© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Ε Π Ι Σ Κ Ε Π Τ Η Ρ Ι Ο Ν

Η ήπειρος που κείται ανάμεσά μας είναι η ετοιμοθάνατη χοντρή που ξεψυχάει στα χέρια μου κι εγώ δε βρίσκω φλέβα. Ο θεός με βλέπει και με γαργαλά με τον ιδρώτα ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Το σώμα της θα το φυλάξουμε εγώ και η σκόνη του σπιτιού μου σομερίμ ώσπου να έρθει ο γείτονάς μου ο παπάς και να τη στείλει να βρει το χώμα πάλι. Οι συγγενείς της είναι όλοι στις Αμερικές και θα έρθουνε μετά. Στο μεταξύ ένα εικοστετράωρο θα την έχω πεθαμένη να κοιτά την αφίσα με τα καράβια της ναυτικής εκπαίδευσης.

Στα οχτώ ολόκληρά της χρόνια της χηρείας, είχε προλάβει και είχε δοκιμάσει όλους τους παντρεμένους του νησιού. Είχε να δείχνει ένα μουστάκι τουρκικό και δυο μπράτσα ένα μπούτι έκαστο μοσχαρίσιο. Δεν πένθησε ποτέ αλλά τίμησε τον φυτεμένο ζηλευτά, ξέρει αυτή πώς και εσωτερικά. Έπλεκε ζακέτες για τον τεράστιο εαυτό της για να είναι μακρυές και μου είχε φέρει λουκουμάδες δυο φορές. Αυτή ήταν η ετοιμοθάνατη χοντρή, νυν νεκρή. Η χηρεία της ξεκίνησε εκείνον το Σεπτέμβρη που έτυχε κι έπαιξες το κακό χαρτί και έχασες τέσσερα χιλιάρικα κορώνες και την αξιοπρέπειά σου, στα οχτώ ολόκληρά της χρόνια χηρεμένη, εμείς προχωρήσαμε αργά προς τα ενδότερα του κώλου. Όσα συνέβαιναν εκεί, στο νησί, στο Φλένσμπουργκ, στο Όσλο, στη Σαλονίκη, κι όσα συνέβαιναν εδώ, στην Κέρκυρα, στη βραχονησίδα, στο κατωχώρι, στο "ντράφο" από πίσω, στο σπίτι της με τις πέτρες, ήταν από το '87 γραμμένο να ανακατευτούν και να μη βρίσκουμε άκρη.

Οι φασιανοί έχουν φωλιάσει πίσω από το γιατρείο. Τουφέκισέ τους να φάμε δείπνο μυστικό! Τουφέκισέ τους αλλιώς θα τους τουφεκίσω εγώ! μου λέει ο αλογατζής στο καφενείο. Το πρωί οι κοτοπουλίσιοι γείτονές μου κρώζουν και κορδώνονται με το γυαλιστερό τους φτέρωμα και μου ρίχνουν βλέμματα τόσο αθώα και περίεργα πίσω από τη τζαμαρία που θέλω να τους πάρω έναν σε κάθε μασχάλη και να φύγω τρέχοντας για την Ιταλία και από εκεί το τραίνο και γραμμή για το διαμέρισμα στο Χάμπουργκ - Φέντελ όπου θα είμαστε εγώ και οι φασιανοί μου. Πριν συμβούν όμως αυτά, πρέπει να μεσολαβήσουν άλλα, απρόσμενα, και κάποια σχεδιασμένα μα κρυφά. Πρέπει να αφήσεις το αρκουδάκι σου στην ακριβή σπηλιά που έχετε υποθήκη και να μου φέρεις τα καπνά και να σε κεράσω μπράντυ Πιλάβα με καφέ και άλλα τέτοια φιλικά και αντρικά αρκεί να το θέλει και ο καιρός αρκεί να το θέλει και ο θεός
γαμώ, γαμώ, γαμώ...



