© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Το φως του εφημερείου

Κάποιος βλεφαρίζει μες στα σκοτεινά κι ακούγεται ο λειψός ήχος του πανάκριβου οργάνου. Με τα αισθητήρια του τυφλού και το ραβδί, από τη μια αντιλαμβάνομαι τον τοίχο της λαδομπογιάς κι από την άλλη τα ποδάρια του κρεβατιού. Πιο δίπλα σκροπίζουν οι γόπες απ'το κουτί που γκρεμίστηκε απ'τη σκουπιδοσακούλα. Η επιστήθια θέρμη αυτού που αρρωσταίνει λιώνει στο πέρασμα της γλύκας του οθωμανικού καπνού. Ώσπου να 'ρθει το χέρι απ'την τσέπη για να στρώσει το πράσινο παντελόνι που βιαστικά απάντησα στην ιματιοθήκη, έχουνε κλείσει δυο φορές που στήσαμε το χορό γύρω απ'τον πρώτο ευεργέτη της ημέρας, κι εγώ είμαι δυο χρόνια πιο μπροστά στην ηλικία. Το λάστιχο του παντελονιού είναι τριμμένο ως τον αφανισμό και το'χω ζωναριάσει όπως όπως με τσιρότο εκατέρωθεν της λευκής γραμμής. Τα μπατζάκια είναι κάλτσες μες στα τσόκαρα, οι πατούσες ξυλιάζουν παρά το φάσκιωμα, να'ναι καλά το μαντζούνι του ιντεράλ που ψιθυρίζει κρυφά ο μάγος της φυλής στ'αυτιά των χειρουργών που τρέμουν. Στο παραδίπλα δωμάτιο που είναι τετράκλινο πριονίζουν διπλά ροχαλητά. Εδώ είναι το κελί της σιωπής. Εντός μου χρονοτριβεί ακόμα ο αμανές που έπαιξε τελευταίος στο ραδιοφωνάκι της κουζίνας. Όπως το μέτωπο που συναντάει η σταγόνα απ'το πρωί ως το επόμενο, κι έπειτα το ελάχιστο σφυρί είναι βαριοπούλα και συνεχίζει χωρίς ύλη τη μηχανική δουλειά του, έτσι και τώρα μες στη μοναξιά αισθάνομαι τον κόσμο πάσχοντα και συνοδό να φέρνει σβούρες σα δερβίσης κι ο αέρας που σηκώνουνε μαζί με την ιδρωμένη σκόνη των επειγόντων με βρίσκει σε όλα τα εκτεθειμένα μέρη, ξυραφιές πολλές σαν τους διαύλους του ασβεστίου των λείων μυοκυττάρων που διακρίνονται μόνο μέσα από ηλεκτρομαγνητική διόπτρα. Μια σκέψη για τα σύνεργα που έχω αφήσει σπίτι, και μια παραδοχή για τα όσα δε θυμάμαι: η θεραπεία - η γνώση. Η ίαση;
Στο λεπτό στρώμα των δακρύων και το λιμνίο που στέγνωσε στεφάνι προς στεφάνι με την αγρύπνια και το αγνάντι του θανάτου, οι ίδιοι μου οι βλεφαρισμοί διαβάζουν ανάγλυφα τα όσα έχω δει απ'όταν πρωτοβγήκα απ'το λαγούμι των παιδιών στα αναχώματα του πολέμου που εκτυλίσσεται όπως κινούνται οι σαύρες μες στο κρύο. Έτσι και το πυρετώδες βράδυ στον κάμπο του μαρτυρίου βάφεται λιγότερο εχθρικό απ'όσους έχουν μάθει να λένε ευχαριστώ που τα κατάφεραν. Και με την ίδια ομόκεντρη στρατηγική του συστηματικού καλοκαιριού, με απέραντη υπομονή και χωρίς ν'ακούγεται παράπονο, ξεραίνεται κι η λίμνη του Άη - Βασίλη, την οποία καθώς τσουλάει το αυτοκίνητο κρεμασμένο στην τετάρτη που θα σκάσει, φαντασιώνομαι να κάνω δικιά μου σε αυτόκλητο αναδασμό και να σπέρνω με ηλιόσπορα και άλλες πρασινάδες που θα μάθω στην πορεία, καθώς θα γίνω μαθητής της ανοιξιάτικης ζωής κι όχι της φθισικής.
Η πρωτόγονη αγωγή παρηγοριάς των καταθλιπτικών με στέλνει αύτανδρο στη μανία. Κατά ομάδες νεύρωσης και με φυγόκεντρη ορμή το άθροισμα μηδέν κι η απώλεια όση μπορούσε το ζάχαρο πενήντα να χρεώσει, η αιμωδία της υπερώας απ'τη λαχτάρα, το επινεφριδιακό ξερατό του γιατρού που τ'αφήνει όλα πίσω ενώ βλέπει σφαγμένη, σαφέστερη από την παρασκευασμένη σαφηνή, την κάτω κοίλη φλέβα να κολυμπάει και να πίνει τον πιο χάλκινο χρυσό, η τρέλα ανεβαίνει απ'την οσφύ αμφοτερόπλευρα ως το κεφάλι. Να είναι φαιοχρωμοκύττωμα αυτό που με σκοτώνει; Όχι, τόσο ξέρω για να πω. Ο ρυθμός ακούει τον πυροβολισμό του διαιτητή και ξεκινάει να τρέξει σαν άλογο στην κούρσα, τα στοιχήματα πιάνουνε θέσεις στα λαούτα, χαμένοι όλοι χαμένος κι ο τυχερός κι ο κλέφτης, οι γύροι σ'αυτόν τον ιππόδρομο με χόριο για χώμα και ιδρώτα για ουρανό απειρίζονται σαν καστανή ματιά.
-Καλά είσαι;
Η καρέκλα του θεραπευτή μετακινήθηκε πλέον στη σκηνή, τη βρίσκω άκρη άκρη. Απέναντι λιμοκτονεί ένα κοινό που σκίζεται για δράμα κι η πείνα παροξύνεται στην όψη του ξεντυμένου φόβου, και φανερώνονται οι παρωτιδικοί πόροι που βρέχουνε τις γλώσσες και τα χείλη σα να'χει πάρει το δρόμο της η γέννα του υδραμνίου, η στάθμη του χυλού έχει φτάσει ως τη μέση, τα τσιρότα μαλακώνουν και ξεκολλούν, το παντελόνι φεύγει, με το άσπρο βρακί και την αλυσίδα στον καρπό βλέπω τώρα θεατής γκουρλωμένος από πείνα το αξίωμα να σβήνει και να πλένεται.
Μπράτσα ορθοπαιδικά με λύνουν και με δένουν, με αρπάζουν σακιασμένο ενώ γελώ παραληρηματικός και τελειωμένος
-ΧΑ ΧΑ ΧΑ, ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ!
Το φως ανάβει, πυρσός μέσα σε ανεξερεύνητη κοιλιά, γύρω ασφυξία κι η ζέστη του ηλεκτροκαυτηρίου, μια λαπαροσκόπηση ρουτίνας, το φως του εφημερείου, το φως, το φως είναι μέσα σου.

