© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Wêr wennest do dan?

ή Όταν το ομολογήσεις, παύει να είναι σύμπλεγμα

Στην κοιλιά μιας φάλαινας στην άμμο μιας ρηχής ακτής περιμένοντας τη φουσκονεριά να πλύνει τα ζουμιά που καίνε τα πάντα εκτός απ'τα οστά, ποιο ταξίδι απέτυχε απ'όλα;

Το δεύτερο νησί: εκεί που η λάσπη κολλάει στις πατούσες και κάθε βήμα βεντουζώνεται στη γη, εκεί χώνοντας την παλάμη στο χυλό δεν ήξερα τι κρυβόταν από κάτω, ένα σκουλήκι, ένα φαγωμένο χτένι, μια δράκαινα, ή απλά μια σούπα σαπισμένα φύκια. Το νερό με περίκλειε σφιχτά και σκοτείνιαζε αμέσως. Η θολούρα γύρω ήταν μια πρόσοψη θανάτων. Τα ψάρια που ενδιαφέρονται μυρίζουν αν ματώνεις από δεκατέσσερα μίλια μακρυά, τα ψάρια που ενδιαφέρονται βρίσκουν γρήγορα τα κουφάρια. Από το ύψωμα η θάλασσα φαινόταν εξωτική σαν καλλαΐτης. Από κοντά ήταν όπως οι αιθέριες γυναίκες, πυκνή, αδιαπέραστη. Το σύγκρυο που μ'έπιανε μόλις μου'γλειφε το λαιμό μου έλεγε χωρίς να μου μιλήσει πως είμαι ξεχασμένος. Η ομίχλη έκοβε τον κόσμο καθαρά, και δεν υπήρχε άλλο νησί, άλλη στεριά, παρά εκείνη η σταγόνα στενοχώριας. Και δεν υπάρχει άλλο νησί, άλλη στεριά... Το χνούδι των καρπών μου και των εγγύς φαλάγγων έλαμπε όταν στεκόμουν στον ήλιο, σχεδόν σα να κόστιζε κάτι, όμως πιο ακριβό ήταν το αλάτι απ'όλα. Το μάζευα στην πετσέτα, μου το νόθευε το χώμα και λυπόμουν, και λυπόμουν.

Το πρώτο νησί: έχω άλλοτε γράψει άλλα γι'αυτό που δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να φτάσω, που σήμερα όταν θυμάμαι δυσπιστώ, πώς βρήκα τόσες και τέτοιες λέξεις; Πού; Ποιος ήμουν τότε κι έγραψα, και είπα, και σκέφτηκα αυτά; Στη μεγάλη παραλία με τη "ζαχαρένια άμμο" (εδώ παραθέτω τον ίδιο μου τον εαυτό) ξαπλώσαμε, ο φίλος μου κι εγώ, ανάσκελοι δίπλα δίπλα, όπως κάναμε συχνά. Δεν ήταν όμως μια μέρα θλίψης, δεν είχε συννεφιά, δεν έπεφτε ψιλοβρόχι, μα φυσούσε μια ήσυχη πνοή, κι έφεγγε ένα όμορφο καλοκαιρινό φως, και ακούγαμε την άμμο που κατρακυλούσε από τους αμμολόφους, και τις φτέρες της αρμύρας, και το κύμα εκείνο το βαθύ, το κύμα της ανοιχτής θαλάσσης. Τότε μου είπε κόπηκα στη γραμμική άλγεβρα (ik hab V-Algebra nicht bestanden), η πρώτη από πολλές φορές, και τα μαλλιά σου μοιάζουν με κριθάρι την ώρα της δύσης (dein Haar sieht wie Koarn bei Sinneundergong aus). Γέλασα κοροϊδευτικά κι έκαψα μια τούφα με τον αναπτήρα, δε θα ζούσα στην παρένθεση μιας γλυκερής ταινίας. Πιο δίπλα ένα τεράστιο γλαρί έσκουζε kruwwk, kruwwk. Αν δεν κάνουν οι άνθρωποι το σπίτι, το κάνει η μαρτυρία. Η θάλασσα εκεί δεν ήταν χωρισμός. δεν ήταν τιμωρία.

Εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν ερωτευμένος με το νησί. Εικοσιοχτώ χρόνια!

Wêr wennest do dan?
Στην κοιλιά μιας φάλαινας στην άμμο μιας ρηχής ακτής.


O, mam an aatj sat uun de blä dörnsk bi de letj trinj boosel
an iidj marig an braaset eerpler mä kniiwer, furken an skaaia...


