν κι αυτόν το άγονο παραπέτο, το ρούαχ, η επισκοπή, οι μέρες που χάνονται παραλλήλως, οι αστοχίες, οι παραβολές, είναι το παρασκήνιο που θα μας καταπιεί, αλλά προς το παρόν σπρωχνόμαστε κεφάλι με κεφάλι, σαν άλκες που παλεύουν. Το πλήρωμα καταπίνεται ολοένα σε βίους κοινούς και ανθοσπαρμένους, η βάρκα ελαφραίνει και μένουμε πάνω εγώ, οι μέρες της κι αυτή. Στο δεύτερο κατάστρωμα κοιμάμαι οχτώ και οχτώ λεπτά με το ρολόι. Στη δουλειά φοράω άσπρη στολή και γίνομαι λευκό σακί των λάθος ιδεών, βουβός και βλοσυρός, φωτεινή σκιά πίσω από την ευπροσήγορη πλάτη του Νιμρώδ. Το κρεβάτι φέρει ό,τι έτυχε να ρίξουν οι μάχιμοι από τη διαλογή, οι φάκελοι είναι όλοι ψηφία της ατέρμονης ανακύκλωσής μας, οι νοσοκόμες έγιναν γιατροί, όλα στηρίζονται στα λόγια, οι κουβέντες δεν έρραψαν ποτέ καμιά πληγή και ίσως να φταίει που δεν ξέρω να μιλώ. Η θέα της ακτής όταν θολώνει την περνάς για μεσογείου. Η γλύκα της ζωής μου χωράει στα οχτώ και οχτώ λεπτά της δύσης και της ανατολής. Οι ρόλοι μοιράζονται τυφλά, άλλα σώματα τραβάνε άλλο κουπί, η βάρκα δεν κινείται. Κυκλώνω τη μέση της, κάτω από τα δάχτυλά μου σφύζουν τα μυστικά της. Ανδρώνει άλλους, πολύ πιο δειλούς από μένα, γιατί λοιπόν να πέσω εγώ έξω; Ο κόσμος σταματά στην ανάνηψη ώσπου να ξυπνήσει ο εκάστοτε φουκαράς. Ο ιδρώτας λιμνάζει στην οσφύ, εκείνο το κατούρημα περιμένει απ'το πρωί, τι δίνουν και δε δίνουν οι παροχετεύσεις, το ράμμα και η κλωστή, μια μέσα και δυο έξω, το ταλκ, ο οξυζενές, το καροτσάκι της αλλαγής κρίκι-κρίκι-κρικ και ζέχνει από τη βρώμα, τα γάντια σκίζονται στον καρπό αν τα τραβήξεις βιαστικά. Ο κόσμος σταματά για οχτώ και οχτώ λεπτά. H γλύκα της ζωής μου είναι αυτή. Τα νερά χόρεψαν έναν ισπανικό χορό, ήρθε πάλι το μεσημέρι και πλημμύραμε στο αίμα.