Ματθαίος

Ο οσφρητικός βολβός έρπει σε κόκκους από χρυσή άμμο
ανάμεσα στα θαλασσοτριμμένα πετραδάκια
κομμάτια από καβουροκαύκαλα, 
σκόνη λεπτή μόσχου και κουρκουμά

άρτιο παβλοφικό παιχνίδι με φέρνει βόλτες
πάνω στην πυρωμένη λαμαρίνα
στην έφοδό της το κοντανάσαιμα με στέλνει
στην άκρη της ζωής μου

το πιστό μου πρόσωπο γδάρθηκε κατανυκτικά
στα πολύχρωμά σου γένια, η γλώσσα μου
ξέχασε όλες τις άλλες γεύσεις
οι μικροσκοπικοί μύες της ίριδας με το μέλι και το χώμα

λιώνουν καθώς τους βράζουν οι βενζοδιαζεπίνες και το ποτό
όπως όλοι οι άλλοι μύες στην πλημμύρα του καμάτου
το πρωί βρίσκει τη γη σαν κεφαλή καρφίτσας και τη θάλασσα
να τυλίγει τη γη και να κλέβει όλο το φως της μέρας μυδριασμένη

το ανθρωπάριο του Πέννφιλντ σα να'χει μπει στην έλξη
έχουνε μείνει τα χείλη στο μουστάκι, τα ακροδάχτυλα 
στις τρεις ξεχωριστές σου εποχές, Αιδεσιμότατε
πέφτω στα γόνατα κι απαρνούμαι το χρίσμα των άλλων εραστών

άδραξέ με απ'το λαιμό
και βόγγηξε μαζί μου την ώρα που το αίμα θα πάρει να πήζει στα αγγεία του βυθού.

