© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Θα προτιμούσα να'μενα μαζί σου (συναδερφική αλληλεγγύη)

Ω, έχω βαριεστήσει μ'αυτή τη δουλειά. Θα προτιμούσα να'μενα μαζί σου, Spurstow. Έχει κυνήγι εκεί κοντά, θα τραβάς και καμιά ντουφεκιά.

R. Kipling

Sturmtieftag (ημέρα βαθιάς καταιγίδας)

für Herrn .,

Γύρω απ'το τραπέζι ήμασταν καθισμένοι οι πιο πρόσφατοι από εφτά, δέκα οικογένειες. Οι αγκώνες όλων βρίσκονταν εκεί που δεν έπρεπε κι όπου έπιανε τη ζέστη το τραπεζομάντηλο απλώνονταν γύρω χάρτες ταννινικοί. Τα φαγητά ήταν γυαλιστερά κι από ρητίνη, μα η συνάντηση δεν ήταν για να φάει κανείς έτσι κι αλλιώς. Η κουβέντα ήταν τα βογγητά των επιτόκων στ'αυτιά του μαιευτήρα, εκεί αλλά ισχνή. Η κουβέντα ήταν από εκείνες που δεν κατάλαβα ποτέ. Η προσοχή μου είχε όλη χαριστεί στους μήνες που είχα να σε δω, γιατί μήνες και όχι χρόνια λες; γιατί οι μήνες καίνε πιο καλά. Απ'το σπίτι μου στο κελί σου δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο, ήταν εφτακόσια μέτρα, πέντε λεπτά για να'ρθω στον κατήφορο κι ένα τέταρτο ιδρώτα για να φύγω. Απ'το σπίτι μου στο κελί σου δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο, ήταν όσο ν'αφήσω τις αρχές τις πατρικές για μια άλλη, κρυφή ιστορία, το μέτρημα το'παψα τότε, δεν ήταν πια γεγονότα γραμμικά, δεν ήταν εφτακόσια μέτρα, ήταν η μια φορά που έκανες εσύ τον επισκέπτη κι είχες μούσκεμα το μέτωπο κι ήταν σα να μην ήξερα τι ήταν κάματος, κι έπιανα το ζουμί ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείχτη: θαλασσόνερο.

Η γυναίκα σου στο τραπέζι ήταν κάποια που ποτέ δεν είχες, η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, κάποια που τώρα ονειρευόμουν για δικιά σου. Το κρανίο της σκεπαζόταν από θαμπά παχειά μαλλιά από λευκό κριθάρι που ετοιμάζεται να σκύψει στον αγρό, και πάνω καλοκαίρι. Ήθελα να σε πιάσω, δεν ήταν πράγματα αυτά για το τραπέζι, δεν ήταν για να βλέπει η γυναίκα σου, διψούσα εκεί στον ουρανίσκο όπως μου συμβαίνει, διψούσα τόσο που μου έρχονταν λυγμοί πίσω απ'τα δόντια. Κι όταν έφτασα να μην αντέχω άλλο πια, η γυναίκα σου, η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, σηκώθηκε και με πήρε απ'το χέρι, το τραπέζι παρέμεινε απαράλλαχτο, τα φαγητά γυαλιστερά κι από ρητίνη. Με οδήγησε προς τα δυτικά, γιατί είχα τον ήλιο τον απογευματινό στο πρόσωπο, γιατί στο σβέρκο της είχε ήδη σουρουπώσει, κι η πλάτη της και τα πόδια της που μ'έβαζαν να πειθαρχήσω- περπατήσαμε για ώρα σ'ένα μονοπάτι που χωρούσε μοναχά το ένα βήμα εμπρός από το άλλο. Γύρω φύτρωναν βάτα και χορτάρι ψηλό μέχρι τη μέση των μηρών, στο χώμα παραφύλαγαν πέτρες κοφτερές στραμμένες έτσι για το σκόνταμα, και στο ένα πλαϊνό βρισκόταν πάντα η πεσιά.