Χρόνια νοσήματα

one day you'll be a boy too old to have a dad
fear prepares you every day for that

x

zwischen Wind und Wasser liegt ein Dingi ja liegt nur da mal bewegungslos
du, hilflos, fisperst irgendwas aber es verschwindet den Wellen zwischen
verloren schon?

x

το γήρας σε βρίσκει μέσα από τους θανάτους των άλλων
μείνε μόνος μη δίνεις στόχο


Περί εντοπιότητος

ΕΧΤΕΣ τις ώρες τις νυχτερινές έμεινα ξυπνός κοιτώντας σε στα μάτια. Ήσουν καθισμένος μόνος σε έναν από τους πάγκους της εκκλησίας από όπου ξεκίνησε ο λαισταδιανισμός. Κάτω από τη στεγανή σκεπή, στη ζέστη που μύριζε από το μοναδικό κερί, ήμασταν ομόθρησκοι και ομοεθνείς. Η ιστορία μας περίμενε έξω, με τα μνημεία της, τους νεκρούς, τους επιζώντες, μάλιστα, έφτανε ως εκεί, στου διαόλου τον κώλο, δεν τολμούσε όμως να πλησιάσει παραπάνω εκείνους που αμαρτάνουν στον κόρφο του προτεσταντισμού, θέλει να είσαι ξεχασμένος για να οργίσεις έτσι αυτόν τον ολιγαρκή θεό.

Η γυναίκα μου είπε πίνοντας το κονιάκ πως η ιστορία έχει τελειώσει. Έψαξα τον αναπτήρα στην τσέπη του πουκαμίσου. Αν η ιστορία έχει τελειώσει, εγώ τι θα έχω για να περηφανεύομαι; Μια σύντομη ευημερία; Αυτό;

Δεν είμαστε ό,τι έχει προηγηθεί, δε μας ορίζουν οι διαδοχικές οργανωμένες συνευρέσεις που έτυχε να καρποφορήσουν. Έτσι ήθελα να πιστεύω, αλλά το βούτυρο στα χείλη σου είναι το Βόρειο Σέλας, και στα δικά μου απόδειξη ενοχής, οι λάσπες στα πόδια της πικρής κυρίας είναι ταυτόσημες με τα λεπτά μαλλιά της, και τις νύχτες το πρόσωπό της μοιάζει με πανσέληνο υπερκορτιζολική πάνω από το νησί, εγώ είμαι περαστικός της. Οι γονείς της είναι γηγενείς, το αίμα τους απρόσμεικτο, βρασμένο είναι ίδιο με το συρόπι από τα μούρα των θάμνων της πίσω αυλής του πατρικού σπιτιού της. Πάνω από το τζάκι τους έχουν το πορτραίτο δυο γέρων από δυο αιώνες πριν, και ξέρουν πως μουνί μουνί τους έχουν φέρει από εκεί σ'αυτό το μέρος, σ'αυτό το παρόν. Όλα τα χρόνια ζήλευα τις οικογένειες της κλειστής επιμειξίας. Τώρα έμαθα πως είναι προτιμότερο να είσαι μπάσταρδο σκυλί παρά καθαρόαιμος κρετίνος. Δεν υπάρχει τίποτε ανάξιο στον παππού που γλίτωσε κρεμασμένος κάτω από το βαγόνι χίλια χιλιόμετρα δρόμο μόνο και μόνο για να πεθάνει καθιστός υπνωτισμένος από τη φωτιά που έκαιγε μέσα στη σόμπα όταν τα πράγματα είχαν στρώσει. Δεν υπάρχει τίποτε ανάξιο στον πατέρα που πεθαίνει κάθε μέρα από λίγο καθιστός σύμφωνα με τη σύντομη ιστορία μας. Δεν είναι μεμπτό που γράφουμε παράδοση που ξεχνιέται κάθε δυο γενιές, γιατί έτσι τα λάθη τα οικογενειακά είναι εφήμερα και προσωρινά όπως και εμείς.