The end isn't distance, it's just a place to stand

στους χιασμούς των μεγαλύτερων κλαδιών το αίμα γίνεται ρετσίνι
και πήζει και θάβεται στην τάση μαζί κι ο θησαυρός του
το μαστίγιο της τριχιάς πετιέται σα χέλι συμπαθητικό
η αναπνευστική αρρυθμία άγαλμα σε προσοχή

ανάσκελα ψέλνω τα λόγια του απεγκεφαλισμού κι η μνήμη μου δίνει σε ριπές
τις κινούμενες σκιές των δέντρων απ'το δρόμο στο ταβάνι με τα ξύλα
το ρίγος των χλωρών σπαρτών ενώ φυσάει μπουγάζι
τα δάχτυλα που χτενίζουν μέλι και συννεφιά στο γάλα

το χέρι που αρπάζεται απ'την κλείδα του αμυνόμενου ωπ
να'σαι τώρα δούλος του παλαιστή

κάθε σπασμός φέρνει ξανά την αγωνία του θανάτου και ξανά και
το αρνί γίνεται λύκος όπως κρέμεται καρφωμένο με δόντια στο σαγόνι

κι από όλα αυτά
δεν ξέρω τι πονάει πιο πολύ απ'το κράτημα του παίχτη το βιολί
ή το δοξάρι

cum die arise
cum die arise

Altonaer Bekenntnis

Ich wollte dir erzählen was des Nachts geschieht vor meinen Augen sehe ich deinen schönen Hals da kommen meine Hände vom Weg gierig ab und würgen mich die betäubten Lippen streicheln deine Augenlider am Rande deines Unterleibs werden die Beckenhörner angeboten oder sind sie dir gestohlen worden mit deiner Stimme klingt mir Verehrung zweisilbig und 
werde ich mit meinem Namen eins
ich vermiss dich nicht, begehre dich nicht, außer wenn du mein bist
noch nur so kann ich dir antworten
wenn du Liebst du? fragst




Δειλό αρπαχτικό, φίδι με λάμα στομωμένη
ήθελα να σου πω για όσα συμβαίνουνε τις ώρες που κοιμάμαι
εμπρός στα ολόκλειστά μου μάτια βλέπω τον όμορφο λαιμό σου
και τα χέρια μου αδηφάγα χάνουν το δρόμο τους και σφίγγουν το δικό μου

τα χείλη μου που έχουν μουδιάσει χαϊδεύουν τα βλέφαρά σου
κι οι λαγόνιες άκανθες στις άκρες της κοιλιάς σου προσφέρονται ή τις κλέβω
ακούω δισύλλαβη λατρεία στη φωνή σου κι ενώνομαι με το όνομά μου
δε μου λείπεις, δε σε επιθυμώ παρά μόνο την ώρα που σε έχω

κι είναι ο τρόπος που μου'μεινε για να σου απαντώ


Friiskfunk

Το ράδιο σκονίζεται δίπλα στους φοριαμούς
σας αρέσει καλύτερα η μουσική των δικών σας λαρυγγιών

καπνίζω στα κλεφτά με το κεφάλι χωμένο στην ανάκλιση
κι οι εκπνοές πηγαίνουν έξω στο κενό

σαν το ασκιτικό ζουμί που πετάγεται απ'το ανοιχτό τριοδικό του αμποκάθ
ώσπου να προλάβει ο αφηρημένος να ενώσει το σωλήνα

τα παράθυρα απέναντι ανήκουν στους θαλάμους της ορθοπεδικής
τ'αναρτημένα άκρα χαζεύουν την τηλεόραση

που δείχνει τη νύφη να κλαίει σε είκοσι συναπτά αντίγραφα
δυο δευτερόλεπτα δρόμο το ένα δάκρυ απ'το άλλο

προσμένω πώς και πώς να έρθω στο χειρουργείο
λίγο με νοιάζει ο αναισθησιολόγος που τσινάει

εκεί τα λόγια είναι υπηρεσιακά 
και μόνο ακούγεται ο 96.7 στα υπερβραχέα.