Οι πέτρες αύξαιναν και έγιναν σκόρπια σκαλιά κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε κι η βλάστηση αραίωνε κι αραίωνε ώσπου φτάσαμε να στεκόμαστε στην άκρη, πιο 'κει ήταν το λιμανάκι της Αγίας Παρασκευής, πιο 'κει ήταν το δέλτα του θανάτου, εμείς στεκόμασταν αλλού και τα βλέπαμε όλα. Η γυναίκα, η γυναίκα σου, ισορροπούσε σίγουρη σαν κατσίκι με τις πατούσες μισές έξω μισές στο γκρέμι της κοψιάς.
-Δεν είναι για να φοβάσαι, η θάλασσα θα είναι μαλακιά., κι η φωνή της ήταν ο φόβος μου κι η θάλασσα μαζί. Με τράβηξε λίγο, όπως τραβά κανείς το σκοινί για να πλησιάσει η βάρκα, έκανα μια δρασκελιά με τα γόνατα λυμένα κι είδα κάτω και πέρα την ακτή ξάστερη νύχτα του Γενάρη, άπνοια, τη δύση που γυρνούσε μέσα σε μια λεπτή λευκή αχλή, η παλλαισθησία του αργού ρυθμού που έχει κι είναι πάντα εν ζωή, που σκαρφάλωνε κι έφτανα να την ακούω για φωνή. Ανοιγόκλεισε τα αυγουλένια βλέφαρά της, άνθισε ένα χαμόγελο κάτω απ'τη μύτη της που έμοιαζε με γδούπο. Έκανα ένα ακόμα βήμα, μια ώση για το σάλτο, έπεφτα και το κεφάλι θα'βρισκε πρώτο,
έπεφτα όπως στο Λιμιώνα, έπεφτα όπως στην Παναγιά, ήταν όλες αναμνήσεις του Ιονίου, τώρα που το σκέφτομαι, όλες μου τις βουτιές τις έχω κάνει σ'εκείνες τις μεριές,
κι η θάλασσα ήταν όπως είχε πει
η θάλασσα ήταν 

απ'το παράθυρο έριξα μια ματιά κι είδα το τραπέζι, κι όλη τη συντροφιά, στην αυλή, στο κέντρο της ανοιχτωσιάς. Μες στο δωμάτιο που ανάβλυζε δροσιά υπήρχε στρωμένο ένα σατζάντα προσευχής, μες στο δωμάτιο ήσουνα κι εσύ. Ήταν η ώρα των κουνουπιών, το συζητούσαν κάτω, το συζητούσε κι η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, εσύ έκανες την κίνηση πως δε μας νοιάζει εμάς, με πήρες απ'το χέρι όπως είχε κάνει η γυναίκα σου, μα όχι για να με οδηγήσεις, με πήρες απ'το χέρι γιατί ήταν σα να στο ζητούσα, έσφιξα το στρογγυλό σου θέναρ, τα τρυφερά δάχτυλα που είχαν φουσκωτές φάλαγγες καλώς ξεχωρισμένες, να'ξερες πόσο είχα επιθυμήσει το ροδαλό δέρμα των Θεσσαλών, το αίμα που μαζεύτηκε κουβά κουβά απ'το Ληθαίο, το ήξερες, το ξέρεις. Δεν ήμουν παρά χέρια, δεν ήμουν παρά μια δουλειά από παλιά, δεν ήθελα να είμαι άλλο, τα θυμάμαι όλα κεντημένα με τη βελόνα των αγγείων, με κάθε ελάχιστη λεπτομέρεια, θυμάμαι κι όσα δεν ήταν, σε βλέπω όταν κοιμάμαι και σε θυμάμαι μόνο το πρωί, το ήξερες, το ξέρεις,
φιλώ τα μάγουλά σου, το βρέγμα, τη σφαγή,


,,,


In here you will find the answers you are looking for

I went to medical school because the doctor in Reguengos served the water crackers at mass and men took their hats off to him without his saying hello to anyone.