Keineswegs


Manchmal vergesse ich wo ich hingehöre
unter einer Menge Sprachen Stummer, unter Brüdern Einzelkind
immer noch erinnert mich das Meer an dies:
nur dem Tod gehören wir

x



Η αθώα σταθερά

Το ανυπόφορο δάκρυμα των Ιονίων Νήσων και οι πέντε ξύπνιες νύχτες που πέρασα στα γόνατα στίβοντας τις πετσέτες μέσα στον κουβά μου έδωσαν να καταλάβω πως δεν είναι όλα τα νησιά νησιά, και όλα τα σπίτια σπίτια. Όσο οι φακοί απροθυμούν ολοένα να ενδώσουν, και επιτάσσουν να βγάλω τα γυαλιά για να ράψω ή να διαβάσω, οι αδυναμίες μου γίνονται ιδιοσυγκρασιακά μυστικά, και η απρόσφορη επιθυμία να φανώ σκληρός σαν εφηβικό καυλί σβήνει (dim.). Μετά τη δύση του ηλίου γίνομαι φωτοφοβικός. Τα φανάρια του αμαξιού φέγγουν ένα αχνό κίτρινο φως. Ο Μ. στο συνεργείο, που έχει μείνει χωρίς φρύδια από τη χημειοθεραπεία, πρότεινε να δώσω τα εκατόν πενήντα για να έχω μια μόνιμη μέρα εμπρός από το καπώ, και του είπα την αλήθεια, πως τα αποκαλυπτικά φώτα με κάνουν νευρικό. Δε λυπάμαι τα λεφτά. Προτιμώ να μαντεύω, παρά να αναγκάζομαι να δω.

Εξετάζω τις γωνίες του ξένου κρεβατιού, και έπειτα σαν υστερική κυρία ξαπλώνω τελείως ντυμένος και άκρη άκρη, γιατί το στρώμα είναι πηγάδι βουρκωμένο. Κάθε απόγευμα δίνω μια αστεία μάχη ενάντια στο ξερατό, και στις πιο πιεστικές ώσεις της ναυτίας, εστιάζω στα χέρια μου που έχουν μεταμορφωθεί σε χέρια κάποιου άλλου, και ό,τι έχουν παλαιότερα πράξει έχει σβηστεί από τη μνήμη τόσο τη δική μου, όσο και αυτωνών, το άδειασμα αυτό το συναντάς μαζί με τα άλλα βάτα και αγριόχορτα στη διαδρομή. Η Πολωνέζα από το ανθηρό μου παρελθόν μου στέλνει κάθε χρόνο κάτι νοσταλγικό για τα γενέθλια και κάθε φορά η γλύκα της με βρίσκει πιο μακρυά από εκείνη την τυφλή αφοσίωση στο χλωμό κορμί και τις χαρές που είχε να δώσει. Παντρεύτηκε το φυσιοθεραπευτή, της εύχομαι τα καλύτερα αλλά δε θα το πω ποτέ γιατί δε θέλω να απαντήσω σε ό,τι γράφει.

Ξόδεψα τη συντροφιά σου σκεπτόμενος τη στενοχώρια των μεγάλων αποστάσεων. Παραπατούσα μια στο νερό και μια στις πέτρες. Δίπλα ήταν μια συστάδα αχινοί. Ο πουνέντες σφύριζε ανάμεσα στο φάρο και στο βράχο, μια βδομάδα αποκλεισμένοι στον τόπο της εξορίας αγκαζέ με τα πνευμονικά οιδήματα και τη φυάλη του οξυγόνου, δε σε άγγιξα ούτε για να σε καλωσορίσω, ούτε δα. Σε μύριζα δίπλα μου και σχεδόν σε σιχαινόμουν. Είπες αυτολεξεί γίνεσαι βήμα βήμα λιγότερο ερωτικός. Κι ενώ ξεστόμιζες αυτή τη σαχλαμάρα, η όρασή μου εξαντλιόταν στα βρεφικά σου βλέφαρα, και όλο το υπόλοιπό μου σώμα είχε μείνει κάπου πίσω, είχε ξεχαστεί. Έχω μόλις περάσει το δεύτερό μου μπρις, οι θάνατοι ξεχώρισαν το αίμα μου από την πνοή όπως η μαγείρισσα στο φτηνοφαγάδικο ξεχώρισε το κρέας απ'το κόκκαλο την Κυριακή που είχατε νηστεία. Ξέσυρα σε κλίματα που με αρρωσταίνουν, είναι όλα στροφές του τιμονιού, έχω δική μου την ευθύνη, δεν είμαι στάλα ενοχικός, δεν είμαι και πολλά, αρχίζω και τελειώνω στη μια μου ιδιότητα, κι αν πέρασα χρόνια απαρνούμενός την, κακώς, γιατί της έχω ορκιστεί. Είμαι έτοιμος, σχεδόν αδημονών, για περισσότερους πάσχοντες, για περισσότερους νεκρούς, για νέες ευγνωμοσύνες που ξεχνιούνται στο λεπτό. Μια γκόμενα με έγλειψε νιώθοντας υπόχρεη που δεν είχα χύσει, τα σάλια της μου βρέξαν το βρακί, την έσπρωξα πέρα γελώντας από την αηδία. Αυτό με κάνει λιγότερο ερωτικό; Κάποτε θηλυκώνω το λαιμό μου τραβώντας μαλακία. Αυτό; Σε σκέφτομαι συχνά, γρήγορα σε ξεχνώ, στο τρίωρο αλλάζει ο καιρός. Δε με απασχολεί το μεγαλείο των παθών, με απασχολεί το βολόδερμα ανάμεσα στις συγκινήσεις. Αν γίνομαι... ας γίνομαι. Έχω κάπως βρεθεί με το προνόμιο. Εσύ είσαι που δεν αλλάζεις, δε γίνεσαι μα είσαι, είσαι η αθώα σταθερά.