Η γυναίκα υπήρξε κάποτε δική μου, μα τώρα τα οξυγονωμένα νύχια και ο τρυφερός λαιμός της δε με αφορούν. Η ιστορία μπορεί να έχει τελειώσει αλλά θα επιμείνω. Ο αναπτήρας άφαντος, καλύτερα, να γυρίσω και στα σπίρτα.

Στην είσοδο του γιατρείου κρέμασα μια άδεια μεζουζά, δεν την παίρνει είδηση κανείς αλλά και που τη φιλώ δε με παρηγορεί. Θα ήθελα να ντυθώ χασιδιστής και να εξαφανιστώ πίσω από επτά άψυχα παιδιά στο Ισραήλ και να δω τη Μέση Ανατολή καμένη γη τόπο νεκρών. Αλλά αυτό θα ήταν αυταπάτη, το ανήκειν δεν επιτρέπεται στους γύφτους. Ντύνομαι άγαμος κόρη της αρετής χωρίς άποψη και πίστη, και εξαφανίζομαι ανάμεσα σε Ελληνοϊταλούς και Ιλλυρίους, μέσα στο πηχτό σκοτάδι της ελλειπώς ηλεκτροδοτούμενης περιοχής.

φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ

(το πλατώ)

Sprich nicht!
Du redest in den Wind...

Είδα τον ήλιο που το έσκαγε για την Ιταλία. Και τώρα ξεκινάει το δύσκολο τρίτο της ζωής.

Ένα κιβώτιο βιβλία στέκεται δίπλα στο κρεβάτι για παρηγοριά. Από την κρεμάστρα στο απέναντι ντουβάρι, εκείνο που έχει και την αφίσα από τους αγώνες ιστιοπλοΐας, κρέμεται η σάκα μου και ένα φουστάνι της μικρής. Ντυμένος στα μαύρα από το σώβρακο ως τις κάλτσες, είμαι εγώ όπως με ξέρεις, μισοκαθιστός, ακουμπισμένος σε δυο μαξιλάρια, χωρίς καμιά βιασύνη. Στο στρώμα κάπου χωνιασμένα βρίσκονται τα γυαλιά μου, τα γκρίζα, όχι τα χρυσά, τα σπίρτα, ο Βίκτωρας Ουγκώ και τα ρυθμονόρμ. Αυτή η κομπανία δεν κάνει φασαρία. Το μόνο που ακούγεται είναι τα άρουρα που μπαινοβγαίνουν στις φωλιές τους, κάτω ακριβώς από τα παράθυρα. Σε λίγο, μόλις καλοσκοτεινιάσει, θα ανάψω το κερί.

Ένας άντρας που παραλίγο να πεθάνει στα χέρια μου ήρθε εχτές και μου έρραψε τον αγκώνα στη μασχάλη με ράμμα συρματόρραμμα. Με χαιρέτησε και έφυγε από τη σκηνή. Έμεινα ξαπλωμένος στο εξεταστήριο. Πού στην ευχή έμαθε να ράβει;

Κάνω γιατρείο με τα ίδια ρούχα που κοιμάμαι και το βράδυ. Δε φοράω ρόμπα, δε φοράω μάσκα, τις μισές φορές υποδέχομαι τους ασθενείς με κάλτσες και φλιφλόπια, αλλά για να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου, είμαι ευλαβικός με τα γάντια από το Λιντλ. Τα αποστειρωμένα είναι μόνο για τα Σάββατα. Η μελλόνυμφη που της λείπει το κωλάντερο και έχει κιρσούς από τους αστραγάλους ως τα μουνόφυλλα παραπονέθηκε. Η προηγούμενη γιατρός ήταν καθωσπρέπει. Ο τωρινός; Έτσι έκανε όταν ήταν στη Γερμανία; Εκεί η πίπα έσταζε κοστούμι και γραβάτα και ο φλόμος έδινε κι έπαιρνε στα ευγενικά. Κι εκεί κι εδώ το στόμα μόνιμα κλειστό, τα λεφτά είναι έτσι κι αλλιώς λειψά.