A. L. Antunes


There is hardly space for my hands on my desk. Sometimes I wonder how tall a tree is standing on the glass. The easels, one on each side supporting the glass, creak at the chilly wind, creak at the moving of my hands, creak at every sip coming from across the desk, they creak so often they don't, at all. A chapstick for the bastard aryan lips that disintegrate with a glimpse of the sun, with a glimpse of a bite, of a kiss, no, these I don't like, is balancing right by the outer edge of the glass, risking to fall in front of the window and melt in the summer, crystallize in winter. It tastes of woman, crushed pomegranate and olive oil, and blood at the banks of the mouth, it's only the lips, the mouth tastes jasmine tea that's gone bitter, and soft water, hard water, does it even matter, you'd know better anyway. On the other edge, there's her pocket mirror from back then, whose? they ask, äh, I give my favorite response, äh (egal, was soll's,...). On thoughtful days I'll flip it open and guide the sky inside. It's a pocket mirror with the stamp of a shoeshop, not a piece of art, it does the job though, the room fills with oceanic weather, Atlantic rain, Subsaharan heat, Red Sea drought, sky from every route she sailed, every route I thought she sailed. This makes up for the Nordsee routine, this makes up for nothing. The cup always stands on the brass coaster bearing the reminder, don't worry about perfection, yes, I'm not the competitive type, just the washed, washed out Gary Cooper type. Rulers and pencils seem to sprout from every niche. You shouldn't disrespect a book with ink, you shouldn't disrespect a book with crooked lines. The flashlight that has seen one too many throats hides in the box, no reason for the Old Spice sticker on the lid, maybe because there's the boat, maybe that's the reason for everything that is and isn't, a reason why every landlocked place treats its beasts like convicts. Swollen notepads, thin notepads, sheets in various hues of age, books I've read, books I've yet to read, yet to read again, they are piling around the illumination of the screen and it swallows them word by word and only a dozen words return from their adventure. The deck of nude cards has travelled a lot already, it's been laid on this and that airport, this and that car, this and that bed, even on the goddamn desk with no space on it, I always make space for a forty thieves.

Τάχα τεμπέ κι άστεγη νοσηλεία

Η διευθύντρια του δεύτερου ορόφου δεν ήξερε να πει φυματίωση από καρδιογενές άσθμα, κι άρχισε ν'ακούγεται εδώ κι εκεί πως είχα το χτικιό. Αν τύχαινε να βήξω περαστικός απ'το διάδρομο, γυρνούσε ολόκληρο το επιτελείο να δει ποιος είχε έρθει να τους σκοτώσει όλους. Ώσπου να μου γλιστρήσει η επιμελήτρια κλεφτά στην τσέπη της ρόμπας κάτι υπόλοιπα αντιφυματικών και μια φιλική γνωμάτευση για Rö., δεν είχα πια δουλειά στα μέρη εκείνα.

-

Με τις φτέρνες εμπρός η ακμή του σκαλοπατιού δεν κόβει κι η πλάτη μου βρίσκει την άμμο μαλακά. Έχω καιρό να δω από τ'ανάσκελα τη συννεφιά που τρέχει, κι ό,τι λιάζεται και σκιάζεται δεν είναι καλή παρηγοριά για κουρασμένα μάτια. Όταν πέφτω φαρδύς πλατύς στη γη, κάτι απ'το στέρνο μου κάνει να βγει κατά έξω, και για μια στιγμή τα πνευμόνια αδειάζουν και βαραίνουν. Η ακτή έχει τις ίδιες πατημασιές που είχε και προχτές κι εχτές. Αν κάποιος διασχίζει βιαστικός τον πεζόδρομο που σήμερα στεγνώνει, θα κάνει πως δε βλέπει και καλώς. Κλαίω δυο δάκρυα απαθής που χάνονται στη μια και στην άλλη φαβορίτα, κι έπειτα η αύρα με κρυώνει. Μια λεπτή ομίχλη σαν χνώτο του αλατιού σέρνεται πάνω στις αμμοκοιλάδες, ή είναι οι ώρες που εξαντλούνται. Ο φλοίσβος έρχεται φλεβοκομβικός, όπως κι εγώ τις μέρες της πειθαρχίας. Σα να μην έπεσα απ'το σκαλοπάτι του ξύλινου βάθρου, μα απ'τον πύργο της Βαβέλ: δε βρίσκω γλώσσα να σκεφτώ, παρά τα δέκα άσπρα του καιρού και τους σπάνιους γροιλανδικούς γλάρους.

-