Την ερχόμενη βδομάδα θα ορκιστώ στα ισπανικά. Δε θα ψευδορκήσω. Θα γίνω σένιος και θα φωτογραφηθώ με τον καινούριο μου σκοπό από στομάχι κατσικίσιο. Δε θα είσαι εκεί για να με δεις. Θα προσπαθήσω να σε θυμηθώ.

Στην κίτρινη σακκούλα από τα αφορολόγητα του Ντύσσελντορφ κρύβονται εικοστρείς καπότες που δε θα χρειαστώ, το Βε-Ντε-Φίρτσικ, ένα μπουκάλι υγρό για αναπτήρες, τα ζάναξ και σαπούνια υποαλλεργικά μέσα στα κουτιά τους. Σκέφτομαι κάθε μέρα πότε θα μ'επισκεφτείς. Σχεδιάζω από τώρα πώς θα σε... και πώς μετά θα σου ζητήσω ήσυχα μια φορά αυτό που είναι να σου ζητήσω, και θα με χτυπήσεις χωρίς αναστολή μέχρι να αρχίσω το παρακαλητό, και την επομένη τούμπα. Έχεις μετρήσει πόσα λέγονται και πόσα εννοούνται, το ξέρω που κρατάς λογαριασμό. Είμαστε τόσο ειλικρινείς για όλα εκτός απ'το γιατί.

-

Είναι ένα ξέφωτο στην ανατολική πλαγιά, χωμένο στα πεύκα και τις οξιές, στο οποίο φτάνεις με γλίστρημα και κωλοτσούλημα σε ένα μονοπάτι μονίμως γλιτσερό που έχει το πλάτος μιας πατούσας. Στο ξέφωτο αυτό υπάρχει μια οικογένεια αιωνόβιες ελιές που μοιάζουν με σεκόγιες. Εκεί, ανάμεσα σ'εκείνες τις ελιές, βγαίνουν βόλτα οι μπεκάτσες. Δεν πάω εκεί τα απόβραδα για να τις τουφεκίσω. Πάω για να κρυφτώ.

-

Τα πόδια του κρεβατιού, του γραφείου, της καρέκλας είναι φουσκωμένα. Η μεταλλική ντουλάπα που προοριζόταν για τα μητρώα έχει αναρριχόμενη σκουριά. Οι κάλτσες και οι πετσέτες στα κάτω ράφια μυρίζουν ρουφιάνα γη. Το κιβώτιο με τα βιβλία λερώνει το σεντόνι στο κρεβάτι. Το πάτωμα είναι όπως η ακτή μας το πρώτο δίωρο της άμπωτης. Χωματοσκούληκα, ισόποδα, ακρίδες και κουνούπια πλέουν και βυθίζονται πνιγμένα στο ανάλατο νερό, ανάμεσα σε λάσπη λευκή, χαλίκια και ξηλωμένα χόρτα. Στο κέντρο της γελοίας μικρής καταστροφής είμαι εγώ όπως δε με έχεις ξαναδεί, άπλυτος, γυμνός, σκεπασμένος μέχρι τη μέση με το πράσινο κουβερτάκι, καθιστός, τελείως νικημένος, με τα τραπουλόχαρτα να βόσκουν ανάμεσα και πάνω στις ζάρες. Δε σου είπα βέβαια κουβέντα για το θέμα, η ήττα είναι πάντα μυστική.

(Δεν ήταν η βροχή, ούτε η απομόνωση, ούτε η αργομισθία, ούτε η κρίση της στηθάγχης Πριντσμετάλ, ούτε τα νιτρώδη που δανείστηκα από το φαρμακείο του μαγαζιού μου, ούτε το όταν έρθω θα σε βοηθήσω. Δε νικιέμαι από τέτοιες μαλακίες. Αυτό που με έκανε κομμάτια ήταν που δεν έβγαινε η πασιέντζα.)